Αγαπητοί φίλοι, το παρόν σύγγραμμα αποτελεί προϊόν μιας πολυετούς και επίπονης ερευνητικής προσπάθειας που είναι βασισμένη πάνω σε έγκριτες μαρτυρίες αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και Αγίων Πατέρων του Χριστιανισμού, αλλά και σε πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων και πολύτιμων χειρογράφων τα οποία προέρχονται από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου.
Στόχος του συγγράμματος είναι να αναδειχθεί η άγνωστη προφητική δράση του Απόλλωνος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο καθώς και οι λησμονημένοι χρησμοί των σοφών Σιβυλλών, οι οποίες διατελούσαν ιέρειες στα μεγαλύτερα μαντεία του Απόλλωνος.
Η ζώσα παρουσία του Απόλλωνος στα δρώμενα του αρχαίου κόσμου βρίσκεται πάντοτε σε άμεση σχέση και αλληλεξάρτηση με την ταυτόχρονη δράση των υπολοίπων Ολυμπίων «θεών». Εισάγω σε παρένθεση την λέξη θεοί, διότι δεν υπήρξαν θεοί με την σημερινή έννοια του όρου, αλλά θεράποντες και υπηρέτες του Υψίστου Θεού.
Για να γίνει κατανοητή αυτή η προσέγγιση, κατά την διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου θα διεισδύσουμε και θα εντρυφήσουμε σε ζητήματα όπως η οντολογική φύση των Ολυμπίων, η αποστολή τους πάνω στην γη, αλλά και η πνευματική τους σχέση με τον ένα Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος. Η σχέση αυτή αποτελεί στην ουσία και την σπονδυλική στήλη όλου του συγγράμματος.
Διότι, χάριν της πνευματικής κοινωνίας των Ολυμπίων και του Απόλλωνος με τον ένα Θεό, χάριν αυτής της θεϊκής μεταλήψεως από την Σοφία και το Πνεύμα του Θεού, κατέστη ο Απόλλων ικανός όχι μόνον να προαναγγείλει με τις προφητείες του την Έλευση του Ιησού Χριστού, αλλά συγχρόνως να εργαστεί και για την διάνοιξη της οδού της Ελεύσεώς Του.
Η συγκεκριμένη δράση του Απόλλωνος και ο τρόπος που διατυπώνεται σ’ αυτές τις γραμμές, ενδεχομένως να προκαλεί έκπληξη και απορία σε ένα μέρος των αναγνωστών που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με μία τέτοια θεωρία. Και δικαιολογημένα, διότι η κατεστημένη άποψη γύρω από τους «θεούς» των Ελλήνων, τους κατατάσσει είτε στη σφαίρα του ανύπαρκτου και του φανταστικού, είτε στην κατηγορία των αρνητικών δαιμόνων, ή στην κατηγορία πανάρχαιων ανθρώπων ή βασιλέων με ιδιαίτερες δυνάμεις και ιδιότητες.
Οι Ολύμπιοι, όμως, δεν υπήρξαν τίποτε από τα ανωτέρω. Αντιθέτως, όπως θα διαπιστώσουμε από πλήθος ιστορικών καταγραφών, χειρογράφων και αρχαιολογικών ευρημάτων, υπήρξαν έναμικρό μέρος των αγγέλων του Θεού, υπήρξαν ένα απειροελάχιστο μέρος της άπειρης πνευματικής ιεραρχίας του Δημιουργού. Αυτοί οι άγγελοι υπήρξαν οι οδηγοί του ελληνικού γένους και των Ελλήνων σοφών, οι οποίοι σοφοί με την σειρά τους συνέβαλλαν τα μέγιστα στην πνευματική εξύψωση της ανθρωπότητας, προετοιμάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εν αγνοία τους την Έλευση του Ιησού Χριστού επί της γης.
Πριν από την Έλευση του Χριστού, έπρεπε προηγουμένως ένα μέρος της ανθρωπότητας να ανέλθει σε μία ανώτερη πνευματική βαθμίδα, σε ένα ανώτερο σύστημα ηθικών αξιών. Έπρεπε η διδασκαλία του Θεανθρώπου να είναι οικεία στους ανθρώπους που θα την άκουγαν, διότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να γίνει κατανοητή, αποδεκτή, και να εξαπλωθεί εις τα πέρατα της οικουμένης. Σε αυτή την κατεύθυνση εργάστηκαν οι Έλληνες φιλόσοφοι, η διδασκαλία των οποίων υπήρξε συγγενική προς την διδασκαλία του Θεανθρώπου.
«Ο Ιησούς Χριστός», γράφει ο εξέχων γερμανός καθηγητής J. Leipoldt, «με την ανύψωση της προς πλησίον αγάπης στο ύψιστο ηθικό αξίωμα, απέρριψε κάθε ιουδαϊκό έθιμο, που ερχόταν σε αντίθεση προς αυτή, ενώ βρισκόταν πλησιέστερα προς την ελληνική σκέψη, ιδιαίτερα προς την στωική» 1.
Ο Άγγλος W.R. Inge, Πρύτανις του Πανεπιστημίου του St Paul, γράφει ότι η χριστιανική σκέψη είναι στην ουσία «η συνέχεια της ελληνικής θρησκευτικής σκέψης και πρακτικής», καθώς και ότι «είναι αδύνατο να αποβάλει κάποιος τον Πλατωνισμό από τον Χριστιανισμό, χωρίς να κατακερματίσει τον δεύτερο» 2.
Ο Άγιος Ιουστίνος, στο έργο του Απολογία Α΄, καταγράφει ότι ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοι με αυτούς φιλόσοφοι υπήρξαν στην ουσία οι προ Χριστού Χριστιανοί 3, ενώ ο Άγιος Αυγουστίνος διακηρύττει στο έργο του Εξομολογήσεις ότι η πλατωνική φιλοσοφία και η χριστιανική θεολογία συμπίπτουν «όχι κατά λέξη, αλλά κατά πνεύμα» 4.
Και πράγματι συμπίπτουν κατά πνεύμα, διότι η πηγή της έμπνευσης και για τους Έλληνες φιλοσόφους και για τους Άγιους Πατέρες είναι κοινή: το Πνεύμα του Θεού.
Η προσφορά των Ελλήνων στην πνευματική εξύψωση της ανθρωπότητας, κυρίως μέσω της φιλοσοφίας και της ηθικής, λειτούργησε στην ουσία ως μία προεργασία και προετοιμασία για την Έλευση του Ιησού Χριστού. Εκτός όμως από την φιλοσοφία, εξίσου σημαντικές υπήρξαν και οι υπόλοιπες κατακτήσεις στον χώρο του πολιτισμού και των επιστημών.
Ο διάσημος Γάλλος ιστορικός του παγκόσμιου πολιτισμού, Will Durant, καταγράφει μερικές από αυτές τις κατακτήσεις:
Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε αιωνόβιο στον πολιτισμό μας, που να μην προέρχεται από την Ελλάδα: Σχολεία, γυμναστήρια, αριθμητική, γεωμετρία, ιστορία, ρητορική, φυσική, βιολογία, ανατομία, υγιεινή, θεραπευτική, διακοσμητική, ποίηση, μουσική, τραγωδία, κωμωδία, φιλοσοφία, θεολογία... ηθική, φιλανθρωπία, δημοκρατία. Υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου ελληνικές λέξεις, που αντιπροσωπεύουν μορφές πολιτισμού... Δεν υπάρχει τίποτε στον ελληνικό πολιτισμό που να μην φωτίζει τον δικό μας πολιτισμό... Η ελληνική επιστήμη υπήρξε το μεγαλύτερο πνευματικό κατόρθωμα της ανθρωπότητας.
Ένας δεύτερος διαπρεπής ιστορικός, ο Bertrand Russel, διατυπώνει την απορία του αναφορικά προς την αιφνίδια άνοδο του πολιτισμού στην Ελλάδα:
Σε ολόκληρη την ιστορία τίποτε δεν είναι πιο εκπληκτικό ή τόσο δύσκολο να περιγραφεί όσο η αιφνίδια άνοδος του πολιτισμού στην Ελλάδα. (Bertrand Russel, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας)
Το ίδιο διατυπώνει και η Γαλλίδα ακαδημαϊκός Jacqueline de Romilly, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και καθηγήτρια του College de France:
Ναι, η Ελλάδα είναι η χώρα των ανακαλύψεων... Μίλησαν για την ελευθερία· μίλησαν για την δημοκρατία· μίλησαν για την πρόοδο της επιστήμης· μίλησαν για την ενοχή, για την υπευθυνότητα, για την δικαιοσύνη· αλλά κάθε φορά ήταν η πρώτη σύλληψη αυτών των ιδεών, με την διαύγεια και την καθαρότητα της πρώτης φοράς... Αυτή η επιθυμία να κοινοποιήσουν, να διασαφηνίσουν, να αναζητήσουν από κοινού την αλήθεια, εξηγεί την ασύγκριτη έκρηξη, εκείνη την εποχή,όλων των επιστημών.
Δεν έχει άδικο η Jacqueline de Romilly που ομιλεί για μία «ασύγκριτη έκρηξη», ούτε ο Bertrand Russel που θεωρεί απερίγραπτη και ανεξήγητη αυτήν την πολιτισμική έκρηξη που συνέβη στην Ελλάδα πριν από δυόμισι χιλιετίες. Διότι, σε καμία περίπτωση, οι Έλληνες δεν είναι μία ανώτερη φυλή, ούτε ο πολιτισμός που ανέπτυξαν ήταν ένα επίτευγμα αποκλειστικά δικό τους, αλλά, όπως σοφά λέγει ο Πλάτων στον Φίληβο, χρησιμοποιώντας ως ομιλούντα τον Σωκράτη, όλες οι τέχνες και οι κατακτήσεις του ελληνικού πνεύματος «ΘΕΩΝ ΜΕΝ ΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΔΟΣΙΣ»5, δηλαδή υπήρξαν μία δωρεά στους ανθρώπους από τους θεούς.
Με άλλα λόγια, πίσω από την αιφνίδια άνοδο του πολιτισμού που έλαβε χώρα στην Ελλάδα στα μέσα της 1ης π.Χ. χιλιετίας, πίσω από όλες αυτές τις πνευματικές κατακτήσεις τις οποίες περιέγραψε στο προαναφερθέν απόσπασμά του ο Will Durant, υπάρχει ένα αόρατο αγγελικό επιτελείο το οποίο καθοδηγούσε και επιτηρούσε με αγάπη και σοφία· υπάρχει ένα αγγελικό γένος το οποίο υπηρέτησε όχι μόνον το γένος των Ελλήνων, αλλά όλο το ανθρώπινο γένος, και βεβαίως το σχέδιο του Πανάγαθου Θεού.
Αυτό το αγγελικό γένος, όπως εύστοχα καταγράφει ο αλεξανδρινός Πατέρας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είναι οι «κατώτεροι άγγελοι» οι οποίοι παρέδωσαν στους Έλληνες την φιλοσοφία με πρόσταγμα του ιδίου του Θεού:
Αυτός (ο Θεός) είναι που έδωσε και στους Έλληνες την φιλοσοφία μέσω των κατώτερων αγγέλων. Διότι είναι μοιρασμένοι με θείο και αρχαίο πρόσταγμα οι άγγελοι κατά έθνη. (Κλήμης, Στρωματείς, 7, 2, 20)
Κατώτεροι άγγελοι ήταν αυτοί που παρέδωσαν στους Έλληνες την φιλοσοφία, σύμφωνα με τον αλεξανδρινό Πατέρα.
Αυτούς τους κατώτερους αγγέλους, ο Πλάτων στον Τίμαιο τούς αποκαλεί «κατώτερους θεούς», και συγχρόνως παιδιά του Αγαθού Δημιουργού, αναφερόμενος βεβαίως στους Ολυμπίους.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς θεωρούσε επιπλέον ότι «η ελληνική φιλοσοφία είναι καθαρή εικόνα της αληθείας και θεία δωρεά που παραδόθηκε στους Έλληνες»6, καθώς και ότι ο ίδιος ο Θεός υπήρξε συγχρόνως ο χορηγός της Καινής Διαθήκης, αλλά και της Ελληνικής Φιλοσοφίας7.
Δεν ήταν όμως μόνον η ελληνική φιλοσοφία και θεολογία που λειτούργησαν ως προθάλαμος της χριστιανικής πίστης. Στην ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και η ζώσα παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή της Παλαιστίνης 8 και ειδικότερα της Γαλιλαίας, στην οποία έδρασε ο Ιησούς.
Η επαρχία της Γαλιλαίας στην οποία γεννήθηκε, μεγάλωσε και δίδαξε ο Ιησούς, όπως και οι γειτονικές επαρχίες της Δεκαπόλεως και της Περαίας, ήταν κατά την εποχή εκείνη πλήρως εξελληνισμένες, καθώς για διάστημα τριών αιώνων προ της Ελεύσεως του Χριστού ευρίσκοντο υπό την διοίκηση αρχικά των Πτολεμαίων και αργότερα των Σελευκιδών απογόνων της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η ελληνιστική περίοδος διήρκεσε στην Παλαιστίνη κατά την περίοδο 332-63 π.Χ.
Η πλειονότητα λοιπόν των πόλεων της Γαλιλαίας, όπως και των άλλων επαρχιών που συνόρευαν με την Ιουδαία, ήταν ελληνιστικές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σ’ αυτές κατοικούσαν μόνον Έλληνες. Στις ίδιες πόλεις κατοικούσαν Ιουδαίοι, Σύροι, Παλαιστίνιοι και Άραβες, όμως η οργάνωση των πόλεων και ο τρόπος ζωής ήταν ελληνικά.
Αυτό ακριβώς καταγράφεται και στο κάτωθι απόσπασμα από την Παλαιά Διαθήκη:
Επίσης με σύσταση του Πτολεμαίου διατάχθηκαν οι γειτονικές ελληνικές πόλεις να υποχρεώνουν τους Ιουδαίους να τηρούν τα έθιμα των Ελλήνων *. (Β' Μακαβαίων, 6, 8)
Οι ίδιοι οι Ιουδαίοι καταγράφουν στην Βίβλο τους ότι γύρω από την Ιουδαία υπήρχαν ελληνικές πόλεις. Η εποχή στην οποία αναφέρεται το απόσπασμα είναι περί το 170 π.Χ. και ο κυβερνήτης που έδωσε την διαταγή να τηρούνται τα ελληνικά έθιμα ήταν ο Πτολεμαίος Δ΄.
Ακριβώς την ίδια διαταγή, κατά την ίδια χρονική περίοδο, είχε δώσει και ο φιλέλληνας αρχιερέας των Ιουδαίων, Ιάσων, αυτή την φορά όχι για τις γειτονικές ελληνικές πόλεις, αλλά για τις ίδιες τις πόλεις της Ιουδαίας:
Κι ο Ιάσων με την εξουσία που του δόθηκε υποχρέωσε τους συμπατριώτες του να ζουν όπως οι Έλληνες. (Β΄ Μακκαβαίων, 4, 10)
Ακόμη και οι ίδιοι οι Ιουδαίοι είχαν αρχίσει να ακολουθούν τον ελληνικό τρόπο ζωής. Ο φιλέλλην αρχιερέας των Ιουδαίων, Yeshua, ο οποίος μετέτρεψε το όνομά του στο ελληνικό Ιάσων, ζήτησε από τον βασιλέα Αντίοχο τον Επιφανή την άδεια, αλλά και την βοήθεια του να μετατρέψει την Ιερουσαλήμ σε πόλη ελληνική. Και την έλαβε.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ίδρυσε στην ακρόπολη της πόλης ελληνικό Γυμνάσιο, Παλαίστρα και Εφηβείο και ώθησε τους «κράτιστους των εφήβων» να ακολουθούν τα ελληνικά ιδεώδη. Όπως καταγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη, την εποχή εκείνη (170 π.Χ.), οι έφηβοι Ιουδαίοι «έτρεχαν να συμμετάσχουν στην απαγορευμένη από τον νόμο χορηγία της παλαίστρας, όταν τους καλούσε ο ήχος του δίσκου. Περιφρονούσαν τις πατροπαράδοτες αξίες και εκτιμούσαν αφάνταστα τις ελληνικές τιμές» 9.
Δύο αιώνες, λοιπόν, πριν από την έλευση του Χριστού, η Ιερουσαλήμ είχε μετατραπεί σε μία πόλη ελληνιστική. Βεβαίως, τα επόμενα χρόνια, η ελληνική ακμή εξασθένησε με την επανάσταση των Μακκαβαίων, όμως ο ελληνικός σπόρος είχε ήδη πέσει σε ολόκληρη την Παλαιστίνη· και ο σπόρος αυτός ωρίμασε στην Γαλιλαία την εποχή του Χριστού.
Ο Άγιος Κύριλλος καταγράφει ότι κατά την εποχή του Χριστού, στις πόλεις της Γαλιλαίας κατοικούσαν Έλληνες.
Επειδή ευρίσκεται κοντά η χώρα των Ιουδαίων προς την χώρα των Γαλιλαίων και επειδή έχουν πόλεις και κωμοπόλεις γειτονικές μεταξύ τους οι Έλληνες και εκείνοι (οι Ιουδαίοι), έκαναν συχνές τις αναμίξεις, σύχναζαν δε οι μεν προς τους δε. (Κύριλλος, Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, τόμ. 2, σελ. 308)
Στις ελληνικές πόλεις της Γαλιλαίας και της ευρύτερης περιοχής του Ισραήλ αναφέρεται και ο Γάλλος ακαδημαϊκός Δανιήλ Ροπς:
Μέσα στον οργανισμό του Ισραήλ υπήρχε και ένα άλλο ξένο σώμα, οι ελληνικές πόλεις. Ένας αριθμός από οικισμούς, πολλοί από τους οποίους σημαντικοί, ήταν ελληνικοί, όχι εβραϊκοί. Άλλοι είχαν ιδρυθεί την εποχή που οι απόγονοι των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Λαγίδες από την Αίγυπτο και οι Σελευκίδες από την Συρία, κρατούσαν στα χέρια τους την Παλαιστίνη, όπου είχαν εγκαταστήσει διάφορους δήμους με Έλληνες μετανάστες. Αποτελούσαν την Δεκάπολη, μία ομοσπονδία από δέκα πόλεις… ο Ίππος, η Γέρασα, η Πέλλα, τα Γάδαρα, η Φιλαδέλφεια… Και άλλες ελληνικές πόλεις είχαν ιδρυθεί στα παράλια, από την Πτολεμαΐδα, την παλιά Άκκα ως την Γάζα. Η Καισάρεια, που ο Ηρώδης ο Μέγας μετέτρεψε σε πρώτο λιμάνι της Παλαιστίνης, ήταν κατά τα τρία τέταρτα ελληνική. Και όταν ιδρύθηκε η Τιβεριάδα 10, στις όχθες της λίμνης, τον πληθυσμό της τον αποτελούσαν Έλληνες στο μεγαλύτερο μέρος του… Η Σεπφωρίς, η πρωτεύουσα της Γαλιλαίας, ήταν στην ουσία και αυτή ελληνική πόλη. (Δανιήλ Ροπς, Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη, σελ. 52-53)
Οι εξελληνισμένες πόλεις της Γαλιλαίας και ευρύτερα της Παλαιστίνης παρέμεναν ακμάζουσες και κατά την εποχή του Χριστού. Αν και οι πόλεις ευρίσκοντο υπό ρωμαϊκή διοίκηση, το ελληνικό στοιχείο εξακολουθούσε να είναι κυρίαρχο και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν ελληνικής καταγωγής.
Το αυτό συνέβαινε και με τους μαθητές του Χριστού οι οποίοι ήταν όλοι Γαλιλαίοι πλην ενός, του Ιούδα, ο οποίος ήταν Ιουδαίος 11. Οι Γαλιλαίοι μαθητές του Χριστού είχαν ρίζες ελληνικές - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν Έλληνες - και αυτό φανερώνεται όχι μόνον από την εξελληνισμένη περιοχή στην οποία κατοικούσαν, ούτε από τα αρχαία ελληνικά ονόματά τους - Φίλιππος, Πέτρος, Ανδρέας, Σίμων, Ιωάννης (εκ του Ίωνας), Θωμάς (εκ του θώμα=θαύμα) - αλλά και από την ακριβή γενεαλογία τους, η οποία καταγράφηκε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα από τον Επίσκοπο Τύρου Δωρόθεο.
Η καταγραφή του Επισκόπου Δωροθέου, ο οποίος έζησε μεταξύ 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα, περιλαμβάνεται στην Χρονογραφία με τίτλο Chronicon Paschale 12 (εκδόσεις Βόννης και Βενετίας) και αποκαλύπτει ότι, όλες οι μητέρες των μαθητών του Χριστού είχαν αρχαία ελληνικά ονόματα:
Ιεροκλεία, η μητέρα του Ιωάννη και του Ιακώβου
Σοφία, η μητέρα του Φιλίππου
Ρέα, η μητέρα του Θωμά
Ουρανία, η μητέρα του Βαρθολομαίου
Ευτυχία, η μητέρα του Ιακώβου του Αλφαίου
Χειροθεία, η μητέρα του Ματθαίου
Αμμία (=μητέρα), η μητέρα του Σίμωνος του Κανανίτη
Σελήνη, η μητέρα του Θαδδαίου
Ιωάννα (εκ του Ίωνα), η μητέρα του Πέτρου και του Ιακώβου,
(Στην καταγραφή του Δωροθέου, δεν αναφέρονται τα ονόματα
της μητέρας του Σίμωνα του ζηλωτή και της μητέρας του Ιούδα.)
Όσον αφορά στους πατέρες των μαθητών του Χριστού, στην καταγραφή του Δωροθέου περιλαμβάνονται μερικές ακόμη αρχαίες ελληνικές ονομασίες όπως Διοφάνης, Σωσθένης, Άνδρων, Ζήνων, Αλφαίος, Ιωνάς (εκ του Ίωνας) και Ζεβεδαίος (εκ του Ζευς+Ιδαίος).
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι, διά μέσου των στοιχείων που παρουσιάζονται στην παρούσα ενότητα, δεν επιδιώκεται να ανακηρυχθούν οι Έλληνες σε εκλεκτό ή περιούσιο λαό του Θεού. Αφενός μεν, διότι μία τέτοια θέση θα ήταν επιζήμια, αφετέρου δε, διότι απέναντι στον Θεό όλοι οι λαοί και όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι.
Μέσω όμως των Γαλιλαίων Αποστόλων του Χριστού και μέσω της κοινής ελληνικής γλώσσας στην οποία εγράφησαν τα Ευαγγέλια, δηλαδή μέσω της γλώσσας που ο Μέγας Αλέξανδρος εξάπλωσε μέχρι τα βάθη της Ασίας, έγινε ο Χριστιανισμός παγκόσμια θρησκεία.
Ο Απόστολος Θωμάς, ο οποίος διεκήρυξε την Αλήθεια του Χριστού χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα, έφθασε μέχρι τα βάθη της Παρθίας και της Ινδίας βαδίζοντας πάνω στην ίδια λεωφόρο που, πριν από τέσσερις αιώνες, είχε διανοίξει ο Μέγας Αλέξανδρος.
Ο Απόστολος Θωμάς, σύμφωνα με την καταγραφή του Δωροθέου, γεννήθηκε στην Αντιόχεια13, οι γονείς του ονομάζονταν Διοφάνης και Ρέα, και η αδελφή του Λυσία.
Επιπροσθέτως, όπως καταγράφει ο Άγιος Επιφάνιος, οι περισσότεροι απ’ αυτούς που πίστεψαν στον Χριστό, ήταν κάτοικοι της ελληνιστικής πόλης Πέλλας, η οποία ευρίσκετο πλησίον του Ιορδάνη ποταμού. Η Πέλλα ανήκε διοικητικά στην Δεκάπολη της Παλαιστίνης και έλαβε την ονομασία της προς τιμήν της γενέτειρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ ΠΕΠΙΣΤΕΥΚΟΤΕΣ ΤΗΝ ΠΕΡΑΙΑΝ ΚΑΤ’ ΕΚΕΙΝΟ ΚΑΙΡΟΥ ΚΑΤΩΚΗΣΑΝ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΟΝ, ΕΝ ΠΕΛΛΗ ΤΙΝΙ ΠΟΛΕΙ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΕΝ ΤΩ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗΣ.
Πάντες όσοι επίστευσαν στον Χριστό κατ’ εκείνον τον καιρό ως επί το πλείστον κατοικούσαν στην Περαία, στην πόλη Πέλλα, η οποία συγκαταλέγεται στην Δεκάπολη που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο.
Δικαίως ο Γερμανός Hans Lietzmann, ο εξέχων εκκλησιαστικός ιστορικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, διεκήρυξε το 1936 στην αίθουσα της Ακαδημίας Αθηνών ότι:
«Ο Χριστιανισμός έγινε παγκόσμια θρησκεία μέσω του Ελληνισμού».
Δεν έγινε όμως τυχαία ο Χριστιανισμός παγκόσμια θρησκεία μέσω του Ελληνισμού, αλλά διότι κάποιοι εργάστηκαν στην κατεύθυνση αυτή· αφενός μεν οι Έλληνες σοφοί με την προ Χριστού πνευματική τους προσφορά, οι Έλληνες Πατέρες με την μετά Χριστόν συνεισφορά και αυτοθυσία τους, αλλά και ένα αγγελικό γένος το οποίο μπορεί να μην «δώρισε» την φιλοσοφία στους Έλληνες, όπως καταγράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, αλλά αδιαμφισβήτητα καθοδήγησε και κατηύθυνε τις προσπάθειες των αρχαίων σοφών, με τρόπο αγαθό, αθέατο και ταπεινό. Διότι όταν οι άγγελοι βοηθούν, δεν γίνονται αντιληπτοί.
Ένας από τους αγγέλους αυτούς είναι και ο Απόλλων, ο οποίος αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο αυτού του συγγράμματος.
Ο Φοίβος Απόλλων, μαζί με τις ιέρειές του, Σίβυλλες, υπήρξαν οι πρώτοι προφήτες του Ιησού Χριστού, οι οποίοι δεν προανήγγειλαν μόνον την Έλευση και το Σταυρικό Του Μαρτύριο, αλλά ακόμη και την Τελική Κρίση των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Του Παρουσία.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι, η θεωρία που ανάγει τους Ολυμπίους σε αγγέλους του Θεού, αν και ακούγεται νέα και ριζοσπαστική, στην ουσία δεν είναι ούτε τόσο νέα ούτε τόσο ριζοσπαστική, διότι αποτελεί κατάκτηση του ελληνικού πνεύματος εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Το πρώτο σύγγραμμα του κόσμου στο οποίο καταγράφεται η αγγελική φύση του Απόλλωνος και των υπολοίπων Ολυμπίων, τυγχάνει να είναι και το αρχαιότερο σύγγραμμα του κόσμου: τα έργα του Τρισμεγίστου Ερμή τα οποία, όπως θα εξακριβώσουμε στην πορεία του βιβλίου, συνεγράφησαν πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος σε ιερατική ιερογλυφική γραφή και διεσώθησαν στη χώρα της Αιγύπτου, η οποία έμεινε ανέγγιχτη από τον μεγάλο κατακλυσμό.
Ένα δεύτερο έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στο οποίο καταγράφεται η αγγελική φύση των Ολυμπίων είναι το έργο Τίμαιος του Πλάτωνος, το οποίο κατά την γνώμη του γράφοντος είναι το σημαντικότερο έργο του κορυφαίου φιλοσόφου όλων των εποχών. Στο έργο αυτό, ο Πλάτων διατρανώνει την άποψη ότι οι Ολύμπιοι «θεοί» υπήρξαν στην ουσία ουράνιοι υπηρέτες του Υψίστου Θεού και καθοδηγητές του ανθρωπίνου γένους.
Όλα τα ανωτέρω στοιχεία αναλύονται στην πορεία του βιβλίου με σκοπό όχι απλώς να παραθέσουμε τις ένθεες διδασκαλίες του Πλάτωνος και του Ερμή, παραμένοντας στάσιμοι σε κάτι που συνεγράφη πριν από χιλιάδες χρόνια, αλλά με σκοπό να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα φανερώνοντας ακόμη περισσότερες άγνωστες πτυχές της δράσης των Ολυμπίων, με την βοήθεια των επιστημών της αρχαιολογίας, της γλωσσολογίας, της ιστορίας, ακόμη και της γενετικής.
Το παρόν σύγγραμμα αποτελεί συνδυαστική πολλών επιστημών, διότι ένα τόσο σύνθετο ζήτημα είναι χρήσιμο να προσεγγίζεται αφενός μεν με τρόπο κριτικό και επιστημονικό, αφετέρου δε με τρόπο πολύπλευρο και σφαιρικό.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η θεματολογία του βιβλίου δεν περιορίζεται αυστηρά στον Απόλλωνα και τις Σίβυλλες, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες συγγενικές ενότητες, οι οποίες υποβοηθούν εις το να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη και σφαιρική αντιμετώπιση των πραγμάτων.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την παράθεση της περίφημης προφητείας της Σίβυλλας της Ερυθραίας περί της Τελικής Κρίσης των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά και με ένα ειδικό κεφάλαιο που επικεντρώνεται στην σύνδεση αυτής της προφητείας με τα δρώμενα της σημερινής Παγκοσμιοποιημένης Εποχής και των εξελίξεων που αναμένονται.
Χάρης Κ. Σκαρλακίδης
Αθήνα, Ιούνιος 2005
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. J. Leipoldt, Jesu verhaltnis zu Griechen und Juden, Λειψία, 1941.
2. «The Legacy of Greece», κεφ. Religion, εκδ. Οξφόρδης.
3. «Και οι διαβιώσαντες συμφώνως προς τον Λόγον είναι Χριστιανοί, ακόμη και αν εθεωρήθησαν άθεοι, όπως εις τους Έλληνας μεν ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος και οι όμοιοι με αυτούς».(Ιουστίνος, Απολογία Α΄, κεφ. 46, 3, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)
4. Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις, βιβλ. vii, κεφ. ix.
5. Πλάτων, Φίληβος, 16 c.
6. «ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ… ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΟΥΣΑΝ ΕΙΚΟΝΑ ΕΝΑΡΓΗ, ΘΕΙΑΝ ΔΩΡΕΑΝ ΕΛΛΗΣΙ ΔΕΔΟΜΕΝΗΝ». (Κλήμης Αλεξανδρέυς, Στρωματείς, βιβλ. 1, κεφ. 2, 20)
7. «Ο ίδιος Θεός είναι και των δύο Διαθηκών χορηγός, αυτός που έδωσε και την ελληνική φιλοσοφία στους Έλληνες, μέσω της οποίας δοξάζεται ο Παντοκράτορας από τους Έλληνες» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, βιβλ. 6, κεφ. 5, 16)
8. Η Παλαιστίνη διαιρείτο σε τέσσερις επαρχίες: την Ιουδαία, την Σαμάρεια, την Περαία και την Γαλιλαία η οποία καταλάμβανε το σημερινό βόρειο Ισραήλ.
*. Όλες οι μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης προέρχονται από την έκδοση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, ενώ οι μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης προέρχονται από την έκδοση της Αποστολικής Εκκλησίας της Ελλάδος.
9. Β΄ Μακκαβαίων, 4, 14-15.
10. «Πολιτική πρωτεύουσα της Γαλιλαίας τότε (την εποχή του Χριστού) ήταν η Τιβεριάδα, πόλη ελληνική». (Εγκυκλ. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, λήμμα Γαλιλαία)
11. «Ήταν ο μόνος Ιουδαίος μεταξύ των μαθητών του Χριστού, γιατί όλοι οι άλλοι κατάγονταν από την Γαλιλαία.» (Εγκυκλ. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, λήμμα Ιούδας)
12. Η Χρονογραφία Chronicon Paschale περιέχεται: α. στο δίτομο έργο Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, τομ. II, Bόννη, εκδ. Weberi, 1828, και β. στην έκδοση Βενετίας, τομ. II, 1729, σελ. 176.
13. Η Αντιόχεια, σύμφωνα με την γνώμη κάποιων ιστορικών υπήρξε η ωραιότερη πόλη του κόσμου και κατά την περίοδο της ακμής της είχε την ίδια ακτινοβολία με την Ρώμη ή την Αλεξάνδρεια. Η πόλη ιδρύθηκε το 293 π.Χ. από τον Σέλευκο Α΄ τον Νικάτορα, ο οποίος για την αποίκισή της μετέφερε από την κοντινή Αντιγονεία 5000 Αθηναίους και Μακεδόνες, και από άλλους οικισμούς Κρητικούς και Κυπρίους.
| ||
Σελίδες
▼
Δευτέρα 7 Μαΐου 2012
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΙΒΥΛΛΑΣ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Οι χρησμοί των Σιβυλλών, όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, εφυλάσσοντο από δέκα ένοπλους άνδρες στον ναό του Διός στο Καπιτώλιο της Ρώμης. Μεταξύ αυτών των χρησμών, όπως μας πληροφορεί ο Μάρκος Αντίμαχος, μόνον οι χρησμοί της Σίβυλλας της Ερυθραίας ήταν υπογεγραμμένοι με το όνομά της. Όλοι οι άλλοι χρησμοί ήταν ανυπόγραφοι και ημιτελείς.
Μεταξύ των υπογεγραμμένων χρησμών της Ερυθραίας υπήρχε και ένας χρησμός που προανήγγειλε την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Ο πρώτος άνθρωπος που διέσωσε και διακήρυξε δημόσια αυτόν τον χρησμό, μετά Χριστόν, ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος!
Το Πάσχα του 325 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος απηύθυνε έναν λόγο προς τους «Αγίους Συλλόγους» του Χριστιανισμού. Ο τίτλος αυτού του λόγου, όπως καταγράφηκε από τον Ευσέβιο που ήταν παρών στην σύνοδο, ήταν «Βασιλέως Κωνσταντίνου λόγος ον έγραψε τω των αγίων συλλόγω» (Οration to the Saints).
Ο Robin Lane Fox, καθηγητής Κλασσικής και Αρχαίας Ιστορίας στο New College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στο έργο του Pagans and Christians (σελ. 643), προτείνει ότι ο Κωνσταντίνος απηύθυνε τον λόγο του προς τους Αγίους Συλλόγους το Πάσχα του 325 μ.Χ., ημέρα Μεγάλη Παρασκευή.
Σύμφωνα με τον επίσης καθηγητή Ιστορίας, H.W. Parke, αλλά και πολλούς άλλους σύγχρονους κριτικούς, ο συγκεκριμένος λόγος του Κωνσταντίνου, όπως ακριβώς καταγράφηκε από τον Ευσέβιο, είναι αυθεντικός.
Γράφει ο καθηγητής H.W. Parke: «This document has often been suspected as a later forgery, but recent opinion seems to agree on its authenticity», δηλαδή, «Αυτό το έγγραφο έχει συχνά υποπτευθεί ότι είναι μία μεταγενέστερη πλαστογραφία, όμως η νεότερη κριτική φαίνεται ότι συμφωνεί για την αυθεντικότητά του» (H.W. Parke, Sibyls and the Sibylline Prophecy in classicalAntiquity, σελ. 164).
Το αρχαιότερο χειρόγραφο που περιέχει τον λόγο του Κωνσταντίνου χρονολογείται στον 10ο μ.Χ. αιώνα και φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού (κώδιξ Vat gr. 149).
Στον λόγο αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος εκφράζει την βαθιά του πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και επικαλείται διάφορες μαρτυρίες για να διακηρύξει την Θεότητά Του. Μεταξύ αυτών των μαρτυριών περιλαμβάνει και την προφητεία της Σίβυλλας της Ερυθραίας περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Γράφει ο Κωνσταντίνος στον λόγο του:
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αφού καταγράφει ότι η Σίβυλλα η Ερυθραία γεννήθηκε την έκτη γενεά μετά τον κατακλυσμό του Νώε, αποδέχεται ότι η μάντις προφήτευε σε όσους την είχαν ανάγκη«με την βοήθεια του θεού Απόλλωνος».
Δεν ήταν λοιπόν η Σίβυλλα αυτή η οποία προφήτευε, αλλά ο ίδιος ο Απόλλων!
Επιπροσθέτως, ο Κωνσταντίνος θεωρεί ότι αφού η μάντις «επληρώθη από θεία έμπνευση», προφήτευσε την Έλευση του Ιησού Χριστού επί της γης. Αυτά είναι τα πρώτα εισαγωγικά σχόλια του Κωνσταντίνου, ο οποίος στη συνέχεια παραθέτει ολόκληρη την προφητεία της Ερυθραίας περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. «Οι τοποθετήσεις των πρώτων γραμμάτων», όπως γράφει και ο ίδιος, σχηματίζουν την ακροστιχίδα «ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΕΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ ΣΤΑΥΡΟΣ». Η παρουσία του Ε στη λέξη Χρειστός, συμβολίζει τον Ερχόμενον Υιόν του Θεού.
Η προφητεία της Ερυθραίας περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού και της Τελικής Κρίσης των ανθρώπων, αποτελεί μία ξεκάθαρη ομολογία της προφήτισσας, και κατ’ επέκτασιν του Απόλλωνος, προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονα φανερό από τους τελευταίους τρεις στίχους του χρησμού σύμφωνα με τους οποίους, ο Απόλλων και η ιέρειά του Σίβυλλα ομολογούν για άλλη μία φορά ποιος είναι ο Θεός τους:
«Αυτός ο οποίος τώρα προαναφέρθηκε σε ακροστιχίδα, είναι ο δικός μας Θεός, Σωτήρ αθάνατος βασιλεύς, αυτός ο οποίος υπέφερε προς χάριν μας».
Αν και η βαρυσήμαντη αυτή προφητεία διακηρύχθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο πριν από την έναρξη της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, το Πάσχα του 325 μ.Χ., τους επόμενους αιώνες παραμερίστηκε και αποσιωπήθηκε. Διότι υπήρχε ο κίνδυνος να προκληθεί αναταραχή στις τάξεις της Εκκλησίας, αλλά και να ανατραπεί η πεποίθηση ότι η αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν μία θρησκεία δαιμονολατρείας. Ο χρησμός της Ερυθραίας, όπως και άλλοι χρησμοί από τα ελληνικά μαντεία, ανέτρεπαν την πεποίθηση αυτή και απεδείκνυαν ότι οι Σίβυλλες και οι Ολύμπιοι δεν ήταν δαίμονες, ούτε γεννήματα της φαντασίας των ανθρώπων, αλλά θείοι εργάτες και προάγγελοι του Χριστού.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αμέσως μετά την απαγγελία της προφητείας κατά την διάρκεια του λόγου του, θίγει ένα ακόμη φλέγον ζήτημα το οποίο είναι η αυθεντικότητα και η εγκυρότητα αυτής της προφητείας. Λέγει ο Κωνσταντίνος:
«Και αυτά στην παρθένο από τον Θεό τής παρουσιάσθηκαν να τα προφητεύσει. Εγώ την θεωρώ τουλάχιστον μακαρία, αυτήν την οποία επέλεξε ο Σωτήρ ως προφήτισσα εξαιτίας της πρόνοιάς του δι’ εμάς. Αλλά οι περισσότεροι από τους ανθρώπους δεν πιστεύουν και, αν και παραδέχονται ότι γεννήθηκε η Ερυθραία η Σίβυλλα η μάντις, υποπτεύονται ότι κάποιος από τους οπαδούς της δικής μας θρησκείας έμπειρος της ποιητικής μούσας έχει συνθέσει αυτά τα έπη και αυτά νοθεύτηκαν και λέγεται ότι είναι δημιουργήματα της Σίβυλλας, που περιέχουν ωφέλιμες απόψεις για την ζωή και περικόπτουν την υπερβολή των ηδονών, οδηγώντας στην συνετή και ευπρεπή ζωή. Με ολοφάνερη αλήθεια (η Σίβυλλα) με την επιμέλεια των δικών μας ανδρών εξιστόρησε τα χρόνια με ακριβέστερο τρόπο, ώστε ουδείς να υπονοεί ότι έχει γίνει το ποίημα μετά την κάθοδο του Χριστού και την κρίση του και να διαδίδεται ως ψεύδος ότι η Σίβυλλα διά των επών της προφητεύει από την αρχαιότητα».1(Ευσέβιος, Βασιλέως Κωνσταντίνου λόγος ον έγραψε τω των αγίων συλλόγω, λόγος 5ος, κεφ. 18)
Σύμφωνα με τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός επέλεξε την Σίβυλλα την Ερυθραία για προφήτισσά Του! Και όλα όσα προφήτευσε της παρουσιάστηκαν από τον ίδιο τον Θεό.
Όσον αφορά αυτούς που υποπτεύονται και αμφισβητούν την εγκυρότητα της προφητείας, την πατρότητά της, αλλά και την εποχή κατά την οποία εγράφη, ο Κωνσταντίνος με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αποκλείει το ενδεχόμενο πλαστογράφησής της.
Πώς όμως είναι τόσο σίγουρος για αυτά που γράφει και από πού αντλεί αυτή του την βεβαιότητα;
Την απάντηση μάς την δίνει ο ίδιος:
«ΩΜΟΛΟΓΗΤΑΙ ΓΑΡ ΚΙΚΕΡΩΝΑ ΕΝΤΕΤΥΧΗΚΟΤΑ ΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΙ ΜΕΤΕΝΕΓΚΕΙΝ ΤΕ ΑΥΤΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΟΝ ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟΙΣ ΕΑΥΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΣΙΝ».
Σύμφωνα με τον Μέγα Κωνσταντίνο, έναν αιώνα πριν από την Έλευση του Χριστού, ο ιστορικός Κικέρων είχε ήδη μεταφράσει την προφητεία της Ερυθραίας στην λατινική γλώσσα και την είχε εντάξει στα συγγράμματά του!Δηλαδή: «Διότι ομολογείται ότι ο Κικέρων, αφού βρήκε το ποίημα, το μετέφρασε στην λατινική διάλεκτο και το ενέταξε στα δικά του συγγράμματα». (Ευσέβιος, Βασιλέως Κωνσταντίνου λόγος ον έγραψε τω των αγίων συλλόγω, λόγος 5ος, κεφ. 18)
Την ίδια πληροφορία καταγράφει και ο Επίσκοπος Ευσέβιος, ο οποίος υπήρξε διευθυντής του μεγαλύτερου εργαστηρίου αντιγραφής χειρογράφων της εποχής του και εμβριθής μελετητής της ελληνικής γραμματείας, οπότε γνωρίζει πολύ καλά τις πηγές που αναφέρει. Ο Ευσέβιος, αφού διέσωσε τον Λόγο του Κωνσταντίνου, τον εχώρισε σε ενότητες και έθεσε επικεφαλίδες. Η ενότητα που περιέχει την προφητεία της Ερυθραίας έχει την κάτωθι επικεφαλίδα:
ιθ΄. ΟΤΙ Η ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΜΑΝΤΕΙΑ ΠΑΡ’ ΟΥΔΕΝΟΣ ΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΕΠΛΑΣΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ ΣΙΒΥΛΛΗΣ ΕΣΤΙΝ, ΗΣ ΤΑΣ ΒΙΒΛΟΥΣ ΚΙΚΕΡΩΝ Ο ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΡΩΜΑΪΣΤΙ ΜΕΤΕΦΡΑΣΕ, ΚΑΙ ΟΤΙ ΒΕΡΓΙΛΙΟΣ ΜΕΜΝΗΤΑΙ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΚΟΥ ΤΟΚΟΥ, ΔΙ’ ΑΙΝΙΓΜΑΤΩΝ ΦΟΒΩ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΝΤΩΝ ΥΜΝΗΣΑΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ. (Ευσέβιος, Βασιλέως Κωνσταντίνου λόγος ον έγραψε τω των αγίων συλλόγω, λόγος 5ος, εισαγωγή)
Ο Ευσέβιος, όπως και ο Κωνσταντίνος, εξιστορεί και επεξηγεί ότι η προφητεία της Ερυθραίας δεν αποτελεί πλαστογράφηση κάποιου ανθρώπου μέσα από την Εκκλησία, διότι τα βιβλία της μεταφράστηκαν από τον Κικέρωνα στην λατινική γλώσσα πριν από την Έλευση του Χριστού. Στην ίδια Σίβυλλα αναφέρεται προ Χριστού και ο Βιργίλιος.
Αυτά τα λατινικά συγγράμματα είναι πιθανόν να ανέγνωσαν ο Ευσέβιος και ο Μέγας Κωνσταντίνος, και γι’ αυτό ήταν τόσο σίγουροι για την εγκυρότητά τους.
Τα λατινικά αυτά συγγράμματα σήμερα δεν διασώζονται. Διασώζεται όμως το κάτωθι απόσπασμα του Κικέρωνα από το έργο του De Divinatione:
«Εμείς πιστεύουμε στους χρησμούς της Σίβυλλας που εκείνη έδινε, όπως λέγεται, σε κατάσταση έκστασης. Όπως εθεωρείτο λίγο καιρό πριν για μία μη τεκμηριωμένη φήμη που είχε διαδοθεί στον κόσμο, την οποία ένας επεξηγητής αυτών των χρησμών προσφέρθηκε να καταθέσει στη Σύγκλητο λέγοντας ότι, αυτός που πραγματικά είναι ήδη βασιλιάς μας, αυτός θα έπρεπε να λάβει και τον τίτλο του βασιλιά, εάν θα θέλαμε να σωθούμε. Εάν αυτό είναι γραμμένο στα σιβυλλικά βιβλία, για ποιον άνθρωπο και σε ποιον χρόνο αναφέρεται;»2 (Κικέρων, De Divinatione, βιβλ. 2, κεφ. 54)
Ο Κικέρων αναφέρεται σε κάποιον χρησμό της Σίβυλλας που είχε διαδοθεί κατά την εποχή του. Ο χρησμός αυτός διακηρύττει ότι οι άνθρωποι θα σωθούν μόνον εάν αναγνωρίσουν ως βασιλέα τους, Αυτόν που πραγματικά είναι βασιλέας τους! Και επειδή ο χρησμός την εποχή εκείνη ήταν ανεξήγητος, ο Κικέρων αναρωτιέται ποιος μπορεί να είναι αυτός ο βασιλέας και ποια η εποχή του, αδυνατώντας βεβαίως να κατανοήσει ότι ο χρησμός αναφέρεται στον Βασιλέα των βασιλέων.
Και συνεχίζει ο Κικέρων στα σχόλιά του:
«Το ότι αυτός ο χρησμός δεν είναι αποκύημα ενός φαντασιόπληκτου νου, το αποδεικνύει και η κατασκευή αυτών των στίχων (που είναι ένα κατασκεύασμα εκλεπτυσμένης και προσεγμένης τέχνης και όχι ένα εκστατικό παραλήρημα), είναι ένας τύπος σύνθεσης ο οποίος συνηθίζεται να αποκαλείται ακροστιχίδα, μέσα στην οποία διαβάζονται τα πρώτα γράμματα κάθε στίχου τοποθετημένα σε μία λογική έκφραση... Και στα βιβλία τα σιβυλλικά ολόκληρος ο χρησμός εμφανίζεται από τον πρώτο στίχο της κάθε φράσης τοποθετώντας με σειρά τα πρώτα γράμματα αυτής της φράσης. Αυτός είναι ο τρόπος που συνθέτει ένας συγγραφέας και όχι ένας φαντασιόπληκτος, αλλά κάποιος που εργάζεται με ιδιαίτερη ακρίβεια και όχι κάποιος ανόητος. Γι’ αυτό την κρατάμε φυλαγμένη την Σίβυλλα, όπως μας παραδόθηκε από τους προγόνους μας».3 (Κικέρων, De Divinatione, βιβλ. 2, κεφ. 54)
Ο χρησμός της Σίβυλλας σχηματίζει σύμφωνα με τον Κικέρωνα μία ιδιαίτερα ευφυή και εκλεπτυσμένη ακροστιχίδα. Ο χρησμός, λοιπόν, ο οποίος αναφέρεται στον βασιλέα που θα σώσει τους ανθρώπους, δείχνει να έχει κοινά σημεία με τον χρησμό της Ερυθραίας, όχι μόνον λόγω της ακροστιχίδας, αλλά και διότι στον δεύτερο στίχο της προφητείας της Σίβυλλας της Ερυθραίας αναγράφεται η Έλευσις του Βασιλέα των αιώνων.
Πότε όμως ο Μέγας Κωνσταντίνος ανέγνωσε για πρώτη φορά τις προφητείες της Σίβυλλας της Ερυθραίας και ποιος ήταν αυτός ο οποίος τον πληροφόρησε;
Την απάντηση μας δίνει ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης μετά από την Άλωση του 1453.
Η απάντηση του Πατριάρχη Γενναδίου προέρχεται από μία ανέκδοτη ομιλία του, ένα μέρος της οποίας έχει καταγραφεί από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη σε μία υποσημείωση του στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σύμφωνα με την ομιλία αυτή του Πατριάρχη Γενναδίου, ο Μέγας Κωνσταντίνος, αν και ασπαζόταν από μικρή ηλικία την πατρώα ελληνική θρησκεία, ωθήθηκε προς την χριστιανική πίστη όταν ανέγνωσε μία συλλογή των Σιβυλλικών χρησμών η οποία εφυλάσσετο στην Βασιλική Βιβλιοθήκη της Ρώμης.
Οι χρησμοί αυτοί γνωστοποιήθηκαν στον Κωνσταντίνο από τον υιό του, Κρίσπο. Ο δε Κρίσπος, γνώρισε τους χρησμούς από τον δάσκαλό του Φιρμιανό Λακτάντιο, ο οποίος τους ανακάλυψε κατά το χρονικό διάστημα που εργαζόταν ως φύλακας στην Βασιλική Βιβλιοθήκη της Ρώμης.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
«ΔΙΟΤΙ Ο ΦΙΡΜΙΑΝΟΣ ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ, ΣΟΦΩΤΑΤΟΣ, ΩΝ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΡΩΜΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ, ΕΚ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΩΝ ΣΙΒΥΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΧΡΗΣΤΗΡΙΩΝ ΤΩΝ ΦΑΝΕΡΩΣ ΔΙΑΓΓΕΛΟΝΤΩΝ, ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ, ΦΩΤΙΣΘΕΙΣ, ΕΠΙΣΤΕΥΣΕ ΤΩ ΧΡΙΣΤΩ. ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΙΣΠΟΝ ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΕΓΕΝΕΤΟ ΤΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΠΙΣΤΕΩΣ. Ο ΔΕ ΚΡΙΣΠΟΣ ΠΑΛΙΝ ΕΦΑΝΕΡΩΣΕ ΤΑΣ ΒΙΒΛΟΥΣ ΤΑΥΤΑΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΑΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ, ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΩΦΕΛΗΣΕΝ ΑΥΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΣΑΙ ΤΩ ΧΡΙΣΤΩ, ΩΣ ΛΕΓΕΙ ΤΟΥΤΟ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ ΕΙΣ ΤΙΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ ΔΙΑΛΕΞΙΝ ΜΕΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ ΤΙΝΟΣ, ΠΕΜΦΘΕΝΤΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΑΡΗΝΩΝ ΝΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΑΥΤΟΝ». (Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Σεπτέμβριος ΙΔ΄, σελ. 286, σχόλια του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, έκδ. μοναχού Βίκτωρος Ματθαίου)
Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος μάς αποκαλύπτει ότι, η ανάγνωση των βιβλίων των Σιβυλλών ώθησε και τον Λακτάντιο και τον Μέγα Κωνσταντίνο να αναγνωρίσουν την Θεότητα του Ιησού Χριστού!
Ο Γεννάδιος, πριν χειροτονηθεί Πατριάρχης, ήταν αριστοτελικός φιλόσοφος και μελετούσε την ελληνική γραμματεία στην περίφημη Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε ελεύθερη πρόσβαση ως φύλακας (σχολάριος) των παλατιών. Γι’ αυτό και ονομαζόταν Σχολάριος. Σε αυτή τη βιβλιοθήκη υπήρχε ένα βιβλίο στο οποίο περιέχονταν οι χρησμοί των Σιβυλλών, αλλά και άλλοι χρησμοί των ελληνικών μαντείων περί του Ιησού Χριστού.
Το 1453, κατά την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη λεηλατείται και τα βιβλία των Σιβυλλών χάνονται, όπως καταγράφει ο ίδιος ο Γεννάδιος στο κάτωθι πολύτιμο χειρόγραφο που προέρχεται από την Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων.
Κώδιξ Gr . 1293, φ.29α. Διήγησις Γενναδίου Σχολαρίου, 1511 μ.Χ. Παρίσι, Bibliotheque Nationale.
«Αλγώ δε πάλιν, ότι μη τας των Σιβυλλών και των εν Δελφοίς, και Δάφνη μαντείων προαγορεύσεις περί Χριστού, δούναι σοι δύναμαι, ας εν ενί βιβλίω συντεθειμένας παλαιοτάτων εγγραφείσας βιβλίων απωλέσαμεν μετά πολλών άλλων βιβλίων, εν τη της πόλεως αρπαγή... Σίβυλλα δε θεοβούλην σημαίνει. Εκείνα πολλά περί πολλών προειπούσαι, μάλιστα περί του κατά τον Ιησούν μυστηρίου προειρήκασι φανερώς. Αλλά και τα Ελλήνων μαντεία, χρησμούς τοιούτους εξέδωκαν. Όθεν εν τι πολλών των τότε πεισάντων τους εν Ελλάδι, τη του Χριστού πίστει προσθέσθαι, και η των τοιούτων εγένετο χρησμών μαρτυρία».
Δηλαδή:
«Πονώ όμως, πάλι, διότι δεν μπορώ να μεταδώσω σ’ εσένα τις προαναγγελίες περί του Χριστού των Σιβυλλώνκαι των μαντείων στους Δελφούς και στη Δάφνη, τις οποίες σ’ ένα βιβλίο συγκεντρωμένες και γραμμένες χάσαμε μαζί με πολλά άλλα βιβλία κατά τη λεηλασία της Πόλης... Σίβυλλα δε σημαίνει εκείνη που φανερώνει τη θέληση του Θεού. Εκείνα τα πολλά και περί πολλών αφού προείπαν, ιδιαίτερα το Μυστήριο του Ιησού έχουν προαναγγείλει ολοφάνερα. Αλλά και τα μαντεία των Ελλήνων εξέδωσαν τέτοιους χρησμούς· από τους οποίους, ένα από τα πολλά που έπεισαν για την πίστη περί του Χριστού στην Ελλάδα, να προσθέσουμε ότι υπήρξε και η μαρτυρία αυτών των χρησμών». (Διήγησις Γενναδίου Σχολαρίου, από αντίγραφο του 1511 του Παύλου Κολυβά.)
Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος «πονάει» για την απώλεια των χρησμών των Σιβυλλών και του μαντείου των Δελφών περί του Ιησού Χριστού!
Οι χρησμοί αυτοί, σύμφωνα με την καταγραφή του, «έχουν προαναγγείλει ολοφάνερα το Μυστήριο του Ιησού» και επιπλέον ώθησαν πολλούς Έλληνες στην αποδοχή της χριστιανικής πίστης!
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ...
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. «ΚΑΙ ΤΑΥΤΑ ΤΗ ΠΑΡΘΕΝΩ ΔΗΛΑΔΗ ΘΕΟΘΕΝ ΕΠΕΣΤΗ ΠΡΟΚΗΡΥΞΑΙ. ΜΑΚΑΡΙΑΝ ΔΕ ΑΥΤΗΝ ΕΓΩΓΕ ΚΡΙΝΩ. ΗΝ Ο ΣΩΤΗΡ ΕΞΕΛΕΞΑΤΟ ΠΡΟΦΗΤΙΝ ΤΗΣ ΕΑΥΤΟΥ ΠΕΡΙ ΗΜΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ. ΑΛΛΑ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΑΠΙΣΤΟΥΣΙΝ ΚΑΙ ΤΑΥΤΑ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΝ ΓΕΓΕΝΗΣΘΑΙ ΣΙΒΥΛΛΑΝ ΜΑΝΤΙΝ, ΥΠΟΠΤΕΥΟΥΣΙ ΔΕ ΤΙΝΑ ΤΩΝ ΤΗΣ ΗΜΕΤΕΡΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΜΟΥΣΗΣ ΟΥΚ ΑΜΟΙΡΟΝ ΤΑ ΕΠΗ ΤΑΥΤΑ ΠΕΠΟΙΗΚΕΝΑΙ, ΝΟΘΕΥΕΣΘΑΙ ΤΕ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΣΙΒΥΛΛΗΣ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΓΕΣΘΑΙ, ΕΧΟΝΤΑ ΒΙΩΦΕΛΕΙΣ ΓΝΩΜΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΛΗΝ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΤΟΥΣΑΣ. ΕΞΟΥΣΙΑΝ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΝ ΣΩΦΡΟΝΑ ΤΕ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΟΝ ΒΙΟΝ ΟΔΗΓΟΥΣΑΣ. ΕΝ ΠΡΟΦΑΝΕΙ ΔΕ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΤΗΣ ΤΩΝ ΗΜΕΤΕΡΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΣΥΛΛΕΞΑΣΗΣ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΑΚΡΙΒΕΣΤΕΡΟΝ, ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΗΔΕΝΑ ΤΟΠΑΖΕΙΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΘΟΔΟΝ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΝ ΓΕΓΕΝΗΣΘΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΩΣ ΠΑΛΑΙ ΠΡΟΛΕΧΘΕΝΤΩΝ ΥΠΟ ΣΙΒΥΛΛΗΣ ΤΩΝ ΕΠΩΝ ΨΕΥΔΟΣ ΔΙΑΦΗΜΙΖΕΣΘΑΙ».
2. «Noi crediamo ai carmi della Sibilla, che essa, si dice, pronuncio in stato di esaltazione. Si credeva poco tempo fa, per una diceria senza fondamento diffusasi tra la gente, che un interprete di tali carmi si apprestasse a dire in Senato che colui che di fatto era gia nostro re avrebbe dovuto anche ricevere il titolo regale, se volevamo esser salvi. Se questo e scritto nei libri sibillini, a quale uomo e a quale tempo si riferisce? »
3. «Che quel carme, poi, non sia il parto di uno spirito invasato, lo rivela sia la fattura dei versi stessi (che sono un prodotto di arte raffinata e accurata, e non di un eccitazione e di impulso), e quel tipo di composizione che si suol chiamare «acrostico», nella quale, leggendo di seguito le prime lettere di ciascun verso, si mette insieme un'espressione di senso compiuto....E nei libri sibillini, l'intero carme risulta dal primo verso di ciascuna frase, mettendo di seguito le prime lettere di quella frase. Questo e il modo di procedere di uno scrittore, non di un invasato; di uno che lavora con minuta accuratezza, non di un folle. Percio teniamo ben appartata e segregata la Sibilla, in modo che, come ci e stato tramandato dai nostri antenati...»
| |||||