Σελίδες

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ

Γ΄ Τόμος  


Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος  


62. Ο μακάριος Μωυσής, με τη δόξα του Πνεύματος που έλαμπε στο πρόσωπό του, την οποία κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να ατενίσει(Εξ. 34, 29-30), προτύπωσε πως θα δοξαστούν στην ανάσταση των δικαίων τα σώματα των Αγίων, με δόξα που από τώρα αξιώνονται να έχουν στον έσω άνθρωπο οι πιστές ψυχές των Αγίων. «Εμείς —λέει— με ακάλυπτο το πρόσωπο, δηλαδή με τον έσω άνθρωπο, δεχόμαστε σαν σε καθρέφτη τη δόξα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ' αυτή τη λαμπρή εικόνα Του ανεβαίνοντας από δόξα σε δόξα»(Β΄ Κορ. 3, 18).

Για το Μωυσή πάλι λέει η Γραφή ότι έμεινε στο όρος σαράντα ημέρες και σαράντα νύχτες και δεν έφαγε ούτε ήπιε(Εξ. 34, 28), πράγμα που δεν είναι της ανθρώπινης φύσεως· άρα δεχόταν κάποια τροφή πνευματική. Αυτή την τροφή γεύονται από τώρα οι άγιες ψυχές από το πνεύμα.

63. Η δόξα την οποία έχουν πλούτο τους, όπως είπαμε, από εδώ οι ψυχές των Αγίων, αυτή θα σκεπάσει και θα ντύσει τα γυμνά σώματα στην ανάσταση και θα τα μεταφέρει ανάρπαστα στους ουρανούς. Και τότε πλέον οι Άγιοι με το σώμα και την ψυχή θα αναπαυθούν για πάντα στη βασιλεία του Θεού. Όταν έπλασε ο Θεός τον Αδάμ, δεν του έβαλε στο σώμα φτερά όπως στα πουλιά, αφού έμελλε να του δώσει στην ανάσταση τα φτερά του Πνεύματος, για να υψώνεται με αυτά και να αρπάζεται όπου θέλει το Πνεύμα.

Αυτά τα νοητά φτερά έχουν δοθεί από τώρα στις ψυχές των Αγίων και τις σηκώνουν ψηλά προς το ουράνιο φρόνημα. Γιατί ο στολισμός των Χριστιανών είναι άλλος και τα ενδύματα άλλα και άλλη η τράπεζα και άλλη η απόλαυση, επειδή γνωρίζομε ότι ο Χριστός θα έρθει από τον ουρανό και θα αναστήσει όλους τους νεκρούς από την αρχή του κόσμου, όπως μαρτυρούν οι θείες Γραφές. Τότε θα τους χωρίσει σε δύο μέρη, και αυτούς που θα έχουν το δικό Του σημάδι, που είναι η σφραγίδα του θείου Πνεύματος, θα τους τοποθετήσει στα δεξιά Του και θα τους μιλήσει(Ματθ. 25, 32-34).

Γιατί όπως είπε, «τα δικά μου πρόβατα ακούνε τη φωνή μου και τη γνωρίζουν»(Ιω. 10, 3-4). Και τότε τα σώματά τους θα ντυθούν με θεία δόξα, δηλαδή τη δόξα των αγαθών έργων και τη δόξα του Πνεύματος που έλαβαν από εδώ οι ψυχές των Αγίων. Και έτσι αφού δοξαστούν με το θεϊκό φως και αρπαχθούν στους ουρανούς για να προϋπαντήσουν τον Κύριο, όπως έχει γραφεί, θα είναι παντοτινά μαζί με τον Κύριο(Α΄ Θεσ. 4, 17) .

64. Εκείνοι που φροντίζουν να κατορθώνουν όσο είναι δυνατόν καλύτερα το βίο του Χριστιανού, πρέπει πρώτα-πρώτα να φροντίζουν με μεγάλη επιμέλεια για το διανοητικό και διακριτικό και ηγεμονικό μέρος της ψυχής, ώστε να διακρίνουν ακριβώς το καλό από το κακό και να βγάλουν έξω από την καθαρή φύση όσα πάθη εισήλθαν έπειτα παρά φύση, και έτσι να μπορούν να ζουν χωρίς προσκόμματα, χρησιμοποιώντας ως μάτι το όργανο της διακρίσεως, και να μένουν ανεπηρέαστοι από τις αφορμές της κακίας.

Γιατί θέλημα της ψυχής είναι, να διατηρεί τα μέλη του σώματος αμόλυντα από τη βλάβη των αισθήσεων, να αποκλείσει τον εαυτό της από τους περισπασμούς του κόσμου και να φυλάξει την καρδιά να μην απλώνει στον κόσμο τα ενεργήματα των λογισμών της, αλλά να τα περιορίζει από παντού και να τα συγκρατεί από κάθε χαμαίζηλη φροντίδα και ηδονή.

Κι όταν δει ο Κύριος κάποιον να ζει με αυτόν τον τρόπο και να φροντίζει να διατηρεί τέτοια ακρίβεια και προσοχή και να έχει την πρόθεση να τον υπηρετεί με φόβο και τρόμο(Ψαλμ. 2, 11), τότε του προσφέρει και τη βοήθεια της χάρης Του. Τι όμως να κάνει ο Θεός σ' εκείνον που προσφέρει τον εαυτό του στον κόσμο και τρέχει πίσω από τις ηδονές του;


65. Οι πέντε παρθένες που έμειναν άγρυπνες και που πήραν στα δοχεία της καρδιάς τους το ξένο προς τη φύση τους λάδι, δηλαδή τη χάρη του Πνεύματος, μπόρεσαν να μπουν μαζί με τον Νυμφίο στον νυμφώνα. Οι άλλες οι μωρές, οι κακές, που έμειναν στους όρους της δικής τους φύσεως, δεν έμειναν άγρυπνες, ούτε φρόντισαν να αποκτήσουν το λάδι αυτό της αγαλλιάσεως μέσα στις καρδιές τους όσο ήταν ακόμη στη ζωή, αλλά κατά κάποιο τρόπο αποκοιμήθηκαν από αμέλεια και χαυνότητα και από οίηση για τις αρετές τους.

Γι' αυτό και κλείστηκε γι' αυτές ο νυμφώνας της βασιλείας(Ματθ. 25, 1-10). Είναι λοιπόν φανερό ότι τις κρατούσε κάποιος δεσμός και κάποια φιλία με τον κόσμο, αφού δεν έδωσαν όλη την αγάπη και ολόκληρο τον έρωτά τους στον επουράνιο Νυμφίο. Γιατί οι ψυχές που ζητούν τον αγιασμό του Πνεύματος, ο οποίος είναι ξένος για την ανθρώπινη φύση, ανάβουν όλη την αγάπη τους για το Χριστό, εκεί βαδίζουν, εκεί προσεύχονται, εκεί σκέφτονται, εκεί μελετούν, και έχουν απομακρυνθεί απ' όλα τα άλλα. Οι πέντε αισθήσεις της ψυχής, δηλαδή η φρόνηση, η γνώση, η διάκριση, η υπομονή και το έλεος, αν δεχθούν την ουράνια χάρη και τον αγιασμό του Πνεύματος, τότε θα είναι πράγματι "φρόνιμες παρθένες". Αν όμως εγκαταλειφθούν στα όρια της δικής τους φύσεως, τότε είναι πράγματι μωρές και τέκνα του κόσμου και της οργής(Εφ. 2, 3)


66. Η κακία είναι κάτι το ξένο για την ανθρώπινη φύση, εισχώρησε όμως με την παράβαση του πρώτου ανθρώπου και τη δεχτήκαμε και με τον καιρό έγινε σαν φυσική σε μας. Έτσι και με κάτι ξένο για τη φύση μας, την επουράνια δωρεά δηλαδή του Πνεύματος, πρέπει να διώξομε μακριά από τη φύση μας την κακία και να αποκατασταθούμε στην αρχική καθαρότητα. Αλλά αν αυτό δεν γίνει με πολλή προσευχή και πίστη και προσοχή και αποστροφή των πραγμάτων του κόσμου, και αν η φύση μας, που τη μόλυνε η κακία, δεν αγιαστεί από την αγάπη εκείνη, η οποία είναι ο Κύριος, και αν δε μείνομε μέχρι τέλους άπτωτοι και δεν οικειοποιηθούμε τις θείες εντολές Του, δεν μπορούμε να επιτύχομε την επουράνια βασιλεία.


67. Θέλω να εξετάσω ένα λεπτό και βαθύ λόγο, ανάλογα με τη δύναμή μου. Παίρνει σώμα ανθρώπου ο άπειρος και ασώματος Κύριος από άπειρη αγαθότητα και μικραίνει —μπορεί να πει κανείς— τον εαυτό Του, ο μέγας και υπερούσιος, για να μπορέσει να ενωθεί με τα νοερά κτίσματά Του, δηλαδή με ψυχές Αγίων και Αγγέλων, ώστε να μπορέσουν και αυτές να γίνουν μέτοχοι της αθάνατης ζωής της θεότητάς Του. Επειδή και το καθένα, σύμφωνα με τη φύση του, είναι σώμα, ο άγγελος, η ψυχή, ο δαίμονας. Και αν είναι λεπτά, ωστόσο το καθένα κατά την υπόσταση, τη μορφή και την εικόνα που αναλογεί στη λεπτότητα της φύσεώς του, είναι σώμα λεπτό. Όπως λοιπόν το σώμα τούτο κατά την υπόσταση είναι παχύ, έτσι και η ψυχή που είναι σώμα λεπτό, πήρε και φόρεσε τα μέλη αυτού του σώματος.

Φόρεσε τα μάτια, με τα οποία και βλέπει, τα αυτιά, με τα οποία ακούει, τα χέρια, τη μύτη, και γενικώς όλο το σώμα και τα μέλη του τα φόρεσε η ψυχή και ενώθηκε μ' αυτό, με το οποίο και ενεργεί όλα όσα συνδέονται με τη ζωή. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ανεκλάλητη και ακατανόητη αγαθότητα του Χριστού μικραίνει τον εαυτό Της και παίρνει σώμα και ενώνεται με τις πιστές και αγαπητές σ' Αυτόν ψυχές και τις αγκαλιάζει και γίνεται ένα πνεύμα με αυτές σύμφωνα με το λόγο του Παύλου(Α΄ Κορ. 6, 17). και γίνεται, μπορούμε να πούμε, ψυχή στην ψυχή και υπόσταση στην υπόσταση, ώστε μιά τέτοια ψυχή να ζήσει και να υπάρξει μέσα στη θεότητά Του, να φτάσει στην αθάνατη ζωή και να απολαύσει άφθαρτη ηδονή και ανέκφραστη δόξα.


68. Για την ψυχή αυτή ο Κύριος, όταν θέλει, γίνεται φωτιά και κατακαίει κάθε κακό και παρείσακτο μέσα της, όπως λέει και ο Προφήτης: «Ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει». Άλλοτε γίνεται ανάπαυση ανείπωτη και ανέκφραστη, κι άλλοτε χαρά και ειρήνη(Ρωμ. 14, 17) και περιθάλπει και περικυκλώνει την ψυχή.

Μόνο να αγωνίζεται κανείς να τον αγαπά και να τον ευχαριστεί με τους αγαθούς τρόπους του· και θα δει με την πείρα και την αίσθησή του ότι άγγιξε ανεκλάλητα αγαθά, που μάτι δεν τα είδε και αυτί δεν τα άκουσε και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2, 9), όσα δηλαδή αγαθά γίνεται το Πνεύμα του Κυρίου, από τη μιά για ανάπαυση, και από την άλλη για αγαλλίαση και τρυφή και ζωή της ψυχής που αναδεικνύεται άξιά Του.

Γιατί σωματοποιεί τον εαυτό Του και τον κάνει πνευματική τροφή, αλλά και ένδυμα και κάλλη απερίγραπτα, για να γεμίσει έτσι την ψυχή πνευματική χαρά. «Εγώ είμαι —λέει— ο άρτος της ζωής»(Ιω. 6, 35), και: «Όποιος πίνει από το νερό που θα του δώσω, θα αναβρύσει μέσα του μία πηγή νερού που θα δίνει αιώνια ζωή» .


69. Με τέτοιο τρόπο φανερώθηκε ο Θεός και στους ιερείς και Αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Ίδιος ήθελε και όπως ήταν ωφέλιμο στον Άγιο που τον έβλεπε. Αλλιώς, για παράδειγμα, φανερώθηκε στον Αβραάμ(Γεν. 18, 1-2), αλλιώς στον Ισαάκ(Γεν. 26,24), στον Ιακώβ(Γεν. 28, 13), στο Νώε(Γεν. 9, 12-13), στο Δανιήλ(Δαν. 7, 13), στο Μωυσή(Εξ. 3, 4-6), στο Δαβίδ(Β΄ Βασ. 24, 16-17) και στον καθένα από τους Προφήτες(Γ΄ Βασ. 19, 11- 12), μικραίνοντας τον εαυτό Του και παίρνοντας σωματική μορφή, όπως είπαμε· μεταμορφωνόταν και φανερωνόταν σ' αυτούς που τον αγαπούσαν, όχι όπως είναι ο Ίδιος —γιατί είναι αχώρητος—, αλλά ανάλογα με τη δεκτικότητα και τη δύναμή τους, για την πολλή και ακατανόητη αγάπη που είχε σ' αυτούς.


70. Η ψυχή που αξιώθηκε να δεχθεί ένοικό της την ουράνια δύναμη και τη θεϊκή εκείνη φωτιά, και που η επουράνια αγάπη του αγαθού Πνεύματος ενώθηκε με τα μέλη της, ελευθερώνεται εντελώς από κάθε κοσμική αγάπη. Το σίδερο, το μολύβι, ο χρυσός, το ασήμι, όταν παραδοθούν στη φωτιά, λιώνουν αλλάζοντας τη σκληρή φύση τους σε μαλακή, και όσο βρίσκονται μέσα στη φωτιά είναι χαλαρά και ρευστά και έχουν αποβάλλει τη φυσική τους σκληρότητα εξαιτίας της δυνάμεως της φωτιάς.

Έτσι και η ψυχή που δέχθηκε την επουράνια εκείνη φωτιά της αγάπης του Πνεύματος, αποσύρεται από κάθε προσκόλληση στο κοσμικό πνεύμα, ελευθερώνεται από τα δεσμά της κακίας και αποβάλλει τη φυσική σκληρότητα της αμαρτίας, θεωρώντας τα όλα μικρά και περιφρονώντας τα. Λέω μάλιστα ότι, η ψυχή που κυριεύθηκε απ' αυτόν τον έρωτα, και αν ακόμη έχει αδελφούς που τους αγαπά πολύ, αλλά την εμποδίζουν απ' αυτή την αγάπη, και αυτούς θα τους απαρνηθεί.

Η αγάπη της σαρκικής κοινωνίας του γάμου οδηγεί στο χωρισμό από τον πατέρα και τη μητέρα και τους αδελφούς, ώστε κι όταν κανείς αγαπά κανέναν από αυτούς, τον αγαπά επιφανειακά, ενώ όλη τη διάθεση του και τον πόθο του τον έχει στην γυναίκα του· αν λοιπόν η σαρκική αγάπη ελευθερώνει με τέτοιο τρόπο από κάθε άλλη αγάπη του κόσμου, μόλις και μετά βίας εκείνοι που πληγώθηκαν από εκείνον τον απαθή θεϊκό πόθο μπορούν να κρατηθούν από κάποιον έρωτα των πραγμάτων του κόσμου.


71. Ο Θεός, επειδή είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, μακροθυμεί και περιμένει πολύν καιρό τη μετάνοια κάθε αμαρτωλού, και κάνει εορτή ουράνια την επιστροφή όποιου μετανοεί. Γιατί ο Ίδιος λέει: «Γίνεται χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί»(Λουκ. 15, 7).

Αν όμως κανείς, βλέποντας αυτή την αγαθότητα και τη μακροθυμία, και ότι ο Θεός δεν τιμωρεί το κάθε αμάρτημα επειδή, όπως είπαμε, περιμένει τη μετάνοιά μας, παραμελήσει την εντολή, και την αγαθότητα αυτή την κάνει —αλοίμονο— αφορμή καταφρονήσεως, προσθέτοντας αμαρτία πάνω στην αμαρτία και ορθώνοντας εμπόδια και συνάπτοντας ραθυμία στη ραθυμία, θα φτάσει στο αποκορύφωμα της αμαρτίας και θα καταλήξει σε τέτοια πτώση, που δε θα μπορεί πλέον να σηκωθεί, αλλά αφού υποστεί ολοκληρωτική συντριβή και παραδοθεί ολότελα στον πονηρό, θα απωλεσθεί.

Έτσι έγινε στα Σόδομα· αφού οι κάτοικοι έφτασαν και ξεπέρασαν κάθε όριο αμαρτίας, αφού δεν έμεινε πλέον σ' αυτούς ούτε σπίθα μετάνοιας, καταστράφηκαν από τη θεία δίκη με φωτιά(Γεν. 19, 24-25). Έτσι και στην εποχή του Νώε· επειδή οι άνθρωποι ήταν αχαλίνωτοι στις ορμές της κακίας και δεν έδειχναν κανένα είδος μετάνοιας, συσσώρευσαν τέτοιο όγκο αμαρτιών, ώστε όλη η γη να καταστραφεί τελείως(Γεν. 6, 7).

Έτσι και προς τους Αιγυπτίους, οι οποίοι αμάρταναν πολύ και κακομεταχειρίζονταν το λαό του Θεού, ο Θεός ήταν επιεικής, και δεν τους παρέδιδε σε μια πανωλεθρία, αλλά με διάφορες επιμέρους τιμωρίες τους οδηγούσε σε μετάνοια· μα επειδή μετά από προσωρινή μεταμέλεια γύριζαν πάλι με αγάπη στην κακία και συνέχιζαν την προηγούμενη απιστία τους, και τέλος καταδίωξαν το λαό του Κυρίου που έφευγε από την Αίγυπτο, τους αφάνισε τελείως η θεία δίκη και τους κατέστρεψε(Εξ. 14, 27-28).

Έτσι και στον Ισραηλιτικό λαό που αμάρτανε πολύ και θανάτωνε τους Προφήτες του Θεού, ο Θεός έδειχνε τη συνηθισμένη Του μακροθυμία. Αφού όμως προχώρησαν τόσο στην κακία, ώστε ούτε το δεσποτικό αξίωμα του Χριστού να σεβαστούν, αλλά να απλώσουν χέρι φονικό επάνω Του, διώχτηκαν και αυτοί μια για πάντα και καταπατήθηκαν. Και αφαίρεσε ο Θεός απ' αυτούς και την προφητεία και την ίερωσύνη και την λατρεία, και τα εμπιστεύθηκε στα έθνη που πίστεψαν(Ματθ. 21, 43).


72. Ας προστρέξομε με προθυμία στο Χριστό που μας καλεί και ας ανοίξομε σ' Αυτόν τις καρδιές μας, και ας μη δειλιάζομε και απελπιζόμαστε για τη σωτηρία μας. Γιατί αυτό είναι σόφισμα του εχθρού, με την υπόμνηση των προηγουμένων αμαρτιών να ανοίγει το δρόμο στην απόγνωση. Αλλά ας κατανοήσομε ότι, αν ο Χριστός, όταν ήρθε, έγινε γιατρός και θεραπευτής τυφλών και παράλυτων και κωφαλάλων, και ανάσταινε νεκρούς που είχαν αρχίσει να φθείρονται(Ιω. 11, 39-44), πόσο περισσότερο δε θα γιατρέψει την τυφλότητα του νου και την παράλυση της ψυχής και την κωφαλαλία της αμελούς καρδίας; Αφού δεν είναι άλλος, αλλά Αυτός που έκτισε το σώμα, Αυτός έκτισε και την ψυχή.

Και αν σ' εκείνα που διαλύονται και πεθαίνουν είχε τόση συμπάθεια και έλεος, πόσο μάλλον δε θα δείξει φιλανθρωπία και δε θα θεραπεύσει την αθάνατη ψυχή που κυριεύθηκε από την ασθένεια της κακίας και της άγνοιας και κατόπιν έρχεται σ' Αυτόν και τον παρακαλεί; Γιατί δικά Του είναι τα λόγια: «Ο ουράνιος Πατέρας μου δε θα αποδώσει δικαιοσύνη σ' εκείνους που φωνάζουν σ' Αυτόν νύχτα-μέρα; Σας βεβαιώνω, ότι θα τους αποδώσει το δίκαιό τους αμέσως»(Λουκ. 18, 7-8), και: «Αιτείτε, και θα σας δοθεί· ζητάτε, και θα βρήτε· χτυπάτε, και θα σας ανοιχθεί η θύρα»(Ματθ. 7, 7), και αλλού: «Ακόμη και αν δεν του δώσει επειδή είναι φίλος του, θα σηκωθεί ωστόσο και θα του δώσει ό,τι ζητά, εξαιτίας της αναίδειάς του»(Λουκ. 11, 8).

Μ' αυτά μας προτρέπει να είναι η αίτησή μας στο Θεό αναιδής και επίμονη. Αφού γι' αυτό ήρθε, για να επιστρέψει τους αμαρτωλούς κοντά Του(Ματθ. 9, 13). Μονάχα εμείς αφού απομακρυνθούμε με όλη μας τη δύναμη από τις κακές συνήθειές μας, ας προσηλωθούμε στον Κύριο, και Αυτός δε μας προσπερνά, αλλά είναι έτοιμος να μας βοηθήσει.


73. Ένας που κατέχεται από κάποια μακρά ασθένεια, όταν δεν μπορεί πιά να δεχθεί τροφή και νερό, απελπίζεται, και αυτό είναι σημάδι θανάτου και τον κλαίνε οι συγγενείς και οι φίλοι του. Έτσι και ο Θεός και οι Άγγελοι, λυπούνται πολύ και θρηνούν τι.ς ψυχές που δεν μπορούν να προσλάβουν την επουράνια τροφή.

Αν λοιπόν έγινες θρόνος του Θεού, αν η ψυχή σου έγινε όλη πνευματικός οφθαλμός κι όλη φως, αν τράφηκες με την τροφή εκείνη του Πνεύματος, αν πίνεις από το ζωντανό νερό(Ιω. 4, 10) και από το πνευματικό κρασί που ευφραίνει την καρδιά(Ψαλμ. 103, 15), αν η ψυχή σου φόρεσε τα ενδύματα του ανέκφραστου φωτός, αν ο εσωτερικός σου άνθρωπος έλαβε πείρα και βεβαιότητα όλων αυτών, τότε λοιπόν ζεις από τώρα την πραγματικά αιώνια ζωή και αναπαύεσαι από τώρα μαζί με το Χριστό.

Αν όμως ακόμη δεν τα έλαβες αυτά ούτε τα έκανες κτήμα σου, να κλαις θερμά και να οδύρεσαι που δεν απέκτησες ακόμη αυτόν τον πλούτο, και να είναι αδιάκοπη η φροντίδα σου και η δέηση για τη φτώχεια σου. Αλλά μακάρι τουλάχιστον να αισθανόταν τη φτώχεια του εκείνος που δεν έχει αυτόν τον θείο πλούτο, και να μη γυρνούσε αμέριμνος σαν να τον έχει παραχορτάσει.Γιατί λέει ο Κύριος: «Καθένας που ζητά, βρίσκει· και όποιος χτυπά, θα του ανοιχτεί η θύρα»(Ματθ. 7, 8).


74. Αν το λάδι εκείνο που γινόταν από διάφορα μυρωδικά(Εξ. 30, 23-25) είχε τόση δύναμη, ώστε εκείνοι που χρίονταν, να αποκτούν το βασιλικό αξίωμα(Α΄ Βασ. 26, 11), πόσο περισσότερο εκείνοι που χρίονται στο νου και στον έσω άνθρωπο με το αγιαστικό λάδι της αγαλλιάσεως(Ψαλμ. 44, 8) και δέχονται τον αρραβώνα του αγαθού Πνεύματος, θα φτάσουν τα μέτρα της τελειότητας, δηλαδή της βασιλείας του Χριστού και της θείας υιοθεσίας, και θα μυηθούν στα μυστήρια του βασιλιά Χριστού, έχοντας την άδεια να πλησιάζουν τον Πατέρα όποτε θέλουν; Γιατί αν και δεν έχουν λάβει ακόμη τελείως την κληρονομιά, επειδή σηκώνουν ακόμη το βάρος του σώματος, αλλ' όμως λόγω του αρραβώνα του Πνεύματος είναι σίγουρες οι ελπίδες τους, και δεν αμφιβάλλουν καθόλου ότι θα συμβασιλεύσουν με το Χριστό(Β΄ Τιμ. 2, 12) και ότι θα έχουν αφθονία και πλεονασμό Πνεύματος· γιατί από αυτήν ήδη τη ζωή δοκίμασαν τη δύναμη και την ηδονή εκείνη. Το κάλυμμα που έβαλε ο σατανάς πάνω στους ανθρώπους μετά την παρακοή, έρχεται η χάρη, και με την κάθαρση του εσωτερικού ανθρώπου και του νου, το αφαιρεί εντελώς και πετάει σαν σκύβαλο μακριά κάθε μολυσμό και κάθε ακάθαρτο λογισμό της ψυχής, θέλοντας να την κάνει καθαρή και να την επαναφέρει στην αρχική της κατάσταση, ώστε να βλέπει με καθαρά και ανεμπόδιστα μάτια τη δόξα του αληθινού φωτός.

Οι τέτοιοι άνθρωποι αρπάζονται από τώρα νοερά σ' εκείνον τον αιώνα και βλέπουν τα κάλλη και τα θαύματά του. Όπως δηλαδή τα σωματικά μάτια, όταν είναι γερά και υγιή, ατενίζουν με θάρρος τις ακτίνες του ηλίου, έτσι και αυτοί· χρησιμοποιώντας τον φωτεινό και καθαρμένο νου τους, βλέπουν συνεχώς τις άδυτες λάμψεις του Κυρίου.


75. Αυτό το μέτρο δεν κατακτάται εύκολα από τους ανθρώπους, αλλά απαιτεί συνεχείς κόπους και πολλούς αγώνες και ιδρώτες. Γιατί πολλοί είναι εκείνοι που και η χάρη είναι μαζί τους και ενεργεί, και η κακία κρύβεται στα ενδόμυχα και δεν απομακρύνεται διόλου, αλλά τα δύο πνεύματα, του φωτός και του σκότους, ενεργούν μέσα στην ίδια καρδιά. Θα μου πεις όμως οπωσδήποτε: «Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι; Ή πώς μπορεί να υπάρχουν στον ίδιο τόπο ναός του Θεού και ναός ειδώλων;»(Β΄Κορ. 6, 14 και 16).

Κι εγώ θα σου αποκριθώ το ίδιο: Πράγματι τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι; Ή σε τι το θείο φως συσκοτίζεται ή θολώνεται ή καταμολύνεται, αυτό που είναι εντελώς καθαρό και αμόλυντο; Όπως λέει η Γραφή, το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι, και το σκοτάδι δεν μπόρεσε να το σβήσει(Ιω. 1, 5).

Ώστε τα πράγματα δεν πρέπει να τα εξηγούμε χωριστά και μονότροπα. Μερικοί επαναπαύονται να έχουν τόσο τη χάρη του Θεού, όσο να μπορούν να συγκρατούν τον εαυτό τους και να μην τους νικά η αμαρτία που κατοικεί μέσα τους. Και έτσι συμβαίνει, τώρα να έχουν προσευχή νηφάλια και ανάπαυση, κι έπειτα να ενεργούνται από ακάθαρτους λογισμούς και να δελεάζονται από την αμαρτία, ενώ συνυπάρχει δηλαδή και η θεία χάρη.

Εκείνοι λοιπόν που είναι επιπόλαιοι και δεν επιδιώκουν ακόμη την ακρίβεια, όταν ένιωσαν κάπως την ενέργεια της θείας χάρης, νόμισαν ότι ελευθερώθηκαν για πάντα από την αμαρτία. Εκείνοι όμως που έχουν διάκριση και είναι νουνεχείς, δε θα αρνηθούν ότι και όταν κατοικεί μέσα τους η χάρη του Θεού, και πάλι ταράζονται από αισχρούς και άτοπους λογισμούς.


76. Γνωρίσαμε αδελφούς, οι οποίοι τόσο πλούσια απόλαυσαν τη θεία χάρη, ώστε για πέντε και έξι χρόνια να μαραθεί και να σβήσει σ' αυτούς η σαρκική επιθυμία. Κατόπιν, όταν νόμισαν ότι έφτασαν στο λιμάνι και στη γαλήνη, τότε όρμησε σαν από ενέδρα κατεπάνω τους η δαιμονική κακία τόσο σκληρά και άγρια, ώστε να δοκιμάσουν έκπληξη και απορία. Κανένας όμως απ' όσους είναι οξυδερκείς και συνετοί δεν ξεθαρρεύεται να πει ότι, αφού έχω τη χάρη, απαλλάχθηκα από την αμαρτία.

Γιατί ενεργούν και τα δύο, όπως είπαμε, και η χάρη και η αμαρτία, στον ίδιο νου, αν και οι επιπόλαιοι και αμαθείς, μόλις νιώσουν κάποια μικρή πνευματική κίνηση, λένε "νικήσαμε". Εγώ νομίζω ότι τα πράγματα έχουν ως εξής: Όπως όταν λάμπει καθαρός ήλιος, και πέσει ξαφνικά σκοτεινιά ή ομίχλη, σκοτίζεται το φως του ηλίου, παρόμοια συμβαίνει και μ' εκείνους που έλαβαν τη χάρη του Θεού, δεν καθαρίστηκαν όμως ακόμη τελείως, αλλά στο βάθος κατέχονται ακόμη από την αμαρτία. Ώστε λοιπόν είναι πράγματι απαραίτητη πολλή διάκριση για να τα αντιληφθεί κανείς αυτά τέλεια με την πείρα.


77. Όπως είναι αδύνατο χωρίς μάτια ή γλώσσα, αυτιά και πόδια, να βλέπει κανείς ή να μιλάει, ή να ακούει ή να περπατά, έτσι επίσης είναι αδύνατο χωρίς το Θεό και τη θεία ενέργεια να γίνει κανείς κοινωνός των θείων μυστηρίων και να γνωρίσει τη σοφία του Θεού ή να αποκτήσει τον πλούτο του Πνεύματος. Γιατί οι Έλληνες σοφοί ασκούνται σε λόγους και ασχολούνται πρόθυμα με λογομαχίες. Οι δούλοι όμως του Θεού, και αν δεν είναι επιτήδειοι στα λόγια, όμως καταρτίζονται συνεχώς με τη θεϊκή γνώση και με τη χάρη του Θεού.


78. Καταλήγω να υποθέσω ότι, ακόμη και αυτοί οι Απόστολοι που ήταν γεμάτοι από τη χάρη του αγαθού Παρακλήτου, δεν ήταν ολότελα απαλλαγμένοι από φροντίδες, αλλά μαζί με την αγαλλίαση και την ανέκφραστη χαρά, είχαν και κάποιο φόβο, που προερχόταν βέβαια από την ίδια τη χάρη και όχι από την κακία. Γιατί η ίδια η χάρη τούς προστάτευε ώστε να μην πέσουν ούτε στην παραμικρή παρεκτροπή.

Και όπως ένα μικρό παιδί που χτυπά ένα τείχος με ένα πετραδάκι, δεν του κάνει τίποτε, ή όπως ένα ασθενικό βέλος ελάχιστα βλάπτει έναν γερό θώρακα, έτσι και αν ένα μικρό μέρος της κακίας προσέβαλλε τους Αποστόλους, δεν πετύχαινε τίποτε, γιατί ήταν πολύ καλά θωρακισμένοι με τη δύναμη του Χριστού. Πλήν όμως, αν και ήταν τέλειοι, ήταν παρούσα σ' αυτούς και η ελευθερία του αυτεξουσίου, και όχι όπως μερικοί ανόητα λένε ότι μετά τη χάρη παύουν οι φροντίδες και υπάρχει ανάπαυση. Γιατί ο Κύριος, και από τους τελείους ακόμη ζητεί να είναι το θέλημα της ψυχής στην υπηρεσία του Πνεύματος, ώστε να συμβαδίζουν και τα δύο. Όπως λέει και ο Απόστολος: «μη σβήνετε την ενέργεια του Πνεύματος»(Α΄ Θεσ. 5, 19) .


79. Να μιλάει κανείς για τα πράγματα μόνο με λόγια, είναι πρόχειρο και εύκολο. Είναι εύκολο στον καθένα να πει ότι τούτο το ψωμί, για παράδειγμα, γίνεται από σιτάρι. Τον λεπτομερή όμως τρόπο της κατασκευής του δεν μπορεί ο καθένας να τον εκθέσει, αλλά μόνον όσοι γνωρίζουν. Έτσι λοιπόν να μιλάει απλώς κανείς για την απάθεια και την τελειότητα, είναι εύκολο, να το μάθει όμως με την πείρα και αληθινά, αυτό σημαίνει να καταλάβει αληθινά στην πράξη πώς κατορθώνεται η τελειότητα.


80. Όσους λένε πνευματικά λόγια χωρίς να τα γευθούν και να τα δοκιμάσουν, αυτούς τους παρομοιάζω με έναν άνθρωπο που μέσα στο καλοκαίρι και ακριβώς το καταμεσήμερο περνά έναν τόπο έρημο και άνυδρο, και έπειτα, από την πολλή και φλογισμένη δίψα φαντάζεται ότι κοντά είναι μιά πηγή με κρύο, γλυκό και καθαρό νερό, και ότι πίνει από αυτήν χωρίς να τον εμποδίζει κανείς, όσο θέλει. Ή ακόμη με άνθρωπο που δεν έχει γευθεί ποτέ μέλι και προσπαθεί να δώσει στους άλλους να εννοήσουν τι είδους είναι η γλυκύτητά του.

Τέτοιοι είναι πράγματι όσοι δε δοκίμασαν στην πράξη και με εσωτερική πληροφορία τα σχετικά με την τελειότητα και τον αγιασμό και την απάθεια και θέλουν να μιλούν γι' αυτά στους άλλους. Γιατί αν τους δώσει ο Θεός να λάβουν μικρή αίσθηση για κάτι από όσα λένε, τότε θα εννοήσουν οπωσδήποτε ότι δεν ήταν τα πράγματα όπως τα έλεγαν, αλλά η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Κινδυνεύει δηλαδή κάπως ο Χριστιανισμός λίγο-λίγο να ξεφεύγει από τον κανονικό του δρόμο και να πέφτει σε αθεΐα.

Έτσι ο Χριστιανισμός είναι σαν φαγητό και ποτό, και όσο περισσότερο τον γεύεται κανείς, τόσο ανάβει την επιθυμία για περισσότερα Και γίνεται ο νους αχόρταστος και ακατάσχετος. Είναι σαν να δώσει κανείς σ' έναν διψασμένο ένα γλυκό ποτό και να τον κάνει όχι μόνο από τη δίψα, αλλά και από την ηδονή του ποτού να το επιθυμεί πιό άπληστα. Αυτά όμως, όπως είπαμε, δεν τα νοούμε μόνο με λόγια χωρίς πείρα, αλλά επιτελούνται με μυστική νοερή εργασία του Αγίου Πνεύματος, και έτσι λέγονται.


81. Το Ευαγγέλιο διατάζει κατηγορηματικά κάθε άνθρωπο, να κάνει ή να μην κάνει κάτι, ώστε να γίνει φίλος του φιλάνθρωπου Βασιλιά. Λέει δηλαδή: «Να μην οργιστείς(Ματθ. 5, 22), να μην επιθυμήσεις(Ματθ. 5, 28), αν σε ραπίσει κανείς στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο(Ματθ. 5, 39)».

Ενώ ο Απόστολος, ακολουθώντας από κοντά τα προσταγμένα, εκπαιδεύει και πώς πρέπει σταδιακά να γίνεται το έργο της καθάρσεως, με υπομονή και μακροθυμία. Πρώτα τους τρέφει με γάλα σαν νήπια(Α΄ Κορ. 3, 1-2), έπειτα τους φέρνει σε μεγαλύτερη ηλικία(Εφ. 4, 14-16), και τέλος στην τελειότητα(Εβρ. 5, 14· 6,1). Να το πούμε με ένα παράδειγμα: το Ευαγγέλιο είπε να γίνει τέλειος ο χιτώνας από μαλλί, ενώ ο Απόστολος εξήγησε καθαρά και πώς να λαναρίζεται το μαλλί, και πώς να υφαίνεται και να κατασκευάζεται ο χιτώνας.


82. Είναι μερικοί που απέχουν από φανερή πορνεία και κλοπή και πλεονεξία και τα όμοια κακά, και γι' αυτό συναριθμούν τον εαυτό τους με τους Αγίους. Απέχει όμως πολύ αυτό από την αλήθεια. Γιατί πολλές φορές, ενώ η κακία φωλιάζει στο νου τους και ζει εκεί έρποντας, δείχνει πώς τους άφησε κι έφυγε. Άγιος όμως είναι εκείνος που αγιάστηκε και καθάρισε τελείως τον εσωτερικό του άνθρωπο.

Κάποιος αδελφός, ενώ προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς, αιχμαλωτίσθηκε από τη θεία δύναμη, και με αρπαγή του νου του είδε την άνω Ιερουσαλήμ και τα εκεί φωτεινά κατοικητήρια και φως άπειρο και ανέκφραστο, και άκουσε φωνή ότι αυτός είναι ο τόπος της αναπαύσεως των δικαίων. Μετά από αυτό, υπερηφανεύτηκε και νομίζοντας τον εαυτό του σπουδαίο, έπεσε σε βάθος αμαρτιών και κυριεύτηκε ύστερα από πολλά κακά.

Αν λοιπόν αυτός έπαθε τέτοια, πώς είναι δυνατόν ο καθένας να λέει, «αφού νηστεύω και ζω σαν ξένος και δίνω ελεημοσύνη από τα υπάρχοντά μου(Α΄ Κορ. 13, 3) και έχω φυλαχθεί από τα κακά που είπαμε και τίποτε δεν μου λείπει, άρα είμαι κι εγώ άγιος»; Γιατί όπως είπαμε, τελειότητα είναι όχι η αποχή από τα φανερά κακά, αλλά τέλεια κάθαρση είναι η κάθαρση της διάνοιας.


83. Εσύ που τα υποστηρίζεις αυτά, πέρασε μέσα σου με την επιστασία στους λογισμούς σου, και σκύψε πάνω στο νου σου, τον αιχμάλωτο και δούλο της αμαρτίας, και δες το φίδι που φωλιάζει πιο κάτω κι από το νου και πιο βαθιά από τους λογισμούς, στα λεγόμενα άδυτα της ψυχής σου, και επιδιώκει να σε σκοτώνει πλήττοντας τα πιο ουσιώδη μέρη της ψυχής σου. Γιατί αληθινά είναι άβυσσος ακατανόητη η καρδιά.

Αν λοιπόν σκότωσες το φίδι, αν καθάρισες όλη την ανομία που έχεις μέσα σου και απέρριψες την αμαρτία, τότε καυχήσου για την καθαρότητα που σου έδωσε ο Θεός. Αν όμως όχι, τότε ταπεινώσου σαν φτωχός και αμαρτωλός ακόμη, και πλησίασε παρακαλώντας το Χριστό να σε καθαρίσει από τις κρυφές αμαρτίες σου(Ψαλμ. 18, 13). Γιατί όλη η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται να μιλάει για την καθαρότητα.

Και κάθε άνθρωπος, Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, αγαπά την καθαρότητα, κι ας μην είναι απ' όλους κατορθωτή. Η καθαρότητα της καρδίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί διαφορετικά, παρά μόνο μέσω του Ιησού. Γιατί Αυτός είναι η ενυπόστατη και απόλυτη αλήθεια. Και χωρίς αυτήν την Αλήθεια είναι αδύνατο να γνωρίσει κανείς την αλήθεια ή να επιτύχει τη σωτηρία .

84. Όπως στα φαινόμενα πράγματα απαρνήθηκες τον εξωτερικό άνθρωπο, δίνοντας ελεημοσύνη και σκορπίζοντας τα υπάρχοντά σου, έτσι πρέπει να απαρνηθείς τις αμαρτωλές συνήθειες. Και αν απέκτησες σοφία σαρκική η γήινες γνώσεις, αρνήσου τες. Αν στηρίζεσαι σε προτερήματα της σάρκας, απομακρύνσου απ' αυτά, ταπείνωσε τον εαυτό σου και μίκρυνέ τον. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να γίνεις μαθητής της μωρίας του κηρύγματος(Α΄ Κορ. 1, 21). Και σ' αυτή θα βρεις την αληθινή σοφία, όχι σε κομψά λόγια, αλλά στη δύναμη του Σταυρού, έχοντας εσωτερικά τα ίδια ενεργήματα μ' εκείνους που καταξιώθηκαν να την αποκτήσουν. Όπως λέει ο Παύλος, ο Σταυρός του Χριστού είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για τους Έλληνες μωρία, για μας όμως τους σωζόμενους είναι δύναμη Θεού και Θεού σοφία(Α΄ Κορ. 1, 23-24).


85. Κι αν ακόμη έλαβες ουράνια γεύση, και αν έγινες μέτοχος εκείνης της σοφίας και απέκτησες ανάπαυση στην ψυχή σου, μην υπερηφανεύεσαι, μήτε να ξεθαρρεύεις σαν να έφτασες πλέον και να κατάκτησες όλη την αλήθεια, για να μην ακούσεις και συ: «Τώρα πλέον είσαστε χορτάτοι! Τώρα πλέον γίνατε πλούσιοι! Χωρίς εμάς, κατακτήσατε τη βασιλεία των ουρανών! Και μακάρι να βασιλεύατε, για να βασιλεύσομε κι εμείς μαζί σας.»(Α΄ Κορ. 4, 8). Αλλά και αν γεύθηκες τα ουράνια, να πιστεύεις ότι δεν άγγιξες ακόμη το Χριστιανισμό. Αυτό το φρόνημα να μην είναι επιφανειακό, αλλά να το έχεις πάντοτε σαν φυτεμένο και επικυρωμένο οριστικά μέσα στη διάνοιά σου.


86. Όπως ο πλεονέκτης, και αν συνάξει αναρίθμητα χρήματα, δεν χορταίνει, αλλά όσα προσθέτονται κάθε μέρα, τόσο αυξάνουν την επιθυμία του για περισσότερα, ή όπως εκείνος που απομακρύνεται από ένα ποτάμι με γλυκύτατο νερό πριν ξεδιψάσει, νιώθει μεγαλύτερη δίψα, έτσι και στον καθένα η γεύση του Θεού δεν έχει κόρο ή τέλος, αλλά όσο πλουτίζει κανείς με αυτόν τον πλούτο, τόσο νομίζει τον εαυτό του φτωχό. 

Οι Χριστιανοί δεν θεωρούν πολύτιμη τη ζωή τους, αλλά αισθάνονται να είναι εντελώς τιποτένιοι μπροστά στο Θεό, και θεωρούν τους εαυτούς των δούλους όλων των ανθρώπων. Πολύ χαίρεται ο Θεός και αναπαύεται με αυτή την ψυχή, για την ταπείνωσή της. Αν λοιπόν έχει κανείς κάποιο καλό ή και είναι πνευματικά πλούσιος, να μη νομίζει γι' αυτό ότι είναι κάτι ή ότι έχει κάτι. Γιατί ο Κύριος σιχαίνεται την οίηση, και αυτή ευθύς απ' την αρχή έχει διώξει από τον Παράδεισο τον άνθρωπο που άκουσε ότι "θα είστε σαν θεοί"(Γεν. 3, 5) και πήρε θάρρος μ' αυτή τη μάταιη ελπίδα.

Σκέψου ότι ο Θεός σου και Βασιλιάς, αλλά και Υιός του Θεού, κένωσε τον εαυτό Του παίρνοντας μορφή δούλου(Φιλιπ. 2, 7), ότι έγινε φτωχός(Β΄ Κορ. 8, 9) και συγκαταριθμήθηκε μεταξύ των ατίμων(Μαρκ. 15, 28) και σταυρώθηκε. Αν έτσι έγινε με το Θεό, εσύ ο άνθρωπος που αποτελείσαι από σάρκα και αίμα, που είσαι χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27) και που —αλοίμονο— δεν έχεις τιποτε το αγαθό, αλλά είσαι τελείως ακάθαρτος, πώς έχεις μεγάλη ιδέα και αλαζονεύεσαι; Εσύ λοιπόν, αν βέβαια είσαι συνετός, ακόμη και για κάτι καλό που έλαβες από το Θεό, να λές: «Αυτό δεν είναι δικό μου, από Άλλον το πήρα· και αν Αυτός το κρίνει σκόπιμο, θα μου το πάρει πίσω». Έτσι κάθε καλό να το αποδίδεις στον Κύριο, κάθε κακό στον εαυτό σου.


87. Ο θησαυρός που λέει ο Απόστολος ότι τον έχομε σε πήλινα σκεύη(Β΄ Κορ. 4, 7), να πιστεύεις ότι είναι η αγιαστική δύναμη του Πνεύματος, την οποία αξιώθηκε να λάβει από αυτήν ακόμη τη ζωή. Γιατί λέει πάλι κάπου ο ίδιος: «Αυτός έγινε για μας σοφία από το Θεό, και δικαίωση και αγιασμός και απολύτρωση»(Α΄ Κορ. 1, 30).

Εκείνος λοιπόν που βρήκε και κρατάει μέσα του τον επουράνιο αυτό θησαυρό του Πνεύματος, μπορεί να εργάζεται κάθε αρετή και κάθε εντολή, όχι μόνον καθαρά και άψογα, αλλά και χωρίς κόπους και χωρίς κούραση, πράγμα που πρωτύτερα κάθε άλλο παρά το έκανε άκοπα. Γιατί αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανείς, ακόμη και αν θέλει να καλλιεργήσει αληθινά τον καρπό του Πνεύματος, πριν λάβει το αγαθό πνεύμα.

Πλην όμως ας βιάζει ο καθένας τον εαυτό του κάθε φορά και ας τρέχει με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και πίστη, και ας παρακαλεί θερμά το Χριστό, ώστε να επιτύχει αυτόν τον επουράνιο θησαυρό. Και τότε, όπως είπαμε, με τη δύναμη και τη χάρη Του, θα μπορεί να εργάζεται το σύνολο των αρετών καθαρά, τέλεια και χωρίς μόχθο και ταλαιπωρία.


88. Εκείνοι που έχουν τον θεϊκό πλούτο του Πνεύματος μέσα τους, όταν απευθύνουν σε άλλους λόγια πνευματικά, τα μεταδίδουν στους συνομιλητές τους σαν να τα βγάζουν από το θησαυρό που έχουν μέσα τους(Ματθ. 12, 35). Όσοι όμως δεν απέκτησαν αυτόν το θησαυρό στο βάθος της καρδιάς τους, από τον οποίο αναβρύζει αγαθοσύνη θεϊκών ενθυμήσεων και μυστηρίων και βαθύτατων λόγων, αλλά ανθολογούν ορισμένα μόνο από τη μία και την άλλη Γραφή και τα έχουν στην άκρη της γλώσσας τους ή άκουσαν και από πνευματικούς ανθρώπους, κομπάζουν στους λόγους αυτούς, προβάλλοντας τα ξένα σαν δικά τους, και εμφανίζονται σαν γονείς ξένων τέκνων.

Αυτοί, στους άλλους μεν πρόσφεραν άκοπη την απόλαυση των λόγων, οι ίδιοι όμως μετά την ομιλία τους βρέθηκαν να μοιάζουν με φτωχούς, γιατί ο κάθε λόγος τους σαν να γύρισε σ' εκείνον από τον οποίο τον πήραν, κι αυτοί έμειναν χωρίς δικό τους θησαυρό, από τον οποίο να μπορούν και τον εαυτό τους πρώτα να ευφραίνουν, και τους άλλους να ωφελούν.

Γι' αυτό πρέπει πρώτα να ζητούμε από το Θεό να βάλει μέσα μας αυτόν τον αληθινό πλούτο, και τότε θα είναι εύκολο και τους άλλους να ωφελούμε και να τους μεταδίδομε λόγους πνευματικούς και θεία μυστήρια. Γιατί έτσι ευδόκησε η αγαθότητα του Θεού να κατοικήσει σε κάθε έναν που πιστεύει. «Όποιον με αγαπά, λέει, θα τον αγαπήσει ο Πατέρας μου· θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα του φανερώσω τον εαυτό μου. Εγώ και ο Πατέρας θα έρθομε και θα κατοικήσομε σ' αυτόν(Ιω. 14, 21 και 2)».


89. Εκείνοι που αξιώθηκαν να γίνουν τέκνα Θεού και έχουν το Χριστό να ακτινοβολεί μέσα τους, διευθύνονται από ποικίλους και διαφόρους τρόπους του Πνεύματος και περιθάλπονται στα βάθη της καρδιάς τους από τη χάρη. Δεν είναι ανάρμοστο να φέρομε παραδείγματα από τις κοσμικές απολαύσεις, για να πάρομε κάποια ιδέα των θείων ενεργημάτων της χάρης μέσα στην ψυχή.

Συμβαίνει δηλαδή καμιά φορά οι άνθρωποι αυτοί σαν να βρίσκονται σε βασιλικό δείπνο να ευφραίνονται και να χαίρονται με κάποια ανέκφραστη και ανείπωτη αγαλλίαση. Και άλλοτε, σαν νεόνυμφοι να νιώθουν πνευματική ηδονή, ενώ άλλοτε σαν ασώματοι άγγελοι να αισθάνονται τόση ελαφρότητα στο σώμα τους, ώστε να νομίζουν ότι δεν έχουν σώμα. Και άλλοτε σαν να ευφραίνονται και να μεθούν με την ανέκφραστη μέθη των μυστηρίων του Πνεύματος, ενώ άλλοτε κλαίνε και οδύρονται προσευχόμενοι για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Γιατί πυρπολούνται από τη θεία αγάπη του Πνεύματος προς όλους τους ανθρώπους και παίρνουν επάνω τους το πένθος όλων των απογόνων του Αδάμ. Άλλοτε πάλι, το πνεύμα άναψε μέσα τους τόση αγάπη, ενωμένη με ανείπωτη ηδονή, ώστε αν ήταν δυνατόν κάθε άνθρωπο να τον αγκαλιάσουν, χωρίς να ξεχωρίζουν καλό ή κακό.

Άλλοτε, τόσο πολύ εξουδένωσαν τον εαυτό τους, ώστε να νομίζουν ότι κανένας δεν είναι παρακάτω απ' αυτούς, αλλά ότι είναι τελευταίοι απ' όλους. Κάποτε τους πλημμυρίζει κάποια ανέκφραστη πνευματική χαρά, ενώ κάποτε, παρόμοια με ένα χειροδύναμο που φόρεσε βασιλική πανοπλία και αφού κατέβηκε στον πόλεμο, κατατρόπωσε τους εχθρούς, και αυτοί οπλίσθηκαν με τα όπλα του Πνεύματος και συγκρούσθηκαν με τους αόρατους εχθρούς και τους έριξαν κάτω από τα πόδια τους.

Πότε τους κυκλώνει μεγάλη γαλήνη και ησυχία και τους αγκαλιάζει η ειρήνη και τους κυριεύει μιά θαυμαστή πνευματική ηδονή, και πότε γεμίζουν σύνεση και θεία σοφία και ανεξιχνίαστη πνευματική γνώση. Και γενικά, δέχονται τόση σοφία από τη χάρη του Χριστού, όση δεν μπορεί καμιά γλώσσα να διηγηθεί. Ωστόσο συχνά έχουν εξωτερική όψη όπως όλοι οι άλλοι.

Έτσι η θεία χάρη με πολλούς τρόπους αλλάζει και διαφοροποιείται μέσα σ' αυτούς, σαν να θέλει να παιδαγωγεί και να γυμνάζει την ψυχή, για να την παρουσιάσει τέλεια και άμεμπτη και καθαρότατη στον επουράνιο Πατέρα.


90. Τα παραπάνω ενεργήματα του Πνεύματος ανήκουν στα υψηλά πνευματικά μέτρα που είναι πολύ κοντά στην τελειότητα. Αυτές οι ποικίλες παρηγοριές της χάρης ενεργούνται σ' αυτούς από το πνεύμα με διάφορους τρόπους, αλλά όμως ακατάπαυστα, και η μία πνευματική ενέργεια διαδέχεται την άλλη.

Όταν φτάσει κανείς στην πνευματική τελειότητα, αφού καθαρθεί ολότελα από όλα τα πάθη και ενωθεί και ανακραθεί εντελώς μέσω της ανέκφραστης μεθέξεως με το Παράκλητο πνεύμα, όταν και αυτή η ψυχή καταξιωθεί να γίνει πνεύμα, επειδή ενώθηκε με το πνεύμα, τότε γίνεται όλος φως, όλος πνεύμα, όλος χαρά, όλος ανάπαυση, όλος αγαλλίαση, όλος αγάπη, όλος ευσπλαχνία, όλος αγαθότητα και καλωσύνη.

Και κατά κάποιο τρόπο καταπίνεται μέσα στις αρετές της δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος, σαν μιά πέτρα στην άβυσσο της θάλασσας που περιβάλλεται όλη από νερό. Αυτοί λοιπόν που ενώθηκαν εξ ολοκλήρου με το Πνεύμα του Θεού, έχουν εξομοιωθεί με το Χριστό και έχουν τις αρετές του Πνεύματος αμετάβλητες και παρουσιάζουν σε όλους τέτοιους καρπούς. Γιατί αφού έγιναν μέσα τους άμεμπτοι και καθαροί στην καρδιά(Ματθ. 5, 10) από το Πνεύμα, είναι αδύνατο να παρουσιάσουν εξωτερικά καρπούς κακίας, αλλά πάντοτε λάμπουν σ' αυτούς οι καρποί του Πνεύματος.

Αυτή είναι η προκοπή της πνευματικής τελειότητας, της πληρότητας που δίνει ο Χριστός, στην οποία μας συμβουλεύει ο Απόστολος να φτάσομε, λέγοντας: «Για να γεμίσετε με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 3, 19), και πάλι: «Ώσπου να καταλήξομε όλοι να γίνομε ώριμοι, με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 4, 13).


91. Συμβαίνει, μόλις κανείς γονατίσει στην προσευχή, να γεμίζει η καρδιά του από θεία ενέργεια και η ψυχή χαίρεται μαζί με τον Κύριο σαν νύμφη με τον νυμφίο, όπως προαναφέρθηκε. Αυτό το λέει,και ο μέγας Ησαΐας: «Όπως χαίρεται ο νυμφίος με τη νύμφη, έτσι θα χαρεί ο Κύριος μαζί σου»(Ησ. 62, 5).

Συμβαίνει πάλι, ένας τέτοιος άνθρωπος να είναι απασχολημένος όλη την ημέρα, και όταν κάποια ώρα ευκαιρήσει να προσευχηθεί, να αρπάζεται ο εσωτερικός άνθρωπος στο άπειρο βάθος του πνευματικού κόσμου.

Τον πλημμυρίζει τότε κάποια ανέκφραστη και άμετρη ηδονή, ώστε ο νους να κυριεύεται από έκπληξη καθώς έχει όλος αρπαγεί στα ύψη, και να του προκαλείται στο διάστημα αυτό λήθη όλου του επιγείου φρονήματος, γιατί μέστωσαν, όπως είπαμε, οι λογισμοί του και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι σε απέραντα και ακατάληπτα πράγματα.

Και από την προσευχή συμβαίνει εκείνη την ώρα στον άνθρωπο να φεύγει και η ψυχή μαζί με την προσευχή.


92. Σ' εκείνον που ερωτά αν είναι δυνατόν ο άνθρωπος πάντοτε να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, πρέπει να πούμε τα εξής. Δεν υπάρχει χρόνος που να μη συνυπάρχει η χάρη με τον άνθρωπο, να μην είναι ριζωμένη και να μη γίνεται σαν κάτι φυσικά ενωμένο στον άνθρωπο με τον οποίο συνυπάρχει. Και ενώ αυτή είναι μία, οικονομεί τα πράγματα όπως θέλει, κατά πολλούς τρόπους, για το συμφέρον του ανθρώπου.

Η φωτιά δηλαδή μέσα σ' αυτόν, άλλοτε καίει περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Και το φως άλλοτε λάμπει περισσότερο, άλλοτε μαζεύεται και σκυθρωπάζει, κατά θεία πάντως οικονομία, παρ' όλο που η λαμπάδα καίει χωρίς να σβήνει. Όταν όμως το φως γίνεται λαμπρότερο, τότε και ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν να μεθά περισσότερο με την αγάπη του Θεού.

Ενίοτε το ίδιο αυτό φως που φέγγει ακατάπαυστα στην καρδιά, ανοίγει δίοδο στο εσωτερικότερο και βαθύτερο φως, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος, βυθισμένος στη γλυκύτητα και στη θεωρία εκείνη, να μη βρίσκεται πλέον στον εαυτό του, αλλά να ζει στον κόσμο σαν μωρός και άξεστος εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης που απλώθηκε στην ψυχή, και της ηδονής και του βάθους των μυστηρίων που αξιώθηκε.

Και συμβαίνει πολλές φορές σ' αυτόν τον καιρό να φτάσει τα μέτρα της τελειότητας και να ελευθερωθεί από κάθε αμαρτία και ψεγάδι, έπειτα όμως από αυτά να συσταλεί κατά κάποιο τρόπο η χάρη και να πέσει στην ψυχή το κάλυμμα της εχθρικής δυνάμεως.


93. Να ξέρεις ότι τα σχετικά με τη χάρη έχουν ως εξής. Ας υποθέσομε ότι η τελειότητα έχει δώδεκα σκαλοπάτια. Συμβαίνει λοιπόν να φτάνει κανείς και σ' αυτό το μέτρο. Αλλά πάλι υποχωρεί η χάρη και κατεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι σταματά, ας πούμε, στο ενδέκατο. Φανερώσαμε παραπάνω εκείνα τα θαυμάσια, τα οποία δοκίμασε ο άνθρωπος εκείνος. Αν λοιπόν είχε αυτά τα θαυμάσια συνεχώς στον ίδιο βαθμό, τότε ούτε θα του ήταν δυνατό να οικονομεί τους αδελφούς και να τους διδάσκει.

Επειδή ούτε να ακούει θα μπορούσε, ούτε να μιλάει, ή και να φροντίζει για κάτι, έστω και το παραμικρό, παρά θα βρισκόταν σε μιά γωνιά εκστατικός και σαν μεθυσμένος. Γι' αυτό και δεν του δόθηκε το τέλειο μέτρο, για να έχει καιρό και τους αδελφούς να φροντίζει και να ασχολείται με την διακονία του λόγου.


94. Όταν ακούμε τα λόγια της βασιλείας και μας έρχονται δάκρυα, να μην περιοριστούμε στα δικά μας δάκρυα, ούτε στην ακοή μας ότι καλά ακούσαμε, ούτε στα μάτια μας ότι καλά είδαμε, και νομίσομε ότι αυτά μας είναι αρκετά.

Γιατί υπάρχουν και αλλά αυτιά και αλλά μάτια και αλλά δάκρυα, όπως επίσης και άλλη διάνοια και ψυχή, που είναι αυτό τούτο το θεϊκό και επουράνιο πνεύμα, το οποίο ακούει και κλαίει και προσεύχεται και γνωρίζει και πράττει αληθινά το θέλημα του Θεού. Αφού και ο Κύριος, όταν υποσχόταν στους Αποστόλους τη μέγιστη δωρεά του Πνεύματος, είπε: «Εγώ φεύγω, αλλά ο Παράκλητος, το Άγιο πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα»(Ιω. 14, 26), και πάλι: «Έχω πολλά να σας πω ακόμα, αλλά δεν μπορείτε τώρα να σηκώσετε μεγαλύτερο βάρος. Όταν όμως θα έρθει εκείνος, το πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια»(Ιω. 16, 12-13).

Εκείνος λοιπόν θα προσευχηθεί και εκείνος θα κλάψει· γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, εμείς δεν ξέρομε πώς να προσευχηθούμε όπως πρέπει, αλλά το πνεύμα το ίδιο μεσιτεύει για μας με στεναγμούς που δεν εκφράζονται με λέξεις(Ρωμ. 8, 26). Γιατί μόνο στο πνεύμα είναι φανερό το θέλημα του Θεού: «Κανείς δε γνωρίζει όσα αναφέρονται στο Θεό, παρά μόνο το πνεύμα του Θεού»(Α΄ Κορ. 2, 11).

Και όταν σύμφωνα με την υπόσχεση, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, επιφοίτησε ο Παράκλητος και η δύναμη του αγαθού Πνεύματος σκήνωσε στις ψυχές των Αποστόλων(Πράξ. 2, 1-4), αφαιρέθηκε από αυτούς ολότελα το κάλυμμα της κακίας, καταργήθηκαν τα πάθη και ξεσκεπάστηκαν τα μάτια της καρδιάς τους.

Και αφού γέμισαν από σοφία και έγιναν τέλειοι από το πνεύμα, διά μέσου του Πνεύματος έμαθαν πώς να πράττουν το θέλημα του Θεού, και από Εκείνο χειραγωγήθηκαν σ' ολόκληρη την αλήθεια, καθώς Εκείνο έγινε ο ηγεμόνας και ο βασιλιάς των ψυχών τους. Κι εμείς λοιπόν, όταν μας έρχεται να κλάψομε, ενώ ακούμε το λόγο του Θεού, ας παρακαλέσομε το Χριστό με αδίστακτη πίστη να έρθει σ' εμάς το πνεύμα, όπως ελπίσαμε, το οποίο αληθινά ακούει και προσεύχεται σύμφωνα με το θέλημα και τη βούληση του Θεού.


95. Να θεωρείς ότι το πράγμα έχει ως εξής: Υπάρχει κάποια σκοτεινή δύναμη που σκεπάζει ελαφρά το νου σαν λεπτή ομίχλη. Και μ' όλο που η λαμπάδα καίει παντοτινά και φωτίζει, όπως είπαμε, ωστόσο υπάρχει κάτι που καλύπτει εκείνο το φως. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι τέλειος ή ολότελα ελεύθερος από την αμαρτία, αλλά είναι, σαν να πούμε, και ελεύθερος και όχι ελεύθερος.

Όλο αυτό οπωσδήποτε δεν γίνεται ερήμην του Θεού, αλλά κατά θεία οικονομία. Και άλλοτε γκρεμίζεται και συντρίβεται το μεσότοιχο εκείνο του φραγμού(Εφ. 2, 14), ενώ άλλοτε δεν γκρεμίζεται ολότελα. Ούτε πάντοτε η προσευχή είναι η ίδια, αλλά άλλοτε η χάρη ανάβει και παρηγορεί και αναπαύει περισσότερο, άλλοτε είναι πιο σκυθρωπή και μειωμένη, όπως η ίδια η χάρη οικονομεί προς το συμφέρον του ανθρώπου.

Έχω φτάσει όμως σε μερικές περιπτώσεις στο τέλειο μέτρο και γεύθηκα και έλαβα πείρα εκείνου του κόσμου. Δεν είδα όμως ακόμη κανένα Χριστιανό τέλειο ή ολότελα ελεύθερο. Αλλά από τη μιά αναπαύεται κανείς από τη χάρη και αξιώνεται να δει μυστήρια και αποκαλύψεις και γίνεται κοινωνός της χάρης και γεύεται την πολλή γλυκύτητά της, και από την άλλη, συνυπάρχει η αμαρτία μέσα του.

Οι άνθρωποι αυτοί, για την υπερβολική χάρη και το φως που τους φωτίζει, θεωρήθηκαν από απειρία τέλειοι και ελεύθεροι. Εγώ δεν γνώρισα ακόμη κανένα τελείως ελεύθερο. Γιατί και σε μένα συνέβη μερικές φορές να φτάσω σ' εκείνο το μέτρο που έχω πει, και έμαθα καλά και γνωρίζω ποιος είναι ο τέλειος άνθρωπος.


96. Όταν ακούσεις περί ενώσεως νυμφίου και νύμφης και περί χορών και οργάνων και εορτών, μη βάλεις στο νου σου τίποτε υλικό ή επίγειο. Αυτά λέγονται από συγκατάβαση μόνο για παράδειγμα. Η ουσία τους είναι ανέκφραστη και πνευματική και απρόσιτη σε σαρκικά μάτια, και μόνο ψυχές άγιες και πιστές μπορούν να τα εννοήσουν.

Γιατί η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, οι επουράνιοι θησαυροί, οι χοροί και εορτές των αγίων Αγγέλων, φανερώνονται μόνον σ' εκείνον που τα δοκίμασε. Ενώ στον αμύητο, ούτε καν να τα εννοήσει δεν είναι δυνατόν. Άκουε λοιπόν γι' αυτά με ευλάβεια, μέχρις ότου σου συμβεί, για την πίστη σου, να καταξιωθείς να τα επιτύχεις.

Και τότε θα εννοήσεις με την πείρα των ψυχικών οφθαλμών, σε ποιά αγαθά και μυστήρια μπορούν να μετέχουν οι ψυχές των Χριστιανών από αυτή τη ζωή. Γιατί στην ανάσταση, και το σώμα το ίδιο των ανθρώπων αυτών θα αξιωθεί να τα βλέπει αυτά και κατά κάποιο τρόπο να τα κρατά, όταν και αυτό γίνει πνεύμα.


97. Τα κάλλη και οι αγαθοί καρποί της ψυχής μας, δηλαδή η προσευχή, η αγάπη, η πίστη, η αγρυπνία, η νηστεία και οι λοιπές αρετές, όταν αναμιχθούν και ενωθούν με το Άγιο Πνεύμα, τότε και αυτά σαν θυμίαμα ριγμένο στη φωτιά, βγάζουν πλούσια ευωδία· αλλά κι εμείς τότε πολιτευόμαστε εύκολα κατά το θέλημα του Θεού.

Γιατί χωρίς το Άγιο πνεύμα, όπως προείπαμε, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το θέλημα του Θεού. Όπως η γυναίκα πριν από το γάμο της ακολουθεί τη γνώμη της και κάνει τα θελήματά της, όταν όμως συνάψει γάμο, ζει κάτω από την οδηγία του συζύγου της και δεν κάνει το δικό της, έτσι και η ψυχή έχει δικό της θέλημα και δικούς της νόμους και δικά της έργα. Όταν όμως γίνει άξια να ενωθεί με τον επουράνιο άνδρα Χριστό, υποτάσσεται πλέον στο νόμο του άνδρα της, και δεν ακολουθεί πιά το δικό της θέλημα, αλλά το θέλημα του Νυμφίου της Χριστού.


98. Το ένδυμα του γάμου για το οποίο κάνει λόγο ο Χριστός(Ματθ. 22, 11), να φρονείς ότι είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και εκείνος που δεν έγινε άξιος να την περιβληθεί, δε θα μετάσχει στον επουράνιο γάμο και στο πνευματικό εκείνο δείπνο.


99. Ας προσπαθήσομε με πόθο να πιούμε το πνευματικό και θεϊκό κρασί και να μεθύσομε με νηφάλια μέθη, ώστε, όπως εκείνοι που πίνουν πολύ κρασί και λένε ύστερα πολλά, έτσι κι εμείς αφού πιούμε χορταστικά από το πνευματικό αυτό κρασί, να μιλάμε διηγούμενοι τα θεία μυστήρια, όπως λέει ο θείος Δαβίδ: «Το ποτήρι σου με μεθά σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5).


100. «Πτωχή τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 2) είναι εκείνη η ψυχή, η οποία γνωρίζει καλά τα τραύματά της, όπως επίσης και το σκοτάδι των παθών, που την περικυκλώνει, και ζητά συνεχώς τη λύτρωση από τον Κύριο. Η ψυχή αυτή υπομένει τους κόπους και δεν χαίρεται με κανένα γήινο αγαθό, αλλά αναζητά μόνο τον καλό Γιατρό και έχει πεποίθηση στη θεραπεία Του. Με ποιο τρόπο λοιπόν η τραυματισμένη αυτή ψυχή θα γίνει ωραία και ευπαρουσίαστη και κατάλληλη να ζήσει μαζί με το Χριστό; Πώς αλλιώς, παρά όπως ήταν έτσι που πλάσθηκε εξαρχής και με την σαφή επίγνωση των τραυμάτων της και της φτώχειας της;

Γιατί αν δεν ευχαριστείται στα τραύματα και τους μώλωπες των παθών της, ούτε δικαιολογεί τα σφάλματά της, ο Κύριος δεν της καταλογίζει την αιτία της αρρώστιας της, αλλά έρχεται και την γιατρεύει και την περιποιείται και της αποκαθιστά ένα απαθές και άφθαρτο κάλλος. Με μόνο όρο, να μη μετέχει με την προαίρεσή της στα όσα πράττει, όπως είπαμε, ούτε να συγκατατίθεται στα πάθη που είναι ενεργά, αλλά με όλη τη δύναμη της να βοά προς τον Κύριο για να την αξιώσει με το αγαθό Πνεύμα Του να ελευθερωθεί από όλα τα πάθη.

Αυτή λοιπόν η ψυχή είναι μακάρια. Αλοίμονο όμως σ' εκείνη που δεν έχει συναίσθηση των τραυμάτων της, και νομίζει ότι δεν έχει καθόλου κακία, από την μεγάλη κακία και πώρωσή της. Αυτή την ψυχή, ο αγαθός Γιατρός δεν την επισκέπτεται, ούτε την θεραπεύει, αφού ούτε αυτή τον ζητά, ούτε τη μέλλει για τα τραύματά της, καθώς νομίζει ότι είναι καλά και υγιής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι»(Ματθ. 9, 12).


101. Είναι πράγματι μακάριοι και αξιοζήλευτοι για το βίο τους και την υπερφυσική απόλαυση, όσοι με θερμή πίστη και φιλάρετη διαγωγή γνώρισαν με πείρα και αίσθηση τα επουράνια μυστήρια του Πνεύματος και έχουν πατρίδα τους ουρανούς(Φιλιπ. 3, 20). Αυτοί είναι καλύτεροι από όλους μαζί τους ανθρώπους. Η απόδειξη είναι προφανής.

Σε ποιόν από εκείνους που έχουν δύναμη ή σοφία ή φρόνηση συνέβη, όσο ζούσε ακόμη στη γη, ν' ανεβεί στον ουρανό και εκεί να εργαστεί πνευματικά έργα και να κατοπτεύσει τα κάλλη του Πνεύματος;

Και τώρα ένας φτωχός εξωτερικά, ολότελα φτωχός και μηδαμινός, που σχεδόν ούτε οι γείτονες του δεν τον γνωρίζουν, πέφτοντας με το πρόσωπο εμπρός στον Κύριο, ανεβαίνει στον ουρανό οδηγούμενος από το πνεύμα και, με πλήρη αίσθηση της ψυχής του, απολαμβάνει με το λογισμό του τα εκεί θαυμάσια, και εκεί εργάζεται, εκεί τρέφεται, εκεί έχει πατρίδα, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο που λέει: «Η δική μας πατρίδα βρίσκεται στους ουρανούς»(Φιλιπ. 3, 20). και αλλού λέει: «Μάτια δεν είδαν και αυτιά δεν άκουσαν και άνθρωπος δε διανοήθηκε τα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός γι' αυτούς που Τον αγαπούν», και προσθέτει: «Σε μας όμως τα αποκάλυψε μέσω του Πνεύματός Του»(Α΄ Κορ. 2, 9-10). Αυτοί είναι οι αληθινά σοφοί, οι δυνατοί, αυτοί είναι οι ευγενείς και φρόνιμοι.


102. Αλλά και χωρίς να λογαριάσομε τα ουράνια εκείνα χαρίσματα, από τα παρόντα αν κρίνεις τους Αγίους, δε θα διστάσεις να τους ανακηρύξεις ανώτερους απ' όλους. Για παράδειγμα: ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, κατασκεύασε ανδριάντα του και κάλεσε όλα τα έθνη να τον προσκυνήσουν. Αυτό βέβαια το οικονόμησε πάνσοφα ο Θεός, για να φανερωθεί σε όλους η αρετή των τριών Παίδων και να μάθουν όλοι ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Οποίος κατοικεί στους ουρανούς.

Οι τρεις Παίδες, αιχμάλωτοι και στερημένοι την ελευθερία τους, παρουσιάστηκαν με θάρρος μπροστά στον Ναβουχοδονόσορα· και ενώ όλοι με πολύ φόβο τον προσκυνούσαν και άλλο από το να τον υπακούν δεν τολμούσαν, αλλά σχεδόν ήταν άφωνοι, σαν ζώα που σέρνονται από τη μύτη, αυτοί στάθηκαν τόσο διαφορετικά, ώστε ούτε ήθελαν να μη γίνει γνωστό ότι σέβονται τον αληθινό Θεό, ούτε ανέχονταν να κρυφτούν, αλλά μπροστά σε όλους είπαν: «Τους θεούς σου, βασιλιά, δεν τους λατρεύομε και δεν προσκυνούμε το χρυσό άγαλμα που έστησες».

Τους έριξαν τότε για τιμωρία στο φοβερό εκείνο καμίνι, μα αυτό έπαψε να είναι καμίνι και δεν έδειξε την ενέργειά του»· αλλά, σαν να τους ευλαβήθηκε κι αυτό, τους φύλαξε αβλαβείς από κάθε κακό. Και τότε όλοι, και ο ίδιος ο βασιλιάς, εξαιτίας των τριών Παίδων παραδέχθηκαν τον αληθινό Θεό(Δαν. 3).

Από τη στάση εκείνων έμειναν έκθαμβοι όχι μόνον οι άνθρωποι στη γη, αλλά και οι ουράνιες χορείες. Γιατί στις ανδραγαθίες των Αγίων δεν απουσιάζουν ούτε οι ουράνιοι Άγγελοι, αλλά βρίσκονται μαζί τους, όπως και ο θείος Απόστολος αφήνει να φανεί λέγοντας: «Γίναμε θέαμα γι' αγγέλους και για ανθρώπους»(Α΄ Κορ. 4, 9).

Μπορείς να πληροφορηθείς τα όμοια και από τον προφήτη Ηλία. Αυτός, ενώ ήταν ένας άνθρωπος, αποδείχθηκε ισχυρότερος από πλήθη, κατεβάζοντας τη φωτιά από τον ουρανό(Γ΄ Βασ. 18, 38). Αλλά και ο Μωυσής νίκησε όλη την Αίγυπτο και τον τύραννο Φαραώ. Αυτό θα το δείς και με τον Λώτ(Γεν. 19, 29), και τον Νώε(Γεν. 7, 1), και με πολλούς άλλους, οι οποίοι ενώ εξωτερικά είχαν πολύ ευτελή εμφάνιση, υπερίσχυαν πάνω σε πολλούς επισήμους και δυνατούς.


103. Καθένα από τα ορατά, αν δεν έρθει σ' αυτό και κάποια άλλη φύση εξωτερική να το βοηθήσει, μένει ακατέργαστο και αδιαμόρφωτο. Και τούτο γιατί η ανείπωτη σοφία του Θεού μας δείχνει διά μέσου των ορατών μυστήρια και τύπους, ότι η ανθρώπινη φύση από μόνη της, χωρίς τη θεία βοήθεια, δεν μπορεί να παρουσιάσει τον πλήρη στολισμό των αρετών και την πνευματική ευπρέπεια της αγιοσύνης.

Όπως και η γη, αν μείνει όπως είναι και δεν καλλιεργηθεί από τους γεωργούς και δεν έρθουν να βοηθήσουν οι βροχές και ο ήλιος, είναι ακατάλληλη και καθόλου ικανή για καρποφορία. Και το κάθε σπίτι, για να μην είναι σκοτεινό, έχει ανάγκη από αυτό το ηλιακό φως, το οποίο δεν έχει την ίδια φύση με το σπίτι.

Είναι και άλλα παρόμοια μ' αυτά. Έτσι και η ανθρώπινη φύση, επειδή της είναι αδύνατο να αποδώσει από μόνη της τέλειους τους καρπούς των αρετών, έχει ανάγκη από τον πνευματικό γεωργό των ψυχών μας, δηλαδή το Πνεύμα του Χριστού, το οποίο είναι ολωσδιόλου ξένο προς την ανθρώπινη φύση.

Γιατί εμείς είμαστε κτίσματα, ενώ Εκείνο άκτιστο. Αυτό είναι που θα καλλιεργήσει με τη δική Του τέχνη τις καρδιές των πιστών, εκείνες δηλαδή που παραδόθηκαν με όλη τους τη θέληση στον πνευματικό γεωργό, και θα τις προετοιμάσει να αποδώσουν τέλειους τους καρπούς του Πνεύματος, και θα λάμψει το φως Του στο σπίτι της ψυχής μας που είναι σκοτισμένο από τα πάθη.


104. Διπλός είναι ο πόλεμος των Χριστιανών, και διπλή η πάλη. Από τη μιά, με όσα βλέπει η σωματική όραση· γιατί αυτά ερεθίζουν και γαργαλίζουν την ψυχή και την προκαλούν να δένεται εμπαθώς μαζί τους και να ευχαριστείται μ' αυτά. Από την άλλη, με τις αρχές και τις εξουσίες του φοβερού κοσμοκράτορα .


105. Η λαμπρότητα που υπήρχε στο πρόσωπο του Μωυσή(Εξ. 34, 29-30) ήταν τύπος της αληθινής λαμπρότητας του Παναγίου Πνεύματος. Όπως τότε δηλαδή δεν μπορούσε να κοιτάξει κανείς στο πρόσωπο τον Μωυσή, έτσι και τώρα, τη λαμπρότητα αυτή που λάμπει στις ψυχές των Χριστιανών, δεν μπορεί να την υπομείνει το σκοτάδι των παθών, αλλά διώχνεται από την ανταύγειά της και φεύγει.


106. Στο Χριστιανό που αγαπά την αλήθεια και το Θεό, που γεύθηκε την επουράνια γλυκύτητα και έχει ριζωμένη και ενωμένη με την ψυχή του τη χάρη και που παρέδωσε όλο τον εαυτό του στα θελήματα της χάρης, είναι μισητά όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου. Γιατί αυτός έγινε ανώτερος από όλα τα πράγματα του κόσμου. Και είτε χρυσάφι πεις, είτε ασήμι, είτε τιμές και δόξες, είτε καλοτυχίσματα και επαίνους, κανένα από αυτά δεν μπορεί να τον κυριέψει. Γιατί αυτός έλαβε πείρα άλλου πλούτου και άλλης τιμής και άλλης δόξας, και τρέφεται ψυχικά με άφθαρτη ηδονή, και έχει κάθε αίσθηση και πληρότητα μέσω της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.


107. Ο άνθρωπος αυτός έχει τόση διαφορά από τους άλλους ανθρώπους στη σύνεση, τη γνώση και τη διάκριση, όση έχει ο λογικός ποιμένας από τα άλογα ζώα που βόσκει. Γιατί μετέχει σε άλλο πνεύμα και άλλο νου, σε άλλη σύνεση και σοφία, διαφορετική από τη σοφία αυτού του κόσμου. «Μιλάμε, λέει ο Απόστολος, για σοφία στους τέλειους.

Όχι βέβαια για τη σοφία του κόσμου τούτου ή αυτών που εξουσιάζουν αυτόν τον κόσμο και που θα καταργηθούν· αλλά μιλάμε για τη σοφία του Θεού που καλύπτεται με μυστήριο»(Α΄ Κορ. 2, 6-7). Γι' αυτό και ο άνθρωπος αυτός διαφέρει από όλους τους ανθρώπους που έχουν το πνεύμα του κόσμου, όπως είπαμε, είτε φρόνιμοι είναι αυτοί, είτε σοφοί, και καταλαβαίνει όλους τους ανθρώπους, όπως είναι γραμμένο(Α΄ Κορ. 2, 15), και γνωρίζει καθένα από που μιλάει και που στηρίζεται και ανάμεσα σε ποιους βρίσκεται.

Αυτόν όμως δεν μπορεί να τον εξετάζει και να τον καταλαβαίνει κανείς από όσους έχουν το πνεύμα του κόσμου, παρά μόνο όποιος έχει το όμοιο πνεύμα, το πνεύμα της θεότητας, όπως λέει ο Απόστολος: «Στους πνευματικούς εξηγούμε τα πνευματικά. Ο ψυχικός όμως άνθρωπος, αυτός δηλαδή που δεν έχει το πνεύμα, δε δέχεται εκείνα που διδάσκει το πνεύμα του Θεού, γιατί του φαίνονται μωρία. Ενώ ο πνευματικός όλα τα καταλαβαίνει, αυτόν όμως κανείς δεν είναι σε θέση να τον καταλάβει.»(Α΄ Κορ. 2, 13-15).

108. Είναι αδύνατο να λάβει κανείς το Πανάγιο πνεύμα με άλλο τρόπο, αν δεν αποξενωθεί ολότελα από τα πράγματα του κόσμου τούτου και δεν αφιερωθεί στην επιδίωξη της αγάπης του Χριστού, για να ελευθερωθεί ο νους από όλες τις μέριμνες της ύλης και έτσι να αξιωθεί να γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, όπως λέει ο Απόστολος: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, θα γίνει ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17). Η ψυχή τώρα που είναι δεμένη έστω και με κάτι του κόσμου τούτου και κλίνει προς αυτό, είτε πρόκειται για πλούτο, είτε για δόξα, είτε κοσμική φιλία, δεν είναι δυνατό να διαφύγει και να περάσει από το σκότος των πονηρών δυνάμεων.

109. Οι ψυχές που αγαπούν το Θεό και την αλήθεια, δεν υποφέρουν ούτε την παραμικρή ελάττωση του έρωτά τους προς τον Κύριο. Αλλά καρφωμένες ολοκληρωτικά στο σταυρό Του, έχουν σαφή αίσθηση της πνευματικής προκοπής που γίνεται μέσα τους.

Πληγωμένες λοιπόν από τον πόθο Του και, για να πούμε έτσι, καταπεινασμένες για τη δικαιοσύνη(Ματθ. 5, 6) των αρετών και την έλλαμψη του αγαθού Πνεύματος, και αν ακόμη αξιωθούν θεία μυστήρια και μετάσχουν στην επουράνια ευφροσύνη και χάρη, δεν έχουν πεποίθηση στον εαυτό τους, ούτε νομίζουν ότι είναι τίποτε.

Αλλά όσο αξιώνονται να λάβουν πνευματικά χαρίσματα, τόσο απληστούν και με περισσότερο αγώνα ζητούν τα ουράνια. Και όσο περισσότερη προκοπή αισθάνονται, τόσο πιό λαίμαργες γίνονται για τα θεία. Και ενώ είναι πνευματικά πλούσιες, κάνουν σαν να είναι φτωχές, σύμφωνα με τη θεία Γραφή που λέει: «Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο· κι όσοι με πίνουν, θα διψάσουν κι άλλο»(Σ. Σειρ. 24, 21).

110. Αυτού του είδους οι ψυχές αξιώνονται και να λάβουν την τέλεια ελευθερία από τα πάθη, και ν' αποκομίσουν την έλλαμψη και την κοινωνία του θείου Πνεύματος με την πληρότητα της χάρης. Όσες όμως είναι οκνηρές και αποφεύγουν τους κόπους και δε ζητούν τον αγιασμό της καρδίας από αυτήν εδώ τη ζωή, όχι εν μέρει, αλλά να τη δεχθούν ολοκληρωτικά με υπομονή και μακροθυμία, αυτές ούτε ελπίζουν να κοινωνήσουν το Παράκλητο πνεύμα με κάθε αίσθηση και βεβαιότητα και μέσω Αυτού να απαλλαγούν από τα πάθη της κακίας.

Αυτές και αν αξιωθούν τη θεία χάρη, ωστόσο επειδή ξεγελιούνται από την κακία, αφήνουν κάθε πνευματική φροντίδα με την ιδέα ότι έλαβαν πια τη χάρη και στηρίζονται από αυτήν και απολαμβάνουν πνευματική γλυκύτητα. Έτσι οι ψυχές αυτές είναι εύκολο να πέσουν σε έπαρση, καθώς δε συντρίβουν την καρδιά τους και δεν ταπεινώνουν το φρόνημά τους, ούτε είναι καταδιψασμένες πνευματικά, ούτε αγωνίζονται να φτάσουν την τέλεια απάθεια.

Και καθώς αρκούνται στη λίγη αυτή ενίσχυση της χάρης και προκόβουν όχι στην ταπείνωση, αλλά στην έπαρση, απογυμνώνονται κάποτε και από το χάρισμα το οποίο αξιώθηκαν να λάβουν. Γιατί η ψυχή που αγαπά αληθινά το Θεό, όπως έχομε πει, και αν ακόμη μυριάδες αρετές κατορθώσει, και αν αφανίσει το σώμα με υπερβολικές νηστείες και αγρυπνίες, και αν αξιωθεί να λάβει διάφορα χαρίσματα του Πνεύματος και αποκαλύψεις και θεία μυστήρια, έχει τέτοια μετριοφροσύνη, σαν να μην έχει αρχίσει ακόμη να ζει κατά το θέλημα του Θεού ή να έχει αποκτήσει κανένα καλό, και νιώθει απληστία και έρωτα για τη θεία αγάπη που εμπνέει ο Χριστός.


111. Στα πνευματικά αυτά μέτρα, ούτε μονομιάς, ούτε εύκολα μπορεί να φτάσει κανείς, αλλά αφού προηγηθούν πολλοί κόποι και αγώνες, και περάσουν χρόνια με σπουδή και δοκιμασίες και ποικίλους πειρασμούς, μέχρι το τέλειο μέτρο της απάθειας. Έτσι, αφού δοκιμαστεί με κάθε πόνο και κόπο και αφού υποφέρει με γενναιοψυχία όλους τους πειρασμούς που προξενεί η κακία, αξιώνεται να λάβει τις μεγάλες τιμές και τα χαρίσματα του Πνεύματος και το θεϊκό πλούτο. Έπειτα γίνεται και κληρονόμος της ουράνιας βασιλείας.


112. Η ψυχή που δεν έχει την ακρίβεια του τρόπου ζωής που είπαμε και που δε δέχθηκε ακόμη την αίσθηση του αγιασμού της καρδιάς, ας πενθεί και ας ζητεί θερμά από τον Κύριο να της δοθεί αυτό το αγαθό και η ενέργεια του Πνεύματος που εκδηλώνεται στο νου με ανέκφραστες θεωρίες.

Κατά τον εκκλησιαστικό νόμο, εκείνοι που έπεσαν σε σωματικά αμαρτήματα, πρώτα τιμωρούνται από τον ιερέα με στέρηση της θείας κοινωνίας, και κατόπιν, αφού δείξουν ανάλογη μετάνοια, αξιώνονται να κοινωνήσουν. Όσοι όμως δεν είχαν στη ζωή τους τέτοιες πτώσεις και είναι καθαροί, προβιβάζονται στην Ιερωσύνη και από τον έξω τόπο μετατάσσονται και τοποθετούνται μέσα στο θυσιαστήριο, για να είναι παρακαθήμενοι και λειτουργοί του Κυρίου.

Έτσι ας σκεφτόμαστε λοιπόν και για τη μυστική κοινωνία του Πνεύματος, για την οποία είπε ο Απόστολος: «Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατέρα και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος»(Β΄ Κορ. 13, 13). Τα πράγματα ακολουθούν την εξής σειρά.

Η Αγία Τριάδα κατοικεί μέσα στην καθαρή ψυχή με συνεργεία και της θείας αγαθότητας. Κατοικεί βέβαια όχι όπως υπάρχει, γιατί είναι αχώρητη και σε όλη την κτίση ακόμη, αλλά όσο είναι κατάλληλος και δεκτικός ο άνθρωπος.

Όταν όμως αλλάξει κάπως πορεία ο άνθρωπος από την αυτοπροαίρετη κατά Θεόν διαγωγή και λυπήσει το θείο πνεύμα, απομακρύνεται ο νους και στερείται την πνευματική ευφροσύνη, καθώς συστέλλονται η θεία χάρη και η αγάπη και κάθε αγαθή ενέργεια του Πνεύματος και ο νους παραδίνεται σε θλίψεις και πειρασμούς και σε πονηρά πνεύματα, μέχρις ότου όορθοποδίσει και πάλι η ψυχή για την ευαρέστηση του Πνεύματος.

Κατόπιν, αφού δείξει τη μετάνοιά της με κάθε εξομολόγηση και ταπείνωση, πάλι αξιώνεται να την επισκεφθεί η χάρη και απολαμβάνει την ουράνια ευφροσύνη περισσότερο από πρώτα. Αν αντίθετα δεν λυπήσει διόλου το πνεύμα, αλλά συνεχίσει να ζει θεάρεστα και να αντιτάσσεται σε όλους τους πονηρούς λογισμούς και να μένει διαρκώς προσκολλημένη στον Κύριο, τότε δικαίως και με συνέπεια, σύμφωνα με τη στάση της, προκόβει αυτή η ψυχή και αξιώνεται να λάβει ανέκφραστες δωρεές, και προχωρεί από δόξα σε δόξα(Β΄ Κορ. 3, 18) και από ανάπαυση σε τελειότερη ανάπαυση.

Κατόπιν, αφού φτάσει στο τέλειο μέτρο του Χριστιανισμού, θα συγκαταριθμηθεί στους τέλειους εργάτες και στους άμεμπτους λειτουργούς του Χριστού στην αιώνια βασιλεία Του.

113. Τα φαινόμενα να τα θεωρείς τύπους και σκιές των αφανών. Ο ναός που βλέπομε είναι τύπος του ναού της καρδιάς, ο ιερέας είναι τύπος του αληθινού ιερέα, της χάρης δηλαδή του Χριστού, κλπ. Σ' αυτή λοιπόν την ορατή εκκλησία, αν δε γίνουν πρώτα οι αναγνώσεις, οι ψαλμωδίες και δεν προχωρήσει όλη η ακολουθία κατά την εκκλησιαστική τάξη, δεν μπορεί ο ιερέας να επιτελέσει το θείο Μυστήριο του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Αν πάλι τηρηθεί όλος ο εκκλησιαστικός κανόνας, δε γίνει όμως από τον ιερέα η μυστική ευχαριστία της προσφοράς και η κοινωνία του σώματος του Χριστού, τότε ούτε ο εκκλησιαστικός θεσμός ολοκληρώθηκε, και η λατρεία του Μυστηρίου είναι ελλιπής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χριστιανό.

Αν δηλαδή έχει κατορθώσει τη νηστεία, την αγρυπνία, την ψαλμωδία και όλη την άσκηση και την αρετή, αλλά η μυστική ενέργεια του Πνεύματος δεν επιτελείται από τη χάρη στο θυσιαστήριο της καρδιάς του με κάθε αίσθηση και πνευματική ανάπαυση, τότε είναι ατελής όλη αυτή η ακολουθία της ασκήσεως και σχεδόν άπρακτη, γιατί δεν έχει την αγαλλίαση του Πνεύματος να γεμίζει με μυστικό τρόπο την καρδιά του.


114. Καλή είναι η νηστεία και η αγρυπνία, καλή είναι επίσης και η άσκηση και η ξενιτεία. Αλλά αυτά οπωσδήποτε είναι κάποια αρχή και τα πρόθυρα της θεάρεστης ζωής, ώστε είναι παράλογο να θαρρεύεται κανείς ολωσδιόλου σ' αυτά. Γιατί καμιά φορά, όπως προηγουμένως είπαμε, και τη χάρη έχομε σε κάποιο βαθμό, μα και η κακία παραφυλάει μέσα μας και πονηρεύεται και υποχωρεί θεληματικά και δεν ενεργεί τα δικά της, αλλά κάνει τον άνθρωπο να νομίσει ότι έχει καθαρθεί ο νους του, και τον οδηγεί σε έπαρση για την τελειότητά του.

Κατόπιν επιτίθεται σαν ληστής και τον ρίχνει σε βαθύτατα βάραθρα. Γιατί συχνά άνθρωποι, είκοσι χρόνια ληστές ή επαγγελματίες στρατιώτες, γνωρίζουν άριστα να βάζουν παγίδες στους αντιπάλους και παραφυλάγουν και επινοούν ενέδρες και προσβάλλουν τα νώτα των εχθρών και τους εξοντώνουν με αιφνιδιαστική επίθεση.

Πόσο λοιπόν περισσότερο η κακία, που έχει ηλικία τόσων χιλιάδων ετών και αυτό είναι το προθυμότατο έργο της, να οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια, δε γνωρίζει να επινοεί τέτοιες ενέδρες στα απόκρυφα της καρδιάς και, όταν θέλει, να μένει ακίνητη επίτηδες και να μην ενεργεί, ώστε να παρασύρει την ψυχή στην έπαρση ότι έχει φτάσει στην τελειότητα;

Το θεμέλιο λοιπόν του Χριστιανισμού είναι, και αν έχει κανείς όλες τις αρετές, να μην εφησυχάζει, ούτε να παίρνει θάρρος, ούτε να νομίζει ότι κατόρθωσε κάτι σπουδαίο. Και αν ακόμη γίνει μέτοχος της χάρης, να μη νομίσει ότι πέτυχε κάτι, ούτε να αισθάνεται κορεσμό, αλλά μάλλον τότε να πεινά και να διψά περισσότερο, να πενθεί και να κλαίει και να έχει την καρδιά του ολότελα συντετριμμένη.


115. Έχε στο νου σου ότι η πνευματική κατάσταση είναι κάπως έτσι: Υπόθεσε ένα βασιλικό παλάτι. Σ' αυτό υπάγονται αυλές και πρόθυρα και διαμερίσματα, άλλα εξωτερικά και άλλα στη συνέχεια εσωτερικά, όπου είναι αποθηκευμένα η πορφύρα και οι θησαυροί.

Κατόπιν πάλι και το άλλο διαμέρισμα, το πιο εσωτερικό, κατάλληλο για τη διαμονή του βασιλιά. Ώστε αν κανείς μπει στις εξωτερικές αυλές και νομίσει ότι έφτασε στα ενδότερα διαμερίσματα, βρίσκεται σε πλάνη. Έτσι και στα πνευματικά, εκείνοι που πολεμούν εναντίον της κοιλιάς και του ύπνου και ασχολούνται διαρκώς με ψαλμούς και προσευχές, ας μη νομίζουν ότι έφτασαν πια στο τέλος και στην ανάπαυση.

Βρίσκονται ακόμη στα πρόθυρα και στις αυλές, και όχι εκεί όπου φυλάγονται η πορφύρα και οι βασιλικοί θησαυροί. Και αν αξιώθηκαν να λάβουν κάποια πνευματική χάρη, ούτε αυτό να τους απατά ότι πέτυχαν το τέλος. Ταιριάζει λοιπόν να ερευνά κανείς αν απέκτησε το θησαυρό στο πήλινο δοχείο του(Β΄ Κορ. 4, 7), αν ντύθηκε την πορφύρα του Πνεύματος, αν είδε τον βασιλιά και αναπαύθηκε. Υπόθεσε πάλι, ότι η ψυχή έχει κάποιο βάθος και μέλη πολλά, και η αμαρτία, αφού εισχώρησε, κατέλαβε όλα τα μέλη και τα νοήματα της καρδιάς.

Κατόπιν ο άνθρωπος ζήτησε τη χάρη του Πνεύματος, κι αυτή ήρθε και κατέλαβε δύο, ας πούμε, μέρη της ψυχής. Εκείνος λοιπόν που δεν έχει πείρα, όταν έτσι ενθαρρυνθεί από τη χάρη, νομίζει ότι όλα τα μέλη της ψυχής του έχουν καταληφθεί από αυτήν και ότι ξεριζώθηκε η αμαρτία ολωσδιόλου, και δεν γνωρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής κατέχεται ακόμη από την αμαρτία.

Γιατί είναι δυνατόν, όπως πολλές φορές το είπαμε, και η χάρη ακατάπαυστα να ενεργεί, όπως το μάτι στο σώμα, και να συνυπάρχει επίσης και η κακία και να κλέβει με τρόπο τη διάνοια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να διακρίνει, νομίζει ότι κάτι μεγάλο κατόρθωσε και αλαζονεύεται ότι έλαβε την τελειότατη κάθαρση.

Δεν έχει όμως την αλήθεια με το μέρος του —κάθε άλλο μάλιστα. Όπως το είπαμε και προηγουμένως, τέχνη του σατανά είναι και αυτή, να υποχωρεί θεληματικά αρκετά χρόνια και να μην ενεργεί όσα συνηθίζει, οπωσδήποτε με το σκοπό να βάλει στο νου όσων ασκούνται την ψεύτικη ιδέα ότι έφτασαν στην τελειότητα. Μήπως όμως εκείνος που φυτεύει αμπέλι, παίρνει αμέσως και τον καρπό; Ή εκείνος που σπέρνει, θερίζει αμέσως; Ή μήπως το νεογέννητο βρέφος γίνεται αμέσως τέλειος άνδρας;

Κοίταξε τον Ιησού· από ποιά δόξα, Υιός του Θεού και Θεός ο Χριστός, σε ποιά πάθη και ατιμία και σταυρό και θάνατο κατέβηκε. Και πάλι, πώς για την ταπείνωσή Του αυτή υπερυψώθηκε και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα(Εφ. 1, 20). Ο πονηρός όμως όφις, με το να σπείρει εξαρχής μέσα στον Αδάμ την επιθυμία να γίνει θεός(Γεν. 3, 5), σε ποιά ατιμία τον κατέβασε, με αυτή ακριβώς την υπερήφανη ιδέα. Αυτά λοιπόν και συ έχοντας στο νου σου, φύλαγε τον εαυτό σου όσο μπορείς, και φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια να έχεις πάντοτε την καρδιά σου ταπεινή και συντετριμμένη.

116. Όταν ακούσεις ότι ο Χριστός κατέβηκε στον άδη και ελευθέρωσε όλες τις ψυχές που ήταν εκεί, μη νομίζεις ότι αυτό είναι μακριά και από όσα γίνονται σήμερα. Να θεωρείς δηλαδή ότι η καρδιά είναι τάφος και εκεί είναι θαμμένοι οι λογισμοί και ο νους, μέσα σε βαθύ σκοτάδι. 

Έρχεται λοιπόν ο Κύριος στις ψυχές που τον επικαλούνται από τον άδη, δηλαδή στο βάθος της καρδιάς, και εκεί διατάζει το θάνατο· «άφησε, του λέει, ελεύθερες τις φυλακισμένες ψυχές, οι οποίες ζητούν Εμένα που μπορώ να τις σώσω».

Κατόπιν, αφού σηκώσει τη βαριά πέτρα που σκεπάζει την ψυχή, ανοίγει τον τάφο και ανασταίνει τον πράγματι νεκρό και ελευθερώνει τη φυλακισμένη ψυχή από τη σκοτεινή φυλακή.

117. Συμβαίνει πολλές φορές να σου μιλά κατά φαντασίαν μέσα στην καρδιά σου ο σατανάς και να σου λέει: «Κοίταξε πόσα κακά έργα έχεις κάνει. Η ψυχή σου είναι γεμάτη ανομίες, βαρύνεσαι με πολλές και βαρύτατες αμαρτίες.» Μη σε ξεγελά λοιπόν με αυτά ο σατανάς και με πρόφαση ταπεινώσεως σε σπρώχνει στην απελπισία.

Γιατί από τον καιρό που με την παράβαση μπήκε στον άνθρωπο η κακία, ο σατανάς απέκτησε δυνατότητα να μιλά κατά κάποιο τρόπο καθημερινά στην ψυχή, σαν άνθρωπος με άνθρωπο, και να της υποβάλλει τα άτοπα.

Εσύ λοιπόν αποκρίσου του: «Ναι, αλλά έχω γραπτές τις διαβεβαιώσεις του Θεού που λέεκ "Δεν επιθυμώ το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει με τη μετάνοια και να έχει ζωή(Ιεζ. 18, 23· 33,11)". Γιατί τότε τι ήθελε να κατεβεί ο Θεός στη γη, αν όχι για να σώσει τους αμαρτωλούς και να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι και να δώσει ζωή στους νεκρούς από την αμαρτία;»


118. Όπως η αντίπαλη δύναμη, έτσι και η θεία χάρη προτρέπει χωρίς να εξαναγκάζει, και αυτό για να διαφυλάσσεται η ελευθερία και η αυτεξουσιότητά μας. Γι' αυτό και για όσα κακά κάνει ο άνθρωπος με την υπόδειξη του σατανά, δέχεται αυτός και όχι ο σατανάς την τιμωρία, γιατί δε σύρθηκε με τη βία, αλλά με το θέλημά του υπάκουσε στην κακία.

Το ίδιο συμβαίνει και με το αγαθό. Δεν αποδίδει η χάρη το αγαθό στον εαυτό της, αλλά στον άνθρωπο, και γι' αυτό τον δοξάζει, γιατί αυτός έγινε αίτιος του αγαθού στον εαυτό του. Ούτε πάλι η χάρη δεσμεύει, όπως είπαμε, με αναγκαστική δύναμη τη θέληση του ανθρώπου, ώστε να μην μπορεί να στραφεί αλλού.

Αλλά αν και συνυπάρχει, δίνει ωστόσο το προβάδισμα στο αυτεξούσιο, για να φανερωθεί η θέληση του ανθρώπου που κλίνει, στην αρετή ή στην κακία. Γιατί ο νόμος δεν είναι για την ανθρώπινη φύση, αλλά για την αυτεξουσιότητα της προαιρέσεως, η οποία μπορεί να στραφεί προς το αγαθό ή το κακό.


119. Πρέπει να φυλάγομε την ψυχή και να μην την αφήνομε να συνομιλεί με βέβηλους και πονηρούς λογισμούς. Όπως το σώμα μολύνεται όταν έρθει σε συνάφεια με άλλο σώμα και διαπράξει την αμαρτία, έτσι και η ψυχή διαφθείρεται όταν δέχεται πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς και συμφωνεί και συγκατατίθεται με αυτούς.

Και όχι μονάχα τους λογισμούς της πονηρίας και της πορνείας, αλλά και κάθε κακίας, λ.χ. απιστίας., δολιότητας, κενοδοξίας, οργής, φιλονεικίας. Αυτό θα πει να καθαρίζομε τον εαυτό μας από κάθε μολυσμό, σαρκικό ή πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1). Πρέπει όμως να γνωρίζεις ότι υπάρχει διαφθορά και πορνεία και στο αφανές της ψυχής, η οποία ενεργείται με άτοπους λογισμούς. και όπως εκείνον που διαφθείρει το ναό του Θεού, δηλαδή το σώμα, θα τον αφανίσει ο Θεός, κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 3, 17), έτσι κι εκείνος που διαφθείρει την ψυχή και το νου με το να συμφωνεί και να συγκατίθεται στα άτοπα, είναι άξιος να τιμωρηθεί.

Όπως λοιπόν πρέπει να φυλάγομε το σώμα από το ορατό αμάρτημα, έτσι πρέπει να φυλάγομε και την ψυχή από άτοπους λογισμούς, γιατί είναι νύμφη Χριστού. Λέει ο Απόστολος: «Σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, το Χριστό, για να σας παρουσιάσω σ' Αυτόν σαν αγνή παρθένα»((Β΄ Κορ. 11, 2). Πρόσεξε τι λέει και η Γραφή: «Με κάθε προσοχή φύλαγε την καρδιά σου, γιατί από αυτό θα οδηγηθείς στη ζωή»(Παροιμ. 4, 23). Μάθε ακόμη ότι οι διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν από το Θεό, όπως διδάσκει η θεία Γραφή(Σ. Σολ. 1, 3).


120. Ο καθένας οφείλει να ζητά λογαριασμό από την ψυχή του και να την ανακρίνει και να εξετάζει ποιες είναι οι κλίσεις της. Και αν βλέπει την καρδιά του ότι δε συμφωνεί με τους νόμους του Θεού, ας αγωνίζεται με όλη του τη δύναμη, όπως το σώμα, έτσι και το νου να τον διατηρεί αδιάφθορο και ανένδοτο στους πονηρούς λογισμούς, αν βέβαια θέλει, σύμφωνα με τη θεϊκή υπόσχεση, να έρθει μέσα του ο Καθαρός να κατοικήσει. Γιατί Αυτός υποσχέθηκε να κατοικήσει και να βαδίσει(Β΄ Κορ. 6, 16) μέσα στις καθαρές ψυχές που αγαπούν το καλό.


121. Όπως ο γεωργός που δίνει όλη την επιμέλειά του στη γη του, πρώτα την οργώνει και μαζεύει τα αγκάθια, κι έπειτα ρίχνει το σπόρο, έτσι και εκείνος που περιμένει να λάβει από το Θεό το σπόρο της χάρης, πρέπει πρώτα να καθαρίζει τη γη της καρδιάς του, ώστε όταν πέσει ο σπόρος του Πνεύματος, να δώσει πλήρεις και πολλαπλάσιους καρπούς. Αν δε γίνει πρωτύτερα αυτό και δεν καθαρίσει τον εαυτό του από κάθε μολυσμό σαρκικό και πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1), είναι ακόμη σάρκα και αίμα(Α΄ Κορ. 15, 50) και βρίσκεται μακριά από τη ζωή.


122. Από όλες τις πλευρές πρέπει να παρατηρούμε με μεγάλη οξύτητα τα τεχνάσματα και τους δόλους και τα κακούργα σχέδια του εχθρού. Γιατί όπως το Άγιο Πνεύμα λέει με το στόμα του Παύλου ότι έγινε για τους πάντες τα πάντα, ώστε να κερδίσει τους πάντες(Α΄ Κορ. 9, 22), έτσι και η κακία φροντίζει και γίνεται τα πάντα, ώστε όλους να τους οδηγήσει στην απώλεια.

Έτσι ο σατανάς σ' εκείνους που προσεύχονται υποκρίνεται ότι συμπροσεύχεται, με σκοπό να τους εξαπατήσει με την πρόφαση της προσευχής και να τους προξενήσει την έπαρση. Σ' όσους νηστεύουν υποκρίνεται ότι νηστεύει μαζί τους, θέλοντας να τους παρασύρει στην οίηση της νηστείας. Σ' εκείνους που έχουν γνώση των Γραφών κάνει τα ίδια, επιθυμώντας να τους βγάλει με το πρόσχημα της γνώσεως από τον ορθό δρόμο.

Σ' εκείνους που αξιώθηκαν να τους αποκαλυφθεί θείο φως, ενεργεί παραπλήσια, μετασχηματίζεται δηλαδή σε φωτεινό άγγελο(Β΄ Λορ. 11, 14) για να τους απατήσει παρουσιάζοντας το δικό του ψεύτικο φως και να τους φέρει κοντά του. Και γενικά, έτσι διαφορετικά εμφανίζεται στον καθένα, παίρνοντας την κατάλληλη μορφή, ώστε με την ομοιότητα να κάνει τον καθένα υποχείριο και να τον οδηγήσει στην απώλεια με ευλογοφανή πρόφαση.

Λέει ο Απόστολος: «Να ανατρέπομε τους εχθρικούς λογισμούς και κάθε τι που ορθώνεται να πολεμήσει τη γνώση του Θεού»(Β΄ Κορ. 10, 5). Κοίταξε δηλαδή μέχρι ποιο σημείο τολμά ο αλαζόνας σατανάς: θέλει να καταβάλει και εκείνους που έχουν ήδη το Θεό με επίγνωση της αλήθειας.

Ώστε με κάθε προσοχή πρέπει να φυλάει ο καθένας την καρδιά του(Παροιμ. 4, 23) και να ζητά από το Θεό μεγάλη φρόνηση, για να μας δώσει να αντιλαμβανόμαστε τα τεχνάσματα της κακίας. Πρέπει ακόμη να έχομε ακατάπαυστα πνευματική εργασία και να προσπαθούμε να φυλάγομε με σύνεση το νου και τους λογισμούς, και να καταρτίζομε τους εαυτούς μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο και τιμιότερο έργο απ' αυτό. Όπως λέει ο Ψαλμωδός, το έργο του είναι δοξολογία και μεγαλοπρέπεια(Ψαλμ. 110, 3).


123. Συνήθεια της φιλόθεης ψυχής είναι, και αν ακόμη πράττει όλα τα έργα της αρετής, να αποδίδει το κάθε τι στο Θεό και όχι στον εαυτό της. Γι' αυτό και ο Θεός αντίθετα, βλέποντας την υγιή και ορθή σύνεση και γνώση της, τα αποδίδει όλα σ' αυτήν, και μετρά τις ανταποδόσεις Του σ' αυτήν σαν να κοπίασε μόνη της και να έκανε το παν —μ' όλο που αν θελήσει να μας κρίνει, στ' αλήθεια δε θα βρεθεί τίποτε για να δικαιωθεί ο άνθρωπος.

Αφού και τα χρήματα και όλα όσα θεωρούμε αγαθά με τα οποία μπορεί κανείς να κάνει αγαθοεργίες, είναι του Θεού, η γη και όλα όσα περιέχει(Ψαλμ. 23, 1), ακόμη και το σώμα και η ψυχή. Αλλά και το ότι είναι κανείς άνθρωπος, και αυτό κατά χάρη το έχει. Τι λοιπόν του απομένει για να δικαιολογεί την οίησή του ή να τον δικαιώνει;

Εντούτοις ο Θεός δέχεται ως τη μεγαλύτερη προσφορά από τους ανθρώπους, η οποία τον χαροποιεί περισσότερο από όσα του προσφέρονται, το εξής: γνωρίζοντας η ψυχή καλά πώς είναι η πραγματικότητα, όλα όσα αγαθά πράττει και όσα κοπιάζει για το Θεό, όσα εννοεί και μαθαίνει, σ' Αυτόν μόνο να τα αποδίδει και σ' Αυτόν να αναθέτει το παν.


124. Όταν η γυναίκα έρθει σε συμβίωση και ένωση με τον άνδρα, γίνονται όλα τα ατομικά του καθενός κοινά μεταξύ τους, ένα σπίτι και μιά περιουσία, κινητή και ακίνητη. Και όχι μόνο στα υπάρχοντα του άνδρα, αλλά και στο ίδιο το σώμα του γίνεται κυρία η γυναίκα, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα»(Α΄ Κορ. 7, 4).

Έτσι είναι και η αληθινή και μυστική κοινωνία της ψυχής με το Χριστό, που ενώνεται μαζί Του σε ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17). Είναι λοιπόν επόμενο να είναι κατά κάποιο τρόπο κυρία και των ανέκφραστων θησαυρών Του, αφού έγινε νύμφη Του. Γιατί όταν ο Θεός γίνει δικός της, είναι φανερό ότι τα δικά Του όλα είναι δικά της, είτε είναι ο κόσμος, είτε η ζωή, είτε ο θάνατος, είτε άγγελοι, είτε αρχές, είτε τωρινά, είτε μελλοντικά(Ρωμ. 8, 38).


125. Όσο ο Ισραηλιτικός λαός ευαρεστούσε τον Κύριο, αν και ποτέ όσο έπρεπε, αλλά τέλος πάντων όσο είχε κάπως υγιή την πίστη προς Αυτόν, τον οδηγούσε η πύρινη στήλη και η νεφέλη(Εξ. 13, 21) και η Ερυθρά θάλασσα του άνοιγε διάβαση(Εξ. 14, 21) και πολλά άλλα θαυμαστά απολάμβανε. Όταν όμως απομακρυνόταν από την αγάπη Του, τότε παραδινόταν στους εχθρούς και υποτασσόταν σε πικρές δουλειές.

Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχή, η οποία με τη χάρη γνώρισε το Θεό, και αφού πρώτα καθαρίστηκε από πολλούς μολυσμούς, έπειτα έγινε και άξια να λάβει και θείες δωρεές· επειδή όμως δεν κράτησε ως το τέλος την πρέπουσα αγάπη στον ουράνιο άνδρα της, ξέπεσε από τη ζωή, της οποίας έγινε μέτοχος. Γιατί είναι δυνατόν ο εχθρός να σηκώνει κεφάλι και εναντίον εκείνων που έφτασαν σε τέτοια μέτρα.

Ώστε πρέπει να αγωνιζόμαστε με όλη μας τη δύναμη και να φροντίζομε για την αιώνια ζωή μας με φόβο και τρόμο· και μάλιστα όσοι έλαβαν το πνεύμα του Χριστού, να μην πράττουν με αμέλεια τίποτε, είτε μικρό, είτε μεγάλο, και με αυτό να λυπούν το πνεύμα του Κυρίου(Εφ. 4, 30). Γιατί όπως γίνεται χαρά στον ουρανό —καταπώς λέει η Αλήθεια(Λουκ. 15, 7)— για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, έτσι γίνεται και λύπη για μιά ψυχή που χάνει την αιώνια ζωή.


126. Όταν η ψυχή κριθεί άξια να λάβει τη χάρη, τότε ο Θεός ακόμη περισσότερο της δίνει χρήσιμα δώρα, γνώση, φρόνηση και διάκριση. Αυτά βέβαια τα δίνει ο Θεός και όταν εκείνη τα ζητεί, ώστε να μπορέσει να διακονήσει ευάρεστα το πνεύμα, το οποίο και αξιώθηκε να λάβει, χωρίς να εξαπατάται από την κακία, χωρίς να σφάλλει από άγνοια, χωρίς να παρεκκλίνει ζώντας χωρίς φόβο και με αμέλεια και να κάνει τίποτε που δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Κυρίου.


127. Όπως η ενέργεια των παθών, που είναι το εγκόσμιο πνεύμα της πλάνης, του σκότους, της αμαρτίας, θα κατοικήσει σε άνθρωπο που είναι γεμάτος από σαρκικό φρόνημα, έτσι και η ενέργεια του φωτεινού πνεύματος κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που αγιάσθηκε, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Ζητάτε απόδειξη για το ότι ο Χριστός μιλάει μέσα μου»(Β΄ Κορ. 13, 3), και: «Δε ζω πια εγώ· μέσα μου ζει ο Χριστός»(Γαλ. 2, 20), και: «Όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, ντυθήκατε το Χριστό»(Γαλ. 3, 27).

Επίσης και ο Κύριος λέει: «Θα έρθομε εγώ και ο Πατέρας μου και θα κατοικήσομε σ' αυτόν»(Ιω. 14, 23). Αυτά δεν έρχονται ανεπαίσθητα, ούτε χωρίς δραστική ενέργεια, αλλά με δύναμη και στ' αλήθεια σε όσους κρίνονται άξιοι. Ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης επέστρεφε πρωτύτερα τους ανθρώπους στη θεογνωσία με λόγια που ήταν αδύνατο να τα σηκώσουν, και έβαζε πάνω τους βαρύ και αβάστακτο ζυγό, χωρίς καθόλου να απλώνει χέρι βοήθειας, και τούτο γιατί δεν μπορούσε να παρέχει τη δύναμη του Πνεύματος.

Όπως λέει και ο Απόστολος: «Ο Νόμος ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί, εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας κλπ.»(Ρωμ. 8, 3). Ύστερα όμως από την παρουσία του Χριστού, ανοίχθηκε η θύρα της χάρης σε όσους πίστεψαν αληθινά, και χορηγείται σ' αυτούς δύναμη Θεού και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.


128. Αφού ο Χριστός έστειλε στους μαθητές Του τη δωρεά της πρωταρχικής και φυσικής αγαθότητας του Αγίου Πνεύματος(Πράξ. 2, 3), από αυτούς η θεία δύναμη ερχόταν σε όλους εκείνους που πίστευαν και κατοικούσε στις ψυχές τους και θεράπευε τα πάθη της αμαρτίας και τους ελευθέρωνε από το σκοτάδι και τη νέκρωση.

Γιατί μέχρι τότε η ψυχή ήταν τραυματισμένη και φυλακισμένη και αιχμάλωτη στο πυκνό σκοτάδι της αμαρτίας. Αλλά και τώρα, η ψυχή που δεν αξιώθηκε να έχει ένοικο τον Κύριο, ούτε κατασκηνωμένη μέσα της τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος ενεργητικά και με κάθε δύναμη και εσωτερική βεβαιότητα, βρίσκεται ακόμη στο σκοτάδι.

Σ' εκείνους όμως που επιφοίτησε η χάρη του θείου Πνεύματος και κατοίκησε μέσα στα βάθη του νου τους, σ' αυτούς ο Κύριος γίνεται σαν ψυχή, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17). και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Όπως εγώ κι εσύ, Πατέρα, είμαστε ένα, να είναι κι αυτοί μ' εμάς ένα»(Ιω. 17, 21). Τι μεγάλη ευαρέσκεια και αγαθότητα έδειξε ο Θεός στην ανθρώπινη φύση, που τόσο ταπεινώθηκε από την αμαρτία!

Όταν η ψυχή συζούσε με την κακία των παθών, ήταν σαν ένα με αυτήν, και παρ' όλο που είχε δική της θέληση, δεν μπορούσε να κάνει εκείνο που ήθελε να κάνει, όπως λέει και ο Παύλος: «Δεν κάνω αυτό που θα ήθελα να κάνω»(Ρωμ. 7, 15). Πόσο λοιπόν περισσότερο, όταν επισκεφθεί η δύναμη του Θεού την ψυχή που αγιάσθηκε και έγινε άξιά Του, δε θα γίνει ένα το θέλημά της με το θέλημα του Θεού;

Γιατί τότε γίνεται αληθινά η ψυχή κατά κάποιο τρόπο ψυχή του Κυρίου, με το να εξουσιάζεται αυτοπροαίρετα από τη δύναμη του αγαθού Πνεύματος και να μην ακολουθεί πια το δικό της θέλημα. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού»(Ρωμ. 8, 35) —δηλαδή από την ψυχή που ενώθηκε με το Άγιο Πνεύμα;


129. Εκείνος λοιπόν που θέλει να γίνει μιμητής του Χριστού, για να ονομαστεί και αυτός υιός Θεού, γεννημένος από το πνεύμα, οφείλει πριν απ' όλα να υπομένει τις θλίψεις που έρχονται, δηλαδή τις σωματικές ασθένειες ή τις ύβρεις και τους ονειδισμούς από τους ανθρώπους, ακόμη και τις επιθέσεις των αοράτων εχθρών, με γενναιοψυχία και καρτερία.

Γιατί κατ' οικονομίαν Θεού παραχωρείται στις ψυχές η δοκιμασία των διαφόρων θλίψεων, για να φανερωθούν οι ψυχές που τον αγαπούν ειλικρινά. Αυτό είναι το σημάδι των Αγίων όλων των αιώνων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων και Μαρτύρων, ότι πέρασαν όχι από αλλού, αλλά από το στενό δρόμο των πειρασμών και των θλίψεων και έτσι ευαρέστησαν το Θεό. «Παιδί μου, λέει η Γραφή, αν έρχεσαι για να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για πειρασμούς. Έχε ευθύτητα στην καρδιά και καρτερία»(Σ. Σειράχ 2, 1-2). Και αλλού λέει: «Όλα όσα σου έρχονται, δέξου τα σαν καλά, γνωρίζοντας ότι χωρίς να θέλει ο Θεός τίποτε δεν γίνεται».

Λοιπόν η ψυχή που θέλει να ευαρεστήσει το Θεό, πρέπει πριν απ' όλα να αναλάβει την υπομονή και την ελπίδα. Μία τέχνη της κακίας είναι και αυτό, στον καιρό της θλίψεως να βάζει μέσα μας την ακηδία, για να μας απομακρύνει από την ελπίδα στο Θεό.

Ουδέποτε όμως ο Θεός άφησε την ψυχή που ελπίζει σ' Αυτόν να καταβληθεί από τους πειρασμούς ώστε να φτάσει σε αδιέξοδο. Όπως λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός κρατά τις υποσχέσεις Του και δε θα αφήσει να δοκιμάσετε πειρασμό πάνω από τη δύναμή σας, αλλά όταν έρθει ο πειρασμός, θα δώσει μαζί και τον τρόπο εξόδου από αυτόν, ώστε να μπορέσετε να τον αντέξετε»(Α΄ Κορ. 10, 13).

Αλλά και ο πονηρός, δεν στενοχωρεί την ψυχή όσο θέλει αυτός, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός. Οι άνθρωποι γνωρίζουν πόσο βάρος μπορεί να σηκώσει ο ημίονος, πόσο ο όνος, πόσο η καμήλα, και τόσο τα φορτώνουν· και ο κεραμοποιός γνωρίζει πόση ώρα να βάλει τα κεραμικά σκεύη στη φωτιά, για να μη σπάσουν αν μείνουν περισσότερο, μήτε πάλι να γίνουν άχρηστα βγαίνοντας πριν από το κανονικό ψήσιμο.

Αν λοιπόν ο άνθρωπος έχει τόση σύνεση, πολύ περισσότερο, απείρως περισσότερο η σύνεση του Θεού γνωρίζει πόσον πειρασμό πρέπει να επιτρέψει να έρθει σε κάθε ψυχή, για να γίνει δόκιμη και κατάλληλη για τη βασιλεία των ουρανών.


130. Αν το κανάβι δεν χτυπηθεί πολύ, δεν μπορεί να γίνει κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί για λεπτότατα νήματα, αλλά όσο χτυπιέται και ξαίνεται, τόσο πιό καθαρό και εύχρηστο γίνεται· και αν το νεόπλαστο πήλινο σκεύος δεν μπει στη φωτιά, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους· και το νήπιο είναι άπειρο ακόμη για τις δουλειές του κόσμου, γιατί ούτε να χτίζει, ούτε να φυτεύει, ούτε να σπέρνει, ούτε άλλη δουλειά μπορεί να κάνει.

Έτσι συχνά και κάποιες ψυχές, αν και έλαβαν τη θεία χάρη και έχουν εσωτερική βεβαιότητα από τη γλυκύτητα και την ανάπαυση του Πνεύματος εξαιτίας της νηπιότητάς τους, από αγαθότητα του Κυρίου, επειδή όμως ακόμη δε δοκιμάστηκαν, ούτε ελέγχθηκαν από τα πονηρά πνεύματα με διάφορες θλίψεις, εξακολουθούν να είναι νήπιες, και για να πω έτσι, δεν είναι ακόμη κατάλληλες για τη βασιλεία των ουρανών. «Αν δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση —λέει ο Απόστολος— που έχουν πάρει όλοι, τότε είστε νόθα παιδιά και όχι γνήσια»(Εβρ. 12, 8).

Ώστε και οι πειρασμοί και οι θλίψεις για το συμφέρον στέλνονται στους ανθρώπους, και κάνουν την ψυχή πιο γνήσια και πιο στερεή. Και αν αυτή υπομείνει μέχρι τέλους με την ελπίδα της στον Κύριο, είναι αδύνατο να μην επιτύχει την υπόσχεση του Πνεύματος και την απολύτρωση από τα πάθη της κακίας.


131. Οι άγιοι Μάρτυρες, αφού υπέφεραν πολλά βασανιστήρια και έδειξαν καρτερία μέχρι το θάνατο, έγιναν άξιοι για τα στεφάνια και τη δόξα· και όσο περισσότερα και σκληρότερα ήταν τα βάσανα που υπέφεραν, τόσο περισσότερη δόξα απέκτησαν και παρρησία ενώπιον του Θεού.

Κατά τον ίδιο τρόπο και οι ψυχές που παραδόθηκαν σε διάφορες θλίψεις (είτε αυτές προέρχονται εξωτερικά από ανθρώπους, είτε δημιουργούνται μέσα τους από άτοπους λογισμούς, είτε γεννιούνται από σωματικές ασθένειες), αν κρατήσουν ως το τέλος την υπομονή τους, θα αξιωθούν τα ίδια στεφάνια με τους Μάρτυρες και την ίδια παρρησία.

Και τούτο επειδή το μαρτύριο των θλίψεων, που οι Μάρτυρες υπέμειναν από ανθρώπους, αυτοί το υπομένουν από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία παρακίνησαν τότε τους βασανιστές των Μαρτύρων. Και όσο περισσότερες και αυτοί θλίψεις του εχθρού υπέμειναν, τόσο περισσότερη δόξα, όχι μόνον στο μέλλον θα απολαύσουν από το Θεό, αλλά και εδώ θα αξιωθούν την παρηγοριά του αγαθού Πνεύματος.


132. Επειδή ο δρόμος που οδηγεί στην ουράνια ζωή είναι ομολογουμένως στενός και γεμάτος θλίψεις(Ματθ. 7, 14), και είναι λίγοι εκείνοι που τον βαδίζουν, γι' αυτό πρέπει για χάρη της ελπίδας του ουρανού να υπομένομε σταθερά κάθε δοκιμασία του πονηρού.

Γιατί όσες θλίψεις και αν υποφέρομε, τι μπορούμε να προσφέρομε αντάξιο του μέλλοντος που μας υποσχέθηκε ο Θεός, ή της παρηγορίας που δίνει από εδώ στις ψυχές μας το αγαθό πνεύμα, ή της λυτρώσεώς μας από το σκοτάδι των παθών της κακίας, ή για το χρέος του πλήθους των αμαρτιών μας; Τα παθήματα του καιρού τούτου δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μέλλει να μας δοθεί(Ρωμ. 8, 18).

Όπως λοιπόν είπαμε, όλα πρέπει να τα υπομείνομε για τον Κύριο, σαν γενναίοι στρατιώτες που πεθαίνομε για τον βασιλιά μας. Γιατί άραγε, όταν βρισκόμασταν στον κόσμο και στα βιοτικά πράγματα, δε μας έβρισκαν τέτοια λυπηρά, αλλά τώρα που ήρθαμε να υπηρετήσομε το Θεό, υποφέρομε τους πολύτροπους αυτούς πειρασμούς; Βλέπεις λοιπόν ότι οι θλίψεις είναι για το Χριστό, επειδή φθονεί ο εχθρός την ανταπόδοση που ελπίζομε και θέλει να βάλει μέσα στις ψυχές μας τη χαύνωση και τη ραθυμία, για να μη ζήσομε ευάρεστα στο Θεό και αξιωθούμε τη βασιλεία Του;

Όσο λοιπόν ο πονηρός κι αν οπλίζεται εναντίον μας, αν εμείς υποφέρομε τις επιθέσεις του με γενναιοψυχία, όλες οι μηχανές του εναντίον μας διαλύονται με τη συμμαχία του Χριστού. Γιατί έχομε τον Ιησού υπερασπιστή και προστάτη μας. Ας θυμηθούμε ότι και Εκείνος έτσι πέρασε σ' αυτόν τον κόσμο, υβριζόμενος, διωκόμενος, εμπαιζόμενος, και τέλος θανατώθηκε με ατιμωτικό τρόπο επάνω στο Σταυρό.


133. Αν θέλομε να υποφέρομε με ευκολία την κάθε θλίψη και τους πειρασμούς, ας επιθυμούμε και ας έχομε εμπρός στα μάτια μας πάντοτε το θάνατο για χάρη του Χριστού. Τέτοια μάλιστα εντολή έχομε, να σηκώνομε το σταυρό και να τον ακολουθούμε(Ματθ. 16, 24), που σημαίνει να είμαστε πρόθυμοι και έτοιμοι για το θάνατο.

Αν έχομε τέτοια διάθεση, θα υπομείνομε, όπως είπαμε, πολύ ευκολότερα κάθε θλίψη, φανερή ή αφανή. Γιατί εκείνος που επιθυμεί να πεθάνει για το Χριστό, καθόλου δε θα δυσκολευτεί στα επίπονα και λυπηρά.

Γι' αυτό το λόγο νομίζομε ότι οι θλίψεις είναι βαριές, γιατί δεν επιθυμούμε το θάνατο για το Χριστό, ούτε έχομε πάντοτε το νου μας προσηλωμένο σ' Αυτόν. Όποιος όμως θέλει να γίνει κληρονόμος του Χριστού, πρέπει να επιθυμεί και τα πάθη Του με ζήλο. Ώστε εκείνοι που λένε ότι αγαπούν τον Κύριο, αποδεικνύονται από το ότι, κάθε θλίψη που τους έρχεται, την υποφέρουν όχι μόνο με γεναιότητα, αλλά και με προθυμία, γιατί ελπίζουν σ' Αυτόν.


134. Εκείνος που προσήλθε στο Χριστό, πρέπει ακόμη και με τη βία να ωθεί τον εαυτό του προς το καλό, και ας μη θέλει η καρδιά. Γιατί λέει ο αψευδής Κύριος: «Η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται με την βία και την ιδιοποιούνται όσοι βιάζουν τον εαυτό τους»(Ματθ. 11, 12), και πάλι: «Αγωνίζεστε να μπείτε από τη στενή πύλη»(Λουκ. 13, 24).

Πρέπει λοιπόν, όπως είπαμε, και χωρίς να θέλομε, να ωθούμε τον εαυτό μας στην αρετή: δηλαδή στην αγάπη, ενώ δεν έχομε αγάπη· στην πραότητα, ενώ αυτή μας λείπει· στο να έχομε συμπαθή και φιλάνθρωπη καρδιά, να ανεχόμαστε τις προβολές και τον παραμερισμό και να εγκαρτερούμε με τους καταφρονεμένους, ενώ ακόμη δεν έχομε αυτή τη συνήθεια· στην προσευχή, αν και δεν έχομε ακόμη πνευματική προσευχή.

Αν ο Θεός δει ότι αγωνιζόμαστε έτσι και ωθούμε με τη βία τον εαυτό μας προς το καλό, έστω κι αν η καρδιά μας αντιστέκεται, τότε μας δίνει προσευχή αληθινή, μας δίνει σπλαχνική καρδιά, υπομονή, μακροθυμία, και γενικά, μας γεμίζει με όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).

Αν τώρα κανείς στερείται τις άλλες αρετές και βιάζει τον εαυτό του μόνο, ας πούμε, στην προσευχή, για να λάβει το χάρισμα της προσευχής, δε βιάζει όμως τον εαυτό του ν' αποκτήσει πραότητα, ταπεινοφροσύνη, αγάπη και όλο το ευγενές γένος των αρετών, όπως επίσης και βέβαιη πίστη και εμπιστοσύνη στο Χριστό και ζωή όχι αδιάφορη και αμέριμνη, τότε καμιά φορά του δίνεται από το αγαθό Πνεύμα η χάρη της προσευχής εν μέρει με ευφροσύνη και ανάπαυση, όπως το ζήτησε, αλλά μένει έρημος από όλα τα άλλα καλά, γιατί δε βίασε τον εαυτό του να τα αποκτήσει, ούτε παρακάλεσε γι' αυτά το Χριστό.

Γιατί πρέπει κανείς, όχι μόνον προς όσα είπαμε να ωθεί τον εαυτό του, έστω κι αν αυτός δε θέλει, και να ζητάει από το Θεό να τα λάβει, αλλά και στο να κρίνει ανάξια να ειπωθούν όσα λόγια είναι άχρηστα και μάταια, και στο να μελετά πάντοτε με το στόμα και με την καρδιά τα λόγια του Θεού. Ακόμη, στο να μη θυμώνει και να μην ξεσπά σε φωνές· γιατί λέει ο Απόστολος: «Κάθε δυσαρέσκεια να φύγει μακριά σας, μαζί με κάθε κακία»(Εφ. 4, 35).

Επίσης στο να μην κατηγορεί κανένα, να μην κατακρίνει, να μην υπερηφανεύεται. Έτσι βλέποντάς τον ο Κύριος ότι πιέζει τον εαυτό του, όπως είπαμε, και ότι τον ωθεί με τη βία, θα του δώσει οπωσδήποτε τη χάρη να πράττει χωρίς κόπο και με ευκολία εκείνα που πρωτύτερα ούτε με τη βία δεν μπορούσε να κάνει, εξαιτίας της πονηρίας που είχε συγκάτοικό του. Και τότε γίνονται όλα αυτά τα έργα της αρετής κατά κάποιο τρόπο φύση, επειδή πιά ο Κύριος ήρθε, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του, και ενώθηκε μαζί του(Ιω. 15, 5), και αυτός επίσης ενώθηκε με τον Κύριο, οπότε με τη χάρη Του εκπληρώνει με μεγάλη ευκολία τις αρετές.


135. Εκείνος που βίασε τον εαυτό του μόνο στην προσευχή —όπως πριν λίγο είπαμε—, ενώ στην ταπεινοφροσύνη, στην αγάπη, στην πραότητα και στον ορμαθό των άλλων αρετών δεν ασκεί και δε βιάζει τον εαυτό του, έχει την εξής κατάληξη: Καμιά φορά, εκεί που προσεύχεται, επιφοιτά η θεία χάρη. Γιατί ο Θεός είναι αγαθός και γι' αυτό ικανοποιεί με φιλανθρωπία τα αιτήματα όποιων ζητούν.

Αν όμως αυτός δεν έχει εθίσει τον εαυτό του και δεν τον έκανε έμπειρο και γυμνασμένο στις αρετές, ή χάνει τη χάρη που έλαβε και πέφτει από υπερηφάνεια, ή την διατηρεί ίσως, αλλά δεν προοδεύει σ' αυτή, ούτε αυξάνει. Ώστε μπορούμε να πούμε ότι η κατοικία και η ανάπαυση του αγαθού Πνεύματος είναι η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη, η πραότητα και όλες οι άλλες άγιες εντολές του Χριστού.

Εκείνος λοιπόν που θέλει να φτάσει μέσω όλων αυτών στην τελειότητα, ας κάνει σύντροφό του την πρώτη αρετή, την προσευχή, και ας βιάζει τον εαυτό του να την αγαπά, και αν η καρδιά του αντιστέκεται και φιλονεικεί, ας φροντίζει να την κάνει υποχωρητική και πειθήνια στο Θεό.

Γιατί σ' εκείνον που εφάρμοσε πρώτα τέτοια βία στον εαυτό του και κατά κάποιο τρόπο εξημέρωσε την αντίσταση της ψυχής του και με τον καλό εθισμό την έκανε ολότελα υπάκουη, και έτσι ζητά και παρακαλεί με τέτοια ψυχική κατάσταση, αυξάνει και ακμάζει μέσα του το χάρισμα της προσευχής το δωρημένο σ' αυτόν από το Πνεύμα, το οποίο αναπαύεται στη μετριοφροσύνη· το χάρισμα αυτό το επιδίωξε σε συνδυασμό με την αγάπη και την αγαπητική πραότητα.

Και τότε το Πνεύμα τού χαρίζει και αυτά και τον διδάσκει την αληθινή ταπεινοφροσύνη και τη γνήσια αγάπη και την πραότητα, τα οποία και είχε επιδιώξει πρωτύτερα ασκώντας βία στον εαυτό του. Και αφού έτσι προχωρήσει και γίνει τέλειος κατά το θέλημα του Κυρίου, αποδεικνύεται άξιος της βασιλείας. Γιατί ο ταπεινός δεν πέφτει ποτέ. Πού δηλαδή να πέσει εκείνος που έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους;

Ώστε η υψηλοφροσύνη είναι μεγάλη κατάπτωση, ενώ αντίθετα μεγάλη εξύψωση και σίγουρο αξίωμα είναι η ταπεινοφροσύνη.


136. Εκείνοι που αγάπησαν αληθινά το Θεό, ούτε για την ουράνια βασιλεία θέλησαν να τον υπηρετούν, σαν να επιζητούν εμπορικό κέρδος, ούτε πάλι για την κόλαση που περιμένει τους αμαρτωλούς, αλλά γιατί τον αγάπησαν ως μόνο Θεό και Δημιουργό τους και κατανόησαν ότι οι δούλοι οφείλουν να ευαρεστούν τον Κύριο και Δημιουργό.

Αυτοί και με μεγάλη σύνεση αντιμετωπίζουν ό,τι τους συμβαίνει· γιατί είναι πολλά τα εμπόδια για την ευαρέστηση του Θεού. Επειδή δεν είναι μόνον η φτώχεια και η αφάνεια, αλλά παρόμοια και ο πλούτος και η τιμή γίνονται πειρασμοί για την ψυχή. Κατά ένα μέρος, και αυτή η παρηγοριά και η ανάπαυση, με την οποία γεμίζει την ψυχή η χάρη· αν δεν την αντιληφθεί η ψυχή που καταξιώθηκε να την λάβει και δεν τη χρησιμοποιήσει με μεγάλη μετριοφροσύνη και σύνεση, είναι πολύ εύκολο να της γίνει πειρασμός μάλλον και εμπόδιο.

Γιατί η κακία με πρόφαση αυτή τη χάρη χαλαρώνει τον τόνο της ψυχής και προξενεί με πανουργία τη χαύνωση και την αδιαφορία. Γι' αυτό η χάρη χρειάζεται για να τη δεχθεί ευλαβή και συνετή ψυχή, ώστε να την τιμήσει και να παρουσιάσει άξιους καρπούς. Υπάρχει λοιπόν κίνδυνος, όχι μόνον οι θλίψεις, αλλά και οι ανέσεις να γίνουν πειρασμός της ψυχής, γιατί και με τα δύο αυτά δοκιμάζονται από τον Δημιουργό οι ψυχές, για να φανερωθούν καθαρά ποιες δε θεωρούν αίτια κέρδους την αγάπη τους προς Εκείνον, αλλά θεωρούν μοναδικό κέρδος τους Αυτόν που πράγματι είναι άξιος πολλής αγάπης και τιμής.

Στον αμελή και φτωχό στην πίστη και νήπιο στο φρόνημα, αυτά γίνονται εμπόδιο για την αιώνια ζωή, δηλαδή τα λυπηρά και επίπονα, ασθένειες, φτώχεια και ασημότητα, ή και τα αντίθετα, πλούτος, δόξα και έπαινοι από τους ανθρώπους· επιπλέον και ο πόλεμος του πονηρού που προσβάλλει χωρίς να φαίνεται. Αντιστρέφοντας τώρα τα παραπάνω, θα βρεις ότι στον πιστό και συνετό και γενναίο, αυτά συνεργούν μάλλον στην απόκτηση της βασιλείας του Θεού.

Γιατί, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο, για όσους αγαπούν το Θεό, όλα συντελούν στο καλό τους(Ρωμ. 8, 28). Από αυτά λοιπόν γίνεται φανερό ότι, όταν εκείνος που αγαπά αληθινά το Θεό συντρίψει και νικήσει και υπερπηδήσει όλα αυτά που θεωρούνται εμπόδια στον κόσμο, κατέχεται μόνο από τον θείο έρωτα, όπως λέει ο θείος Προφήτης: «Με περιέπλεξαν οι πλεκτάνες των αμαρτωλών, μα ούτε τότε δε λησμόνησα το νόμο Σου»(Ψαλμ. 118, 61).


137. Ο θείος Απόστολος Παύλος έκανε φανερό με μεγαλύτερη ακρίβεια και καθαρότητα ότι το τέλειο μυστήριο του Χριστιανισμού γίνεται γνωστό με την πείρα σε κάθε πιστή ψυχή διά μέσου θείας ενέργειας, η οποία είναι η έλλαμψη του επουράνιου φωτός με την αποκαλυπτική δύναμη του Πνεύματος. Έτσι δε θα νομίσει κανείς ότι ο φωτισμός του Πνεύματος γίνεται μόνο με τη γνώση των θείων νοημάτων, ώστε να κινδυνέψει από άγνοια και ραθυμία να στερηθεί το τέλειο μυστήριο της χάρης.

Γι' αυτό και έφερε το παράδειγμα της λαμπρότητας του Πνεύματος που ακτινοβολούσε στο πρόσωπο του Μωυσή(Εξ. 34, 29), για να παραστήσει με σαφήνεια τη γνώση. Λέει λοιπόν: «Αν η διακονία του γραπτού νόμου, χαραγμένου σε λίθινες πλάκες, ο οποίος οδηγούσε στο θάνατο, συνοδεύτηκε από τόση λαμπρότητα, ώστε να μην μπορούν οι Ισραηλίτες να κοιτάξουν κατά πρόσωπο το Μωυσή εξαιτίας της λάμψεως του προσώπου του, αν και αυτή ήταν παροδική, πόσο περισσότερο ένδοξη θα είναι η διακονία του Πνεύματος; Γιατί αν η διακονία της καταδίκης είχε λαμπρότητα, πολύ περισσότερη είναι η λαμπρότητα της διακονίας που οδηγεί στη δικαιοσύνη.

Πράγματι, είναι τόσο μεγάλη αυτή η λαμπρότητα, ώστε σε σύγκριση μ' αυτήν, η πρώτη να μην είναι λαμπρότητα. Γιατί, αν το καταργούμενο είχε λαμπρότητα, πολύ μεγαλύτερη λαμπρότητα συνοδεύει το μόνιμο»(Β΄ Κορ. 3, 7-11). Είπε "καταργούμενο" γιατί η λαμπρότητα του φωτός ακτινοβολούσε στο θνητό σώμα του Μωυσή. Και προσθέτει: «Επειδή λοιπόν έχομε μια τέτοια ελπίδα, ενεργούμε με πολλή παρρησία»(Β΄ Κορ. 3, 12).

Λίγο παρακάτω έδειξε ότι η άφθαρτη και αθάνατη εκείνη λαμπρότητα του Πνεύματος που συνοδεύεται με αποκάλυψη, από τώρα λάμπει στους άξιους αθάνατα και ακατάλυτα, στο αθάνατο μέρος του έσω ανθρώπου. Λέει λοιπόν: «Όλοι εμείς —όσοι δηλαδή γεννήθηκαν από το πνεύμα με τέλεια πίστη—, με ακάλυπτο πρόσωπο (της ψυχής, εννοείται) κοιτάζομε σαν σε καθρέφτη την λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ' αυτή τη λαμπρή εικόνα Του, ανεβαίνοντας από λαμπρότητα σε λαμπρότητα με την ενέργεια του Πνεύματος, το οποίο είναι ο Κύριος.»(Β΄ Κορ. 3, 18).

Λέει ακόμη: «Μόλις επιστρέψει κανείς στον Κύριο, αφαιρείται το κάλυμμα. Λέγοντας Κύριο εννοώ το Πνεύμα»(Β΄ Κορ. 3, 16-17). Με αυτά έδειξε φανερά ότι ένα κάλυμμα σκοτεινό έχει τοποθετηθεί πάνω στην ψυχή, το οποίο από την παράβαση του Αδάμ βρήκε πέρασμα να εισχωρήσει στην ανθρωπότητα.

Τώρα όμως πιστεύομε ότι με την έλλαμψη του Πνεύματος αφαιρείται από τις πραγματικά πιστές και άξιες ψυχές. Γι' αυτό το λόγο έγινε εξάλλου και η έλευση του Χριστού. Και ευδόκησε ο Θεός να φτάσουν σε τέτοια μέτρα αγιότητας εκείνοι που πιστεύουν αληθινά.


138. Αυτή η έλλαμψη του Πνεύματος δεν είναι μόνο σαν μια αποκάλυψη νοημάτων και φωτισμός της χάρης, όπως είπαμε, αλλά είναι μιά βέβαιη και αδιάκοπη έλλαμψη υποστατικού φωτός μέσα στις ψυχές. Μερικά ρητά της Γραφής με τέτοιο νόημα είναι τα εξής: «Ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσομε τη δόξα του Χριστού»(Β΄ Κορ. 4, 6), και: «Φώτισε τα μάτια μου, για να μην κοιμηθώ για θάνατο»(Ψαλμ. 12, 4), δηλαδή όταν χωριστεί η ψυχή από το σώμα, να μη βρεθεί σκοτισμένη από το κάλυμμα του θανάτου της κακίας.

Κι ακόμα: «Ξεσκέπασε κι άλλο τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου»(Ψαλμ. 118, 18), και: «Στείλε μου το φως Σου και την αλήθεια Σου· αυτά θα με οδηγήσουν και θα με φέρουν στο άγιο όρος Σου και στο ναό Σου»(Ψαλμ. 42, 3), και: «Έλαμψε πάνω μας το φως του προσώπου Σου, Κύριε»(Ψαλμ. 4, 7).


139. Επίσης και το φως που έλαμψε στον μακάριο Παύλο στο δρόμο της Δαμασκού(Πράξ. 9, 3), με το οποίο υψώθηκε ως τον τρίτο ουρανό και άκουσε αλάλητα μυστήρια, δεν ήταν κάποιος φωτισμός νοημάτων και γνώσεως· ήταν υποστατική μέσα στην ψυχή έλλαμψη της δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος. Την υπερβολική λαμπρότητα αυτού του φωτός δεν μπόρεσαν ν' αντέξουν τα σαρκικά μάτια και τυφλώθηκαν(Πράξ. 9, 8). Με αυτό το φως αποκαλύπτεται κάθε γνώση και γνωστοποιείται αληθινά ο Θεός στην άξια και αγαπώμενη από Αυτόν ψυχή.


140. Κάθε ψυχή που με τη δική της επιμέλεια και πίστη αξιώθηκε να ντυθεί από εδώ τελείως το Χριστό με τη δύναμη και την εσωτερική πληροφορία της χάρης και ενώθηκε με το επουράνιο φως της άφθαρτης εικόνας, μυείται από τώρα στη γνώση όλων των ουρανίων μυστηρίων υποστατικώς.

Κατά δε τη μεγάλη ημέρα της αναστάσεως, και το σώμα της θα συνδοξαστεί με την ίδια επουράνια δόξα και θα αρπαγεί στους ουρανούς από το πνεύμα, σύμφωνα με τη Γραφή(Α΄ Θεσ. 4, 17), και θα αξιωθεί να γίνει όμοιο με το δοξασμένο σώμα του Χριστού(Φιλιπ. 3, 21), και έτσι θα κληρονομήσει και την αιώνια και χωρίς διαδοχή βασιλεία μαζί με τον Χριστό.


141. Όσο κανείς με την δική του επιμέλεια και πίστη έγινε κοινωνός της ουράνιας δόξας του Αγίου Πνεύματος και στόλισε την ψυχή του με αγαθά έργα, τόσο και το σώμα του εκείνη την ημέρα θα γίνει άξιο να συνδοξαστεί.

Ό,τι δηλαδή αποθησαύρισε κανείς τώρα μέσα του, αυτό τότε παρουσιάζεται έξω, όπως και ο καρπός που είναι μέσα στα δένδρα Το χειμώνα, παρουσιάζεται έξω την άνοιξη, όπως είπαμε και άλλοτε. Η θεόμορφη λοιπόν εικόνα του Πνεύματος που οι Άγιοι έχουν κατά κάποιο τρόπο σαν τυπωμένη από τώρα μέσα τους, θα κάνει τότε και το σώμα εξωτερικά θεόμορφο και ουράνιο.

Στους βέβηλους όμως και αμαρτωλούς, αλοίμονο, το σκοτεινό κάλυμμα του κοσμικού πνεύματος που τύλιξε την ψυχή και με την ασχήμια των παθών έκανε το νου τους σκοτεινό και άσχημο, θα παρουσιάσει τότε εξωτερικά και το σώμα σκοτεινό και γεμάτο από κάθε ντροπή.


142. Επειδή μετά την παράβαση η αγαθότητα του Θεού καταδίκασε σε θάνατο τον Αδάμ(Γεν. 3, 19), ήρθε πρώτα ο θάνατος στην ψυχή του, επειδή με τη στέρηση της επουράνιας και πνευματικής απολαύσεως έσβησαν τα νοερά και αθάνατα αισθητήριά της κι έγιναν σαν νεκρά, και υστέρα ακολούθησε ο θάνατος του σώματος μετά από εννιακόσια τριάντα χρόνια(Γεν. 5, 5).

Έτσι και τώρα ο Θεός, που με το σταυρό και το θάνατο του Σωτήρα συμφιλιώθηκε με την ανθρωπότητα, αποκαθιστά την ψυχή που πίστεψε αληθινά, ακόμη και από αυτή τη ζωή, στην απόλαυση των ουράνιων φώτων και μυστηρίων και ξαναζωντανεύει με το θειο φως τα νοερά αισθητήριά της. Έπειτα, και το σώμα θα το ντύσει με αθάνατη και άφθαρτη δόξα.


143. Υπάρχουν άνθρωποι που απομακρύνθηκαν από τον κόσμο και ζουν με σεμνότητα και αγάπη για την αρετή, αλλά έχουν το κάλυμμα των παθών, στα οποία είμαστε όλοι ένοχοι για την παρακοή του πρωταπλάστου, έχουν δηλαδή το σαρκικό φρόνημα, το οποίο σωστά το ονόμασε ο Απόστολος θάνατο λέγοντας: «Το σαρκικό φρόνημα είναι θάνατος»(Ρωμ. 8, 6). Αυτοί λοιπόν μοιάζουν με ανθρώπους που περπατούν νύχτα και φωτίζονται από τα άστρα, τα οποία είναι οι άγιες εντολές του Θεού.

Επειδή όμως δεν ελευθερώθηκαν ακόμη τελείως από το σκοτάδι, τους είναι αδύνατο να βλέπουν καθαρά τα πάντα. Αυτοί πρέπει να φροντίζουν με κόπο και μεγάλη πίστη για την αρετή και να παρακαλέσουν τον Χριστό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, να λάμψει στις καρδιές τους, ώστε να μπορέσουν να τα δουν όλα με ακρίβεια, δηλαδή και την εναντίον μας επίθεση των νοητών θηρίων που γίνεται με πολλούς και ποικίλους τρόπους, και τα κάλλη του άφθαρτου κόσμου που είναι απερίγραπτα στην όψη και ανείπωτα στην ηδονή, με τον ίδιο τρόπο που αυτά γίνονται σαφή και ολοφάνερα στους τέλειους κατά την αρετή και σ' εκείνους που το νοερό φως έλαμψε ενεργώς στις καρδιές τους.

Γιατί, όπως λέει ο μακάριος Παύλος, η στερεή τροφή είναι για τους τελείους, οι οποίοι από τον εθισμό έχουν γυμνασμένα τα πνευματικά αισθητήρια στο να διακρίνουν το καλό και το κακό(Εβρ. 5, 14). Αλλά και ο θείος Πέτρος λέει: «Και σεις, έχοντας τα λόγια των Προφητών, καλά θα κάνετε να τα προσέχετε, γιατί είναι σαν λυχνάρι που φέγγει στο σκοτάδι, ώσπου να χαράξει η ημέρα και ν' ανατείλει στις καρδιές σας ο αυγερινός»(Β΄ Πέτρ. 1, 19).

Αλλά οι πολλοί δε διαφέρουν διόλου από εκείνους που βαδίζουν τη νύχτα χωρίς κανένα φως και χωρίς την παραμικρή ακτίνα, χωρίς δηλαδή κάποιο θείο λόγο να φωτίζει τις ψυχές τους, ώστε σχεδόν μοιάζουν με τυφλούς. Αυτοί είναι οι ολότελα δεμένοι με τα δεσμά της ύλης και τις βιοτικές αλυσίδες, και ούτε ο φόβος του Θεού τους συγκρατεί, ούτε κανένα αγαθό έργο κάνουν.

Γιατί όσοι από εκείνους που ζουν μέσα στον κόσμο, όπως είπαμε, φωτίζονται —σαν από άστρα— από τις άγιες εντολές του Θεού, και κρατούν την πίστη και το φόβο του Θεού, αυτοί δεν τυλίγονται ολότελα στο σκοτάδι, γι' αυτό και μπορούν να έχουν ελπίδα σωτηρίας.


144. Όπως οι άνθρωποι στον κόσμο μαζεύουν τον πλούτο από διάφορες αφορμές και εργασίες, άλλοι δηλαδή από αξιώματα, άλλοι από εμπόριο, άλλοι από χειρωνακτική ή γεωργική εργασία, και άλλοι με άλλον τρόπο, το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Άλλοι μαζεύουν τον επουράνιο πλούτο από διάφορα χαρίσματα, όπως φανερώνεται από τα λόγια του Αποστόλου: «Έχομε διάφορα χαρίσματα, ανάλογα με τη χάρη του Θεού που μας δόθηκε»(Ρωμ. 12, 6)· άλλοι από διάφορες ασκήσεις και από διάφορες πνευματικές εργασίες και αρετές που γίνονται μόνο για το Θεό.

Για χάρη αυτού του πλούτου είναι απαγορευμένο να κρίνει κανείς ή να εξουθενώνει ή να καταδικάζει τον πλησίον. Αλλά και εκείνοι είναι φανεροί, που βρίσκουν χρυσάφι με εξόρυξη, όσοι δηλαδή αγωνίζονται με μακροθυμία και υπομονή και αποκτούν μερικό πλούτο καθώς τους ενισχύει η αγαθή ελπίδα.

Επίσης είναι φανεροί και όσοι μοιάζουν με μισθωτούς και είναι οκνηροί και νωχελικοί· αυτοί τρώνε αμέσως ό,τι τους πέσει, δε φέρνουν σε πέρας με υπομονή τα έργα που κάνουν και παρουσιάζονται διαρκώς να τριγυρίζουν γυμνοί και φτωχοί. Αυτοί δηλαδή είναι έτοιμοι και ενθουσιώδεις να λάβουν τη χάρη, ράθυμοι όμως και φυγόπονοι να εργαστούν και να την αυξήσουν.

Είναι επίσης ευμετάβλητοι και μόλις γευθούν νιώθουν κόρο, και στην εργασία κουράζονται εύκολα και δείχνουν μουδιασμένοι· και έτσι τους αφαιρείται η χάρη που έλαβαν. Γιατί πάντοτε η αδρανής, νωθρή, αμβλυμένη, οκνηρή και γεμάτη αμέλεια προαίρεση βρίσκεται ασύμφωνη με τη χάρη, έρημη από αγαθά έργα, ακατάλληλη για το Θεό και άδοξη, και σ' αυτόν τον κόσμο, και στον μελλοντικό.


145. Όταν ο άνθρωπος καταπάτησε την εντολή του Θεού και ξέπεσε από τη ζωή του Παραδείσου, επακολούθησε το δέσιμό του με δύο αλυσίδες. Η μία είναι ο δεσμός των βιοτικών πραγμάτων και των σαρκικών ηδονών, όπως είναι ο πλούτος, η δόξα, η φιλία, η γυναίκα, τα παιδιά, οι συγγενείς, η πατρίδα, τα κτήματα και γενικά όλα τα ορατά, από τα οποία ο λόγος του Θεού μας διατάζει να λυνόμαστε με τη θέλησή μας.

Η άλλη αλυσίδα είναι αόρατη και εσωτερική. Είναι δηλαδή δεμένη η ψυχή με σκοτεινά δεσμά από τα πονηρά πνεύματα, εξαιτίας των οποίων ούτε το Θεό να αγαπήσει μπορεί, ούτε να πιστέψει, ούτε να προσευχηθεί όπως θέλει. Γιατί από την παράβαση του πρώτου ανθρώπου, όλοι συναντούμε μέσα μας αντίσταση σε όλα, και στα φανερά και στα αφανή.

Όταν κανείς υπακούσει στο λόγο του Θεού και απομακρυνθεί από όλα τα βιοτικά πράγματα και απαρνηθεί όλες τις σαρκικές ηδονές, τότε αφού παραμείνει κοντά στο Θεό και αφοσιωθεί σ' Αυτόν, παίρνει θεία δύναμη και μαθαίνει ότι μέσα στα άδυτα της καρδιάς κρύβεται κάποια άλλη πάλη και κάποιος άλλος πόλεμος λογισμών.

Και αν παραμείνει έτσι κοντά στο Θεό και επικαλείται την ευσπλαχνία του Χριστού, με μεγάλη πίστη και υπομονή, αλλά και με τη βοήθεια του Θεού, μπορεί να ελευθερωθεί από τα δεσμά και τους φραγμούς εκείνους και το σκοτάδι των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή από τις ενέργειες των κρυμμένων παθών.

Αυτόν τον πόλεμο, με τη χάρη και τη δύναμη του Χριστού, μπορούμε να τον καταργήσομε. Χωρίς όμως τη βοήθεια του Θεού, είναι εντελώς αδύνατο να λυτρώσει κανείς τον εαυτό του ώστε να ελευθερωθεί από την πάλη των λογισμών. Το μόνο που μπορεί κανείς, είναι να αντιλέγει στους λογισμούς και να μην ευχαριστείται μ' αυτούς.


146. Όποιος είναι μπλεγμένος στα πράγματα αυτού του κόσμου και τα ποικίλα δεσμά του και παρασύρεται από τα πάθη της κακίας, είναι πολύ μακριά από το να γνωρίζει —όπως είπαμε— ότι υπάρχει κάποια άλλη πάλη και κάποιος άλλος πόλεμος που δε φαίνονται. Αρκεί να λύσει κανείς τον εαυτό του από όλα τα ορατά και ν' αρχίσει να παραμένει κοντά στον Κύριο, για να μπορέσει να αντιληφθεί τη διαρκή εσωτερική πάλη των παθών και τον αόρατο πόλεμο που είναι μέσα μας.

Γιατί, όπως είπαμε, αν δε γίνουν αυτά με όλη μας την ψυχή και δε στέρξει κανείς να προσκολληθεί ολωσδιόλου στο Θεό, δεν αντιλαμβάνεται τα απόρρητα αυτά πάθη της κακίας και τους εσωτερικούς δεσμούς, αλλά κινδυνεύει, ενώ έχει τραύματα και περιθάλπει κρυφά πάθη, να νομίζει ότι είναι υγιής και όχι άρρωστος.

Εκείνος όμως που περιφρονεί την επιθυμία και τη δόξα, μπορεί πρώτα να δει τα πάθη που είναι μέσα του, και έπειτα να παρακαλέσει το Χριστό με πίστη· και αφού λάβει από τον ουρανό τα όπλα του Πνεύματος, τον θώρακα της δικαιοσύνης, την περικεφαλαία της σωτηρίας, την ασπίδα της πίστεως και το ξίφος του Πνεύματος(Εφ. 6, 14-16), να παλέψει και να τα νικήσει.


147. Χίλιους δυο τρόπους μηχανεύεται ο εχθρός για να μας αποσπάσει από την ελπίδα και την αγάπη του Χριστού. Δηλαδή ή φέρνει εσωτερικά θλίψεις στην ψυχή μέσω των πονηρών πνευμάτων, ή της προξενεί λογισμούς μιαρούς και ανεπίτρεπτους, ανασκαλεύοντας τη μνήμη των παλιών αμαρτημάτων, για να την οδηγήσει σε χαύνωση και σε λογισμούς απελπισίας, ότι δεν είναι δυνατόν να βρεί σωτηρία.

Θέλει ακόμη να κάνει την ψυχή να πιστέψει ότι οι λογισμοί αυτοί γεννιούνται από την ίδια και δεν τους υποβάλλει κρυφά και με κακία ένα εχθρικό πνεύμα. Ή λοιπόν κάνει αυτά, ή φέρνει πόνους σωματικούς, ή σχεδιάζει θλίψεις και ονειδισμούς από τους ανθρώπους. Αλλά όσο ο πονηρός ρίχνει εναντίον μας αυτά τα πυρωμένα βέλη(Εφ. 6, 16), τόσο περισσότερο πρέπει εμείς να φουντώνομε την ελπίδα προς το Θεό και να γνωρίζομε ακριβώς ότι θέλημά Του είναι, να δοκιμάζει τις ψυχές που έχουν έρωτα προς Αυτόν, για να φανεί αν τον αγαπούν αληθινά.


148. Χίλια χρόνια της ζωής αυτής, αν συγκριθούν με τον άφθαρτο και αιώνιο κόσμο, είναι σαν ένας κόκκος άμμου που παίρνει κανείς από τη θάλασσα. Σκέψου τώρα ως εξής: Έστω ότι μπορείς να γίνεις μοναδικός βασιλιάς σ' όλη τη γη και να εξουσιάζεις μόνος σου όλους τους θησαυρούς της οικουμένης.

Ας πούμε ακόμη ότι η αρχή της βασιλείας σου συμπίπτει με την αρχή της δημιουργίας των ανθρώπων, και το τέρμα της με τη συντέλεια, όταν αυτά τα ορατά και όλος ο κόσμος θα αλλάξουν και θα μεταποιηθούν.

Πες μου λοιπόν τώρα, αν ήταν να διαλέξεις, θα προτιμούσες αυτή την επίγεια βασιλεία, αντί την αληθινή και σταθερή, που δεν έχει απολύτως τίποτε παροδικό και φθαρτό; Εγώ θ' απαντούσα πως όχι, αν βέβαια έκρινες σωστά και σκεφτόσουν καλά το συμφέρον σου. Γιατί λέει ο Κύριος: «Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του»(Ματθ. 16, 26);

Και ξέρομε ότι για την ψυχή δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα. Αφού και από όλο τον κόσμο και από την κοσμική βασιλεία, αυτή μόνη της η ψυχή έχει πολύ μεγαλύτερη αξία, πόσο περισσότερο βέβαια η βασιλεία των ουρανών. Λέμε ότι έχει μεγαλύτερη αξία η ψυχή, γιατί σε κανένα άλλο ον δεν ευαρεστήθηκε ο Θεός να δώσει την ένωση και την κοινωνία με το Πνεύμα Του· ούτε στον ουρανό, ούτε στον ήλιο, ούτε στη σελήνη, ούτε στα άστρα, ούτε στη θάλασσα, ούτε στη γη, ούτε σε άλλο δημιούργημα από όσα βλέπομε, παρά μόνο στον άνθρωπο, τον οποίο αγάπησε από όλα τα κτίσματά Του.

Αν λοιπόν τα μεγάλα αυτού του κόσμου, δηλαδή τον τόσο πλούτο και τη βασιλεία όλης της γης, κρίνοντας ορθά δε θα τα προτιμούσαμε από την αιώνια βασιλεία, τι έπαθαν οι περισσότεροι και αντί αυτήν προτιμούν φαύλα και τυχαία πράγματα, δηλαδή κάποια επιθυμία, λίγη δόξα, ένα μέτριο κέρδος και τα όμοια; Πάντως ό,τι αγαπά κανείς από αυτόν τον κόσμο και είναι δεμένος με αυτό, εκείνο προτιμά από τη βασιλεία των ουρανών.

Και το χειρότερο είναι ότι αυτό το έχει και για Θεό, όπως έχει λεχθεί: «Από ό,τι κανείς ηττηθεί, σ' αυτό και γίνεται δούλος»(Β΄ Πέτρ. 2, 19). Είναι λοιπόν απόλυτη ανάγκη να προστρέξομε στο Θεό, να εξαρτήσομε από Αυτόν τον εαυτό μας, να σταυρωθούμε ψυχικά και σωματικά και να πορευόμαστε σύμφωνα με όλες τις άγιες εντολές Του.


149. Ας είναι. Άραγε σου φαίνεται δίκαιο, τη φθαρτή τούτη δόξα και την προσωρινή βασιλεία και τα λοιπά πρόσκαιρα να τα αποκτούν όσοι τα ορέγονται με πολλούς κόπους και ιδρώτες, το να συμβασιλεύει όμως κανείς αιώνια με το Χριστό και να επιτύχει τα ανεκλάλητα εκείνα αγαθά, να αγοράζεται εύκολα και να κατορθώνεται χωρίς κόπους;


150. Ποιά είναι η οικονομία της παρουσίας του Χριστού; Η επιστροφή και η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσεως στον εαυτό της. Ο Χριστός δηλαδή έδωσε πάλι στην ανθρώπινη φύση το αξίωμα του πρωτόπλαστου Αδάμ, και ακόμη —ω θεϊκή κι αληθινά μεγάλη χάρη!— της δώρισε την ουράνια κληρονομία του αγαθού Πνεύματος, και αφού την έβγαλε από τη φυλακή του σκότους, της έδειξε το δρόμο και τη θύρα της ζωής, από τα οποία όταν έρθει και χτυπήσει, μπορεί να μπει μέσα στη βασιλεία. Γιατί λέει: «Ζητάτε, και θα σας δοθεί· χτυπάτε, και θα σας ανοιχτεί»(Ματθ. 7, 7).

Μέσω αυτής της θύρας δεν είναι αδύνατο να βρεί καθένας που θέλει την ελευθερία της ψυχής του, και η ψυχή να αποκτήσει τους λογισμούς που της ταιριάζουν και ν' αξιωθεί να δεχτεί σύνοικό της το Χριστό και να Τον έχει σαν νυμφίο, με την κοινωνία του αγαθού Πνεύματος. Τι ανέκφραστη αγάπη του Κυρίου προς τον άνθρωπο, που τον έπλασε κατ' εικόνα Του(Γεν. 1, 27)!

----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 298-315)