Σελίδες

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ

Γ΄ Τόμος  


Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός  


Σκήτη Αγ. Άννης
Όγδοος λόγος στη σειρά, με γράμμα του το θήτα. 
Η απροσπάθεια γέννα νέκρωση των παθών μας· 
και αν κανείς δε την κρατά με κόπο και με πόνο, 
ούτε από τα πάθη του λυτρώνεται ποτέ του. 
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Αυτός που έφτασε στην απροσπάθεια, είναι συνεχώς στραμμένος στο Θεό μέσω της θεωρίας. Γιατί η απροσπάθεια των αισθητών προκαλεί τη θεωρία των νοητών. Θεωρία εδώ εννοώ, όχι των όντων, αλλά των δεινών που είναι πριν και μετά τον θάνατο, για τα οποία διδάσκει η χάρη τον απροσπαθή, ώστε με το πένθος να νεκρωθούν τα πάθη του και να φτάσει στην πραότητα των λογισμών όταν έρθει ο καιρός.

Από την πίστη γεννιέται ο φόβος, και από αυτόν η ευσέβεια, δηλαδή η εγκράτεια· έπειτα η υπομονή του πένθους, η πραότητα, η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης, δηλαδή όλων των αρετών, και η ελεημοσύνη, κατά τους μακαρισμούς του Κυρίου(Ματθ. 5, 3-12) κατόπιν η απροσπάθεια, και από αυτήν η νέκρωση του σώματος από τους πολλούς στεναγμούς και τα πικρά δάκρυα της μετάνοιας και της λύπης, με τα οποία η ψυχή αποβάλλει τη χαρά του κόσμου και αυτή την τροφή, εξαιτίας της αγωνίας της. 

Γιατί αρχίζει να βλέπει τις αμαρτίες της σαν την άμμο της θάλασσας. Και αυτό είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και σημάδι της υγείας της. Γιατί εκείνα που γίνονταν πρωτύτερα, δάκρυα ίσως και θεία τάχα νοήματα και κατάνυξη, είναι εμπαιγμός και απάτη των δαιμόνων, και μάλιστα σ' εκείνους που ζουν ανάμεσα στους ανθρώπους ή σε περισπασμό, ακόμα και σε πολύ μικρό. Γιατί είναι αδύνατο, έχοντας ακόμη κλίση σε κάτι αισθητό, να κατανικήσομε τα πάθη μας.

Αν τώρα κανείς φέρνει για παράδειγμα τους παλιούς που κατόρθωναν τούτο έχοντας και τα αισθητά, ας μάθει ότι τα είχαν βέβαια, αλλά δε μεταχειρίστηκαν με πάθος κανένα απ' αυτά ολότελα. Και αυτό είναι φανερό από το ότι πήραν γυναίκες και ύστερα από πολλά χρόνια ήρθαν σε συζυγικές σχέσεις μ' αυτές, όπως έχει γραφεί στην Παλαιά Διαθήκη για τη γενεαλογία των ανθρώπων· και αν τις είχαν ή δεν τις είχαν, το ίδιο ήταν. 

Επίσης, από τον Ιώβ και τους λοιπούς Δικαίους. Αλλά και ο Δαβίδ ήταν βασιλιάς και προφήτης, όπως και ο Σολομών ως ένα σημείο. Ο τελευταίος μάλιστα είπε: «Ο Θεός έδωσε περισπασμό πονηρό στους ανθρώπους, να απασχολούνται με τα μάταια, για να μην ξεκλίνουν στα χειρότερα»(Εκκλ. 1, 13). Και αυτό το διδάσκει η φύση των πραγμάτων. 

Γιατί αν με χίλιους-δύο περισπασμούς, μερικοί βρίσκουν την ευκαιρία να διαπράττουν τα άνομα, πόσο μάλλον αν η ζωή ήταν χωρίς περισπασμούς; Γι' αυτό ένας τέτοιος ας έχει περισπασμό. Καλύτερο είναι να έχει κανείς περισπασμό πονηρό, και να είναι αργός από τα θεία πράγματα και νοήματα, παρά να πράττει τα κακά, τα χειρότερα από τον περισπασμό.

Εκείνος όμως που με τη χάρη του Θεού έφτασε σε κάποια μερική γνώση, και μπόρεσε να εννοεί τα πριν και μετά το θάνατο δεινά, τα οποία προξένησε η παρακοή των πρωτοπλάστων, δεν πρέπει να αφήνει τα τέτοια νοήματα, ούτε τα έργα που τα φέρνουν, με κάθε ησυχία και αμεριμνία, και να απασχολείται με τα μάταια.

Γιατί όλα είναι μάταια, ολότελα μάταια(Εκκλ. 1, 2). Από αυτό το ρητό πήρε αφορμή ο Δαμασκηνός και έγραψε: «Αληθινά, τα πάντα είναι ματαιότητα, κι η ζωή μας σκιά και όνειρο. Γι' αυτό και μάταια ταράζεται κάθε άνθρωπος, όπως είπε η Γραφή(Ψαλμ. 38, 12)». Και πολύ εύλογα. Από αυτό που καταλήγει στη σαπίλα και στο χώμα, τι πράγμα είναι πιό μάταιο; Γι' αυτό η απροσπάθεια είναι νέκρωση, αλλά όχι του νου, παρά του σώματος από τις προηγούμενες τάσεις του για τρυφή και ανάπαυση.

Γιατί η ανάπαυση είναι σαρκικό θέλημα, ακόμη και αν είναι πολύ μικρή. Επειδή η ψυχή από αυτό λυπάται περισσότερο, αν βλέπει να έχει οπωσδήποτε κάποιο πνευματικό έργο ή γνώση. Αν όμως είναι και αυτή σαρκική, δε θα παραμείνει σ' αυτήν το Πνεύμα του Θεού(Γεν. 6, 3).

Γι' αυτό ούτε που τη μέλλει για κανένα έργο αγαθό, αλλά αγωνίζεται να κάνει τα θελήματα του σώματος και των παθών της, και παίρνοντας σκοτάδι πάνω στο σκοτάδι, περνά όλον τον καιρό της πρόθυμα μέσα σε καθολική άγνοια.

Εκείνος όμως που φωτίστηκε ώστε να βλέπει τις αμαρτίες του, δεν παύει να θρηνεί τον εαυτό του και όλους τους ανθρώπους, βλέποντας την τόση ανοχή του Θεού και τις τόσες αμαρτίες που από την αρχή κάναμε και εξακολουθούμε να κάνομε διαρκώς οι άθλιοι.

Απ' αυτό γίνεται ευγνώμων, μη τολμώντας να κατακρίνει κανένα, από ντροπή για τις πολλές ευεργεσίες του Θεού και τα δικά μας αμαρτήματα. Έτσι με χαρά εγκαταλείπει κάθε δικό του θέλημα που δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, και επιμελείται τις αισθήσεις του να μην κάνουν τίποτε απολύτως που να είναι παραπάνω από την αναγκαία χρήση, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Δαβίδ: «Κύριε, δεν υψώθηκε η καρδιά μου, ούτε κοίταξαν αγέρωχα τα μάτια μου»(Ψαλμ. 130, 1).

Αλλά πρέπει να προσέχει, μήπως και αυτός, αφού φτάσει στο ύψος που έφτασε ο Δαβίδ, από αμέλεια ή υπερηφάνεια πάθει ό,τι έπαθε εκείνος, και ίσως δεν μπορέσει να μετανοήσει όπως εκείνος. Γιατί η αμαρτία είναι πρόχειρη και στους πολύ δικαίους, ενώ η μετάνοια δεν είναι σε όλους πρόχειρη, για το λόγο ότι είναι κοντά ο θάνατος, και πριν το θάνατο, η απόγνωση.

Πιό καλό λοιπόν είναι να μην πέφτει κανείς, παρά να πέφτει και να σηκώνεται. Αν όμως συμβεί να πέσομε, καλό είναι να μην απελπιζόμαστε και αποξενωνόμαστε από τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Γιατί και μπορεί και θέλει να δείξει έλεος στην ασθένειά μας.

Μόνο να μη φεύγομε από Αυτόν, ούτε να δυσφορούμε όταν πιεζόμαστε από τις εντολές Του και, καθώς δεν μπορούμε να τις φτάσομε, να αποκάμομε· αλλά να ξέρομε ότι χίλια χρόνια μπροστά στον Κύριο είναι σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4), και μία ημέρα σαν χίλια χρόνια. Ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να λυγίζομε, αλλά διαρκώς να βάζομε αρχή. Έπεσες; Σήκω. Και πάλι έπεσες; Σήκω πάλι.

Μόνον τον Γιατρό να μην αφήσεις και καταδικαστείς χειρότερα από τον αυτόχειρα λόγω της απογνώσεως. Μείνε κοντά Του και Αυτός θα δείξει έλεος, είτε με την επιστροφή σου, είτε διά μέσου πειρασμών, είτε με άλλο τρόπο της πρόνοιάς Του, χωρίς να το γνωρίζεις.

Ο διάβολος έχει συνήθεια να επιβάλλει στην ψυχή ό,τι βρίσκει πιό κοντινό σ' αυτήν·· είτε χαρά, είτε οίηση, είτε λύπη και απελπισία, είτε υπερβολικούς κόπους, είτε τέλεια αργία, είτε πράγματα και νοήματα μάλλον παράκαιρα ή έξω από την ορθή χρήση, είτε σκοτισμό και μίσος αδιευκρίνιστο εναντίον όλων των όντων.

Και γενικώς όποιο υλικό βρει σε κάθε ψυχή, αυτό της επιβάλλει, για να μην της γίνει χρήσιμο· πού μπορεί να είναι καλό και θεάρεστο, αν γίνει μετρημένη χρήση του από εκείνους που μπορούν να κρίνουν τα πράγματα και να βρουν το σκοπό του Θεού που κρύβεται ανάμεσα στα έξι πάθη που τον περικυκλώνουν. Αυτά βρίσκονται από πάνω και από κάτω, από δεξιά και από αριστερά, από έξω και από μέσα.

Γιατί κάθε θεάρεστη πράξη και κάθε γνώση περικλείει σκοπό αγαθό, ο οποίος βρίσκεται στο μέσο των αντιθέτων του έξι παθών. Γι' αυτό, σε κάθε ζήτημα έχει ανάγκη ο καθένας —κατά τον άγιο Αντώνιο— να ερωτά, και μάλιστα όχι τους τυχόντες, αλλά εκείνους που έχουν το χάρισμα της διακρίσεως, για να μην πέσουν και οι δύο από την απειρία τους σε χαντάκι, κατά το ευαγγελικό παράδειγμα(Ματθ. 15, 14).

Γιατί χωρίς διάκριση κανένα καλό δεν γίνεται, ακόμη και αν φαίνεται πολύ καλό σ' όσους αγνοούν· γιατί γίνεται είτε παράκαιρα, είτε έξω από την ορθή χρήση, είτε παρά το μέτρο του πράγματος ή τη δύναμη του ανθρώπου ή τη γνώση του, και αλλά πολλά. Εκείνος τώρα που έχει χάρισμα διακρίσεως, το έλαβε από την ταπεινοφροσύνη. Γι' αυτό όλα τα γνωρίζει κατά χάρη και, στον κατάλληλο καιρό, φτάνει στη διόραση.

Από το πένθος λοιπόν και την υπομονή γεννιούνται η ελπίδα και η απροσπάθεια, από τις οποίες έρχεται η νέκρωση του κόσμου. Αν τώρα κανείς υπομένει καλά χωρίς να απελπίζεται επειδή βλέπει παντού στενοχώριες και θανάτους, αλλά γνωρίζει ότι είναι δοκιμασία και φωτισμός, και αν πάλι δεν ξεθαρρέψει ότι έφτασε σε ψηλά επίπεδα, βλέποντας τα πολλά δάκρυα της λύπης, τότε φτάνει στο να βλέπει καθαρά τα άγια πάθη του Κυρίου, και παρηγορείται πολύ από αυτά και θεωρεί τον εαυτό του αληθινά κάτω από όλα και όλους, βλέποντας τόσα αγαθά να γίνονται σ' αυτόν από τη χάρη του Θεού.

Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Ιδού το γιώτα, και ιδού ο ένατος ο λόγος που ομιλεί για του Χριστού τα σεβάσμια πάθη. Απ' του θανάτου δηλαδή και των αμαρτημάτων τη μνήμη, δάκρυα πολλά πηγάζουν στον εργάτη· κι από αυτά μπορεί κανείς στο νου να διατηρήσει τη μνήμη των παθών Χριστού και όλων των Αγίων. και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Για να μη νομίζει κανείς ότι κάνει κάτι το σπουδαίο με την άσκηση και τους πολλούς στεναγμούς και τα δάκρυα, του δίνεται η γνώση των παθημάτων του Χριστού και όλων των Αγίων.

Και κατανοώντας τα, γεμίζει έκπληξη και συγχρόνως θαυμάζει και κατακομματιάζει τον εαυτό του στην άσκηση. Γιατί αντιλαμβάνεται τη δική του αδυναμία από τη θεωρία των τόσο πολλών πειρασμών, οι οποίοι είναι αναρίθμητοι. Πώς μπόρεσαν τόσα και τόσα να υποφέρουν oι Άγιοι με χαρά; Και πόσα έπαθε για μας ο Κύριος; Μαζί με αυτά φωτίζεται στη γνώση των έργων και των λόγων του Κυρίου.

Και κατανοώντας όλα όσα λέγονται στο Ευαγγέλιο, αρχίζει, άλλοτε να θρηνεί πικρά από τη λύπη, ενώ άλλοτε από την ευχαριστία χαίρεται πνευματικά· όχι επειδή νομίζει ότι έχει έργα αγαθά —γιατί αυτό είναι οίηση—, αλλά διότι, ενώ είναι πάρα πολύ αμαρτωλός, αξιώθηκε να φτάσει στη θεωρία αυτών. Και ταπεινώνεται περισσότερο με έργο και λόγο με τις επτά σωματικές πράξεις που είπαμε και με την ηθική πράξη, δηλαδή την ψυχική, και με τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων και των εντολών του Κυρίου. 

Αυτά όμως δεν τα λογαριάζει σαν καλά έργα και αξιόμισθα, αλλά μάλλον σαν χρέος, και ούτε ελπίζει να απαλλαγεί ποτέ από το χρέος του, λόγω του μεγέθους των γνώσεων που του δόθηκαν. Και γίνεται κατά κάποιο τρόπο αιχμάλωτος των νοημάτων των λόγων που διαβάζει ή ψάλλει. Από την ηδονή αυτή πολλές φορές λησμονεί χωρίς να θέλει τις αμαρτίες του και αρχίζει να δακρύζει από μιά γλυκύτητα σαν το μέλι. Και πάλι συστέλλεται, από το φόβο της πλάνης, μήπως δε γίνεται αυτό στον καιρό του. 

Και καθώς θυμάται τον προηγούμενο βίο του, δακρύζει πικρά πάλι, και έτσι προχωρεί ανάμεσα στα δύο αυτά είδη δακρύων, αν βέβαια προσέχει και συμβουλεύεται σε όλα κάποιον έμπειρο, και αν πέφτει μπροστά στο Θεό με την καθαρή προσευχή, η οποία αρμόζει στον πρακτικό, συνάγοντας το νου του από όλα όσα είδε ή άκουσε, στη μνήμη του Θεού, και αν ζητεί να γίνει μόνο το θέλημα του Θεού(Ματθ. 6, 10) σε όλα τα έργα και τα νοήματά του.
 
Αν δεν κάνει έτσι, θα πλανηθεί νομίζοντας ότι μέλλει να δει σε όραμα κάποιον από τους αγίους αγγέλους ή τον Χριστό, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος που θέλει να δει το Χριστό, δεν πρέπει να τον ζητά απ' έξω, αλλά μέσα του, με τη μίμηση της ζωής Του στον κόσμο και με το να γίνει αναμάρτητος στο σώμα και στην ψυχή, σαν το Χριστό.

Και να έχει νου που να νοεί πάντοτε για το Χριστό. Το να έχει όμως κάποιο σχήμα ή χρώμα ή λογισμό στον καιρό της προσευχής δεν είναι καλό, αλλά μάλλον υπερβολικά βλαβερό. Τι σημαίνει να βρίσκεται ο νους στον τόπο του Θεού, το εξήγησε ο άγιος Νείλος, παίρνοντας αφορμή από το ρητό του Ψαλτηρίου: «Στον τόπο Του επικρατεί η ειρήνη»(Ψαλμ. 75, 3).

Ειρήνη είναι το να μην έχει κανένα λογισμό, καλό ή κακό· γιατί, λέει, αν ο νους αισθανθεί κάτι τέτοιο, δε βρίσκεται μόνο στο Θεό, αλλά και στον εαυτό του. Και πολύ σωστά. Γιατί ο Θεός είναι απερίγραπτος και απεριόριστος, χωρίς μορφή και χρώμα. Και εκείνος που λέει ότι είναι μόνο με το Θεό, πρέπει ομοίως να είναι άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος και απερίσπαστος. Το πέρα απ' αυτό είναι πλάνη δαιμονική.

Γι' αυτό οφείλει κανείς να προσέχει και, χωρίς ερώτηση των εμπείρων, να μη δεχτεί λογισμό καλό ή κακό, γιατί τ' αγνοούμε και τα δύο. Επειδή οι δαίμονες παίρνουν το σχήμα και την όψη αυτών που θέλουν, όπως και ο ανθρώπινος νους σχηματίζεται και βάφεται ανάλογα με την όψη του πράγματος που αναλαμβάνει. Αλλά οι δαίμονες το κάνουν αυτό για παραπλάνησή μας, ενώ ο νους μας γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί πριν να φτάσει στην τελειότητα.

Πλήν όμως, όσο μπορεί ο καθένας, οφείλει να κρατά το νου του σε κάποια μελέτη κατά Θεόν. Γιατί όπως είναι επτά οι σωματικές εργασίες, έτσι οκτώ είναι και οι θεωρίες του νου ή γνώσεις. Τρεις είναι οι προαναφερθείσες για τα άχραντα πάθη του Κυρίου, τις οποίες έχει χρέος ο καθένας από μόνος του να μελετά πάντοτε, για να πενθεί την ψυχή τη δική του και των συνανθρώπων του.

Δηλαδή να εννοεί τα δεινά που προξενήθηκαν στο ανθρώπινο γένος από την παράβαση των Πρωτοπλάστων, και πως η ανθρώπινη φύση ξέπεσε σε τόσα πάθη· επίσης να συλλογίζεται τις αμαρτίες του και τους πειρασμούς που στέλνει ο Θεός για διόρθωση.

Έπειτα να συλλογίζεται το θάνατο και τα δεινά που περιμένουν μετά θάνατον τους αμαρτωλούς, για να συντριβεί η ψυχή του και να σχολάζει στο πένθος για παρηγοριά της και ταπείνωσή της, για να μην απελπίζεται ίσως από τα πολλά και φρικτά εκείνα νοήματα· ούτε πάλι να νομίζει ότι κατόρθωσε πνευματικό έργο, αλλά να μένει στο φόβο και στην ελπίδα, κατάσταση που λέγεται πραότητα των λογισμών και δεν έχει μεταπτώσεις.

Αυτή φέρνει το νου στη γνώση και στη διάκριση, σύμφωνα με τα λόγια του Προφήτη: «Θα οδηγήσει τους πράους στην ορθή κρίση»(Ψαλμ. 24, 9), ή μάλλον στην διάκριση, η οποία λέγεται από άλλον Προφήτη γνώση με ευσέβεια.

Όπως όμως η ευσέβεια έχει ένα όνομα, αλλά πολλές εργασίες, έτσι και η γνώση είναι ένα όνομα, περιέχει όμως πολλές γνώσεις και θεωρίες. Γιατί και η αρχή της σωματικής πράξεως ήταν γνώση, αφού χωρίς γνώση κανείς δεν έρχεται στην εργασία του αγαθού· και μέχρι το τέλος, δηλαδή τη θεία υιοθεσία και την ανάληψη του νου στον ουρανό με τη χάρη του Χριστού, λέγεται γνώση και θεωρία.

Η πρώτη όμως δίνεται πριν από τους κόπους για να κατορθώνεται με αυτήν το έργο, όπως γίνεται το κτίσιμο με εργαλεία, ενώ η δεύτερη δίνεται μετά την πίστη, για να φυλάγεται από το φόβο σαν τείχος. και πάλι η γνώση γίνεται και εργασία των αρετών της ψυχής, για να ετοιμάζονται και να φυτεύονται τα φυτά αυτά του παραδείσου.

Κατόπιν έρχεται η γνώση του νου και η πνευματική εργασία, δηλαδή η επιστασία του νου και η τακτοποίηση των ηθών της ψυχής, για να εργάζεται ο εργάτης των εντολών και να φυλάγει(Γεν. 2, 15) αυτά τα φυτά με επιτηδειότητα. από αυτά γίνεται η επιμέλεια των φυτών και έρχεται η θεία βοήθεια σαν ήλιος, άνεμος και αύξηση, χωρίς τα οποία όλος ο κόπος του εργάτη είναι μάταιος, ακόμη και αν ίσως γίνεται σύμφωνα με τη λογική.

Γιατί ούτε χωρίς τη θεία βοήθεια μπορεί ποτέ να γίνει κάτι καλό, ούτε η θεία βοήθεια και η χάρη έρχεται σ' εκείνον που δεν έχει προαίρεση, λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Όλα στη ζωή αυτή είναι διπλά: πράξη και γνώση, προαίρεση και χάρη, φόβος και ελπίδα, αγώνες και βραβεία. Τα δεύτερα όμως δε γίνονται, πριν γίνουν τα πρώτα.

Μπορεί ίσως να φαίνεται, αλλά αυτό είναι πλάνη. Όπως εκείνος που δεν γνωρίζει από γεωργία, όταν δει τα άνθη, νομίζοντάς τα για καρπούς, θα ορμήσει να τα μαζέψει, και δεν γνωρίζει ότι με τον τρόπο αυτό καταστρέφει τον καρπό, έτσι και εδώ· το να νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν επιτρέπει να γίνει αυτό που νομίζει, λέει ο άγιος Νείλος. Γι' αυτό πρέπει να μένει κανείς κοντά στο Θεό και να πράττει τα πάντα με διάκριση.

Η διάκριση προξενείται από το να ερωτά κανείς με ταπείνωση και από το να κατηγορεί τον εαυτό του, τις πράξεις του και τα νοήματά του. Γιατί ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14), και δεν είναι αυτό παράξενο. Αφού και οι λογισμοί που προέρχονται από αυτόν, φαίνονται σαν ενάρετα νοήματα στους άπειρους.

Η ταπείνωση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια, ενώ υλικό της ταπεινώσεως είναι η πραότητα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτή κάνει τον άνθρωπο να είναι όμοιος και στα δύσκολα και στα εύκολα πράγματα και νοήματα, και ούτε για τιμή ούτε για καταφρόνηση φροντίζει, αλλά δέχεται και τα ευχάριστα και τα κοπιαστικά με χαρά και δεν ταράζεται όπως η μοναχή εκείνη που αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος.

Λέει συγκεκριμένα: «Κάποτε, ενώ βρισκόμουν στον τάδε αββά, ήρθε κάποια μοναχή και είπε στον γέροντα: "Αββά, τρώω κάθε έξι ημέρες και αποστηθίζω κάθε μέρα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη". Της αποκρίθηκε ο γέροντας: "Σου έγινε η στέρηση σαν αφθονία;" Αυτή απάντησε, όχι. "Ούτε η περιφρόνηση σαν έπαινος;" "Όχι Αββά". "Ούτε οι εχθροί όπως οι φίλοι;" Πάλι αυτή είπε όχι. Είπε τότε ο σοφός εκείνος γέροντας: "Πήγαινε να εργαστείς, γιατί δεν έκανες τίποτε".» Πολύ εύλογα. "Αν νήστευε τόσο πολύ, ώστε να τρώει μιά φορά την εβδομάδα, και αυτό λίγο, δεν έπρεπε να έχει τη στέρηση σαν την αφθονία; Και πάλι, αφού αποστήθιζε κάθε μέρα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, δεν είχε μάθει την ταπείνωση; Και αφού δεν είχε τίποτε στη ζωή, δεν έπρεπε να τους έχει όλους φίλους; Ούτε τουλάχιστον τους εχθρούς δεν μπόρεσε να έχει σαν φίλους ύστερα από τόσους κόπους; Καλά λοιπόν της είπε ο γέροντας ότι δεν έκανε τίποτε.

Εγώ προσθέτω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος επιπλέον καταδικάζεται αυστηρά, όπως λέει ο Χρυσόστομος για τις πέντε μωρές παρθένες. Αυτές δηλαδή κατόρθωσαν να ασκήσουν το βαρύτερο, δηλαδή την παρθενία που υπερβαίνει τη φύση, και δεν μπόρεσαν να ασκήσουν την ελεημοσύνη που είναι το ελαφρότερο, την οποία ως φυσική ασκούν και οι ειδωλολάτρες και οι άπιστοι μέχρι σήμερα.

Επειδή λοιπόν η μοναχή που λέμε δε γνώριζε ποιο είναι το ζητούμενο, γι' αυτό κοπίαζε μάταια. «Έπρεπε, μας λέει ο Κύριος, και τούτο να πράξετε, κι εκείνα να μην παραλείψετε»(Ματθ. 23, 23). Καλή είναι η άσκηση, αλλά όταν έχει ορθό σκοπό. Και αυτή οφείλομε να την έχομε, όχι σαν έργο, αλλά σαν ετοιμασία έργου· ούτε σαν καρπό, αλλά σαν γη, η οποία μπορεί με τον καιρό, με τον κόπο και με τη χάρη του Θεού να βγάλει φυτά, από τα οποία γίνεται ο καρπός· κι αυτός είναι η κάθαρση του νου και η ένωση με το Θεό. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Κάππα το δέκατο ιδού, κι εδώ γίνεται λόγος
για την ταπείνωση που ο Χριστός χαρίζει.
Αυτήν γεννά η έλλειψη κάθε φροντίδας,
όταν καλλιεργεί μονάχα τον εαυτό της
η ψυχή παντοτινά με κάθε εργασία.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Κυρίως ο ταπεινόφρων δεν παύει ποτέ να κατηγορεί τον εαυτό του, ακόμη και αν όλος ο κόσμος τον πολεμά και τον περιφρονεί. Kαι αυτό, για να μη σωθεί μόνο ακούσια, όπως εκείνοι που έχουν υπομονή, αλλά και για να τρέχει εκούσια στα πάθη του Χριστού, από τα οποία έμαθε ο άνθρωπος αυτός την ταπείνωση, τη μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, στην οποία κατοικεί το Άγιο Πνεύμα. Αυτή είναι η θύρα της βασιλείας, δηλαδή της απάθειας.
Και εκείνος που εισέρχεται απ' αυτή, φτάνει στο Θεό. Χωρίς αυτήν είναι μάταιος ο κόπος και πολύ κοπιαστικός ο δρόμος. Αυτή χαρίζει κάθε ανάπαυση σ' εκείνον που την έχει στην καρδιά του, γιατί έχει κάτοικο μέσα της το Χριστό. Με αυτήν παραμένει η χάρη και φυλάγονται τα χαρίσματα. Αυτή γεννιέται από πολλές αρετές, δηλαδή από την υπακοή, την υπομονή, την ακτημοσύνη, τη φτώχεια, το θείο φόβο, τη γνώση και άλλες, και κυριότερα απ' όποιες προέρχεται η διάκριση που φωτίζει πέρα ως πέρα το νου.

Ας μη νομίζει όμως κανείς ότι απλώς και ως έτυχε μπορεί να αποκτήσει την ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι κάτι το υπερφυσικό και σχεδόν όσο μεγάλο είναι το χάρισμα, τόσο μεγαλύτερη δυσκολία έχει και χρειάζεται μεγάλη φρόνηση και υπομονή εναντίον των πειρασμών και των δαιμόνων που του εναντιώνονται· γιατί η ταπεινοφροσύνη ξεπερνά όλες τις παγίδες τους. 

Η ταπείνωση είναι γέννημα της γνώσεως και η γνώση είναι γέννημα των πειρασμών. Σ' εκείνον που γνώρισε τον εαυτό του, δίνεται η γνώση των πάντων, και σ' εκείνον που υποτάχθηκε στο Θεό, θα υποταχθούν τα πάντα, όταν κυριαρχήσει η ταπείνωση στα μέλη του. Και είναι εύλογο. Από τους πολλούς πειρασμούς και την υπομονή σ' αυτούς γίνεται κανείς έμπειρος, και από αυτό γνωρίζει την αδυναμία του και τη δύναμη του Θεού. 

Και από τη γνώση της αδυναμίας του και της αγνωσίας που είχε άλλοτε ότι αγνοούσε εκείνα που έμαθε τώρα, καταλαβαίνει ότι όπως αυτά κάποτε τα αγνοούσε πραγματικά και δε γνώριζε ότι αγνοεί, έτσι είναι και άλλα πολλά, τα οποία ίσως μάθει αργότερα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτός λέει ότι αν δε γευθεί κανείς κάτι, δεν ξέρει τι στερείται. Εκείνος τώρα που γεύθηκε τη γνώση, γνωρίζει ότι είναι και άλλα που τα αγνοεί, και έτσι η γνώση του γίνεται πρόξενος ταπεινώσεως. 

Και πάλι, εκείνος που εννόησε τον εαυτό του ότι είναι κτίσμα μεταβλητό, ποτέ δεν υπερηφανεύεται σε τίποτε, γιατί κι αν ίσως έχει κάτι, το έχει από τον Κτίστη. Κανείς δεν επαινεί ένα σκεύος ότι αυτό έκανε τον εαυτό του εύχρηστο, αλλά επαινεί τον κατασκευαστή του. 

Κι όταν καταστραφεί το σκεύος, τότε κατηγορεί τον αίτιο της καταστροφής και όχι τον κατασκευαστή. Αν τώρα το σκεύος είναι λογικό, κατ' ανάγκην είναι και αυτεξούσιο. Άρα λοιπόν, των καλών χορηγητής είναι ο Ποιητής, όπως είναι αίτιος και της δημιουργίας· στην πτώση όμως και στην παρεκτροπή, αιτία είναι η προαίρεση του αυτεξουσίου. 

Όπως λοιπόν επαινείται κατά χάρη εκείνος που μένει αμετάτρεπτος, έτσι απευθύνεται και κατηγορία σ' εκείνον που δέχεται την κακία του φιδιού-διαβόλου. Βέβαια, έπαινος αρμόζει όχι σ' εκείνον που δέχεται δώρα, αλλά σ' Εκείνον που τα δίνει, μαζί με ευχαριστία. Ίσως πρέπει να επαινεθεί κατά χάρη κι εκείνος που έλαβε δώρα, γιατί έλαβε λόγω της προθέσεώς του εκείνα που δεν είχε, ή μάλλον για την ευγνωμοσύνη του προς τον Ευεργέτη. Και αν δεν συμβαίνει αυτό, όχι μόνο χάνει τους επαίνους, αλλά και καταδικάζεται για την αχαριστία του.

Κανείς δεν έχει τόση αναίδεια, ώστε να τολμά να λέει ότι όσα έλαβε δεν είναι δώρα, αλλά με πανουργία κατακρίνει όποιους δεν έγιναν τάχα σαν αυτόν, κλέβοντας έτσι τον έπαινο και καυχώμενος κρυφά· σαν να δείχνει ότι όσο πλούτο νομίζει πως έχει, τον πρόσφερε ο ίδιος στον εαυτό του και δεν τον έλαβε κατά χάρη.

Κι αν ίσως ένας τέτοιος άνθρωπος ευχαριστεί τον Δωρητή, μοιάζει με τον Φαρισαίο της παραβολής, καθώς λέει προς τον εαυτό του: «Σε ευχαριστώ που είμαι τούτο κι εκείνο»(Λουκ. 18, 11). Καλά λοιπόν είπε ο Ευαγγελιστής, ή μάλλον ο καρδιογνώστης Θεός, ότι ο Φαρισαίος έλεγε όχι προς το Θεό, αλλά προς τον εαυτό του. Γιατί κι αν ακόμη φαινόταν ότι μιλούσε προς το Θεό με το στόμα, αλλά Εκείνος που γνώριζε την υπερήφανη ψυχή του δεν είπε "προς το Θεό", αλλά είπε: «Στάθηκε ο Φαρισαίος και έλεγε προς τον εαυτό του»(Λουκ. 18, 11).

Το να λέει η Γραφή πολλές φορές τα ίδια ρητά η όμοιά τους, δεν είναι —λέει ο Χρυσόστομος— παλιλλογία ή πολυλογία, αλλά γίνεται για να εντυπωθεί ο λόγος στην καρδιά των ακροατών. Κι ο Ψαλμωδός από θείο πόθο επαναλάμβανε το κάθε ρητό και δεν ήθελε να το αφήσει, όπως εκείνοι που δε γεύθηκαν τη γλυκύτητά του και από την ακηδία τους καταπατούν και το ίδιο το ρητό, για να απαλλαγούν από το βάρος του.

Άραγε ένας τέτοιος άνθρωπος θα καρπωθεί ποτέ από τις θείες Γραφές κάτι το χρήσιμο; Μάλλον θα λάβει μόνο καταδίκη και σκοτισμό του νου καθώς ανοίγει θύρα στους δαίμονες που τον πολεμούν, σύμφωνα με το ρητό του Κυρίου: «Αν αυτά κάνουν στο χλωρό ξύλο, τι θα κάνουν στο ξερό;»(Λουκ. 23, 31), και: «Αν ο δίκαιος μόλις και σώζεται, πού θα φανεί ο άδικος και ασεβής;»(Παροιμ. 11, 31· Α΄ Πέτρ. 4, 18).

Και αν εκείνους που έχουν όλο το νου τους στη μνήμη του Θεού άυλο και ασχημάτιστο, τους πολεμούν οι δαίμονες, και αν χωρίς τη βοήθεια του Θεού μέσω της ταπεινοφροσύνης τους, δεν θα είχε η προσευχή τους τη δύναμη να ανεβεί, αλλά θα γύριζε πίσω άπρακτη, τι θα κάνομε εμείς οι άθλιοι που ούτε έστω προφορικά δεν προσευχόμαστε, ώστε να μας σπλαχνιστεί κάποτε ο Θεός, και να κάνει συγκατάβαση στην άγνοια και στην αδυναμία μας για την καλή μας διάθεση;

Για το ότι οι δαίμονες πολεμούν και τους τελείους, ας ακούσομε τι λέει ο άγιος Μακάριος. Λέει ότι κανείς δεν γίνεται τέλειος σ' αυτόν τον κόσμο, γιατί τότε δεν θα ήταν προκαταβολή εκείνο που δίνεται εδώ. Και φέρνει μαρτυρία έναν αδελφό, ο οποίος προσευχόταν μαζί με άλλους και ευθύς αρπάχθηκε στον ουρανό νοερά και είδε την άνω Ιερουσαλήμ και κατοικητήρια Αγίων.

Μετά που κατέβηκε, ξέπεσε από την αρετή και κατάντησε σε τέλεια απώλεια, γιατί νόμισε ότι κάτι κατόρθωσε και όχι ότι μάλλον έβαλε μεγαλύτερο χρέος, αφού αξιώθηκε τέτοιο ύψος, ενώ ήταν ανάξιος και χωμάτινος κατά τη φύση. Και πάλι ο ίδιος Άγιος είπε: «Γνώρισα πολλούς, και από την πείρα μου, καθώς συναναστράφηκα μαζί τους, γνωρίζω ακριβώς ότι κανείς εδώ δεν είναι τέλειος, αλλά και αν γίνει τελείως άυλος και ενώνεται σχεδόν με το Θεό, η αμαρτία πάλι τον ακολουθεί και ποτέ δεν εξαφανίζεται πριν από το θάνατο».

Και ο άγιος Νείλος είπε για κάποιον ότι προσευχόταν και, κατά παραχώρηση Θεού, για ωφέλεια δική του και πολλών άλλων, τον τίναζαν οι δαίμονες ψηλά, πιάνοντάς τον από τα χέρια και τα πόδια, και για να μην πάθει τίποτε το σώμα του πέφτοντας στη γη, τον δέχονταν σε μιά ψάθα. Και αφού το έκαναν αυτό επί πολύ, δεν μπόρεσαν να κατεβάσουν το νου του από τους ουρανούς. Άραγε, ένας τέτοιος άνθρωπος, πότε θα αισθανθεί ότι έχει ανάγκη τροφής; Ή πότε θα νιώσει την ανάγκη ψαλμωδίας ή αναγνώσεως; Εμείς όμως έχομε ανάγκη από αυτά για την αδυναμία του νου μας, αν και ούτε έτσι δε θέλομε να προσέχομε.

Αλοίμονο· ένας τέτοιος Άγιος αντιμετώπιζε πόλεμο, κι εμείς είμαστε αμέριμνοι για τον πόλεμο; Οι Άγιοι με την ταπείνωση φυλάγονται από τις παγίδες του διαβόλου, κι εμείς υπερηφανευόμαστε από άγνοια; Πραγματικά, άγνοια μεγάλη είναι το να υπερηφανεύεται κανείς για εκείνο που δεν έχει. Λέει ο αββάς Κασσιανός: «Τι έχεις, παρά ό,τι έλαβες δωρεάν από το Θεό ή με τις προσευχές κάποιων άλλων; Και αφού έλαβες, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 4, 7), τι καυχιέσαι σαν να μην έλαβες, αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος;».

Η ταπείνωση λοιπόν γεννιέται από τη γνώση, και η ίδια γεννά τη διάκριση, από την οποία γεννιέται η διόραση, που ο Προφήτης την ονομάζει "βουλή"(Ησ. 11, 2)· αυτή βλέπει τα πράγματα κατά φύση και έτσι νεκρώνεται ο νους από τον κόσμο μέσω της θεωρίας των κτισμάτων του Θεού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Μονή Βουλκάνου
Οι λόγοι είναι ένδεκα, και το ψηφίο λάμδα.. 
Η ταπείνωση γεννά το να διακρίνει κανείς 
τα αισθητά κτίσματα κατά φύση. 
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Είναι πολύ ωφέλιμο να ερωτά κανείς σε όλα, αλλ' όμως τους έμπειρους. Το να ερωτά κανείς τους απείρους είναι επικίνδυνο, γιατί δεν έχουν διάκριση. Η διάκριση γνωρίζει τον καιρό, τη χρήση, την κατάσταση του ανθρώπου, την ποσότητα, τη δύναμη, τη γνώση και την προαίρεση εκείνου που ερωτά, το σκοπό του Θεού και κάθε ρητού της θείας Γραφής, και άλλα πολλά.

Εκείνος που δεν έχει διάκριση, ίσως να κοπιάζει πολύ, αλλά δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτε. Αν βρεθεί κάποιος που την έχει, αυτός είναι οδηγός τυφλών και φως των σκοτισμένων(Ρωμ. 2, 19), και οφείλομε να αναθέσομε τα πάντα σ' αυτόν και να δεχόμαστε ό,τι μας λέει, και αν ακόμα δεν τα βλέπομε όπως εμείς τα θέλομε, από την απειρία μας. 

Εκείνος όμως που έχει τη διάκριση, φαίνεται απ' αυτό: μπορεί να κάνει όσους τον ακούνε να εννοούν τα λεγόμενα και χωρίς να θέλουν. Επειδή το Πνεύμα ερευνά και φανερώνει τα θεία πράγματα, αφού μπορεί να πείσει το νου να πιστέψει και χωρίς να θέλει, όπως στην περίπτωση του Ιωνά(Ιωνά 2, 1-3), του Ζαχαρία(Λουκ. 1, 18-20) και κάποιου Δαβίδ(Λειμωνάριο) που πριν γίνει μοναχός ήταν ληστής.
Τον τελευταίο ένας ΄Αγγελος τον εμπόδισε να λέει το παραμικρό πέρα από τον κανόνα του, όπου έψαλλε. Κι αν δεν υπάρχει κανείς στη γενιά μας να έχει διάκριση, επειδή λείπει η μητέρα της, η ταπείνωση, οφείλομε να προσευχόμαστε για κάθε εγχείρημα με πόνο, κατά τον Απόστολο(Α΄ Τιμ. 2, 8). Αν δηλαδή δεν έχομε "όσια χέρια", δηλαδή καθαρότητα ψυχής και σώματος, ας φροντίσομε τουλάχιστον να είμαστε καθαροί από μνησικακία και πονηρούς λογισμούς. 

Γιατί αυτό σημαίνει το αποστολικό: «να υψώνετε όσια χέρια σε προσευχή, χωρίς οργή και διαλογισμούς»(Α΄ Τιμ. 2, 8). Και ό,τι καταλαβαίνομε ότι είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, ας το εκτελούμε χωρίς πάθος· και αν ίσως δεν είναι πάρα πολύ καλό, αλλά για την άγνοιά μας και τον κατά Θεόν σκοπό μας θα μας λογαριασθεί για καλό από τη χάρη· αν πάλι υπάρχει πάθος, αλλά ας γίνει το θείο θέλημα, όπως είπαμε.

Και αυτά γίνονται κατ' ανάγκην, για την αγαθότητα του Θεού μόνον. Όπου όμως υπάρχει δικό μας θέλημα και όχι θεϊκό, εκεί είναι υπερηφάνεια και ο Θεός δεν ευχαριστείται, ούτε φανερώνει το θέλημά Του, για να μην καταδικαστεί κανείς περισσότερο, επειδή θα γνωρίζει, αλλά δε θα πράττει.

Γιατί όσα μας δίνει ο Θεός και όσα δεν μας δίνει, είναι προς το συμφέρον μας, ακόμη και αν εμείς σαν νήπιοι τα αγνοούμε. Δεν αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα Του σ' εκείνον που δεν καθάρισε τον εαυτό του από τα πάθη με τις σωματικές και ηθικές πράξεις, για να μην ξαναπέσει από τη συνήθεια στα πάθη και γίνει ένοχος ως ανάξιος της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος.

Αλλά όταν πολυκαιρίσει κανείς στην άσκηση και καθαρίσει πρώτα το σώμα του από την έμπρακτη αμαρτία, μικρή και μεγάλη, έπειτα την ψυχή του από κάθε επιθυμία και κάθε είδος θυμού, και τακτοποιήσει τα ήθη του με την καλή συνήθεια, ώστε να μην κάνει τίποτε παρά το θέλημα του νου με τις πέντε αισθήσεις, μήτε να δίνει εσωτερική συγκατάθεση σε τίποτε τέτοιο, και υποταχθεί στον εαυτό του, τότε και ο Θεός υποτάσσει σ' αυτόν τα πάντα, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, μέσω της απάθειας.

Γιατί πρέπει πρώτα κανείς να υποταχθεί στο νόμο του Θεού, και τότε υποτάσσονται σ' αυτόν εκείνα που είναι υποχείριά του, ώστε να βασιλεύει ο νους, όπως κτίσθηκε από την αρχή, με βασιλεία φρόνιμη, σώφρονα, ανδρεία και δίκαιη. Και άλλοτε καταπαύει το θυμό με τη μαλακότητα της επιθυμίας, ενώ άλλοτε κατευνάζει την επιθυμία με την αυστηρότητα του θυμού.

Και ξέρει ότι είναι αυτοκράτορας και όλα τα μέλη του εργάζονται κατά την εντολή του Θεού, και δεν εξαπατάται πλέον από τη λησμοσύνη και την άγνοια όπως πριν. Τότε λοιπόν από την συνεχή προσήλωση στο Θεό, γίνεται διορατικός και αρχίζει να προβλέπει τις στημένες παγίδες του διαβόλου και εκείνα που γίνονται με απάτη χωρίς να φαίνονται. Δεν προβλέπει όμως τα μέλλοντα όπως οι Προφήτες.

Αυτό είναι υπέρ τη φύση και παρέχεται προς το συμφέρον του λαού. Η διόραση όμως είναι φυσική και, όταν ο νους καθαρθεί, αυτή φανερώνεται σαν να σκεπαζόταν πρωτύτερα από σκοτάδι, λόγω της κυριαρχίας των παθών. Και με την ταπεινοφροσύνη έρχεται η χάρη και ανοίγει τον οφθαλμό της ψυχής που τύφλωσε ο διάβολος, και αμέσως αρχίζει κανείς να βλέπει τα πράγματα κατά φύση. Και δεν δελεάζεται πλέον από την εξωτερική θεωρία των πραγμάτων όπως πριν.

Τώρα βλέπει χωρίς εμπαθή προσκόλληση τον χρυσό, το ασήμι, τους πολύτιμους λίθους, και δεν πλανάται, ούτε κρίνει εσφαλμένα από εμπάθεια, αλλά γνωρίζει ότι αυτά προέρχονται από τη γη, όπως και τα υπόλοιπα υλικά του κόσμου, καθώς λένε οι άγιοι Πατέρες. Και βλέπει τον άνθρωπο και ξέρει ότι είναι από τη γη και στη γη πάλι θα επιστρέψει(Γεν. 3, 19).

Αυτά δεν τα συλλογίζεται έτσι επιφανειακά, όπως όλοι οι άνθρωποι που από την πείρα τα ξέρουν αυτά, αλλά επειδή τυραννούνται από τα πάθη, αποκτούν προσκόλληση στα πράγματα.

Αν όμως από οίηση νομίζει ότι χωρίς τους προηγούμενους κόπους και τις αρετές έφτασε να βλέπει τα πράγματα κατά φύση, αυτό δεν είναι θαυμαστό. Γιατί η οίηση γνωρίζει να κάνει και τυφλούς να νομίζουν ότι βλέπουν και ανόητους να κομπάζουν μάταια. Αν ήταν τόσο εύκολο να βλέπει κανείς τα πράγματα κατά φύση, με το να τα σκέφτεται μόνον, τότε θα ήταν περιττό το πένθος και η κάθαρση που πηγάζει από αυτό, όπως και η πολύτροπη άσκηση και η ταπείνωση και η θεία χάρη και η απάθεια. Αλλά δεν είναι έτσι, δεν είναι.

Αυτό βέβαια συμβαίνει ευκολότερα πολλές φορές στους πολύ απλούς που έχουν πολύ καθαρό το νου από τα πράγματα και τις πονηρίες του κόσμου, όταν τύχει να υποταχθούν σε τέτοιο έμπειρο πνευματικό πατέρα, ή πάλι όμοια με τους παλιούς Δικαίους, με τρόπο που οικονομεί η χάρη, προτού γνωρίσουν τα δεξιά ή τα αριστερά, δηλαδή το καλό ή το κακό, όπως λέει ο Σολομών(Γ΄ Βασ. 3, 7).

Για μας όμως που από τη νεαρή ηλικία δουλωθήκαμε στα πάθη και διαπράξαμε σχεδόν κάθε πονηρία και ραδιουργία με όλη μας την προθυμία, είναι αδύνατο, χωρίς να αφιερώσομε κόπο και χρόνο και χωρίς τη θεία βοήθεια, να λυτρωθούμε από αυτά τα κακά και να βλέπομε τα πράγματα κατά φύση.

Εκτός αν, όπως αγαπήσαμε τα πονηρά, αγαπήσομε και την απόκτηση των αρετών, και επιμεληθούμε με ζήλο να τις κατορθώσομε με έργο και λόγο. Αν και πολλές φορές ούτε τότε δεν μας ωφελεί η επιμέλειά μας αυτή, είτε γιατί δεν υπομένομε τους πειρασμούς ως το τέλος, είτε γιατί αγνοούμε το δρόμο ή το σκοπό, ή από οκνηρία, ή απιστία, ή από άλλο λόγο, και οι λόγοι είναι αναρίθμητοι.

Αφού είναι έτσι τα πράγματα και είμαστε υπερβολικά μακριά, πώς θα τολμήσομε να πούμε ότι φτάσαμε στο αρχικό κάλλος; Εκτός αν βρισκόμαστε σε πλάνη από αυταρέσκεια και αφανή απώλεια. Γιατί όπως η αυτομεμψία είναι αφανής προκοπή, λόγω του ότι βαδίζει κανείς καλά και δεν το αισθάνεται, έτσι και η οίηση και η αυταρέσκεια είναι αφανής απώλεια, γιατί γυρίζει κανείς πίσω και δεν το καταλαβαίνει. Και είναι εύλογο.

Στην κενόδοξη ψυχή επιστρέφουν ακόμη και τα πάθη που καθάρισε η χάρη. Όπως είπε ο Κύριος: «Όταν βγει το ακάθαρτο πνεύμα κλπ.»(Ματθ. 12, 43). Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή δεν υπάρχει εργασία πνευματική στον τόπο από τον οποίο βγήκε, ούτε ταπείνωση, γι' αυτό επιστρέφει το ακάθαρτο πνεύμα και ξανακατοικει μαζί με πολλά άλλα κακά και πολλά που από τη δουλεία τους είχε πριν απαλλαγεί η ψυχή. Ο νοών νοείτω.

Δε θέλει ο θείος λόγος να τα διασαφηνίσει όλα, ούτε πάλι να τα παραλείψει, αλλά όπως συμφέρει. Όπως λέει ο Χρυσόστομος, είναι μεγάλη ευεργεσία του Θεού και αυτή, το να υπάρχουν στις θείες Γραφές άλλα ευκολονόητα και αλλά δυσνόητα. και τούτο, για να ερχόμαστε με τα πρώτα σε πίστη και προθυμία και όχι επειδή δεν τα εννοούμε διόλου να καταλήγομε σε απιστία και ραθυμία, ενώ με τα άλλα να διεγειρόμαστε σε αναζήτηση και κόπο, να λυτρωνόμαστε από την αλαζονεία και να βρίσκομε την ταπείνωση, ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να τα εννοήσομε. Και έτσι και από τα δύο να κερδίζομε ταπείνωση και πόθο προς το Θεό, αν κατανοήσομε τις δωρεές του Θεού.

Αυτή λοιπόν είναι η πέμπτη θεωρία, για την οποία μιλούμε, και η ασφάλεια: το να μπορεί δηλαδή να βλέπει κανείς στην πράξη τα αισθητά κτίσματα και τους λογισμούς με τη διάκριση, και να μην αγνοούν οι εμπαθείς από κάποια πλάνη, και πράττουν κάτι παρά το σκοπό του Θεού, ή συγκατατίθενται στον λογισμό τους· αλλά και θάνατο αν αντιμετωπίζουν, να μη βγαίνουν από το θείο σκοπό με λόγο και έργο.

Αυτό βέβαια ειπώθηκε για το τέλος της γνώσεως· επειδή στην αρχή κανείς, ως μαθητής, εξ ανάγκης με την υπακοή πετυχαίνει το σκοπό, ή ίσως και λόγω της πρακτικής του εργασίας, καθώς τον έλκει η συνήθειά του σ' αυτήν. Και άλλοτε κατ' οικονομίαν πλανάται για λίγο και αμέσως επιστρέφει με μεγάλη ταπείνωση, ενώ άλλοτε από την οίηση φτάνει στην υπερηφάνεια.

Στην κατάσταση αυτή οφείλει να γνωρίζει ότι η χάρη τον παιδαγωγεί και τον διδάσκει να ταπεινωθεί και να μάθει από που παίρνει τη δύναμη και τη γνώση· για να μην έχομε πεποίθηση στον εαυτό μας, όπως λέει ο Απόστολος, αλλά σ' Αυτόν που ανασταίνει τους νεκρούς(Β΄ Κορ. 1, 9), πράγμα που και εδώ γίνεται.

Γιατί αν κανείς υπομένει δίχως να υπερηφανεύεται μήτε να οπισθοχωρεί από την αρετή, ανασταίνεται και αυτός από τη νέκρωση του σώματος και των πραγμάτων προς τη γνώση των όντων.

Όπως δηλαδή λέει ο Απόστολος(Ρωμ. 6, 4-6), ο άνθρωπος συσταυρώνεται, σωματικά με τις σωματικές πράξεις και ψυχικά με τις ψυχικές, κατόπιν συνθάπτεται με τη νέκρωση των αισθήσεων και τη γνώση των πραγμάτων κατά φύση, και ανασταίνεται με την απάθεια νοερά, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Άγιος Στέφανος, Μετέωρα
Στοιχείο το μι, και δωδέκατος λόγος
λοιπόν ο παρών. Των αισθητών κτισμάτων
δηλώνει αυτός της θεωρίας την πείρα,
που πρόωρα κανείς να ζητήσει δεν πρέπει.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Αν δεν αποκτήσει ο νους νέκρωση των παθών, δεν τον συμφέρει να έρθει στη θεωρία των αισθητών. Όταν βρίσκεται σε περισπασμούς και δε σχολάζει στη μελέτη των θείων Γραφών με γνώση και ησυχία, σκοτίζεται περισσότερο ο άνθρωπος από τη λησμοσύνη και φτάνει σιγά - σιγά στην άγνοια. 

Αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν είχε φτάσει ίσως πρωτύτερα σε νοερή γνώση, και μάλιστα αν η γνώση του ήρθε όχι από τη χάρη, χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος, αλλά έμαθε από την ανάγνωση και από τους έμπειρους τα μυστήρια αυτά.
Όπως δηλαδή όταν ο γεωργός δεν καλλιεργεί τη γη, αυτή χορταριάζει, και μάλιστα αν είναι γόνιμη, έτσι και ο νους αν δε σχολάζει στην προσευχή και στην ανάγνωση και δεν το έχει αυτό ως έργο, παχύνεται και φτάνει στην άγνοια. 

Και όπως όταν η γη δέχεται βροχές και ήλιο, δεν ωφελείται ο γεωργός αν δεν την σπείρει και δεν την παρακολουθεί, έτσι ούτε ο νους μπορεί να έχει τη γνώση χωρίς την ηθική πράξη, ακόμη και αν ίσως τα έλαβε αυτά από τη χάρη· αλλά μόλις στραφεί λίγο, από αμέλεια, προς τα πάθη, αμέσως πλανάται. Αν έχει τώρα και οίηση, έστω και λίγη, εγκαταλείπεται από τη χάρη. 

Γι' αυτό λοιπόν οι Πατέρες, μπορεί λόγω γηρατειών και αδυναμίας πολλές φορές να λιγόστεψαν τις σωματικές πράξεις, αλλά τις ψυχικές ποτέ. Γιατί αντί τις σωματικές πράξεις είχαν τη σωματική ασθένεια, που μπορούσε να ταλαιπωρήσει την σάρκα. Είναι όμως αδύνατο, χωρίς την ηθική πράξη να φυλάξει κανείς την ψυχή αναμάρτητη, για να φωτιστεί ο νους. 

Γιατί και ο γεωργός αλλάζει πολλές φορές τα εργαλεία ή ίσως και τα βάζει στην αποθήκη· τη γη όμως ποτέ δεν την αφήνει ακαλλιέργητη η άσπαρτη ή αφύτευτη, ή αφύλακτο τον καρπό, αν βέβαια θέλει να γευθεί από τον καρπό αυτό.

Αν τώρα κανείς είναι κλέφτης και ληστής και δεν θελήσει να μπει από τη θύρα, αλλά ανεβαίνει από αλλού, όπως λέει ο Κύριος(Ιω. 10, 1και 10), αυτόν δεν τον ακούνε τα πρόβατα, δηλαδή τα θεία νοήματα κατά τον θείο Μάξιμο. 

Γιατί ο κλέφτης δεν μπαίνει παρά για να κλέψει με την ακοή και να σφάξει τα νοήματα με την αλληγορία, μην μπορώντας να ερμηνεύει τη Γραφή, και θα απωλέσει και τον εαυτό του και τα νοήματα με την ψεύτικη γνώση του από την οίηση. 

Ενώ ο βοσκός κακοπαθεί μαζί με τα νοήματα ως καλός στρατιώτης του Χριστού(Β΄ Τιμ. 2, 3) κατά τον Απόστολο, με τη φύλαξη των θείων εντολών, και εισέρχεται από τη στενή πύλη(Ματθ. 7, 13), δηλαδή την ταπεινοφροσύνη, η οποία είναι θύρα της απάθειας. Και πριν καταξιωθεί να λάβει τη θεία χάρη, σχολάζει και μαθαίνει για όλα εξ ακοής. 

Και όταν έρχεται κάποιο νόημα που είναι λύκος με όψη προβάτου, το διώχνει με την αυτομεμψία λέγοντας: «Δεν ξέρω ποιος είσαι. Ο Θεός ξέρει». Αν το νόημα έρχεται με αναίδεια και ζητεί να γίνει δεκτό λέγοντας ότι «αν δε δέχεσαι τα νοήματα και δε διακρίνεις τα πράγματα, τότε δεν έχεις ούτε πίστη, ούτε γνώση», αποκρίνεται: «Και μωρός αν πεις ότι είμαι, ξέρω από τον ιερό Χρυσόστομο ότι ο μωρός σε τούτο τον κόσμο μπορεί να γίνει σοφός(Α΄ Κορ. 3, 18), κατά τον Απόστολο». 

Όπως λέει και ο Κύριος, οι άνθρωποι του κόσμου τούτου είναι πιο έξυπνοι στη γενιά τους από τα τέκνα της βασιλείας των ουρανών(Λουκ. 16, 8). Και πραγματικά. οι πρώτοι ποθούν να νικούν και να πλουτίζουν, να αλαζονεύονται και να δοξάζονται, να εξουσιάζουν και αλλά τέτοια· και αν ακόμη αποτύχουν και μένει ανώφελος ο κόπος τους, αλλά πάλι φροντίζουν περισσότερο από τη δύναμή τους γι' αυτά.

Ενώ τα "τέκνα της βασιλείας" θέλουν να έχουν τα αντίθετα από τα προηγούμενα, με τα οποία πολλές φορές από εδώ λαμβάνουν τον αρραβώνα της ουράνιας μακαριότητας και φροντίζουν πολύ, τουλάχιστον όσο οι προηγούμενοι, να λάβει ο νους ελευθερία κατά χάρη, με την οποία μπορεί να έχει τη μνήμη ανύστακτη και τα νοήματα, ή να γνωρίζει ότι τα νοήματά του μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές και από εκείνους που έχουν πείρα της πνευματικής γνώσεως, ή τουλάχιστον να αγνοεί με πολλή γνώση, λόγω απορίας.

Και να γνωρίζει ότι τα προηγούμενα νοήματα ήταν πειρασμοί για δοκιμή του αυτεξουσίου, ώστε ο ταπεινός να αποστρέφεται και να απιστεί στο δικό του λογισμό και σκοπό, ή μάλλον να φοβάται και να ερωτά με πολλά δάκρυα και να καταφεύγει στην ταπείνωση και στην αυτομεμψία, και να θεωρεί μεγάλη ζημία τη γνώση και τα χαρίσματα.

Αντίθετα, ο υπερήφανος επιδιώκει να στηρίξει τα δικά του νοήματα, χωρίς να ακούει τον Ιωάννη της Κλίμακος που λέει να μη ζητούμε πράγματα ενός καιρού πριν τον καιρό τους, ή τον άγιο Ισαάκ που διδάσκει: «Μην μπεις μέσα με αναίδεια, αλλά σιωπηλά ευχαρίστησε».

Επίσης τον Χρυσόστομο, που έμαθε από τον Απόστολο να λέει "δε γνωρίζω"(Β΄ Κορ. 12, 2-3), ή το Δαμασκηνό που είπε για τον Αδάμ, ότι δεν ήταν ακόμη καιρός να στραφεί στη θεωρία των νοητών. Γιατί τα αισθητήρια των νηπίων είναι αδύνατα για στέρεη τροφή, και έχουν ανάγκη από γάλα, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 5, 12-14).

Γι' αυτό ας μη ζητήσομε θεωρία σε καιρό που δεν είναι για θεωρία, αλλά πρώτα να αποκτήσομε τις μητέρες των αρετών μέσα μας, και θα έρθει μόνη της η γνώση, με τη χάρη του Χριστού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 214-216)