Γ΄ Τόμος
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Η αληθινή πίστη είναι θεμέλιο όλων των αγαθών και θύρα των μυστηρίων του Θεού και νίκη άκοπη των εχθρών, και πιο αναγκαία από κάθε άλλη αρετή, και φτερά της προσευχής, και κατοίκηση του Θεού μέσα στην ψυχή. Γι' αυτό όποιος ποθεί να την αποκτήσει, έχει χρέος να υπομένει κάθε δοκιμασία που θα του έρθει από τους εχθρούς και από τους πολλούς και ποικίλους λογισμούς, για τους οποίους κανείς δεν μπορεί να εννοήσει τελείως, ούτε να μιλά γι' αυτούς, ή να τους βρεί, παρά μονάχα ο εφευρέτης της κακίας διάβολος.
Αν όμως θελήσει κανείς, βάζει πάλι αρχή με τη μετάνοια. «Έπεσες;» λέει κάποιος άγιος· «Σήκω. Έπεσες πάλι; Και πάλι σήκω, χωρίς να απελπίζεσαι για τη σωτηρία σου ό,τι και να γίνει. Ούτε να παραδίνεις τον εαυτό σου θεληματικά στον εχθρό· αρκεί η υπομονή σου αυτή και η αυτομεμψία για να σωθείς». «Ήμαστε, λέει ο Απόστολος, και εμείς κάποτε ανόητοι και βαδίζαμε κατά τις επιθυμίες μας κλπ.»(Τίτ. 3,3).
Και συ λοιπόν μην απελπιστείς καθόλου, αγνοώντας τη βοήθεια του Θεού, γιατί μπορεί να κάνει όσα θέλει. Αλλά έλπισε σ' Αυτόν και θα κάνει ένα από τα εξής: ή με πειρασμούς και άλλους τρόπους, που γνωρίζει Εκείνος, θα προξενήσει τη διόρθωσή σου, ή θα δεχτεί την υπομονή και την ταπείνωσή σου αντί για άλλη πνευματική εργασία, ή μέσω της ελπίδας θα βρει φιλάνθρωπα κάποιον άλλο τρόπο για να σώσει την ψυχή σου που δεν έχει παρρησία. Μονάχα μην αφήσεις το Γιατρό, γιατί τότε θα υποστείς κακώς το διπλό θάνατο, επειδή δεν γνωρίζεις τον κρυφό σκοπό του Θεού.
Όπως είπαμε για τη γνώση, έτσι θα πούμε τώρα και για την πράξη. Ανάμεσα από έξι παγίδες περνά κάθε σωματική και ψυχική πράξη: δεξιά και αριστερά, δηλαδή ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη των κόπων πάνω και κάτω, δηλαδή ανάμεσα στην υψηλοφροσύνη και στην απόγνωση· εσωτερικά και εξωτερικά, δηλαδή ανάμεσα στην δειλία και στο θράσος, για το οποίο λέει ο Θεολόγος ότι απέχει πάρα πολύ από το θάρρος, αν και στο όνομα είναι παρόμοιο.
Στο μέσον αυτών των έξι παγίδων είναι η μετρημένη εργασία που γίνεται με ταπείνωση και υπομονή. Πρέπει να θαυμάσει κανείς τον ανθρώπινο νου, πώς μεταβάλλει μέσα του όλα τα όντα όπως θέλει, αν και αυτά είναι αμετάβλητα και σε άλλους έτσι ακριβώς μένουν. Και γι' αυτό δεν έχομε όλοι την ίδια διάθεση για τα όντα, αλλά ο καθένας όπως θέλει μεταχειρίζεται τα πράγματα, είτε ορθά, είτε άσχημα· τα αισθητά με το έργο, τα νοητά με το λόγο και το διαλογισμό.
Σε τέσσερις, όπως νομίζω, θεωρίες, ή καταστάσεις όπως τις λέει ο Θεολόγος, κατατάσσονται όλοι οι άνθρωποι. Άλλοι είναι καλά και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα, όπως όλοι οι Άγιοι και εκείνοι που έγιναν απαθείς. Άλλοι μόνον εδώ είναι καλά, γιατί ευεργετούνται ψυχικά ή σωματικά χωρίς να το αξίζουν, επειδή δεν έχουν ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη, όπως ο πλούσιος της παραβολής και οι όμοιοί του.
Άλλοι μόνον εδώ κολάζονται· εκείνοι δηλαδή που είναι πολύν καιρό άρρωστοι, όπως ο παράλυτος εκείνος και όσοι δέχονται αυτοπροαίρετα τους πειρασμούς ευχαριστώντας το Θεό. Άλλοι πάλι κολάζονται και εδώ και εκεί, όπως εκείνοι που πειράζονται εξαιτίας των δικών τους θελημάτων, όπως ο Ιούδας και οι όμοιοί του.
Και πάλι, τέσσερις διαθέσεις έχουν για τα αισθητά πράγματα. Άλλοι μισούν τα έργα του Θεού, όπως οι δαίμονες, και από την κακή τους προαίρεση τα κατηγορούν. Άλλοι τα αγαπούν σαν καλά, αλλά εμπαθώς, όπως τα άλογα ζώα, και δεν φροντίζουν διόλου για τη φυσική θεωρία ή την ευχαριστία του Θεού.
Άλλοι, σαν άνθρωποι, σύμφωνα με τη φύση και με γνώση πνευματική και ευχαριστία τα χρησιμοποιούν όλα με εγκράτεια. Άλλοι τέλος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση, σαν άγγελοι, τα θεωρούν όλα προς δόξαν του Δημιουργού και χρησιμοποιούν από αυτά μόνο τα αναγκαία για τη ζωή τους, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Τιμ.6,8).
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Ι.Μ. Ρουσάνου (Μετέωρα) |
Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει το νου, λέει ο Μέγας Βασίλειος, όσο η πονηρία, και τίποτε δε φωτίζει το νου, όσο η ανάγνωση στην ησυχία. Τίποτε δεν οδηγεί πιο γρήγορα στον πόνο της ψυχής, όσο η ενθύμηση του θανάτου.
Τίποτε δεν οδηγεί σε αφανή προκοπή, όσο η αυτομεμψία και το κόψιμο των θελημάτων· ούτε σε αφανή απώλεια, όσο η οίηση και η αυταρέσκεια· τίποτε δεν προξενεί την αποστροφή του Θεού και την τιμωρία του ανθρώπου, όσο ο γογγυσμός· ούτε την ευκολία στην αμαρτία, όσο η σύγχυση και η πολυλογία.
Δεν υπάρχει άλλος συντομότερος δρόμος για την απόκτηση της αρετής, από τη μόνωση και τη συγκέντρωση του νου. Ούτε για την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία, από τη μελέτη των δωρεών του Θεού και των δικών μας αμαρτιών. Ούτε για την αύξηση των ευεργεσιών, από τον έπαινό τους.
Τίποτε άλλο δεν προσφέρει τόσο συχνά σωτηρία ακούσια, όσο οι πειρασμοί. Ούτε υπάρχει πιο σύντομος δρόμος προς το Χριστό, δηλαδή προς την απάθεια και τη σοφία του Πνεύματος, από το βασιλικό δρόμο, εκείνον δηλαδή που σε όλα απέχει από υπερβολές και ελλείψεις.
Ούτε άλλη αρετή μπορεί να επιτύχει το θείο θέλημα τόσο, όσο η ταπεινοφροσύνη και η εγκατάλειψη κάθε δικού μας νοήματος και θελήματος. Ούτε υπάρχει άλλος συνεργός σε κάθε καλό έργο, σαν την καθαρή προσευχή. Ούτε άλλο εμπόδιο για απόκτηση των αρετών, σαν τον περισπασμό και το μετεωρισμό της διάνοιας, έστω κι αν είναι σε πολύ μικρό βαθμό.
Όση καθαρότητα έχει κανείς, τόσο φαίνεται ότι αμαρτάνει πιο πολύ, γιατί βλέπει. Και όσο πιο πολύ αμαρτάνει, τόσο σκοτίζεται, και ας φαίνεται ότι έχει καθαρότητα. Και πάλι, όση γνώση έχει, τόσο φαίνεται σαν να μην έχει. Και όσο δε γνωρίζει την άγνοιά του και τη μερική πνευματική του γνώση, τόσο νομίζει πώς είναι γνωστικός.
Και όσο υπομένει τις θλίψεις ο αγωνιστής, στο βαθμό αυτό θα νικήσει τον εχθρό. Και όσο καλό αγωνίζεται κανείς να κάνει σε μία ημέρα, τόσο χρεωστεί όλες τις ημέρες της ζωής του, λέει ο άγιος Μάρκος. Αν δηλαδή δική του είναι η δύναμη και η προθυμία, η χάρη είναι του Θεού. Και γι' αυτό, αφού μπορούσε όταν ήρθε η χάρη, τι καύχηση μπορεί να έχει ο άνθρωπος αυτός; Επειδή νομίζει ότι μπορεί μόνος του να κάνει κάτι καλό, και κατακρίνει άδικα εκείνους που δεν μπορούν.
Εκείνος που απαιτεί κάτι από τον πλησίον του, είναι πιο δίκαιο να απαιτεί από τον εαυτό του μάλλον. Όπως εκείνοι που αμαρτάνουν οφείλουν να τρέμουν γιατί παρόργισαν το Θεό, έτσι και αυτοί που τους σκέπασε και τους φύλαξε η χάρη για την αδυναμία τους και την ετοιμότητά τους προς απόγνωση, οφείλουν να τρέμουν περισσότερο γιατί χρεωστούν πολλά. Και όσο μεγάλος γκρεμός είναι η άγνοια των Γραφών, λέει ο άγιος Επιφάνιος, τόσο μεγαλύτερο κακό είναι η εν γνώσει παράβαση.
Είναι σπουδαιότερο να ευεργετεί κανείς μιά ψυχή με το λόγο παρά με την προσευχή και να κάνει υπομονή όταν αδικείται από τον πλησίον του, για να μη στενοχωρείται αυτός που αδικεί, αλλά να του ικανοποιήσει το θέλημα στον καιρό της ταραχής του, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος, και έτσι να σηκώνει το βάρος του πλησίον από ευσπλαχνία για την ψυχή του και να προσεύχεται γι' αυτόν, ποθώντας τη σωτηρία του και οποιοδήποτε άλλο αγαθό, σωματικό και ψυχικό.
Και αυτή είναι η καθαρή ανεξικακία, η οποία καθαρίζει την ψυχή και την ανυψώνει στο Θεό. Γιατί η θεραπεία του ανθρώπου είναι ανώτερη από κάθε εργασία και κάθε αρετή. Ούτε υπάρχει μεγαλύτερη και τελειότερη μεταξύ των αρετών από την αγάπη του πλησίον.
Σημάδι της αγάπης αυτής είναι όχι μόνο το να μην έχει κανείς κάτι που ο άλλος το έχει ανάγκη, αλλά και το θάνατο γι' αυτόν να υπομένει με χαρά, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Ιω. 15,13), και αυτά να τα θεωρεί σαν χρέος· και εύλογα.
Γιατί καθένας χρεωστεί να αγαπά τον πλησίον μέχρι θανάτου όχι μόνο γιατί έχει την ίδια φύση μ' αυτόν, αλλά και για το υπέρτιμο αίμα που έχυσε για μας ο Χριστός, που έδωσε και την εντολή της αγάπης του πλησίον. Μην είσαι φίλαυτος, λέει ο άγιος Μάξιμος, και θα είσαι φιλόθεος· μη γίνεσαι αυτάρεσκος, και θα είσαι φιλάδελφος.
Η αγάπη λοιπόν αυτή προξενείται από την ελπίδα. Η ελπίδα είναι να πιστεύει κανείς αδίστακτα με όλη τη διάνοια, ότι οπωσδήποτε θα επιτύχει εκείνο που ελπίζει. Και αυτή πάλι γεννιέται από τη βέβαιη πίστη, δηλαδή από το να μη φροντίζει κανείς διόλου για τη ζωή του ή το θάνατό του, αλλά όλη τη φροντίδα να την αφήσει στο Θεό, όπως προείπαμε για εκείνον που θέλει να επιτύχει την απάθεια με τα σημάδια, στα οποία η πίστη είναι θεμέλιο.
Όποιος έχει αυτή την πίστη, οφείλει να σκέφτεται ότι όπως ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και μαζί με αυτά, κι εμάς από την ανυπαρξία από άκρα αγαθότητα, έτσι θα οικονομήσει οπωσδήποτε και την ψυχή και το σώμα μας, όπως Αυτός γνωρίζει.
Ιερά Μονή Αγάθωνος |
Αλλά ας έχει θάρρος ο άνθρωπος αυτός· γιατί αν νικήσει τους πειρασμούς που έρχονται κατεπάνω του με τόση βία και συγκρατεί το νου του ώστε να μην υποχωρήσει στους λογισμούς που φυτρώνουν μέσα στην καρδιά του, θα νικήσει με μια όλα τα πάθη. Γιατί δεν είναι αυτός που νίκησε, αλλά ο Χριστός που ήρθε μέσα του με την πίστη. Γι' αυτούς τους ανθρώπους λέει ο Χριστός ότι «όποιος έχει πίστη σαν κόκκο σιναπιού κλπ.»(Λουκ. 17,6).
Αλλά και αν ο λογισμός του εξασθενήσει και υποχωρήσει, να μη δειλιάσει, ούτε να απελπιστεί, ούτε να νομίζει ότι προέρχονται από την ψυχή του εκείνα που λέγονται από τον αρχηγό του κακού, τον διάβολο. Αλλά να πράττει με επιμέλεια και υπομονή την κατά δύναμη εργασία των αρετών και τη φύλαξη των εντολών, με ησυχία και σχολή κατά Θεόν και αποχή από εκούσιους λογισμούς, ώστε αφού κινήσει ο εχθρός κάθε μηχανή και φαντασία νύχτα και ημέρα και δει ότι δεν προσέχει στα παιχνίδια και τα σχήματα και όλα τα νοήματα με τα οποία προσπαθεί να τον τρομάξει, ενώ δεν είναι άλλο παρά ψεύτικα παιχνίδια, να βαρεθεί και να φύγει.
Και αφού μάθει με την πείρα ο εργάτης των εντολών του Χριστού την αδυναμία του εχθρού, δεν φοβάται πλέον τις μηχανές του, αλλά κάνει ανεμπόδιστα ό,τι θέλει κατά το θέλημα του Θεού, γιατί με την πίστη στερεώνεται και βοηθείται από το Θεό, στον οποίο πίστεψε, όπως είπε ο Κύριος: «Όλα είναι δυνατά σ' όποιον πιστεύει»(Μαρκ. 9,23). Επειδή δεν είναι αυτός που πολεμά τον εχθρό, αλλά ο Θεός που φροντίζει γι' αυτόν μέσω της πίστεως, όπως λέει και ο Προφήτης: «Έχεις τον Ύψιστο ως καταφύγιό σου κλπ.»(Ψαλμ. 90,9).
Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φροντίζει πλέον καθόλου για τίποτε, γιατί γνωρίζει ότι «το ιππικό ετοιμάζεται για πόλεμο, αλλά από τον Κύριο θα έρθει η νίκη»(Παροιμ. 21,31), όπως λέει ο Σολομών.
Και με την πίστη έχει τόλμη και επιχειρεί τα πάντα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Απόκτησε πίστη και με αυτή θα καταπατήσεις τους εχθρούς σου». Γιατί δε ζει σαν αυτεξούσιος, αλλά οδηγείται σαν κάποιο κτήνος από το θέλημα του Θεού, όπως λέει ο Προφήτης: «Έγινα κοντά σου όπως το κτήνος και είμαι παντοτινά μαζί σου»(Ψαλμ. 72, 22-23). «Θέλεις, —λέει στό Θεό— να με αναπαύσεις δίνοντάς μου τη γνώση Σου; δεν αντιλέγω. Θέλεις πάλι για χάρη ταπεινώσεως να παραχωρήσεις να έχω πειρασμούς; Είμαι επίσης σύμφωνος· δεν έχω τίποτε δικό μου να κάνω.
Χωρίς Εσένα ούτε θα ερχόμουν από το μηδέν στην ύπαρξη, ούτε να ζήσω, ούτε να σωθώ μπορώ. Ό,τι θέλεις, κάνε στό πλάσμα Σου. Πιστεύω ότι επειδή είσαι αγαθός, θα κάνεις αγαθά σ' εμένα με τους τρόπους της θείας οικονομίας Σου, και αν ακόμη για το συμφέρον μου δεν τα γνωρίζω. Μα ούτε και είμαι άξιος να τα μάθω, ούτε ζητώ να τα μάθω για να έχω ανακούφιση· ίσως να μη με συμφέρει. Ούτε τολμώ να ζητήσω ελάφρυνση από κάποιο πόλεμο, μ' όλο που είμαι αδύνατος και με καταπονούν όλα, αφού δε γνωρίζω τι με συμφέρει.
Εσύ γνωρίζεις τα πάντα, και όπως γνωρίζεις, κάνε· μόνο να μην αποτύχω ό,τι και αν συμβεί, αλλά είτε θέλω, είτε δεν θέλω, σώσε με· κι αυτό πάλι αν σου αρέσει. Εγώ δεν έχω δικό μου θέλημα. Είμαι μπροστά Σου σαν άψυχος. Την ψυχή μου εμπιστεύομαι στα αμόλυντα χέρια Σου, και σ' αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα. Εσύ Κύριε όλα μπορείς και όλα γνωρίζεις και κάθε καλό θέλεις για όλους, και ποθείς πάντοτε τη σωτηρία μου. Και αυτό είναι φανερό από όλες τις ευεργεσίες, που έκανες και κάνεις πάντοτε σ' εμάς κατά χάρη, φανερά και κρυφά, όσες γνωρίζομε και όσες δεν γνωρίζομε, και από την ακατανόητη συγκατάβασή Σου σ' εμάς, Υιέ και Λόγε του Θεού.
Εγώ όμως ποιος είμαι που τολμώ να αναφέρομαι σε Σένα, καρδιογνώστη; Αλλά τα λέω αυτά για να γνωστοποιήσω στον εαυτό μου και στους εχθρούς ότι σε Σένα καταφεύγω, το λιμάνι της σωτηρίας μου. Ιδού έμαθα από τη χάρη Σου ότι Συ είσαι ο Θεός μου, και δεν τολμώ πλέον να λέω πολλά, αλλά θέλω μόνο να παρουσιάσω μπροστά σε Σένα το νου μου αργό, κουφό και άλαλο.
Όχι εγώ, η χάρη Σου εργάζεται το παν. Γιατί δεν γνωρίζω να έκανα ποτέ κανένα καλό, παρά πλήθη κακών, και γι' αυτά πέφτω μπροστά σε Σένα με το σχήμα του δούλου, επειδή με αξίωσες να μετανοώ και επειδή είμαι δούλος Σου και παιδί της δούλης Σου(Ψαλμ.115,7).
Αλλά μη με αφήσεις Κύριε μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, να κάνω ή να λέω ή να σκέφτομαι εκείνα που δεν θέλεις, γιατί μου φτάνει το πλήθος των προηγουμένων μου αμαρτιών· όπως θέλεις, ελέησέ με. Αμάρτησα, ελέησέ με όπως γνωρίζεις. Πιστεύω Κύριε ότι ακούς την ελεεινή μου αυτή φωνή. Βοήθησέ με στην απιστία μου(Μαρκ. 9,24), Εσύ που μου χάρισες τη ζωή και με αξίωσες να είμαι Χριστιανός.
Το θεωρώ πολύ μεγάλο, όπως λέει ο Ιωάννης ο Καρπάθιος, που με κάλεσες να γίνω μοναχός και Χριστιανός. Όπως είπες, Κύριε, σε κάποιον από τους δούλους Σου: "Είναι μεγάλη τιμή σου το ότι καλείσαι με το όνομά Μου"(Ησ. 49,6). Αυτό είναι καλύτερο σε μένα από όλες τις βασιλείες της γης και του ουρανού, μόνο να μην αποτύχω να καλούμαι με το γλυκύτατο όνομά Σου. Πολυέλεε Κύριε, σε ευχαριστώ, κλπ.», όπως τα έχομε γράψει προηγουμένως.
Όπως λοιπόν άλλα αναγνώσματα αρμόζουν στον πρακτικό και άλλα λόγια και δάκρυα και προσευχή, έτσι κι αυτή είναι διαφορετική πίστη από την πρώτη που γεννά την ησυχία. Γιατί εκείνη είναι πίστη της ακοής, ενώ αυτή είναι της θεωρίας, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και η θεωρία είναι πιο σίγουρη από την ακοή. Από τη φυσική γνώση γεννιέται η πρώτη και κοινή πίστη των ορθοδόξων, από την οποία γεννιέται η κατά Θεόν σχολή, όπως είπαμε, η νηστεία, η αγρυπνία, η ανάγνωση, η ψαλμωδία, η προσευχή και η ερώτηση των εμπείρων. Και από όλα αυτά γεννιούνται οι αρετές της ψυχής, δηλαδή η φύλαξη των εντολών και η τακτοποίηση των ηθών, από τις οποίες γεννιέται η μεγάλη πίστη, η ελπίδα και η τέλεια αγάπη, που αρπάζει το νου στο Θεό, όπως είπαμε, κατά την προσευχή, όταν κανείς ενώνεται με το Θεό νοερά, όπως λέει ο άγιος Νείλος.
Τα λόγια της προσευχής γράφτηκαν μιά φορά, για να απευθύνει πάντα την ίδια προσευχή εκείνος που θέλει να παραστήσει το νου του ακίνητο μπροστά στην Αγία και Ζωαρχική Τριάδα, πιστεύοντας ότι βλέπεται από Αυτήν, αν και είναι τελείως αδύνατο να βλέπει ο ίδιος το παραμικρό· να έχει το νου του άμορφο, ασχημάτιστο, αχρωμάτιστο, ατάραχο, απερίσπαστο, ακίνητο, άυλο, να μην βρίσκεται σε τίποτε απ' όσα νοούνται και κατανοούνται στην κτίση, αλλά μέσα σε μιά βαθιά ειρήνη και τέλεια αταραξία να συνομιλεί με το Θεό, και να έχει μόνο την αγία μνήμη Του, μέχρις ότου φτάσει στην αρπαγή του νου και καταξιωθεί να λέει όπως πρέπει την προσευχή του Κυρίου, το Πάτερ ημών, όπως έκαναν ο άγιος Φιλήμων, η αγία Ειρήνη, μαζί με τους αγίους Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Οσίους. Τα παραπέρα είναι αυταπάτη που γίνεται από υπερηφάνεια. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο, και ο νους που συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, έτσι πρέπει να είναι, για να αξιωθεί κατά χάρη να επιφοιτήσει επάνω του το Άγιο Πνεύμα.
Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δε βαδίζομε με την αίσθηση, αλλά με την πίστη(Β΄ Κορ. 5,7). Γι' αυτό οφείλομε να κάνομε πολύν καιρό στην άσκηση, για να σύρεται ο νους από την πολυκαιρία με πόθο στα θεία εξαιτίας της συνήθειας. Γιατί αν δε βρει ο νους κάτι ανώτερο από τα αισθητά πράγματα, δε στρέφει την επιθυμία του σ' αυτό, και δεν αφήνει εκείνα που συνήθισε από την πολυκαιρία. Όπως λοιπόν οι φιλάνθρωποι και απαθείς δεν βλάπτονται πολύ από τα πράγματα του βίου, γιατί τα διευθετούν καλά, έτσι και εκείνοι που έχουν μεγάλα χαρίσματα, γιατί αποδίδουν στο Θεό τα κατορθώματά τους.
Και αφού μάθει με την πείρα ο εργάτης των εντολών του Χριστού την αδυναμία του εχθρού, δεν φοβάται πλέον τις μηχανές του, αλλά κάνει ανεμπόδιστα ό,τι θέλει κατά το θέλημα του Θεού, γιατί με την πίστη στερεώνεται και βοηθείται από το Θεό, στον οποίο πίστεψε, όπως είπε ο Κύριος: «Όλα είναι δυνατά σ' όποιον πιστεύει»(Μαρκ. 9,23). Επειδή δεν είναι αυτός που πολεμά τον εχθρό, αλλά ο Θεός που φροντίζει γι' αυτόν μέσω της πίστεως, όπως λέει και ο Προφήτης: «Έχεις τον Ύψιστο ως καταφύγιό σου κλπ.»(Ψαλμ. 90,9).
Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φροντίζει πλέον καθόλου για τίποτε, γιατί γνωρίζει ότι «το ιππικό ετοιμάζεται για πόλεμο, αλλά από τον Κύριο θα έρθει η νίκη»(Παροιμ. 21,31), όπως λέει ο Σολομών.
Και με την πίστη έχει τόλμη και επιχειρεί τα πάντα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Απόκτησε πίστη και με αυτή θα καταπατήσεις τους εχθρούς σου». Γιατί δε ζει σαν αυτεξούσιος, αλλά οδηγείται σαν κάποιο κτήνος από το θέλημα του Θεού, όπως λέει ο Προφήτης: «Έγινα κοντά σου όπως το κτήνος και είμαι παντοτινά μαζί σου»(Ψαλμ. 72, 22-23). «Θέλεις, —λέει στό Θεό— να με αναπαύσεις δίνοντάς μου τη γνώση Σου; δεν αντιλέγω. Θέλεις πάλι για χάρη ταπεινώσεως να παραχωρήσεις να έχω πειρασμούς; Είμαι επίσης σύμφωνος· δεν έχω τίποτε δικό μου να κάνω.
Χωρίς Εσένα ούτε θα ερχόμουν από το μηδέν στην ύπαρξη, ούτε να ζήσω, ούτε να σωθώ μπορώ. Ό,τι θέλεις, κάνε στό πλάσμα Σου. Πιστεύω ότι επειδή είσαι αγαθός, θα κάνεις αγαθά σ' εμένα με τους τρόπους της θείας οικονομίας Σου, και αν ακόμη για το συμφέρον μου δεν τα γνωρίζω. Μα ούτε και είμαι άξιος να τα μάθω, ούτε ζητώ να τα μάθω για να έχω ανακούφιση· ίσως να μη με συμφέρει. Ούτε τολμώ να ζητήσω ελάφρυνση από κάποιο πόλεμο, μ' όλο που είμαι αδύνατος και με καταπονούν όλα, αφού δε γνωρίζω τι με συμφέρει.
Εσύ γνωρίζεις τα πάντα, και όπως γνωρίζεις, κάνε· μόνο να μην αποτύχω ό,τι και αν συμβεί, αλλά είτε θέλω, είτε δεν θέλω, σώσε με· κι αυτό πάλι αν σου αρέσει. Εγώ δεν έχω δικό μου θέλημα. Είμαι μπροστά Σου σαν άψυχος. Την ψυχή μου εμπιστεύομαι στα αμόλυντα χέρια Σου, και σ' αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα. Εσύ Κύριε όλα μπορείς και όλα γνωρίζεις και κάθε καλό θέλεις για όλους, και ποθείς πάντοτε τη σωτηρία μου. Και αυτό είναι φανερό από όλες τις ευεργεσίες, που έκανες και κάνεις πάντοτε σ' εμάς κατά χάρη, φανερά και κρυφά, όσες γνωρίζομε και όσες δεν γνωρίζομε, και από την ακατανόητη συγκατάβασή Σου σ' εμάς, Υιέ και Λόγε του Θεού.
Εγώ όμως ποιος είμαι που τολμώ να αναφέρομαι σε Σένα, καρδιογνώστη; Αλλά τα λέω αυτά για να γνωστοποιήσω στον εαυτό μου και στους εχθρούς ότι σε Σένα καταφεύγω, το λιμάνι της σωτηρίας μου. Ιδού έμαθα από τη χάρη Σου ότι Συ είσαι ο Θεός μου, και δεν τολμώ πλέον να λέω πολλά, αλλά θέλω μόνο να παρουσιάσω μπροστά σε Σένα το νου μου αργό, κουφό και άλαλο.
Όχι εγώ, η χάρη Σου εργάζεται το παν. Γιατί δεν γνωρίζω να έκανα ποτέ κανένα καλό, παρά πλήθη κακών, και γι' αυτά πέφτω μπροστά σε Σένα με το σχήμα του δούλου, επειδή με αξίωσες να μετανοώ και επειδή είμαι δούλος Σου και παιδί της δούλης Σου(Ψαλμ.115,7).
Αλλά μη με αφήσεις Κύριε μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, να κάνω ή να λέω ή να σκέφτομαι εκείνα που δεν θέλεις, γιατί μου φτάνει το πλήθος των προηγουμένων μου αμαρτιών· όπως θέλεις, ελέησέ με. Αμάρτησα, ελέησέ με όπως γνωρίζεις. Πιστεύω Κύριε ότι ακούς την ελεεινή μου αυτή φωνή. Βοήθησέ με στην απιστία μου(Μαρκ. 9,24), Εσύ που μου χάρισες τη ζωή και με αξίωσες να είμαι Χριστιανός.
Το θεωρώ πολύ μεγάλο, όπως λέει ο Ιωάννης ο Καρπάθιος, που με κάλεσες να γίνω μοναχός και Χριστιανός. Όπως είπες, Κύριε, σε κάποιον από τους δούλους Σου: "Είναι μεγάλη τιμή σου το ότι καλείσαι με το όνομά Μου"(Ησ. 49,6). Αυτό είναι καλύτερο σε μένα από όλες τις βασιλείες της γης και του ουρανού, μόνο να μην αποτύχω να καλούμαι με το γλυκύτατο όνομά Σου. Πολυέλεε Κύριε, σε ευχαριστώ, κλπ.», όπως τα έχομε γράψει προηγουμένως.
Όπως λοιπόν άλλα αναγνώσματα αρμόζουν στον πρακτικό και άλλα λόγια και δάκρυα και προσευχή, έτσι κι αυτή είναι διαφορετική πίστη από την πρώτη που γεννά την ησυχία. Γιατί εκείνη είναι πίστη της ακοής, ενώ αυτή είναι της θεωρίας, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και η θεωρία είναι πιο σίγουρη από την ακοή. Από τη φυσική γνώση γεννιέται η πρώτη και κοινή πίστη των ορθοδόξων, από την οποία γεννιέται η κατά Θεόν σχολή, όπως είπαμε, η νηστεία, η αγρυπνία, η ανάγνωση, η ψαλμωδία, η προσευχή και η ερώτηση των εμπείρων. Και από όλα αυτά γεννιούνται οι αρετές της ψυχής, δηλαδή η φύλαξη των εντολών και η τακτοποίηση των ηθών, από τις οποίες γεννιέται η μεγάλη πίστη, η ελπίδα και η τέλεια αγάπη, που αρπάζει το νου στο Θεό, όπως είπαμε, κατά την προσευχή, όταν κανείς ενώνεται με το Θεό νοερά, όπως λέει ο άγιος Νείλος.
Τα λόγια της προσευχής γράφτηκαν μιά φορά, για να απευθύνει πάντα την ίδια προσευχή εκείνος που θέλει να παραστήσει το νου του ακίνητο μπροστά στην Αγία και Ζωαρχική Τριάδα, πιστεύοντας ότι βλέπεται από Αυτήν, αν και είναι τελείως αδύνατο να βλέπει ο ίδιος το παραμικρό· να έχει το νου του άμορφο, ασχημάτιστο, αχρωμάτιστο, ατάραχο, απερίσπαστο, ακίνητο, άυλο, να μην βρίσκεται σε τίποτε απ' όσα νοούνται και κατανοούνται στην κτίση, αλλά μέσα σε μιά βαθιά ειρήνη και τέλεια αταραξία να συνομιλεί με το Θεό, και να έχει μόνο την αγία μνήμη Του, μέχρις ότου φτάσει στην αρπαγή του νου και καταξιωθεί να λέει όπως πρέπει την προσευχή του Κυρίου, το Πάτερ ημών, όπως έκαναν ο άγιος Φιλήμων, η αγία Ειρήνη, μαζί με τους αγίους Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Οσίους. Τα παραπέρα είναι αυταπάτη που γίνεται από υπερηφάνεια. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο, και ο νους που συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, έτσι πρέπει να είναι, για να αξιωθεί κατά χάρη να επιφοιτήσει επάνω του το Άγιο Πνεύμα.
Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δε βαδίζομε με την αίσθηση, αλλά με την πίστη(Β΄ Κορ. 5,7). Γι' αυτό οφείλομε να κάνομε πολύν καιρό στην άσκηση, για να σύρεται ο νους από την πολυκαιρία με πόθο στα θεία εξαιτίας της συνήθειας. Γιατί αν δε βρει ο νους κάτι ανώτερο από τα αισθητά πράγματα, δε στρέφει την επιθυμία του σ' αυτό, και δεν αφήνει εκείνα που συνήθισε από την πολυκαιρία. Όπως λοιπόν οι φιλάνθρωποι και απαθείς δεν βλάπτονται πολύ από τα πράγματα του βίου, γιατί τα διευθετούν καλά, έτσι και εκείνοι που έχουν μεγάλα χαρίσματα, γιατί αποδίδουν στο Θεό τα κατορθώματά τους.
Παναγία Αγιάσου- Λέσβος |
Σε όλους συμφέρει η ησυχία και η αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, περισσότερο όμως στους εμπαθείς και αδύνατους. Δεν μπορεί βέβαια ο νους με μόνη την πρακτική άσκηση να γίνει απαθής, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και πνευματικές θεωρίες.
Ούτε ο περισπασμός και το να είναι κανείς προϊστάμενος άλλων περνάνε χωρίς βλάβη, αν δεν αποκτήσει κανείς πρωτύτερα απάθεια από την αποφυγή.
Η μέριμνα του βίου και η σύγχυση βλάπτει συνήθως και τους τέλειους και τους απαθείς. Καμιά ωφέλεια δεν προέρχεται, όπως λέει ο Χρυσόστομος, από την εργασία του ανθρώπου, χωρίς την ουράνια βοήθεια.
Η μέριμνα του βίου και η σύγχυση βλάπτει συνήθως και τους τέλειους και τους απαθείς. Καμιά ωφέλεια δεν προέρχεται, όπως λέει ο Χρυσόστομος, από την εργασία του ανθρώπου, χωρίς την ουράνια βοήθεια.
Ούτε πάλι η ουράνια βοήθεια έρχεται σ' εκείνον που του λείπει η προαίρεση. Έχομε ανάγκη και από τα δύο, και από τη θεία βοήθεια και από την ανθρώπινη εργασία, και από την πράξη και από τη γνώση, και από το φόβο και από την ελπίδα, και από το πένθος και από την παρηγορία, και από δειλία και από ταπείνωση, και από διάκριση και από αγάπη.
Γι' αυτό, λένε, όλα τα του βίου είνα διπλά: ημέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, υγεία και ασθένεια, αρετή και κακία, ευκολία και δυσκολία, ζωή και θάνατος. Και από τα πρώτα οι αδύνατοι να αγαπούμε το Θεό, και από τα άλλα να αποφεύγομε την αμαρτία από φόβο των πειρασμών. Οι δυνατοί πάλι, εξαιτίας όλων αγαπούνε σαν πατέρα το Θεό, αναγνωρίζοντας ότι όλα είναι πολύ καλά(Γέν. 1,31) και προς το συμφέρον μας τα οικονομεί ο Θεός.
Και από τα ευχάριστα εγκρατεύονται, ενώ επιθυμούν τα δύσκολα, γιατί γνωρίζουν ότι με τα πρώτα ζωογονούνται τα σώματα προς δόξαν του Ποιητή, ενώ με τα άλλα θα βοηθηθούν οι ψυχές να σωθούν, από ανέκφραστο έλεος του Θεού.
Οι άνθρωποι διακρίνονται σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: σε δούλους, σε μισθωτούς και σε υιούς. Οι δούλοι δεν αγαπούν το αγαθό, αλλά για το φόβο των κολάσεων απέχουν από το κακό. Και αυτό, λέει ο άγιος Δωρόθεος, είναι βέβαια καλό, όχι όμως και ευάρεστο. Οι μισθωτοί αγαπούν το αγαθό και μισούν το πονηρό, αλλά με την ελπίδα να λάβουν μισθό. Οι υιοί τέλος, καθώς είναι τέλειοι, ούτε από φόβο των κολάσεων απέχουν από το πονηρό, αλλά έχουν έντονο μίσος γι' αυτό· ούτε το καλό κάνουν με την ελπίδα να ανταμειφθούν, αλλά το λογαριάζουν σαν χρέος τους.
Και αγαπούν την απάθεια, επειδή αυτή είναι μίμηση του Θεού και πρόξενος της κατοικήσεώς Του μέσα τους· μ' αυτήν απέχουν από κάθε κακία, ακόμα και αν δεν υπάρχει καμιά απειλή. Γιατί αν κανείς δε γίνει απαθής, δεν του στέλνει ο Άγιος Θεός το Άγιο Πνεύμα, για να μην ξαναπέσει στα πάθη, συρόμενος από τη συνήθεια, οπότε γίνεται ένοχος για την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και έχει μεγαλύτερη καταδίκη.
Αλλά όταν από την έξη της αρετής δεν έχει πλέον φιλία με τους εχθρούς, ούτε σύρεται από τη συνήθεια των παθών, τότε γίνεται μέτοχος της χάρης και μένει ακατάκριτος κατά την απόκτηση του χαρίσματος.
Γι' αυτό λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ότι δε μας φανερώνει ο Θεός το θέλημά Του για να μην το παρακούομε αφού το μάθομε, και έτσι καταδικαστούμε χειρότερα· αν και σαν νήπιοι δε γνωρίζομε την άπειρη του Θεού ευσπλαχνία προς εμάς τους αχάριστους.
Εκείνος, λέει, που θέλει να μάθει το θέλημα του Θεού, έχει χρέος να πεθάνει από όλο τον κόσμο και από τα θελήματά του σχετικά με όλα τα πράγματα. Γι' αυτό δεν πρέπει κανείς να κάνει όποιο πράγμα προκαλεί αμφιβολία, ή να το θεωρεί για καλό, εκτός αν δεν μπορεί να ζήσει ή να σωθεί χωρίς αυτό. Για να βεβαιωθεί λοιπόν τότε, χρειάζεται να ρωτήσει τους έμπειρους, με βέβαιη πίστη και προσευχή, εφόσον δεν έχει ακόμη την τέλεια απάθεια που κάνει το νου ισχυρό και ανίκητο σε κάθε καλό έργο.
Ώστε ο πόλεμος είναι μεγάλος, αλλά ο άνθρωπος διατηρείται αβλαβής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία»· και συνεχίζει ο Απόστολος: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός»(Β΄ Κορ. 12,9-10). Γιατί το να είναι κανείς απολέμητος, δεν είναι καλό. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, οι δαίμονες πολλές φορές υποχωρούν για διάφορους λόγους, για να στήσουν στον άνθρωπο ενέδρα, ή για να τον κάνουν να υπερηφανευτεί, αφήνοντάς του την έπαρση ή κάποιο άλλο κακό, και αρκούνται σ' αυτό, γιατί μπορεί να αναπληρώσει όλα τα άλλα πάθη.
Οι Πατέρες, όπως λέει το Γεροντικό, φύλαξαν τις εντολές, οι άλλοι ύστερα απ' αυτούς τις έγραψαν, εμείς όμως ό,τι έγραψαν τα βάλαμε στα ντουλάπια. Ή κι αν τα διαβάζομε, δε σχολάζομε στό να κατανοούμε τα λεγόμενα και να τα πράττομε, αλλά τα διαβάζομε σαν πάρεργο, ή νομίζομε ότι κάτι σπουδαίο κάνομε και υπερηφανευόμαστε· αγνοούμε ότι μάλλον μας περιμένει καταδίκη, αν δε τα πράττομε, όπως λέει ο Χρυσόστομος.
Και ο Κύριος λέει: «Όποιος γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του κλπ.»(Λουκ. 12,47). Ώστε καλή είναι η ανάγνωση και η γνώση, αλλά όταν οδηγούν σε μεγαλύτερη ταπείνωση. To ίδιο και η συμβουλή, όταν δεν εξετάζει κανείς τη ζωή του διδασκάλου, όπως λέει ο Θεολόγος: «Μη διερευνάς την αξιοπιστία αυτού που σε διδάσκει ή σου κηρύττει».
Και όπως λέει ο Κύριος: «Όσα σάς λένε οι ιερείς κλπ.»(Ματθ. 23,3). Αυτός που ερωτά δε ζημιώνεται καθόλου από τα έργα εκείνου που τον διδάσκει, αλλά ούτε βέβαια και ωφελείται, αν δεν πράττει όσα διδάσκεται. Το πέρα απ' αυτά είναι παρά φύση και αξιοκατάκριτο. Όπως λέει ο άγιος Ευστράτιος, ο Θεός σαν αγαθός και δίκαιος που είναι, με την αγαθότητά Του μας χαρίζει κάθε καλό όταν έχομε ευγνωμοσύνη, χρησιμοποιώντας σαν αγωγό —δίκαιο τάχα— την ευχαριστία μας.
Όταν όμως είμαστε αγνώμονες, τότε ξεπέφτομε από το αγαθό, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού. Ώστε η αγαθότητα και η δικαιοσύνη του Θεού προξενούν σ' εμάς κάθε καλό όταν ενεργούμε κατά φύση· όταν όμως κάνομε κακή χρήση, προξενούν αιώνια κόλαση.
Γι' αυτό, λένε, όλα τα του βίου είνα διπλά: ημέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, υγεία και ασθένεια, αρετή και κακία, ευκολία και δυσκολία, ζωή και θάνατος. Και από τα πρώτα οι αδύνατοι να αγαπούμε το Θεό, και από τα άλλα να αποφεύγομε την αμαρτία από φόβο των πειρασμών. Οι δυνατοί πάλι, εξαιτίας όλων αγαπούνε σαν πατέρα το Θεό, αναγνωρίζοντας ότι όλα είναι πολύ καλά(Γέν. 1,31) και προς το συμφέρον μας τα οικονομεί ο Θεός.
Και από τα ευχάριστα εγκρατεύονται, ενώ επιθυμούν τα δύσκολα, γιατί γνωρίζουν ότι με τα πρώτα ζωογονούνται τα σώματα προς δόξαν του Ποιητή, ενώ με τα άλλα θα βοηθηθούν οι ψυχές να σωθούν, από ανέκφραστο έλεος του Θεού.
Οι άνθρωποι διακρίνονται σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: σε δούλους, σε μισθωτούς και σε υιούς. Οι δούλοι δεν αγαπούν το αγαθό, αλλά για το φόβο των κολάσεων απέχουν από το κακό. Και αυτό, λέει ο άγιος Δωρόθεος, είναι βέβαια καλό, όχι όμως και ευάρεστο. Οι μισθωτοί αγαπούν το αγαθό και μισούν το πονηρό, αλλά με την ελπίδα να λάβουν μισθό. Οι υιοί τέλος, καθώς είναι τέλειοι, ούτε από φόβο των κολάσεων απέχουν από το πονηρό, αλλά έχουν έντονο μίσος γι' αυτό· ούτε το καλό κάνουν με την ελπίδα να ανταμειφθούν, αλλά το λογαριάζουν σαν χρέος τους.
Και αγαπούν την απάθεια, επειδή αυτή είναι μίμηση του Θεού και πρόξενος της κατοικήσεώς Του μέσα τους· μ' αυτήν απέχουν από κάθε κακία, ακόμα και αν δεν υπάρχει καμιά απειλή. Γιατί αν κανείς δε γίνει απαθής, δεν του στέλνει ο Άγιος Θεός το Άγιο Πνεύμα, για να μην ξαναπέσει στα πάθη, συρόμενος από τη συνήθεια, οπότε γίνεται ένοχος για την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και έχει μεγαλύτερη καταδίκη.
Αλλά όταν από την έξη της αρετής δεν έχει πλέον φιλία με τους εχθρούς, ούτε σύρεται από τη συνήθεια των παθών, τότε γίνεται μέτοχος της χάρης και μένει ακατάκριτος κατά την απόκτηση του χαρίσματος.
Γι' αυτό λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ότι δε μας φανερώνει ο Θεός το θέλημά Του για να μην το παρακούομε αφού το μάθομε, και έτσι καταδικαστούμε χειρότερα· αν και σαν νήπιοι δε γνωρίζομε την άπειρη του Θεού ευσπλαχνία προς εμάς τους αχάριστους.
Εκείνος, λέει, που θέλει να μάθει το θέλημα του Θεού, έχει χρέος να πεθάνει από όλο τον κόσμο και από τα θελήματά του σχετικά με όλα τα πράγματα. Γι' αυτό δεν πρέπει κανείς να κάνει όποιο πράγμα προκαλεί αμφιβολία, ή να το θεωρεί για καλό, εκτός αν δεν μπορεί να ζήσει ή να σωθεί χωρίς αυτό. Για να βεβαιωθεί λοιπόν τότε, χρειάζεται να ρωτήσει τους έμπειρους, με βέβαιη πίστη και προσευχή, εφόσον δεν έχει ακόμη την τέλεια απάθεια που κάνει το νου ισχυρό και ανίκητο σε κάθε καλό έργο.
Ώστε ο πόλεμος είναι μεγάλος, αλλά ο άνθρωπος διατηρείται αβλαβής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία»· και συνεχίζει ο Απόστολος: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός»(Β΄ Κορ. 12,9-10). Γιατί το να είναι κανείς απολέμητος, δεν είναι καλό. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, οι δαίμονες πολλές φορές υποχωρούν για διάφορους λόγους, για να στήσουν στον άνθρωπο ενέδρα, ή για να τον κάνουν να υπερηφανευτεί, αφήνοντάς του την έπαρση ή κάποιο άλλο κακό, και αρκούνται σ' αυτό, γιατί μπορεί να αναπληρώσει όλα τα άλλα πάθη.
Οι Πατέρες, όπως λέει το Γεροντικό, φύλαξαν τις εντολές, οι άλλοι ύστερα απ' αυτούς τις έγραψαν, εμείς όμως ό,τι έγραψαν τα βάλαμε στα ντουλάπια. Ή κι αν τα διαβάζομε, δε σχολάζομε στό να κατανοούμε τα λεγόμενα και να τα πράττομε, αλλά τα διαβάζομε σαν πάρεργο, ή νομίζομε ότι κάτι σπουδαίο κάνομε και υπερηφανευόμαστε· αγνοούμε ότι μάλλον μας περιμένει καταδίκη, αν δε τα πράττομε, όπως λέει ο Χρυσόστομος.
Και ο Κύριος λέει: «Όποιος γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του κλπ.»(Λουκ. 12,47). Ώστε καλή είναι η ανάγνωση και η γνώση, αλλά όταν οδηγούν σε μεγαλύτερη ταπείνωση. To ίδιο και η συμβουλή, όταν δεν εξετάζει κανείς τη ζωή του διδασκάλου, όπως λέει ο Θεολόγος: «Μη διερευνάς την αξιοπιστία αυτού που σε διδάσκει ή σου κηρύττει».
Και όπως λέει ο Κύριος: «Όσα σάς λένε οι ιερείς κλπ.»(Ματθ. 23,3). Αυτός που ερωτά δε ζημιώνεται καθόλου από τα έργα εκείνου που τον διδάσκει, αλλά ούτε βέβαια και ωφελείται, αν δεν πράττει όσα διδάσκεται. Το πέρα απ' αυτά είναι παρά φύση και αξιοκατάκριτο. Όπως λέει ο άγιος Ευστράτιος, ο Θεός σαν αγαθός και δίκαιος που είναι, με την αγαθότητά Του μας χαρίζει κάθε καλό όταν έχομε ευγνωμοσύνη, χρησιμοποιώντας σαν αγωγό —δίκαιο τάχα— την ευχαριστία μας.
Όταν όμως είμαστε αγνώμονες, τότε ξεπέφτομε από το αγαθό, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού. Ώστε η αγαθότητα και η δικαιοσύνη του Θεού προξενούν σ' εμάς κάθε καλό όταν ενεργούμε κατά φύση· όταν όμως κάνομε κακή χρήση, προξενούν αιώνια κόλαση.
Παναγία Σπηλιανή, Σάμος |
Και συ λοιπόν μην απελπιστείς καθόλου, αγνοώντας τη βοήθεια του Θεού, γιατί μπορεί να κάνει όσα θέλει. Αλλά έλπισε σ' Αυτόν και θα κάνει ένα από τα εξής: ή με πειρασμούς και άλλους τρόπους, που γνωρίζει Εκείνος, θα προξενήσει τη διόρθωσή σου, ή θα δεχτεί την υπομονή και την ταπείνωσή σου αντί για άλλη πνευματική εργασία, ή μέσω της ελπίδας θα βρει φιλάνθρωπα κάποιον άλλο τρόπο για να σώσει την ψυχή σου που δεν έχει παρρησία. Μονάχα μην αφήσεις το Γιατρό, γιατί τότε θα υποστείς κακώς το διπλό θάνατο, επειδή δεν γνωρίζεις τον κρυφό σκοπό του Θεού.
Όπως είπαμε για τη γνώση, έτσι θα πούμε τώρα και για την πράξη. Ανάμεσα από έξι παγίδες περνά κάθε σωματική και ψυχική πράξη: δεξιά και αριστερά, δηλαδή ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη των κόπων πάνω και κάτω, δηλαδή ανάμεσα στην υψηλοφροσύνη και στην απόγνωση· εσωτερικά και εξωτερικά, δηλαδή ανάμεσα στην δειλία και στο θράσος, για το οποίο λέει ο Θεολόγος ότι απέχει πάρα πολύ από το θάρρος, αν και στο όνομα είναι παρόμοιο.
Στο μέσον αυτών των έξι παγίδων είναι η μετρημένη εργασία που γίνεται με ταπείνωση και υπομονή. Πρέπει να θαυμάσει κανείς τον ανθρώπινο νου, πώς μεταβάλλει μέσα του όλα τα όντα όπως θέλει, αν και αυτά είναι αμετάβλητα και σε άλλους έτσι ακριβώς μένουν. Και γι' αυτό δεν έχομε όλοι την ίδια διάθεση για τα όντα, αλλά ο καθένας όπως θέλει μεταχειρίζεται τα πράγματα, είτε ορθά, είτε άσχημα· τα αισθητά με το έργο, τα νοητά με το λόγο και το διαλογισμό.
Σε τέσσερις, όπως νομίζω, θεωρίες, ή καταστάσεις όπως τις λέει ο Θεολόγος, κατατάσσονται όλοι οι άνθρωποι. Άλλοι είναι καλά και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα, όπως όλοι οι Άγιοι και εκείνοι που έγιναν απαθείς. Άλλοι μόνον εδώ είναι καλά, γιατί ευεργετούνται ψυχικά ή σωματικά χωρίς να το αξίζουν, επειδή δεν έχουν ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη, όπως ο πλούσιος της παραβολής και οι όμοιοί του.
Άλλοι μόνον εδώ κολάζονται· εκείνοι δηλαδή που είναι πολύν καιρό άρρωστοι, όπως ο παράλυτος εκείνος και όσοι δέχονται αυτοπροαίρετα τους πειρασμούς ευχαριστώντας το Θεό. Άλλοι πάλι κολάζονται και εδώ και εκεί, όπως εκείνοι που πειράζονται εξαιτίας των δικών τους θελημάτων, όπως ο Ιούδας και οι όμοιοί του.
Και πάλι, τέσσερις διαθέσεις έχουν για τα αισθητά πράγματα. Άλλοι μισούν τα έργα του Θεού, όπως οι δαίμονες, και από την κακή τους προαίρεση τα κατηγορούν. Άλλοι τα αγαπούν σαν καλά, αλλά εμπαθώς, όπως τα άλογα ζώα, και δεν φροντίζουν διόλου για τη φυσική θεωρία ή την ευχαριστία του Θεού.
Άλλοι, σαν άνθρωποι, σύμφωνα με τη φύση και με γνώση πνευματική και ευχαριστία τα χρησιμοποιούν όλα με εγκράτεια. Άλλοι τέλος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση, σαν άγγελοι, τα θεωρούν όλα προς δόξαν του Δημιουργού και χρησιμοποιούν από αυτά μόνο τα αναγκαία για τη ζωή τους, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Τιμ.6,8).
Παναγία Χρυσοσκαλίτισσα- Χανιά |
Γι' αυτό έχομε χρέος να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό όλοι οι άνθρωποι, για τις ευεργεσίες Του, τις γενικές και τις ειδικές, τις ψυχικές και τις σωματικές. Οι γενικές είναι τα τέσσερα στοιχεία (ο αέρας, το χώμα, το νερό και η φωτιά) και όλα όσα προέρχονται από αυτά, και όλα τα θαυμάσια και εξαίσια πράγματα του Θεού που περιέχονται στις θείες Γραφές.
Οι ειδικές είναι όσα έδωσε ο Θεός ιδιαιτέρως στον καθένα· είτε πλούτο για ελεημοσύνη, είτε φτώχεια για υπομονή με ευχαριστία, είτε εξουσία για απονομή δικαιοσύνης και ενίσχυση της αρετής, είτε υποταγή και δουλεία για άμεση σωτηρία ψυχής, είτε υγεία για βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη και για θεάρεστη εργασία, είτε ασθένεια για το στεφάνι της υπομονής, είτε γνώση και δύναμη για την απόκτηση αρετών, είτε αδυναμία και άγνοια για υποταγή με ησυχία και ταπείνωση και αποφυγή των πραγμάτων, είτε αθέλητη στέρηση της περιουσίας για θεληματική σωτηρία και βοήθεια προς εκείνους που δεν μπορούν να φτάσουν στην τελειότητα της ακτημοσύνης, ή τουλάχιστο για ελεημοσύνη, είτε άνεση και ευημερία, για εκούσιο αγώνα και κόπο στο στίβο των αρετών, ώστε να γίνομε απαθείς και να σώσομε και άλλες ψυχές, είτε πειρασμό και δυσκολία για να σωθούν και χωρίς να θέλουν όσοι δεν μπορούν να κόψουν τα θελήματά τους, ή για την τελειότητα εκείνων που μπορούν να κάνουν υπομονή με χαρά.
Όλα λοιπόν τα παραπάνω, αν και είναι αντίθετα μεταξύ τους, είναι πάρα πολύ καλά όταν αντιμετωπισθούν σωστά· όταν όμως δεν αντιμετωπισθούν όπως πρέπει, δεν είναι καλά, αλλά μάλλον βλαβερά στην ψυχή και στο σώμα.
Καλύτερο από όλα είναι η υπομονή στις θλίψεις. Εκείνος που αξιώθηκε να έχει αυτό το μεγάλο χάρισμα, οφείλει να ευχαριστεί το Θεό, γιατί ευεργετήθηκε περισσότερο από όλους· έγινε μιμητής του Χριστού και των αγίων Αποστόλων Του, των Μαρτύρων και των Οσίων, γιατί έλαβε μεγάλη δύναμη και γνώση από το Θεό να απέχει θεληματικά από τα ευχάριστα και να επιθυμεί μάλλον τα δύσκολα με την αποκοπή των θελημάτων του και την άρνηση όσων νοημάτων δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να κάνει και να νοεί πάντοτε τα θεάρεστα.
Και όσοι αξιώθηκαν να μεταχειρισθούν τα πράγματα σύμφωνα με τη φύση τους, οφείλουν να ευχαριστούν πολύ το Θεό με μεγάλη ταπείνωση, γιατί ελευθερώθηκαν από τα παρά φύση και την παράβαση των εντολών, με τη χάρη του Θεού.
Εμείς όμως που είμαστε ακόμη εμπαθείς και κάνομε κακή χρήση των πραγμάτων, επειδή ενεργούμε παρά φύση, έχομε χρέος να ευχαριστούμε πολύ τον Ευεργέτη με όλη την ευγνωμοσύνη μας και να θαυμάζομε την ανείπωτη μακροθυμία Του, γιατί αν και παρακούομε τις εντολές Του και κάνομε κακή χρήση των πραγμάτων και αποστρεφόμαστε τις δωρεές Του, ανέχεται την αγνωμοσύνη μας και δεν παύει να μας ευεργετεί, αλλά περιμένει την επιστροφή και τη μετάνοιά μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή.
Ώστε οφείλομε να τον ευχαριστούμε όλοι οι άνθρωποι, όπως έχει λεχθεί: «Να ευχαριστείτε το Θεό για το κάθε τι»(Α΄ Θεσ. 5,18). Και από αυτό θα εκπληρωθεί άλλος λόγος του Αποστόλου: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα»(Α΄ Θεσ. 5,17), δηλαδή το να έχομε τη μνήμη του Θεού σε κάθε καιρό και τόπο και πράγμα. Ό,τι και να κάνει κανείς, χρεωστεί να θυμάται τον Ποιητή του κάθε πράγματος. Για παράδειγμα, βλέπεις το φως, μη λησμονήσεις Εκείνον που σου το χάρισε. Βλέπεις ουρανό και γη, θάλασσα και όλα τα δημιουργήματα, θαύμασε και δόξασε τον Δημιουργό τους.
Φόρεσες ρούχο, γνώριζε Εκείνον που σου το χάρισε και ύμνησέ Τον που προνοεί για τη ζωή σου. Και γενικά, κάθε κίνηση να σου γίνεται αφορμή να δοξάζεις το Θεό, και ιδού, προσεύχεσαι αδιάλειπτα. Και από όλα αυτά χαίρεται πάντοτε η ψυχή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου(Α΄ Θεσ. 5,16). Γιατί η μνήμη του Θεού ευφραίνει την ψυχή, λέει ο άγιος Δωρόθεος, φέρνοντας μάρτυρα και τον Δαβίδ που λέει: «Σκέφτηκα το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76,4).