Σελίδες

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Πίστη      
Ο πιστός χριστιανός, έλεγε κάποιος Πατήρ, βαδίζει το δρόμο του Θεού, βιάζοντας διαρκώς τον εαυτό του ν’ αποφεύγει το κακό και να πράττει το αγαθό. Αυτός κατέχει θέση ομολογητού. 
Τον καιρό που ο Αββάς Λώτ ήταν νέος κι αρχάριος στην ασκητική ζωή, ο Αββάς Ιωσήφ, ο Γέροντάς του, τού έδινε συχνά αυτή τη συμβουλή: -Δε θα γίνεις ποτέ καλός Μοναχός, του έλεγε, αν δεν διατηρήσεις άσβεστη στην καρδιά σου τη φλόγα της πίστεως. Αυτή θα σε φωτίζει να περιφρονείς τιμές και αναπαύσεις. Να κόβεις τα θελήματά σου και να φυλάττεις όλες γενικώς τις θείες εντολές.
 

Οι αδελφοί κάποιας σκήτης περικύκλωσαν έναν από τους εκεί Πατέρες, για ν’ ακούσουν λόγο πνευματικό από το στόμα του. -Γιατί η ψυχή δεν προσελκύεται από τις υποσχέσεις του Θεού, αλλ’ ευκολότερα παρασύρεται από τις απατηλές του κόσμου; ρώτησε κάποιος. -Γιατί δεν έχει πίστη, αποκρίθηκε ο Γέροντας. Όταν δια της πίστεως γευθεί η ψυχή τα ουράνια αγαθά, είναι αδύνατον πια να παρασυρθεί από τη ματαιότητα του κόσμου.
 

Έστειλε μια φορά τον υποτακτικό του ο Αββάς Δωρόθεος ο Θηβαίος, να φέρει νερό από το πηγάδι. Καθώς έσκυψε εκείνος να τραβήξει, είδε μέσα μια μεγάλη ασπίδα (δηλητηριώδες ερπετό). Άφησε συγχυσμένος τον κουβά κι έτρεξε στο Γέροντά του. -Αββά, χαθήκαμε. Το νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρήκα ασπίδα στο πηγάδι. -Κι αν ο διάβολος αποφασίσει να ρίξει ασπίδες σ’ όλα τα πηγάδια, εσύ θα πεθάνεις από τη δίψα; Ρώτησε ο Γέροντας κουνώντας το κεφάλι του για τη δειλία του υποτακτικού του. Ύστερα πήγε στο πηγάδι, πήρε τον κάδο κι έβγαλε μόνος του νερό. Έκανε το σημείο του σταυρού και ήπιε πρώτος, κατόπιν έδωσε στον υποτακτικό του. -Όπου υπάρχει σταυρός, είπε, δε μπορεί να σταθεί η κακία του εχθρού.
 

Ο δειλός άνθρωπος, διδάσκει ο σοφός Ισαάκ ο Σύρος, πάσχει κυρίως από δύο ψυχικές ασθένειες. Από ολιγοπιστία κι από φιλοσωματία. Όποιος αγωνίζεται να νικήσει αυτά τα δύο μεγάλα κακά είναι φανερό πως πιστεύει ολόψυχα στον Θεό κι είναι έτοιμος να δεχθεί όλα τα δυσάρεστα που τυχόν Εκείνος θα παραχωρήσει. Η υπερβολική τόλμη πάλι και καταφρόνηση των κινδύνων γεννώνται ή από μεγάλη πίστη στο Θεό ή από τη σκληροκαρδία του ανθρώπου. Και τη σκληροκαρδία ακολουθεί απαραιτήτως η υπερηφάνεια, την πίστη όμως η αληθινή ταπεινοσύνη.
 

Ένας αρχάριος μοναχός που πήγε να εξομολογηθεί σε κάποιον Γέροντα, ανάμεσα στ’ άλλα του έκανε κι αυτή την ερώτηση: -Γιατί, Αββά μου, πέφτω τόσο συχνά σε αμέλεια; -Σου λείπει η πίστη που θα σε έκανε να βλέπεις παντού τον Θεό, γι’ αυτό μπορείς να μεριμνάς και ν’ αμελείς τη σωτηρία σου, εξήγησε πολύ σοφά ο διακριτικός Γέροντας.
 

Ο Όσιος Βενιαμίν, Ησυχαστής στο όρος της Νιτρίας, είχε μεγάλη αφοσίωση και πίστη στο Θεό. Ογδόντα χρόνια έζησε στην έρημο με προσευχή και άσκηση και αξιώθηκε να λάβει χαρίσματα πνευματικά. Να διώχνει πονηρά πνεύματα και να θεραπεύει όλες τις αρρώστιες. Λίγους μήνες, προτού φύγει από τον κόσμο αυτός ο Όσιος, έπαθε υδρωπικία. Τόσο πολύ διωγκώθηκε το σώμα του, που ήταν θέαμα φρικτό. Οι Αδελφοί που τον επισκέπτοντο γύριζαν αλλού το πρόσωπο, γιατί τους έπιανε λιποψυχία να τον βλέπουν. Αντί λοιπόν να τον ανακουφίζουν και να τον παρηγορούν, τον άκουγαν να τους στηρίζει μ’ αυτά τα λόγια: -Προσεύχεσθε, Αδελφοί μου, να μην υδρωπιάσει ο μέσα άνθρωπος. Το σώμα τούτο ούτε όταν έθαλλε επρόσφερε καμμία ωφέλεια στην ψυχή, ούτε τώρα που πάσχει έχει τη δύναμη να τη βλάψει. Και το σπουδαιότερο, ενώ ο ίδιος υπέφερε από αφόρητους πόνους, εξακολουθούσε μέχρι την τελευταία του πνοή να θεραπεύει τους αρρώστους που του πήγαιναν στο κελλί του.

Ανεξικακία    
Κάποιος σοφός πατήρ λέει: «Εκείνος που αδικείται και συγχωρεί, ομοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος που δεν αδικεί μεν, αλλ’ ούτε να αδικείται του αρέσει, είναι στη θέση του Αδάμ. Ο άδικος όμως, ο κακεντρεχής κι ο συκοφάντης δεν διαφέρει από τον διάβολο». 

Ο Αββάς Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του κι διόρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν λόγου χάρι συνέβαινε να έχει κανένας από τους Γέροντες υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξει, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε:
-Φέρε τον σε μένα, αδελφέ.
Τον κρατούσε στο κελί, και με την καλωσύνη και την υπομονή του τον διόρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στο Γέροντά του.
Στην Εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήταν το «εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...»(Ματθ.6, 14).
-Αδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τους αδελφούς σας, για να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι σας, φώναζε από τον άμβωνα με όλη τη δύναμη της ψυχής του ο άγιος Γέροντας.
 

Κάποιος χριστιανός πήγε να συμβουλευθεί τον Αββά Σιλουανό.
-Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, Πάτερ, του εξομολογηθεί. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, όπου βρεθεί, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Δεν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη.
-Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
-Δε νομίζεις, Πάτερ, πως όταν τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθεί η ψυχή του; ρώτησε ο άνθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.
-Κάνε ό,τι σε αναπαύει, εξακολουθούσε να λέγει με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
-Πηγαίνω, λοιπόν, στον δικαστή κατ’ ευθείαν, είπε ο χριστιανός και σηκώθηκε να φύγει.
-Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώσει ο Θεός την πράξη σου.
Άρχισε το «Πάτερ ημών».
«Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστηκε να λέγει μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σ’ αυτόν τον στίχο.
-Λάθος, Αββά, δε λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε να διορθώσει ο χριστιανός.
-Έτσι όμως είναι, αποκρίθηκε μ’ όλη του την απάθεια ο Γέροντας. Αφού αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό του στο δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.
 

Ένας αγαθώτατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη Μοναχό, που βαρειόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα. Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.
-Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο Αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά, για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο, υστερείτο, γιατί ο κλέπτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάγει.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης κι οι Αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του, και , όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλεί.
-Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.
Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί – λέγει ένας από τους Πατέρες- μη του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσης
-Άφες μου, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ αφήκα τα οφειλήματα του πλησίον μου.
 

Μερικοί ευλαβείς νέοι ανέβηκαν στη σκήτη να επισκεφθούν ένα πνευματικό Γέροντα. Έξω από την καλύβη του βρήκαν κάτι τσομπανόπουλα, που έβοσκαν τα κοπάδια τους. Έκαναν όμως τόση φασαρία με τα παιχνίδια και τις φωνές τους, που απόρησαν οι επισκέπτες.
-Πώς ανέχεσαι αυτά τα παλιόπαιδα, Πάτερ, και δεν τα διώχνεις; Ρώτησαν τον Γέροντα.
-Είναι καιρός τώρα, τέκνα μου, απεκρίθη ο αγαθός Γέρων, που έχω αποφασίσει να τα μαλώσω και να τα διώξω. Κάθε φορά όμως αναβάλλω, λέγοντας στον εαυτό μου αν τόσο μικρή ενόχληση δεν ανέχεσαι, πως θα σηκώσεις ένα πιο μεγάλο πειρασμό; Έτσι συνηθίζω να δέχομαι ευχαρίστως τις μικροδοκιμασίες, που μου στέλνει ο Κύριός μου.
 

Κάποιος ερημίτης είχε ένα νεαρό μαθητή δύστροπο κι ανυπότακτο. Με κανένα τρόπο δεν εννοούσε ν’ ακούσει τις συμβουλές του Γέροντος του και να διορθωθεί. Ο Όσιος μακροθυμούσε, ελπίζοντας πως με τον καιρό θα φρονίμευε.
Μια μέρα ο υποτακτικός κλείδωσε το κελλαρικό που φύλαγαν τα λίγα τρόφιμά τους και κατέβηκε στην πόλη, χωρίς να πει σε κανένα τίποτα κι έμεινε δύο εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό ο Γέροντας του έμεινε νηστικός, αφού δεν έβρισκε τι να φάει. Κάποτε, τέλος πάντων, τον πήρε είδηση ένας γείτονάς του και του πήγε λίγες μαγειρεμένες φακές.
-Σαν ν’ άργησε πολύ ο υποτακτικός σου, είπε ο γείτονας.
Και ο αγαθώτατος Γέροντας, μ’ όλη του την ανεξικακία
-Ε, όταν ευκαιρήσει ο αδελφός, θα έλθει πάλι, αποκρίθηκε.
 

Ένας από τους Γέροντες δίνει την ακόλουθη αξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Αν μεταξύ σού και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος, ύστερα από λίγο, αρνηθεί αυτά που είπε, συ μη επιμένεις να του λέγεις, ναι τα είπες, γιατί σίγουρα θα παρεκτραπεί πάλι και θα σου απαντήσει:
-Ναι, τα είπα. Και με τούτο τι;
Και έτσι θα μεγαλώσει η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθει μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.

Για την Αγάπη (μέρος δεύτερο)    
Αν φιλονικήσουν δύο αδελφοί, λέει ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, εκείνος που θα ζητήσει συγγνώμη πρώτος, θα κερδίσει τον στέφανο της νίκης. Θα γίνει συγκατάβασις και για τον άλλον, αν δεν περιφρονήσει τον αδελφό του, αλλά προθυμοποιηθεί να ειρηνεύσουν μεταξύ τους. 

Ένας ερημίτης έστειλε μια μέρα στην πόλη τον υποτακτικό του ν’ ανεβάσει στη σκήτη μια καμήλα για να μεταφέρουν τα καλάθια τους στην αγορά.
Επιστρέφοντας, τον συνάντησε κάποιος άλλος Ερημίτης, γείτονάς τους, και του είπε:
-Τι κρίμα να μη πάρω είδηση πως κατεβαίνεις την πόλη! Θα σου ζητούσα να έφερνες μια καμήλα και για μένα, να πάω τα πανέρια μου στην αγορά.
Ο υποτακτικός το είπε στον Γέροντά του. Εκείνος τον πρόσταξε να δώσει παρευθείς την καμήλα στον γείτονα και να του πει πως το δικό τους φορτίο είναι τακτοποιημένο.
-Πήγαινε μαζί του στην πόλη κι όταν τελειώσει εκείνος, φέρε πίσω το ζώο να φορτώσουμε κι εμείς.
Ο υποτακτικός έκανε πρόθυμα την προσταγή του Γέροντος. Όταν τέλειωσε ο γείτονας τη δουλειά του πήρε πάλι την καμήλα.
-Πού πηγαίνεις, Αδελφέ; Τον ρώτησε εκείνος.
-Πίσω στη σκήτη να μεταφέρω τα καλάθια μας. Την ευχή σου, Αββά, είπε ο νέος κι έφυγε τρεχάτος να προλάβει.
Λυπήθηκε πολύ ο γείτονας σαν άκουσε πως είχαν αφήσει στη μέση τη δουλειά τους, για να τον εξυπηρετήσουν και, όταν επέστρεψε στην έρημο, έβαλε μετάνοια στον Γέροντα λέγοντας:
-Συγχώρεσέ με, Αδελφέ, αλλ’ η πολλή σας αγάπη κέρδισε τον καρπό του κόπου μου.
 

Πολλά ανέκδοτα διηγούνται οι Πατέρες για τον Αββά Αγάθωνα και την πολλή αγάπη που έκρυβε στην καρδιά του για τον συνάνθρωπό του.
Κάποτε κατέβηκε στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του και σκόνταψε πάνω σ’ ένα δυστυχισμένο άνθρωπο, παραπεταμένο στο δρόμο, ξένο και άρρωστο, που ως τη στιγμή εκείνη κανένας διαβάτης δεν είχε σκεφτεί να τον βοηθήσει.
Ο Όσιος τον σήκωσε, τον περιποιήθηκε και με τα χρήματα που πήρε από τα πανέρια του νοίκιασε δωμάτιο και τον έβαλε μέσα. Λέγουν μάλιστα πως έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και τον φρόντιζε, ενώ συγχρόνως εργαζόταν για να βγάλει τα έξοδά του. Όταν πια ο ξένος έγινε εντελώς καλά και ήταν σε θέση να γυρίσει στην πατρίδα του, επέστρεψε και ο Αββάς Αγάθων στην αγαπημένη του ησυχία.
 
 

Άλλη φορά πάλι, που πήγαινε στην πόλη να δώσει το εργοχειρό του και να προμηθευτεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά ένα πτωχό γέρο ανάπηρο. -Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσεις κι εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
-Πόσα λεπτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
-Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
-Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάω.
-Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε κάθε καλάθι που πουλούσε ξόδευε τα χρήματα, χάρι του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε περάσει τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάστηκε να φύγει από την αγορά.
-Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
-Ναι τέλειωσα πια τη δουλειά μου.
-Ε τώρα θα κάνεις αγάπη για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθότατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και με πολλή δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκιά φωνή να του λέγει:
-Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από τον Θεό και στη γη και στον Ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δει εκείνον που του μιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από το Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
 

Ένας Μοναχός πολύ απλός και άπλαστος πήγαινε συχνά στον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό για να ωφελείται από τις σοφές συμβουλές του. Εκείνος τον δεχόταν με αγάπη και δεν έπαυε να τον διδάσκει. Κάθε φορά που πήγαινε και κάτι καινούριο είχε να του πει γύρω από την πνευματική ζωή. Ο Μοναχός όμως πολύ λίγα καταλάβαινε από όσα του έλεγε ο Γέροντας και απ’ αυτά τα περισσότερα τα λησμονούσε. Έτσι ρωτούσε και ξαναρωτούσε όλο για τα ίδια πράγματα.
Κάποτε σταμάτησε τις επισκέψεις του. Ο γέροντας απόρησε γι’ αυτό. Μια Κυριακή λοιπόν που συναντήθηκαν στην Εκκλησία τον ρώτησε:
-Έχω πολύ καιρό να σε δω, Αδελφέ. Τι σου συμβαίνει; Μήπως αρρώστησες;
-Όχι, Αββά, αποκρίθηκε με συστολή ο Μοναχός, αλλ’ όπως βλέπεις, ο νους μου είναι παχύς και δεν παίρνει εύκολα τις συμβουλές σου και ντρέπομαι να σ’ ενοχλώ διαρκώς για τα ίδια πράγματα.
-Πάρε αυτό, του είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, και του έδειξε ένα λυχνάρι, που βρισκόταν στη γωνιά της Εκκλησίας και άναψέ το.
Ο αδελφός το άναψε.
-Πήγαινε τώρα και φέρε τα λυχνάρια των αδελφών και άναψέ τα όλα παίρνοντας φως από τούτο εδώ. Ο άπλαστος μοναχός έκανε παρευθύς την προσταγή του Γέροντος.
-Μήπως λιγόστεψε το φως του λυχναριού, ρώτησε ο Γέροντας, επειδή άναψες μ’ αυτό τόσα άλλα λυχνάρια;
-Όχι, βέβαια, είπε χαμογελώντας ο αδελφός.
-Ούτε κι ο Ιωάννης χάνει τίποτα, έστω και αν συμβουλεύει ολόκληρη τη σκήτη.
Να έρχεσαι λοιπόν κι εσύ χωρίς δισταγμό.
Από τότε ο αδελφός πήγαινε τακτικά στο Γέροντα και με τη βοήθεια του έγινε άριστος Μοναχός.

Ταπεινοφροσύνη      
Μη συνηθίζεις να ταπεινολογείς, συμβουλεύει ένας Γέροντας, αλλά να ταπεινοφρονείς. Χωρίς ταπεινοσύνη δε μπορείς να προοδεύσεις στα πνευματικά και να τηρείς το θείο θέλημα. 

Πέρασε κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα αγίου μέτρα να είχε φτάσει. Ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώσει το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ’ όνειρό του πως καλύτερός του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ’ ένα παράμετρο δρόμο της Αλεξάνδρειας.
Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλη. Ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να δει τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.
Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιος μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάσει, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά- αργά με ηρεμία:
-Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πώς όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν και μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.
Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνηση:
-Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.
 

Ακούγοντας ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίσει από κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν να τους δείξει την καλύβα του Αββά Μωϋσέως.
-Τι γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
-Κάτω στην πόλη λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
-Τι άνθρωπος ήταν αυτός, ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήσει έτσι για τον Άγιο.
-Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
-Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλη ωφελημένος.
 

Ο Όσιος Παχώμιος είχε συνήθεια μια ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα να συγκεντρώνει τους Μοναχούς του Κοινοβίου του και να τους διδάσκει το λόγο του Θεού. Κάποτε, αντί να διδάξει ο ίδιος, πρόσταξε τον Θεόδωρο, νέο ακόμη στην ηλικία κι αρχάριο στη μοναχική ζωή, να μιλήσει στους αδελφούς. Ήθελε μ’ αυτό να δοκιμάσει την υπακοή του. Ο καλός υποτακτικός, χωρίς αντιρρήσεις και ταπεινολογίες, έκανε ευθύς την προσταγή του Ηγουμένου του. Σηκώθηκε κι άρχισε να διδάσκει το θείο λόγο. Αυτό όμως δεν καλοφάνηκε στους γεροντότερους. Θύμωσαν κι επιδεικτικά άφησαν τη συγκέντρωση κι έφυγαν για τα κελλιά τους. Σαν τέλειωσε η διδασκαλία, έστειλε ο Όσιος και τους κάλεσε να παρουσιασθούν μπροστά του.
-Γιατί φύγατε από τη σύναξη; τους ρώτησε αυστηρά.
-Τι ήθελες να κάνουμε, Αββά, αποκρίθηκαν με αγανάκτηση εκείνοι, αφού έβαλες ένα παιδί να διδάξει τους γέρους;
Ο Όσιος Παχώμιος αναστέναξε βαθειά και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
-Καλά λένε πως η υπερηφάνεια είναι ρίζα όλων των κακών και γκρεμίζει όλα τα καλά, που χτίζει ο ταλαίπωρος άνθρωπος με τόσους κόπους. Φεύγοντας από τη σύναξη δεν καταφρονήσατε, άθλιοι, τον Θεόδωρο, αλλά το Πνεύμα το Άγιο, που μιλούσε δι’ αυτού. Δεν είδατε εμένα, τον πνευματικό σας Πατέρα και διδάσκαλο, με πόση προσοχή παρακολουθούσα; Και σας βεβαιώνω πως πιο ωφέλιμη διδασκαλία δεν είχα ακούσει έως σήμερα.
Λέγοντας αυτά, τους έδωσε αυστηρό επιτίμιο για να συντρίψει τον εγωισμό τους.
 

Ένας πολύ ταπεινός σε κάποιο Κοινόβιο, ακολουθώντας πιστά την προτροπή του αποστόλου, «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε», όταν έσφαλλε κανένας από τους Μοναχούς, έπαιρνε αυτός την ευθύνη, κατηγορούσε τον εαυτό του και δεχόταν ευχαρίστως τις τιμωρίες που του επέβαλλαν.
Μερικοί Καλόγεροι όμως που δεν έβλεπαν την αρετή του αδελφού, αλλά κάποια αδεξιότητα που είχε στο εργόχειρο – ήταν λίγο αργός- , τον κατηγορούσαν συχνά και έλεγαν μεταξύ τους:
-Κοίταξε κει πόσα σφάλματα κάνει διαρκώς και για τίποτα δεν είναι ικανός.
Ο Ηγούμενος όμως, που ήξερε καλά πόσο ενάρετος ήταν ο αδελφός, έλεγε σ’ εκείνους που τον κατηγορούσαν:
-Προτιμώ ένα δικό του ψαθί, πλεγμένο με ταπεινοσύνη, από όσα φτιάχνετε εσείς με υπερηφάνεια.
Μια μέρα, που έπιασε πάλι ο Ηγούμενος τους καλογήρους να κατακρίνουν τον αδελφό για την αδεξιότητά του, πήρε από τα χέρια τους τα καλάθια που έπλεκαν και τα πέταξε στη φωτιά, που ήταν αναμμένη στη μέση της αυλής. Πέταξε μαζί και το καλάθι του ταπεινού αδελφού. Όλων των άλλων έγιναν σε λίγο στάχτη, το δικό του βγήκε ακέραιο από τη φωτιά.
Βλέποντας αυτό το θαύμα οι φιλοκατήγοροι καλόγεροι, έβαλαν μετάνοια στον αδελφό και του ζήτησαν συγγνώμη. Από τότε τον τιμούσαν σαν πνευματικό Πατέρα.

Για την Υπομονή    
Μια συλλογή κειμένων από το Γεροντικό για την υπομονή, για να εμπνευστούμε από το φωτεινό παράδειγμα των Θεόπνευστων Πατέρων που αγωνίστηκαν για την κατάκτηση των αρετών.
«Ο Θεός δεν επιτρέπει, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στους σημερινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι από τους παλαιότερους και δεν κάνουν υπομονή.»Ένας από τους μεγάλους της ερήμου αγωνιστές έβαλε όρο στον εαυτό του σαράντα μέρες να μη πιει νερό. Δεν αρκούσε μόνο αυτό. Όταν στο διάστημα εκείνο έκανε ζέστη αφόρητη κι η δίψα του φλόγιζε τα σπλάχνα, έπλενε το ποτήρι του, το γέμιζε ως επάνω κρυστάλλινο νερό απ’ την πηγή και τ’ άφηνε απέναντί του.
-Γιατί να το κάνεις αυτό; τον ρώτησε κάποιος γείτονάς του ερημίτης.
-Για να εξασκηθώ στην υπομονή, απάντησε ο γενναίος αθλητής.
 

Ο Αββάς Ναθαναήλ πρωτοβγαίνοντας στην έρημο νέος στην ηλικία κι αρχάριος στην μοναχική πολιτεία, βρήκε μια σπηλιά σ’ ένα απόκρημνο βράχο. Γεμάτος ζήλο κι ενθουσιασμό για άσκηση, έμεινε εκεί ν’ αγωνίζεται μόνος. Γρήγορα όμως απόκαμε από την τραχύτητα του τόπου και τις πολλές στερήσεις. Περνούσε εβδομάδες ολόκληρες χωρίς ψωμί και νερό. Αποφάσισε τέλος ν’ αφήσει το σπήλαιο και να μείνει σε πιο ήρεμο τόπο. Έφτιαξε μια καλύβα στη σκήτη των Πατέρων για να ζήσει πιο κοντά σ’ αυτούς.
Την πρώτη νύχτα, που εγκαταστάθηκε στη νέα του διαμονή, αναστατώθηκε κυριολεκτικά από ένα ασυνήθιστο θόρυβο στη στέγη της καλύβας. Χαλούσε ο κόσμος από τα χτυπήματα. Ανήσυχος βγήκε να δει τι συνέβαινε. Μπροστά του στεκόταν ένα απαίσιο υποκείμενο. Φορούσε παλιά χιλιομπαλωμένη στρατιωτική στολή και κρατούσε στα χέρια του ένα πελώριο τσεκούρι. Μ’ αυτό φαίνεται θα προξενούσε όλη αυτή τη φασαρία.
-Ποιος είσαι του λόγου σου που δεν μ’ αφήνεις να ησυχάσω τέτοια ώρα; ρώτησε ο Αββάς.
-Δε με γνώρισες ακόμη; είπε εκείνος μ’ ένα αποκρουστικό γέλιο που έφερνε ανατριχίλα. Εγώ σ’ έδιωξα από τη πρώτη σου κατοικία. Και να ‘μαι πάλι πρώτος και καλύτερος να σε βγάλω από εδώ.
-Αλίμονο μου, συλλογίστηκε ο Αββάς Ναθαναήλ, έγινα περίγελος του σατανά.
Το άλλο πρωί χωρίς αναβολή γύρισε στη σπηλιά που είχε αφήσει. Έμεινε πια εκεί ως το τέλος της ζωής του, υποφέροντας με υπομονή, όχι μόνο την αγριότητα του τόπου, αλλά και τις καθημερινές επιθέσεις του εχθρού.
 

Επιχείρησε κάποτε να ξεγελάσει ο διάβολος και τον Αββά Μακάριο τον Αλεξανδρέα, να βγει από το κελί του και να γυρίσει στην πολιτεία.
-Αφού έχεις χάρισμα από το Θεό να θεραπεύεις όλες τις αρρώστιες, του ψιθύριζε στο λογισμό του, γιατί δεν πας στη Ρώμη να φανείς χρήσιμος στους ανθρώπους;
Ο άνθρωπος του Θεού διέκρινε αμέσως τα ζιζάνια της κενοδοξίας και βάλθηκε να τα ξεριζώσει. Μια μέρα που οι λογισμοί έγιναν πιο ενοχλητικοί από κάθε άλλη φορά, ξάπλωσε φαρδύς πλατύς μπρος στο κατώφλι της πόρτας του και έλεγε, φιλονικώντας με το διάβολο:
-Σύρε με δια της βίας, αν έχεις τέτοια εξουσία, πονηρέ. Εγώ με τη θέλησή μου δεν κάνω βήμα έξω από το κελί μου.
Άλλη φορά πάλι, για να διώξει παρόμοιους λογισμούς φορτώθηκε στην πλάτη ένα μεγάλο σακκί άμμο και πηγαινοερχόταν ολόκληρη τη νύχτα μέσα στην έρημο.
-Τι κάνεις αυτού, Αββά; τον ρώτησε ο γείτονάς του Αββάς Θεοσέβιος, που έτυχε να τον συναντήσει.
-Ξεγελώ εκείνον που προσπαθεί να με ξεγελάσει, αποκρίθηκε ο Όσιος. Ενώ έχω βρει εδώ την ησυχία μου με ξεσηκώνει για ταξίδια.
Με τον αγώνα και την υπομονή του απομάκρυνε εντελώς τους ενοχλητικούς λογισμούς.
 

Αρρώστησε κάποτε πολύ βαριά ένας γέρος Ερημίτης. Δεν είχε κανένα να τον περιποιηθεί. Με μεγάλη δυσκολία ετοίμαζε μόνος λίγο φαγητό, ευχαριστώντας τον Θεό για τη δοκιμασία, που του έστειλε. Ολόκληρος μήνας πέρασε και άνθρωπος δε βρέθηκε να χτυπήσει την πόρτα του και να τον ανακουφίσει. Είδε όμως ο Θεός την υπομονή του κι έστειλε θείο Άγγελο να τον υπηρετεί. Στο μεταξύ οι αδελφοί θυμήθηκαν το γερο-Ερημίτη και πήγαν ως την καλύβα του να δουν τι κάνει. Μόλις χτύπησαν την πόρτα, αποτραβήχτηκε ο Άγγελος. Ο Ερημίτης από μέσα φώναξε παρακαλεστικά:
-Για την αγάπη του Θεού φύγετε, αδελφοί μου.
Εκείνοι όμως άνοιξαν δια της βίας και τον ρωτούσαν τι είχε πάθει και φώναζε.
-Τριάντα μέρες βασανιζόμουν ολομόναχος και δε σκέφτηκε κανείς να έλθει να με δει κι ο Κύριος μου έστειλε Άγγελο να με συντροφεύει. Τώρα ήλθατε σεις και διώξατε τον Άγγελο.
Και καθώς έλεγε αυτά ο Γέροντας με γλυκύτητα εκοιμήθη.
 

Όταν ο Μέγας Αντώνιος ήταν ακόμη πολύ νέος στην ηλικία κι αρχάριος στην άσκηση, έπεσε σε ακηδία. Αγωνιζόταν ολομόναχος βαθιά στην έρημο, δεν είχε οδηγό κι οι λογισμοί άρχισαν να του φέρνουν σύγχυση. Δεν έχασε όμως την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Γονάτισε και προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια:
-Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δε μ’ αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οι λογισμοί μου. Δεν έχω άλλον από Σε, Κύριέ μου, να με διδάξει τι να κάνω. Μη θελήσεις ποτέ να με αφήσεις.
Η προσευχή τον ανακούφισε. Αμέσως πήρε και την απάντηση που ζητούσε. Μόλις σηκώθηκε είδε στην άλλη άκρη του κελιού του έναν άλλο Αντώνιο, καθισμένο σε σκαμνί να πλέκει ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος και τον παρακολουθούσε. Σε λίγο τον είδε ν’ αφήνει το εργόχειρο και να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Ύστερα ξανακάθισε στο εργόχειρο και πάλι σηκώθηκε για προσευχή. Στο τέλος στράφηκε στον ίδιο τον Αντώνιο και του υπέδειξε:
-Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς. Κι έγινε άφαντος!
Τότε κατάλαβε ο Αντώνιος πως ο Θεός του έστειλε τον Άγγελό του να τον διδάξει. Πήρε θάρρος και δόθηκε στην άσκηση με μεγάλη υπομονή και προθυμία.

Η προς το Θεό Ελπίδα      
Συνεχίζουμε και αυτή την εβδομάδα τη δημοσίευση διηγήσεων από το γεροντικό με κεντρικό θέμα αυτή τη φορά, το ζήτημα της ελπίδας προς το Θεό.
"Αν όντως πιστεύεις πως ο Θεός είναι Παντοδύναμος και αληθινός", λέει ο Αββάς Ευπρέπιος, "στήριζε σ’ αυτόν μόνο την ελπίδα Σου και να είσαι βέβαιος πως θα κληρονομήσεις τα αγαθά Του." 

Η ακόλουθη διήγηση είναι παρμένη από τη ζωή του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου.
Όταν πρωτοϊδρύθηκε το Κοινόβιο του Οσίου Θεοδοσίου στην Παλαιστίνη, ήταν τόσο φτωχό που συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση των Μοναχών.
Ήταν Μέγα Σάββατο απόγευμα.
Περίμεναν να γιορτάσουν το Άγιο Πάσχα. Οι Αδελφοί έψαχναν απελπισμένοι ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για τίποτα φαγώσιμο, ούτε συζήτηση πια δεν γινόταν. Μια μικρή προσφορά κοίταζαν να βρουν, ξεχασμένη από άλλη φορά, για να μη στερηθούν τη Θεία Κοινωνία. Αδύνατον ν’ ανακαλύψουν. Κι εδώ στέρηση, συλλογίζονταν. Το είπαν στο Γέροντά τους, στον Όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος άνθρωπος και διαταγή έδωσε να είναι έτοιμο για τη νυκτερινή Λειτουργία το Άγιο Βήμα, ακόμη κι η τράπεζα για το πασχαλινό γεύμα.
-Μάταιη παρηγοριά, ψιθύρισαν μερικοί.
Ο Όσιος έκανε πως δεν άκουσε.
-Μήπως έγινε ασθενέστερος στη δύναμη η ατονώτερος στο να χορηγεί και σήμερα Εκείνος που έθρεψε μα το μάννα ολόκληρο λαό στην έρημο και χόρτασε τόσο πλήθος με πέντε ψωμιά;
Θαύμαζαν οι Μοναχοί την πεποίθηση του Ηγουμένου τους, μα δε κατόρθωσαν να τη συμμεριστούν.
Βασίλευε ο ήλιος όταν χτύπησε την πόρτα του Μοναστηριού κάποιος άγνωστος. Μαζί του έφερνε δυο καμήλες φορτωμένες.
-Πήγαινα μια μικρή δωρεά σε κάποια σκήτη λίγο πιο πέρα από το Μοναστήρι σας, εξήγησε στους Αδελφούς. Μα μόλις έφθασα εδώ, τα ζώα μου σταμάτησαν και με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να τα κάνω να προχωρήσουν βήμα. Λέω μήπως θέλει ο Θεός ν’ αφήσω σε σας αυτά τα λίγα τρόφιμα;
Λίγα τρόφιμα! Αυτά έφτασαν ως την Πεντηκοστή και πέρα ακόμα. Ούτε προσφορές έλειπαν για τη Θεία Λειτουργία από την ανέλπιστη δωρεά. -Πολύ μεγάλη η ελπίδα! Έλεγαν μεταξύ τους οι καλόγεροι του Οσίου Θεοδοσίου κι ευλαβούντο τον Άγιο Γέροντά τους που τον στόλιζε κι αυτή.
 

Να τι συμβουλεύει τους Μοναχούς ο μεγάλος τους διδάσκαλος, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος:
«Αδελφέ, αν συμβεί ν’ αρρωστήσεις, μη γράφεις ποτέ στους συγγενείς ή στους γνωστούς και φίλους σου να σου στείλουν φάρμακα ή τρόφιμα. Γιατί μαθαίνεις έτσι να καταφεύγεις στην ανθρώπινη προστασία, σε νεκρή με άλλα λόγια βοήθεια. Στήριξε στον Θεό τις ελπίδες σου. Υπόμενε περιμένοντας το έλεός του να σε κυβερνήσει σε όλα. Εκείνος που επέτρεψε, για ψυχική σου ωφέλεια, να αρρωστήσεις να είσαι βέβαιος, πως θα προνοήσει για σένα. Δε θα επιτρέψει ποτέ, το λέει η Γραφή, να δοκιμάσεις πιο μεγάλο πειρασμό από όσο έχεις δύναμη να σηκώσεις. Φρόντισε λοιπόν ν’ αρέσεις σ’ Αυτόν που μεριμνά για σένα.»
 

Κάποιος φιλομόναχος χριστιανός επισκεπτόταν τακτικά τους Γέροντες στην έρημο για να ωφελείται από τη διδασκαλία τους. Κάποτε ανακάλυψε ένα πολύ γέρο και άρρωστο Ερημίτη. Τον λυπήθηκε και θέλησε να του αφήσει όσα χρήματα είχε μαζί του, για τις ανάγκες του.
-Κράτησε τα, Αββά, του έλεγε παρακαλεστικά. Είσαι γέρος κι άρρωστος. Δεν μπορείς πια να εργάζεσαι.
-Εξήντα ολόκληρα χρόνια υποφέρω από τούτη την αρρώστια και με του Θεού τη βοήθεια δε μου έλειψε ποτέ τίποτα. Εκείνος που έχει τη φροντίδα μου αδιάκοπα μου στέλνει πάντα τα αναγκαία. Θέλεις λοιπόν τώρα εσύ, Αδελφέ, να διώξεις τον Τροφέα μου; Είπε ο γέρων Ερημίτης και με κανένα τρόπο δε δέχτηκε τα χρήματα.

Μελέτη της Αγίας Γραφής      
Μετά από την ανταπόκριση που είχε το προηγούμενο άρθρο της σειράς, συνεχίζουμε σήμερα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το Γεροντικό με μια σειρά κειμένων για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, ώστε να διδαχτούμε από την αγάπη με την οποία περιέβαλαν οι Θεόπνευστοι Πατέρες τη Βίβλο.Οι ιεροί συγγραφείς της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, συνέγραψαν βιβλία, έλεγε κάποιος Γέροντας. Οι Πατέρες φρόντισαν να εφαρμόσουν στο βίο τους τα γραφόμενα. Η επόμενη γενεά τ’ αποστήθισε. Οι δε νεώτεροι τα αντέγραψαν και τα κλείδωσαν στις βιβλιοθήκες.
 

Πήγαν κάποτε μερικοί Γέροντες να επισκεφτούν τον Όσιο Αντώνιο. Μαζί τους ήταν κι ο Αββάς Ιωσήφ. Ο Μέγας Πατήρ, για να τους δοκιμάσει, διάλεξε κάποιο Γραφικό ρητό και ρώτησε έναν- έναν να πει την ερμηνεία του. Άρχισε τότε ο καθένας να το εξηγεί σύμφωνα με τις γνώσεις του.
-Δεν το βρήκες, απαντούσε, σ’ όλους ο Όσιος.
Έφτασε κι η σειρά του Αββά Ιωσήφ.
-Τι λες εσύ γι’ αυτό, Ιωσήφ; τον ρώτησε ο Μέγας Αντώνιος.
-Εγώ δε γνωρίζω απ’ αυτά, αποκρίθηκε εκείνος.
-Ο Αββάς Ιωσήφ έδωσε τη σωστή απάντηση, είπε τότε ο Όσιος, θαυμάζοντας την ταπεινοσύνη του.
 

Μαζεύτηκαν κάποτε οι Πατέρες της σκήτης να συνομιλήσουν πνευματικά και λησμόνησαν να καλέσουν τον Αββά Κόπρι. Άρχισαν να συζητούν για το πρόσωπο του Μελχισεδέκ και δεν συμφωνούσαν στις γνώμες. Τότε θυμήθηκαν τον Αββά Κόπρι κι έστειλαν να τον φωνάξουν για να πάρουν την γνώμη του. Σαν άκουσε εκείνος την υπόθεση της διαφωνίας και το θέμα, που τόση ώρα έχασαν για να συζητούν, κτύπησε τρεις φορές το στόμα του και είπε:
-Αλλοίμονο σου, Καλόγερε. Άφησες κατά μέρος εκείνα που γυρεύει από σένα ο Θεός και ψάχνεις να βρεις αυτά που ποτέ δε θα σου ζητήσει.
Ακούγοντας τα σοφά του λόγια οι άλλοι Γέροντες, έφυγαν από τη σύναξη και γύρισαν συλλογισμένοι στα κελλιά τους.
 

Είδα κάποτε το διάβολο, έξω από το κελλί του μαθητού μου, έλεγε ένας διορατικός Γέρων, να παραμονεύει. Έριξα τότε μια ματιά μέσα να δω τι έκανε εκείνος. Είχε ανοιχτή εμπρός του την Αγία Γραφή κι ήταν βυθισμένος στη μελέτη. Μόλις τελείωσε το διάβασμα κι έκλεισε το βιβλίο, όρμησε μέσα ο διάβολος να τον πειράξει.

Για την Αγάπη      
Μια συλλογή κειμένων από το Γεροντικό για την αγάπη, για να εμπνευστούμε από το φωτεινό παράδειγμα των Θεόπνευστων Πατέρων που αγωνίστηκαν για την κατάκτηση των αρετών.
"Ουδέποτε επλάγιασα να κοιμηθώ, έχοντας λύπη στην καρδιά μου για τον πλησίον μου. Και όσο πάλι εξαρτάτο από μένα, δεν άφησα άνθρωπο να κοιμηθεί στενοχωρημένος μαζί μου", έλεγε ο Αββάς Αγάθων.

Τρεις αδελφοί συμφώνησαν να θερίσουν εξήντα στρέμματα χωράφι. Την πρώτη μέρα όμως που έπιασαν δουλειά έτυχε ν’ αρρωστήσει ο ένας από τους τρεις και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στη σκήτη.
Οι άλλοι δύο που έμειναν είπαν μεταξύ τους:
-Δεν κάνουμε μια μικρή προσπάθεια να θερίσουμε κι εκείνο που αναλογεί στον Αδελφό; Με την ευχή του θα το κατορθώσουμε.
Το είπαν και το έκαναν. Όταν τέλειωσε το θέρισμα, κάλεσαν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του.
-Ποιο μισθό; έλεγε εκείνος. Αφού δεν πρόλαβα να θερίσω
-Με την ευχή σου έγινε όπως πρέπει η δουλειά, του απαντούσαν οι δύο άλλοι. Έλα τώρα να πληρωθείς.
Επειδή εκείνος δεν δεχόταν να πάρει μισθό και οι άλλοι επέμεναν να του δώσουν, για να μη φιλονικούν πήγαν σ’ ένα γείτονά τους Γέροντα να τους λύσει τη διαφορά.
-Αββά, άρχισε πρώτος ο Αδελφός που είχε αρρωστήσει, πήγαμε οι τρεις μας να θερίσουμε. Εγώ όμως, προτού πιάσω δρεπάνι στο χέρι, αρρώστησα και έφυγα. Οι Αδελφοί εδώ με αναγκάζουν τώρα να πάρω μισθό, που δεν εργάστηκα. Το βρίσκεις δίκαιο αυτό;
-Αββά, επενέβησαν οι άλλοι, οι τρεις μαζί αναλάβαμε εξήντα στρέμματα χωράφι. Αν θερίζαμε όλοι, είναι απίθανο να τελειώναμε στην ορισμένη προθεσμία. Όμως με την ευχή του Αδελφού οι δύο μας το βγάλαμε εις πέρας πολύ πιο γρήγορα. Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να πάρει το μισθό του;
Ο Γέροντας θαύμασε την αγάπη των Αδελφών εκείνων. Πήρε ευθύς το ξύλο κι έκρουσε για να μαζευτούν όλοι οι Μοναχοί της σκήτης σε σύναξη.
-Ελάτε, Πατέρες και Αδελφοί, να κάνουμε σήμερα μια δίκη, τους είπε, όταν συγκεντρώθηκαν, και διηγήθηκε την υπόθεση.
Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκάσουν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του. Εκείνος τον πήρε κλαίγοντας κι έλεγε διαρκώς, πως την ημέρα εκείνη οι Αδελφοί τον είχαν αδικήσει.

Ο Υποτακτικός κάποιου Γέροντος έμενε σε μια καλύβα δέκα μίλια μακριά από τη σκήτη. Μια μέρα θέλησε να τον ειδοποιήσει ο Γέροντας να έρθει να πάρει το ψωμί του. Ύστερα όμως σκέφτηκε: Για λίγα ψωμιά να κάνω τον Αδελφό να περπατήσει δέκα μίλια; Ας του τα πάω μόνος. Έβαλε το ταγάρι στον ώμο και ξεκίνησε.
Πηγαίνοντας, σκόνταψε σε μια πέτρα κι έκανε τέτοια πληγή στο πόδι, που ήταν αδύνατον να σταματήσει το αίμα. Από τον υπερβολικό πόνο που ένοιωσε άρχισε να κλαίει.
-Γιατί κλαις, Αββά; Άκουσε πίσω του μια γλυκιά φωνή να τον ρωτά. Έστρεψε το κεφάλι και είδε έναν ωραίο Άγγελο. Δεν φοβήθηκε όμως, αλλά του έδειξε με το δάκτυλο την πληγή.
-Παύσε να κλαις γι’ αυτό το τιποτένιο πράγμα, τον πρόσταξε ο Άγγελος. Τα βήματα που κάνεις για την αγάπη του Αδελφού τα έχω μετρημένα και θα πάρεις την αμοιβή σου από τον Θεό.
Ο Γέροντας πήρε θάρρος και χαρούμενος συνέχισε το δρόμο του. Από τότε προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετεί τους Αδελφούς.
Μια μέρα πήρε πάλι ψωμιά να τα πάει σ’ άλλον Ερημίτη που έμενε πολύ πιο μακριά. Συνέβη όμως να έρχεται κι εκείνος με τον ίδιο σκοπό και συναντήθηκαν στο δρόμο.
-Αδελφέ μου, είπε πρώτος ο Γέροντας, με κόπο απέκτησα ένα μικρό θησαυρό και πρόλαβες εσύ να μου τον πάρεις.
-Μήπως η στενή πύλη χωράει μόνο εσένα, Αββά; Κάνε λίγο τόπο να περάσουμε κι εμείς, του αποκρίθηκε ο Αδελφός.
Ενώ έλεγαν αυτά, ήρθε πάλι ο Άγγελος και τους είπε: -Αυτή τη φιλονικία σαν ευωδιαστό λιβάνι ανεβαίνει στον ουρανό.

Ο Αββάς Ιωάννης με μερικούς ακόμη αδελφούς πήγαιναν να επισκεφτούν κάποια πολύ μακρινή σκήτη. Περπατώντας νυχτωθήκανε κι ο Μοναχός που τούς είχαν δώσει για οδηγό έχασε το δρόμο. Οι αδελφοί το κατάλαβαν και ρώτησαν τον Γέροντα ιδιαιτέρως:
-Τι πρέπει να κάνουμε τώρα, Αββά; Αν εξακολουθήσουμε να προχωράμε, κινδυνεύουμε να χαθούμε σ’ αυτήν εδώ την απέραντη έρημο.
-Αν δείξουμε πως καταλάβαμε ότι έχασε το δρόμο θα ντραπεί και θα στενοχωρηθεί ο αδελφός, είπε ο αγαθός Γέροντας. Θα προφασιστώ καλύτερα πως είμαι κουρασμένος και δεν μπορώ να περπατήσω άλλο και ας μείνουμε εδώ να ξημερώσει.
Έτσι κι έκανε για να μη λυπήσει τον αφηρημένο οδηγό τους.