για την μέλλουσα Κρίση:
… Έπειτα, ο Κύριος, πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσμου. Ο
αρχιστράτηγος Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αμέσως στον οίκο της
διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν μεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε μπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε
παράμερα παρατηρώντας με ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων.
Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:
«Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο
Υιός και δημιουργός των αιώνων. Διότι με τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δημιουργήθηκαν
οι ασώματες Δυνάμεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταμοί και πάντα
τα εν αυτοίς». Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω:
«Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον
Αδάμ δόθηκε μια εντολή από τον παντοκράτορα Θεό και δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι
ένας νόμος που πρέπει να τηρηθεί με κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυμάται τον δημιουργό του, και
να μην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του». Πάλι προχώρησε λίγο:
«Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη η μάλλον από απροσεξία και
αμέλεια. Αμάρτησε ο άνθρωπος και διώχτηκε απ’ τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού.
Δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!». Πιο κάτω διάβασε:
«Ο Κάιν ρίχτηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καεί στη
φωτιά της γέεννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια».
Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων. Πήρε τέλος τον έβδομο και διάβασε:
«Η αρχή του εβδόμου Αιώνα σημαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η
πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδομου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτική
αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωμένοι στις σοδομιτικές αμαρτίες». Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε
αμέσως θλιμμένο το βλέμμα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και
τα μάτια κι έμεινε συλλογισμένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:
«Αλήθεια τούτος ο έβδομος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους
προηγούμενους». Διάβασε παρακάτω:
«Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεμίσθηκαν με το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έμπηξαν οι
σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώμα μου». Σώπασε μερικές στιγμές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.
«Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόμωσαν
θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους και φτώχεψαν
πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο μισθός τους!...». Κι
έπειτα από λίγο:
«Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και μάρτυρες αθλοφόρους για χάρη μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον
Oυρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο μου! Ο πόθος τους ως την καρδιά μου και η λατρεία τους με
φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος μου είναι μαζί τους!...».
Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως:
«Ω πανέμορφη και πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε μολύνουν! Μα δεν πρόδωσες
Εμένα το Νυμφίο σου!... Αμέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεμελιωμένη
δεν σαλεύθηκε, γιατί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».
Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν
ξεπλυθεί στη μετάνοια. Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!... Τις διάβασε ο Κύριος
δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας. Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν
περίτρομο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού. Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού,
παρατήρησε:
«Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που
είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φ θ ά ν ε ι π ι α ! Θ α τ ο
σ τ αμα τ ή σ ω σ τ η μέ σ η . Να πάψει η κυριαρχία της αμαρτίας.
Και λέγοντας αυτά τα οργισμένα λόγια ο Κύριος, έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για
την Κρίση…
… Έπειτα, ο Κύριος, πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσμου. Ο
αρχιστράτηγος Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αμέσως στον οίκο της
διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν μεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε μπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε
παράμερα παρατηρώντας με ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων.
Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:
«Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο
Υιός και δημιουργός των αιώνων. Διότι με τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δημιουργήθηκαν
οι ασώματες Δυνάμεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταμοί και πάντα
τα εν αυτοίς». Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω:
«Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον
Αδάμ δόθηκε μια εντολή από τον παντοκράτορα Θεό και δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι
ένας νόμος που πρέπει να τηρηθεί με κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυμάται τον δημιουργό του, και
να μην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του». Πάλι προχώρησε λίγο:
«Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη η μάλλον από απροσεξία και
αμέλεια. Αμάρτησε ο άνθρωπος και διώχτηκε απ’ τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού.
Δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!». Πιο κάτω διάβασε:
«Ο Κάιν ρίχτηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καεί στη
φωτιά της γέεννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια».
Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων. Πήρε τέλος τον έβδομο και διάβασε:
«Η αρχή του εβδόμου Αιώνα σημαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η
πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδομου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτική
αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωμένοι στις σοδομιτικές αμαρτίες». Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε
αμέσως θλιμμένο το βλέμμα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και
τα μάτια κι έμεινε συλλογισμένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:
«Αλήθεια τούτος ο έβδομος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους
προηγούμενους». Διάβασε παρακάτω:
«Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεμίσθηκαν με το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έμπηξαν οι
σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώμα μου». Σώπασε μερικές στιγμές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.
«Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόμωσαν
θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους και φτώχεψαν
πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο μισθός τους!...». Κι
έπειτα από λίγο:
«Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και μάρτυρες αθλοφόρους για χάρη μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον
Oυρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο μου! Ο πόθος τους ως την καρδιά μου και η λατρεία τους με
φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος μου είναι μαζί τους!...».
Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως:
«Ω πανέμορφη και πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε μολύνουν! Μα δεν πρόδωσες
Εμένα το Νυμφίο σου!... Αμέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεμελιωμένη
δεν σαλεύθηκε, γιατί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».
Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν
ξεπλυθεί στη μετάνοια. Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!... Τις διάβασε ο Κύριος
δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας. Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν
περίτρομο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού. Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού,
παρατήρησε:
«Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που
είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φ θ ά ν ε ι π ι α ! Θ α τ ο
σ τ αμα τ ή σ ω σ τ η μέ σ η . Να πάψει η κυριαρχία της αμαρτίας.
Και λέγοντας αυτά τα οργισμένα λόγια ο Κύριος, έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για
την Κρίση…