Σελίδες

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ

Α΄ Τόμος  


Άγιος Νείλος ο Ασκητής  



Οι περισσότεροι όμως, χωρίς να συνεισφέρουν κανένα κόπο, ούτε να κατορθώσουν κανένα μικρό ή μεγάλο έργο θεοσέβειας, τρέχουν όπως έτυχε να πάρουν τον τίτλο του ηγουμένου, χωρίς να το νομίζουν επικίνδυνο.

Και όχι μόνο δεν παραιτούνται όταν μερικοί τους προτρέπουν στο έργο αυτό, αλλά και γυρίζουν τα στενά και τραβούν τους περαστικούς να γίνουν υποτακτικοί τους, δίνοντας υπόσχεση για κάθε υπηρεσία και επιμέλεια, σαν να έκαναν συμφωνία με μισθωτούς υπηρέτες, και τους υπόσχονται τροφή και ενδύματα.

Αυτοί όμως που έχουν τόσο έρωτα για την ηγουμενία και θέλουν όταν βγαίνουν έξω να φαίνονται μαζί με πλήθος και να αφήνονται στα χέρια κάποιων που τους οδηγούν και να παίζουν όλο το ρόλο των ηγουμένων, σαν να είναι ηθοποιοί σε θεατρικό έργο, είναι ανάγκη, για να μην εγκαταλειφθούν από εκείνους που εκτελούν αυτή την υπηρεσία, να υποχωρούν τις πιο πολλές φορές στις επιθυμίες τους για ηδονές. και έτσι δεν εμποδίζουν τους υποτακτικούς τους να κατευθύνονται στα βάραθρα, σαν ηνίοχοι που άφησαν τα ηνία και τα άλογα τρέχουν όπου αυτά θέλουν.

Γι' αυτό το λόγο τρέχουν στους κρημνούς και τα βάραθρα και σκοντάφτουν παντού, αφού κανείς δεν τους σταματά, ούτε τους εμποδίζει από τις άτακτες ορμές. Αλλ' ας ακούσουν αυτοί τον μακάριο Ιεζεκιήλ που ελεεινολογεί εκείνους που προμηθεύουν ηδονές στους άλλους και συμμορφώνονται από συγκατάβαση με τις θελήσεις του καθενός και θησαυρίζουν το «ουαί». «Αλλοίμονο, λέει, σ' εκείνες που ράβουν προσκεφάλαια για κάθε αγκώνα και κάνουν καλύμματα για κάθε κεφάλι κάθε ηλικίας, για να χάνονται ψυχές για μιά φούχτα κριθάρι ή για ένα κομμάτι ψωμί»(Ιεζ. 13, 19).

Έτσι και αυτοί ικανοποιούν με εράνους τις ανάγκες του σώματος, σαν να τις καλύπτουν με ρούχα συρραμμένα από ράκη. Και ντροπιάζουν εκείνους που οφείλουν να προφητεύουν ή να προσεύχονται με ακάλυπτο κεφάλι, βάζοντάς τους καλύμματα(Α΄ Κορ. 11, 4). Και με αυτά εκθηλύνουν την ανδρεία κατάστασή τους και αφανίζουν τις ψυχές, οι οποίες δεν έπρεπε να πεθάνουν.
Προπάντων έπρεπε να πείθονται στον μοναδικό Διδάσκαλο Χριστό και να αρνηθούν όσο μπορούν την επιμέλεια των άλλων. Γιατί λέει ο Κύριος προς τους μαθητές: «Σεις μην ονομαστείτε Ραββί»(Ματθ. 23, 8).

Αν στον Πέτρο και στον Ιωάννη και στους άλλους Αποστόλους συμβουλεύει να μένουν μακριά από τέτοιο έργο και να νομίζουν ότι δεν είναι άξιοι για τέτοιο αξίωμα, ποιος είναι εκείνος που φαντάζεται τον εαυτό του παραπάνω από τους Αποστόλους και αναλαμβάνει αξίωμα από το οποίο εμποδίστηκαν εκείνοι; Μήπως λέγοντας ο Κύριος, «μην ονομαστείτε Ραββί», εμπόδισε όχι το να είναι, αλλά το να ονομάζονται δάσκαλοι;

Αν τώρα κανείς, χωρίς δική του πρόθεση, αφού δεχτεί ένα ή δύο μαθητές, εκβιαστεί να δεχτεί να οδηγήσει και περισσότερους, πρώτα-πρώτα να εξετάσει τον εαυτό του με ακρίβεια, αν μπορεί να διδάσκει με έργο τα πρακτέα και όχι με λόγια, και να βάζει σαν παράδειγμα κάθε αρετής μπροστά στους μαθητές τον δικό του βίο, ώστε εκείνοι που θα τον αντιγράφουν να μη μειώνουν την ομορφιά της αρετής με την ασχήμια του σφάλματος.

Έπειτα, ας γνωρίζει ότι οφείλει να έχει αγωνία για τους μαθητές όχι λιγότερη από όση έχει για τον εαυτό του· γιατί όπως για τον εαυτό του, έτσι και για κείνους θα δώσει λόγο, αφού μιά φορά ανέλαβε τη σωτηρία τους. Οι Άγιοι φρόντισαν να μην αφήσουν τους μαθητές κατώτερους από την δική τους αρετή, αλλά από την πρώτη ηθική κατάσταση να τους μεταβάλουν στο καλύτερο.

Έτσι ο Απόστολος Παύλος τον Ονήσιμο(Φιλήμ. 10, 19) από δραπέτη τον έκανε μάρτυρα· ο Ηλίας τον Ελισσαίο από γεωργό τον έκανε προφήτη(Γ΄ Βασ. 19, 19)· ο Μωυσής τον Ιησού του Ναυή που ήταν νεώτερος από όλους, του έδωσε αξίωμα που τον εξύψωσε(Δευτ. 31, 7-8)· και ο Ηλεί ανέδειξε τον Σαμουήλ μεγαλύτερο και από τον εαυτό του(Α΄ Βασ. 3, 19-20).

Αυτούς τους βοήθησε και η δική τους επιμέλεια στην απόκτηση της αρετής, όμως όλη η αιτία της προκοπής υπήρξε το ότι τους έτυχαν δάσκαλοι που μπόρεσαν με την προτροπή τους να δυναμώσουν τη μισοσβησμένη σπίθα της προθυμίας και να την κάνουν να βγάλει φλόγα. Γι' αυτό και έγιναν στόμα Θεού αυτοί που υπηρέτησαν τα θελήματά Του μπροστά στους ανθρώπους, γιατί τον άκουσαν που λέει: «Αν βγάλεις από τον ανάξιο άνθρωπο, άνθρωπο έντιμο, θα είσαι σαν το στόμα μου»(Ιερ. 15, 19).

Το έργο του δασκάλου το υποδεικνύει ο Θεός και στον Ιεζεκιήλ, διδάσκοντας ποιά είναι η μεταβολή που πρέπει να προξενεί στους μαθητές. «Άνθρωπε, λέει, λάβε ένα πλίθο και βάλε τον μπροστά σου και πάνω σ' αυτόν να κάνεις το διάγραμμα της Ιερουσαλήμ»(Ιεζ. 4, 1).

Με αυτά θέλει να πει ο Θεός ότι πρέπει από λάσπη, ο δάσκαλος να κάνει τον μαθητή ναό άγιο. Καλό είναι και αυτό που λέει, «βάλε τον μπροστά σου», επειδή έτσι θα είναι γρήγορη η βελτίωση του μαθητή αν είναι διαπαντός κάτω από το βλέμμα του δασκάλου. Γιατί οι συνεχείς επιδράσεις των καλών παραδειγμάτων χαράζουν όμοιες εικόνες στις ψυχές που δεν είναι υπερβολικά σκληρές και αναίσθητες. Γι' αυτό ο Γιεζή υπέπεσε στην κλοπή και ο Ιούδας στην προδοσία, επειδή αποτραβήχτηκαν από τα μάτια των δασκάλων τους. Αν έμεναν κοντά τους, δεν θα έπεφταν στην αμαρτία.

Στη συνέχεια της προφητείας, ο Θεός φανέρωσε ότι υπάρχει κίνδυνος για τον δάσκαλο από την αμέλεια των μαθητών, λέγοντας: «Θα βάλεις ένα σιδερένιο τηγάνι ανάμεσα σε σένα και στον πλίθο, και θα είναι τείχος ανάμεσα σε σένα και σ' αυτόν»(Ιεζ. 4, 3).

Γιατί εκείνος που δεν θέλει να συμμετέχει στην τιμωρία εκείνου που αμελεί, αφού από λάσπη τον κάνει πόλη, πρέπει ακόμη να του λέει και τις τιμωρίες που απειλούνται για κείνους που γυρίζουν πίσω από την καλή αυτή κατάσταση, ώστε να γίνουν αυτές τείχος και ν' απομακρύνουν τον αναίτιο από τον αίτιο.

Αυτό διατάζει ο Θεός στον Ιεζεκιήλ και λέει: «Άνθρωπε, σε έβαλα φρουρό στον Ισραήλ. Αν δεις την τιμωρία να έρχεται και δεν προειδοποιήσεις, και αρπάξει κανέναν η τιμωρία, την ψυχή του από σένα θα ζητήσω»(Ιεζ. 3, 17-18).

Ένα τέτοιο τείχος έβαλε και ο Μωυσής στους Ισραηλίτες λέγοντας: «Πρόσεχε, μη θελήσεις να ακολουθήσεις τις συνήθειές τους, μετά που θα εξολοθρευτούν από μπροστά σου»(Δευτ. 12, 30). Γιατί συμβαίνει σ' εκείνους που προσέχουν αμελώς στη διάνοιά τους, αφού κόψουν τα πάθη, να αρχίζουν να βγαίνουν σαν βλαστοί οι εικόνες των παλιών φαντασιών.

Αν επιτρέψει κανείς σ' αυτές να πέφτουν συνεχώς μέσα στον νου και δεν εμποδίζει την είσοδό τους, θα εγκαταστήσει μέσα του πάλι τα πάθη και έτσι θα χρειαστεί να ξαναρχίσει πάλι τον αγώνα μετά τη νίκη. Γιατί συμβαίνει, αφού εξημερωθούν τα πάθη και μάθουν να τρώνε χορτάρι όπως τα βόδια, από αμέλεια εκείνου που τα εξημερώνει να εξαγριωθούν πάλι και να ξαναβρούν την ωμότητα του θηρίου.

Για να μη συμβεί αυτό είπε ο Μωυσής, «μη θελήσεις να τους ακολουθήσεις, μετά που θα εξολοθρευτούν από μπροστά σου», για να μη συνηθίσει η ψυχή να ευχαριστείται σε τέτοιες φαντασίες και επιστρέψει στην παλιά κακία.

Και ο μακάριος Ιακώβ, γνωρίζοντας ότι αυτά όταν τα έχει κανείς στο νου του και τα μελετά, βλάπτουν τη διάνοια καθώς αποτυπώνουν έντονα και σαφέστατα τις αισχρές φαντασίες, έκρυψε τους ξένους θεούς στα Σίκιμα(Γεν. 35, 4).

Γιατί ο κόπος για την καταπολέμηση των παθών τα κρύβει και τα αφανίζει όχι για λίγο, αλλά για πάντα. Σίκιμα σημαίνει τον κόπο εναντίον των παθών γι' αυτό και ο Ιακώβ έδωσε στον Ιωσήφ τα Σίκιμα(Γεν. 48, 21-22), εξαιρετικό δηλ. αγώνα κατά των παθών σ' αυτόν που πολεμούσε τα πάθη. Επίσης ο Ιακώβ λέγοντας ότι με μαχαίρι και τόξο κατέλαβε τα Σίκιμα, φανερώνει ότι με πόλεμο και κόπο νίκησε τα πάθη και τα έκρυψε στη γη των Σικίμων.

Μοιάζει κάπως αντίθετο το να κρύβεις τους θεούς στα Σίκιμα από το να βάζεις είδωλο σε μέρος κρυφό· το πρώτο είναι αξιέπαινο ενώ το δεύτερο αξιοκατηγόρητο, γιατί λέει η Γραφή: «Καταραμένος όποιος βάζει είδωλο σε μέρος κρυφό»(Δευτ. 27, 15). Γιατί δεν είναι ίδιο το να κρύψει κανείς εντελώς με το να το βάλει σε κρυφό μέρος. Εκείνο που κατακρύβεται στη γη και δεν φαίνεται πλέον, με τον καιρό εξαλείφεται από την μνήμη.

Εκείνο όμως που έβαλε κανείς σε κρυφό μέρος, δεν φαίνεται από τους άλλους· εκείνος όμως που το τοποθέτησε εκεί, το βλέπει συνεχώς και έτσι ανακαινίζει τη μνήμη του, κατέχοντάς το λαθραία. Έτσι κάθε αισχρή σκέψη, όταν σχηματίζεται στο νου, είναι κρυφό άγαλμα. και είναι ντροπή να προβάλλει κανείς αυτές τις σκέψεις. Είναι λοιπόν επικίνδυνο το να βάλει κανείς είδωλο σε κρυφό μέρος, πιο επικίνδυνο όμως είναι το να ακολουθεί και να αναζητεί τις μορφές που έχουν εξαφανιστεί πλέον, επειδή η διάνοια εύκολα κλίνει προς το πάθος που έχει αποβληθεί και γεμίζει την πλάστιγγα των ηδονών μέχρι να γείρει ως το έδαφος.

Γιατί η συνήθεια της αρετής είναι ευαίσθητη, ταλαντεύεται υπερβολικά, και αν αμεληθεί γέρνει προς τα αντίθετα. Αυτό η Γραφή το δηλώνει με σύμβολο όταν λέει: «Η γη στην οποία πηγαίνετε, μετακινείται, και σ' αυτή μετακινούνται λαοί και έθνη»(Β΄ έσδρα 9, 11). Δηλαδή, μόλις εκείνος που έχει τη συνήθεια της αρετής κινηθεί προς τα αντίθετα, μετακινήθηκε μαζί και η αρετή,επειδή είναι γη που μετακινείται.

Γι' αυτό πρέπει ευθύς από την αρχή να μην επιτρέπομε να μπουν στη διάνοια οι φαντασίες των βλαβερών λογισμών, ούτε να επιτρέπομε στη διάνοια να κατεβαίνει στην Αίγυπτο, γιατί από εκεί καταντά στους Ασσυρίους(Ιερ. 49, 19· 50, 2-3). Επειδή αν η διάνοια κατέβει στο σκοτάδι των ακάθαρτων λογισμών —αυτό σημαίνει Αίγυπτος—, τότε διά της βίας και χωρίς να θέλει σέρνεται από τα πάθη να δουλέψει σ' αυτά.

Γι' αυτό και ο Νομοθέτης, θέλοντας να απαγορεύσει στην ηδονή να μπαίνει κρυφά μέσα μας, παραγγέλλει συμβολικά να συντρίβομε το κεφάλι του φιδιού, επειδή και το φίδι πληγώνει τη φτέρνα(Γεν. 3, 15). Γιατί σκοπός του είναι η ενέργεια της αμαρτίας, που αν δεν την αδράξει, δεν μπορεί εύκολα να ανακατώσει το δηλητήριό του μέσα μας.

Δική μας σπουδή είναι να σπάσομε την ίδια την προσβολή της ηδονής, επειδή αν συντριβεί αυτή, αδύναμη θα είναι η ενέργειά της. Ίσως και ο Σαμψών δεν θα έκαιγε τα σπαρτά των αλλοφύλων, αν δεν γύριζε αντίθετα τα κεφάλια των αλεπούδων και δεν τις έδενε από την ουρά(Κριτ. 15, 4-5).

Έτσι και όποιος μπόρεσε από τα πρώτα σημάδια των πονηρών λογισμών να εννοήσει την ενέδρα και, παραβλέποντας τις αρχές τους, που φροντίζουν να τις παρουσιάζουν αθώες, να αντιληφθεί το τέλος, δηλ. την αμαρτία, αυτός από την σύγκριση της αρχής και του τέλους των λογισμών ελέγχει ότι είναι ανάρμοστοι· αυτός έδεσε, όπως ο Σαμψών, ουρά με ουρά και έβαλε ανάμεσά τους σαν λαμπάδα αναμμένη τον έλεγχο.

Και για να κάνω το λόγο πιο καθαρό, θα πάρω παράδειγμα δύο λογισμούς, και από αυτό θα μάθει κανείς πώς πρέπει να γίνεται και στους υπόλοιπους. Πολλές φορές από την κενοδοξία έρχεται ο λογισμός της πορνείας και δείχνει αθώα την είσοδο του δρόμου που φέρνει στον άδη, ενώ κρύβει τους ολέθριους δρόμους με τους οποίους κατεβάζει στον θάνατο εκείνους που τον ακολουθούν ασυλλόγιστα.

Μερικές φορές υποβάλλει στο νου την επιδίωξη της ιερωσύνης, άλλοτε της τέλειας μοναχικής ζωής· και κάνει να προσέρχονται πολλοί σ' αυτόν για να ωφεληθούν και τον κάνει να φαντάζεται την πρόοδό του στον λόγο του Θεού και στην πράξη της ασκήσεως. Και όταν τον παραπλανήσει με τέτοιες σκέψεις και τον απομακρύνει πολύ από τη φυσική νήψη, τότε του βάζει στο νου του και σχεδιάζει συνάντηση με κάποια σεμνή δήθεν γυναίκα.

Έτσι τον φέρνει σε νοερή συγκατάθεση για τη σιχαμερή πράξη και καταντροπιάζει την παρρησία της συνειδήσεως. Εκείνος λοιπόν που θέλει να δέσει τις ουρές, ας βάζει στο νου του τα πέρατα των λογισμών, δηλαδή την τιμωρία της κενοδοξίας και την ατιμία της πορνείας. Και όταν εννοήσει πόσο αντίθετες είναι μεταξύ τους, τότε θα έχει κάνει όπως ο Σαμψών.

Επίσης, ο λογισμός της λαιμαργίας τέλος έχει τον λογισμό της πορνείας, και ο λογισμός της πορνείας καταλήγει στο λογισμό της λύπης. Γιατί ευθύς μόλις έρθει στον εαυτό του εκείνος που νικήθηκε από τέτοιους λογισμούς, πέφτει σε στενοχώρια και λύπη. Ας σκέφτεται λοιπόν ο αγωνιστής όχι την απόλαυση των φαγητών, ούτε τη γλυκύτητα της ηδονής, αλλά το τέλος τους· και όταν βρει ότι η λύπη υπάρχει πίσω από αυτές, ας γνωρίζει ότι τις έδεσε ουρά με ουρά και ότι με τον έλεγχο που έκανε, κατέστρεψε τα σπαρτά των αλλοφύλων.

Αν λοιπόν τόσο πολύ μεγάλη πείρα και επιστήμη χρειάζεται ο πόλεμος προς τα πάθη, ας γνωρίζουν εκείνοι που αναλαμβάνουν την πνευματική προστασία των άλλων, πόση θεία γνώση χρειάζονται για να οδηγούν με φρόνηση τους υποτακτικούς τους προς το βραβείο που μας επιφυλάσσει η πρόσκλησή μας από τον ουρανό(Φιλιπ. 3, 14)· και να τους διδάσκουν με σαφήνεια όλα τα σχετικά με τον πνευματικό πόλεμο, ώστε να μη σχηματίζουν μόνο στον αέρα με τα χέρια τα χτυπήματα της νίκης, αλλά πάνω σ' αυτή τη μάχη να καταφέρουν στον αντίπαλο καίριες πληγές.

Γιατί αυτός ο πόλεμος είναι δυσκολότερος από τον αγώνα που αγωνίζονται οι πυγμάχοι· εκεί γέρνουν τα σώματα των αθλητών, που μπορούν εύκολα να σηκωθούν όρθια, ενώ εδώ πέφτουν κάτω ψυχές, οι οποίες μια φορά και πέσουν, μόλις και μετά βίας μπορούν να σηκωθούν. Αν κανείς, ενώ γρονθοκοπείται ακόμη με τον εμπαθή βίο και είναι λερωμένος με αίματα, επιχειρεί να οικοδομεί ναό Θεού από λογικές ψυχές, θα ακούσει: «Δεν θα μου οικοδομήσεις συ ναό, γιατί είσαι άνθρωπος αιμάτων»(Α΄ Παραλ. 22, 8).

Επειδή για να οικοδομήσει κανείς ναό στο Θεό πρέπει να είναι σε ειρηνική κατάσταση. Και ο Μωυσής στήνοντας τη Σκηνή του Μαρτυρίου έξω από το στρατόπεδο(Εξ. 33, 7), φανερώνει ότι ο δάσκαλος πρέπει να είναι πολύ μακριά από τον πολεμικό θόρυβο και να κατοικεί μακριά από το στρατόπεδο, όπου είναι ταραχή και οχλαγωγία, και να μετακινηθεί σε ειρηνικό και απόλεμο βίο.

Όμως, όταν βρεθούν τέτοιοι δάσκαλοι, έχουν ανάγκη από μαθητές που αρνήθηκαν τόσο πολύ τα θελήματά τους, ώστε να μη διαφέρουν διόλου από νεκρά σώματα ή από την ύλη που είναι στα χέρια του τεχνίτη.

Και όπως η ψυχή κάνει στο σώμα ό,τι θέλει, χωρίς αυτό να αντιτάσσεται, ή όπως ο τεχνίτης επιδεικνύει πάνω στην ύλη την τέχνη του, χωρίς να εμποδίζεται καθόλου στο σκοπό του από την ύλη, έτσι και ο δάσκαλος καθώς θα οδηγεί τους μαθητές στην αρετή, πρέπει να τους έχει πειθαρχικούς και χωρίς να αντιλέγουν διόλου. Επειδή το να περιεργάζεται ο μαθητής τα μέσα που μεταχειρίζεται ο δάσκαλος και να θέλει να εξετάζει εκείνα που τον διατάζει, είναι εμπόδιο στην προκοπή του.

Γιατί εκείνο που φαίνεται εύλογο και αξιόπιστο στον άπειρο, δεν είναι και πράγματι εύλογο, επειδή αλλιώς κρίνει τα ζητήματα της τέχνης ο τεχνίτης και αλλιώς ο άπειρος από τέχνη· ο ένας κρίνει με βάση την γνώση, ενώ ο άλλος όπως του φαίνεται. Η κρίση όμως που γίνεται τυχαία, σπανίως πλησιάζει την αλήθεια· τις πιο πολλές φορές δε βρίσκει το ορθό, και πλησιάζει προς το απατηλό.

Παράδειγμα ας είναι το πλοίο στην όρθια, όπως λένε οι ναυτικοί, πλεύση, όταν αυτό γέρνει και ο κυβερνήτης διατάζει να κάθονται προς το μέρος της βυθιζόμενης πλευράς και όχι προς το μέρος της άλλης που εξέχει. Και βέβαια το εύλογο θα ήταν να επιβαρύνουν την πλευρά που εξέχει και όχι να τρέχουν προς την πλευρά που κινδυνεύει· όμως οι επιβάτες πείθονται στον κυβερνήτη μάλλον παρά στις δικές τους επινοήσεις, γιατί η ανάγκη τους πείθει να υπακούν σ' εκείνον που του έχει δοθεί η εξουσία, ακόμη και αν δεν τους φαίνεται σωστό αυτό που κάνει.

Λοιπόν και εκείνοι που ανέθεσαν σε άλλους την σωτηρία της ψυχής τους, πρέπει να αφήσουν εκείνα που νομίζουν αυτοί εύλογα και να υποταχθούν στην τέχνη αυτού που γνωρίζει, κρίνοντας ότι η γνώση του είναι πιο αξιόπιστη από τις δικές τους σκέψεις.

Και πρώτα-πρώτα, όταν απαρνούνται τον κόσμο, να μην κατακρατούν τίποτα, φοβούμενοι το τρομερό παράδειγμα του Ανανία, ο οποίος πιστεύοντας ότι δεν θα εννοούσαν την αφαίρεση από την τιμή του κτήματος, έλαβε την καταδίκη από το Θεό(Πράξ. 5, 1-10).

Όπως έδωσαν τον εαυτό τους, έτσι να δώσουν και όλα τα υπάρχοντά τους, γνωρίζοντας καλά ότι αν κρατήσουν τίποτε, τότε η διάνοιά τους θα είναι συνεχώς σ' αυτό και θα έχει μεγάλο περισπασμό και τελικά θα χωρίσουν από την αδελφότητα. Γι' αυτό και το Άγιο Πνεύμα έγραψε τους βίους των αρχαίων, με σκοπό, τον καθένα από εκείνους που έχουν οποιοδήποτε τρόπο ζωής, με κατάλληλα παραδείγματα να τον οδηγήσει στην αλήθεια.

Πώς λοιπόν ο Ελισσαίος πήγε μαζί με τον Ηλία και απαρνήθηκε τον κόσμο; «Όργωνε, μας λέει, με βόδια και είχε δώδεκα ζεύγη βοδιών μπροστά του και τα έσφαξε και τα έψησε καίγοντας τ' αλέτρια και τ' άλλα σκεύη»(Γ΄ Βασ. 19-21). Αυτό φανερώνει τη θερμότητα της προθυμίας του. Γιατί δεν είπε, θα πουλήσω τα σκεύη των βοδιών και θα οικονομήσω τα πρέποντα, ούτε σκέφτηκε ότι αν τα πουλούσε θα είχε μεγαλύτερη ωφέλεια.

Κυριεύθηκε ολόκληρος από την επιθυμία που τον τραβούσε στην συναναστροφή του δασκάλου και καταφρόνησε τα βλεπόμενα. Μάλλον επειδή του έφερναν περισπασμό της ορθής προαιρέσεως, φρόντισε να απαλλαγεί από αυτά, επειδή γνώριζε ότι η αναβολή γίνεται πολλές φορές αφορμή μεταμέλειας. Πώς λοιπόν ο Κύριος θα διέταζε τον πλούσιο που επιθυμούσε την τελειότητα, να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να τα δώσει στους φτωχούς(Ματθ. 19-21) και να μην κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του, αν δε γνώριζε ότι, αν κρατούσε τίποτε, θα γινόταν αυτό αφορμή κάθε λογής περισπασμού; Νομίζω ότι και ο Μωυσής, λέγοντας σε όσους θέλουν να καθαριστούν με τη μεγάλη ευχή, να ξυρίζουν όλο το σώμα(Αριθ. 8, 7), προστάζει την τέλεια απόρριψη των υπαρχόντων.

Δεύτερο· να λησμονήσουν τους συγγενείς και φίλους τόσο, ώστε καθόλου να μην ενοχλούνται ποτέ από την ενθύμησή τους. Τις αγελάδες που έζεψαν στο αμάξι που μετέφερε την Κιβωτό, τις έκανε η Κιβωτός να λησμονήσουν τη φύση· και μολονότι τα μοσχάρια τους είχαν κλειστεί στο σταύλο και αυτές κανείς δεν τις οδηγούσε, τέλειωσαν άψογα τη διαδρομή χωρίς να ξεκλίνουν δεξιά ή αριστερά(Α΄ Βασ. 6, 12).

Ούτε με μούγκρισμα δε φανέρωσαν τον πόνο τους για τον χωρισμό από τα παιδιά τους· και μ' όλο που τις πίεζε το βάρος της Κιβωτού και τις τυραννούσε το μητρικό ένστικτο, ακολούθησαν το δρόμο τους, σαν να βάδιζαν πάνω σε ίσια γραμμή, νικημένες από το σεβασμό της Κιβωτού που σήκωναν.

Αν λοιπόν οι αγελάδες συμπεριφέρθηκαν μ' αυτό τον τρόπο, γιατί να μην κάνουν το ίδιο κι εκείνοι που πρόκειται να σηκώνουν τη νοητή Κιβωτό; Έπρεπε και κάτι περισσότερο, για να μην ελέγχεται η λογική φύση ότι την ξεπέρασε η άλογη φύση, και ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν με την προαίρεσή τους εκείνα που από ανάγκη κάνουν τα άλογα ζώα.

Ίσως και ο Ιωσήφ να περιπλανήθηκε στην έρημο, επειδή στα ονόματα των συγγενών ζητούσε την τελειότητα. Γι' αυτό ο άνθρωπος που τον ρώτησε την αιτία της περιπλανήσεως, όταν έμαθε την αιτία, ότι δηλαδή ο Ιωσήφ δεν ήταν βοσκός, αλλά ζητούσε τους δικούς του, (γιατί αν ήταν βοσκός και ήξερε καλά αυτή την τέχνη, δεν θα έλεγε «που βόσκουν οι αδελφοί μου», αλλά «που ποιμαίνουν») τού είπε: «Αναχώρησαν από εδώ, και τους άκουσα να λένε, πάμε στη Δωθαείμ»(Γεν. 37, 14-17).

Δωθαείμ ερμηνεύεται, αρκετή εγκατάλειψη. Απ' αυτό μαθαίνομε ότι εκείνος που περιπλανάται ακόμη μεταξύ των αγαπητών στο σώμα, δεν μπορεί με άλλον τρόπο να επιτύχει την τελειότητα, αν δεν εγκαταλείψει σε αρκετά μεγάλο βαθμό την προσκόλληση σ' εκείνα που ανήκουν στη σάρκα.

Γιατί και αν αφήσει κανείς την Χαράν, που ερμηνεύεται «τρώγλες» και σημαίνει τις αισθήσεις, και βγει από την κοιλάδα Χεβρών, δηλαδή από τα ταπεινά έργα, και από την έρημο όπου περιπλανάται ζητώντας την τελείωση (όπως ο Ιωσήφ), αν δε φτάσει να κατοικήσει στη Δωθαείμ, δηλαδή στην «εγκατάλειψη», κανένα όφελος δεν έχει από την ανώφελη ταλαιπωρία, επειδή εξαιτίας της αγάπης του προς τους συγγενείς ξεστρατίζει από την τελειότητα.

Αλλά και ο Κύριος, που επέπληξε την Θεοτόκο Μαρία, επειδή τον ζητούσε μεταξύ των συγγενών(Λουκ. 2, 49), και που κρίνει ανάξιό Του εκείνον που αγαπά πατέρα ή μητέρα περισσότερο από Αυτόν(Ματθ. 10, 37), μας προτρέπει στην εγκατάλειψη.

Αφού κατορθώσουν αυτά τα δύο που είπαμε, πρέπει να τους συμβουλεύομε, αν είναι αρχάριοι, να ησυχάζουν και να μη βγαίνουν συνεχώς έξω, για να μη ξαναξύνουν τα τραύματα της ψυχής που έρχονται διά μέσου των αισθήσεων, ούτε στις εικόνες των παλιών αμαρτημάτων να προσθέτουν και άλλες, αλλά να ξεφεύγουν την προσβολή των νέων αμαρτωλών εικόνων και να φροντίζουν πάρα πολύ να σβήσουν τις παλιές φαντασίες.

Γιατί είναι κοπιαστική στους αρχαρίους η ησυχία, επειδή τότε η μνήμη έχει τον καιρό και ανακατώνει την ακαθαρσία που έχει μέσα της, ενώ πρωτύτερα δεν είχε καιρό να το κάνει αυτό, εξαιτίας των πολλών ασχολιών. Μαζί όμως με τον κόπο η ησυχία έχει και ωφέλεια, γιατί με τον καιρό ελευθερώνει τον νου τους από την ενόχληση των ακάθαρτων λογισμών.

Αν έχουν σκοπό να πλύνουν την ψυχή τους και να γίνουν καθαροί από κάθε μολυσμό, πρέπει να απομακρύνονται εντελώς από εκείνα τα πράγματα που αυξάνουν την ακαθαρσία· πρέπει να εξασφαλίζουν πολλή γαλήνη στο λογικό τους, να απομακρύνονται από κάθε τι που ερεθίζει, να αποφεύγουν τη συναναστροφή των επιπολαίων και να προτιμούν τη μόνωση, η οποία είναι μητέρα της κατά Θεόν φιλοσοφίας.

Και είναι πολύ εύκολο να πέσουν πάλι στα ίδια δίχτια, από τα οποία νόμισαν ότι έχουν γλυτώσει, όταν συναναστρέφονται άφοβα με τον ανακατωμένο όχλο. Γιατί είναι ανώφελο σ' εκείνον που διάλεξε την αρετή, να χαίρεται με τα ίδια πράγματα, από τα οποία δραπέτευσε αφού τα καταδίκασε.

Η συνήθεια είναι δυνατή έλξη και υπάρχει φόβος να θυμηθούν τις αισχρές πράξεις, από τις οποίες είχαν ησυχάσει με μεγάλη προσπάθεια, και να εργαστούν πάλι τα κακά που έχουν ξεχάσει. Γιατί ο νους εκείνων που άφησαν την κακία, μοιάζει με το σώμα που μόλις παίρνει πάνω του μετά από μακρά ασθένεια· σ' αυτό και η παραμικρή αφορμή γίνεται αιτία να ξαναρρωστήσει, αφού δεν ισχυροποιήθηκε ακόμη η υγεία του.

Έτσι και η νοερή δύναμη του αρχαρίου είναι πλαδαρή και κλονίζεται, ώστε είναι φόβος να ξαναγυρίσει το πάθος, το οποίο ερεθίζεται από τη συναναστροφή με τον όχλο. Γι' αυτό και ο Μωυσής διέταξε να μένουν μέσα στα σπίτια τους όσοι δέ θέλουν να πάθουν τίποτε από τον εξολοθρευτή άγγελο: «Δε θα βγείτε κανένας από την θύρα του σπιτιού σας, για να μη σας αγγίσει ο εξολοθρευτης»(Εξ. 12, 22-23). Και ο Ιερεμίας το ίδιο φαίνεται διατάζει όταν λέει: «Μη πηγαίνετε στο χωράφι και μη βαδίζετε στο δρόμο, γιατί το μαχαίρι των εχθρών παραμονεύει γύρω-γύρω»(Ιερ. 6, 25).

Μόνο οι γενναίοι αγωνιστές μπορούν να βαδίζουν ορμητικά πάνω στους εχθρούς. Αν όμως είναι κανείς από εκείνους που δεν μπορούν να πολεμήσουν, ας μένει ανενόχλητος στο σπίτι του, εξασφαλίζοντας από την ησυχία ασφάλεια χωρίς κίνδυνο. Τέτοιος ήταν ο Ιησούς του Ναυή, για τον οποίο λέει η Γραφή: «Ο ακόλουθος Ιησούς επειδή ήταν νέος δεν έβγαινε έξω από τη σκηνή»(Εξ. 33, 11).

Γιατί γνώριζε από την ιστορία του Άβελ(Γεν. 4, 8) ότι εκείνοι που βγαίνουν πρόωρα στην πεδιάδα φονεύονται από τους αδελφούς του σώματος και τους φίλους της σάρκας. Αλλά και από την ιστορία της Δίνας(Γεν. 34) μπορεί να το μάθομε αυτό ακριβώς, ότι πραγματικά μαρτυρεί κοριτσίστικη και γυναικεία αντίληψη να επιχειρείς εκείνα που είναι παραπάνω από τη δύναμή σου και να εξαπατάσαι στη γνώμη σου για την ικανότητά σου.

Αν η Δίνα δεν πήγαινε αστόχαστα να δει όσα συμβαίνουν στη χώρα, νομίζοντας ότι έχει τη δύναμη να το κάνει χωρίς να παρασυρθεί από την ευχαρίστησή τους, δεν θα διαφθειρόταν πρόωρα η κρίση της, παρασυρμένη από την φαντασία των αισθητών, πριν σκεφτεί νόμιμα και γενναία τα πράγματα.

Γνωρίζοντας ο Θεός ότι αυτό το πάθος της οιήσεως ενεργεί στους ανθρώπους, και θέλοντας να το ξεριζώσει από μας, λέει στον Μωυσή: «Κάνε ευλαβείς τους Ισραηλίτες»(Λευίτ. 15, 39). Και είναι ξένο προς την ευλάβεια το να καταπιάνεται κανείς με αγώνες πέρα από τη δύναμή του.

Προτού λοιπόν σταθεροποιήσομε τη συνήθεια της αρετής, να μην ανακατευόμαστε με τους θορύβους των πόλεων, αλλά να φεύγομε πολύ μακριά και να κρατούμε τον νου μακριά από τη βοή που μας τριγυρίζει. Γιατί δεν υπάρχει όφελος, αφού αναχωρήσομε από τα πράγματα, να μας χτυπούν οι φήμες γι' αυτά· και αφού φύγομε από την πόλη και τα έργα της, να καθόμαστε στην πόρτα της πόλεως όπως ο Λώτ(Γεν. 19, 1) και να γεμίζομε από την ταραχή της πόλεως.


Πρέπει να φύγομε έξω από την πόλη όπως ο Μωυσής, για να πάψουν όχι μόνο τα έργα αλλά και οι φωνές αυτών. «Όταν βγω έξω από την πόλη, είπε ο Μωυσής, και σηκώσω ψηλά τα χέρια μου, θα πάψουν οι φωνές»(Εξ. 9, 29). Γιατί τότε έρχεται η αληθινή γαλήνη, όταν όχι μόνον οι ενέργειες πάψουν, αλλά και οι ενθυμήσεις τους, οπότε θα μπορέσει και η ψυχή να δει τα σημάδια των παθών που έχουν σφραγιστεί πάνω της και θα μπορέσει να αγωνιστεί και να τα κόψει από την διάνοια.

Όταν όμως εισέρχονται και άλλες μορφές στην ψυχή, ούτε τα παλιά σημάδια της αμαρτίας είναι δυνατό να εξαλείψομε, αφού ο νους ασχολείται με τις νέες μορφές. Τότε αναγκαστικά ο κόπος να κόψομε τα πάθη γίνεται φοβερότερος, γιατί με την αύξηση σιγά-σιγά γίνονται πιο ισχυρά και σαν ποτάμι που τρέχει με αδιάκοπη ορμή, με τις φαντασίες που προσθέτονται, πλημμυρίζουν την διορατική δύναμη της ψυχής.

Όπως εκείνοι που θέλουν να δουν στεγνό το βυθό του ποταμού, ίσως για τίποτα αξιόλογα πράγματα που βρίσκονται εκεί, δεν ωφελούνται διόλου αν αντλήσουν το νερό σ' εκείνο το μέρος όπου νομίζουν ότι βρίσκεται αυτό που ζητούν, αφού αμέσως έρχεται άλλο νερό και γεμίζει το μέρος.

Όταν όμως κόψουν το νερό παραπάνω, τότε φανερώνεται χωρίς κόπο το έδαφος, γιατί το υπόλοιπο νερό προχωρεί προς τα κάτω και φαίνεται η ξηρά, για να δουν εκείνα τα οποία επιθυμούν στο βυθό. Έτσι και το να αδειάσουν οι μορφές εκείνες που παράγουν τα πάθη, γίνεται εύκολα, όταν δεν προσφέρουν πλέον οι αισθήσεις υλικό απ' έξω. Αν όμως οι αισθήσεις κατεβάζουν σαν ρεύμα ποταμού τα αισθητά, όχι μόνον είναι δύσκολο, αλλά και τελείως αδύνατο να καθαριστεί ο νους από αυτή την πλημμύρα.

Γιατί, κι αν δεν ενοχλούν τα πάθη επειδή δεν βρίσκουν ευκαιρία λόγω των συχνών συναντήσεων με τους άλλους, όμως παραμένουν κρυφά και μεστώνουν περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου. Και όπως η γη που πατιέται συνεχώς, αν και έχει αγκάθια, δεν τα μεγαλώνει όμως, γιατί τα εμποδίζει η τριβή των ποδιών, εντούτοις με το να έχει η γη βαθιά μέσα της τις ρίζες εύκολες στο να βλαστήσουν και θαλερές, όταν επιτρέψει ο καιρός, αυτά φυτρώνουν και βλαστάνουν.

Έτσι και τα πάθη, που από τις συνεχείς συναναστροφές εμποδίζονται να φανερωθούν, γίνονται πιο ρωμαλέα. και όταν βρεθούν στην ησυχία, επιτίθενται με μεγάλη δύναμη και κάνουν βαρύ και επικίνδυνο τον πόλεμο σ' εκείνους που αμέλησαν στην αρχή να τα πολεμήσουν.

Γι' αυτό και ο προφήτης διατάζει να εξολοθρεύσομε το σπέρμα που κατάγεται από τη Βαβυλώνα(Ιερ. 27, 16), δηλαδή να εξαφανίσομε τις μορφές της κακίας όσο βρίσκονται ακόμη στις αποθήκες των αισθήσεων, για να μην πέσουν στη γη της διάνοιας και βλαστήσουν και αφού ποτιστούν με τις ορμητικές και βλαβερές βροχές της αδιάκοπης απασχολήσεως, φέρουν πολλαπλάσιο τον καρπό της κακίας.

Άλλος προφήτης μακαρίζει εκείνους που δεν περιμένουν να μεγαλώσουν τα πάθη αλλά τα εξοντώνουν μικρά, σαν νήπια που θηλάζουν. «Μακάριος —λέει— είναι εκείνος που θα αρπάξει στα χέρια του και θα συντρίψει τα νήπιά σου πετώντας τα πάνω στην πέτρα»(Ψαλμ. 136, 9).

Ίσως και ο μέγας Ιώβ, φιλοσοφώντας για τα παθήματά του, ένα τέτοιο υπαινιγμό κάνει όταν λέει: «Στο νερό θάλλει ο πάπυρος και το βούτομο και χωρίς νερό κάθε φυτό ξεραίνεται»(Ιώβ 8, 11). Και το άλλο που λέει: «Ο μυρμηκολέων χάθηκε, γιατί δεν είχε να φάει»(Ιώβ 4, 11), φαίνεται ότι σημαίνει το ίδιο.

Θέλοντας ο μέγας Ιώβ να φανερώσει πόσο επίβουλο και απατηλό είναι το πάθος, βρήκε το όνομά του σύνθετο από το θρασύτατο λιοντάρι και από το ευτελέστατο μυρμήγκι. Και αυτό, γιατί οι προσβολές των παθών αρχίζουν από τις μικρές και τιποτένιες φαντασίες και σύρονται κοντά μας σαν μυρμήγκι· ύστερα όμως γίνονται τόσο μεγάλες σε όγκο, ώστε να κινδυνεύει κανείς απ' αυτές όπως από την επίθεση ενός λιονταριού.

Γι' αυτό πρέπει ο αγωνιστής, τότε να παλεύει εναντίον των παθών, όταν έρχονται σαν μυρμήγκια και προτείνουν για δόλωμα την μηδαμινότητά τους· γιατί αν φτάσουν τη δύναμη του λιονταριού δύσκολα πολεμούνται. Ή να μη τους δίνει τροφή· και τροφή των παθών, όπως είπαμε πολλές φορές, είναι οι εικόνες των αισθητών που μπαίνουν μέσα μας από τις αισθήσεις· αυτές τρέφουν τα πάθη και οπλίζουν κάθε μορφή διαδοχικά εναντίον της ψυχής.

Γι' αυτό και στον Ναό ο νομοθέτης κατασκεύασε τα διχτυωτά(Β΄ Παραλ. 4, 12), δείχνοντας τι πρέπει να κάνουν εκείνοι που θέλουν να φυλάγουν καθαρή σαν ναό την διάνοιά τους. Όπως στο Ναό κατασκεύασαν δίχτια στα παράθυρα, για να μη μπαίνει από εκεί κανένα ακάθαρτο ζώο, έτσι και αυτοί στις αισθήσεις να βάζουν ως εμπόδιο των λογισμών το φόβο για τη μέλλουσα κρίση, ο οποίος θα φράζει την είσοδο στις ακάθαρτες μορφές που σέρνονται για να μπουν στη διάνοια.

Ο Οχοζίας αρρώστησε, επειδή έπεσε από το διχτυωτό(Δ΄ Βασ. 1, 2). Και πέφτει κανείς από το διχτυωτό, με το να μη λογαριάζει στον καιρό των πειρασμών την μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση και να πέφτει στις ηδονές. Τι είναι χειρότερο από αυτή την αρρώστια; Αρρώστια του σώματος είναι το να ανατραπεί η ισορροπία των στοιχείων του και να επικρατήσει ένα στοιχείο κατά τρόπο αφύσικο· ενώ της ψυχής είναι το να ξεφύγει από τον ορθό λογισμό και να νικηθεί από τα πάθη που την κάνουν να είναι άρρωστη.

Τέτοια δίχτια στην όραση εκείνου που μπορεί να ακούει, έπλεκε ο Σολομών λέγοντας: «Όταν τα μάτια σου δουν ξένη γυναίκα, τότε το στόμα σου θα μιλήσει στραβά»(Παροιμ. 23, 33-35). Εδώ στραβά εννοεί εκείνα που απαντά κανείς μετά την αμαρτία, στον καιρό της ανταποδόσεως. Γιατί όταν κανείς σκεφτεί όπως πρέπει τη μέλλουσα ανταπόδοση, αυτή η σκέψη εμποδίζει κάθε επικίνδυνο κοίταγμα των ματιών.

Μπορεί και ν' αναφέρεται στο ποιά πρέπει να είναι η κατάσταση του λογισμού στον καιρό του επικίνδυνου κοιτάγματος, γιατί στη συνέχεια λέει: «Η θέση σου είναι σαν να είσαι μέσα στην καρδιά της θάλασσας και σαν κυβερνήτης στη μεγάλη φουρτούνα». Γιατί αν μπορέσει κανείς την ώρα, του πειρασμού να πολεμήσει τη μορφή που ερεθίζει, αυτός θα μπορέσει ν' αντιμετωπίσει τις απειλούμενες τιμωρίες, όπως εκείνος που βρίσκεται σε μεγάλη φουρτούνα μέσα στη θάλασσα.

Και χωρίς κόπο θα υπερνικήσει τους αντιπάλους, χωρίς να αισθάνεται τις πληγές που του δίνουν, ώστε να πει: «Με χτυπούσαν και δεν πόνεσα· με περιγελούσαν και εγώ δεν το γνώριζα». Εκείνοι, λέει, με χτυπούσαν και νόμιζαν ότι με εμπαίζουν, εγώ όμως ούτε τις πληγές αισθανόμουν, γιατί ήταν βέλη νηπίων, ούτε γύρισα να δω τις απάτες τους, αλλά έκανα σαν να μην ήταν παρόντες. Έτσι και ο Δαβίδ καταφρονούσε τέτοιους εχθρούς και έλεγε: «Ενώ απομακρυνόταν ο πονηρός από μένα, εγώ δεν τον γνώριζα»(Ψαλμ. 110, 4). Δηλαδή ούτε όταν ήρθε, ούτε όταν έφυγε του έδωσα σημασία.


Εκείνος όμως που δεν γνωρίζει ότι με τις αισθήσεις γίνεται μεγάλη επικοινωνία με τα αισθητά και ότι από την επικοινωνία εύκολη είναι η απάτη· και δεν υποπτεύεται τη βλάβη από αυτά, αλλά γεμίζει από αυτά χωρίς προφύλαξη, πώς κατά τον καιρό της απάτης θα γνωρίσει την επίθεση, αν δεν σπουδάσει προηγουμένως τη διάκρισή τους; Ότι με τις αισθήσεις γίνεται ο πόλεμος προς τα αισθητά και επιβάλλουν φόρους τα αισθητά στις νικημένες αισθήσεις, φανερώνεται από τον πόλεμο των Ασσυρίων εναντίον των Σοδομιτών.

Η Γραφή εξιστορεί για τους τέσσερις βασιλείς των Ασσυρίων και τους πέντε βασιλείς της περιοχής των Σοδόμων(Γεν. 14, 1-10) ότι πρώτα έκαναν συμφωνία και σπονδές και θυσίες ειρηνικές στην αλμυρή θάλασσα· έπειτα υποδουλώθηκαν οι πέντε βασιλείς επί δώδεκα έτη· στο δέκατο τρίτο έτος επαναστάτησαν στο δέκατο τέταρτο έτος έγινε πόλεμος, επιτέθηκαν δηλαδή οι τέσσερις εναντίον των πέντε και τους συνέλαβαν αιχμαλώτους.

Και η ίστορία τελειώνει εδώ· εμείς όμως απ' αυτή την ιστορία διδασκόμαστε τον πόλεμο των αισθήσεων προς τα αισθητά. Ο καθένας μας από τη γέννηση μέχρι τα δώδεκα έτη, επειδή δεν έχει καθαρή τη διάκριση, παραδίνει χωρίς να εξετάσει τις αισθήσεις του στα αισθητά σαν σε αφεντικά να τα υπηρετούν σε ό,τι διατάζουν.

Παραδίνει την όραση στα ορατά· την ακοή στις φωνές· τη γεύση στους χυμούς· την όσφρηση στις οσμές· και την αφή στα αισθητά που έχουν την ιδιότητα να την κινούν· δεν μπορεί να διακρίνει κανένα εμπόδιο λόγω της νηπιακής ηλικίας. Όταν όμως ο λογισμός πρόκειται να δυναμώσει και αρχίσει να αισθάνεται την βλάβη, ευθύς σκέφτεται επανάσταση και αποφυγή μιας τέτοιας δουλείας.

Και αν είναι δυνατός και πραγματοποιήσει τη γνώμη του, μένει για πάντα ελεύθερος, ξεφεύγοντας από πικρούς αφέντες. Αν όμως έχει την κρίση πιο ασθενή για την προσπάθειά του, πάλι παραδίνει νικημένες στην εξουσία των αισθητών τις αισθήσεις, που υποφέρουν στο εξής την τυραννική δουλεία χωρίς καμιά καλή ελπίδα.

Γι' αυτό και οι πέντε βασιλείς της ιστορίας, αφού νικήθηκαν από τους άλλους τέσσερις, οδηγήθηκαν όλοι μαζί σε πηγάδια ασφάλτου· για να μάθομε εμείς ότι οι νικημένοι από τα αισθητά ρίχνουν την κάθε αίσθηση στα αντίστοιχα αισθητά σαν σε βάραθρα ή πηγάδια, και δεν εννοούν τίποτε πέρα από τα ορατά, γιατί έδεσαν με τα γήινα την επιθυμία και αγάπησαν την απόλαυση των γηίνων περισσότερο από τα νοητά.

Έτσι κι εκείνος ο δούλος που έχει αγαπήσει τον κύριό του και την γυναίκα και τα παιδιά του, και παραιτείται από την αληθινή ελευθερία για την συγγένεια των σωματικών, γίνεται δούλος αιώνιος και τρυπιέται στο αυτί με το σουβλί(Εξ. 21, 5-6), για να μην ακούει από το φυσικό πόρο του αυτιού και δεχτεί κάποτε τον λόγο της ελευθερίας, αλλά να μένει δούλος για πάντα, έχοντας αγαπήσει τα παρόντα.

Γι' αυτό ο Νόμος διέταζε να κόβεται το χέρι της γυναίκας που πιάνει τα γεννητικά όργανα ενός άνδρα όταν αυτός φιλονεικεί με κάποιον άλλο(Δευτ. 25, 11)· γιατί ενώ φιλονεικούν δύο λογισμοί περί εκλογής των κοσμικών ή των ουρανίων αγαθών, αυτή άφησε την εκλογή των ουρανίων και άρπαξε τα αισθητά, τα οποία γεννιούνται και φθείρονται: αυτά σημαίνουν τα γεννητικά όργανα.

Κανένα λοιπόν όφελος από την απάρνηση των πραγμάτων, αν δεν επιμένομε στην αρχική απόφαση, αλλά παρασυρόμαστε πάλι και υποχωρούμε στο λογισμό, και φανερώνομε την προσκόλλησή μας σ' όσα απαρνηθήκαμε με το να στρεφόμαστε διαρκώς σ' αυτά, όπως η γυναίκα του Λώτ. Αυτή επειδή στράφηκε πίσω, στέκεται μέχρι σήμερα παράδειγμα στους ανυπάκουους με το να μεταβληθεί σε στήλη από αλάτι(Γεν. 19, 26).

Τέτοια είναι η συνήθεια, της οποίας σύμβολο είναι η γυναίκα αυτή, να ξαναγυρίζει προς τον εαυτό της εκείνους που θέλουν να αναχωρήσουν χωρίς επιστροφή.  Τι σημαίνει εξάλλου και ο νόμος που διατάζει, αφού τελειώσει κανείς την προσευχή του στο Ναό, να μη φεύγει από την πόρτα που μπήκε, αλλά από την αντικρυνή, κάνοντας έτσι ανεπίστροφη την πορεία του προς τα εμπρός; Σημαίνει ότι πρέπει να μένομε σταθεροί στο ίσιο δρόμο προς την αρετή, αποφεύγοντας τους αντίθετους δισταγμούς.

Γιατί οι συνεχείς επιστροφές μας προς εκείνα που εγκαταλείψαμε, μας τραβούν προς τα πίσω εξαιτίας της συνήθειας. και αφού χαλαρώσουν την προς τα εμπρός ορμή μας, αλλάζουν την κατεύθυνσή της και την κάνουν να επιστρέψει στις παλιές μας κακίες. Έχει φοβερή δύναμη η συνήθεια να μας τραβήξει και να μη μας επιτρέψει να γυρίσομε πάλι στην προηγούμενη ενάρετη κατάσταση.

Από τη συνήθεια έρχεται η έξη· και η έξη γίνεται δεύτερη φύση. Την φύση πάλι είναι πολύ δύσκολο να τη μεταβάλομε· αν παρεκκλίνει λίγο με τη βία, γρήγορα γυρίζει στον εαυτό της· κουνιέται λίγο από τη θέση της αλλά δεν αλλάζει τελείως, αν δεν καταβάλομε πολύ κόπο, ώστε να επανέλθομε στην κατάσταση από την οποία μας απομάκρυνε η συνήθεια.

Παρατήρησε την ψυχή που ακολουθεί διάφορους εθισμούς, πώς κάθεται πάνω στα είδωλα, προσηλωμένη στις ύλες που δεν έχουν μορφή, και δεν προσηλώνεται στον λόγο που θέλει να τη σηκώσει ψηλότερα, αλλά αρνείται να ανέβει μαζί του και λέει: «Δεν μπορώ να σταθώ μπροστά σου γιατί έχω τα συνήθη των γυναικών»(Γεν. 31, 34-35).

Γιατί η ψυχή που αναπαύεται από πολύ καιρό στα πράγματα του βίου, κάθεται πάνω στα είδωλα που είναι χωρίς μορφή και παίρνουν μορφή με ανθρώπινη τέχνη. Αλήθεια, ο πλούτος και η δόξα δεν είναι πράγματα χωρίς μορφή, καθώς και τα λοιπά πράγματα του βίου, που δεν έχουν τίποτε το σαφές και τακτοποιημένο; Έχουν μια απατηλή ομοιότητα με την αλήθεια, και παραπλανούν με το να δέχονται διάφορες μεταβολές κάθε ημέρα.

Τους δίνομε εμείς μορφή, όταν, γι' αυτά που δεν χρησιμεύουν σε τίποτε ωφέλιμο, πλάθομε με το ανθρώπινο μυαλό μας φαντασίες ότι είναι χρήσιμα. Την απαραίτητη ανάγκη του σώματος την απλώνομε με τις επινοήσεις μας σε μέγιστη πολυτέλεια, παραγεμίζοντας την τροφή μας με χίλια-δυό καρυκεύματα και στολίζοντας τα ενδύματά μας για να δείξομε τη χλιδή και την καλοπέρασή μας.

Και όταν μας κατηγορούν για την ματαιότητα αυτή, ότι δηλαδή άδικα και χωρίς λόγο δείχνομε τόση σπατάλη και αλαζονεία στις υλικές μας ανάγκες, ενώ μπορούν αυτές με λίγα να ικανοποιηθούν, εμείς απολογούμαστε ότι κάνομε πράγματα που αρμόζουν. Τι άλλο κάνομε τότε παρά φιλονεικούμε να δώσομε μορφή στις άμορφες ύλες;

Σωστά λοιπόν είπαμε ότι η ψυχή «κάθεται» πάνω σ' αυτά τα υλικά και μάταια. Γιατί η ψυχή που έχει αυτές τις αντιλήψεις για όσα αναφέρθηκαν, έχει προσηλωθεί σ' αυτά και δουλεύει στη συνήθεια και όχι στην αλήθεια.

Και έτσι, σαν με έμμηνη ακαθαρσία, μολύνει τη φύση των πραγμάτων. Η Γραφή χρησιμοποιεί τη λέξη «κάθομαι» για να εκφράσει την αργία των καλών και τη φιληδονία. Την αργία, όταν λέει: «Καθισμένοι στη χώρα και στη σκιά του θανάτου(Ησ. 9, 2) και δεμένοι με τις στερήσεις της φτώχειας και με σιδερένιες αλυσίδες»(Ψαλμ. 106, 10), γιατί το σκοτάδι και οι αλυσίδες είναι εμπόδια της εργασίας.

Και τη φιληδονία, όταν μιλάει για εκείνους που επιθύμησαν την Αίγυπτο και έλεγαν μεταξύ τους: «Θυμηθήκαμε που καθόμαστε δίπλα στα καζάνια με τα κρέατα και χορταίναμε κρέατα»(Εξ. 16, 3)· και πράγματι, δίπλα στα καζάνια κάθονται οι φιλήδονοι, καθώς ερεθίζονται με υγρή και ακατάπαυστη θέρμη, γιατί μητέρα της φιληδονίας είναι η γαστριμαργία. Η γαστριμαργία γεννά τη φιληδονία, αλλά και πολλά άλλα πάθη. Από αυτή, σαν από ρίζα, βγαίνουν θαλερά τα λοιπά πάθη και σιγά-σιγά ανεβαίνουν από αυτή σαν δένδρα, σχηματίζοντας ουρανομήκεις κακίες.

Η φιλοχρηματία, ο θυμός, η λύπη, είναι παιδιά και βλαστάρια της γαστριμαργίας. Γιατί πρώτα-πρώτα χρειάζεται χρήματα ο γαστρίμαργος για να μπορεί να εκπληρώνει πάντοτε την επιθυμία του, αν και αυτή ποτέ δεν γεμίζει. εναντίον εκείνων που εμποδίζουν την απόκτηση χρημάτων είναι ανάγκη να κινείται ο θυμός.

Η λύπη ακολουθεί κατ' ανάγκην το θυμό, όταν αυτός αποτύχει στο σκοπό του. Κι εκείνος που σέρνεται με το στήθος και την κοιλιά(Γεν. 3, 14), όταν έχει τα υλικά των ηδονών, περπατά με την κοιλιά· όταν δεν τα έχει, περπατά με το στήθος, όπου βρίσκεται ο θυμός. Γιατί οι φιλήδονοι όταν στερούνται τις ηδονές θυμώνουν και πικραίνονται. Γι' αυτό ο μέγας Μωυσής βάζει εγκόλπιο στο στήθος του ιερέα (λογείο)(Εξ. 28, 15), φανερώνοντας συμβολικά ότι τις ορμές του θυμού πρέπει να διευθύνει μυστικά το λογικό, γιατί το λογείο είναι σημάδι κρίσεως.

Και ο μεν ιερέας με το λογικό συγκρατεί το πάθος, επειδή είναι ατελής. ο τέλειος όμως Μωυσής αφαιρεί εξ ολοκλήρου το θυμό, γιατί δεν φέρει λογείο, αλλά αφαιρεί ολόκληρο εκείνο το μέρος του στήθους: «Και αφού πήρε ο Μωυσής το στήθος, το αφαίρεσε ως αφιέρωμα στον Κύριο»(Λευϊτ. 8, 29). Υπάρχουν άλλοι οι οποίοι ούτε ολόκληρο το θυμό αφαίρεσαν, ούτε με το λογικό νικούν το πάθος, αλλά το υπέταξαν με κόπο. Αυτοί είναι που αφαιρούν το στήθος μαζί με τον βραχίονα. Γιατί ο βραχίονας είναι σημάδι κόπου και εργασίας.

Επίσης και το να περπατά με την κοιλιά, σημαίνει την ηδονή, γιατί σχεδόν αιτία των ηδονών είναι η κοιλιά. Όταν γεμίσει αυτή, τότε έρχονται δυνατές ορέξεις και των άλλων ηδονών όταν όμως είναι άδεια, τότε οι ορέξεις είναι ήρεμες και σταθερότερες. Και εδώ πάλι υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ' εκείνον που προκόβει και σ' εκείνον που είναι ήδη τέλειος. Ο Μωυσής, απορρίπτοντας τελείως την ηδονή της τροφής, έπλυνε την κοιλιά και τα πόδια με νερό(Λευϊτ. 8, 21· 9, 14).

Με την κοιλιά, θέλει να πει την ηδονή· με τα πόδια, την ανύψωση και τις προκοπές στην αρετή. Εκείνος που προκόβει, πλύνει τα μέσα της κοιλιάς, όχι όλη την κοιλιά. Το «έπλυνε» και το «θα πλύνουν» έχουν επίσης μεγάλη διαφορά. Το πρώτο έγινε θεληματικά, το δεύτερο μετά από προσταγή.

Γιατί πρέπει ο τέλειος με αυθόρμητη προθυμία να κινείται στις πράξεις της αρετής, ενώ εκείνος που προκόβει προς την τελειότητα, πρέπει να πείθεται στη συμβουλή του ηγουμένου. Και είναι αξιοπρόσεκτο ότι το στήθος το αφαιρεί ολόκληρο, την κοιλιά όμως δεν την αφαιρεί, αλλά την πλύνει. Γιατί ο σοφός, μπορεί όλο το θυμό να τον παρατήσει και να τον αποκόψει, την κοιλιά όμως δεν μπορεί να την κόψει, επειδή η φύση βιάζει και τον πιο εγκρατή να τρώει για την ανάγκη του σώματος.

Όταν η ψυχή δεν ακολουθεί τον ορθό και σταθερό λόγο, αλλά από τις ηδονές διαφθείρεται σαν μοιχαλίδα, τότε πρήζεται η κοιλιά, γιατί και αν παραγεμίσουν οι δεξαμενές του σώματος, η επιθυμία μένει διψασμένη. «Και αφού πρηστεί η κοιλιά, ύστερα θα σαπίσει ο μηρός»(Αριθ. 5, 22).

Δηλαδή δεν έχει δύναμη η διάνοια να γεννά τα καλά, από την έξαψη της πολυτέλειας των φαγητών, και γίνεται παράλυτη για πνευματικούς κόπους. Αυτούς εννοεί η Γραφή με τη λέξη «μηρός». Λοιπόν, ο φιλήδονος βαδίζει με την κοιλιά, με το να κλίνει ολόκληρος στις απολαυστικές ηδονές.

Εκείνος που αρχίζει τον βίο της αρετής, αφαιρεί το λίπος της κοιλιάς, αποφεύγοντας τα φαγητά που παχαίνουν το σώμα. Εκείνος που προκόβει, πλύνει τα εσωτερικά της κοιλιάς. Και ο τέλειος πλύνει όλη την κοιλιά, με το να απορρίπτει τελείως ό,τι είναι πέρα από την ανάγκη του σώματος. Πολύ ταιριασμένο είναι το «θα περπατάς με το στήθος και την κοιλιά». Γιατί η ηδονή δεν είναι εκείνων που στέκονται όρθιοι και ήρεμοι, αλλά εκείνων που είναι άστατοι και γεμάτοι ταραχή.

Το πιο συγγενικό πάθος της γαστριμαργίας είναι η κίνηση της σαρκικής επιθυμίας· γι' αυτό και η φύση, θέλοντας να δείξει την οικειότητα αυτών των παθών, έβαλε τα όργανα της συνουσίας κάτω από την κοιλιά, φανερώνοντας από την εγγύτητα, τη συγγένεια.

Γιατί αν το πάθος είναι αδύναμο, είναι τέτοιο λόγω της κοιλιάς που είναι αδειανή· αν είναι ζωηρό και έντονο, από την χορτάτη κοιλιά παίρνει τη δύναμη. Η γαστριμαργία δεν είναι μόνο τροφός και παραμάνα των παθών που είπαμε, αλλά καταστρέφει και όλα τα καλά. Γιατί όταν αυτή εξουσιάζει και κυριαρχεί, τα καλά πέφτουν και εξολοθρεύονται: η εγκράτεια, η σωφροσύνη, η ανδρεία, η καρτερία και όλες οι υπόλοιπες αρετές.

Αυτό είπε αινιγματικά ο Ιερεμίας: «Κατέστρεψε γύρω όλο το τείχος της Ιερουσαλήμ ο αρχιμάγειρος των Βαβυλωνίων»(Ιερ. 52, 14). Με τον αρχιμάγειρο εννοούσε τη γαστριμαργία. Όπως ο αρχιμάγειρος έχει κάθε επιμέλεια να υπηρετήσει την κοιλιά και εφευρίσκει τέχνες και κατασκευάζει χίλιες-δυό ηδονές, έτσι και η γαστριμαργία κινεί κάθε μηχανή για να υπηρετήσει την ηδονή του λαιμού. Όμως η ποικιλία των φαγητών καταστρέφει και κατεδαφίζει τα οχυρά της αρετής.

Τα μυρωδικά και τα πρόσθετα φαγητά, γίνονται μηχανήματα και πολιορκητικές μηχανές κατά της αρετής που έχει πλέον καλά στηριχθεί, την τραντάζουν και την κατεδαφίζουν. και όπως η πολυτέλεια καταστρέφει τις αρετές, έτσι και η λιτή και φτωχική τροφή καταστρέφει τα οχυρά της κακίας.

Όπως το τείχος της Ιερουσαλήμ, δηλαδή της ειρηνικής ψυχής, κατεδάφισε ο αρχιμάγειρος των Βαβυλωνίων, ερεθίζοντας τις σαρκικές ηδονές με τη μαγειρική τέχνη, έτσι και ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί κύλισε και κατέστρεψε τις σκηνές των Μαδιανιτών(Κριτ. 7, 13). Επειδή η φτωχική δίαιτα, όταν προχωρεί και προκόψει πολύ, καταργεί τα πάθη της πορνείας, τα οποία συμβολίζουν οι Μαδιανίτες.

Αυτοί είναι που προκάλεσαν τις πορνείες στον Ισραήλ(Αριθ. 25, 1) και εξαπάτησαν πολύ πλήθος νέων. Πολύ ταιριαστά λέει η Γραφή ότι οι Μαδιανίτες έχουν σκηνές, ενώ η Ιερουσαλήμ τείχος. Γιατί όλα όσα περιέχουν την αρετή είναι γερά στηριγμένα και σίγουρα, ενώ εκείνα που περιέχουν την κακία είναι ψευτοκατασκευάσματα και δεν διαφέρουν διόλου από φαντασία.

Γι' αυτό και οι άγιοι έφευγαν από τις πόλεις και απέφευγαν τις συναναστροφές των πολλών, επειδή γνώριζαν ότι η συναναστροφή των διεφθαρμένων ανθρώπων είναι πιο καταστρεπτική και από κολλητική αρρώστια. Δεν έπαιρναν τίποτε μαζί τους και εγκατέλειπαν τα κτήματά τους ακαλλιέργητα, αποφεύγοντας τον περισπασμό.

Έτσι ο Ηλίας άφησε την Ιουδαία και κατοικούσε στο Καρμήλιο όρος(Γ΄ Βασ. 18, 19), που ήταν έρημο και γεμάτο θηρία και εκτός από δένδρα δεν είχε άλλη παρηγοριά. Για τροφή περιοριζόταν στους καρπούς των δένδρων για την ανάγκη της φύσεως. Ο Ελισσαίος είχε επίσης τον ίδιο τρόπο ζωής και αγαπούσε να ζει στις ερήμους, διάδοχος του δασκάλου του Ηλία(Δ΄ Βασ. 2, 25).

Κι ο Ιωάννης κατοικούσε στην έρημο του Ιορδάνη και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριο(Μαρκ. 1, 6), δείχνοντας έτσι στους πολλούς ότι η ανάγκη του σώματος ικανοποιείται και χωρίς πολλή ταλαιπωρία και κατηγορώντας την απόλαυση και τις φροντίδες της.

Ίσως και ο Μωυσής τέτοιο νόμο έθεσε, παραγγέλλοντας στους Ισραηλίτες να μαζεύουν μόνο το μάννα της ημέρας(Εξ. 16, 16-17) και διδάσκοντας έτσι με μυστικό τρόπο ότι εφήμερος είναι ο βίος του άνθρωπου και δεν του χρειάζονται προετοιμασίες. Αρμόζει, νομίζει ο Μωυσής, στη λογική φύση του ανθρώπου, το να αρκείται κανείς σ' ότι υπάρχει κοντά του και για τα υπόλοιπα να ομολογεί ότι ταμίας είναι ο Θεός· και όχι, προνοώντας δήθεν για το μέλλον, να απιστεί στις χάριτες του Θεού, ότι δηλ. δεν ρίχνουν πάντοτε σαν βροχή στους ανθρώπους τις αέναες δωρεές.

Και με ένα λόγο, γι' αυτό όλοι οι άγιοι, για τους οποίους δεν ήταν άξιος ο κόσμος, εγκατέλειψαν τις κατοικημένες περιοχές και περιπλανιούνταν στις έρημους και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης, φορούσαν προβειές και γιδοδέρματα και υπέφεραν στερήσεις, θλίψεις και κακουχίες(Εβρ. 11, 37-38).

Έφευγαν μακριά από τις κακίες που οι άνθρωποι τις έχουν πρόχειρες και από τα τερατώδη καμώματα που πλημμυρίζουν τις πόλεις, για να μην παρασυρθούν από το ρεύμα σαν από βίαιο χείμαρρο και καταλήξουν στα λιμνασμένα βαλτονέρια μαζί με τους πολλούς. Χαίρονταν τη συναναστροφή με τα θηρία, θεωρώντας μικρότερη τη βλάβη από αυτά, παρά από τους ανθρώπους.

 Απέφευγαν τους ανθρώπους σαν επίβουλους, ενώ εμπιστεύονταν τα θηρία σαν φίλους· γιατί τα θηρία δεν διδάσκουν την κακία, αλλά σέβονται και τιμούν την αρετή. Έτσι λοιπόν τον Δανιήλ(Δαν. 6, 16-23), τον εξολόθρευσαν όπως νόμιζαν οι άνθρωποι, τον έσωσαν όμως τα λιοντάρια, όταν είχε άδικα καταδικαστεί από φθόνο· και την δικαιοσύνη που άδικα του στέρησαν οι άνθρωποι, τα λιοντάρια έκριναν ορθά και τη διαλάλησαν. Και έγινε η αρετή του Δανιήλ για τους ανθρώπους υπόθεση φιλονεικίας και φθόνου, ενώ για τα θηρία αφορμή σεβασμού και τιμής.

Όσοι λοιπόν έχομε σπαρμένο μέσα μας τον έρωτα να γίνομε καλύτεροι, ας προσπαθήσομε να αποκτήσομε τις αρετές των αγίων και αφού απομακρυνθούμε από τη δουλεία των απαιτήσεων του σώματος, ας επιδιώξομε την ελευθερία. και τον άγριο όνο, που ο Δημιουργός τον άφησε ελεύθερο στην έρημο και δεν ακούει κατηγορία φορολόγου και περιπαίζει τον πολύ όχλο της πόλεως(Ιώβ 39, 5-8), αν και μέχρι τώρα τον κάναμε να σηκώνει βάρη και τον ζεύξαμε σε πάθη και κακίες, τώρα ας τον λύσομε από τα δεσμά, έστω και αν αντιλέγουν εκείνοι που δεν είναι εκ φύσεως κύριοί του αλλά από συνήθεια απέκτησαν την εξουσία του.

Πάντως όταν αυτοί μας ακούσουν να λέμε, όχι με απλή φωνή, αλλά με πεποίθηση, ότι «ο Κύριος τον χρειάζεται»(Μαρκ. 11, 3), αμέσως θα μας τον στείλουν. Και αφού καταστολιστεί με τα αποστολικά ρούχα, θα γίνει όχημα του Λόγου. Ή, αφού απολυθεί στην παλιά βοσκή, θα τρέχει πίσω από κάθε χλωρωσιά, δηλαδή στα θαλερά λόγια της Γραφής, για να οδηγείται σε βίο ακατηγόρητο και να απολαμβάνει πολλή τροφή και ευχαρίστηση.

Συγχρόνως ας εξετάσομε, πώς τρέχει πίσω από κάθε χλωρό χορτάρι ο αφημένος στην έρημο από το Θεό άγριος όνος, που έχει ερημική δίαιτα και κατοικία την αλμυρή έκταση, αφού η αλμυρή έκταση και η έρημος δεν είναι κατάλληλη να βγάζει χορτάρι; Εκτός αν ερμηνεύσει κανείς ότι ο έρημος από πάθη είναι ικανός να αναζητά τη θεωρία μέσα στα θεία λόγια, αφού εξαφανιστεί η υγρασία των παθών.

Ας εγκαταλείψομε τα βιοτικά πράγματα και ας σηκώσομε ψηλά το κεφάλι προς τα αγαθά της ψυχής. Έως πότε θα παραμένομε στα κοινά παιχνιδάκια και δεν αναλαμβάνομε γενναίο φρόνημα; Έως πότε θα είμαστε πιο αδύναμοι κι από τα νήπια και δε θα προκόβομε στα μεγαλύτερα; Τα νήπια όταν μεγαλώσουν, εγκαταλείπουν τα παιχνίδια και αποβάλλουν εύκολα την προσκόλληση σ' αυτά. Καρύδια και κότσια και τόπια είναι τα υλικά των παιχνιδιών.

Τα νήπια έχουν αδυναμία σ' αυτά όσο έχουν την ατέλεια της φρονήσεως και τα νομίζουν πολύτιμα, όταν όμως κανείς γίνει άνδρας, τα απορρίπτει αυτά και με μεγάλη επιμέλεια ασχολείται με τα πράγματα. Εμείς μείναμε πίσω στη νηπιακή ηλικία και θαυμάζομε εκείνα που αξίζουν μόνο για παιχνίδια και περιφρόνηση.

Αφήσαμε την φροντίδα για τα ανώτερα και για την απόκτηση ανδρικού λογισμού, ενώ ασχολούμαστε με γήινες ευχαριστήσεις και κάνομε να γελούν σε βάρος μας εκείνοι που κρίνουν φυσικά τα πράγματα. Γιατί όπως είναι άξιο ντροπής να βλέπει κανείς έναν άνδρα να κάθεται στη στάχτη και να παίζει σαν παιδί μέσα στη σκόνη, έτσι είναι άξιο πολύ μεγαλύτερης ντροπής, εκείνους που αγωνίζονται για τα αιώνια αγαθά να τους βλέπει κανείς να κυλιούνται μέσα στη στάχτη των επιγείων πραγμάτων, και με την ανάρμοστη συμπεριφορά τους αυτή να ντροπιάζουν την τελειότητα του μοναχικού σχήματος.

Αιτία αυτού, όπως φαίνεται, είναι το ότι δεν εννοήσαμε τίποτε μεγαλύτερο απ' όσα βλέπομε, ούτε με την σύγκριση της ευτέλειας των παρόντων γνωρίσαμε την υπεροχή των μελλόντων αγαθών, αλλά θαμπωνόμαστε από την λάμψη των δήθεν πολυτίμων πραγμάτων αυτού του κόσμου και δένομε σ' αυτά την επιθυμία μας. Γιατί πάντοτε όταν απουσιάζουν τα καλύτερα, τιμώνται τα χειρότερα και παίρνουν τη θέση τους. Ενώ αν είχαμε υψηλότερη ιδέα για τα μέλλοντα αγαθά, δεν θα στεκόμαστε με ανοικτό στόμα μπροστά στα παρόντα.
 
Ας αρχίσομε λοιπόν να φεύγομε από τα παρόντα. Ας περιφρονήσομε κτήματα και χρήματα και όλα όσα βυθίζουν το νου και τον καταποντίζουν. Ας ρίξομε έξω το φορτίο για να ξανασάνει λίγο το πλοίο. Ας ρίξομε —αφού μας έπιασε φουρτούνα— και πολλά από τα χρήσιμα σκεύη στη θάλασσα, για να μπορέσει να σωθεί ο νους μαζί με τους καλούς λογισμούς που πλέουν μαζί του.

Εκείνοι που ταξιδεύουν στη θάλασσα, όταν τους πιάσει φουρτούνα, περιφρονούν τα εμπορεύματα και ρίχνουν με τα ίδια τα χέρια τους στη θάλασσα το φορτίο, κρίνοντας καλύτερο να σώσουν τη ζωή τους παρά τα εμπορεύματα· και για να μην κινδυνεύσει το πλοίο, πλημμυρισμένο από νερά, με το βάρος του φορτίου και βουλιάξει, το ξαλαφρώνουν και ρίχνουν τα πολύτιμα πράγματα στο βυθό.

Γιατί κι εμείς, για χάρη της ανώτερης ζωής, να μην περιφρονούμε εκείνα που τραβούν στο βυθό την ψυχή μας; Γιατί δεν έχει δύναμη ο φόβος του Θεού, όσο ο φόβος της θάλασσας; Εκείνοι, με το να επιθυμούν την πρόσκαιρη ζωή, δεν νομίζουν μεγάλη την ζημία των εμπορευμάτων. Εμείς που λέμε ότι θέλομε να οικειοποιηθούμε την αιώνια ζωή, δεν καταφρονούμε ούτε το παραμικρό πράγμα; Αλλά προτιμούμε μάλλον να χαθούμε μαζί με το φορτίο, παρά να σωθούμε με το να στερηθούμε τα πράγματά μας;

Ας γυμνωθούμε, παρακαλώ, από όλα. Γιατί γυμνός στέκεται ο εχθρός. Μήπως εκείνοι που αγωνίζονται στο στάδιο, αγωνίζονται ντυμένοι; Οι αθλητικοί κανόνες τους επιβάλλουν να μπαίνουν γυμνοί στο στάδιο. Είτε ζέστη είναι, είτε κρύο δυνατό, γυμνοί μπαίνουν, αφήνοντας τα ρούχα τους έξω· αν κανείς δεν ξεγυμνωθεί, δεν μπαίνει στον αγώνα.

Και εμείς που υποσχεθήκαμε να πολεμούμε εναντίον εχθρών που είναι πολύ πιό επιδέξιοι από τους αισθητούς εχθρούς, όχι μόνο δεν ξεντυθήκαμε, αλλά και με χίλια-δυό φορτία πάνω στους ώμους μας επιχειρούμε να αγωνιστούμε, και έτσι δίνομε στους εχθρούς πολλές ευκαιρίες.

Πώς θα πυγμαχήσει με τα πονηρά πνεύματα εκείνος που επιθυμεί κτήματα, όταν εύκολα γρονθοκοπιέται από παντού; Πώς θα παλαίψει εναντίον της φιλαργυρίας εκείνος που είναι χωμένος μέσα στα χρήματα; Και πώς θα εκστρατεύσει εναντίον των δαιμόνων που είναι γυμνοί από κάθε φροντίδα, εκείνος που είναι ντυμένος με ένα σωρό φροντίδες; Η Αγία Γραφή λέει: «Ο γυμνός θα καταδιώξει εκείνη την ημέρα»(Αμώς 2, 16).

Ο γυμνός, όχι ο ντυμένος με πολύπτυχες φροντίδες των βιοτικών πραγμάτων. Ο γυμνός, όχι εκείνος που εμποδίζεται να τρέξει από πολλούς λογισμούς χρημάτων και κτημάτων.

Ο γυμνός είναι δύσκολο ή και αδύνατο να κυριευθεί από τους εχθρούς. Αν ο Ιωσήφ ήταν γυμνός, δεν θα εύρισκε από που να τον πιάσει η Αιγυπτία· γιατί λέει η Αγία Γραφή ότι τον έπιασε από τα ρούχα λέγοντας: «Κοιμήσου μαζί μου»(Γεν. 39, 7-12). Ρούχα είναι τα σωματικά πράγματα, από τα οποία μας πιάνει και μας κρατά η ηδονή.

Κι εκείνος που θέλει να τα κρατήσει, αναγκαστικά θα σέρνεται εδώ κι εκεί καθώς θα μαλώνει μ' εκείνους που του τα αφαιρούν. Ο Ιωσήφ λοιπόν, αυτός ο αγωνιστής της σωφροσύνης, όταν είδε τον εαυτό του να έλκεται από την ανάγκη του σώματος προς την ηδονή και ότι έπρεπε γυμνός να μείνει με την γυναίκα που τον προκαλούσε, εγκατέλειψε τα ρούχα του και έφυγε.

Και βγήκε έξω γυμνός σαν να περπατούσε στον παράδεισο, κατά μίμηση του πρωτοπλάστου, έχοντας την αρετή της σωφροσύνης. Ο πρωτόπλαστος έλαβε μεγάλο δώρο από το Θεό το να είναι γυμνός, μέχρις ότου εξαιτίας της παρακοής έλαβε ανάγκη των ενδυμάτων. Όσο αγωνιζόταν εναντίον των εχθρών που τον συμβούλευαν να παραβεί την εντολή του Θεού, ήταν γυμνός σαν αθλητής μέσα στην παλαίστρα.

Όταν όμως νικήθηκε στον αγώνα, εύλογα ντύθηκε, αφήνοντας τη γύμνωση μαζί με την αθλητική ιδιότητα. Γι' αυτό και ο Σολομών λέει προς τον προπονητή: «Βγάλε το ρούχο του, γιατί πέρασε μέσα»(Παροιμ. 27, 13). Γιατί όσο ήταν έξω από το στάδιο, χρησιμοποιούσε τα ρούχα όπως εκείνοι που δεν αγωνίζονταν, και έκρυβε την αγωνιστική ανδρεία με τα ενδύματα των αισθητών.

Αφού όμως μπήκε στον αγώνα, βγάλε το ρούχο του, γιατί πρέπει να αγωνίζεται γυμνός. Ή μάλλον όχι μόνον γυμνός, αλλά και αλειμμένος με λάδι. Με το να είναι γυμνός, δεν μπορεί να τον πιάσει ο αντίπαλος· το λάδι πάλι χρειάζεται, αν ποτέ πιαστεί, να γλυστρά και να ξεφεύγει. Γι' αυτό κι εκείνοι που παλεύουν, προσπαθούν να ρίχνουν χώμα στους αντιπάλους, για να εξουδετερώσουν τη λειότητα του λαδιού και να μπορούν να τους πιάνουν. Ό,τι είναι εκεί το χώμα, στον δικό μας αγώνα είναι τα γήινα πράγματα. Και ό,τι είναι εκεί το λάδι, εδώ είναι η αμεριμνία.

Εκεί ο αλειμμένος με λάδι εύκολα ξεφεύγει τις λαβές, αν όμως του ρίξει ο αντίπαλος χώμα, δύσκολα ξεφεύγει από τα χέρια του. Έτσι κι εδώ εκείνος που δεν έχει καμιά μέριμνα, δύσκολα πιάνεται από τον διάβολο. Όταν όμως έχει φροντίδες, τραχύνει, με τις μέριμνες σαν χώμα, τη λειότητα της αμεριμνίας του νου και δύσκολα θα ξεφύγει από τα χέρια του.

Η αμεριμνία είναι ιδίωμα τέλειας ψυχής, ενώ το να κατατρίβεται σε φροντίδες είναι ιδίωμα ατελούς ψυχής. Για την τέλεια ψυχή έχει λεχθεί ότι είναι κρίνο ανάμεσα σ' αγκάθια(Άσμα 2, 2). Αυτό σημαίνει την ψυχή που ανάμεσα στους ανθρώπους με τις πολλές φροντίδες, ζει αμέριμνα. Γιατί το κρίνο και στο Ευαγγέλιο την αμέριμνη ψυχή δηλώνει. «Δεν κοπιάζουν, λέει, ούτε γνέθουν, κι όμως είναι ντυμένα πιο ένδοξα και από το Σολομώντα»(Ματθ. 6, 28-29). Για εκείνους που βρίσκονται σε μεγάλη φροντίδα, λέει: «Όλος ο βίος του ασεβούς είναι γεμάτος φροντίδα»(Ιώβ 15, 20).

Και πράγματι, είναι ασέβεια να παρατείνομε σε όλη μας τη ζωή την φροντίδα των σωματικών και να μην έχομε καμιά επιμέλεια για τα μέλλοντα και να δαπανούμε όλο τον καιρό μας στο σώμα, που δεν έχει και τόση ανάγκη από φροντίδα, ενώ στην ψυχή που έχει τόσο μακρύ δρόμο μέχρι να φτάσει στην τελειότητα, ώστε να μην φτάνει όλη η ζωή, να μη δίνομε ούτε τον παραμικρό καιρό.

Κι αν φανούμε πως της δίνομε κάποιο χρόνο, πάντως το κάνομε με νωθρότητα και αμέλεια, δελεαζόμενοι από την ομορφιά των ορατών. Και παθαίνομε όπως εκείνοι που πιάνονται στα δίχτια από ασχημότατες πόρνες, οι οποίες μη έχοντας γνήσια ομορφιά, δημιουργούν με φτιασίδια μία πλαστή ομορφιά για να παγιδεύουν όσους τις βλέπουν.

Γιατί όταν νικηθούμε μιά φορά από τη ματαιότητα των επιγείων, δεν μπορούμε να δούμε την ντροπή της ύλης, αλλά ξεγελιόμαστε από την προσκόλλησή μας σ' αυτή. Και γι' αυτό δεν σταματούμε στα αναγκαία του σώματος, αλλά βάζομε αρχηγό στη ζωή μας την αχορτασιά και επαναπαυόμαστε στην απόκτηση διαφόρων πραγμάτων.

Δεν βλέπομε ότι αυτό που καθορίζει την απόκτηση είναι η ανάγκη του σώματος, ενώ εκείνο που την υπερβαίνει είναι αταξία και όχι ανάγκη. Το φόρεμα που είναι στα μέτρα του σώματος, είναι και αναγκαίο και όμορφο· ενώ εκείνο που είναι πολύ μεγάλο και μπερδεύεται στα πόδια και σέρνεται στη γη, εκτός του ότι είναι αταίριαστο, γίνεται και εμπόδιο στην εργασία.

Έτσι και η απόκτηση πραγμάτων που υπερβαίνουν την ανάγκη του σώματος, είναι εμπόδιο αρετής και καταδικάζεται από εκείνους που μπορούν να ερευνούν τη φύση των πραγμάτων. Ούτε λοιπόν σ' εκείνους που έχουν εξαπατηθεί από τα αισθητά πρέπει να προσέχομε, ούτε να ακολουθούμε αστόχαστα εκείνους που με το να μη προσέχουν στα νοητά, έχουν προσκολληθεί στα γήινα· γιατί αυτό ισοδυναμεί με το να μεταχειριζόμαστε τυφλούς να κρίνουν για χρώματα, ή κουφούς για μουσική, ενώ αυτοί στερούνται τα απαραίτητα κριτήρια.

Δεν πρέπει να τους πιστεύομε ότι έχουν διαλέξει λογικά την απόλαυση των παρόντων, γιατί είναι τυφλοί και έχουν ανάπηρο το λογικό, που είναι το αναγκαιότατο κριτήριο, με το οποίο διακρίνονται τα σπουδαία από τα αδιάφορα. Τέτοιος υπήρξε ο Άχαρ, ο γιός του Χαρμή, που ομολόγησε στον Ιησού του Ναυή ότι στη σκηνή του είχε κρύψει τα κλεμμένα και κάτω απ' αυτά είχε καταχώσει τα ασημένια νομίσματα(Ι. Ναυή 7, 21).

Έτσι εκείνος που θεωρεί ανώτερα τα ποικίλα και λαμπρά της ύλης, και έκρυψε το λογικό κάτω από αυτά, εξαπατάται σαν άλογο ζώο, υποχωρώντας στη φαντασία του υλικού πράγματος που του άρεσε, γιατί κατέβασε το λογικό από τον αρχοντικό θρόνο και το κατάταξε στην τάξη των υπηκόων. Αν ήταν το λογικό στη θέση που του ταιριάζει, έχοντας την ευθύνη της κρίσεως των φαινομένων, θα έβγαζε δίκαιη και ορθή απόφαση και θα τιμωρούσε την ορμή που του ήρθε για την αγάπη των απατηλών πραγμάτων.

Είναι καλό λοιπόν να μένομε σταθερά στα όρια της ανάγκης και να φιλονεικούμε με τον εαυτό μας να μην τα ξεπερνούμε. Λίγο κανείς αν παρασυρθεί από την επιθυμία προς τα ευχάριστα του βίου, τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει στον κατήφορο. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει όριο σ' αυτά που είναι παραπάνω από την ανάγκη, αλλά η ανόητη επιμέλεια και η ατέλειωτη ματαιοπονία αυξάνουν τον πόθο τους συνεχώς, σαν τη φωτιά που φουντώνει όσο της ρίχνομε ξύλα.

Γιατί όσοι ξεπεράσουν μια φορά τα όρια της φυσικής ανάγκης και αρχίζουν να προχωρούν στην υλιστική ζωή, θέλουν στο ψωμί να προσθέσουν και το προσφάγι, και στο νερό το φτηνό κρασί και κατόπιν το πιο ακριβό. Για φορέματα πάλι, δεν ανέχονται να μεταχειρίζονται τα αναγκαία, αλλά πρώτα-πρώτα αγοράζουν τα λαμπρά μάλλινα, και διαλέγουν από το καλύτερο μαλλί· κατόπιν πηγαίνουν στα λινομάλλινα και στη συνέχεια περιεργάζονται τα μεταξωτά· κι αυτά στην αρχή απλά, έπειτα όμως στολισμένα με πολέμους και θηρία και κάθε είδους παραστάσεις.

Και κάνουν σκεύη ασημένια και χρυσοκέντητα για το τραπέζι τους, αλλά και στα ζώα και στα κρεβάτια τους τα βάζουν. Και τι άλλο χρειάζεται να αναφέρομε σχετικά με την ανάρμοστη επιθυμία τους για πλούσια ζωή, όταν την επεκτείνουν ως τις ατιμότατες ανάγκες και δεν καταδέχονται ούτε τα δοχεία που χρησιμεύουν για τα αποπατήματα να είναι από άλλο υλικό, παρά από ασήμι; Τέτοιο κακό είναι η ηδονή. Επεκτείνεται μέχρι τα τελευταία και τιμά τα άτιμα έργα με την πολυτέλεια της ύλης.

Αυτό όμως είναι παρά φύση· γιατί ο φυσικός τρόπος ζωής και στους ανθρώπους και στα ζώα, ο ίδιος έχει οριστεί από τον Δημιουργό. Είπε ο Θεός στον άνθρωπο: «Σας έδωσα όλα τα χόρτα του αγρού να είναι τροφή για σας και για τα ζώα»(Γέν. 1, 29-30).

Αφού λοιπόν έχομε κοινή τη δίαιτα με τα άλογα ζώα, και εμείς με διάφορες επινοήσεις την γυρίσαμε στην ηδονή, πώς δε θα κριθούμε δικαίως πιο άλογοι από εκείνα; Τα θηρία μένουν στα όρια της φύσεως και δεν μετακίνησαν τίποτε από ό,τι όρισε ο Θεός, εμείς όμως που έχομε τιμηθεί με το λογικό, ξεφύγαμε τελείως από τη νομοθεσία που πήραμε τότε.

Τι μαγειρεμένα φαγητά τρώνε τα ζώα; Ποιος αρτοποιός ή μάγειρας δημιουργεί ηδονές στην άθλια κοιλιά; Δεν αγαπούν τη λιτότητα με το να τρώνε χορτάρι και αρκούνται σε ό,τι βρουν και πίνουν νερό από πηγές και αυτό σπάνια; Γι' αυτό έχουν μειωμένες τις σαρκικές ηδονές, γιατί δεν βάζουν φωτιά σ' αυτές με καμιά λιπαρή τροφή· ούτε γνωρίζουν τη διαφορά αρσενικού και θηλυκού. Μόνο μια φορά το χρόνο έχουν τη σαρκική ορμή, όταν ο νόμος της φύσεως το επιβάλλει για τη διατήρηση του γένους.

Όλο τον άλλο καιρό είναι ξένα μεταξύ τους τόσο πολύ, ώστε να λησμονούν εντελώς την όρεξη αυτή. Στους ανθρώπους αντιθέτως, από την πολυτέλεια των φαγητών φυτρώνει η αχόρταστη σαρκική επιθυμία και σπέρνει μανιώδεις ορέξεις και δεν επιτρέπει σε καμιά στιγμή να είναι ήρεμο το σαρκικό πάθος.

Επειδή λοιπόν η απόκτηση των υλικών προξενεί μεγάλη βλάβη, και σαν αιτία αρρώστιας φέρνει αφορμές όλων των παθών, ας σκοτώσομε την αιτία, αν πράγματι φροντίζομε για την υγεία της ψυχής μας. Με την ακτημοσύνη ας θεραπεύσομε το πάθος της φιλοχρηματίας. Ας αποφύγομε τη συντροφιά των ανωφελών ανθρώπων, και ας προτιμούμε τη μόνωση.

Γιατί είναι βλαβερή και καταστρέφει την ειρηνική κατάσταση η συναναστροφή με επιπόλαιους ανθρώπους. Όπως εκείνοι που αναπνέουν μολυσμένο αέρα οπωσδήποτε αρρωσταίνουν, έτσι κι εκείνοι που συναναστρέφονται με αδιάφορους ανθρώπους, παίρνουν από την κακία τους.

Ποιά σχέση έχουν πλέον με τον κόσμο εκείνοι που απαρνήθηκαν τον κόσμο; Κανείς στρατιώτης δεν ανακατεύεται με βιωτικές υποθέσεις για να είναι αρεστός σ' εκείνον που τον στρατολόγησε(Β΄ Τιμ. 2, 4). Γιατί η ασχολία εμποδίζει τα πολεμικά γυμνάσματα· και πώς θα σταθούμε αγύμναστοι εναντίον αντιπάλων που είναι πεπειραμένοι στον πόλεμο;

Ή μάλλον, αν πρέπει να πούμε την αλήθεια, τόσο οκνηρά και άτονα πολεμούμε, ώστε να μην αντέχομε να πολεμήσομε ούτε και όταν έχει πέσει ο εχθρός· και επιβουλεύεται ο πεσμένος εκείνους που στέκονται όρθιοι. Εκείνο που παθαίνουν στον πόλεμο από τη φιλοχρηματία τους εκείνοι που λεηλατούν τους νεκρούς και σκοτώνονται πολλές φορές μετά την νίκη από εκείνους που κοίτονται στο έδαφος, και χάνονται ύστερα από τα τρόπαια για χάρη αισχρού κέρδους, το ίδιο παθαίνομε και εμείς όταν πλησιάζομε τον εχθρό, ενώ αναπνέει ακόμη.

Εκείνοι καθώς ερευνούν τους νεκρούς από τον πόθο των χρημάτων, πολλές φορές πλησιάζουν κάποιον που ζει ακόμη και φονεύονται από αυτόν, ντροπιάζοντας αστόχαστα τη δόξα της νίκης. Έτσι κι εμείς, όταν με τη σωφροσύνη και την εγκράτεια νικήσομε τον βάρβαρο εχθρό, ή νομίσομε ότι τον νικήσαμε, τότε δελεαζόμαστε από τα ρούχα του, δηλαδή από εκείνα που τιμούν οι άνθρωποι, πλούτη, εξουσία, υγεία, δόξα· και τον πλησιάζομε επιθυμώντας να πάρομε κάτι απ' αυτόν και έτσι πεθαίνομε, οδηγώντας μόνοι μας τον εαυτό μας στη σφαγή.

Έτσι χάθηκαν οι πέντε παρθένες του Ευαγγελίου(Ματθ. 25, 1-13)· με την αγνότητα σκότωσαν τον εχθρό· εξαιτίας όμως της ασπλαχνίας που γεννά η φιλοχρηματία, έσπρωξαν μόνες τους τον εαυτό τους πάνω στο σπαθί εκείνου, ο οποίος ήταν πεσμένος και δεν μπορούσε να τις φονεύσει. Τίποτε λοιπόν να μη θελήσομε από τα πράγματα του εχθρού, για να μη χάσομε μαζί με τα πράγματα και την ψυχή μας.

Γιατί ο διάβολος και τώρα ακόμη καλεί σ' αυτά και προτρέπει όλους τους ανθρώπους, αν μάλιστα εύκολα πείθονται σ' αυτόν. Αυτός καλούσε τον ίδιο τον Κύριο λέγοντας: «Όλα αυτά θα σου τα δώσω αν πέσεις και με προσκυνήσεις»(Ματθ. 4, 9)· και προσπαθούσε να εξαπατήσει μ' εκείνα που νομίζονται λαμπρά στη ζωή, Εκείνον που δεν έχει ανάγκη από αυτά. Πώς δε θα νομίσει ότι θα εξαπατήσει τους ευκολοκυρίευτους ανθρώπους, οι οποίοι είναι επιρρεπείς στην απόλαυση των αισθητών πραγμάτων;

Ας γυμνάσομε το νου στην ευσέβεια, αν πράγματι έχει κατορθωθεί η σωματική άσκηση. Γιατί η σωματική εκγύμναση είναι λίγο ωφέλιμη και μοιάζει με παιδικά μαθήματα, ενώ η ευσέβεια είναι για όλα ωφέλιμη(Α΄ Τιμ. 4, 8), και προξενεί την υγεία και την ευρωστία της ψυχής σ' εκείνους που επιθυμούν τη νίκη κατά των αντιπάλων παθών.

Τα παιδιά που γυμνάζονται θέλοντας να γίνουν αθλητές, πρέπει να ασκούν το σώμα και να κινούν συνεχώς τα μέλη και να φροντίζουν ν' αποκτήσουν ανδρεία και αθλητική δύναμη και να προετοιμάζονται για ανώτερους αγώνες. Έτσι κι εκείνοι που αρχίζουν να θεοσεβούν, ας επιμελούνται να εμποδίζουν τις ενέργειες των παθών.

Είναι αρκετό να κυριαρχήσουν στα πάθη· επειδή, καθώς βρίσκονται στην αρχή, επηρεάζονται έντονα από τις ηδονές που συνοδεύουν τα πάθη και σέρνονται από τη συνήθεια στα κακά σχεδόν χωρίς να θέλουν. Εκείνοι όμως που έχουν συνηθίσει στην πρακτική αρετή και φροντίζουν πλέον το νου τους, πρέπει να έχουν κάθε επιμέλεια να φυλάγουν το λογισμό τους να μην κινηθεί άτακτα και πέσει σε ατέλεια.

Και γενικά, οι αρχάριοι φροντίζουν να ελέγχουν τις σωματικές κινήσεις, ενώ όσοι κατόρθωσαν την πρακτική αρετή φροντίζουν να δεσμεύουν τις παρορμήσεις του λογισμού ώστε να κινείται μόνο προς την κατεύθυνση της κατά Θεόν φιλοσοφίας, χωρίς καμιά κοσμική φαντασία να τον διασκορπίζει από τα θεία νοήματα.

Όλη η επιθυμία του θεοσεβούς ανθρώπου πρέπει να είναι τεταμένη προς τον ποθούμενο Θεό, ώστε διόλου να μην βρίσκουν ευκαιρία οι ανθρώπινοι λογισμοί να ενεργούν τα πάθη τους. Αν κάθε πάθος, όταν κινηθεί μέσα στον άνθρωπο που κυριαρχείται από αυτό, κρατάει τον λογισμό δεμένο, γιατί και ο ζήλος της αρετής να μην κρατήσει ελεύθερο το νου από όλα τα άλλα; Ποιά αίσθηση από τα εξωτερικά παίρνει εκείνος που θυμώνει, όταν πολεμά στη σκέψη του με το είδωλο εκείνου που τον λύπησε; Και ποια αίσθηση εκείνος που επιθυμεί χρήματα, όταν συναρπασθεί από την φαντασία και μελετά τρόπους για να τα αποκτήσει;

Ο ακόλαστος πολλές φορές και ενώ κάθεται με άλλους, χάνει την αίσθηση του κόσμου, και έχοντας στο νου του την μορφή που ποθεί, ξεχνάει τους παρόντες και συναναστρέφεται με εκείνη· και κάθεται σαν στήλη χωρίς φωνή, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε από όσα γίνονται μπροστά στα μάτια του, αλλά είναι σκυμμένος ολόκληρος στο εσωτερικό του με τη φαντασία. Μιά τέτοια ψυχή ίσως ονομάζει ο Νόμος «αποκαθημένη»(Λευϊτ. 15, 33), που κάθεται μακριά από τις αισθήσεις και περιμαζεύει την ενέργειά της, χωρίς να αντιλαμβάνεται τίποτε απολύτως από τα εξωτερικά εξαιτίας της αισχρής φαντασίας που την κρατεί.

Αν λοιπόν αυτά κρατούν τόσο πολύ τον λογισμό εξαιτίας της εμπαθούς προσκολλήσεως σ' αυτά, και κάνουν τις αισθήσεις να είναι αργές, πόσο μάλλον ο έρωτας της κατά Θεόν φιλοσοφίας θα κάνει τον νου να απαρνηθεί τα αίσθητα και τις αισθήσεις και θα τον αρπάξει ψηλά στη θεωρία των νοητών;

Εκείνος που κόβεται ή καίγεται, δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε εκτός από το πάθος που τον κατέχει, λόγω του πόνου· έτσι και εκείνος που σκέφτεται ο,τιδήποτε με εμπάθεια, δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο, γιατί το πάθος που κατέχει τη διάνοια έχει αφομοιώσει όλο το λογισμό του προς αυτό.

Έτσι η οδύνη δεν επιτρέπει τον κόπο, ούτε η λύπη τη χαρά, ούτε η σκυθρωπότητα την ευθυμία. Ούτε πάλι ο εντατικός κόπος δέχεται την ηδονή. Ούτε η λύπη που κυρίευσε την ψυχή έχει ζευγμένη μαζί της τη χαρά. Ούτε η σκυθρωπότητα είναι ανακατεμένη με την ευθυμία. Αλλά τα αντίθετα πάθη αναιρούν το ένα το άλλο και δεν θα συνέλθουν ποτέ μαζί, ούτε θα κλίνουν σε φιλία, εξαιτίας της φυσικής αφίλιωτης έχθρας και αποξενώσεως.

Λοιπόν, την καθαρότητα της αρετής ας μην την θολώνουν οι σκέψεις των κοσμικών πραγμάτων, ούτε την ειλικρίνεια της θεωρίας να την ταράζουν σωματικές φροντίδες. Έτσι η εικόνα της αληθινής κατά Θεόν φιλοσοφίας θα λάμπει με την ομορφιά της και δε θα κατηγορείται από τους αυθάδεις, ούτε θα χλευάζεται εξαιτίας της απειρίας εκείνων που την αντιγράφουν, αλλά θα επαινείται· και αν όχι από τους ανθρώπους, αλλά βέβαια από τις ουράνιες δυνάμεις, ή από τον ίδιο το Χριστό, τον Κύριό μας.

Από Αυτόν ζητούσαν και οι άγιοι τον έπαινο, όπως ο μέγας Δαβίδ που πάτησε την ανθρώπινη δόξα και ζητούσε από το Θεό τον έπαινο λέγοντας: «Από Σένα ο έπαινός μου»(Ψαλμ. 21, 26), και «Από τον Κύριο θα επαινεθεί η ψυχή μου»(Ψαλμ. 33, 3). Γιατί οι άνθρωποι πολλές φορές και από φθόνο κατηγορούν τα καλά, ο Θεός όμως και οι Άγγελοι που μας βλέπουν από ψηλά κρίνουν απροσωπόληπτα τα πράγματα και βραβεύουν όχι τα φαινόμενα αλλά την αλήθεια.

Αυτούς τους θεατές μας από ψηλά ας ευχαριστήσομε με την τερπνότητα των έργων μας. Για τους ανθρώπους, οι οποίοι ούτε μπορούν να ανταμείψουν τα καλά, ούτε να τιμωρήσουν τα κακά, δεν χρειάζεται πολύς λόγος, αν από φθόνο ή εμπάθεια συσκοτίζουν τα έργα της αρετής με ονόματα της κακίας και διαβάλλουν με πλανεμένες ασεβείς κατηγορίες τον άγιο βίο, που είναι γνωστός στον Θεό και τους Αγγέλους.

Σ' εκείνους που έζησαν ενάρετα, θα αποδοθεί η αμοιβή των αιωνίων αγαθών κατά τον καιρό της ανταποδόσεως όχι από τη γνώμη των ανθρώπων, αλλά απ' αυτή την αλήθεια των έργων. Αυτά τα αιώνια αγαθά είθε να τα επιτύχομε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν και στο Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα η δόξα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 235-281).