Σελίδες

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΚΛΙΜΑΞ

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΙΘ΄ (Περί αγρυπνίας)

1. Στους επίγειους βασιλείς, άλλοι παρίστανται άοπλοι και γυμνοί, άλλοι με ράβδους, άλλοι με ασπίδες και άλλοι με ξίφη. Είναι δε μεγάλη και ασύγκριτη η διαφορά ανάμεσα στους πρώτους και στους τελευταίους. Διότι οι πρώτοι είναι συνήθως συγγενείς και οικειακοί του βασιλέως. Και αυτά μέν συμβαίνουν σ΄αυτούς.


Εμπρός λοιπόν και εμείς να εξετάσωμε πώς παριστάμεθα ενώπιον του Θεού και Βασιλέως μας στις εσπερινές, τις νυκτερινές και τις λοιπές παραστάσεις και προσευχές.

Στην βραδυνή αγρυπνία μερικοί υψώνουν τα χέρια τους σε προσευχή, άϋλοι και απηλλαγμένοι από κάθε φροντίδα. Άλλοι την επιτελούν με ψαλμωδία. Άλλοι επιμένουν ιδιαιτέρως στην ανάγνωσι. Άλλοι από αδυναμία πολεμούν ανδρείως τον ύπνο με το εργόχειρο. Και άλλοι απασχολούνται με την σκέψι του θανάτου, θέλοντας έτσι να αισθανθούν κατάνυξι. Εξ όλων αυτών οι πρώτοι και οι τελευταίοι κάνουν θεάρεστη αγρυπνία. Οι δεύτεροι μοναχική. Οι τρίτοι βαδίζουν σε κατώτερη οδό. Πάντως αναλόγως προς την προαίρεσι και την δύναμι του καθενός, δέχεται και αξιολογεί τα δώρα ο Θεός.



2. Ο άγρυπνος οφθαλμός εξήγνισε τον νου, ενώ ο πολύς ύπνος επώρωσε την ψυχή. Ο άγρυπνος μοναχός είναι εχθρός της πορνείας, ενώ ο υπνώδης είναι σύζυγός της.

3. Η αγρυπνία είναι θραύσις της σαρκικής πυρώσεως, λύτρωσις από τους μολυσμούς των ενυπνιασμών, δακρύβρεκτος οφθαλμός, απαλή καρδία, προφύλαξις από τους λογισμούς, χωνευτήριο των φαγητών, δαμαστήριο των παθών, κολαστήριο της γλώσσης, φυγαδευτήριο των αισχρών φαντασιών.

4. Ο άγρυπνος μοναχός είναι αλιεύς των λογισμών, ικανός να τους αντιλαμβάνεται και να τους συλλαμβάνη με ευχέρεια μέσα στην νυκτερινή γαλήνη. Ο φιλόθεος μοναχός, όταν σημαίνη η σάλπιγγα της προσευχής, αναφωνεί: Εύγε! Εύγε! (πρβλ. Ιώβ λα΄ 29), ενώ ο ράθυμος οδύρεται: Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!



5. Η προετοιμασία της τραπέζης εδοκίμασε τους γαστριμάργους και η εργασία της προσευχής εδοκίμασε τους φιλοθέους. Ο πρώτος μόλις αντικρύση την τράπεζα σκιρτά, ενώ ο δεύτερος σκυθρωπάζει.


6. Ο πολύς ύπνος είναι πρόξενος της λήθης, ενώ η αγρυπνία καθαρίζει την μνήμη.



7. Ο πλούτος των γεωργών συναθροίζεται στο αλώνι και στο πατητήρι, ενώ ο πλούτος και η γνώσις των μοναχών, στις εσπερινές και νυκτερινές προσευχές και στην νοερά εργασία.

8. Ο πολύς ύπνος είναι σύζυγος άδικος, πού αφαρπάζει το ήμισυ ή και περισσότερο ακόμη από την ζωή του ραθύμου.

9. Ο αδόκιμος μοναχός είναι άγρυπνος στις συζητήσεις. Όταν όμως ήλθε η ώρα της προσευχής, εβάρυναν τα μάτια του. Ο αποχαυνωμένος μοναχός είναι ικανός για πολυλογίες. Όταν όμως αρχίση η ανάγνωσις, δεν μπορεί ούτε να κοιτάξη από την νύστα.

Όταν θα ηχήση η εσχάτη σάλπιγγα, θα συμβή η ανάστασις των νεκρών. Κατά παρόμοιο τρόπο μολίς αρχίση η αργολογία, θα συμβή η ανάνηψις των κοιμωμένων. Είναι ύπουλος φίλος ο τύραννος πού λέγεται ύπνος. Πολλές φορές, όταν είμαστε χορτασμένοι από φαγητά υποχωρεί, ενώ όταν πεινούμε και διψούμε μας πολεμεί δυνατά. Στην προσευχή προτρέπει να κρατούμε εργόχειρο, διότι με άλλον τρόπο δεν μπορή να χαλάση την προσευχή αυτών, οι οποίοι ασκούν αγρυπνία.

Στους αρχαρίους αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος πού αντιμετωπίζουν∙ με τον σκοπό να τους κάνη εξ αρχής ραθύμους ή να προετοιμάση τον δρόμο για τον δαίμονα της πορνείας. Έως ότου ελευθερωθούμε από αυτόν, ας μην αφίνουμε την κοινή ψαλμωδία με το πλήθος των αδελφών∙ διότι έτσι πολλές φορές αισθανόμεθα εντροπή και δεν νυστάζομε.



10. Ο σκύλος είναι εχθρός των λαγών∙ ομοίως και ο δαίμων της κενοδοξίας είναι εχθρός του ύπνου.


11. Ο έμπορος μετρά το κέρδος, όταν τελειώση η ημέρα, και ο αγωνιστής μοναχός, όταν τελειώση η ψαλμωδία.


12. Περίμενε και πρόσεχε και θα ιδής μετά από την προσευχή στίφη δαιμόνων, οι οποίοι επειδή πολεμήθηκαν εκ μέρους μας προσπαθούν να μας τραυματίσουν με τις απρεπείς φαντασίες. Κάθησε και παρατήρει, και θα ιδής αυτούς που συνηθίζουν να αφαρπάζουν τους πρώτους καρπούς της ψυχής.


13. Συμβαίνει μερικές φορές ενώ κοιμόμαστε, να μελετούμε τους στίχους των Ψαλμών. Τούτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αυτή η μελέτη. Μερικές όμως φορές μας τα προκαλούν αυτά οι δαίμονες, για να μας δημιουργήσουν έπαρσι υπερηφανείας. Υπάρχει και τρίτη περίπτωσις πού δεν ήθελα να αναφέρω, αλλά κάποιος με εξηνάγκασε: Η ψυχή που μελετά ακατάπαυστα κάθε ημέρα τον λόγο του Κυρίου, συνηθίζει και στον ύπνο να προσκολλάται σ΄αυτά τα νοήματα. Το δεύτερο αυτό είναι κυρίως η ανταμοιβή του πρώτου, για να απομακρύνωνται από την ψυχή αμαρτίες και νυκτερινές φαντασίες!

Δεκάτη ενάτη βαθμίδα! Όποιος την ανέβηκε, εδέχθηκε φως στην καρδιά του.

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Κ΄ (Περί δειλίας)

1.  ΟΠΟΙΟΣ εργάζεται την αρετή σε Κοινόβιο ή σε συνοδία, δεν είναι συνηθισμένο να πολεμήται από την δειλία. Εκείνος όμως πού ευρίσκεται σε ησυχαστικώτερους τόπους, ας αγωνίζεται μήπως και τον κυριεύση το γέννημα της κενοδοξίας και η θυγατέρα της απιστίας, δηλαδή η δειλία.

2.  Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής πού εγήρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνσις της πίστεως, με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.

3.  Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, πού συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απροβλέπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μία στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας∙ έχοντας πεποίθησι στον εαυτόν της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.

4.  Όσοι πενθούν και όσοι καταπονούνται χωρίς να υπολογίζουν κόπους και πόνους, δεν αποκτούν δειλία. Πολλές φορές όσοι υποκύπτουν στην δειλία χάνουν το μυαλό τους. Και είναι φυσικό αυτό, διότι είναι δίκαιος Εκείνος πού εγκαταλείπει τους υπερηφάνους, ώστε και οι υπόλοιποι να μάθωμε να μη υψηλοφρονούμε.

5.  Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλ΄ όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι λησταί και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.

6.  Σε όποιους τόπους συνηθίζεις να φοβήσαι, μη διστάζης να πηγαίνης, όταν ακόμη δεν έχη ξημερώσει. Εάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στο σημείο αυτό, τότε θα γηράση μαζί σου το νηπιακό και αξιογέλαστο τούτο πάθος. Ενώ βαδίζεις προς τα εκεί οπλίζου με την προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ εκείνους τους τόπους, ανύψωσε τα χέρια σου. Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους εχθρούς, διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στην γη ισχυρότερο όπλο. Αφού απαλλαγής από την αρρώστεια αυτή, ας ανυμνήσης τον Λυτρωτή σου∙ διότι εάν τον ευγνωμονής, θα σε σκεπάζη παντοτινά.

7.  Ποτέ δεν μπορείς διά μιας να γεμίσης την κοιλία. Παρόμοια βέβαια δεν μπορείς διά μιας να νικήσης την δειλία. Όταν έχωμε πολύ πένθος, θα υποχωρήση πιο γρήγορα∙ όταν όμως αυτό μας λείπη, θα παραμένουμε συνεχώς δειλοί. «Έφριξάν μου τρίχες και σάρκες» είπε ο Ελιφάζ (Ιώβ δ΄ 15), περιγράφοντας την πανουργία τούτου του δαίμονος.

8.  Άλλωτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μεταβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από την δειλία.

9. Δεν ενισχύει τους δαίμονας εναντίον μας το σκότος και η ερημία των τόπων, αλλά η ακαρπία της ψυχής μας. Μερικές φορές όμως πρόκειται για οικονομική παίδευσι εκ μέρους του Θεού.

10.  Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθή μόνο τον ιδικό του Δεσπότη. Και εκείνος πού δεν φοβείται ακόμη Αυτόν, φοβείται πολλές φορές την σκιά του.

11. Όταν πλησιάση αοράτως ένα πονηρό πνεύμα, φοβείται το σώμα. Όταν όμως πλησιάση κάποιος Άγγελος, αγάλλεται η ψυχή των ταπεινών. Γι΄αυτό, μόλις από την ενέργεια αυτή αντιληφθούμε την παρουσία του, ας τρέξουμε γρήγορα στην προσευχή, διότι ήλθε να προσευχηθή μαζί μας ο αγαθός μας φύλαξ.


Όποιος ενίκησε την δειλία, είναι φανερό ότι ανέθεσε στον Θεόν και την ζωή και την ψυχή του.

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΑ΄ (Περί κενοδοξίας)

1. ΜΕΡΙΚΟΙ συνηθίζουν, όταν ομιλούν περί των παθών και των λογισμών, να κατατάσσουν την κενοδοξία σε ιδιαίτερη τάξι, χωριστά από την υπερηφάνεια. Γι΄ αυτό και λέγουν ότι είναι οκτώ οι πρώτοι και κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί. Αντιθέτως ο Θεολόγος Γρηγόριος και άλλοι από τους διδασκάλους τους εμέτρησαν επτά. Σ΄ αυτούς περισσότερο πείθομαι και εγώ∙ διότι ποιος μπορεί να έχη υπερηφάνεια, αφού ενίκησε την κενοδοξία; Τόση δε μόνο διαφορά έχουν μεταξύ τους, όση έχει έκ φύσεως το παιδί από τον άνδρα και το σιτάρι από τον άρτο.
Το πρώτο δηλαδή είναι η αρχή και το δεύτερο το τέλος. Τώρα λοιπόν πού το καλεί η περίστασις ας ομιλήσωμε με συντομία για την αρχή και την ολοκλήρωσι των παθών, δηλαδή την ανόσιο οίησι. Λέγω με συντομία, διότι όποιος επιχειρεί να φιλοσοφήση γι΄αυτήν είς μήκος, ομοιάζει με εκείνον που ματαιοπονεί προσπαθώντας να ζυγίση τους ανέμους.

2. Η κενοδοξία είναι ως προς μέν την μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξεως και διαστροφή των καλών ηθών και παρατήρησις παντός αξιομέμπτου πράγματος. Ως προς δε την ποιότητα, σκορπισμός των καμάτων, απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλέπτης του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι, πού είναι μέν μικρό, αλλά απειλεί να κλέψη αθόρυβα όλον τον καρπό και τον κόπο του γεωργού.

3. Το μυρμήγκι περιμένει να γίνη το σιτάρι, και η κενοδοξία να συναχθή ο πνευματικός πλούτος. Και το μέν μυρμήγκι τρέχει για να κλέψη∙ η δε κενοδοξία χαίρεται γιατί θα διασκορπίση. Το πνεύμα της απογνώσεως χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η κακία, ενώ το πνεύμα της κενοδοξίας χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η αρετή. Είσοδος για το πρώτο είναι τα πλήθη των τραυμάτων, ενώ για το δεύτερο ο πλούτος των καμάτων.

4. Παρατήρησε και θα ιδής ότι αυτή η ανόσιος, δηλαδή η κενοδοξία, είναι ακμαία και μέχρι του τάφου. Θα την ιδής στα ρούχα και στα μύρα και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά άλλα.

5. Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία. Π.χ. όταν νηστεύω, κενοδοξώ, αλλά και όταν καταλύω για να μη φανή η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός. Όταν φορώ λαμπρά ρούχα νικώμαι απ΄αυτήν, αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά πάλι κενοδοξώ. Όταν ομιλώ νικώμαι, αλλά και όταν σιωπώ πάλι νικώμαι. Όπως και αν την ρίξεις αυτή την τρίβολο άκανθα, ίσταται όρθιο το κεντρί της.

6. Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μέν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέση στους ανθρώπους και όχι στον Θεόν. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννεί, και μισθό δεν παίρνει.

7. Ποιος δεν θα γελάση με τον εργάτη της κενοδοξίας πού παρίσταται στην ψαλμωδία και επηρεαζόμενος από αυτήν, άλλοτε γελά και άλλοτε κλαίει ενώπιον όλων;

8. Αποκρύπτει πολλές φορές ο Θεός από τα μάτια μας και τα καλά που έχομε αποκτήσει. Ήλθε όμως αυτός που συνηθίζει να επαινή, ή μάλλον να πλανά, και με τους επαίνους μας άνοιξε τα μάτια. Και μόλις αυτά άνοιξαν, εξαφανίσθηκε από μέσα μας ο πνευματικός πλούτος.

9. Εκείνος πού κολακεύει είναι υπηρέτης των δαιμόνων, οδηγός προς την υπερηφάνεια, εξολοθρευτής της κατανύξεως, αφανιστής των καλών έργων, αποπλανητής από το σωστό δρόμο. «Οι μακαρίζοντες υμάς, λέγει ο προφήτης, πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ΄ 12).

10. Ίδιον των προχωρημένων στην αρετή είναι να υπομένουν γενναία και ευχάριστα τις ύβρεις. Ίδιον όμως των αγίων και των οσίων είναι να παρέρχωνται αβλαβώς τους επαίνους.

11. Είδα πενθούντας να τους επαινούν και να εξοργίζωνται γι΄αυτό. Έτσι σαν σοφοί έμποροι σε πανήγυρι αντάλλαξαν το πάθος της κενοδοξίας με το πάθος της οργής.

12. «Ουδείς γινώσκει τά του ανθρώπου, εί μη το πνεύμα του ανθρώπου το έν αυτώ» (Α΄ Κορ. β΄ 11). Γι΄ αυτό ας αισχυνθούν και άς κλείσουν το στόμα τους όσοι εγκωμιάζουν τους άλλους κατά πρόσωπον.

13. Όταν ακούσης ότι ο πλησίον σου ή ο φίλος σου σε περιεγέλασε πίσω σου ή εμπρός σου, εσύ να του δείξης αγάπη και να τον επαινέσης.

14. Είναι μεγάλο πράγμα το να αποδιώξης από την ψυχή σου τον έπαινο των ανθρώπων. Μεγαλύτερο όμως είναι το να αποδιώξης τον έπαινο των δαιμόνων.

15. Δεν έδειξε ταπεινοφροσύνη αυτός ο οποίος εξευτέλισε τον εαυτό του∙ γιατί πώς δεν θα σηκώση κανείς τα ιδικά του λόγια; αλλά εκείνος ο οποίος εξυβρίσθη από άλλον και παρά ταύτα δεν ελάττωσε απέναντί του την αγάπη του.

16. Επεσήμανα τον δαίμονα της κενοδοξίας να σπείρη λογισμούς σε κάποιον αδελφό, και συγχρόνως να τους φανερώνη αυτούς και σ΄ έναν άλλο. Και έν συνεχεία να κάνη τον δεύτερο να αποκαλύψη στον πρώτο τα μυστικά της καρδιάς του, ώστε αυτός να τον μακαρίζη ως προορατικό. Μερικές φορές ο ανόσιος δαίμων της κενοδοξίας εγγίζει και στα μέλη του σώματος και προξενεί διάφορες κινήσεις και παλμούς.

Μην τον παραδεχθής τον δαίμονα αυτόν, όταν σου ομιλή για επισκοπές ή ηγουμενίες ή διδασκαλικά αξιώματα. Πρόσεξε γιατί είναι δύσκολο να απομακρύνης τον σκύλο από το τραπέζι του κρεοπωλείου. Μόλις αυτός αντιληφθή ότι έχομε κάποια ειρηνική κατάστασι, μας προτρέπει αμέσως να εγκαταλείψωμε την έρημο και να αναχωρήσωμε για τον κόσμο. «Πήγαινε, μας λέγει, να σώσης ψυχές οι οποίες χάνονται»!

17. Άλλη είναι η μορφή των Αιθιόπων και άλλη η μορφή των ανδριάντων. Κατά παρόμοιο τρόπο άλλη είναι η μορφή της κενοδοξίας των κοινοβιατών και άλλη των ερημιτών.

18. Τις επισκέψεις των κοσμικών στην Μονή τις αντιλαμβάνεται πρώτη η κενοδοξία και προτρέπει τους πιο ελαφρούς μοναχούς να εξέλθουν να υποδεχθούν τους ερχομένους. Τους κάνει να πέφτουν στα πόδια τους, και έτσι φορεί το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης αυτή που ξεχειλίζει από υπερηφάνεια. Κάνει συνεσταλμένο και ταπεινό τον τρόπο της συμπεριφοράς και τον τόνο της φωνής και κοιτάζει στα χέρια των επισκεπτών για να λάβη τα δώρα τους. Επί πλέον τους αποκαλεί κυρίους και προστάτας και ότι σ΄αυτούς χρωστούν μετά τον Θεόν την ζωή τους οι μοναχοί.

Εν συνεχεία ενώ εκάθισαν στην τράπεζα, τους προτρέπει να εγκρατεύωνται και να επιπλήττουν αυστηρά τους κατωτέρους, διότι δήθεν αυτοί δεν εγκρατεύονται. Ενώ ήλθε η ώρα της ψαλμωδίας, τους ραθύμους τους έκανε προθύμους, τους αφώνους καλλιφώνους και τους νυσταλέους αγρύπνους. Τους προτρέπει ακόμη να καλοπιάνουν τον κανονάρχη και να τον εκλιπαρούν να τους παραχωρήση τα πρωτεία στην ψαλμωδία. Τους κάνει να τον αποκαλούν πατέρα και διδάσκαλο. Και όλα αυτά έως ότου αναχωρήσουν οι ξένοι!

Όσους τιμώνται και προτιμώνται τους ωδήγησε στην υπερηφάνεια και όσους καταφρονούνται στην μνησικακία.

19. Η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία. Διότι συνέβη να οργισθούν (εξ αιτίας της) οι μαθηταί της, και έτσι τους εντρόπιασε αφάνταστα (εμπρός στους άλλους). Η κενοδοξία τους οξύθυμους επί παρουσία ανθρώπων τους μετέβαλε σε πράους. Κάνει μεγάλη έφοδο σε όσους έχουν φυσικά χαρίσματα, και εκμεταλλευομένη αυτά ωδήγησε πολλές φορές τους αθλίους στην πτώσι.

20. Είδα έναν δαίμονα πού ελύπησε και εδίωξε τον αδελφό του! Ενώ δηλαδή ένας μοναχός ήταν ωργισμένος, έφθασαν κοσμικοί επισκέπτες, οπότε μετεπωλήθη ο άθλιος από την οργή στην κενοδοξία, δηλαδή εμφανίσθηκε ως πράος στα μάτια των επισκεπτών. Δεν μπορούσε βεβαίως να δουλεύη συγχρόνως και στα δύο πάθη, και στην οργή και στην κενοδοξία.

21. Αυτός που πουλήθηκε στην κενοδοξία ζη διπλή ζωή. Εξωτερικά και με το σχήμα του ζή ως μοναχός, με τις εσωτερικές του όμως σκέψεις και διαθέσεις ως κοσμικός.

22. Εάν σπεύδωμε γρήγορα να επιτύχωμε την ευαρέστησι την άνω, ας φροντίζωμε πολύ να γευθούμε και την άνω δόξα. Διότι αυτός πού εγεύθηκε εκείνη την δόξα, θα καταφρονήση κάθε επίγειο δόξα. Απορώ δε πώς θα μπορούσε κάποιος να καταφρονήση την δεύτερη, χωρίς να γευθή την πρώτη.

23. Πολλές φορές, ενώ μας είχε κλέψει η κενοδοξία, γυρίσαμε και την εκλέψαμε εμείς με πιο έξυπνο τρόπο. Είδα μερικούς πού άρχισαν κάποια πνευματική προσπάθεια από κενοδοξία και, μολονότι η αρχή ήταν αξιόμεμπτη, το τέλος υπήρξε καλό και επαινετό, διότι εν τω μεταξύ μετέστρεψαν την κακή σκέψι.

24. Όποιος υπερηφανεύεται για φυσικά χαρίσματα, δηλαδή οξύνοια, ευκολία στην μάθησι, στην ανάγνωσι και στην προφορά, ευφυΐα και άλλα παρόμοια, αυτός ουδέποτε θα αποκτήση τα υπερφυσικά αγαθά. Διότι ο άπιστος στα ολίγα θα φανή και στα πολλά άπιστος και κενόδοξος.

25. Για την απόκτησι της τελείας αγάπης και πλουσίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί βασανίζουν και καταπονούν αδίκως το σώμα τους. Ελησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωσις είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα αντί των κόπων του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτόν του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβη από τον Θεόν ανέλπιστο πνευματικό πλούτο.

26. Μη πείθεσαι στον λικμήτορα, στον δαίμονα δηλ. πού λιχνίζει και καταστρέφει, όταν σου προτείνη να παρουσιάζης τις αρετές σου, για να ωφεληθούν δήθεν όσοι σε ακούουν. «Τι γάρ ωφεληθήσεται άνθρωπος, εάν όλον τον κόσμο κερδήση ή ωφελήση, εαυτόν δε ζημιώση»; (Ματθ. ις΄ 26). Τίποτε δεν ωφελεί περισσότερο αυτούς πού μας βλέπουν από την ταπεινή και ειλικρινή συμπεριφορά και τον ανεπιτήδευτο λόγο. Έτσι δίδεται και στους άλλους παράδειγμα να μην υπερηφανεύωνται ποτέ, πράγμα από το οποίο τι υπάρχει περισσότερο ωφέλιμο;

27. Κάποιος από τους προορατικούς Πατέρας επρόσεξε τα εξής τα οποία και διηγείτο: «Ενώ καθόμουν σε σύναξι μοναχών, ήλθαν οι δαίμονες της κενοδοξίας και της υπερηφανείας και κάθησαν δεξιά και αριστερά μου. Και ο πρώτος μου εκεντούσε την πλευρά με τον δάκτυλο της κενοδοξίας και με προέτρεπε να ειπώ σε κάποιο όραμα ή κάτι πού επετέλεσα στην έρημο.

Μόλις όμως τον απέκρουσα, λέγοντας, «αποστραφείησαν είς τα οπίσω και καταισχυθείησαν οι λογιζόμενοί μοι κακά» (Ψαλ. ξθ΄ 3), αμέσως ο δεύτερο ο εξ αριστερών μου ψιθύριζε στο αυτί: «Εύγε! Πολύ καλά έκανες! Έγινες μέγας, αφού ενίκησες την αναιδέστατη μητέρα μου».

Τότε εγώ, χρησιμοποιώντας εύστοχα τον επόμενο στίχο του Ψαλμού, απήντησα: «Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι∙ εύγε, εύγε πεποίηκας»! (πρβλ. Ψαλμ. ξθ΄ 4).

Όταν ερώτησα τον προορατικόν αυτόν, «πως η κενοδοξία συμβαίνει να είναι μητέρα της υπερηφανείας», μου απήντησε:

«Οι μέν έπαινοι εξυψώνουν και δημιουργούν φυσίωσι∙ όταν δε εξυψωθή η ψυχή, την παραλαμβάνει τότε η υπερηφάνεια και «αναφέρει αυτήν έως των ουρανών και καταφέρει έως των αβύσσων» (πρβλ. Ψαλμ. ρς΄ 26).

28. Υπάρχει δόξα πού μας έρχεται από τον Κύριον. «Τους γάρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω» (Α΄ Βασ. β΄ 30). Και υπάρχει δόξα πού είναι συνέπεια διαβολικής εργασίας και απάτης. «Ουαί γάρ, λέγει, όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» (Λουκ. ς΄ 26).

29. Θα αντιληφθής σαφώς την πρώτη δόξα, όταν την θεωρής επικίνδυνη, όταν την αποφεύγης παντοιοτρόπως και όταν αποκρύπτης την καλή σου ζωή όπου και αν ευρίσκεσαι. Την Δευτέρα δόξα αντιθέτως θα την αντιληφθής, όταν και το παραμικρό το κάνης «προς το θεαθήναι τοίς ανθρώποις» (Ματθ. κγ΄ 5).

Μας υποβάλλει η μιαρά κενοδοξία να κάνουμε πώς έχομε αρετές πού δε έχομε, παραπλανώντας μας με το ρητό: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα» (Ματθ. ε΄ 16).

Πολλές φορές ο Κύριος ωδήγησε τους κενοδόξους σε ακενοδοξία με κάποιο ατιμωτικό γεγονός πού επέτρεψε να συμβή.

30. Αρχή της ακενοδοξίας είναι η προφύλαξις του στόματος και η αγάπη της ατιμίας. Μέσον, η απόρριψις κάθε έργου πού μας προτείνουν οι λογισμοί της κενοδοξίας. Και τέλος, εάν βεβαίως υπάρχει τέλος στην άβυσσο, το να πράττωμε ασυναίσθητα ενώπιον πλήθους κάθε τι πού μας εκθέτει.

31. Μη αποκρύπτης την αισχύνη σου, με την σκέψι να μη γίνης αιτία σκανδάλου. Όμως δεν πρέπει ίσως να χρησιμοποιήται πάντοτε το ίδιο φαρμακευτικό έμπλαστρο, αλλά να λαμβάνεται υπ΄ όψιν και το είδος του σφάλματος.

32. Όταν εμείς επιδιώκωμε την δόξα και όταν μόνη της μας στέλλεται από άλλους και όταν επιχειρήσωμε κάτι χάριν κενοδοξίας, τότε ας ενθυμηθούμε το πένθος μας και την μετά συντριβής και φόβου προσευχή μας, και τότε οπωσδήποτε θα την εκδιώξωμε την αναίσχυντη κενοδοξία, εάν βεβαίως καλλιεργούμε πραγματικά την προσευχή. Διαφορετικά, ας φέρωμε αμέσως στην σκέψι μας την ώρα του θανάτου μας. Και αν επιμένη ακόμη, ας φοβηθούμε τουλάχιστον την καταισχύνη πού ακολουθεί στην δόξα αυτή, εφ΄ όσον «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιη΄ 14). «Ταπεινωθήσεται» όχι μόνο στην άλλη ζωή, αλλά οπωσδήποτε και εδώ.

33. Όταν οι επαινούντες ή μάλλον οι αποπλανώντες αρχίσουν να μας επαινούν, ας ενθυμηθούμε αμέσως το πλήθος των ανομιών μας, και ασφαλώς θα ιδούμε ότι είμαστε ανάξιοι των επαίνων και των τιμών.

34. Υπάρχουν και μερικοί κενόδοξοι πού θεωρούν υποχρεωμένο τον Θεόν να τους εισακούση σε ωρισμένα αιτήματά τους. Ο δε Κύριος συνηθίζει να τους προλαμβάνη και να πραγματοποιή ό,τι θα του ζητούσαν στις προσευχές τους∙ και τούτο, για να μη τα λάβουν με την προσευχή και αυξήσουν την οίησί τους.

35. Ως επί το πλείστον οι απλοί και απονήρευτοι δεν περιπίπτουν στο φαρμακερό αυτό πάθος, αφού άλλωστε η κενοδοξία είναι διώκτης της απλότητος και επίπλαστη συμπεριφορά.

36. Υπάρχει κάποιο σκουλήκι πού, αφού αυξηθή, βγάζει πτερά και πετά στα ύψη. Ομοίως και η κενοδοξία σαν αυξηθή, γεννά την υπερηφάνεια, πού είναι ο αρχηγός και η τελείωσις, (η αρχή και το τέλος), όλων των κακών.


Βαθμίς εικοστή πρώτη!

Όποιος από αυτήν, την κενοδοξία, δεν αιχμαλωτίσθηκε, δεν θα περιπέση στην εχθράν του Θεού ακέφαλο υπερηφάνεια.

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΒ΄ (Περί υπερηφανείας - Δια την ακέφαλον "υπερηφάνειαν")

1. Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ είναι άρνησις του Θεού, εφεύρεσις των δαιμόνων, εξουδένωσις των ανθρώπων, μητέρα της κατακρίσεως, απόγονος των επαίνων, απόδειξις ακαρπίας, φυγαδευτήριο της βοηθείας του Θεού, πρόδρομος της παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αιτία της επιληψίας, πηγή του θυμού, θύρα της υποκρίσεως, στήριγμα των δαιμόνων, φύλαξ των αμαρτημάτων, δημιουργός της ασπλαχνίας, άγνοια της συμπαθείας, πικρός κριτής, απάνθρωπος δικαστής, αντίπαλος του Θεού, ρίζα της βλασφημίας.

2. Αρχή της υπερηφανείας είναι το τέλος της κενοδοξίας. Μέσον, η εξουδένωσις του πλησίον, η αναιδής φανέρωσις των κόπων μας, ο εσωτερικός αυτοέπαινος, το μίσος των ελέγχων. Και τέλος, η άρνησις της βοηθείας του Θεού, η εξύψωσις της ιδικής μας ικανότητος, η δαιμονική συμπεριφορά.

3. Ας το ακούσωμε όλοι όσοι θέλομε να διαφύγωμε αυτόν τον βαθύ λάκκο. Πολλές φορές το πάθος αυτό αγαπά να τρέφεται από τις ευχαριστίες πού εκφράζομε στον Θεόν. Διότι δεν παρουσιάζεται τόσο αναιδής, ώστε από την αρχή να μας προτρέπη να αρνηθούμε τον Θεόν.

4. Είδα άνθρωπο να ευχαριστή τον Θεόν με το στόμα και να κομπάζη με το εσωτερικό φρόνημα. Περί αυτού είναι αψευδής μάρτυς εκείνος ο Φαρισαίος πού έλεγε στον Θεόν με απρεπή καύχησι: «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι»! (Λουκ. ιη΄ 11).

5. Όπου συνέβη πτώσις, εκεί κατασκήνωσε προηγουμένως η υπερηφάνεια. Διότι το δεύτερο είναι το προμήνυμα του πρώτου.

6. Άκουσα κάποιον αξιοσέβαστο άνδρα να λέγη: «Υπόθεσε ότι είναι δώδεκα τα πάθη της ατιμίας. Εάν ένα από αυτά, την οίησι, την αγαπήσης ολόψυχα, αυτή θα αναπληρώση τον τόπο και των υπολοίπων ένδεκα».

7. Ο υψηλόφρων μοναχός αντιλέγει με σφοδρότητα, ενώ ο ταπεινόφρων δεν γνωρίζει ούτε να βλέπη τον άλλον αντιπρόσωπα. Δεν σκύβει το κυπαρίσσι να βαδίση στην γη, ούτε ο υψηλοκάριος μοναχός να αποκτήση υπακοή.

8. Ο υψηλοκάρδιος άνθρωπος επιθυμεί να άρχη. Και δεν μπορεί ή μάλλον δεν θέλει να οδηγηθή στην τελική απώλεια με κάποιον άλλον τυχόντα τρόπο.

9. «Υπερηφάνοις Κύριος αντιτάσσεται» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 5), και ποιος μπορεί έπειτα να τους ελεήση; «Ακάθαρτος παρά Κυρίω πάς υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιε΄ 5), και ποιος θα κατορθώση έπειτα να καθαρίση έναν τέτοιο άνθρωπο;

10. Παίδευσις των υπερηφάνων είναι η πτώσις. Σκόλοψ αυτών είναι ο δαίμων. Εγκατάλειψίς τους εκ μέρους του Θεού είναι η απώλεια των φρενών. Και τα δύο πρώτα πολλές φορές εθεραπεύθηκαν από ανθρώπους, αλλά το τελευταίο ανθρωπίνως είναι ανίατο.

11. Όποιος αποκρούει τους ελέγχους, εφανέρωσε ότι το έχει τούτο το πάθος, ενώ όποιος τους δέχεται, έχει ελευθερωθή από τα δεσμά του.

12. Αν όχι εξ αιτίας άλλου πάθους, αλλά απ΄ αυτό και μόνο έπεσε κάποιος από τους ουρανούς, πρέπει να εξετάσωμε μήπως και χωρίς καμμία άλλη αρετή, αλλά με την ταπείνωσι μόνο μπορούμε να ανεβούμε στους ουρανούς.

13. Η υπερηφάνεια είναι απώλεια του πλούτου και των ιδρώτων των πνευματικών. «Εκέκραξαν, και ούκ ήν ο σώζων», επειδή ασφαλώς θα έκραξαν με υπερηφάνεια∙ «Προς Κύριον, και ούκ εισήκουσεν αυτών» (Ψαλμ. ιζ΄ 42), επειδή ασφαλώς δεν απέκοπταν τις αιτίες των αμαρτιών κατά των οποίων προσεύχονταν.

14. Ένας πολύ γνωστικός γέρων εσυμβούλευσε πνευματικά κάποιον υπερήφανο αδελφό. Και αυτός τυφλωμένος του λέγει: «Συγχώρησέ με, πάτερ. Δεν είμαι υπερήφανος». Και ο πάνσοφος γέρων του αποκρίνεται: «Και ποια καλύτερη απόδειξι θα μας έδινες του πάθους σου, από αυτό που είπες, το «δεν είμαι υπερήφανος»; Σε τέτοιους υπερηφάνους ανθρώπους προξενεί μεγάλη ωφέλεια η υποταγή, η σκληρότερη και ατιμωτικότερη διαγωγή, καθώς και η ανάγνωσις των υπερφυσικών κατορθωμάτων των Πατέρων. Ίσως έτσι να υπάρξη σ΄ αυτούς τους ασθενείς κάποια μικρή ελπίδα σωτηρίας.

15. Είναι εντροπή να καμαρώνη κάποιος για τον ξένο στολισμό. Ομοίως είναι εσχάτη ανοησία να υπερηφανεύεται κανείς για τα χαρίσματα του Θεού. Όσα κατορθώματα επέτυχες πρίν γεννηθής, γι΄αυτά μόνο να υπερηφανεύεσαι, διότι τα μετά την γέννησί σου τα εχάρισε ο Θεός, καθώς επίσης και αυτή την γέννησι.

16. Όσες αρετές κατώρθωσες χωρίς τον νου και την λογική, αυτές και μόνο είναι ιδικές σου, εφ΄ όσον τον νου και την λογική σου τα εδώρησε ο Θεός. Όσες νίκες επέτυχες χωρίς το σώμα σου, αυτές και μόνο οφείλονται στην ιδική σου προσπάθεια, εφ΄ όσον το σώμα δεν είναι ιδικό σου δημιούργημα, αλλά του Θεού.

17. Μη ξεθαρρεύσης, παρά μόνον όταν δεχθής την τελική απόφασι του Κριτού. Και να παρατηρής εκείνο της ευαγγελικής παραβολής, ο οποίος μετά την ανάκλισί του στο τραπέζι του γάμου εδέθηκε χειροπόδαρα και ωδηγήθηκε στο σκότος το εξώτερον.

18. Μη ανυψώνης τον αυχένα σου, ενώ είσαι πλασμένος από γη. Διότι πολλοί ερρίφθηκαν από τους ουρανούς, αν και ήσαν άγιοι και άϋλοι.

19. Όταν ο δαίμων καταλάβη έδαφος στην ψυχή των οπαδών του, τότε τους παρουσιάζεται, όταν κοιμώνται ή όταν είναι ξύπνιοι, υπό την μορφήν αγίου Αγγέλου ή Μάρτυρος και τους δίδει πνευματικά χαρίσματα ή τους αποκαλύπτει διάφορα μυστήρια∙ με τον σκοπό να εξαπατηθούν οι ταλαίπωροι και να χάσουν τελείως τα λογικά τους.

20. Και αν ακόμη είχαμε υποστή μυρίους θανάτους για την αγάπη του Χριστού, ούτε έτσι θα εξεπληρώναμε το χρέος μας. Διότι άλλο είναι το αίμα του Θεού και άλλο το αίμα των δούλων, όχι βέβαια ως προς την ουσία, αλλά ως προς την αξία.

21. Ας μη παύσωμε ποτέ να συζητούμε για τους πρό ημών Πατέρας και φωστήρας, συγκρίοντας τους εαυτούς μας μαζί τους. Τότε θα διαπιστώσωμε ότι δεν επατήσαμε κάν το πόδι μας στον δρόμο της πραγματικής μοναχικής ζωής, και ότι δεν εφυλάξαμε οσίως τις υποσχέσεις μας, αλλ΄ ότι ευρισκόμαστε ακόμη στην κατάστασι των κοσμικών.

22. Μοναχός κατ΄ εξοχήν σημαίνει οφθαλμός της ψυχής αμετεώριστος και σωματικές αισθήσεις ακινητοποιημένες. Μοναχός είναι εκείνος πού προκαλεί εναντίον του τους δαίμονας σαν άγρια θηρία, και πού αναγκάζοντάς τους να απομακρύνωνται από κοντά του, τους παροξύνει. Μοναχός σημαίνει αδιάκοπη έκστασις του νου και ακατάπαυστη λύπη για την παρούσα ζωή. Μοναχός σημαίνει άνθρωπος πού έγινε ένα με τις αρετές, όπως ένας άλλος έγινε ένα με τις ηδονές. Μοναχός σημαίνει άσβεστο φως στον οφθαλμό της καρδίας. Μοναχός σημαίνει άβυσσος ταπεινώσεως πού εγκρέμισε και έπνιξε μέσα της κάθε πονηρό πνεύμα.

23. Την λήθη των αμαρτημάτων την προκαλεί η υπερηφάνεια, διότι η ενθύμησίς των προξενεί ταπεινοφροσύνη.

24. Υπερηφάνεια σημαίνει, εσχάτη πτωχεία μιας ψυχής πού παρουσιάζεται κατά φαντασίαν ως πλουσία, και πού νομίζει ότι ζή στο φως, ενώ ευρίσκεται μέσα στο σκοτάδι. Όχι μόνο δεν αφίνει τούτη η μιαρά να προοδεύη κάποιος, αλλά και από υψηλά τον ρίχνει κάτω.

25. Υπερήφανος σημαίνει ρόδι σαπισμένο εσωτερικώς, πού εξωτερικώς γυαλίζει το χρώμα του. Ο υπερήφανος μοναχός δεν χρειάζεται δαίμονα, διότι γίνεται πλέον ο ίδιος δαίμων και εχθρός του εαυτού του.

26. Ξένο είναι το σκοτάδι από το φως. Ομοίως ξένος είναι ο υπερήφανος από κάθε αρετή. Στις καρδιές των υπερηφάνων θα γεννηθούν λογισμοί βλασφημίας, ενώ στις ψυχές των ταπεινών ουράνιες θεωρίες. Ο κλέπτης απεχθάνεται το φως του ηλίου και ο υπερήφανος εξουδενώνει τους πράους ανθρώπους.

27. Πολλοί υπερήφανοι, δεν γνωρίζω πώς, αυταπατήθηκαν κι ενόμισαν ότι έφθασαν στο ύψος της απαθείας. Αλλά την ώρα του θανάτου είδαν την πτωχεία τους. Όποιος συνελήφθη από αυτήν, δηλαδή την υπερηφάνεια, μόνο στην βοήθεια του Κυρίου μπορεί να ελπίζη, διότι γι΄αυτόν είναι μάταιο να περιμένη σωτηρία από ανθρώπους.

28. Συνέλαβα κάποτε τούτη την ακέφαλο πλάνη να πλησιάζη προς την καρδιά μου, ανεβασμένη επάνω στους ώμους της μητέρας της.

Τις έδεσα και τις δύο με τα δεσμά της υπακοής, τις εμαστίγωσα με το μαστίγιο της ευτελείας και έτσι τις ανέκρινα με ποιόν τρόπο εισέρχονται μέσα μου. Και αυτές, καθώς εμαστιγώνονταν, μου έλεγαν:

«Εμείς δεν έχομε ούτε αρχή ούτε γέννησι, διότι είμαστε αρχηγοί και γεννήτορες όλων των παθών. Εμάς μας πολεμεί υπερβολικά η συντριβή της καρδίας πού γεννάται από την υποταγή. Εμείς δεν ανεχόμεθα κανένα να μας εξουσιάζη. Γι΄αυτό και όταν ελάβαμε εξουσία στους ουρανούς, απεστατήσαμε από εκεί.

» Εμείς με ένα λόγο γεννούμε όλα τα πάθη πού αντιστρατεύονται στην ταπεινοφροσύνη, διότι όλα όσα την ευνοούν είναι αντιμέτωπά μας. Αλλά αφού και στον ουρανό εσημειώσαμε νίκη, πώς μπορείς εσύ να μας ξεφύγης;

» Εμείς συνηθίζουμε πολλές φορές να εμφανιζώμεθα μετά από ατιμίες, από την υπακοή, από την αοργησία, από την αμνησικακία, από την πρόθυμη διακονία.

» Τέκνα ιδικά μας είναι οι πτώσεις των πνευματικών ανθρώπων, η οργή, η καταλαλιά, η πικρία, ο θυμός, η κραυγή, η βλασφημία, η υποκρισία, το μίσος, ο φθόνος, η αντιλογία, η ιδιορρυθμία, η απείθεια.

» Ένα μόνο υπάρχει πού δεν μπορούμε να το νικήσωμε, και σου το φανερώνουμε, επειδή μας μαστιγώνεις:

» Εάν κατηγορής διαρκώς τον εαυτόν σου ενώπιον του Κυρίου με ειλικρίνεια, θα μας θεωρής ωσάν αράχνη. Ίππος επάνω στον οποίο είμαι ανεβασμένη, εγώ η υπερηφάνεια, είναι, όπως βλέπεις, η κενοδοξία. Η οσία όμως ταπείνωσις και η αυτομεμψία θα περιπαίξουν τον ίππο και τον αναβάτη του, ψάλλοντας μελωδικά την ωδή της νίκης: «Άσωμεν τω Κυρίω∙ ενδόξως γάρ δεδόξασται∙ ίππον και αναβάτην έρριψεν είς θάλασσαν» (Έξοδ. ιε΄ 1) και είς άβυσσον ταπεινώσεως».


Βαθμίς εικοστή δευτέρα! Όποιος την ανέβηκε, ενίκησε∙ εάν βεβαίως κατ