Σελίδες

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Η προφητεία του Αγίου Νήφωνος για την μέλλουσα κρίση

ΕΙΧΕ βραδιάσει για τα καλά. Ο όσιος είχε μόλις τελειώσει την τακτική του νυχτερινή προσευχή. Ξάπλωσε πάνω στις πέτρες, όπως συνήθιζε, για να κοιμηθεί. Μα δεν τον έπιανε ύπνος. Η ώρα περνούσε. Έφτασαν μεσάνυχτα, και με τα μάτια ακόμη ανοιχτά παρατηρούσε στον απέραντο ουρανό τ’ αστέρια και το φεγγάρι.

Εκεί που ήταν έτσι μονάχος, σκέφτηκε τη φοβερή ώρα της κρίσεως, αναλογίστηκε τις αμαρτίες του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

Ξαφνικά βλέπει να τραβιέται σαν αυλαία το στερέωμα τ’ ουρανού και να παρουσιάζεται από πίσω ο Κύριος Ιησούς Χριστός! Ήταν γιγάντιος και στεκόταν μετέωρος στον αιθέρα. Γύρω Του ήταν παραταγμένα όλα τα ουράνια τάγματα – άγγελοι, αρχάγγελοι… -πού Τον ατένιζαν με φόβο και τρόμο, με σεβασμό κι ευλάβεια πολλή.

Ό Κύριος έγνεψε στον αρχηγό ενός τάγματος, κι εκείνος ήρθε κοντά Του γεμάτος θάμπος και φρίκη.

- Μιχαήλ, άρχοντα της Διαθήκης, του είπε. Σήκωσε με το τάγμα σου τον πυρίμορφο θρόνο της δόξας μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί να τον στήσεις, για να ‘ναι έτοιμος στην παρουσία μου. Ναι, γιατί δεν θ’ αργήσει η ώρα της κρίσεως, οπότε ο καθένας θα πάρει την ανταπόδοση για τα έργα του. Κάνε γρήγορα, πλησίασε η μέρα. Θα πληρώσουν όσοι προσκύνησαν τα είδωλα κι αρνήθηκαν έμενα, τον πλάστη τους, όσοι ονόμασαν θεούς τις πέτρες και τα ξύλα, πού τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι αυτοί θα συντρίβουν «ώς σκεύη κεραμέως»1 . Το ίδιο και οί εχθροί μου οί αιρετικοί, αυτοί πού τόλμησαν να με χωρίσουν άπό τον Πατέρα μου, αυτοί πού τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το Παράκλητό μου Πνεύμα. Αλίμονο τους, ποιά κόλαση τους περιμένει!

“Θα φανερωθώ τώρα και στους Ιουδαίους, πού δεν πίστεψαν και με σταύρωσαν. Όταν ήμουνα πάνω στο Σταυρό, έλεγαν: «Ούά, ό καταλύων τον ναόν… σώσον σεαυτόν!»65. Τώρα θ’ ασκήσω την εξουσία μου και θα κρίνω δίκαια. «Έμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω!»66. Θα δικάσω, θα ελέγξω, θα στιγματίσω και θα τιμωρήσω αυστηρά το διεστραμμένο και πονηρό γένος, γιατί τους έδωσα ευκαιρίες να μετανοήσουν και δεν τις χρησιμοποίησαν. Τώρα λοιπόν θα πάρω εκδίκηση.

“Και τους σοδομίτες, πού μόλυναν τον αέρα και τη γή με τη βρωμιά τους, εγώ, πού τους έκαψα, θα τους ξανακάψω. Γιατί άποστράφηκαν την ηδονή τόυ Αγίου Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.

“Τώρα θα πληρώσουν και οι μοιχοί, οι ασύνετοι και σκοτισμένοι. Δεν τους έφτανε ή δική τους γυναίκα, αλλά σαν «ίπποι θηλυμανείς, έκαστος έπί την γυναίκα του πλησίον αύτου έχρεμέτιζον»67. Έτσι, για την αφροσύνη τους, πορεύτηκαν στην άβυσσο του πυρός δεμένοι από το σατανά. Δεν άκουσαν, πώς είναι «φοβερόν το έμπεσειν εις χείρας Θεού ζώντος»68; Και όμως, δεν φοβήθηκαν. Γι’ αυτό κι έγώ τώρα θα τους επιτιμήσω αυστηρά. Τους πρόσφερα μετάνοια, και δεν μετανόησαν…

“Θα τιμωρήσω και τους κλέφτες και τους φονιάδες και όλους τους κακοποιούς. Στα τάρταρα θα τους ρίξω. Τώρα θα τους δείξω πόσο ζημιώθηκαν, πού δεν υπάκουαν στο Θεό και στα προστάγματα Του. Πού είναι τα καλά τους έργα; Πού είναι ή μεταμέλεια τους; Τους έδωσα σαν υπόδειγμα τον άσωτο γιό, άλλά και πολλούς άλλους, για να μην πέφτουν στην απόγνωση. Αυτοί όμως καταφρόνησαν τις εντολές μου. Έμενα μίσησαν και την ασωτία αγάπησαν. Έμενα απαρνήθηκαν και στην αμαρτία δουλώθηκαν. Ας πέσουνε, λοιπόν, μές στη φωτιά πού οί ίδιοι άναψαν.

“Αυτούς πού πέθαναν μνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερή ταραχή. Γιατί δεν αγάπησαν την ειρήνη μου, άλλά έζησαν μέσα στην οργή, το θυμό και την κακία.

“Θ’ αφανίσω ακόμα τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους, αυτούς τους ειδωλολάτρες, πού στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι και εγκατέλειψαν έμενα, σά να μή φρόντιζα γι’ αυτούς.

“Θα καταδικάσω επίσης και τους τάχα χριστιανούς, πού λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών ή ότι γίνεται μετεμψύχωση.

“Ολους αυτούς θα τους λιώσω σαν το κερί στη γέεννα και θα τους κάνω στάχτη στη φωτιά. Τότε θα τους δείξω αν υπάρχει ή όχι ανάσταση των νεκρών.

“Οί μάγοι και οί μάντεις και οί αστρολόγοι θα συντριβούν ολότελα, θα ξανεμιστούν και θα χαθούν.

“Οι μέθυσοι και οι γλεντοκόποι θα ρίχτουν μέσα στην άβυσσο. Αλίμονο τους, όπού τραγουδούν και χορεύουν και αίσχρολογούν ξετσίπωτα και ξιπασμένα. Με τον ίσκιο τους παίζουνε. Δίκαια και αμερόληπτα θα τους κρίνω. Τους κάλεσα, και όχι μόνο δεν μ’ άκουσαν, άλλά με περιγελούσαν κιόλας. Σ’ όλους πρόσφερα έλεος και μετάνοια, κανένας όμως δεν μου έδωσε σημασία. Τώρα το σκουλήκι θα τους κατατρώει την καρδιά.

“Εκείνους πού περιφρόνησαν τις θείες Γραφές, τις γραμμένες άπ’ το Πνεύμα μου με τα χέρια των άγιων μου, θα τους ρίξω μέσα στο σκοτάδι και την άφεγγιά. Και επειδή δεν τήρησαν τις εντολές μου, άλλά τις χλεύασαν, έγώ τώρα θα τους χλευάσω, θα τους καταντροπιάσω και θα τους παραδώσω στη φωτιά.

“Μα κι αυτούς πού καταφεύγουν στα γητέματα και τα μαγικά για να γιατρευτούν, αυτούς πού πιστεύουν πώς θα τους κάνουν καλά τα μαχαίρια και οί άξίνες και τα δρεπάνια και τ’ άλλα μαγικά εργαλεία, θα τους ελέγξω αυστηρά. Και τότε θα μάθουν, ότι έπρεπε να ελπίζουν στο Θεό και όχι στα δημιουργήματα Του. Αυτοί βέβαια θ’ αντιδρούν, θα διαμαρτύρονται και θα βρίσκουν δικαιολογίες. Μα δεν θα μπορούν να πετύχουν τίποτα, γιατί θα έχει φτάσει πιά ή ώρα για την ανταπόδοση.

“Θα τιμωρήσω, βέβαια, και τους βασιλιάδες και τους άρχοντες, που συνεχώς με καταπίκραιναν με τις αδικίες τους. Οι αποφάσεις τους ήταν άνομες και αθέ­μιτες και αλαζονικές και εξουθενωτικές για τους αν­θρώπους.

“Επαιρναν δώρα και έκριναν μεροληπτικά, χρησιμοποιώντας το δίκαιο για να καλύπτουν την αδι­κία. Η δική μου κρίση όμως δεν εξαρτάται από δώρα. Σαν Κύριος και Θεός λοιπόν θα τους αφανίσω σύμφω­να με την πονηρία τους. Και τότε θα καταλάβουν, ότι έγώ είμαι «ό φοβερός και αφαιρούμενος πνεύματα αρ­χόντων, φοβερός παρά τοις βασιλεύσι της γης»69. Συμ­φορά τους! Τι κόλαση τους περιμένει! Γιατί «εβρυξαν τους οδόντας αυτών»70 και «έξέχεαν αίμα άθώον, αίμα υιών αυτών και θυγατέρων»71!

“Σε ποιά οργή θα παραδώσω κι εκείνους τους κλη­ρικούς που δεν ήταν αληθινοί ποιμένες, αλλά μισθω­τοί! Εκείνους, πού «διέφθειραν τον αμπελώνα μου»72, πού «διεσκόρπισαν τα πρόβατα μου»73, που κυνήγη­σαν το χρυσάφι και το ασήμι, που ανάξια έλαβαν την Ιερωσύνη… Πόσο φοβερή θα είναι η τιμωρία τους! Πόση ή οδύνη τους! «Έν όργη μου και εν τω θυμώ μου ταράξω αυτούς»74! Πρόβατα και βόδια φθαρτά κοίτα­ξαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά πρόβατα δεν τα πόνεσαν. Γι’ αυτό «έπισκέψομαι έν ράβδω τάς ανομίας αυτών και έν μάστιξι τάς αδικίας αυτών»75. “Οσο για τους ιερείς πού χωρατεύουν ή φιλονικούν μέ­σα στις άγιες εκκλησίες μου, στη φωτιά θα τους λιώσω, στον τάρταρο θα τους βυθίσω και σαν πλίθρες θα τους συντρίψω!

“Έγώ είμαι ό ερχόμενος. Ηρθα και πάλι έρχομαι! Κι όποιος βρει τη δύναμη, ας σταθεί απέναντι μου!

“Αλίμονο στους άνομους πού θα πέσουν στα χέρια μου! Γιατί θα σταθούν μπροστά μου «γυμνοί και τε-τραχηλισμένοι»76. Πού θα πάει τότε η αναίδεια τους; Πώς θ’ άντικρύσουν το πρόσωπο μου; Πού θα κρύ­ψουν τη ντροπή τους, αφού θα ρεζιλευτούν μπροστά σ’ όλους τους άγιους αγγέλους μου;

“Θα καταδικάσω όμως και τους μοναχούς πού έζη­σαν με αμέλεια, κι έτσι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις πού έδωσαν μπροστά στο Θεό, τους αγγέλους και τους ανθρώπους.

“Αλλα έταξαν κι άλλα έκαναν. Αυτούς λοιπόν θα τους αρπάξω και θα τους εκσφενδονίσω στην άβυσσο. Γιατί δεν τους έφτανε ή δική τους απώ­λεια, αλλά σκανδάλισαν και κόλασαν κι άλλους. Κα­λύτερα θα ‘ταν γι’ αυτούς να μην είχαν απαρνηθεί τον κόσμο, παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αμαρ­τωλά και άσωτα.

“Εγώ λοιπόν θα τιμωρήσω, εγώ θ’ ανταποδώσω, εγώ θα κρίνω σαν δίκαιος Κριτής όσους δεν θέλησαν να μετανοήσουν!

Με τρόμο άκουσαν οι αναρίθμητες δυνάμεις των αγγέλων τα βροντερά λόγια τοΰ Κυρίου στον αρχι­στράτηγο Μιχαήλ.

- Φέρε μου τους επτά αιώνες της συστάσεως του κό­σμου! πρόσταξε τώρα τον αρχάγγελο.

Ο Μιχαήλ πηγε αμέσως στον οίκο της Διαθήκης και τους πήρε. Ηταν σαν μεγάλα βιβλία. Τους έβαλε μπροστά στον Κύριο και παραμέρισε, παρακολουθώντας με δέος πώς Εκείνος γυρίζει τις σελίδες της ιστο­ρίας και διαβάζει όλα όσα έγιναν διαμέσου των αιώνων.

Πήρε λοιπόν ό Κριτής το βιβλίο του πρώτου αιώνα, το άνοιξε και είπε:

- Εδώ πρώτα-πρώτα γράφει: Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός, ο δημιουργός των αιώνων. Γιατί άπό το Λόγο του Πατρός έγιναν οι αι­ώνες· από το Λόγο του Πατρός δημιουργήθηκαν οι ουράνιες δυνάμεις· από το Λόγο του Πατρός στερεώ­θηκαν οι ουρανοί και ή γη και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτά «τω πνεύματι δε του στόματος αυτού πάσα ή δύναμις αυτών»77.

“Υστερα προχώρησε λίγο πιο κάτω στο βιβλίο και είπε: