Σελίδες

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ΜΗΤΕΡΙΚΟ

Οσία Μαρία Σκόμπτσοβα

 


Η Μητέρα Μαρία Σκόμπτσοβα απεβίωσε την Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1945, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Ravensbrück, κοντά στο Βερολίνο. Το "έγκλημα" αυτής της Ορθόδοξης μοναχής και Ρωσίδας πρόσφυγος ήταν η προσπάθειά της να σώζει Εβραίους και άλλους που εδιώκοντο από τους Ναζί στην υιοθετημένη πόλη της, το Παρίσι, όπου το 1932 είχε ιδρύσει έναν οίκο φιλοξενίας. Η ακόλουθη μελέτη γράφτηκε το 1937 και ανακαλύφθηκε το 1996 από την Ελένη Klepinin-Arjakovsky, στο αρχείο του S. BPilenko. Το Ρωσικό κείμενο δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1998 από το περιοδικό "ΒΕΣΤΝΙΚ" που έχει την έδρα του στο Παρίσι, Φύλλο Νο.176 (II-III 1997), σελ. 5-50, και είναι επίσης αναρτημένο στην ιστοσελίδα Άγιος Φιλάρετος της Μόσχας, στο: http://www.stphilaret.org/types.html.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΟΥ
 Όταν, την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1932, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος δέχθηκε τους μοναχικούς όρκους της Ελισαβέτας Σκόμπτσοβα στην εκκλησία του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, πολλοί σκανδαλίσθηκαν. Στο κάτω-κάτω, αυτή η γυναίκα ήταν δύο φορές διαζευγμένη, είχε αποκτήσει ένα νόθο παιδί από άλλον άνδρα, είχε αριστερές πολιτικές συμπάθειες και γενικά, όπως και να το εξέταζε κανείς, ήταν μοναδική περίπτωση. Κατά την ομολογία της, έλαβε το όνομα Μαρία σε ανάμνηση της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μιας πόρνης που έγινε ερημίτισσα και άκρως ασκητική. Ως θρησκευόμενο πρόσωπο, η Μητέρα Μαρία συνέχισε να σκανδαλίζει, σαν γνήσια "δια Χριστόν Σαλή". Το "αγγελικό σχήμα" της ήταν συνήθως γεμάτο λεκέδες από τα λίπη της κουζίνας και τις μπογιές από το εργαστήρι της. Σύχναζε σε μπαράκια αργά την νύχτα. Φαινόταν να έχει ελάχιστη υπομονή με τις μακροσκελείς Ορθόδοξες λειτουργίες, και τις αυστηρές και συχνές νηστείες έμοιαζε να τις θεωρεί βαρύ φορτίο. Και - τι φρίκη! - κάπνιζε και δημοσίως, φορώντας το ράσο!
 Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της καλής κοινωνίας το 1871 στη Λετονία, της είχε δοθεί το όνομα Ελισαβέτα Πιλένκο. Ο πατέρας της απεβίωσε όταν εκείνη ήταν στην εφηβεία, και έκτοτε ενστερνίστηκε τον αθεϊσμό. Το 1906 η μητέρα της πήρε την οικογένεια στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνδέθηκε με ριζοσπαστικούς κύκλους διανοουμένων. Το 1910 παντρεύτηκε ένα Μπολσεβίκο ονόματι Ντιμίτρι Κουζμίν-Καράβιεφ. Κατά το διάστημα αυτό της ζωής της ασχολήθηκε ενεργά με τους λογοτεχνικούς κύκλους και έγραψε αρκετή ποίηση. Το πρώτο της βιβλίο, "Σκυθικά Θραύσματα", ήταν μια συλλογή ποιημάτων αυτής της περιόδου. Μέχρι να έρθει το 1913, ο γάμος της με τον Ντιμίτρι είχε τελειώσει. Μέσω της μελέτης της ανθρώπινης φύσης τού Ιησού, άρχισε να έλκεται πίσω στον Χριστιανισμό. Μετακόμισε - τώρα πλέον με την κόρη της την Γκαϊάνα - στον Νότο της Ρωσίας, όπου αυξήθηκε και η θρησκευτική της προσήλωση. Το 1918, μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, εξελέγη Αντιδήμαρχος της πόλεως Ανάπα στην Νότια Ρωσία. Όταν ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Ανάπα, ο Δήμαρχος έφυγε εσπευσμένα και εκείνη έγινε Δήμαρχος της πόλεως. Ο Λευκός Στρατός την δίκασε επειδή είχε υπάρξει Μπολσεβίκα. Όμως ο δικαστής ήταν ένας παλιός της καθηγητής, ο Δανιήλ Σκόμπτσοβ, και έτσι απαλλάχθηκε. Σύντομα οι δυο τους ερωτεύθηκαν και παντρεύτηκαν. Σύντομα όμως άρχισε πάλι να αλλάζει το πολιτικό ρεύμα. Για να αποφύγει τον κίνδυνο, η Ελισαβέτα, ο Δανιήλ, η Γκαϊάνα και η μητέρα της Ελισαβέτα, Σοφία, έφυγαν από την χώρα. Η Ελισαβέτα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Ταξίδεψαν πρώτα στην Γεωργία (όπου γεννήθηκε ο γιος της ο Γιούρι) και μετά στην Γιουγκοσλαβία (όπου γεννήθηκε η κόρη της Αναστασία). Τελικά έφθασαν στο Παρίσι το 1923. Σύντομα η Ελισαβέτα αφιερώθηκε σε θεολογικές σπουδές και κοινωνικά έργα. Το 1926, η Αναστασία πέθανε από γρίπη - γεγονός που ράγισε την καρδιά της οικογένειας. Την Γκαϊάνα την έστειλαν σε σχολείο του Βελγίου, εσώκλειστη. Σύντομα μετά, ο γάμος του Δανιήλ και της Ελισαβέτα άρχισε να διαλύεται. Ο Γιούρι κατέληξε να ζει με τον Δανιήλ, ενώ η Ελισαβέτα μετακόμισε στο κέντρο του Παρισιού, για να εργασθεί πιο άμεσα με εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη. Ο επίσκοπός της την ενθάρρυνε να δώσει τους μοναχικούς όρκους για να γίνει μοναχή. Το 1932, με την έγκριση του Δανιήλ Σκόμπτσοβ, εγκρίθηκε η "Εκκλησιαστική Πράξη χωρισμού", και τελικά πήρε τους μοναχικούς όρκους. Το όνομα που πήρε στην κουρά της ήταν Μαρία. Αργότερα, έστειλαν τον π. Δημήτριο Κλεπίνιν να γίνει προϊστάμενος του ιδρύματος εκείνου.
 Στα γραπτά της η Μητέρα Μαρία εκφράζει εκείνο που προσπαθούσε να βιώσει. Έχοντας πάρει τους μοναχικούς όρκους - που τους θεωρούσε ένα μέσον για να προσηλωθεί αμετάκλητα στην κλήση της μέσα στην Εκκλησία - ενοικίασε ένα κτίριο που έγινε το μοναστήρι της, και καταφύγιο για τους απόβλητους της κοινωνίας. Ήταν ένας τόπος με πόρτα ανοιχτή για τους πρόσφυγες, τους ενδεείς και τους μοναχικούς. Σύντομα έγινε και κέντρο για πνευματική και θεολογική συζήτηση. Για την Μητέρα Μαρία, αυτά τα δυο στοιχεία - διακονία των φτωχών και θεολογία - πήγαιναν χέρι-χέρι. Ένας παρατηρητής είχε περιγράψει αυτό το "μοναστήρι" ως "ένα περίεργο πανδαιμόνιο: '...έχουμε νεαρά κορίτσια, τρελούς, εξόριστους, άνεργους εργάτες, και, αυτή τη στιγμή, την χορωδία της Ρωσικής Όπερας και την Γρηγοριανή χορωδία του Dom Malherbe, ενός ιεραποστολικού κέντρου, και τώρα, έχουμε και λειτουργίες μέρα-νύχτα στο παρεκκλήσι....' Το Μοναστήρι φιλοξενούσε ομιλίες και συζητήσεις, με ομιλητές από το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου. Οι πολύ έντονες πνευματικές πεποιθήσεις της Μητέρας Μαρίας δεν την εμπόδισαν να οργανώνει και σε μεγάλη κλίμακα. Ίδρυσε ένα σανατόριο για στερημένους ανθρώπους που υπέφεραν από φυματίωση, και υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την εκκίνηση της "Orthodox Action" (Ορθόδοξη Δράση), μια οργάνωση με πολλαπλές αγαθοεργίες.
 Όταν τα Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Παρίσι, το μοναστήρι της Μητέρας Μαρίας έγινε καταφύγιο για διωχθέντες Εβραίους, μέχρι να βρεθούν διαδρομές διαφυγής για αυτούς. Σε όσους το ζητούσαν, τους προμήθευε με πλαστά πιστοποιητικά Βαπτίσεως. Οι Ναζί κάποτε ανακάλυψαν τι γινόταν. Η Μητέρα Μαρία, ο γιος της Γιούρι, ο προϊστάμενος Ιερέας του παρεκκλησίου και ο λαϊκός διαχειριστής τέθηκαν υπό κράτηση και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μόνο ο λαϊκός επιβίωσε. Όσοι γνώρισαν την Μητέρα Μαρία στα στρατόπεδα ήσαν μάρτυρες του κουράγιου, της ελπίδας και της αισιοδοξίας που μετέδιδε στους άλλους, κάτω από τις χειρότερες δυνατόν συνθήκες. Η ημερομηνία και οι συνθήκες του θανάτου της δεν είναι βέβαιες. Υπάρχουν αναφορές πως το όνομά της εμφανίσθηκε σε κατάλογο εκείνων που οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων την 31η Απριλίου 1945, και πως η ίδια είχε προσφερθεί να πάρει την θέση μιας νεαρής Πολωνής, όμως αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως.
 Η Μαρία Σκόμπτσοβα ανήκει όντως σύμφωνα με την παράδοση σε εκείνους τους  "δια Χριστόν Σαλούς", οι οποίοι καλούν την Εκκλησία να στραφεί προς την πραγματική Της αποστολή, οι οποίοι απογυμνώνουν όλες τις παραισθήσεις και πλάνες, οι οποίοι αποτελούν ένδειξη αντίφασης σε ό,τι αποκαλείται ανθρώπινη σύνεση και ανθρώπινη "ευπρέπεια". Μας προκαλεί, μέσα στην αδιαφορία μας και την ατομική μας ευχαρίστηση, στα ημίμετρά μας και την στείρα ευσέβεια. Σφυροκοπά με βαρειά την -δυστυχώς επικρατούσα- αναζήτηση προσωπικής εκπλήρωσης, αρμονίας, ειρήνης και ικανοποίησης μέσα από την θρησκεία. Αλλά δεν θα ήταν Ορθόδοξη, αν ο θάνατος και το μαρτύριο είχαν τον τελευταίο λόγο˙ διότι, επειδή ακριβώς κατέβηκε στην Κόλαση και άφησε τον Εαυτό της να χαθεί ανάμεσα στους άθεους, η Ζωή νίκησε το κράτος του θανάτου. Όπου εισήλθε η Ζωή, εκεί δεν μπορεί πλέον να εισέλθει ο θάνατος. Μέσα από Τάφο ακτινοβολεί η δόξα της Αναστάσεως.
 Η Αγιότητα της Μητέρας Μαρία αναγνωρίστηκε με πράξη της Αγίας Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 16η Ιανουαρίου 2004. Η αγιοκατάταξη της Μητέρας Μαρία, μαζί με τον π. Δημήτριο, τον Γιούρι και τον Ηλία Φονταμίνσκυ τελέσθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκυ στο Παρίσι την 1 και 2 Μαίου 2004. Εορτάζεται η μνήμη τους την 20η Ιουλίου.