Σελίδες

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Πατερικό των Σπηλαίων του Κιέβου

Όσιος ΠΡΟΧΟΡΟΣ, ο θαυματουργός
Ο ΠΟΛΥΕΛΕΟΣ και πολυεύσπλαχνος Κύριος πολύ συχνά παραχωρεί να βρουν τους ανθρώπους δυστυχίες και θλίψεις, αποβλέποντας μ’ αυτές στην παιδαγωγία, τη νουθεσία και τη διόρθωσή τους. Δεν παραλείπει όμως κάθε φορά, ως φιλάνθρωπος, να «ποιοι συν τω πειρασμώ και την έκβαση;», όπως βλέπουμε και στο βίο του οσίου Προχόρου του θαυματουργού.
Ο όσιος Πρόχορος έλαμψε με τη ζωή και τα έργα του στα χρόνια του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Μιχαήλ Σβιατοπόλκ Ιζιασλάβιτς, φημισμένου για τη σκληρότητα και τις αδικίες του. Πολλές θλίψεις και βάσανα υπέμειναν οι κάτοικοι του Κιέβου στο διάστημα της εξουσίας του. Τα βάσανα τους πλήθαιναν περισσότερο με τις αδιάκοπες επιδρομές των Πολόφτσων και άλλων γειτονικών λαών εναντίον του Κιέβου. Οι συνεχείς πόλεμοι με τους εξωτερικούς εχθρούς, καθώς επίσης και οι εμφύλιοι σπαραγμοί μεταξύ των Ρώσων ηγεμόνων, οι διωγμοί, οι αιχμαλωσίες, οι λεηλασίες και οι ποικίλες αναταραχές, ήταν μόνιμες αιτίες φτώχειας, δυστυχίας και οδύνης του ρώσικου λάου.
Σ’ αυτά τα δύσκολα και ζοφερά χρόνια ήρθε από το Σμολένσκ στη μονή των Σπηλαίων ο μακάριος Πρόχορος, ζητώντας από τον ηγούμενο Ιωάννη να τον κείρει μοναχό και να τον συναριθμήσει με τα πνευματικά του τέκνα. Μετά από κανονική και προσεκτική δοκιμασία, που φανέρωσε καθαρά τον ένθεο ζήλο του φιλόθεου Προχόρου, ο ηγούμενος τον έκειρε κατά την επιθυμία του. Με πολλή βία και απαρέγκλιτη ακρίβεια στις αρχές του μοναχικού βίου, πολεμούσε ο όσιος τους νοητούς εχθρούς κι επιδιδόταν στις ασκήσεις που του ανέθετε ο γέροντάς του. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η άσκηση της αυστηρής νηστείας. Όχι μόνο δεν γευόταν ποτέ άλλη τροφή εκτός από ψωμί και νερό, αλλά και αυτό το ψωμί του ήταν φτιαγμένο από το κατάπικρο χόρτο λέμπεντα. Κάθε καλοκαίρι μάζευε ο ίδιος το χόρτο αυτό, το έτριβε κι ετοίμαζε ψωμιά για όλο το χρόνο.
Σ’ όλη του τη ζωή ο όσιος τρεφόταν με λέμπεντα, γι’ αυτό οι συνασκητές του, του έδωσαν την προσωνυμία «λέμπεντνικ». Άλλο χορταρικό ή κηπουρικό δεν έβαλε στο στόμα του μέχρι την κοίμησή του. Ούτε ψωμί σταρένιο έφαγε, πέρα από το αντίδωρο που έπαιρνε στην εκκλησία.
Ο πανάγαθος Θεός, βλέποντας τη βία και την υπομονή του μακαρίου, μετέβαλε για χάρη του την πίκρα του χόρτου αυτού σε γλυκύτητα, κι έτσι το ψωμί που ετοίμαζε εκείνος, έπαιρνε μια γλυκεία, ευχάριστη γεύση. Μόλις διαπίστωσε ο όσιος το θαύμα τούτο του Κυρίου «εχάρη χαράν μεγάλην σφόδρα» και μ’ ευγνωμοσύνη προς τον ουράνιο Ευεργέτη του, συνέχισε με περισσή προθυμία την παθοκτόνο άσκησή του.
Στη ζωή του θείου Προχόρου, εκπληρώνονταν οι προτρεπτικοί λόγοι του Σωτήρος: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε… Εμβλέψατε εις τα πετεινό του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά».
Σαν τα πουλιά τ’ ουρανού και ο όσιος, αμέριμνος και παραδομένος στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού, τρεφόταν με τροφή που δεν έσπειρε και δεν καλλιέργησε. Πήγαινε στους τόπους που έσπερνε αντί γι’ αυτόν ο ουράνιος Σποριάς, μάζευε το καλλιεργημένο από Κείνων χόρτο και γύριζε στο μοναστήρι δοξολογώντας Τον για τις ευεργεσίες Του.
Τα χρόνια εκείνα, λόγω των πολεμικών αναστατώσεων, έπεσε μεγάλη πείνα στη Ρωσία. Το φάσμα του θανάτου απειλούσε τους κατοίκους του Κιέβου. Ο Κύριος τότε, θέλοντας να σώσει τους ανθρώπους από το φρικτό θάνατο της πείνας, αλλά και να δοξάσει τον πιστό δούλο Του Πρόχορο, έκανε να φυτρώσουν στη γύρω περιοχή τόσα πολλά λέμπεντα, όσα ποτέ άλλοτε. Ο όσιος ακούραστος, με ιδιαίτερο ζήλο, μάζευε ασταμάτητα το χόρτο σε μεγάλες ποσότητες, ετοίμαζε νύχτα και μέρα ψωμιά και τα μοίραζε στους φτωχούς και πεινασμένους.
Μερικοί θέλησαν να μιμηθούν το μακάριο και να φτιάξουν μόνοι τους ψωμί από λέμπεντα. Ήταν όμως αδύνατο να το γευτούν, γιατί έγινε πικρό σαν αψιθιά και μαύρο σαν κάρβουνο. Τότε κατάλαβαν ότι κάποιο θαύμα επιτελούσε ο μεγαλοδύναμος θεός με το θεσπέσιο δούλο Του και δεν επιχείρησαν άλλη φορά να τον μιμηθούν. Όλοι όσοι είχαν ανάγκη απευθύνονταν στον όσιο. Κι εκείνος κανένα δεν άφηνε να φυγή μ’ άδεια χέρια. Το ψωμί που τους έδινε, πράγμα ανεξήγητο, όχι μόνο δεν πίκριζε, αλλά ήταν γλυκύτατο και νοστιμότατο, καλύτερο κι απ’ το σταρένιο.
Συνέβη όμως κι ένα άλλο παράδοξο.
Κάποιος αδελφός, αφού δοκίμασε να φτιάξη μόνος του ψωμί από λέμπεντα και απέτυχε, σκέφτηκε να πάρει κρυφά από τα ψωμιά του οσίου. Πήρε μία και δύο και τρεις φορές. Κάθε φορά όμως που το δοκίμαζε, έβρισκε πως ήταν πικρό. Ντράπηκε ν’ αποκαλύψει στον όσιο την αμαρτία του. Τελικά, βασανισμένος από την πείνα, πήγε και διηγήθηκε την πράξη και το πάθημά του στον ηγούμενο Ιωάννη. Ο ηγούμενος δεν τον πίστεψε στην αρχή. Έστειλε έναν άλλο αδελφό να πάρει κι εκείνος κρυφά ένα από τα ψωμιά του Προχόρου. Ούτε κι αυτό όμως μπόρεσαν να το γευτούν από τη μεγάλη του πικράδα. Θέλοντας να διαλευκάνει οπωσδήποτε το μυστήριο, ο ηγούμενος σκέφτηκε ένα άλλο τέχνασμα.
- Πήγαινε στον πατέρα Πρόχορο, είπε στον αδελφό και ζήτησε του ένα ψωμί για μένα. Καθώς θα φεύγεις όμως, πάρε κρυφά άλλο ένα και φέρ’ το κι αυτό εδώ.
Ό αδελφός εκτέλεσε κατά γράμμα την εντολή. Σε λίγο παρουσιάστηκε με δυο ψωμιά. Αλλά να! Το ψωμί που πήρε από τα χέρια και με την ευλογία του οσίου ήταν χρυσόχρωμο και γλυκόγευστο, ενώ το άλλο ήταν μαύρο και κατάπικρο.
Μετά κι απ’ αυτή την επιβεβαίωση, το θαύμα διαδόθηκε παντού και δόξασαν όλοι, μοναχοί και λαός, το φιλάνθρωπο Κύριο, που έστειλε βοήθεια στους πεινασμένους δια μέσου του θαυματουργού οσίου.
Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον Σβιατοπόλκ και τους πρίγκιπες του Βλαντιμίρ και Περεμίσλσκ, δεν μπορούσαν να φτάσουν μέχρι το Κίεβο έμποροι τροφίμων. Ενώ όμως υπήρχαν αποθέματα άλλων προϊόντων, παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη αλατιού.
Όταν ο μακάριος Πρόχορος είδε την ανάγκη του λαού, μάζεψε από τα κελιά των αδελφών όλη τη στάχτη, τη συγκέντρωσε στο κελί του κι έπεσε σε θερμή και εγκάρδια προσευχή. Η στάχτη δεν άργησε να μεταβληθεί σε γνήσιο, λευκό, καθαρό αλάτι!
Ο όσιος ειδοποίησε να έρθουν και να πάρουν όσοι θέλουν. Γρήγορα μαθεύτηκε ότι ο σπηλαιώτης Πρόχορος μοίραζε αλάτι κι έτρεχαν όλοι να προμηθευτούν απ’ αυτόν. Το πιο παράδοξο ήταν, ότι το αλάτι εκείνο δεν τελείωνε ποτέ. Όσο το μοίραζε ο όσιος, τόσο αυξανόταν. Έτσι ο λαός, που προηγουμένως έψαχνε μάταια στην αγορά για ν’ αγοράσει λίγο αλάτι σε πολύ ανεβασμένη τιμή, έτρεχε τώρα στη μονή των Σπηλαίων να πάρει όσο ήθελε δωρεάν. Μερικοί όμως μαυραγορίτες έμποροι, που εκμεταλλεύονταν την έλλειψη του αλατιού για να πλουτίσουν και το πουλούσαν σε αστρονομικές τιμές, οργίστηκαν εναντίον του οσίου και πήγαν να παραπονεθούν στον ηγεμόνα.
-Άρχοντα, του είπαν, ο καλόγερος Πρόχορος των Σπηλαίων, μας έκανε μεγάλη ζημιά. Η αγορά άδειασε, γιατί όλοι τρέχουν να πάρουν από Κείνων αλάτι δωρεάν. Κι εμείς, που σου πληρώνουμε τόσους φόρους, δεν μπορούμε να πουλήσουμε το αλάτι που είχαμε κρύψει στις αποθήκες μας. Καταστραφήκαμε εξαιτίας του.
Ο πονηρός και φιλάργυρος Σβιατοπόλκ σκέφτηκε να εκμεταλλευτή την περίσταση και να ωφεληθεί διπλά: και τους εμπόρους να ικανοποίηση και ο ίδιος να κερδίσει χρήματα πολλά. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους ν’ αρπάξουν το αλάτι του μακαρίου Προχόρου και να το φέρουν στο παλάτι του. Όρισε πολύ υψηλή τιμή πωλήσεως, ενώ ταυτόχρονα πληροφόρησε το λαό ότι το αλάτι θα πωλείται πλέον μόνο από την ηγεμονική αυλή.
- Για χάρη σας θα λεηλατήσω τον καλόγερο, είπε στους εμπόρους.
Το είπε και το έκανε.
Όταν όμως το αλάτι μεταφέρθηκε στην αυλή του Σβιατοπόλκ, είδαν όλοι πως ήταν στάχτη! Ο ηγεμόνας είπε σε μερικούς να δοκιμάσουν.
- Στάχτη είναι! Στάχτη! διαβεβαίωσαν εκείνοι.
Κανείς δεν μπορούσε να εξήγηση τι είχε συμβεί. Αμήχανος ο Σβιατοπόλκ πρόσταξε να τη φυλάξουν για τρεις ημέρες, μήπως κατόρθωναν να εξηγήσουν το παράδοξο εκείνο φαινόμενο. Οι τρεις ήμερες πέρασαν, αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Έτσι ο ηγεμόνας διέταξε να πετάξουν εκείνη την άχρηστη στάχτη πίσω από το παλάτι, λίγο πιο πέρα από τη θύρα των υπηρετών.
Στο μεταξύ ο λαός συνέχιζε να έρχεται στον όσιο Πρόχορο και να ζητά αλάτι. Όταν μάθαιναν για την αρπαγή του, έφευγαν λυπημένοι και μ’ άδεια χέρια, ξεστομίζοντας κατάρες για Κείνων που το έκλεψε. Ο όσιος τους παρηγορούσε λέγοντας:
—Όταν ο πρίγκιπας πετάξει το αλάτι, να πάτε και να το μαζέψετε. Θα το βρείτε σωριασμένο στην πίσω πόρτα του παλατιού.
Πράγματι, πήγαν οι άνθρωποι εκεί και αντί για στάχτη βρήκαν αλάτι!
Όταν διαδόθηκε πως υπήρχε αλάτι έξω από το πριγκιπικό ανάκτορο, όλοι έτρεχαν να πάρουν όσο μπορούσαν.
Ο ηγεμόνας πήγε να τρελαθεί από την απόγνωση και το κακό του. Ζήτησε να μάθη λεπτομέρειες για τον άγιο Πρόχορο. Τον πληροφόρησαν για την ασκητική ζωή και τα θαύματά του — όχι μόνο για τη μεταβολή της στάχτης σε αλάτι, αλλά και για την Παρασκευή γλυκού ψωμιού από το πικρό λέμπεντα.
Ο Σβιατοπόλκ τότε ντράπηκε για την πράξη του, πήγε μετανιωμένος στη μονή των Σπηλαίων και πρόσπεσε στον όσιο με δάκρυα, ζητώντας συγχώρηση και δίνοντας υποσχέσεις να μην αδικήσει κανένα στο μέλλον. Ακόμη, με την εντολή και μεσολάβηση του οσίου, συμφιλιώθηκε και με τον ηγούμενο Ιωάννη, με τον οποίο βρισκόταν σε ρήξη, επειδή ασκούσε εναντίον του σκληρό έλεγχο για τις αδικίες και τις ανομίες του.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο ηγεμόνας έτρεφε βαθύ σεβασμό απέναντι στον όσιο και άκουγε με ταπείνωση τις συμβουλές του. Κάποια μέρα μάλιστα του ανακοίνωσε μια ιδιαίτερη επιθυμία του:
- Αν είναι θέλημα Θεού πάτερ ν’ αναχωρήσω για τον άλλο κόσμο πριν από σένα, σε παρακαλώ να με βάλεις εσύ στον τάφο, με τα ίδια σου τα χέρια. Αν πάλι φύγεις εσύ πρώτος, άφησέ με, άγιε του Θεού, να μεταφέρω το σώμα σου με τα δικά μου χέρια στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, μήπως έτσι ο Κύριος με λυπηθεί και συγχωρήσει τη βαρεία αμαρτία που διέπραξα σε βάρος σου.
Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Κάποτε ο όσιος αρρώστησε και κατάλαβε ότι τελείωνε η επίγεια ζωή του. Έστειλε λοιπόν μήνυμα στον ηγεμόνα Σβιατοπόλκ, που πολεμούσε τότε τους Πολόφτσους: «Άρχοντα, πλησίασε η ώρα της αναχωρήσεώς μου από τη γη. Αν θέλεις να εκπληρώσεις την επιθυμία σου και να βρεις από το Θεό έλεος, έλα να λάβεις τη συγχώρηση και να με τοποθετήσεις με τα χέρια σου στο μνήμα. Περιμένω τον ερχομό σου. Αν καθυστερήσεις και αναχωρήσω χωρίς να ιδωθούμε, δεν θα είναι δικό μου το φταίξιμο για ότι θ’ ακολουθήσει. Γιατί τότε η εκστρατεία σου δεν θα έχει την έκβαση που θα είχε αν ερχόσουν εγκαίρως και με προλάβαινες ζωντανό».
Μόλις πήρε το μήνυμα ο Σβιατοπόλκ, άφησε το στράτευμά του κι έτρεξε όλο αγωνία στη μονή των Σπηλαίων. Πρόλαβε το μακάριο Πρόχορο στην επιθανάτια κλίνη.
Στην τελευταία του συζήτηση με τον ηγεμόνα, ο όσιος του μίλησε πολύ για την αγάπη, την ελεημοσύνη, τις υποχρεώσεις του απέναντι στο λαό που διοικούσε, κι ακόμη για τη μέλλουσα κρίση, τη μεταθανάτια ζωή, τα αιώνια αγαθά των δικαίων και τ’ ατέλειωτα βάσανα τον αμαρτωλών. Ύστερα του έδωσε συγχώρηση για την αδικία που είχε διαπράξει σε βάρος του, τον ευλόγησε και τον αποχαιρέτησε εγκάρδια. Τέλος, ύψωσε τα τίμια χέρια του στον ουρανό και παρέδωσε γαλήνια το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Ο Σβιατοπόλκ σήκωσε δακρυσμένος το σώμα του οσίου. Με τη συνοδεία των μοναχών το μετέφερε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου και το τοποθέτησε στον τάφο. Οι αδελφοί το κήδεψαν με τιμές, ενώ ο ηγεμόνας έφυγε αμέσως για το στρατό του.
Η συνέχεια της εκστρατείας ήταν θριαμβευτική. Ο Σβιατοπόλκ προήλασε ακάθεκτος και συνέτριψε τους Πολόφτσους μέσα στις ίδιες τις περιοχές τους, υποτάσσοντάς τες ολοκληρωτικά κι αιχμαλωτίζοντας πλήθη Βαρβάρων. Ήταν μια νίκη χαρισμένη από το Θεό στο ρωσικό έθνος, με την προσευχή του θεοφιλούς Προχόρου.
Από τότε ο ηγεμόνας, κάθε φορά που ξεκινούσε για εκστρατεία η για κυνήγι, περνούσε από το μοναστήρι των Σπηλαίων για να προσευχηθεί στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, να πάρει την ευλογία των πατέρων και να προσκυνήσει τους τάφους των οσίων Αντωνίου, Θεοδοσίου και Προχόρου.
Ο άγιος Πρόχορος και μετά την κοίμησή του, αδιάκοπα φροντίζει για τον ορθόδοξο ρωσικό λαό. Κάνει πολλά θαύματα για να τον ανακουφίση από συμφορές, πείνες, επιδρομές και επιδημίες, πρεσβεύοντας πάντοτε γι’ αυτόν στον πανάγαθο και παντοδύναμο