Σελίδες
▼
Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012
Τί έκανα; Τίποτα. (συνάντηση με τον π. Κλεόπα)
Τετάρτη, 26 Αυγούστου 1992
Φτάνουμε στη Συχαστρία το μεσημέρι, έπειτα από ένα μεγάλο και κοπιαστικό ταξίδι, προερχόμενοι από την Τσεχοσλοβακία. Στο μοναστήρι μας υποδέχεται ο γνωστός στην Ελλάδα π. Ιωαννίκιος Μπάλαν και μας οδηγεί σε μια καταπράσινη πλαγιά. Ο π. Κλεόπας μένει σ’ ένα κελλί μέσα στο δάσος και ορισμένες ώρες κατεβαίνει για να επικοινωνήσει με τους πιστούς. Κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, περιμένουν πάνω από 100 Ρουμάνοι. Οι περισσότεροι έχουν έλθει από πολύ μακριά, με τον ιερέα τους.
Σε λίγο ο π. Κλεόπας προβάλει μέσα από το δάσος και κατεβαίνει σιγά-σιγά με το μπαστουνάκι του. Έρχεται κοντά μας και μας δίνει την προσφιλή και πρωτότυπη ευχή του: -Νά σας φάει ό Παράδεισος!
Παρά την ηλικία τον (ήδη διανύει το 80ό έτος) έχει μνήμη καταπληκτική. θυμόταν με λεπτομέρειες πολλά μέρη και ονόματα από τήν επίσκεψή του στην Ελλάδα πριν από 15 χρόνια, όπως θυμήθηκε και την προηγούμενη επίσκεψή μας. Άρχισε να μας μιλάει με απλότητα, χωρίς τυπικότητες, μ’ ένα λεπτό χιούμορ.
-Είσαστε από την Θήβα; Σας θυμάμαι. Έχετε ξανάρθει! Εδώ έρχονται από παντού. Από την Αμερική, Γαλλία, Ουγγαρία, Ρωσία… Εδώ είναι σταθμός τραίνων!
-Γιατί έρχονται, γέροντα;
-Ξέρω κι εγώ τί ψάχνουν σ’ έναν άνθρωπο τόσο αμαρτωλό; Εγώ όσο μπορώ φεύγω απ’ αυτούς, αλλά αυτοί με βρίσκουν,
Το βλέμμα του βυθίστηκε λες στο παρελθόν· θυμήθηκε και πάλι τις περιπέτειες του.
-Κάποτε με είχαν συλλάβει οι κομμουνιστές, τρεις φορές κιόλας και την τέταρτη φορά το έσκασα, έγινα αέρας, έφυγα για τα Καρπάθια κι έζησα 10 χρόνια με τους λύκους, τις αρκούδες, τα φίδια…
-Δεν τα φοβόσαστε;
Αναστέναξε, κούνησε το κεφάλι και είπε: Ο άγιος των δασών ξέρει…
-Και πώς ζούσατε μόνος σας τόσα χρόνια; ρώτησε αυθόρμητα ο πιό μικρός της παρέας. Χαμογέλασε:
-Να σε φάει ό Παράδεισος, πιτσιρίκο! Θέλεις να ξέρεις τα πάντα; Αν θα σου έλεγα, πραγματικά θα έκανες το σταυρό σου. Όμως η Αγία Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες, μας απαγορεύουν να μιλάμε για τον εαυτό μας. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Όταν πήγα στην Αθήνα, στην Ιερά Σύνοδο με ρώτησαν πόσων ειδών κοινωνίες έχουμε. Και τους απάντησα πως με 5 τρόπους μπορεί να κοινωνήσει ο χριστιανός.
Ο πρώτος τρόπος είναι με την συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, όταν ο ιερέας μας κοινωνεί με την λαβίδα.
Ο δεύτερος τρόπος, με την ευχή του Ιησού. Όταν λες την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είτε με το νου, είτε με την καρδιά, μπορείς καθημερινά να κοινωνείς άπειρες φορές τον Χριστό.
Ο τρίτος τρόπος είναι με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Όποιος τηρεί τις εντολές του Χριστού, ενώνεται με τον Χριστό, ενώνεται με την Αγία Τριάδα. Αυτή την κοινωνία μας φανέρωσε ο ίδιος ο Χριστός. « Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν» ( Ιωάν. ΙΔ, 23). Και «εάν τας εντολάς μου τηρήσητε μενείτε εν τη αγάπη μου» (Ιωάν. ΙΕ, 10). Επίσης ο Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης λέγει ότι: «Η ομοιότητά μας και η ενότητά μας με τον Θεό πραγματοποιείται μόνον με την εφαρμογή των θείων εντολών».
Ο τέταρτος τρόπος κοινωνίας, γίνεται με την ακρόαση του λόγου του Θεού, διότι ο λόγος του Θεού έρχεται με την ακοή και διοχετεύεται στην καρδιά. Την ίδια κοινωνία που δέχεσαι από τον ιερέα με τη λαβίδα, την ίδια δέχεσαι από τα αυτιά, όταν ακούς με ευλάβεια το λόγο του Θεού. Εάν λοιπόν κάθεσαι στην εκκλησία ήσυχα, όπως κάθεστε εδώ, κι έχεις φόβο Θεού, τότε λοιπόν κάθε φορά κοινωνείς το Χριστό από τα αυτιά.
Ο πέμπτος τρόπος κοινωνίας γίνεται με την προσκομιδή, όπου ο ιερέας μνημονεύει τα ονόματα και βγάζει μερίδες πάνω στον άγιο δίσκο. Τη στιγμή της συστολής που ο ιερέας ρίχνει τις μερίδες στο άγιο ποτήριο και ενώνονται με το αίμα του Χριστού, οι πιστοί που μνημονεύθηκαν κοινωνούν τον Χριστό και καθαρίζονται από τις αμαρτίες.
-Πέστε μας κάτι για την μετάνοια και την εξομολόγηση.
-Κατ’ αρχήν αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει: « Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ εστίν εν ημίν». Και συνεχίζει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος, ίνα άψη ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» ( Ιωάν. Α’, 8-9).
Οι προϋποθέσεις για μια σωστή εξομολόγηση είναι οι εξής:
α) Να γίνεται ενώπιον του πνευματικού.
β) Να είναι πλήρης.
γ) Να γίνεται με τη θέλησή μας.
δ) Να γίνεται με ταπείνωση και συντριβή.
ε) Να μην ενοχοποιούμε άλλους ανθρώπους, ούτε κάποιο από τα κτίσματα του Θεού, ούτε ακόμη και το διάβολο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Αν θέλεις να κατηγορήσεις κάποιον, μόνον τον εαυτό σου να κατηγορήσεις».
στ) Να γίνεται με ειλικρίνεια.
ζ) Η εξομολόγηση μας να είναι αποφασιστική. Δηλαδή να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση ενώπιον του πνευματικού ότι δεν θα αμαρτήσουμε πλέον με τη βοήθεια του Θεού. Και μάλιστα καλύτερα χιλιάδες φορές να πεθάνουμε, παρά να αμαρτήσουμε. Όποιος δεν πάρει τέτοια απόφαση, είναι με το ένα πόδι στον πνευματικό και με το άλλο στην αμαρτία.
Όλοι έχουμε ανάγκη εξομολογήσεως. Εγώ εξομολογώ κάπου 100 μοναχούς, αρκετούς ιερείς, 7 επισκόπους και 2 μητροπολίτες.
Η συζήτηση συνεχίστηκε. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Και ο π. Κλεόπας απαντούσε με ζωντάνια αλλά και χιούμορ. Κάποιος Ρουμάνος επέμενε να μιλήσει για τις προσωπικές πνευματικές του εμπειρίες. Προσπάθησε να αλλάξει συζήτηση, αλλά στο τέλος υποχώρησε κι αποκάλυψε αξιοθαύμαστα γεγονότα.
-Ακουστέ, είπε γελώντας, τον Θεό δεν τον έχω δει, αλλά τον διάβολο τον έχω δει σίγουρα… Όταν βρισκόμουν διωγμένος στα Καρπάθια, στις 8 Σεπτεμβρίου 1948, λειτούργησα με κάποιον άλλο ιερομόναχο κάτω από ένα δέντρο. Ήμουν χαρούμενος που κοινώνησα και γύριζα στη σπηλιά μου, που βρισκόταν 4 μέτρα κάτω από τη γη. Είχα μέσα ένα καντηλάκι, που έκαιγε συνέχεια. Από πάνω το καταφύγιο μου ήταν σκεπασμένο με χώμα και κλαδιά και δεν φαινόταν με τίποτα. Κανείς δεν μπορούσε να με ανακαλύψει κάτω από τη γη. Αναστέναξε βαθιά. Το βλέμμα του κοίταξε μακριά. Ω, ω, ω, νομίζετε ότι έμενα σε σπίτι, σε βίλες… Ε! Ε! Ε! Είχα λοιπόν μια πορτούλα μισό μέτρο κι έμπαινα με τα γόνατα μέσα. Όταν λοιπόν μπήκα στη σπηλιά, έκανα την προσευχή μου με πολλή δυσκολία, γιατί μετά από περπάτημα πολλών χιλιομέτρων ήμουν πολύ κουρασμένος κι έπεσα να κοιμηθώ. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου κι άρχισε ένας φοβερός σεισμός κι ένας πολύ δυνατός θόρυβος. Δεν ήξερα τί συμβαίνει και βλέπω στην πόρτα μου μια τεράστια ρόδα, πού έμοιαζε με νερόμυλο. Κοίταξα καλύτερα και είδα καμιά εικοσαριά όντα, άσχημα, φοβερά, φρικιαστικά. Ένας απ’ αυτούς φώναξε: «Αυτός είναι ο ηγούμενος της Συχάστρια. Να τον βάλουμε πάνω στη ρόδα!» Πριν καλά-καλά συνέλθω με είχαν βάλει ψηλά στη ρόδα, που γύριζε σιγά-σιγά. Κάτω όλοι αυτοί περίμεναν με αναμμένες δάδες για να με κάψουν. Εγώ κρατούσα στο χέρι μου ένα βιβλίο με προσευχές της Παναγίας. Στη δύσκολη αυτή στιγμή φώναξα δυνατά: «Απομακρυνθείτε από κοντά μου, γιατί κρατάω το βιβλίο της Παναγίας. Και- τότε εξαφανίστηκαν όλοι και όλα. Ο θόρυβος όμως της ρόδας έμεινε στα αυτιά μου για δύο ολόκληρους μήνες… Ε! αυτές είναι δουλειές του διαβόλου. Έχω δει ακόμη χειρότερα, αλλά δεν λέγονται. Και αυτό που είπα δεν έπρεπε. Τέλος πάντων…
-Πώς ζούσατε και τί κάνατε σ’ αυτή τη σπηλιά;
-Άλλαζα συνεχώς σπηλιές. Τί έκανα; Τίποτα. Έτρωγα και κοιμόμουνα.
-Και πώς ζεσταινόσαστε τον χειμώνα με το φοβερό κρύο;
-Ε! Άμα είσαι 4 μέτρα κάτω από τη γη δεν κρυώνεις… Να σας φάει ο Παράδεισος! (χαμογέλασε και πάλι). Όλα θέλετε να τα μάθετε, αλλά δεν γίνεται.
Στη συνέχεια η συζήτηση στράφηκε στην προσευχή. Κι εδώ μίλησε από προσωπική του εμπειρία και απάντησε έμμεσα στην απορία μας.
-Η προσευχή έχει σκαλοπάτια. Το πρώτο σκαλοπάτι είναι η προσευχή των χειλέων, του στόματος. Αν μείνουμε σ’ αυτή τήν προσευχή είναι σα να μένουμε στην πρώτη τάξη όλη μας τη ζωή.
Το δεύτερο σκαλοπάτι είναι η προσευχή του νου. Αλλά και αυτή είναι μισή, σα νάχεις ένα πόδι κι ένα φτερό. Όμως δεν μπορείς να περπατήσεις με ένα πόδι, ούτε να πετάξεις με ένα φτερά. Από αυτό το σκαλοπάτι πρέπει να ανέβουμε στο επόμενο.
Στο τρίτο σκαλοπάτι ο νους ανεβαίνει στην καρδιά. Εδώ ο διάβολος θα σε πολεμήσει πάρα πολύ με τη σκέψη και τη φαντασία. Σου φέρνει πολλές σκέψεις, πολλές ιδέες, πολλές «θεολογίες», πολλές απαντήσεις στα ερωτήματά σου. Δεν πρέπει να του δώσεις σημασία και να σταματήσεις. Άφησε την προσευχή σου απλή και ελεύθερη να κατέβει στην καρδιά σου.
Ποιό είναι το σημάδι ότι η προσευχή σου κατέβηκε από το νου στην καρδιά; Τότε γεννιέται μια φλόγα, μια φωτιά στην καρδιά σου και σε καίει σαν καρφί φλογερό. Αυτή η θερμότητα ζεσταίνει την καρδιά σου, ζεσταίνει το στήθος σου, ύστερα ζεσταίνει τη σπονδυλική σου στήλη, κι έπειτα τα χέρια, τα πόδια, όλο σου το σώμα και γίνεσαι «όλος ως πυρ». Και τότε ενώνεται ο Χριστός με την καρδιά σου όπως στην βάπτιση. Γίνεσαι ένα με τον Χριστό. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια πλημμυρίζουν δάκρυα… Μου έλεγε κάποιος μοναχός, ότι καθώς προσευχόταν και βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, μέσα σε 2 ώρες είχε μουσκέψει 4 μαντήλια. Τόσα δάκρυα είχε! Και όταν έζησε αυτή την κατάσταση, για δύο μήνες στην κορυφή της καρδιάς του δεν υπήρχε ίχνος κακίας. Μόνον ο Θεός υπήρχε. Και όταν έφυγε αύτη η χάρη και η άρρητη γλυκύτητα, τόσο πόνο ένοιωσε, που παρακαλούσε με δάκρυα το Θεό να νοιώσει πάλι αυτή τη χαρά… Σ’ αυτή την κατάσταση της προσευχής φτάνουν ελάχιστοι. Υπάρχουν και πιό ψηλά σκαλοπάτια στην προσευχή, αλλά για να σας μιλήσω γι’ αυτά έχετε ακόμη πολύ καιρό. Είσαστε ακόμη νήπια και δεν θα καταλάβετε.
Κάποιος επέμενε να συνεχίσει.
-Άκουσε να δεις. Εδώ έχουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι απλοί, κι έχουν το μυαλό ενός μωρού. Σ’ ένα μωρό αν του δώσεις να φάει την τροφή του ενήλικου το σκοτώνεις. Δεν μπορείς στους ανθρώπους αυτούς να τους δώσεις τροφή πέρα από τις δυνατότητες τους. Ο Απ. Παύλος λέει «εγώ γάλα υμάς επότισα», γιατί δεν μπορείτε να φάτε την τροφή του ενήλικου. Όταν κάνεις μια συζήτηση, θα δεις και τί είδους ακροατήριο έχεις γύρω σου. Δεν μπορείς να δίνεις κρέας σε μωρά.
-Γέροντα, ποιός ήταν ο μοναχός που μας είπατε πως έφτασε σε τέτοια ύψη; Έσκυψε το κεφάλι.
-Ε! αυτό… δεν λέγεται.
Τον ακούγαμε με έκπληξη και θαυμασμό. Δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία πως ό,τι έλεγε ήταν προσωπικά του βιώματα. Μας το επιβεβαίωσαν και οι Ρουμάνοι πατέρες που ήταν μαζί μας.
Είχαν κιόλας περάσει 2 ώρες. Ο π. Κλεόπας, παρά την ηλικία του, «παρέτεινε τον λόγον». Τα όσα μας είπε δεν μπορούν να μεταφερθούν εδώ. Μεταφέρουμε μόνον τα τελευταία του λόγια.
-Η ζωή μας είναι σκιά και όνειρο. Οι μέρες μας φεύγουν σαν τον καπνό. Ο έξυπνος άνθρωπος, ο άνθρωπος του Θεού δεν δένεται με τίποτα σ’ αυτή τη γη, γιατί βλέπει μπροστά του τον θάνατο και ξέρει πως με ό,τι και να δεθεί, αύριο θα φύγει και θα τα χάσει όλα. Ό,τι φαίνεται είναι σκιά και όνειρο. Όπως πολύ ωραία το λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. (Τη στιγμή αυτή ύψωσε τη φωνή του και άρχισε να ψέλνει δυνατά). «Ποία του βίου τρυφή διαμένη λύπης αμέτοχος. Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος. Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρου απατηλότερα…» Καλή αντάμωση στον Παράδεισο. Ο Θεός μαζί σας.
Μας ευλόγησε, μας ασπάστηκε όλους και μας κατευόδωσε με την όμορφη ευχή του, που καθώς κατηφορίζαμε τον ακούγαμε να την επαναλαμβάνει συνεχώς.
-Να σας φάει ο Παράδεισος!
(Αρχιμ. Νεκταρίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Σαγματά)