ΕΝ ΚΑΥΧΙΕΤΑΙ μόνο η Νεοκαισάρεια για τον ένδοξο Ιεράρχη της Γρηγόριο το θαυματουργό, αλλά και η αγία Λαύρα των Σπηλαίων για τον ομώνυμό του, θαυματουργό όσιο.
Ο μακάριος Γρηγόριος ήρθε στον όσιο Θεοδόσιο όταν εκείνος έχτιζε το μοναστήρι των Σπηλαίων. Αφού έλαβε το μοναχικό σχήμα, διδάχτηκε από τον όσιο την ακτημοσύνη, την εγκράτεια των παθών, την υπακοή και τις άλλες αρετές. Ο φιλόθεος Γρηγόριος όμως έδειξε ιδιαίτερη κλίση και αγάπη στην καλλιέργεια της προσευχής.
Έτσι, με την ακρίβεια της μοναχικής του βιοτής, τους κόπους και τα πνευματικά παλαίσματα, από πολύ νωρίς στολίστηκε με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και αξιώθηκε να επιτελή ποικίλα θαύματα στο όνομα του Χριστού, χάρη στα οποία αποκλήθηκε θαυματουργός. Ιδιαίτερο χάρισμα του έδωσε ο Θεός εναντίον των πονηρών πνευμάτων, που τα επιτιμούσε και τ’ απομάκρυνε από τους ανθρώπους με προσευχές κι εξορκισμούς. Συχνά του έφερναν δαιμονισμένους για να τους θεραπεύσει. Γνωρίζοντας οι δαίμονες τη δύναμη του Χριστόφορου οσίου, φώναζαν από μακριά:
— Αλίμονο μας, Γρηγόριε! Θα μας διώξεις με την προσευχή σου!
Και πράγματι, σε λίγο εξαφανίζονταν ουρλιάζοντας σαν πληγωμένοι από τα φλογισμένα βέλη της πύρινης προσευχής του μακαρίου.
Ο επίβουλος διάβολος δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους συνεχείς εξευτελισμούς του από τον άνθρωπο του Θεού. Αλλά και δεν μπορούσε να τον βλάψει, γιατί ήταν ασφαλισμένος με τα τείχη της δικής του ταπεινώσεως και της χάριτος του Κυρίου.
Έστειλε τότε εναντίον του δυο κακοποιούς, που βάλθηκαν να ληστέψουν τα λιγοστά υπάρχοντά του.
Αλλά τι είχε ο όσιος στο κελί του; Τίποτε άλλο εκτός από τα βιβλία που μελετούσε νύχτα και μέρα, στα διαστήματα ανάμεσα στις προσευχές του. Οι κακοποιοί θέλησαν να κλέψουν αυτά τα βιβλία και να τα πουλήσουν. Ήρθαν αθόρυβα μια νύχτα, πιστεύοντας πως ο άγιος κοιμάται και κρύφτηκαν μέσα στο σκοτεινό κελί του. Περίμεναν να πάει ο γέροντας στην εκκλησία για τον όρθρο κι έπειτα να γδύσουν το κελί με την ησυχία τους.
Ο όσιος, που ήταν γονατισμένος μες στο σκοτάδι και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος, αντιλήφθηκε την παρουσία τους. Ούτε κινήθηκε όμως, ούτε μίλησε. Τους άφησε να «κρυφτούν» και μετά, θέλοντας να τους οδηγήσει σε συναίσθηση και μετάνοια, προσευχήθηκε δυνατά:
— Κύριε μου, κοίμισε τους δούλους σου που ήρθαν μάταια εδώ, κάνοντας το θέλημα του εχθρού σου διαβόλου.
Και τότε, ω του θαύματος! Οι κλέφτες έπεσαν αυτοστιγμεί σε βαθύ ύπνο. Έμειναν εκεί, σε μια γωνιά του κελιού του οσίου Γρηγορίου, κοιμισμένοι για πέντε μέρες! Τότε ο όσιος κάλεσε όλους τους αδελφούς και μπροστά τους απευθύνθηκε στους ληστές:
—Μα καλά, ως πότε θα παραφυλάτε για ν’ αρπάξετε τα πράγματα μου; Άντε, καιρός είναι να πηγαίνετε στα σπίτια σας. Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού ξυπνήστε και φύγετε!
Αμέσως εκείνοι ξύπνησαν. Ήταν ανίκανοι όμως να σηκωθούν. Όχι τόσο από την έκπληξη και το φόβο, όσο από εξάντληση, εξαιτίας της αναγκαστικής πενταήμερης ασιτίας.
Ο όσιος τους έδωσε καλοσυνάτα άφθονη τροφή, τους περιποιήθηκε και τους άφησε να φύγουν.
Το περιστατικό εκείνο έγινε γνωστό και στο Κίεβο. Όταν το πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να φυλακίσουν τους επίδοξους κλέφτες. Ο φιλάνθρωπος Γρηγόριος πολύ λυπήθηκε γι’ αυτό. Πήγε αμέσως ο ίδιος στον άρχοντα, του δώρισε μερικά από τα βιβλία του και τον παρακάλεσε να ελευθερώσει για χάρη του τους δυο φυλακισμένους. Έτσι κι έγινε. Άλλα και τα υπόλοιπα βιβλία του τα πούλησε ο όσιος και μοίρασε το αντίτιμό τους στους φτωχούς. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα.
—Ο Θεός θα οικονομήσει τη σωτηρία μου και χωρίς τα βιβλία, είπε στους αδελφούς. Τα πούλησα για να μη βάζω τους ανθρώπους
Κατάπληκτοι οι κλέφτες από την αγάπη του οσίου Γρηγορίου και τη θαυματουργική του δύναμη, μετανόησαν κι έμειναν στη μονή των Σπηλαίων, όπου βοηθούσαν τους πατέρες στις αγροτικές εργασίες. Κι εκείνοι τους έδιναν την αμοιβή του τίμιου κόπου τους, με την οποία έτρεφαν από τότε τις οικογένειές τους.
Μετά από καιρό ήρθαν άλλοι κλέφτες, μπήκαν στο μικρό λαχανόκηπο, όπου ο όσιος καλλιεργούσε λαχανικά και οπωρικά και γέμισαν τα σακιά τους με τους καρπούς των κόπων του. Όταν όμως θέλησαν να φύγουν, δεν μπόρεσαν να κουνηθούν από τη θέση τους. Κόλλησαν εκεί, φορτωμένοι με τα σακιά κι έμειναν έτσι δυο μερόνυχτα. Τότε ήρθαν σε μετάνοια κι άρχισαν να θρηνούν και να ικετεύουν:
- Πάτερ Γρηγόριε! Άγιε του Θεού! Ελευθέρωσέ μας, σε παρακαλούμε! Δεν αντέχουμε άλλο! Μετανοούμε για τις αμαρτίες μας! Ποτέ πια δεν θα κλέψουμε!
Τους άκουσαν μερικοί μοναχοί που δούλευαν μακρύτερα κι έτρεξαν κοντά τους. Όσο κι αν προσπάθησαν όμως, δεν μπόρεσαν να τους ξεκολλήσουν από τη γη.
- Πως βρεθήκατε εδώ; ρώτησαν απορημένοι τους κλέφτες.
- Δυο μερόνυχτα είμαστε εδώ πέρα, αποκρίθηκαν εκείνοι.
- Μα εμείς κάθε μέρα ερχόμαστε και καλλιεργούμε αυτή τη γη. Εσάς όμως δεν σας είδαμε.
- Ούτε κι εμείς εσάς. Αν σας βλέπαμε, θα σας παρακαλούσαμε να μεσιτεύσετε στον άγιο γέροντα να μας συγχωρήσει και να μας λυτρώσει απ’ αυτό το μαρτύριο. Έχουμε αποκάμει μέχρι θανάτου.
Τότε φάνηκε να έρχεται ο όσιος Γρηγόριος. Χωρίς περιστροφές είπε αμέσως στους κλέφτες:
- Επειδή είστε τεμπέληδες και ζείτε άκοπα με την κλοπή των ξένων περιουσιών, τώρα θα καταδικασθείτε να μείνετε εδώ αργοί, μέχρι το τέλος της ζωής σας!
Με γοερούς θρήνους απάντησαν οι κλέφτες στην παιδαγωγική απειλή του οσίου.
-Όχι, πάτερ. Λυπήσου μας. Σου δίνουμε την υπόσχεση ότι ποτέ πια δεν θ’ ασχοληθούμε με τέτοιες πονηρές δουλειές.
-Αν αποφασίσατε πράγματι να ζήσετε στο μέλλον από τον κόπο των χεριών σας, θα παρακαλέσω τον Κύριο να σας ελευθερώσει.
-Δίνουμε τώρα όρκο ιερό ενώπιον του Θεού ότι δεν θα σε παρακούσουμε.
Αφού προσευχήθηκε ο όσιος, στράφηκε πάλι στους κλέφτες:
-Ας είναι ευλογητός ο Θεός που σας φώτισε και σας βοήθησε. Από τώρα θα εργάζεστε στους κήπους της μονής μαζί με τους αδελφούς κι απ’ αυτούς θα παίρνετε ό,τι χρειάζεστε για να ζήσετε εσείς και οι οικογένειές σας.
Αμέσως οι κλέφτες ξεκόλλησαν από τη γη κι έπεσαν κάτω, ζητώντας συγγνώμη από τον όσιο και δοξάζοντας το όνομα του μεγαλοδύναμου Θεού.
Μιαν άλλη φορά ήρθαν στο μακάριο Γρηγόριο τρεις άγνωστοι άνθρωποι. Είχαν συνεννοηθεί να τον εξαπατήσουν για να τους δώσει πράγματα αξίας. Έδειχναν λοιπόν οι δύο απ’ αυτούς τον τρίτο κι έλεγαν στον όσιο με υποκριτική απελπισία:
- Πάτερ, ο φίλος μας αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο! Δώσ’ του κάτι για να εξαγοράσει την ποινή του.
Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερο χάρισμα για ν’ αντιληφθεί κανείς το χονδροειδές ψέμα των κουτοπόνηρων χωρικών. Ο όσιος δάκρυσε και είπε σιγανά:
-Συμφορά στον άνθρωπο αυτό! Έφτασε η μέρα της καταστροφής του…
Οι άλλοι όμως δεν κατάλαβαν το νόημα των λόγων του και επέμειναν:
-Πάτερ, αν εσύ του δώσεις ό,τι έχεις, θα γλιτώσει το θάνατο.
-Και να σας δώσω δεν θα γλιτώσει. Πέστε μου όμως, σε τι θάνατο καταδικάστηκε;
-Θα τον κρεμάσουν από ένα δέντρο.
-Καλά το είπατε, είπε ο προορατικός όσιος. Αύριο θα γίνει αυτό!
Χωρίς να πει άλλο λόγο, κατέβηκε βαθιά στο σπήλαιό του, εκεί όπου συνήθως προσευχόταν και διάβαζε με το κερί. Σε λίγο ανέβηκε κρατώντας λίγα πολύτιμα βιβλία. Ήταν τα τελευταία που του είχαν μείνει. Πάρτε τα, είπε. Κι αν δεν σας χρειαστούν, να μου τα επιστρέψετε.
Τα πήραν και βγήκαν κρυφογελώντας.
-Τι έλεγε ο καλόγερος; Να του τα επιστρέψουμε; Άσ’ τον να περιμένει! Θα πιάσουμε καλά λεφτά σαν τα πουλήσουμε.
Τυφλωμένοι όμως από την απληστία οι τρεις απατεώνες δεν αρκέστηκαν στα βιβλία. Βγαίνοντας είδαν το περιβόλι του οσίου γεμάτο καρπούς.
— Να ‘ρθουμε τη νύχτα να τους κλέψουμε, συμφώνησαν στα γρήγορα, χωρίς πολλή συζήτηση.
Και πράγματι, σαν έπεσε η νύχτα, ήρθαν πάλι. Την ώρα εκείνη ο θεομακάριστος Γρηγόριος ήταν στο βάθος του σπηλαίου και προσευχόταν. Πλησίασαν αθόρυβα κι ασφάλισαν απ’ έξω την πόρτα, φυλακίζοντας τον όσιο μέσα. Ανενόχλητοι κατόπιν ρίχτηκαν στη λεηλασία του κήπου. Οι δύο μάζευαν από κάτω, ενώ ο τρίτος — ο δήθεν καταδικασμένος σε θάνατο — ανέβηκε σ’ ένα ψηλό δέντρο κι έκοβε τους καρπούς του.
Ξάφνου όμως το κλαδί που πατούσε έσπασε. Κι ο κλέφτης, πριν προλάβει να κρατηθεί, έπεσε κατακόρυφα με το κεφάλι. Ο θόρυβος και οι σπαρακτικές φωνές του έκαναν τους άλλους να τρομάξουν και να το βάλουν στα πόδια. Ο ίδιος όμως — αλίμονο! – βρήκε οικτρό τέλος: Καθώς έπεφτε, το κεφάλι του πιάστηκε σε μια διχάλα και πνίγηκε.
Το πρωί οι αδελφοί δεν είδαν τον όσιο Γρηγόριο στην εκκλησία. Παραξενεμένοι πήγαν μετά την ακολουθία στο κελί του για να δουν αν ήταν άρρωστος. Τότε είδαν με φρίκη τον κρεμασμένο πάνω στο δέντρο.
Σε λίγο διαπίστωσαν ότι ή σπηλιά του οσίου ήταν μανταλωμένη απ’ έξω. Άνοιξαν και τον ελευθέρωσαν.
Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί εκεί γύρω πολλοί αδελφοί και λαϊκοί, που πληροφορήθηκαν για το φρικτό θάνατο του κρεμασμένου. Ανάμεσά τους ο όσιος Γρηγόριος διέκρινε και τους δύο φίλους του νεκρού, που είχαν επιστρέψει δειλά-δειλά και κοίταζαν από μακριά το αιωρούμενο πτώμα του συντρόφου τους.
- Βλέπετε πως πραγματοποιήθηκε το άθλιο ψέμα σας; τους είπε αυστηρά ο όσιος.
Ο «θεός ου μυκτηρίζεται». Αν δεν με κλειδώνατε μέσα, θα έτρεχα να τον βοηθήσω και θα γλίτωνε. Αλλά ο φίλος σας διάβολος, που σας δίδαξε την απάτη και το ψεύδος, είναι ο αίτιος του πνευματικού και του σωματικού θανάτου. Κι από τότε που υποταχθήκατε σ’ αυτόν, το έλεος του Θεού σας εγκατέλειψε.
Τρέμοντας από το φόβο τους οι δυο χωρικοί έπεσαν στη γη και ζήτησαν με δάκρυα συγχώρηση για την πράξη τους. Και ο όσιος τους πρόσταξε να κερδίζουν στο εξής το ψωμί τους, με τον τίμιο ίδρωτα τους.
Ας έρθουμε τώρα στη μαρτυρική τελείωση του φιλόθεου και θαυματουργού Γρηγορίου.
Κάποτε συνέβη να μολυνθεί το άγιο ποτήριο της εκκλησίας από ακάθαρτο ζώο. Ο όσιος κατέβηκε μέχρι το Δνείπερο ποταμό για να φέρει πεντακάθαρο νερό και να καθαρίσει το Ιερό σκεύος.
Στις όχθες του πόταμου συναντήθηκε με τους πρίγκιπες αδελφούς Ροσπσλάβο και Βλαδίμηρο Β’ Βσεβολόντοβιτς. Κατευθύνονταν προς τη μονή για να προσκυνήσουν και να πάρουν τις ευλογίες των πατέρων, πριν εκστρατεύσουν κατά των επιδρομέων Πολόφτσων.
Μερικοί αδιάντροποι υπηρέτες του Ροσπσλάβου, θέλησαν να διασκεδάσουν με τον άκακο γέροντα. Άρχισαν λοιπόν να γελούν σε βάρος του χλευαστικά και να του πετούν αισχρά υπονοούμενα.
Ο ταπεινός όσιος δεν ταράχτηκε. Τους άκουγε ήρεμος και αμίλητος. Τα προορατικά του μάτια όμως, είδαν τον επικείμενο θάνατο των χλευαστών του.
— Αχ, παιδιά μου! είπε λυπημένα. Γιατί ασεβείτε κατά του Θεού στο πρόσωπο ενός γέρου μοναχού σαν κι εμένα; Εσείς τώρα χρειάζεστε πολλή προσευχή. Κλάψτε για το χαμό σας και μετανοήστε για τις αμαρτίες σας. Για σας θα ‘ρθη πολύ γρήγορα Η κρίση του Κυρίου. Όλοι σας θα πνιγείτε μέσα στο νερό μαζί με τον πρίγκιπά σας!
Ο Ροστισλάβος, ενώ τόση ώρα άκουγε τους υπηρέτες του χωρίς να επεμβαίνει, τώρα έγινε έξω φρενών με τα λόγια του οσίου. Τα πήρε όχι σαν προειδοποίηση, μα σαν κατάρα.
—Έμενα απειλείς, παλιοκαλόγερε; φώναξε στο φιλόχριστο Γρηγόριο κόκκινος από την οργή. Το ξέρεις ότι δεν με φτάνει κανείς στο κολύμπι; Αλλά θα σου δείξω εγώ! Θα χαθείς εσύ μ’ αυτό το θάνατο!
Και αμέσως ο ανόσιος πρίγκιπας, διέταξε να δέσουν τον όσιο χειροπόδαρα, να του κρεμάσουν μια πέτρα στο λαιμό και να τον πετάξουν στο πιο βαθύ σημείο του πόταμου. Η διαταγή του εκτελέστηκε χωρίς αργοπορία. Σε λίγο τα νερά του Δνείπερου κατάπιαν το τίμιο σώμα του θαυματουργού.
Ο θηριώδης Ροσπσλάβος, μετά το φόνο του οσίου, γύρισε κι έφυγε συγχυσμένος και αμετανόητος, χωρίς να πάει στο μοναστήρι. Ο αδελφός του όμως Βλαδίμηρος πήγε εκεί και ζήτησε την ευλογία των πατέρων για την αντιμετώπιση των βαρβάρων Πολόφτσων.
Η μάχη έγινε κοντά στην Τρίπολη, στις όχθες του πόταμου Στούγκνα. Οι Ρώσοι ηττήθηκαν από τους βαρβάρους και ό Ροσπσλάβος πνίγηκε μ’ ολόκληρο σχεδόν το στράτευμά του. Ο Βλαδίμηρος όμως, χάρη στην ευλογία των αγίων της Λαύρας, σώθηκε.
Στο μεταξύ, οι αδελφοί έψαχναν δυο μέρες τον όσιο, μα δεν τον εύρισκαν.
Την τρίτη μέρα μπαίνουν στο κελί του και τι να δουν! Το νεκρό σώμα του βρισκόταν εδώ, με δεμένα τα χέρια και τα πόδια και με την πέτρα στο λαιμό! Το ένδυμα του ήταν μουσκεμένο, ενώ το πρόσωπο φωτεινό και ιλαρό. Το σώμα του ήταν ζεστό και εύκαμπτο, σαν ζωντανό.
Όλοι θαύμασαν για το ολοφάνερο σημείο της αγιότητας του μακαρίου αδελφού τους. Ποτέ δεν έμαθαν πως βρέθηκε το σώμα του μέσα στο κελί.
Δόξασαν το μεγάλο Θεό, τον «θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Αυτού», σήκωσαν το σεπτό σκήνωμα και το τοποθέτησαν με προσευχές και ψαλμωδίες στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου.
Εκεί παραμένει μέχρι σήμερα, άφθορο και δοξασμένο, κηρύττοντας σιωπηλά στους ανθρώπους τη δύναμη της πίστεως και την παντοδυναμία του Θεού, του «ποιούντος θαυμάσια».
Ο μακάριος Γρηγόριος ήρθε στον όσιο Θεοδόσιο όταν εκείνος έχτιζε το μοναστήρι των Σπηλαίων. Αφού έλαβε το μοναχικό σχήμα, διδάχτηκε από τον όσιο την ακτημοσύνη, την εγκράτεια των παθών, την υπακοή και τις άλλες αρετές. Ο φιλόθεος Γρηγόριος όμως έδειξε ιδιαίτερη κλίση και αγάπη στην καλλιέργεια της προσευχής.
Έτσι, με την ακρίβεια της μοναχικής του βιοτής, τους κόπους και τα πνευματικά παλαίσματα, από πολύ νωρίς στολίστηκε με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και αξιώθηκε να επιτελή ποικίλα θαύματα στο όνομα του Χριστού, χάρη στα οποία αποκλήθηκε θαυματουργός. Ιδιαίτερο χάρισμα του έδωσε ο Θεός εναντίον των πονηρών πνευμάτων, που τα επιτιμούσε και τ’ απομάκρυνε από τους ανθρώπους με προσευχές κι εξορκισμούς. Συχνά του έφερναν δαιμονισμένους για να τους θεραπεύσει. Γνωρίζοντας οι δαίμονες τη δύναμη του Χριστόφορου οσίου, φώναζαν από μακριά:
— Αλίμονο μας, Γρηγόριε! Θα μας διώξεις με την προσευχή σου!
Και πράγματι, σε λίγο εξαφανίζονταν ουρλιάζοντας σαν πληγωμένοι από τα φλογισμένα βέλη της πύρινης προσευχής του μακαρίου.
Ο επίβουλος διάβολος δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους συνεχείς εξευτελισμούς του από τον άνθρωπο του Θεού. Αλλά και δεν μπορούσε να τον βλάψει, γιατί ήταν ασφαλισμένος με τα τείχη της δικής του ταπεινώσεως και της χάριτος του Κυρίου.
Έστειλε τότε εναντίον του δυο κακοποιούς, που βάλθηκαν να ληστέψουν τα λιγοστά υπάρχοντά του.
Αλλά τι είχε ο όσιος στο κελί του; Τίποτε άλλο εκτός από τα βιβλία που μελετούσε νύχτα και μέρα, στα διαστήματα ανάμεσα στις προσευχές του. Οι κακοποιοί θέλησαν να κλέψουν αυτά τα βιβλία και να τα πουλήσουν. Ήρθαν αθόρυβα μια νύχτα, πιστεύοντας πως ο άγιος κοιμάται και κρύφτηκαν μέσα στο σκοτεινό κελί του. Περίμεναν να πάει ο γέροντας στην εκκλησία για τον όρθρο κι έπειτα να γδύσουν το κελί με την ησυχία τους.
Ο όσιος, που ήταν γονατισμένος μες στο σκοτάδι και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος, αντιλήφθηκε την παρουσία τους. Ούτε κινήθηκε όμως, ούτε μίλησε. Τους άφησε να «κρυφτούν» και μετά, θέλοντας να τους οδηγήσει σε συναίσθηση και μετάνοια, προσευχήθηκε δυνατά:
— Κύριε μου, κοίμισε τους δούλους σου που ήρθαν μάταια εδώ, κάνοντας το θέλημα του εχθρού σου διαβόλου.
Και τότε, ω του θαύματος! Οι κλέφτες έπεσαν αυτοστιγμεί σε βαθύ ύπνο. Έμειναν εκεί, σε μια γωνιά του κελιού του οσίου Γρηγορίου, κοιμισμένοι για πέντε μέρες! Τότε ο όσιος κάλεσε όλους τους αδελφούς και μπροστά τους απευθύνθηκε στους ληστές:
—Μα καλά, ως πότε θα παραφυλάτε για ν’ αρπάξετε τα πράγματα μου; Άντε, καιρός είναι να πηγαίνετε στα σπίτια σας. Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού ξυπνήστε και φύγετε!
Αμέσως εκείνοι ξύπνησαν. Ήταν ανίκανοι όμως να σηκωθούν. Όχι τόσο από την έκπληξη και το φόβο, όσο από εξάντληση, εξαιτίας της αναγκαστικής πενταήμερης ασιτίας.
Ο όσιος τους έδωσε καλοσυνάτα άφθονη τροφή, τους περιποιήθηκε και τους άφησε να φύγουν.
Το περιστατικό εκείνο έγινε γνωστό και στο Κίεβο. Όταν το πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να φυλακίσουν τους επίδοξους κλέφτες. Ο φιλάνθρωπος Γρηγόριος πολύ λυπήθηκε γι’ αυτό. Πήγε αμέσως ο ίδιος στον άρχοντα, του δώρισε μερικά από τα βιβλία του και τον παρακάλεσε να ελευθερώσει για χάρη του τους δυο φυλακισμένους. Έτσι κι έγινε. Άλλα και τα υπόλοιπα βιβλία του τα πούλησε ο όσιος και μοίρασε το αντίτιμό τους στους φτωχούς. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα.
—Ο Θεός θα οικονομήσει τη σωτηρία μου και χωρίς τα βιβλία, είπε στους αδελφούς. Τα πούλησα για να μη βάζω τους ανθρώπους
Κατάπληκτοι οι κλέφτες από την αγάπη του οσίου Γρηγορίου και τη θαυματουργική του δύναμη, μετανόησαν κι έμειναν στη μονή των Σπηλαίων, όπου βοηθούσαν τους πατέρες στις αγροτικές εργασίες. Κι εκείνοι τους έδιναν την αμοιβή του τίμιου κόπου τους, με την οποία έτρεφαν από τότε τις οικογένειές τους.
Μετά από καιρό ήρθαν άλλοι κλέφτες, μπήκαν στο μικρό λαχανόκηπο, όπου ο όσιος καλλιεργούσε λαχανικά και οπωρικά και γέμισαν τα σακιά τους με τους καρπούς των κόπων του. Όταν όμως θέλησαν να φύγουν, δεν μπόρεσαν να κουνηθούν από τη θέση τους. Κόλλησαν εκεί, φορτωμένοι με τα σακιά κι έμειναν έτσι δυο μερόνυχτα. Τότε ήρθαν σε μετάνοια κι άρχισαν να θρηνούν και να ικετεύουν:
- Πάτερ Γρηγόριε! Άγιε του Θεού! Ελευθέρωσέ μας, σε παρακαλούμε! Δεν αντέχουμε άλλο! Μετανοούμε για τις αμαρτίες μας! Ποτέ πια δεν θα κλέψουμε!
Τους άκουσαν μερικοί μοναχοί που δούλευαν μακρύτερα κι έτρεξαν κοντά τους. Όσο κι αν προσπάθησαν όμως, δεν μπόρεσαν να τους ξεκολλήσουν από τη γη.
- Πως βρεθήκατε εδώ; ρώτησαν απορημένοι τους κλέφτες.
- Δυο μερόνυχτα είμαστε εδώ πέρα, αποκρίθηκαν εκείνοι.
- Μα εμείς κάθε μέρα ερχόμαστε και καλλιεργούμε αυτή τη γη. Εσάς όμως δεν σας είδαμε.
- Ούτε κι εμείς εσάς. Αν σας βλέπαμε, θα σας παρακαλούσαμε να μεσιτεύσετε στον άγιο γέροντα να μας συγχωρήσει και να μας λυτρώσει απ’ αυτό το μαρτύριο. Έχουμε αποκάμει μέχρι θανάτου.
Τότε φάνηκε να έρχεται ο όσιος Γρηγόριος. Χωρίς περιστροφές είπε αμέσως στους κλέφτες:
- Επειδή είστε τεμπέληδες και ζείτε άκοπα με την κλοπή των ξένων περιουσιών, τώρα θα καταδικασθείτε να μείνετε εδώ αργοί, μέχρι το τέλος της ζωής σας!
Με γοερούς θρήνους απάντησαν οι κλέφτες στην παιδαγωγική απειλή του οσίου.
-Όχι, πάτερ. Λυπήσου μας. Σου δίνουμε την υπόσχεση ότι ποτέ πια δεν θ’ ασχοληθούμε με τέτοιες πονηρές δουλειές.
-Αν αποφασίσατε πράγματι να ζήσετε στο μέλλον από τον κόπο των χεριών σας, θα παρακαλέσω τον Κύριο να σας ελευθερώσει.
-Δίνουμε τώρα όρκο ιερό ενώπιον του Θεού ότι δεν θα σε παρακούσουμε.
Αφού προσευχήθηκε ο όσιος, στράφηκε πάλι στους κλέφτες:
-Ας είναι ευλογητός ο Θεός που σας φώτισε και σας βοήθησε. Από τώρα θα εργάζεστε στους κήπους της μονής μαζί με τους αδελφούς κι απ’ αυτούς θα παίρνετε ό,τι χρειάζεστε για να ζήσετε εσείς και οι οικογένειές σας.
Αμέσως οι κλέφτες ξεκόλλησαν από τη γη κι έπεσαν κάτω, ζητώντας συγγνώμη από τον όσιο και δοξάζοντας το όνομα του μεγαλοδύναμου Θεού.
Μιαν άλλη φορά ήρθαν στο μακάριο Γρηγόριο τρεις άγνωστοι άνθρωποι. Είχαν συνεννοηθεί να τον εξαπατήσουν για να τους δώσει πράγματα αξίας. Έδειχναν λοιπόν οι δύο απ’ αυτούς τον τρίτο κι έλεγαν στον όσιο με υποκριτική απελπισία:
- Πάτερ, ο φίλος μας αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο! Δώσ’ του κάτι για να εξαγοράσει την ποινή του.
Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερο χάρισμα για ν’ αντιληφθεί κανείς το χονδροειδές ψέμα των κουτοπόνηρων χωρικών. Ο όσιος δάκρυσε και είπε σιγανά:
-Συμφορά στον άνθρωπο αυτό! Έφτασε η μέρα της καταστροφής του…
Οι άλλοι όμως δεν κατάλαβαν το νόημα των λόγων του και επέμειναν:
-Πάτερ, αν εσύ του δώσεις ό,τι έχεις, θα γλιτώσει το θάνατο.
-Και να σας δώσω δεν θα γλιτώσει. Πέστε μου όμως, σε τι θάνατο καταδικάστηκε;
-Θα τον κρεμάσουν από ένα δέντρο.
-Καλά το είπατε, είπε ο προορατικός όσιος. Αύριο θα γίνει αυτό!
Χωρίς να πει άλλο λόγο, κατέβηκε βαθιά στο σπήλαιό του, εκεί όπου συνήθως προσευχόταν και διάβαζε με το κερί. Σε λίγο ανέβηκε κρατώντας λίγα πολύτιμα βιβλία. Ήταν τα τελευταία που του είχαν μείνει. Πάρτε τα, είπε. Κι αν δεν σας χρειαστούν, να μου τα επιστρέψετε.
Τα πήραν και βγήκαν κρυφογελώντας.
-Τι έλεγε ο καλόγερος; Να του τα επιστρέψουμε; Άσ’ τον να περιμένει! Θα πιάσουμε καλά λεφτά σαν τα πουλήσουμε.
Τυφλωμένοι όμως από την απληστία οι τρεις απατεώνες δεν αρκέστηκαν στα βιβλία. Βγαίνοντας είδαν το περιβόλι του οσίου γεμάτο καρπούς.
— Να ‘ρθουμε τη νύχτα να τους κλέψουμε, συμφώνησαν στα γρήγορα, χωρίς πολλή συζήτηση.
Και πράγματι, σαν έπεσε η νύχτα, ήρθαν πάλι. Την ώρα εκείνη ο θεομακάριστος Γρηγόριος ήταν στο βάθος του σπηλαίου και προσευχόταν. Πλησίασαν αθόρυβα κι ασφάλισαν απ’ έξω την πόρτα, φυλακίζοντας τον όσιο μέσα. Ανενόχλητοι κατόπιν ρίχτηκαν στη λεηλασία του κήπου. Οι δύο μάζευαν από κάτω, ενώ ο τρίτος — ο δήθεν καταδικασμένος σε θάνατο — ανέβηκε σ’ ένα ψηλό δέντρο κι έκοβε τους καρπούς του.
Ξάφνου όμως το κλαδί που πατούσε έσπασε. Κι ο κλέφτης, πριν προλάβει να κρατηθεί, έπεσε κατακόρυφα με το κεφάλι. Ο θόρυβος και οι σπαρακτικές φωνές του έκαναν τους άλλους να τρομάξουν και να το βάλουν στα πόδια. Ο ίδιος όμως — αλίμονο! – βρήκε οικτρό τέλος: Καθώς έπεφτε, το κεφάλι του πιάστηκε σε μια διχάλα και πνίγηκε.
Το πρωί οι αδελφοί δεν είδαν τον όσιο Γρηγόριο στην εκκλησία. Παραξενεμένοι πήγαν μετά την ακολουθία στο κελί του για να δουν αν ήταν άρρωστος. Τότε είδαν με φρίκη τον κρεμασμένο πάνω στο δέντρο.
Σε λίγο διαπίστωσαν ότι ή σπηλιά του οσίου ήταν μανταλωμένη απ’ έξω. Άνοιξαν και τον ελευθέρωσαν.
Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί εκεί γύρω πολλοί αδελφοί και λαϊκοί, που πληροφορήθηκαν για το φρικτό θάνατο του κρεμασμένου. Ανάμεσά τους ο όσιος Γρηγόριος διέκρινε και τους δύο φίλους του νεκρού, που είχαν επιστρέψει δειλά-δειλά και κοίταζαν από μακριά το αιωρούμενο πτώμα του συντρόφου τους.
- Βλέπετε πως πραγματοποιήθηκε το άθλιο ψέμα σας; τους είπε αυστηρά ο όσιος.
Ο «θεός ου μυκτηρίζεται». Αν δεν με κλειδώνατε μέσα, θα έτρεχα να τον βοηθήσω και θα γλίτωνε. Αλλά ο φίλος σας διάβολος, που σας δίδαξε την απάτη και το ψεύδος, είναι ο αίτιος του πνευματικού και του σωματικού θανάτου. Κι από τότε που υποταχθήκατε σ’ αυτόν, το έλεος του Θεού σας εγκατέλειψε.
Τρέμοντας από το φόβο τους οι δυο χωρικοί έπεσαν στη γη και ζήτησαν με δάκρυα συγχώρηση για την πράξη τους. Και ο όσιος τους πρόσταξε να κερδίζουν στο εξής το ψωμί τους, με τον τίμιο ίδρωτα τους.
Ας έρθουμε τώρα στη μαρτυρική τελείωση του φιλόθεου και θαυματουργού Γρηγορίου.
Κάποτε συνέβη να μολυνθεί το άγιο ποτήριο της εκκλησίας από ακάθαρτο ζώο. Ο όσιος κατέβηκε μέχρι το Δνείπερο ποταμό για να φέρει πεντακάθαρο νερό και να καθαρίσει το Ιερό σκεύος.
Στις όχθες του πόταμου συναντήθηκε με τους πρίγκιπες αδελφούς Ροσπσλάβο και Βλαδίμηρο Β’ Βσεβολόντοβιτς. Κατευθύνονταν προς τη μονή για να προσκυνήσουν και να πάρουν τις ευλογίες των πατέρων, πριν εκστρατεύσουν κατά των επιδρομέων Πολόφτσων.
Μερικοί αδιάντροποι υπηρέτες του Ροσπσλάβου, θέλησαν να διασκεδάσουν με τον άκακο γέροντα. Άρχισαν λοιπόν να γελούν σε βάρος του χλευαστικά και να του πετούν αισχρά υπονοούμενα.
Ο ταπεινός όσιος δεν ταράχτηκε. Τους άκουγε ήρεμος και αμίλητος. Τα προορατικά του μάτια όμως, είδαν τον επικείμενο θάνατο των χλευαστών του.
— Αχ, παιδιά μου! είπε λυπημένα. Γιατί ασεβείτε κατά του Θεού στο πρόσωπο ενός γέρου μοναχού σαν κι εμένα; Εσείς τώρα χρειάζεστε πολλή προσευχή. Κλάψτε για το χαμό σας και μετανοήστε για τις αμαρτίες σας. Για σας θα ‘ρθη πολύ γρήγορα Η κρίση του Κυρίου. Όλοι σας θα πνιγείτε μέσα στο νερό μαζί με τον πρίγκιπά σας!
Ο Ροστισλάβος, ενώ τόση ώρα άκουγε τους υπηρέτες του χωρίς να επεμβαίνει, τώρα έγινε έξω φρενών με τα λόγια του οσίου. Τα πήρε όχι σαν προειδοποίηση, μα σαν κατάρα.
—Έμενα απειλείς, παλιοκαλόγερε; φώναξε στο φιλόχριστο Γρηγόριο κόκκινος από την οργή. Το ξέρεις ότι δεν με φτάνει κανείς στο κολύμπι; Αλλά θα σου δείξω εγώ! Θα χαθείς εσύ μ’ αυτό το θάνατο!
Και αμέσως ο ανόσιος πρίγκιπας, διέταξε να δέσουν τον όσιο χειροπόδαρα, να του κρεμάσουν μια πέτρα στο λαιμό και να τον πετάξουν στο πιο βαθύ σημείο του πόταμου. Η διαταγή του εκτελέστηκε χωρίς αργοπορία. Σε λίγο τα νερά του Δνείπερου κατάπιαν το τίμιο σώμα του θαυματουργού.
Ο θηριώδης Ροσπσλάβος, μετά το φόνο του οσίου, γύρισε κι έφυγε συγχυσμένος και αμετανόητος, χωρίς να πάει στο μοναστήρι. Ο αδελφός του όμως Βλαδίμηρος πήγε εκεί και ζήτησε την ευλογία των πατέρων για την αντιμετώπιση των βαρβάρων Πολόφτσων.
Η μάχη έγινε κοντά στην Τρίπολη, στις όχθες του πόταμου Στούγκνα. Οι Ρώσοι ηττήθηκαν από τους βαρβάρους και ό Ροσπσλάβος πνίγηκε μ’ ολόκληρο σχεδόν το στράτευμά του. Ο Βλαδίμηρος όμως, χάρη στην ευλογία των αγίων της Λαύρας, σώθηκε.
Στο μεταξύ, οι αδελφοί έψαχναν δυο μέρες τον όσιο, μα δεν τον εύρισκαν.
Την τρίτη μέρα μπαίνουν στο κελί του και τι να δουν! Το νεκρό σώμα του βρισκόταν εδώ, με δεμένα τα χέρια και τα πόδια και με την πέτρα στο λαιμό! Το ένδυμα του ήταν μουσκεμένο, ενώ το πρόσωπο φωτεινό και ιλαρό. Το σώμα του ήταν ζεστό και εύκαμπτο, σαν ζωντανό.
Όλοι θαύμασαν για το ολοφάνερο σημείο της αγιότητας του μακαρίου αδελφού τους. Ποτέ δεν έμαθαν πως βρέθηκε το σώμα του μέσα στο κελί.
Δόξασαν το μεγάλο Θεό, τον «θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Αυτού», σήκωσαν το σεπτό σκήνωμα και το τοποθέτησαν με προσευχές και ψαλμωδίες στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου.
Εκεί παραμένει μέχρι σήμερα, άφθορο και δοξασμένο, κηρύττοντας σιωπηλά στους ανθρώπους τη δύναμη της πίστεως και την παντοδυναμία του Θεού, του «ποιούντος θαυμάσια».