Όταν σ' επισκέπτεται κάποιος Αδελφός διώξε το πένθος από το πρόσωπό σου, συμβουλεύει ένας από τους Γέροντες, και κρύψε το στην καρδιά σου, έως ότου φύγει. Μετά φέρε το πάλι, γιατί όταν σε βλέπουν μ' αυτό οι δαίμονες, φοβούνται να σε πλησιάσουν.
Έτσι περιγράφει ο Παλλάδιος την υποδοχή των ξένων στις σκήτες και στα ερημητήρια της Αιγύπτου και της Θηβαϊδος: «Όταν φθάσαμε από την Παλαιστίνη στην Αίγυπτο, επισκεφθήκαμε πρώτα τον Αββά Απολλώ. Μόλις έμαθαν τον ερχομό μας βγήκαν με παράταξη οι Μοναχοί της συνοδείας του να μάς προϋποντάσουν. Σαν έφθασαν κοντά μας, έβαλαν μετάνοια και μας χαιρέτησαν. Ύστερα με παράταξη, πάλι, οι γεροντότεροι εμπρός, οι νεώτεροι πίσω κι εμείς στη μέση, μάς οδήγησαν στα κελλιά. Εκεί μάς περίμενε ο Προεστώς. Όταν μάς είδε, έβαλε πρώτος εδαφιαία μετάνοια και μάς ασπάστηκε. Μάς πήγε στο κελλί του κι αφού έκανε τη συνηθισμένη γι' αυτές τις περιστάσεις προσευχή, μάς έβαλε να καθίσουμε. Ο ίδιος έφερε νερό και μάς έπλυνε τα πόδια κι ευθύς αμέσως μάς οδήγησε στην τράπεζα, όπου μάς περίμενε λιτό, μεν, αλλά καλοπεριποιημένο φαγητό.
Τέτοια υποδοχή έκανε σ' όλους τους Μοναχούς και ιερωμένους που τον επεσκέπτοντο. Συνήθιζε δε να λέγει στους μαθητές του:
Όταν έρχονται Μοναχοί, τέκνα μου, να τους βάζετε μετάνοια και να τους προσκυνάτε, όπως έκανε ο Πατριάρχης Αβραάμ. Δι' αυτών προσκυνείται ο Θεός. «Είδες τον Αδελφό σου; Είδες τον Θεόν σου».
Όταν έρχονται Μοναχοί, τέκνα μου, να τους βάζετε μετάνοια και να τους προσκυνάτε, όπως έκανε ο Πατριάρχης Αβραάμ. Δι' αυτών προσκυνείται ο Θεός. «Είδες τον Αδελφό σου; Είδες τον Θεόν σου».
Άλλος Γέροντας δίνει την εξής συμβουλή:
Όταν αντιληφθείς πως σου έρχονται επισκέπτες, πριν κτυπήσουν την πόρτα σου, προσευχήσου μ' αυτά τα λόγια στο Θεό: «Κύριε, προφύλαξε όλους μας από την κατάκριση και την κακογλωσσιά και κάνε να φύγουν από δω οι Αδελφοί μου ειρηνικοί κι ωφελημένοι».
Όταν αντιληφθείς πως σου έρχονται επισκέπτες, πριν κτυπήσουν την πόρτα σου, προσευχήσου μ' αυτά τα λόγια στο Θεό: «Κύριε, προφύλαξε όλους μας από την κατάκριση και την κακογλωσσιά και κάνε να φύγουν από δω οι Αδελφοί μου ειρηνικοί κι ωφελημένοι».
Κάποτε οι Πατέρες της σκήτης έδωσαν εντολή να κρατήσουν νηστεία οι Αδελφοί μια εβδομάδα, δηλαδή να μη βάλουν τίποτε στο στόμα τους, ούτε νερό. Συνέβη όμως εκείνες τις ημέρες να επισκεφθούν τον Αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα Μοναχοί από την Αίγυπτο. Ο φιλόξενος Μωϋσής έψησε φακές για να τους περιποιηθεί.
Όταν είδαν καπνό να βγαίνει από την καλύβη τους, μερικοί όχι τόσο ενάρετοι Αδελφοί, είπαν στους Γέροντες:
-Ο Μωϋσής περιφρόνησε την προσταγή σας και ψήνει φαγητό.
-Ο Μωϋσής περιφρόνησε την προσταγή σας και ψήνει φαγητό.
Την Κυριακή που μαζεύτηκε στην Εκκλησία όλη η σκήτη, ο Πρεσβύτερος που γνώριζε τη μεγάλη αρετή του Οσίου, όταν πλησίασε να πάρει αντίδωρο, του είπε δυνατά, για ν' ακουστεί από όλους:
Εύγε, Αββά Μωϋσή γιατί παρέβεις μεν την εντολή των ανθρώπων, εφύλαξες όμως του Θεού την εντολή.
Εύγε, Αββά Μωϋσή γιατί παρέβεις μεν την εντολή των ανθρώπων, εφύλαξες όμως του Θεού την εντολή.
-Παρ' ολίγο δε θ' αποφάσιζα να έλθω ως εδώ σήμερα και θα έχανα τόση ωφέλεια.
-Γιατί, τέκνο μου; ρώτησε ο Όσιος.
-Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, Αββά επειδή είναι Τεσσαρακοστή.
-Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο Αββάς Ποιμήν, δε συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτο. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χέιλη.
-Γιατί, τέκνο μου; ρώτησε ο Όσιος.
-Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, Αββά επειδή είναι Τεσσαρακοστή.
-Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο Αββάς Ποιμήν, δε συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτο. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χέιλη.
Όταν οι Αδελφοί της σκήτης προσκαλούσαν τον Όσιο Μακάριο να καθίσει στην τράπεζά τους, εκείνος πήγαινε μεν για να μη τους λυπήσει, έβαζε όμως στον εαυτό του αυτό τον όρο: Για το ποτήρι το κρασί που θα τού έδιναν να πιει, να μη βάλει καθόλου νερό στο στόμα του μια ολόκληρη μέρα. Οι αδελφοί που δεν τον ήξεραν, του έδιναν κρασί να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος το έπινε χωρίς αντίρρηση για να βασανίζει ύστερα τον εαυτό του. Ο υποτακτικός του όμως που έβλεπε τους αγώνες του, έλεγε στους άλλους Μοναχούς:
-Για την αγάπη του Χριστού, αδελφοί, μη του δίνετε να πίνει, γιατί από αύριο θ' αρχίσει να τιμωρεί τον εαυτό του.
-Για την αγάπη του Χριστού, αδελφοί, μη του δίνετε να πίνει, γιατί από αύριο θ' αρχίσει να τιμωρεί τον εαυτό του.
Ύστερα, καθώς πήγαιναν στο δρόμο τους βρήκαν μια μικρή πηγή. Ο Ζαχαρίας που διψούσε, ζήτησε την άδεια του Γέροντος να πιει νερό.
-Είναι νηστεία σήμερα, του υπενθύμισε εκείνος.
-Μα πριν από λίγο φάγαμε, Αββά.
-Εκείνο ήταν της φιλοξενίας το γεύμα, εξήγησε ο Όσιος, τώρα όμως δεν μάς αναγκάζει τίποτε να μη συνεχίσουμε τη νηστεία μας.
-Είναι νηστεία σήμερα, του υπενθύμισε εκείνος.
-Μα πριν από λίγο φάγαμε, Αββά.
-Εκείνο ήταν της φιλοξενίας το γεύμα, εξήγησε ο Όσιος, τώρα όμως δεν μάς αναγκάζει τίποτε να μη συνεχίσουμε τη νηστεία μας.
Ένας φιλομόναχος Επίσκοπος συνήθιζε να περιοδεύει μια φορά το χρόνο τις σκήτες και τα μοναστήρια της επαρχίας του. Σε μια τέτοια περιοδεία, κατάκοπος από τη μακρά οδοιπορία ζήτησε ν' αναπαυθεί λίγο στο κελλί ενός Ερημίτου. Ο αδελφός, αφού του έπλυνε τα πόδια, έστρωσε τράπεζα να τον φιλοξενήσει. Δεν είχε όμως άλλο τίποτε να προσφέρει στον Επίσκοπο από ψωμί κι αλάτι που συνήθιζε να τρώγει ο ίδιος.
-Ας με συγχωρήσει η αγιοσύνη σου, άρχισε ν' απολογείται ο Αδελφός για το φτωχό του τραπέζι. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο σ' αυτό το κελλί.
Ενθουσιασμένος ο Επίσκοπος για τη μεγάλη εγκράτεια των Μοναχών, είπε στον Αδελφό:
-Είθε του χρόνου που θα ξανάρθω, ούτε αλάτι να μη βρω.
Ενθουσιασμένος ο Επίσκοπος για τη μεγάλη εγκράτεια των Μοναχών, είπε στον Αδελφό:
-Είθε του χρόνου που θα ξανάρθω, ούτε αλάτι να μη βρω.
Άλλος αρχάριος Μοναχός που είχε βάλει όρο στον εαυτό του να μη τρώει ψωμί, πήγε μια μέρα να επισκεφθεί ένα μεγάλο Γέροντα. Στο κελλί του βρήκε κι άλλους επισκέπτες. Ο Γέροντας μαγείρευε φαγητό για τους ξένους του. Σαν κάθισαν στην τράπεζα, ο αρχάριος έβγαλε τα βρεγμένα κουκιά που είχε φέρει μαζί του και τα έτρωγε. Ο Γέροντας που τον είδε, τον πήρε ύστερα από το φαγητό παράμερα και τον συμβούλεψε:
-Όταν τρώγεις με άλλους Αδελφούς, τέκνον μου, απόφευγε όσο μπορείς να δείχνεις την εγκράτειά σου, γιατί παραμονεύει η κενοδοξία να σου αφαιρέσει το μισθό σου. Αν πάλι είσαι αποφασισμένος να μη παραβαίνεις τους όρους σου, μένε στο κελλί σου κι απόφευγε τις επισκέψεις.
Από τη διδασκαλία σοφού Πατρός:
Όταν βρίσκεσαι με άλλους, μη θελήσεις να επιδείξεις την άσκησή σου. Μην πεις π.χ. πως δεν τρως ποτέ λάδι, ή ψάρι ή μαγειρεμένο φαγητό. Μόνο κρασί μη πίνεις για τον πόλεμο της σαρκός. Αν βρεθεί κάποιος ανόητος να σε κατηγορήσει γι' αυτό, μη λάβεις καθόλου υπόψη σου αυτή την κατηγορία.
Όταν βρίσκεσαι με άλλους, μη θελήσεις να επιδείξεις την άσκησή σου. Μην πεις π.χ. πως δεν τρως ποτέ λάδι, ή ψάρι ή μαγειρεμένο φαγητό. Μόνο κρασί μη πίνεις για τον πόλεμο της σαρκός. Αν βρεθεί κάποιος ανόητος να σε κατηγορήσει γι' αυτό, μη λάβεις καθόλου υπόψη σου αυτή την κατηγορία.
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιο Γέροντα:
-Αν ποτέ βρεθώ στην τράπεζα μαζί με τους Πατέρες, τι πρέπει να κάνω, Αββά;
-Αντί της νηστείας προσκάλεσε κοντά την προσευχή.
-Είναι δυνατόν να προσεύχομαι, ενώ οι άλλοι θα συνομιλούν;
-Η βία, η αχώριστη σύντροφος του Μοναχού, τα κάνει όλα κατορθωτά, αποκρίθηκε ο Γέρων. Όποιος την αποχωρίζεται δεν ξέρω αν εξακολουθεί να παραμένει Μοναχός.
-Αν ποτέ βρεθώ στην τράπεζα μαζί με τους Πατέρες, τι πρέπει να κάνω, Αββά;
-Αντί της νηστείας προσκάλεσε κοντά την προσευχή.
-Είναι δυνατόν να προσεύχομαι, ενώ οι άλλοι θα συνομιλούν;
-Η βία, η αχώριστη σύντροφος του Μοναχού, τα κάνει όλα κατορθωτά, αποκρίθηκε ο Γέρων. Όποιος την αποχωρίζεται δεν ξέρω αν εξακολουθεί να παραμένει Μοναχός.
Λίγα χρόνια, πριν να φύγει από τον κόσμο τούτο, ένας κακοποιός άνθρωπος έκλεψε ότι πολύτιμο είχε ό Γέρο - Φιλάρετος στην Καλύβα του, δηλαδή όλα τα Πατερικα βιβλία πού είχε και μελετούσε, του τα έκλεψε. Ή Αστυνομική Αρχή, συνέλαβε τον κλέφτη με τα βιβλία στη Θεσσαλονίκη.
Ό κλέφτης, για να δικαιολογηθεί στην Αστυνομία, είπε πώς αγόρασε τα βιβλία από το Γέρο - Φιλάρετο, που μένει στα Καρούλια. Ή Αστυνομική Αρχή αυτεπάγγελτα κατήγγειλε το Γέρο -Φιλάρετο για αρχαιοκαπηλία, πώς πούλησε τα βιβλία πού είχαν αρχαιολογική αξία και θεωρούνται Κειμήλια. Ήρθαν οι κλήσεις κι έπρεπε να παρουσιαστεί σαν κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Οι αδελφοί Δανιηλαίοι έμαθαν το λυπηρό αυτό γεγονός και φρόντισαν αμέσως να ντύσουν με κάπως ευπρεπή ρούχα, να του βγάλουν τα κουρελιασμένα, μπαλωμένα άλλα πεντακάθαρα ρούχα, που φορούσε σ Γέρο - Φιλάρετος. Τέλος τον συνόδευσε ένας από την αδελφότητα μέχρι το δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρουσιάστηκε στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο.
Ό κακοποιός διέθετε κάποιο, Ιωάννη Λαδά, πολύ δυνατό δικηγόρο, ό οποίος με φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές να είναι με το μέρος του κακοποιού. Δυστυχώς πολλές φορές γίνεται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη εύκολα να πείθεται στο κακό και πολύ δύσκολα να παραδέχεται το καλό και να απονείμει δικαιοσύνη στο σωστό, γι' αυτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες και δικαστικές πλάνες.
Ένας ευσεβής δικηγόρος, πού παρακολουθούσε την υπόθεση, και κατάλαβε την απάτη του κλέφτη και την ψεύτικη ρητορεία του κατηγορούντος δικηγόρου, ό οποίος γνώριζε την αλήθεια, αλλά διέστρεφε αυτήν, ανέλαβε την υπεράσπιση του Γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, και αγόρευσε υπέρ του αγίου και ευλαβέστατου Γέροντα, ό οποίος ήταν τόσο απλός και αγαθός, πού όταν άκουσε το Δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει και να υπερασπίζεται το δίκιο του, θαύμαζε και έλεγε: «Που τα ξέρει όλα αυτά πού λέει, ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θα έχει χάρι του Αγίου Πνεύματος, για να τα λέει τόσο ωραία και μάλιστα τα λέει όπως ακριβώς Έγιναν!»
Όταν ό πρόεδρος του δικαστηρίου, κάλεσε το Γέρο - Φιλάρετο να ορκιστεί, τότε αυτός σηκώθηκε από το εδώλιο του κατηγορούμενου, πλησίασε το ιερό ευαγγέλιο, έκαμε το σταυρό του τρεις φορές και ασπάσθηκε με ευλάβεια το ευαγγέλιο.
Ό πρόεδρος τότε, με αυστηρό ύφος είπε στον Γέροντα, ότι πρέπει να βάλει το χέρι του επάνω στο Ευαγγέλιο και να ορκιστεί. Ό Γέρων Φιλάρετος ρώτησε τον πρόεδρο, Τι είναι αυτό το βιβλίο κι ό πρόεδρος του είπε: «Αυτό είναι το ευαγγέλιο, στο οποίο βάνουν, οί πιστοί χριστιανοί το χέρι και ορκίζονται για να μας βεβαιώσουν πώς λένε την αλήθεια».
Ό Γέρο - Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Αν αυτό όπως λέτε είναι το ιερό Ευαγγέλιο, τότε σας παρακαλώ να ανοίξετε το Ε' κεφάλαιο παράγραφος 34 στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και θα ιδείτε ότι λέγει επί λέξει: «Εγώ δε δηλαδή ό Χριστός λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ούρανω, ότι θρόνος εστί του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιο εστί των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκή ή μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. Ε' 34 - 37).
Ό πρόεδρος διέταξε τον Κλητήρα να ανοίξει το Ευαγγέλιο, αλλά όταν το άνοιξε διεπιστώθη ότι έλειπε όλο εκείνο το φύλλο πού είχε την περικοπή αυτή της διδασκαλίας του Κυρίου που αναφέρεται στον όρκο και τότε με θάρρος ό Γέρο-Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, με τη χάρι του Θεού, -προσπαθούμε να φυλάμε αυτά πού ορίζει το Ιερό ευαγγέλιο του Δεσπότη Χριστού, σαν γνήσιοι χριστιανοί, και έφ' όσον ό ίδιος ό Χριστός μας λέγει να μην ορκιζόμαστε, πώς εμείς να παραβούμε του Θεού την εντολή, για να φυλάξομε «τα εντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιέ' 9), πού είναι οι δικές σας εντολές, να ορκίζονται οΐ άνθρωποι -πού λένε, πώς είναι πιστοί χριστιανοί, και οι οποίοι καταπατούν και αθετούν την εντολή Του αυτή, άλλα και. σεις ό ίδιος ορκίζεστε, λυπούμαι κ. πρόεδρε, πού λέγεστε μόνον χριστιανοί, αλλά δεν φυλάττεται τις εντολές του Χριστού.
Ό πρόεδρος και οι δικαστές θίχθηκαν από τα καυτερά λόγια της αλήθειας πού τους είπε ό Γέρο - Φιλάρετος, και για την άρνηση του όρκου τον δίκασαν σε 9 μήνες φυλάκιση.
Ό Γέρων με χαρά δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και ήταν έτοιμος να πάει στη φυλακή, αλλά οι παρευρισκόμενοι στο δικαστήριο ακροατές, αγανακτισμένοι για την άδικη αύτη κρίση του δικαστηρίου, πού δε θέλησε να τιμωρήσει τον κλέφτη και άδικα καταδίκασε τον οσιότατο και άγιο Γέροντα, ενέργησαν αμέσως έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν το δικαστήριο και γύρισε ό Γέρων, αδικημένος μεν, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δε και τροπαιούχος και υπέρμαχος της αλήθειας στην ασκητική του Καλύβα, στα Καρούλια.
Όταν ήρθε στα Καρούλια, λέγει ό πάτερ Δανιήλ, τον ρωτήσαμε: «Πώς τα πέρασες Γέροντα στη Θεσσαλονίκη; Πώς είδες τον κόσμο; Τι έγινε με το δικαστήριο;»
Ό Γέρο - Φιλάρετος, με χαρούμενο πρόσωπο και το χαμόγελο στα χείλη, όπως συνήθιζε να είναι πάντα, είπε : «Αδελφοί μου, όλος ό κόσμος τρέχει και προσπαθεί για τη σωτηρία του, εκτός από μένα τον αμαρτωλό», τίποτε άλλο δεν μας είπε και κλείστηκε στον εαυτό του.
Ό κλέφτης, για να δικαιολογηθεί στην Αστυνομία, είπε πώς αγόρασε τα βιβλία από το Γέρο - Φιλάρετο, που μένει στα Καρούλια. Ή Αστυνομική Αρχή αυτεπάγγελτα κατήγγειλε το Γέρο -Φιλάρετο για αρχαιοκαπηλία, πώς πούλησε τα βιβλία πού είχαν αρχαιολογική αξία και θεωρούνται Κειμήλια. Ήρθαν οι κλήσεις κι έπρεπε να παρουσιαστεί σαν κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Οι αδελφοί Δανιηλαίοι έμαθαν το λυπηρό αυτό γεγονός και φρόντισαν αμέσως να ντύσουν με κάπως ευπρεπή ρούχα, να του βγάλουν τα κουρελιασμένα, μπαλωμένα άλλα πεντακάθαρα ρούχα, που φορούσε σ Γέρο - Φιλάρετος. Τέλος τον συνόδευσε ένας από την αδελφότητα μέχρι το δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρουσιάστηκε στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο.
Ό κακοποιός διέθετε κάποιο, Ιωάννη Λαδά, πολύ δυνατό δικηγόρο, ό οποίος με φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές να είναι με το μέρος του κακοποιού. Δυστυχώς πολλές φορές γίνεται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη εύκολα να πείθεται στο κακό και πολύ δύσκολα να παραδέχεται το καλό και να απονείμει δικαιοσύνη στο σωστό, γι' αυτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες και δικαστικές πλάνες.
Ένας ευσεβής δικηγόρος, πού παρακολουθούσε την υπόθεση, και κατάλαβε την απάτη του κλέφτη και την ψεύτικη ρητορεία του κατηγορούντος δικηγόρου, ό οποίος γνώριζε την αλήθεια, αλλά διέστρεφε αυτήν, ανέλαβε την υπεράσπιση του Γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, και αγόρευσε υπέρ του αγίου και ευλαβέστατου Γέροντα, ό οποίος ήταν τόσο απλός και αγαθός, πού όταν άκουσε το Δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει και να υπερασπίζεται το δίκιο του, θαύμαζε και έλεγε: «Που τα ξέρει όλα αυτά πού λέει, ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θα έχει χάρι του Αγίου Πνεύματος, για να τα λέει τόσο ωραία και μάλιστα τα λέει όπως ακριβώς Έγιναν!»
Όταν ό πρόεδρος του δικαστηρίου, κάλεσε το Γέρο - Φιλάρετο να ορκιστεί, τότε αυτός σηκώθηκε από το εδώλιο του κατηγορούμενου, πλησίασε το ιερό ευαγγέλιο, έκαμε το σταυρό του τρεις φορές και ασπάσθηκε με ευλάβεια το ευαγγέλιο.
Ό πρόεδρος τότε, με αυστηρό ύφος είπε στον Γέροντα, ότι πρέπει να βάλει το χέρι του επάνω στο Ευαγγέλιο και να ορκιστεί. Ό Γέρων Φιλάρετος ρώτησε τον πρόεδρο, Τι είναι αυτό το βιβλίο κι ό πρόεδρος του είπε: «Αυτό είναι το ευαγγέλιο, στο οποίο βάνουν, οί πιστοί χριστιανοί το χέρι και ορκίζονται για να μας βεβαιώσουν πώς λένε την αλήθεια».
Ό Γέρο - Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Αν αυτό όπως λέτε είναι το ιερό Ευαγγέλιο, τότε σας παρακαλώ να ανοίξετε το Ε' κεφάλαιο παράγραφος 34 στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και θα ιδείτε ότι λέγει επί λέξει: «Εγώ δε δηλαδή ό Χριστός λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ούρανω, ότι θρόνος εστί του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιο εστί των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκή ή μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. Ε' 34 - 37).
Ό πρόεδρος διέταξε τον Κλητήρα να ανοίξει το Ευαγγέλιο, αλλά όταν το άνοιξε διεπιστώθη ότι έλειπε όλο εκείνο το φύλλο πού είχε την περικοπή αυτή της διδασκαλίας του Κυρίου που αναφέρεται στον όρκο και τότε με θάρρος ό Γέρο-Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, με τη χάρι του Θεού, -προσπαθούμε να φυλάμε αυτά πού ορίζει το Ιερό ευαγγέλιο του Δεσπότη Χριστού, σαν γνήσιοι χριστιανοί, και έφ' όσον ό ίδιος ό Χριστός μας λέγει να μην ορκιζόμαστε, πώς εμείς να παραβούμε του Θεού την εντολή, για να φυλάξομε «τα εντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιέ' 9), πού είναι οι δικές σας εντολές, να ορκίζονται οΐ άνθρωποι -πού λένε, πώς είναι πιστοί χριστιανοί, και οι οποίοι καταπατούν και αθετούν την εντολή Του αυτή, άλλα και. σεις ό ίδιος ορκίζεστε, λυπούμαι κ. πρόεδρε, πού λέγεστε μόνον χριστιανοί, αλλά δεν φυλάττεται τις εντολές του Χριστού.
Ό πρόεδρος και οι δικαστές θίχθηκαν από τα καυτερά λόγια της αλήθειας πού τους είπε ό Γέρο - Φιλάρετος, και για την άρνηση του όρκου τον δίκασαν σε 9 μήνες φυλάκιση.
Ό Γέρων με χαρά δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και ήταν έτοιμος να πάει στη φυλακή, αλλά οι παρευρισκόμενοι στο δικαστήριο ακροατές, αγανακτισμένοι για την άδικη αύτη κρίση του δικαστηρίου, πού δε θέλησε να τιμωρήσει τον κλέφτη και άδικα καταδίκασε τον οσιότατο και άγιο Γέροντα, ενέργησαν αμέσως έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν το δικαστήριο και γύρισε ό Γέρων, αδικημένος μεν, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δε και τροπαιούχος και υπέρμαχος της αλήθειας στην ασκητική του Καλύβα, στα Καρούλια.
Όταν ήρθε στα Καρούλια, λέγει ό πάτερ Δανιήλ, τον ρωτήσαμε: «Πώς τα πέρασες Γέροντα στη Θεσσαλονίκη; Πώς είδες τον κόσμο; Τι έγινε με το δικαστήριο;»
Ό Γέρο - Φιλάρετος, με χαρούμενο πρόσωπο και το χαμόγελο στα χείλη, όπως συνήθιζε να είναι πάντα, είπε : «Αδελφοί μου, όλος ό κόσμος τρέχει και προσπαθεί για τη σωτηρία του, εκτός από μένα τον αμαρτωλό», τίποτε άλλο δεν μας είπε και κλείστηκε στον εαυτό του.
Δέχεται ο Θεός τον διάβολο σε μετάνοια;
Η ακόλουθη διήγησις που προέρχεται μάλλον από κάποια λιγότερο γνωστή παραλλαγή της συστηματικής συλλογής του Γεροντικού* σκοπό έχει να διδάξη πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία του Θεού και ότι κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζη ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον διάβολο.
***
Κάποιος άγιος γέροντας, μεγάλος και διορατικός, έχοντας νικήσει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λάβει το χάρισμα να βλέπη οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθένας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζοντας τους την πτώσι τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλασι του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήση στο εξής να παλέψη μαζί του ή έστω και να τον πλησίαση, μη τυχόν και πληγωθή από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύματος.
Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:
— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ' αυτό και να τον δοκιμάσω;
Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ' εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ' Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι' αυτό και τον ρώτησε:
Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;
Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημάτων μου.
— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:
Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»
Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
Μη λυπηθής γι' αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πη: «Ποια είναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν' αρχίσης τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρχαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγησις θα συντέλεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζωνται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
— Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι' εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θεός να κάνω;
Ο Θεός προστάζει να σταθής σ' ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς ανατολάς και να φωνάζης νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κάνης αυτά, θα σε συναριθμήση με τους αγγέλους του.Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:
— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ' αυτό και να τον δοκιμάσω;
Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ' εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ' Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι' αυτό και τον ρώτησε:
Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;
Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημάτων μου.
— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:
Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»
Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
Μη λυπηθής γι' αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πη: «Ποια είναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν' αρχίσης τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρχαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγησις θα συντέλεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζωνται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
— Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι' εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θεός να κάνω;
Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετανοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:
— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κακό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερημώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετάνοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθή ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθήτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.