Κάποιος Γέροντας ζούσε μόνος στη μονή των Μονιδίων και η παντοτινή
του προσευχή ήταν η εξής:
“Κύριε, δεν έχω τον φόβο σου μέσα μου, γι αυτό στείλε μου κάποιον
κεραυνό ή κάποια άλλη δύσκολη περίσταση, ή αρρώστια ή δαίμονα, μήπως
έστω και μ΄ αυτόν τον τρόπο φοβηθεί η πωρωμένη μου ψυχή”.
Αυτά έλεγε και συνέχιζε να παρακαλεί τον Θεό.
“Ξέρω ότι είναι αδύνατο να με συγχωρήσεις.
Γιατί αμάρτησα πολύ σε σένα, Δέσποτα, αλλ΄ αν είναι δυνατόν λόγω της
ευσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με.
Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, τιμώρησέ με εδώ στη γη, Δέσποτα, και
εκεί μη με παιδεύσεις, αλλ΄ εάν και αυτό είναι αδύνατο, τιμώρησέ με εδώ
κατά ένα μέρος και εκεί ανακούφισέ με, έστω και λίγο, από την τιμωρία της
κόλασης. Άρχισε από τώρα να με παιδεύεις, αλλά ας μην περιπέσω στην
οργή σου, Δέσποτα”.
Μ΄ αυτή την επιμονή ένα ολόκληρο χρόνο με ασταμάτητα δάκρυα, με
πολλή ταπείνωση στους λογισμούς του και με νηστείες παρακαλούσε τον
Θεό και σκεπτόταν:
“Άραγε τι να σημαίνει ο λόγος που είπε ο Χριστός: Μακάριοι οι πενθούντες
ότι αυτοί παρακληθήσονται;”
30
Και κάποια ημέρα ενώ καθόταν κατά γης θλιμμένος και θρηνούσε κατά τη
συνήθειά του, νύσταξε, και να, του παρουσιάσθηκε ο Χριστός με ιλαρό
πρόσωπο και με γλυκιά φωνή του είπε:
“Τι έχεις, άνθρωπε, γιατί τόσο κλαις;”
Του απάντησε εκείνος: “Επειδή έπεσα, Κύριε”.
Και ο Ιησούς που του εμφανίσθηκε του λέει: “Σήκω επάνω”.
Αποκρίθηκε τότε ο πεσμένος στη γη: “Δεν μπορώ, αν δεν μου δώσεις το
χέρι σου”.
Και άπλωσε Εκείνος το χέρι του και τον σήκωσε και του λέει πάλι με
καλοσύνη:
“Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπάσαι;”
“Και δεν θέλεις, Κύριε, -ρωτά ο αδελφός- να κλάψω και να λυπηθώ που
τόσο σε πίκρανα;”
Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του αδελφού, το
αγκάλιασε και του λέει:
“Μη θλίβεσαι, ο Θεός θα είναι βοηθός σου από δω και πέρα. Επειδή εσύ
πόνεσες, δεν θα στρέφεται πια η λύπη μου εναντίον σου. Εφόσον για σένα
έχω χύσει το αίμα μου, δεν θα δείξω πολύ περισσότερο τη φιλανθρωπία
μου και σε σένα και σε κάθε ψυχή που μετανοεί;”
Ο αδελφός συνήλθε κατόπιν από την οπτασία και ένιωσε την καρδιά του
πλημμυρισμένη από χαρά, γιατί βεβαιώθηκε ότι ο Θεός τον ελέησε και
έζησε σ΄ όλη του τη ζωή με πολλή ταπείνωση ευχαριστώντας τον Θεό.
του προσευχή ήταν η εξής:
“Κύριε, δεν έχω τον φόβο σου μέσα μου, γι αυτό στείλε μου κάποιον
κεραυνό ή κάποια άλλη δύσκολη περίσταση, ή αρρώστια ή δαίμονα, μήπως
έστω και μ΄ αυτόν τον τρόπο φοβηθεί η πωρωμένη μου ψυχή”.
Αυτά έλεγε και συνέχιζε να παρακαλεί τον Θεό.
“Ξέρω ότι είναι αδύνατο να με συγχωρήσεις.
Γιατί αμάρτησα πολύ σε σένα, Δέσποτα, αλλ΄ αν είναι δυνατόν λόγω της
ευσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με.
Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, τιμώρησέ με εδώ στη γη, Δέσποτα, και
εκεί μη με παιδεύσεις, αλλ΄ εάν και αυτό είναι αδύνατο, τιμώρησέ με εδώ
κατά ένα μέρος και εκεί ανακούφισέ με, έστω και λίγο, από την τιμωρία της
κόλασης. Άρχισε από τώρα να με παιδεύεις, αλλά ας μην περιπέσω στην
οργή σου, Δέσποτα”.
Μ΄ αυτή την επιμονή ένα ολόκληρο χρόνο με ασταμάτητα δάκρυα, με
πολλή ταπείνωση στους λογισμούς του και με νηστείες παρακαλούσε τον
Θεό και σκεπτόταν:
“Άραγε τι να σημαίνει ο λόγος που είπε ο Χριστός: Μακάριοι οι πενθούντες
ότι αυτοί παρακληθήσονται;”
30
Και κάποια ημέρα ενώ καθόταν κατά γης θλιμμένος και θρηνούσε κατά τη
συνήθειά του, νύσταξε, και να, του παρουσιάσθηκε ο Χριστός με ιλαρό
πρόσωπο και με γλυκιά φωνή του είπε:
“Τι έχεις, άνθρωπε, γιατί τόσο κλαις;”
Του απάντησε εκείνος: “Επειδή έπεσα, Κύριε”.
Και ο Ιησούς που του εμφανίσθηκε του λέει: “Σήκω επάνω”.
Αποκρίθηκε τότε ο πεσμένος στη γη: “Δεν μπορώ, αν δεν μου δώσεις το
χέρι σου”.
Και άπλωσε Εκείνος το χέρι του και τον σήκωσε και του λέει πάλι με
καλοσύνη:
“Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπάσαι;”
“Και δεν θέλεις, Κύριε, -ρωτά ο αδελφός- να κλάψω και να λυπηθώ που
τόσο σε πίκρανα;”
Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του αδελφού, το
αγκάλιασε και του λέει:
“Μη θλίβεσαι, ο Θεός θα είναι βοηθός σου από δω και πέρα. Επειδή εσύ
πόνεσες, δεν θα στρέφεται πια η λύπη μου εναντίον σου. Εφόσον για σένα
έχω χύσει το αίμα μου, δεν θα δείξω πολύ περισσότερο τη φιλανθρωπία
μου και σε σένα και σε κάθε ψυχή που μετανοεί;”
Ο αδελφός συνήλθε κατόπιν από την οπτασία και ένιωσε την καρδιά του
πλημμυρισμένη από χαρά, γιατί βεβαιώθηκε ότι ο Θεός τον ελέησε και
έζησε σ΄ όλη του τη ζωή με πολλή ταπείνωση ευχαριστώντας τον Θεό.
“Πες μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε”.
Και ο Γέροντας τους λέει:
“Ακούσατε τι λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή”.
Αλλά αυτοί είπαν:
“Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε”.
Και ο Γέροντας τους είπε:
“Το Ευαγγέλιο λέει: Αν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο”.
“Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό”.
“Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα”.
“Ούτε αυτό μπορούμε”, του απαντούν.
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
“Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μην ανταποδίδετε τα ίσα”.
Λένε πάλι:
“Ούτε αυτό μπορούμε”.
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
“Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τι να σας κάνω;”
4. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Τα σημάδια της προκοπής του μοναχού στους πειρασμούς φαίνονται”.
6. Ο αββάς Βησσαρίων είπε:
“Σαράντα χρόνια δεν έπεσα στο πλευρό μου, αλλά κοιμόμουν καθιστός ή όρθιος”.
Ένας μοναχός εξομολογούμενος στον πνευματικό του, του είπε:
- «Έπεσα πάτερ! Τι να κάνω τώρα; ρώτησε απελπισμένος».
- «Να σηκωθείς», του απάντησε με την χαρακτηριστική του απλότητα ο γέροντας.
';Επειτα από κάμποσο καιρό ο μοναχός έρχεται πάλι στον πνευματικό του
- «Ξανάπεσα πάτερ» κλαψούρισε.
- «Να ξανασηκωθείς!» πρόσταξε ο γέροντας.
- «Έως πότε;» ρώτησε ο μοναχός.
- «Έως ότου σε βρει ο θάνατος».
΄Οπου ευρώ σε, εκεί και κρινώ σε.
Ας προσευχόμαστε στον Θεό να βρεθούμε την τελευταία μας στιγμή ... όρθιοι.
Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, για να γίνη μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης, δεν τον δέχονταν, γιατί εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαυόνταν στην Σκήτη, παρακάλεσε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένει ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά.
Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέσως μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πιά στο κρεβάτι και ψυχοραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.
Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνει! Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:
Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:
«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι' αυτό ετοιμάσου να πας στην κόλαση».
Τότε εγώ του λέω:
«Για κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως;»
Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει :
«Όχι , δεν υπάρχει».
«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος . «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε»
Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο. Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε , ίνα μη κριθήτε» και είπα: «Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσεις», και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο».
Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
Πήγε ένας χριστιανός στον πνευματικό του.
- Πάτερ, εδώ και λίγες εβδομάδες αισθάνομαι πολύ καλά, δεν είχα καμία θλίψη και πειρασμό. Αυτό είναι καλό ή κακό;
- Όταν δεν έχεις πειρασμούς σημαίνει ή ότι οι δαίμονες σ' άφησαν ήσυχο επειδή τους υπηρετείς χωρίς να σε πειράζουν ή ότι ο Θεός σου παραχωρεί μια περίοδο ησυχίας για να συνέλθεις. Αλλά μην περηφανευτείς επειδή τότε η χάρη του Θεού φεύγει από εσένα. Ο Θεός το επιτρέπει αυτό όχι για τις αρετές μας, αλλά επειδή είμαστε αδύναμοι. Αν ήσουν τώρα έτοιμος για μεγάλη δοκιμασία ο Θεός θα στην έστελνε. Αλλά πολλές φορές αν και νομίζουμε ότι είμαστε έτοιμοι για μεγάλες πνευματικές μάχες, ο Θεός γνωρίζει καλύτερα την ψυχή μας Εκείνος ξέρει ότι αν νικήσουμε τώρα σε μια δύσκολη πνευματική μάχη ίσως θα περηφανευόμασταν ή ότι αν θα είχαμε μια δοκιμασία, μια μάχη η οποία δεν είναι απαραίτητη ίσως στην επόμενη δοκιμασία να μην είχαμε την δύναμη ν' ανταπεξέλθουμε.
Ο ίδιος είπενΩ όταν ευρίσκεσαι εις ειρήνην και δεν πολεμεισαι, τότε περισσότερον να ταπεινώνεσαιΩ μήπως αν εισχωρήση ξένη χαρά καυχηθώμεν και παραδοθώμεν εις πόλεμονΩ διότι πολλάκις ο Θεός ένεκα των αδυναμιών μας, δεν παραχωρεί να παραδοθώμεν, δια να μη απολεσθώμεν.
Η ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς ακατανίκητη - Από το Γεροντικό
Η ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς ακατανίκητη από τους δαίμονες. Πώς γεννιέται και ποια είναι η δύναμή της.
Από το Γεροντικό
Ρώτησαν τον Αββά Λογγίνο:
- Ποια αρετή είναι η μεγαλύτερη απ΄ όλες;
Και απάντησε:
- Σκέφτομαι, ότι, όπως η υπερηφάνεια είναι το μεγαλύτερο απ΄ όλα τα πάθη, αφού και από τον ουρανό μπόρεσε να ρίξει κάποιους (δηλαδή τον Εωσφόρο και το τάγμα του), έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η μεγαλύτερη απ΄ όλες τις αρετές, γιατί κι απ΄ αυτά τα τάρταρα μπορεί ν΄ ανεβάσει ένα άνθρωπο, ακόμα κι αν είναι αμαρτωλός σαν δαίμονας.
Να γιατί ο Κύριος πριν απ΄ όλους μακαρίζει τους «πτωχούς τώ πνεύματι», (δηλαδή τους ταπεινούς) (Ματθ. 5:3).
Ένας γέροντας είπε:
- Προτιμώ ήττα πού θα συνοδεύεται από ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη πού θα συνοδεύεται από υπερηφάνεια.
Ένας (άλλος) γέροντας είπε:
- Πολλές φορές η ταπείνωση έσωσε πολλούς, και μάλιστα άκοπα.
Κι αυτό το αποδεικνύουν ο τελώνης και ο άσωτος υιός, πού είπαν μόνο λίγα λόγια και σώθηκαν (βλ. Λουκ. 18:13 - 15:21).
Ο αββάς Ησαΐας είπε:
- Περισσότερο απ΄ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη.
Γι αυτό ας είμαστε πάντα έτοιμοι, σε κάθε λόγο πού ακούμε ή εργασία (πού κάνουμε), να λέμε (στον πλησίον):
«Συγχώρεσέ με».
Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλα τά (πονηρά έργα) του εχθρού.
Η αγία Θεοδώρα έλεγε, πώς ούτε η άσκηση ούτε η κακουχία ούτε οι οποιοιδήποτε κόποι σώζουν (τον άνθρωπο), παρά μόνο η γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Και για επιβεβαίωση διηγόταν το εξής
- Ήταν κάποιος αναχωρητής, πού έδιωχνε τους δαίμονες. Και τους εξέταζε, για να μάθει με ποιόν τρόπο βγαίνουν (από τον άνθρωπο). «Με τη νηστεία;» τους ρωτούσε. «Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε», απαντούσαν εκείνοι.
«Με την αγρυπνία;». «Εμείς δεν κοιμόμαστε καθόλου», έλεγαν.
«Με την αναχώρηση (από τον κόσμο);». Εμείς ζούμε στις ερήμους», αποκρίνονταν.
Επειδή ο γέροντας επέμενε και έλεγε, «Με ποιόν λοιπόν τρόπο βγαίνεται;», εκείνοι ομολόγησαν:
«Τίποτα δεν μας νικάει, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη».
Ο αββάς Σισώης έλεγε, ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη είναι η εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή στο Θεό και ο αγώνας να βάζουμε τον εαυτό μας πιο κάτω από κάθε άνθρωπο.
Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Κρόνιο:
- Με ποιόν τρόπο φτάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;
- Με το φόβο του Θεού, απάντησε ο γέροντας.
- Και με ποιόν τρόπο φτάνει στο φόβο του Θεού; ξαναρώτησε ο αδελφός.
- Κατά τη γνώμη μου, είπε ο γέροντας, με το να περιμαζέψει τον εαυτό του από κάθε περισπασμό και με το να καταβάλλει σωματικούς κόπους και με το να θυμάται, όσο μπορεί, την έξοδο (της ψυχής του) από το σώμα και την κρίση του Θεού.
Ένας γέροντας είπε:
- Όποιος έχει ταπείνωση, ταπεινώνει τους δαίμονες, και όποιος δεν έχει ταπείνωση, χλευάζεται από τους δαίμονες.
Ρώτησαν ένα γέροντα:
- Γιατί χτυπιόμαστε τόσο πολύ από τους δαίμονες;
- Επειδή πετάμε τα όπλα μας, απάντησε εκείνος, εννοώ την ατιμία, την ταπείνωση, την ακτημοσύνη και την υπομονή.
Μια φορά ήρθαν κάποιοι στη Θηβαΐδα, σ΄ ένα γέροντα, και του έφεραν ένα δαιμονισμένο για να τον θεραπεύσει. Και ο γέροντας, (μολονότι αρχικά δεν δεχόταν, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο, τελικά), επειδή πολύ τον παρακάλεσαν, λέει στο δαίμονα:
- Βγες από το πλάσμα του Θεού!
- Βγαίνω, αποκρίθηκε ο δαίμονας. Αλλά σε ρωτάω ένα πράγμα και απάντησέ μου: Ποιοι είναι τα «ερίφια» και ποιοι τα «πρόβατα» (Ματθ. 25:31-33);
- Τα «ερίφια» είμαι εγώ, απάντησε ο γέροντας. Όσο για τα «πρόβατα», ο Θεός τα γνωρίζει.
Μόλις άκουσε (αυτά τα λόγια) ο δαίμονας, κραύγασε:
- Να, για την ταπείνωσή σου βγαίνω!
Και βγήκε (από τον άνθρωπο) την ίδια ώρα.
* Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζη αυτά που διδάσκει η γλώσσα σου (Αββάς Ποιμήν).
* Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει την φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από την φιλία του Θεού, μας διδάσκει ο Αββάς Ποιμήν.
* Όπως δεν είναι δυνατόν να βόσκουν μαζί πρόβατα και λύκοι, έτσι είναι αδύνατον να βρει έλεος εκείνος που αντιμετωπίζει με δόλο τον πλησίον του.
Η Δύναμη της συγνώμης - Από το Γεροντικό
Δύο αδέλφια πήγαν μαζί στην έρημο κι ασκήτευαν στην ίδια καλύβη. Ο διάβολος, φθονώντας την αγάπη τους, βάλθηκε να τους χωρίση.
'Ενα βράδυ ο νεώτερος πήγε ν'ανάψη το λυχνοστάτη, τον αναποδογύρισε και χύθηκε το λάδι. Ο μεγαλύτερος θύμωσε και του έδωσε ένα μπάτσο. Τότε ο πιο μικρός, χωρίς να ταραχτή, έσκυψε, του έβαλε μετάνοια και είπε ταπεινά:
- Συγχώρησε την απροσεξία μου, Αδελφέ. Τώρα αμέσως θα ετοιμάσω άλλο.
Την ίδια νύχτα ένας ειδωλολάτρης ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ειδώλειο, άκουσε τα δαιμόνια να κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. 'Ενα απ' αυτά ομολόγησε ντροπιασμένο στον αρχηγό του:
- Πηγαίνω και κάνω άνω κάτω τους Μοναχούς. Μα τι φταίω, όταν κάποιος απ'αυτούς γυρίζη και βάζη στον άλλο μετάνοια και μου καταστρέφη όλη τη δουλειά;
- Ακούγοντας αυτά ο ειδωλολάτρης, έγινε ευθύς χριστιανός κι' αποτραβήχτηκε στην έρημο. Σ' όλη του τη ζωή κράτησε στην καρδιά του την ταπείνωσι και στο στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο το
Η Νηστεία, έλεγεν ο Αββάς Υπερέχιος, είναι χαλινάρι που συγκρατεί τις κατώτερες ορμές. Όποιος την περιφρονεί, μοιάζει με αχαλίνωτο άλογο.
Ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, συμβουλεύοντας τούς νεωτέρους αδελφούς ν' αγαπήσουν την νηστεία, τούς έλεγε συχνά:
Ο καλός στρατηγός, που επιχειρεί να καταλάβη μια πόλι εχθρική, γερά οχυρωμένη, κάνει αποκλεισμό στις τροφές και στο νερό. Μ' αυτόν τον τρόπο ατονεί η αντίστασις του εχθρού και τέλος παραδίδεται. Κατι παρόμοιο συμβαίνει με τις σαρκικές ορμές, που ανελέητα πολεμούν τον άνθρωπο στην νεότητά του. Η ευλογημένη νηστεία καταβάλλει τα πάθη και τούς δαίμονας και τελικά τ' απομακρύνη από τον αγωνιστή.
Και το πανίσχυρο λιοντάρι, τούς έλεγε άλλη φορά, συχνά από τη λαιμαργία του πέφτει στην παγίδα κι' όλη του η δύναμι κι' η μεγαλοπρέπεια εξαφανίζονται.
Ανέβασαν κάποτε στην σκήτη των Πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως, από ταπείνωσι, απόφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γερων τον ελυπήθη, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό, που είχε στην ζώνη του, κι' έδιωξε το πονηρό πνεύμα.
- Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου.
- Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας.
Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο και τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Όσιος υπόμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλά αντιπολεμούσε κι' εκείνος τον εχθρό, με υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του τροφή, μασούσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ και κατάπινε τον χυμό τους.
Νικημένο τέλος το δαιμόνιο, από τον ακατάπαυστο αγώνα του Γεροντος, τον ελευθέρωσε.
- Γιατί φεύγεις; τον ρώτησε εκείνος, κανένας δε σε διώχνει.
- Με αφάνισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι' έγινε άφαντο.
Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού πήγε στο κελλί του Αββά Ησαΐου ο Αββάς Αχιλλάς και τον βρήκε να τρώγη. Είχε βάλει νερό κι' αλάτι στο πιάτο και βουτούσε το ψωμί του. Μόλις είδε τον συνασκητή του, έκρυψε με τρόπο το πιάτο κάτω από το ψαθί που έπλεκε, για να μη τον σκανδαλίση. Τετοια πολυτέλεια ήταν άγνωστη στη σκήτη.
- Τι τρως, αδελφέ; τον ρώτησε ο Αββάς Αχιλλάς, που τον έβλεπε ακόμη να μασά, χωρίς να έχη τίποτε μπροστά του.
- Συγχώρησέ με, Πατερ, είπε κοκκινίζοντας από ντροπή ο Αββάς Ησαΐας. Έκοβα φοινικόφυλλα στον ήλιο και ξεράθηκε ο λάρυγγάς μου, γι' αυτό έβαλα νερό στο αλάτι μου, για να μπορώ να καταπιώ.
Σαν τ' άκουσε ο άλλος ασκητής, έβαλε τις φωνές:
- Ελάτε να ιδήτε τον Ησαΐα να τρώγη ζωμό στη σκήτη. Αν ήθελες τέτοια καλοφαγία, αδελφέ, καλά θα έκανες να γύριζες στην Αίγυπτο.
Μερικοί νέοι ευσεβείς ανέβηκαν στη σκήτη για να επισκεφθούν κάποιο γνωστό τους Γεροντα. Επειδή θα έμεναν κοντά του όλη μέρα, του ζήτησαν λίγο λάδι να μαγειρέψουν τα όσπρια, που είχαν πάρει μαζί τους για να φάνε.
- Να εκεί κρέμεται το φλασκί, που μου είχατε φέρει δώρο πριν τρία χρόνια, τούς έδειξε ο Γεροντας. Παρετε όσο θέλετε.
- Όταν το ξεκρέμασαν, είδαν πως το φλασκί ήταν ακόμη σφραγισμένο και θαύμασαν τη νηστεία του Οσίου.
Τόσο πολύ είχε εξασκηθή στην νηστεία ο Όσιος Μάρκος ο Αναχωρητής, έλεγαν οι Γεροντες, ώστε κατώρθωνε να μένη άσιτος επί ολόκληρες εβδομάδες συνεχώς, χωρίς να ατονή το σώμα του. Εξήντα τρία χρόνια που έμεινε στην έρημο, ημέρα και νύκτα εργοχειρούσε, για να ελεή τούς πτωχούς Ερημίτας. Δώρο δε δέχτηκε ποτέ του από κανένα. Αν κάποιος, περαστικός από την καλύβα του, του έδινε κάτι, ο Αββάς τον ευχαριστούσε για την καλή του πρόθεσι, μα δεν έπαιρνε το δώρο.
- Δεν μου χρειάζεται, αδελφέ, του έλεγε. Ας έχη δόξα ο Κυριος μου που μου δίνει ακόμη δύναμι να εργάζωμαι, για να τρέφω τον εαυτό μου κι' εκείνους που μ' επισκέπτονται.
Ένας αρχάριος μοναχός συμβουλεύτηκε κάποιο διακριτικό Γεροντα, ποιο μέτρο ν' ακολουθήση στη νηστεία.
- Απόφευγε τις υπερβολές, τέκνον μου, τον συμβούλεψε εκείνος. Πολλοί δοκίμασαν να νηστέψουν πάνω από τις δυνάμεις τους και δεν άντεξαν για πολύ καιρό.
Ρώτησαν οι Γέροντες τον Όσιο Μακάριο πως συνέβαινε να είναι το σώμα του πάντοτε λιπόσαρκο κι' όταν νήστευε κι' όταν έτρωγε.
- Το ξύλο που ανακατεύει τ' αναμμένα φρύγανα, τούς έλεγε εκείνος, κατατρώγεται από τη φωτιά κι' είναι κατάξερο. Κι' όταν η φλόγα του θείου φόβου κατακαίη την καρδιά του ανθρώπου, ξηραίνεται το σώμα του.