Σελίδες
▼
Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΤΗΣ ΤΣΕΡΝΙΚΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ὁ ἅγ. Καλλίνικος τῆς Τσερνίκας εἶναι μία τῶν σπουδαιοτέρων μορφῶν τῆς Ρουμανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μέ τήν πολύπλευρη προσωπικότητά του — στήν ὁποία συνυπάρχουν ἡ ὁσιακή ζωή τοῦ κοινοβιάτη Μοναχοῦ, ἡ ἐμπνευσμένη ἐκκλησιαστική διακονία τοῦ Καθηγουμένου καί τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ἔνθεος ζῆλος γενικῶς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐργάτου καί τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς προοράσεως καί τῶν ἱαμάτων — κατέχει ἰδιαίτερη θέση στήν σεπτή χορεία τῶν Ρουμάνων Ἁγίων.
Ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐξαιρετικά κοντινός πρός τήν ἐποχή μας. Ἔζησε τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες — τῆς ὁποίας, μάλιστα, ἔγραψε καί Χρονικό — καί ὅταν κοιμήθηκε (τό 1868), ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διήνυε τίς πρώτες δεκαετίες τοῦ Αὐτοκεφάλου της.
Ὁ ἅγ. Καλλίνικος — ὅπως, ἄλλωστε, τό σύνολο σχεδόν τῶν Ἁγίων τῶν ἐκτός Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας ὁμοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν — εἶναι ἄγνωστος «ἐν πολλοῖς» στούς ἑλληνόφωνους Ὀρθοδόξους. Κι ὅμως ὁ κουρασμένος ὁδοιπόρος τῆς ἐποχῆς μας — τῆς ἐποχῆς τοῦ ἄγχους καί τῆς διαβολικῆς ταραχῆς, τῆς ἀνησυχίας καί τῆς ἀνασφάλειας, τῆς ἀποστασίας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τίς ἠθικές ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου — μπορεῖ νά διδαχθεῖ πολλά ἀπό τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ ἁγ. Καλλινίκου, γιά τό πῶς ἐκεῖνος βρῆκε τόν δρόμο τῆς προσωπικῆς του σωτηρίας καί γιά τό πῶς ἐργάσθηκε γιά τήν σωτηρία του καί τήν μητέρα του Ἐκκλησία, σέ μία ἐποχή ταραγμένη καί ρευστή, ὅπως ἐκείνη τοῦ 19ου αἰ. στήν Τουρκοκρατούμενη Ρουμανία.
Ἡ πρώτη ἐπαφή τοῦ γράφοντος μέ τόν ἅγ. Καλλίνικο ἔγινε μέσῳ τοῦ σχετικοῦ δημοσιεύματος στό ἔργο Ρουμάνου Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Μπάλαν «Ρουμανικό Γεροντικό» (μετάφρασις Ἱ. Μ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἔκδοσις ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 255 — 279) καί τοῦ ἀντιστοίχου τοῦ μ. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτη στό «Ὁδοιπορικό τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας» (ἔκδοσις ΑΘΩΣ, σελ. 135 — 141).
Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1990, ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Καλλινίκου παρουσιάσθηκε ἀπό τόν γράφοντα σέ ἑσπερινή ἐκδήλωση στό Πνευματικό Κέντρο ἁγ. Γεωργίου Περιστερίου, παρουσίᾳ Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καί δεκάδων εὐσεβῶν ἁγιοφίλων. Ἡ παρουσίαση ἐκείνη συνοδεύθηκε ἀπό προβολή διαφανειῶν, σχετικῶν μέ τόν παρουσιαζόμενο Ἅγιο καί τήν Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1992 ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀξίωσε τόν γράφοντα νά ἐπισκεφθεῖ γιά πρώτη φορά τήν Ρουμανία. Κύριος τόπος προσκυνήματος τότε ὑπῆρξε ἡ Μητρόπολις τοῦ Ρουμανικοῦ Μοναχισμοῦ, ἡ ἱστορική Μονή Νεάμτς στήν Μολδαβία, ὅπου τά χαριτόβρυτα Λείψανα τοῦ «Πατρός τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας» ὅσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. (Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἔγινε ἐπίσκεψη καί στίς Μονές Μεταμ. Σωτῆρος Σλατιοάρας, Ζωοδόχου Πηγῆς Μπρατατσέλ καί Ἁγίας Τριάδος Κούκουβα).
Μία δεύτερη ἐπίσκεψις στήν Ρουμανία πραγματοποιήθηκε τόν Νοέμβριο τοῦ 2000, στά πλαίσια ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς. Τήν φορά αὐτή πέραν τῶν ἐπισκέψεων στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Βουκουρεστίου (ὅπου τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ὁσ. Δημητρίου Μπασαράμπη), τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου (ὅπου ἡ τιμία δεξιά τοῦ ἁγ. Νικολάου ἀρχιεπ. Μύρων) καί τῶν Μονῶν ἁγ. Ἀνθίμου τοῦ Ἴβηρος καί Πασάρεα, ἀξιωθήκαμε τῆς ἐπισκέψεως καί τῆς Μονῆς Τσερνίκας, ὅπου προσκυνήσαμε τά θαυματουργά Λείψανα τοῦ ἁγ. Καλλινίκου καί διαπιστώσαμε τήν τιμή καί τήν εὐλάβεια πού ἀπολαμβάνει ὁ Ἅγιος ἀπό τόν «κατά παράδοσιν» Ὀρθόδοξο Ρουμανικό λαό.
Ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Καλλινίκου στήν παρούσα μορφή του βασίσθηκε στά προηγουμένως ἀναφερόμενα ἔργα καί στό ἀντίστοιχο ἀγγλικό κείμενο τῆς Ἀδελφότητος τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας (Platina, Ca. U. S. A.), τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό «The Orthodox word». Σέ ὅσα σημεῖα τά κείμενα παρουσιάζουν διαφορές, παρατίθενται ὅλες τίς ἀπόψεις. Σέ ὅσες περιπτώσεις χρειάσθηκε νά παρατεθοῦν διάλογοι, χρησιμοποιήθηκαν ἐκεῖνοι τοῦ «Ρουμανικοῦ Γεροντικοῦ».
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς στούς εὐλαβεῖς ἁγιοφίλους, μέ ἐλπίδα στίς θεοπειθεῖς πρεσβείες τοῦ ἁγ. Καλλινίκου, τῶν ἐν Ρουμανίᾳ καί Πάντων τῶν Ἁγίων.
Τό Σημείωμα ὡς τίτλος, θέμα καί περιεχόμενο κειμένου ἔχει κατωχυρωθεῖ σύμφωνα μέ τά προβλεπόμενα ἀπό τόν Νόμο περί Πνευματικῆς Ἰδιοκτησίας.
Ἀντ. Μάρκου
Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν
«Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής»
Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων 2006
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
ΤΗΣ ΤΣΕΡΝΙΚΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (1787 — 1868)
Ἡ γέννησις καί ἐξέλιξις τοῦ ἁγ. Καλλινίκου
Ἀπό γονεῖς Ὀρθοδόξους καί εὐσεβεῖς, Ρουμανικῆς καταγωγῆς, τόν Ἀντώνιο καί τήν Ἀνθῆ, γεννήθηκε ὁ ἔπειτα θαυματουργός Ἱεράρχης Καλλίνικος, τήν 7η Ὀκτωβρίου 1787, στό Βουκουρέστι, στήν Ἐνορία τοῦ ἁγ. Βησσαρίωνος. Κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Κωνσταντῖνος.
Ὁ νεαρός Κωνσταντῖνος πῆρε ἀπό μικρός μία σπάνια πνευματική διαπαιδαγώγηση καί ἔμαθε καί τήν Ἑλληνική γλῶσσα. κατά τήν ἐφηβεία καί τήν νεότητά του συνήθιζε νά ἐπισκέπτεται τήν Μονή Τσερνίκας. Τότε Ἡγούμενος ἦταν ὁ Ὅσιος Στάρετς Γεώργιος, μαθητής τοῦ ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, φορέας τοῦ Ἁγιορειτικοῦ μοναστικοῦ πνεύματος καί τῆς Φιλοκαλικῆς πνευματικῆς παραδόσεως. Στήν Μονή αὐτή, σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο τό 1807 καί ὑποτάχθηκε στόν Ἡγούμενο Στάρετς Τιμόθεο.
Ἡ ἐξέλιξη τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου ἐπηρέασε τήν ζωή τόσο τῆς μητέρας, ὅσο καί τοῦ πρεσβύτερου ἀδελφοῦ του. Ἡ μητέρα του ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο καί κοιμήθηκε στήν Μονή Πασάρεα ὡς Μεγαλόσχημη Φιλοθέη. Ὁ ἀδελφός του χειροτονήθηκε Ἱερεύς καί ἀργότερα ἔγινε Μοναχός (μνημονεύεται ὡς Ἱερομόναχος Ἀκάκιος).
Κατά τό «Ρουμανικό Γεροντικό», ὁ Στάρετς Τιμόθεος «τόν ἐμπιστεύθηκε ὡς κειμήλιο μεγάλης πνευματικῆς ἀξίας στόν Πνευματικό Ποιμένα, ἐπειδή ἦταν ξακουστός Γέροντας τοῦ Μοναχισμοῦ καί ἀπό τούς πρώτους μαθητές τοῦ Στάρετς Γεωργίου, ἄνθρωπος μέ ὑψηλή ζωή». Κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ ἔμπειρου αὐτοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα, ὁ νεαρός δόκιμος προχώρησε στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατερικῶν ἔργων, ὅπως προέβλεπε ἡ μοναστική τάξις τοῦ ὁσ. Παϊσίου. Ταυτόχρονα ἐργαζόταν στό ξυλουργεῖο τῆς Μονῆς, ὅπου κατασκεύαζε ξύλινους σταυρούς εὐλογίας, γιά τίς ἀνάγκες τῶν μοναχῶν καί τῶν προσκυνητῶν.
Τόποι καί πρόσωπα τῆς ζωῆς τοῦ ἁγ. Καλλινίκου
Ἡ Μονή Πασάρεα
Ἡ Μονή Πασάρεα (στά Ρουμανικά «Μονή τῶν Πουλιῶν»), στήν ὁποία τελειώθηκε ὡς Μεγαλόσχημος Φιλοθέη ἡ κατά σάρκα μητέρα τοῦ ἁγ. Καλλινίκου Ἀνθή, βρίσκεται σέ ἀπόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων ἀπό τό Βουκουρέστι. Ἱδρύθηκε τό 1813 ἀπό τόν Ἡγούμενο τῆς γειτονικῆς Μονῆς Τσερνίκας Στάρετς Τιμόθεο. Τό Καθολικό της κτίστηκε ἀπό τόν ἅγ. Καλλίνικο τῆς Τσέρνικας τό 1846 καί τιμᾶται στήν Πεντηκοστή.
Ἡ Μονή εἶναι γυναικεῖα καί ἔχει ἕνα ἰδιορρύθμο σύστημα μοναχικῆς ζωῆς. Ἡ 160 περίπου μοναχές της ζοῦν σέ μικρές ἤ μεγάλες μοναχικές συνοδείες, σέ ἰδιαίτερο γιά κάθε συνοδεία οἴκημα, γύρω ἀπό τό μεγαλοπρεπέστατο Καθολικό. Τῆς συνοδείας ἡγεῖται μία Γερόντισσα καί τῆς Μονῆς ἡ Ἡγουμένη. Κύριο διακόνημα τῶν ἀδελφῶν εἶναι ἡ ραφή τῶν ἀμφίων τοῦ Κλήρου ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας! Γιά τόν σκοπό αὐτό λειτουργεῖ στήν Μονή ἕνα κανονικό ἐργοστάσιο στό ὁποῖο οἱ μοναχές ἐργάζονται καί ἀπό τό ὁποῖο μισθοδοτοῦνται, μέ δικαίωμα συντάξεως! (Τά ὑφάσματα ραφῆς τῶν ἀμφίων ὑφαίνονται στό ὑπερσύγχρονο ἐργαστήριο μιᾶς ἄλλης μονῆς — τῆς Μονῆς Τσιγκανέστ, 30 χιλμ. ἀπό τό Βουκουρέστι — ὅπου 160 μοναχές ἀσχολοῦνται μέ τό διακόνημα αὐτό!).
Στήν Μονή λειτουργεῖ ἀκόμη καί Θεολογική Σχολή, ἀποκλειστικά γιά μοναχές τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.
Στό Κοιμητήριο τῆς Μονῆς, πίσω ἀπό τό Καθολικό, στό μέσο τῆς μεγάλης αὐλῆς, εἶναι ἐνταφιασμένες πολλές προσωπικότητες τῆς Ρουμανικῆς πρωτευούσης.
Ἡ Μονή Τσερνίκας
Ἡ Μονή Τσερνίκας βρίσκεται σέ ἀπόσταση 16 περίπου χιλιομέτρων ἀπό τό Βουκουρέστι, στήν γραφική λίμνη Κολεντίνα. Τόν 16ο αἰ., σέ δύο μικρά νησιά πού ὑπή ρχαν στήν λίμνη (σήμερα μέ προσχώσεις ἔχουν ἑνωθεῖ μεταξύ τους καί μέ τήν ξηρά καί ἔχει δημιουργηθεῖ μία χερσόνησος μέσα στήν λίμνη), δημιουργήθηκε μία ἡσυχαστική ἑστία μοναχῶν πού ἀσκήτευαν στά νησιά καί στά γύρω δάση. Σέ ἕνα ἀπό τά νησιά ὑπῆρχε ἕνας ξύλινος ναός πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νικολάου ἀρχιεπ. Μύρων καί ἔτσι τό νησί εἶχε πάρει τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου.
Τό ἔτος 1608 ἀπό τήν ἡσυχαστική μοναστική ἑστία προέκυψε ἡ Μονή, παράλληλα ὅμως συνεχίστηκε καί ὁ ἡσυχαστικός βίος μέχρι τό τέλος τοῦ 17ου αἰ. Περίπου στά μέσα τοῦ 18ου αἰ. ἡ Μονή ἐρημώθηκε λόγῳ ἐπιδημίας πανώλους. Τό 1781 κατοίκησε στήν Τσέρνικα ὁ Ὅσιος Στάρετς Γεώργιος, μαθητής τοῦ ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ὁ ὁποῖος διοργάνωσε τήν Μονή καί ἔδωσε νέα ὤθηση στήν πνευματική ζωή.
Σήμερα ἡ Μονή Τσερνίκας — καί λόγῳ τῆς γειτνιάσεως μέ τό Βουκουρέστι — ἀποτελεῖ τό κυρίως ἀξιοθέατο τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας. Στήν Μονή διατηρεῖ κατοικία ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης, λειτουργοῦν Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο καί Ἱερατική Σχολή καί στό Κοιμητήριο τοῦ ἁγ. Νικολάου ἔχουν ἐνταφιασθεῖ μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ρουμανικῆς ἐκκλησιαστικῆς — καί ὄχι μόνο — ζωῆς (ὅπως ὁ διαπρεπής Δογματολόγος π. Δημ. Στανιλοάε, κ.ἄ.). Ἡ Μονή ἐπανδρώνεται ἀπό ἀδελφότητα 50 περίπου μοναχῶν.
Μονή Τσερνίκας — Τό νησί τοῦ ἁγ. Νικολάου
Ὁ Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ (+ 1794)
Ὁ Πατέρας τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας, πιθανῶς Μολδαβικῆς καταγωγῆς.
Γεννήθηκε τό 1722 στήν Πολτάβα τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας καί ἦταν γιός Ἱερέως τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς πόλεως. Τό 1735 ἄρχισε τίς σπουδές του στήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπ' ὅπου ἀποχώρησε τό 1739, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν, ἐπειδή διαφωνοῦσε μέ τό πρόγραμμα σπουδῶν! Γιά ἑπτά χρόνια περιπλανήθηκε στίς περισσότερες Μονές καί Σκήτες τῆς Οὐκρανίας, ἀναζητῶντας ἔμπειρο Πνευματικό Πατέρα. Μεταξύ ἄλλων ἐπισκέφθηκε τήν περίφημη Λαύρα τῶν Σπηλαίων το·ῦ Κιέβου καί τήν Μονή Μεντβεντέσκι, ὅπου ἔγινε Ρασοφόρος μέ τό ὄνομα Πλάτων.
Ἀναζητῶντας τελειώτερη μοναστική ζωή, τό 1745 πέρασε στήν Μολδαβία καί τήν Βλαχία, ὅπου ἐπίσης περιπλανήθηκε στίς περισσότερες Σκήτες καί Μονές καί συνδέθηκε μέ πνευματικά πρόσωπα, τόν ἐρημίτη Ὀνούφριο τῆς Σκήτης Κίρνουλ καί τόν ὅσ. Βασίλειο τοῦ Μερλοπολιάνι, μέ τόν ὁποῖο ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος (τό 1746) καί ἐγκαταστάθηκε στήν σημερινή Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ, ὅπου τό 1750 ἔγινε Μεγαλόσχημος, ὀνομάσθηκε Παϊσιος καί δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη.
Ἐπειδή ὁ ὅσ. Παϊσιος δέν βρῆκε πνευματικό ὁδηγό στόν Ἄθωνα, ἀσχολήθηκε μέ τήν μελέτη, ἀντιγραφή καί μετάφραση Πατερικῶν ἔργων καί δημιούργησε γύρω του μοναστική ἀδελφότητα. Τό 1763 ἀνεχώρησε γιά τήν Μολδαβία μετά ἀπό πρόσκλιση τοῦ Ἡγεμόνα μέ 64 μοναχούς καί ἐπάνδρωσε τήν Μονή τῆς Δραγομίρνας (φωτό). Τό 1775 ἐπάνδρωσε τήν Μονή Σεκούλ καί τό 1779 τήν Μονή Νεάμτς, ὅπου συγκέντρωσε 900 μοναχούς καί δημιούργησε περίφημο τυπογραφεῖο καί βιβλιοθήκη.
Μονή Νεάμτς — Ἡ Μητρόπολις τοῦ Ρουμανικοῦ Μοναχισμοῦ
Ὁ ἴδιος ὁ ὅσ. Παϊσιος μετέφρασε 44 Πατερικά ἔργα. Σπουδαιότερη μετάφρασή του ἦταν τῶν Ἀσκητικῶν Λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, τό 1787. Ἀπό τούς μαθητές του ὁ ἀρχιμ. Μακάριος μετέφρασε ὁμιλίες τοῦ ἁγ. Μακαρίου καί τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ· ὁ Ἱερομόναχος Ἲλαρίων τήν Ἑξαήμερο τοῦ Μεγ. Βασιλείου· ὁ Μοναχός Γερόντιος τήν Μικρή Συλλογή Κανόνων, τό Κυριακοδρόμιο, τήν ἑρμηνεία τῶν Εὐαγγελίων τοῦ Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, τήν Δογματική τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τό Κεκραγάριο τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου καί ἄλλα· ὁ Ἱεροδιάκονος Στέφανος τούς Βίους τῶν Ἁγίων (τυπώθηκε στήν Μονή Νεάμτς τό 1807 — 15)· ὁ Μοναχός Ἰσαάκ ὁ Διδάσκαλος τήν Κλίμακα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου καί τό Τυπικό τοῦ ἁγ. Σάββα (τυπώθηκε στό Ἰάσιο τό 1816)· τέλος ἄλλοι μοναχοί μετέφρασαν ἄλλα Πατερικά ἔργα.
Στόν ὅσ. Παϊσιο ὀφείλεται ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννηση στήν Ρωσία καί τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, κατά τόν 19ο αἰ., ἡ διάδοση τῆς καρδιακῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ μελέτη καί διάδοση Πατερικῶν κειμένων. Ὑπῆρξε ἡ ἀρχή μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδας νεωτέρων Νηπτικῶν Πατέρων καί τό πνεῦμα, τό τυπικό καί τά συγγράμματά του προκάλεσαν μοναστική ἀναγέννηση καί ἀνέδειξαν μεγάλους Ἁγίους.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1794. Τό Λείψανο του, τό ὁποῖο βρίσκεται ἐνταφιασμένο μέσα στό Καθολικό τῆς Μονῆς Νεάμτς, κατά τίς «ἀναγνωρίσεις» — ἐξετάσεις τῶν ἐτῶν 1846, 1853, 1861 καί 1872 βρέθηκε ἀδιάφθορο. («Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ»· μετάφραση — ἐπιμέλεια Π. Μπότση, 1990).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Νοεμβρίου.
Ὁ Στάρετς τῆς Τσέρνικας ἅγ. Γεώργιος (+ 1806)
Ὁ Στάρετς Γεώργιος γεννήθηκε στήν περιοχή τοῦ Φαγκαρᾶς, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., καί νωρίς ἐντάχθηκε σέ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια τῆς Τρανσυλβανίας, ὅμως οἱ πιέσεις τῶν κρατούντων γιά τήν προσχώρηση τῶν Ὀρθοδόξων στήν Οὐνία, τόν ἀνάγκασαν νά ἔρθει στήν Βλαχία. Στό Βουκουρέστι συνδέθηκε μέ ἕναν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἐπίσκοπο, ἀπό τόν ὁποῖο χειροθετήθηκε Ρασοφόρος καί χειροτονήθηκε Διάκονος. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Γέροντάς του πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος, ὁ Διάκονος Γεώργιος τόν ἀκολούθησε καί τόν ὑπηρέτησε μέχρι τόν θάνατό του.
Στόν Ἄθωνα ὁ Διάκονος Γεώργιος ὑποτάχθηκε στόν μεγάλο ὅσ. Παϊσιο Βελιτσκόφσκι καί ἐγκαταβίωσε στήν Σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὅπου τό 1752 ἔγινε Μεγαλόσχημος καί τό 1754 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Ὅταν τό 1763 ὁ ὅσ. Παϊσιος ἐπέστρεψε στήν Βλαχία, ὁ Ἱερομόναχος Γεώργιος ἦταν μεταξύ τῶν 64 Μοναχῶν πού τόν ἀκολούθησαν.
Ἡ ἀδελφότητα ἐγκαταστάθηκε ὅπως εἶναι γνωστό ἀρχικά στήν Μονή Δραγομίρνας. Ἐκεῖ ὁ Ἱερομόναχος Γεώργιος διακόνησε 350 ἀδελφούς σάν Πνευματικός, Ἐφημέριος καί Οἰκονόμος. Τό 1775 ὁ ὅσ. Παϊσιος μέ 200 Μοναχούς μετακινήθηκε στήν Μονή Σέκου, ὅπου ὁ Ἱερομόναχος Γεώργιος ἔμεινε μόνον δύο χρόνια καί στήν συνέχεια ἐπέστρεψε στόν Ἄθωνα. Ὅταν τό 1781 ἐπέστρεψε στήν Μολδαβία γιά νά ἐπισκεφθεῖ τόν Γέροντα καί τούς ἀδελφούς του, ὁ Μητροπ. Βλαχίας Γρηγόριος (Μικουλέσκου, 1765 — 1834), μαθητής κι αὐτός τοῦ ὁσ. Παϊσίου, τόν εἶχε ἤδη ἐκλέξει Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Τσερνίκας.
Ὁ μακάριος Γεώργιος δέχθηκε τήν ἐκλογή μετά ἀπό προσευχή καί ἐμφάνιση του ἁγ. Νικολάου! Ἐγκαταστάθηκε στήν διαλυμένη ἀπό ἐπιδημία πανώλους Μονή μέ δύο μαθητές του ἀπό τήν Μονή Νεάμτς, τόν Ἀθανάσιο καί τόν Σεραφείμ, καί μέσα σέ τέσσερα χρόνια τήν ἀναδιοργάνωσε καί προσείλκυσε 54 μοναχούς. Τό 1786 τό μοναστήρι εἶχε 103 ἀδελφούς. Τό 1788 ὕψωσε τόν πρῶτο μικρό ξύλινο Ναό στό Νησί τοῦ ἁγ. Γεωργίου. Τό 1793 ὁ Μητροπ. Γρηγόριος τοῦ ἀνέθεσε τήν πνευματική ἐπιστασία καί τῆς Μονῆς Καλνταρουσάνι.
Ἡ Μονή Καλνταρουσάνι βρίσκεται στήν περίμετρο τῆς Ρουμανικῆς πρωτεύουσας καί σέ ἀπόστασι 40 χλμ. ἀπό αὐτήν. Εἶναι ἀφιερωμένη στόν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο καί ἱδρύθηκε τό 1637 ἀπό τόν Ἡγεμόνα Ματθαῖο Μπασαράμπη. Στήν περιοχή ἤδη ἀπό τόν 15ο αἰ. ὑπῆρχε ἑστία ἡσυχαστῶν. Ὅταν ὁ Στάρετς Γεώργιος ἀνέλαβε τήν Μονή, ὁ πνευματικός βίος εἶχε ἤδη παρηκμάσει, ὁ Στάρετς ὅμως μέ τόν μαθητή του Ἡγούμενο Δωρόθεο πέτυχαν τήν πνευματική ἀναστήλωση τῆς Μονῆς (ἡ κτιριακή εἶχε ὁλοκληρωθεῖ ἀπό τόν Ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, 1774 — 1782). Ἐπί Μητροπολίτου Βλαχίας Γρηγορίου ἡ Μονή διέθετε τυπογραφεῖο, τό ὁποῖο συνέβαλε στόν πλουτισμό καί τήν διάδοση τῆς Ρουμανικῆς Γραμματείας. Ἡ Μονή σήμερα ἐπανδρώνεται ἀπό 25 μοναχούς (οἱ ὁποῖοι κατασκευάζουν ἐξαιρετικῆς τέχνης κούπες καντηλιῶν) καί διαθέτει σπουδαία Βιβλιοθήκη, μεγάλη συλλογή Ἁγίων Λειψάνων, Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο καί Σκευοφυλάκιο.
Ὁ Στάρετς Γεώργιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 3η Δεκεμβρίου 1806, ἀφήνοντας ἀπό 200 περίπου μοναχούς σέ κάθε Μονή! καί μία πνευματική διαθήκη μεγάλης σπουδαιότητας. Ἔδινε μεγάλη σημασία στήν κοινοβιακή ζωή, στήν ἐσωτερική ταπείνωση, τήν διάκριση, τήν μελέτη τῶν Πατερικῶν ἔργων, τήν τακτική ἐξομολόγηση καί τήν συχνή Θεία Κοινωνία. Γιά νά τονίσει τήν ἀνάγκη τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, θέσπισε νά τελοῦνται στό μοναστήρι καθημερινῶς ἡ Θεία Λειτουργία, 40 πεντάωρες ἀγρυπνίες (στίς μνήμης τῶν μεγάλων Ἁγίων), 7 ἑπτάωρες πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (κατά τίς Θεομητορικές ἑορτές), 12 ἑννεάωρες πρός τιμήν τοῦ Κυρίου (κατά τίς Δεσποτικές ἑορτές) καί 3 ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες (κατά τήν μνήμη τοῦ ἁγ. Νικολάου, τήν ἐθνική ἑορτή τῆς χώρας καί τήν 1η Μαρτίου, ἡ τελευαῖα «ὑπέρ ὑγείας ὅλων καί πνευματικῆς προόδου τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας»).
Γιά τό ἔργο του θεωρεῖται μεγάλος Πνευματικός Πατέρας καί ἀναστηλωτής τοῦ Ρουμανικοῦ Μοναχισμοῦ, κατά τά φιλοκαλικά πρότυπα τοῦ ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 2005 τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας διακήρυξε τήν ἁγιότητά του.
Ὁ Πνευματικός Ποιμένας (+ 1831)
Ὁ μακάριος Ποιμένας γεννήθηκε στό Βουκουρέστι τό 1762 καί μόνασε στήν Μονή Τσερνίκας τό 1784, σέ ἡλικία 22 ἐτῶν, ὑπό τόν Ὅσιο Στάρετς Γεώργιο, ἀπό τόν ὁποῖο ἔγινε μοναχός καί ὁδηγήθηκε στήν Ἱερωσύνη. Ὑπῆρξε ὁ πλέον στενός καί ἀγαπητός μαθητής τοῦ μακαρίου Γεωργίου, τόν ὁποῖο ὑπηρέτησε γιά 22 χρόνια. Τό 1807 δέχθηκε ὑπό τήν πνευματική του πατρότητα τόν ἔπειτα ἅγ. Καλλίνικο, τοῦ ὁποίου παρέμεινε πνευματικός μέχρι τήν κοιμησή του (1831).
Τό 1812, μετά τήν κοίμηση τοῦ Στάρετς Γεωργίου (1806), πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος μαζί μέ τόν μαθητή του Δαμασκηνό καί ἀγωνίσθηκε γιά ἕξη χρόνια σέ ἕνα ἔρημο τόπο, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή καί ἱερούς στοχασμούς, διδασκόμενος ἀπό τό παράδειγμα ἄλλων Ἀθωνιτῶν Πατέρων. Ὅταν ἀνακλήθηκε τό 1818 ἀπό τόν Ἡγούμενο τῆς Τσερνίκας ἀρχιμ. Δωρόθεο, διορίστηκε Πνευματικός τῆς μονῆς, θέση στήν ὁποία ἔμεινε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, καί ἐπί ἡγουμενείας τοῦ ἁγ. Καλλινίκου.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1829, καί αὐτός, ὅπως καί ὁ ἅγ. Καλλίνικος, εἶχε τήν ἴδια ὀπτασία: Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Στάρετς Γεωργίου καί τῶν Ἁγίων Νικολάου ἐπ. Μύρων καί Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, κατά τήν ὁποία δόθηκε ἐντολή νά κτιστεῖ Ναός τοῦ ἁγ. Γεωργίου στό μικρό νησί, ὥστε «νά μήν ἀναμιγνύωνται οἱ μοναχοί μέ τούς λαϊκούς καί δυσφημεῖται τό μοναχικό πολίτευμα»!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 30ή Αὐγούστου 1831. Σαράντα ἡμέρες πρίν τόν ἐπισκέφθηκε «ἐν πνεύματι» ὁ Γέροντάς του Στάρετς Γεώργιος καί τόν κάλεσε στήν οὐράνια μακαριότητα. Ἐνῶ ὁ π. Ποιμήν, μετά τήν Θ. Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τοῦ Προφήτου Ἰελεκιήλ, ἀποκοιμήθηκε κουρασμένος στό σκαμνί του, τόν ἐπισκέφθηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος μαζί μέ τούς ἐφόρους τῆς Μονῆς Ἁγίους Νικόλαο καί Γεώργιο καί τόν Γέροντά του Στάρετς Γεώργιο. Κάποια στιγμή ὁ Στάρετς Γεώργιος τόν πλησίασε, τοῦ ἔβαλε ἕναν σταυρό στό στῆθος, τοῦ ἔδωσε ἕνα χαρτί καί τοῦ εἶπε:
«Ποιμήν παιδί μου, μετά ἀπό 40 ἡμέρες θά ἔλθης μαζί μας, μαζί μ' αὐτούς πού εἶναι γραμμένοι σ' αὐτό τό χαρτί»!
Ἀνάμεσα στά ὀνόματα ἄλλων πατέρων, ὁ π. Ποιμήν διάβασε καί τό ὄνομα τοῦ ἁγ. Καλλινίκου! Γεμάτος θλίψη ζήτησε τότε ἀπό τήν Παναγία νά μήν κοιμηθεῖ ὁ ὑποτακτικός του, διότι εἶχε πολλά ἀκόμη νά προσφέρει. Εἶδε τότε νά διαγράφεται τό ὄνομα τοῦ ἁγ. Καλλινίκου καί στήν θέση του νά γράφεται τό ὄνομα τοῦ Μεγαλοσχήμου Μερκουρίου!
Μετά τό ὅραμα αὐτό ὁ μακάριος Ποιμήν ἔσκαψε μόνος τόν τάφο του καί ἐκτελοῦσε καθημερινά ἐκεῖ τόν μοναχικό του κανόνα! Τήν 29η Αὐγούστου, ἑορτή τῆς Ἀποτομῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τέλεσε τήν Θεία Λειτουργία καί μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί τήν ἑπομένη παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο, τόν Ὁποῖο ἀπό τήν νεότητά του εἶχε ἀγαπήσει. Ἐνταφιάστηκε δίπλα στόν παλαιό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό μικρό νησί τῆς Τσερνίκας.
Ἡ μοναχική ἄσκησις τοῦ ἁγ. Καλλινίκου
Δύο χρόνια μετά τήν εἴσοδό του στήν Ἀδελφότητα τῆς Τσερνίκας, ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος δχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Καλλίνικος. Ὁ Γέροντάς του Πνευματικός Ποιμένας ζήτησε τήν κουρά του ἀπό τόν Ἡγούμενο Τιμόθεο, λόγῳ τῆς γρήγορης πνευματικῆς προκοπῆς τοῦ νέου. Ἡ κουρά ἔγινε τήν 9η Νοεμβρίου 1808. Τήν 3η Δεκεμβρίου τοῦ ἴδιου χρόνου ὁ Μοναχός Καλλίνικος χειροτονήθηκε Διάκονος.
Τό 1813 μία ἐπιδημία πανώλους ἀποδεκάτισε τήν ἀδελφότητα τῆς Τσερνίκας. Τότε ὁ Ἱεροδιάκονος Καλλίνικος πιεζόμενος ἀπό τόν Ἡγούμενο Τιμόθεο χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἀνέλαβε ἐφημεριακά καθήκοντα στήν Μονή.
Τήν 20ή Σεπτεμβρίου 1815 ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος δέχθηκε τό ἀξίωμα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀπό τόν Μητροπ. Νεκτάριο. «Ὅταν ἔγινε Πνευματικός στό Μοναστήρι τῆς Τσερνίκας — γράφει τό «Ρουμανικό Γεροντικό» — πλησίασε μέ ἀγάπη ὅλους τούς πατέρες καί ἀδελφούς τῃς ἀδελφότητος. Ἐκεῖνοι πάλι ἐξωμολογοῦντο στήν ἁγιωσύνη του, διότι κατακτήθηκαν ἀπό τούς ἀγώνες του καί σ' αὐτόν εὕρισκαν καταφύγιο καί παρηγοριά στίς στενοχωρίες των».
Τό 1812 ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος μαζί μέ τόν Γέροντά του Πνευματικό Ποιμένα, περιηγήθηκαν ὅλη τήν Μολδαβία, συλλέγοντες συνδρομές γιά τήν ἀνέγερση τοῦ νέου Ναοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου, στό ὁμώνυμο νησί τῆς νησιωτικῆς μοναστικῆς πολιτείας τῆς Τσερνίκας. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν περιοδεία αὐτή ὁ Πνευματικός Ποιμένας ζήτησε καί πῆρε εὐλογία νά ἀναχωρήσει γιά τό Ἅγιο Ὄρος, γιά περισσότερη ἄσκηση καί ἡσυχία καί μαθητεία στούς ἐκεῖ ἀσκουμένους ἡσυχαστές. Τότε ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος ὑποτάχθηκε στόν διακριτικό Στάρετς Δωρόθεο.
Τήν 3η Μαρτίου 1816 κοιμήθηκε ὁ Ἡγούμενος Τιμόθεος καί ἡ ψῆφος τῶν ἀδελφῶν ἀνέδειξε Ἡγούμενο τόν Στάρετς Δωρόθεο, ὅμως πραγματικός ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἀναδείχθηκε ὁ ὑποτακτικός του Ἱερομόναχος Καλλίνικος, ἀφοῦ ὁ Ἡγούμενος Δωρόθεος λόγῳ ἡλικίας καί κακῆς ὑγείας μεταβίβασε τίς εὐθύνες τοῦ ἀξιώματός του στόν προσοντοῦχο ὑποτακτικό του.
Τό 1817 ὁ Ἡγούμενος Δωρόθεος καί ἡ Γεροντία τῆς Μονῆς, ἔτσειλαν στόν Ἄθωνα τόν Ἱερομόναχο Καλλίνικο καί τόν Μοναχό Διονύσιο πού γνώριζε τήν Τουρκική γλῶσσα, γιά νά καλέσουν τόν Πνευματικό Ποιμένα νά ἐπιστρέψει στήν Μονή καί νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενεία. Στό Ἅγιο Ὄρος ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος μελέτησε τήν τάξη τῶν Μονῶν καί τό Τυπικό τῶν Ἀκολουθιῶν, γνώρισε ἤθη, ἔθιμα καί συνήθειες, προσκύνησε θαυματουργές Εἰκόνες καί Ἅγια Λείψανα, πῆρε τήν εὐλογία Ὁσίων Γερόντων, ἔπεισε τόν γ. Ποιμένα νά ἐπιστρέψει καί ἀφοῦ γιόρτασε στόν Ἄθωνα τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας, ἐπέστρεψε μαζί μέ τήν συνοδεία στήν Βλαχία.
Ὁ Ἡγούμενος Δωρόθεος κοιμήθηκε τήν 13η Δεκεμβρίου 1818, ἀλλά ἡ ψῆφος τῶν ἀδελφῶν ἀνέδειξε Ἡγούμενο τόν Ἱερομόναχο Καλλίνικο ἀντί τοῦ γ. Ποιμένος. Ἡ ἀνάδειξις τοῦ ὑποτακτικοῦ του δεν σκανδάλισε τόν διακριτικό Γέροντα. Ἀντιθέτως, ὁ Στάρετς Ποιμήν ἔμεινε Πνευματικός τοῦ νέου Ἡγουμένου, τῆς ἀδελφότητος καί τῶν προσκυνητῶν καί ἐγκαταβίωσε γιά περισσότερη ἡσυχία στό νησί τοῦ ἁγ. Γεωργίου.
Τήν 9η Ἀπρίλίου 1820 ὁ Μητροπολίτης Διονύσιος (Λούπου), χειροθέτησε τόν Ἡγούμενο Καλλίνικο Ἀρχιμανδρίτη. Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε ἡ πρώτη περίοδος τῆς μοναστικῆς ζωῆς τοῦ ἁγ. Καλλινίκου, διαρκείας μόλις 11 ἐτῶν, κατά τήν ὁποία ὁ Ἅγιος ἐπέδειξε πνευματική ὡριμότητα πολύ μεγαλύτερη τῆς ἡλικίας του. Μεγαλόσχημος καί Διάκονος στό 22ο ἔτος, Ἱερεύς στό 26ο, Πνευματικός στό 28ο καί Ἡγούμενος στό 30ό. Ἡ κρίσιμη περίοδος τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, βρῆκε τήν Τσερνίκα ἀκμάζουσα, μέ ἱκανό διοικητή, τόν Ἡγούμενο Καλλίνικο.
Πέραν τῆς Μονῆς Τσερνίκας στόν Ἡγούμενο Καλλίνικο ἀνατέθηκε καί ἡ πνευματική ἐπιστασία τῶν Μονῶν Πασάρεα, Καλνταρουσάνι, Σναγκώβ, Τσιοροτζίλα καί Μεγάλη Ποϊάνα.
Ἡ ἀνάδειξις σέ Ἐπίσκοπο
Ἐπί Ἡγεμόνος Ἀλεξάνδρου Γκίκα, ἔγιναν πολλές προτάσεις στόν Ἡγούμενο Καλλίνικο νά ἀναλάβει τόν Μητροπολιτικό Θρόνο, αὐτός ὅμως δέν δέχθηκε. Ὁ Θεός ὅμως τόν προώθησε στήν Ἀρχιερωσύνη μέ ἕναν τρόπο θαυμαστό καί παράδοξο. Τό 1847 κάποιος δαιμονιζόμενος μοναχός τοῦ ἔδωσε δηλητήριο! Προαισθανόμενος ὁ Ἅγιος τόν θάνατό του, ζήτησε ἀπό τούς ἀδελφούς νά ἐκλέξουν ἄλλο Ἡγούμενο. Ἐξελέγη τότε ὁ ἀρχιμ. Βενιαμίν Κατοῦλος. Ὁ Ἅγιος περιμένοντας τόν θάντο στό κελλί του, προσευχήθηκε στόν Θεό λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, δέν πίστευα καί δέν ἐπιθυμοῦσα νά πεθάνω ἀπό δηλητήριο». Τότε μία ὑπερκόσμια φωνή τοῦ ἀπάντησε: «Δέν θά πεθάνεις ἀπό τό δηλητήριο. Σήκω, εἶσαι ὑγιής. Σέ λίγο καιρό θά γίνεις Ἐπίσκοπος στό Ρίμνικ, ὅπου θά ἀνωρθώσεις τήν Ἐκκλησία καί τόν Κλῆρο πού εἶναι σέ πνευματικό μαρασμό»!
Μετά τήν οὐράνια αὐτή πληροφορία ὁ Ἅγιος σηκώθηκε ὑγιής καί πῆγε στόν ναό, ὅπου οἱ Πατέρες ἔψαλλαν τό Μεσονυκτικό.
Τρία χρόνια ἀργότερα, τήν 14η Σεπτεμβρίου 1850, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρίμνικ Βίλτσεα. Ὁ Ἅγιος ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή μέ πολύ λύπη, γιά νά μήν παρακούσει στήν Γεροντία τῆς Μονῆς καί γιά νά μήν λυπήσει τόν Ἡγεμόνα Δημήτρια Στίρμπα, πού ἦταν πνευματικό του τέκνο. Ἔτσι ἐγκατέλειψε σωματικἀ τήν Τσερνίκα, μετά ἀπό 43 χρόνια μοναχικῆς ζωῆς, ἀπό τά ὁποῖα τά 32 ἦταν Ἡγούμενος, ἀφήνοντας πίσω του 350 Μοναχούς καί ἕνα λαμπρό πνευματικό, διοικητικό καί οἰκοδομικό ἔργο.
Ὡς Ἐπίσκοπος ἔδωσε μεγάλο βάρος στήν πνευματική καλλιέργεια τοῦ ποιμνίου του. Προσπάθησε νά περιορίσε τά φαινόμενα τῶν ἀστεφάνωτων ζευγαριῶν καί τοῦ χρηματισμοῦ τῶν Κληρικῶν. Ἀπό τούς νέους Ἱερεῖς ἀπαιτοῦσε νά παίρνουν «τυχερά» ἀπό τά Μυστήρια, καλύπτοντας ὁ ἴδιος τά ἔξοδα μετακινήσεώς τους καί δίδοντάς τους δωρεάν βιβλία καί διάφορα εἴδη.
«Νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ»…
Μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντος Ποιμένος γιά τό Ἅγιο Ὄρος (τό 1812), ὁ Ἱεροδιάκονος Καλλίνικος ἐπιδόθηκε σέ μεγαλύτερες ἀσκήσεις. Ὅλη τήν ἑβδομάδα δέν ἔτρωγε μαγειρευμένο φαγητό, παρά ψωμί καί νερό μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου, ἐνῶ μέ ἐγκράτεια συμμετεῖχε στήν κοινή τράπεζα τῶν μοναχῶν κάθε Σάββατο καί Κυριακή.
Τό 1817 (ἤδη Ἱερομόναχος), μαζί μέ τόν Πνευματικό Ἰγνάτιο καί ἕναν Μοναχό, μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου Στάρετς Δωροθέου, ἀποφάσισαν νά νηστέψουν τελείως κατά τήν Μεγ. Τεσσαρακοστή. Ἀπό τούς τρεῖς ὁ μοναχός δέν μπόρεσε νά νηστεύσει καθόλου. Ὁ Πνευματικός Ἰγνάτιος νήστεψε τίς πρώτες ἑβδομάδες καί μετά διέκοψε λόγῳ ἀσθενείας. Ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος ἔμεινε ἄσιτος μέχρι τήν Πέμπτη τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁπότε ἔφαγε μισό παξιμάδι! Θέλοντας ὅμως νά συμπληρώσει τόν ἀριθμό τῶν 40 ἡμερῶν πού νήστεψε ὁ Κύριος, συνέχισε τήν προσπάθειά του φθάνοντας σέ μεγάλη ἐξάντληση, ὥστε μέχρι τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ δέν γνώριζε κανέναν!
Ἡ ἐξέλιξη αὐτή τῆς νηστείας τοῦ Ἱερομονάχου Καλλινίκου, ὑποχρέωσε τόν Ἡγούμενο Δωρόθεο νά θεσπίσει τήν ὑποχρεωτική συμμετοχή τῶν μοναχῶν στήν κοινή τράπεζα. Στό ἐξής ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος, γιά νά μήν παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Ἡγουμένου, ἐπινόησε ἕναν ἄλλο τρόπο ἀσκήσεως. Γιά 40 ἡμέρες δέν ἔτρωγε μαγειρευμένο φαγητό, παρά μόνον φροῦτα μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου.
Ἀκόμη, ἀπό ἕνα τυχαῖο γεγονός σκανδαλισμοῦ ἑνός ἀδελφοῦ, ὁ νηστευτής Ἱερομόναχος Καλλίνικος δέν γεύθηκε ψάρι μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. «Ὁ Ὅσιος — γράφει τό «Ρουμανικό Γεροντικό» — συνήθιζε νά ψαρεύει στήν λίμνη πού εἶναι πλησίον τοῦ μοναστηριοῦ. Τά ψάρια πού ἔπιανε, τά ἔδινε στήν ἀδελφότητα, γιά τήν τροφή τῶν πατέρων. Κάποια ἡμέρα ἕνας νέος μοναχός καθάριζε μία μικρή μαρίδα ἀπό τά λέπια καί ἄρχισε νά γκρινιάζει καί νά κτυπᾶ τό ψάρι μέ τό μαχαῖρι καί νά λέει: «Γιατί δέν ἔφερες τόν πατέρα σου, τήν μητέρα σου, τόν παππού σου, τούς προγόνους σου πού ἔχουν λέπια μεγαλύτερα, γιά νά μήν στενοχωριέμαι τόσο;» Ὕστερα πάλι ὁ ἴδιος ἀπάντησε: «Ἦρθα καί μέ πατέρα καί μέ μητέρα καί μέ παπποῦ καί μέ προγόνους, ἀλλά τούς ἔπιασαν οἱ Πνευματικοί Πατέρες τῆς Γεροντίας καί ὁ Ἡγούμενος».
Ὅταν τά λόγια αὐτά ἔπεσαν στήν ἀντίληψη τοῦ Στάρετς Καλλινίκου, ἀποφάσισε νά μήν φάει ψάρι μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, προκειμένου νά μήν ὑπάρχει καί ὁ παραμικρός σκανδαλισμός στό μοναστήρι.
Χαρακτηριστικό τῆς αὐστηρότητος τοῦ ἁγ. Καλλινίκου στό θέμα τῆς νηστείας, εἶναι καί τό ἀκόλουθο γεγονός: Ὅταν ἦταν Ἐπίσκοπος, εἶχε ζητήσει ἀπό ὅλους τούς Κληρικούς πού ζοῦσαν μαζί του στήν Ἐπισκοπή, νά μήν καταλύουν κρέας. Κάποτε ἕνας λαϊκός ἦρθε στήν Ἐπισκοπή, φέρνοντας μαζί του ψημένο κρέας. Ὁ ἅγ. Καλλίνικος ἀφοῦ τόν ὑποδέχτηκε, κατευθύνθηκε μαζί του πρός τό κελλί ἑνός μοναχοῦ, τόν ὁποῖο βρῆκε νά μαγειρεύει κρυφά κρέας. «Ψοφίμι — φώναξε ἀγανακτισμένος — δέν χόρτασες πλέον ἀπό ψοφίμια; Δέν βλέπεις, ὅτι καί σύ θά γίνεις τροφή τῶν σκουλικιῶν καί δυσωδία;"
Παρά τήν αὐστηρότητα πρός τόν ἑαυτό του ὁ Ἅγιος ἦταν ἰδιαιτέρως ἐπιεικής πρός τούς ἄλλους. Ὡς Ἡγούμενος θεωροῦσε ἀπαραίτητη τήν συμμετοχή ὅλων τῶν μοναχῶν στήν κοινή τράπεζα κι ἐκεῖ ὅμως, σέ πολλές περιπτώσεις, τό φαγητό ἦταν σκέτο ψωμί, προσφορά τῶν ἁπλῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος ἔστελνε κατά καιρούς ἕνα κάρο στό Βουκουρέστι καί ὅποιος πιστός ἤθελε, ἔριχνε στό κάρο ψωμί, ἐλεημοσύνη γιά τούς μοναχούς. Ὅταν τό κάρο ἐπέστρεφε στό μοναστήρι, τό ψωμί — ξερό πιά — ὡς ἀγάπη τῶν λαϊκῶν κατέλειγε στήν τράπεζα τῶν πατέρων.
Σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Μοναχοῦ Χαρίτωνος, ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος — ἀκόμη καί ὡς Ἡγούμενος καί Ἐπίσκοπος — κοιμόταν μόνον τρεῖς ὧρες τό ἡμερονύκτιο κι αὐτές καθισμένος στό σκαμνί τοῦ κελλιοῦ του! Ἀπό τίς πολλές ἀγρυπνίες τό πρόσωπό του ἦταν χλωμό καί τά μάτια του βαθειά στίς κόγχες τους! Ὁ ἀργότερα μαθητής του ἀρχιμ. Ἀναστάσιος Μπαλτοβίν μαρτυρεῖ, ὅτι συνήθως σκεπάζοταν μέ μία προβειά! Τίς νύκτες (κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς στό κελλί του), ἀλλά καί τίς ἡμέρες (κατά τήν διάρκεια τῆς πνευματικῆς του ἐργασίας), γιά νά μήν τόν κυριεύει ὁ ὕπνος, τοποθετοῦσε τό βιβλίο του πάνω σέ ἕνα μεταλλικό δοχεῖο. Μόλις τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, τό βιβλίο ἔπεφτε καί ἀνέτρεπε τό δοχεῖο καί ὁ κρότος τόν ξυπνοῦσε γιά νά συνεχίσει τήν προσευχή ἤ τήν ἐργασία του.
Ἐπιεικής πρός τούς ἄλλους ὁ Ἅγιος εἶχε θεσπίσει στίς Μονές του φιλανθρωπότερη σειρά. Οἱ μοναχοί μποροῦσαν νά ἀναπαυθοῦν ἕξη ὧρες τό ἡμερονύκτιο, τόν χειμῶνα ἕξη ὧρες τήν νύκτα καί τό καλοκαίρι τέσσερεις ὥρες τήν νύκτα καί δύο τό μεσημέρι.
Ὅπως μαρτυροῦν οἱ Γέροντες τῆς Τσερνίκας, ἀπό τήν ἀρχή τῆς δοκιμασίας του μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, ὁ προσωπικός του κανόνας προσευχῆς, ἦταν 2.000 προσκυνητές μετάνοιες καί 300 ἐδαφιαίες! πέραν τοῦ καθιερωμένου μοναχικοῦ κανόνος καί τῆς συμμετοχῆς στίς καθημερινές κοινές Ἀκολουθίες.
Κατά τόν ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ὅποιος βρεῖ τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς του, τήν μεταδίδει καί στούς ἄλλους γύρω του. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ἅγ. Καλλίνικος — νηστεύων, ἀγρυπνῶ, προσευχόμενος — ἔφερε τήν εἰρήνη τοῦ θεοῦ στήν καρδιά του, χαριτώθηκε ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μετέδωσε τήν χάρη αὐτή καί στούς γύρω του. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ συγκέντρωσις 350 μοναχῶν στήν Τσερνίκα, ἡ μεγάλη πνευματική ἀνάπτυξη τῶν μονῶν τῆς εὐθύνης καί τῆς Ἐπισκοπῆς του καί τά χαρίσματα τῆς προοράσεως καί τῶν θαυμάτων μέ τά ὁποῖα διακόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
«…Οὐράνια χαρίσματα λαβῶν»
«Ὁ Ἡγούμενος — ἔλεγε ὁ ἅγ. Καλλίνικος — εἶναι καρδιά ὅλων τῶν καρδιῶν. Τίς παρακολουθεῖ, τίς συμβουλεύει, τίς παρηγορεῖ. Αὐτός εἶναι ἡ ὁδός πρός τήν τελειότητα, γιά ὅλες τίς εὐσεβεῖς ψυχές πού εἶναι τριγύρω του». Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἡγουμενείας του οἱ μοναχοί τῆς Τσερνίκας ἔφθασαν τούς 350. Ἀκόμη, σάν τούς ἀρχαίους Μοναστικούς Πατέρες καί τόν πνευματικό του πρόγονο ὅσ. Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ, ὁ Ἅγιος εἶχε τήν πνευματική ἐποπτεία καί ἄλλων μονῶν, ὅπως τῆς Πασάρεα, τοῦ Καλνταρουσάνι, τοῦ Μερλοπολυάνι καί τῆς Τιγίας, ἀκόμη καί ἐνοριῶν.
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 προκάλεσε ὅπως εἶναι γνωστό τήν εἰσβολή Τουρκικῶν στρατευμάτων στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. (Σημειώνουμε, ὅτι ὁ πρῶτος Ἀρχιερεύς πού εὐλόγησε τά ὅπλα τῶν ἐπαναστατῶν, ἦταν ὁ Μητροπ. Μολδαβίας Βενιαμίν Κωστάκε, ὁ ὁποῖος εὐλόγησε τό στρατιωτικό σῶμα τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη τήν 28η Φεβρουαρίου 1821, στόν Καθεδρικό Ναό ἁγ. Τριῶν Ἱεραρχῶν Ἰασίου, μετά τήν διάβαση τοῦ Ποταμοῦ Προύθου). Τότε καταστράφηκε μεταξύ ἄλλων καί ἡ Μονή Σέκου, (οἱ Τοῦρκοι κατέσφαξαν 100 λαϊκούς καί 40 περίπου Μοναχούς), ὅπου εἶχε ὀχυρωθεῖ ὁ Ἕλληνας Ὁπλαρχηγός Γεωργάκης Ὀλύμπιος, ὁ ὁποῖος ἀνατινάχθηκε μαζί μέ τούς στρατιώτες του στόν πύργο της.
Ἡ εἰσβολή τῶν Τούρκων ἔφερε στά φυσικά ὀχυρά τῶν νησιῶν τῆς Τσερνίκας, ἑκατοντάδες ἐξαλθιωμένους πρόσφυγες. Ὁ ἅγ. Καλλίνικος τούς δέχθηκε πρόθυμα καί τούς παραχώρησε τίς ἐγκαταστάσεις τοῦ νησιοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου, μεταφέροντας τούς μοναχούς στό νησί τοῦ ἁγ. Γεωργίου. Ἐκτός ἀπό τούς πρόσφυγες καί πολλοί κάτοικοι τοῦ Βουκουρεστίου, βρῆκαν τόν προστάτη τους στό πρόσωπο τοῦ ἁγ. Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος τούς συντήρησε μέ τίς προμήθειες τῆς Μονῆς καί μέ τήν δύναμη τῶν προσευχῶν του.
Τήν Ἄνοιξη τοῦ 1821 οἱ Τοῦρκοι — μετά ἀπό λανθασμένες πληροφορίες πού ἀνέφεραν, ὅτι στήν Τσερνίκα εἶχαν καταφύγει ἐπαναστατικά σώματα — πολιόρκησαν τό μοναστήρι μέ πυροβολικό. Μέ τόν κίνδυνο τῆς καταστροφῆς ἐμφανῆ, ὁ Ἅγιος κάλεσε τούς μοναχούς καί τούς πρόσφυγες σέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία καί προσευχή. Τό ἑπόμενο πρωϊ ἔστειλε ἕναν μοναχό στό Τουρκικό στρατόπεδο γιά νά δώσει τίς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις καί παραδόξως οἱ Τοῦρκοι ἀποχώρησαν!
Τήν ἴδια περίοδο ἕνας Τοῦρκος Πασᾶς ἀπήγαγε μία μοναχή τῆς Μονῆς Πασάρεα. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ φρόντισε γιά τήν ἀσφαλή μεταφορά τῶν ὑπολοίπων μοναζουσῶν στήν Μονή Σναγκώβ, ζήτησε ἀπό τόν ἀπαγωγέα τήν ἀπελευθέρωση τῆς μοναχῆς. Ἀντ' αὐτοῦ ὁ Πασᾶς πολιόρκησε τήν Τσερνίκα. Τότε ὁ Ἅγιος κατά τήν συνήθειά του κάλεσε τούς μοναχούς καί τούς πιστούς σέ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία καί ἐναπέθεσε στόν θεό τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης καί τήν προστασία μοναχῶν καί προσφύγων. Ἡ ἀπάντησις του θεοῦ ὑπῆρξε ἄμεση. Τό ἑπόμενο πρωϊ, πρίν ὁ Πασᾶς διατάξει ἐπίθεση κατά τῆς Μονῆς, πυροβολήθηκε ἀπό ἕναν συνωμότη στρατιώτη. Παραδόξως τήν σφαίρα τοῦ δολοφόνου σταμάτησε ἕνα πουγγί που εἶχε στήν τσέπη τοῦ στήθους του ὁ Πασᾶς!
Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος ἀπέδωσε τήν ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς του στήν προσβολή τῆς τιμῆς τῆς μοναχῆς καί τήν διάσωσή του στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γι' αὐτόν. Ἔστειλε, λοιπόν, τό πουγγί καί τήν χρυσοκέντητη στολή του στό μοναστήρι καί παρεκάλεσε μέ τήν ἀξία τους νά ἀνοίξουν ἕνα πηγάδι. Τό πηγάδι αὐτό σώζεται μέχρι σήμερα καί ὀνομάζεται «Τό Πηγάδι τοῦ Τούρκου».
Ἡ συγκέντρωση τόσων προσφύγων στό μοναστήρι ἐπέφερε κάποια στιγμή τήν ἐξάντληση τῶν ἀποθεμάτων τροφίμων. Σέ μία περίπτωση ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Ἅγιος ζήτησε τήν βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ ἁγ. Νικολάου. «Ὅταν σηκώθηκε ὁ μεγάλος Στάρετς ἀπό τήν προσευχή — γράφει τό «Γεροντικό» — ἔφθασαν στήν πύλη τοῦ μοναστηριοῦ πέντε ἄτομα, πού τραβοῦσαν ἀνά δύο βόδια μέ κάρα φορτωμένα παξιμάδι, σταλμένο ἀπό τόν Πασᾶ, τόν ἀρχογό τῶν Τούρκων τοῦ κοντινοῦ στρατοπέδου»!
Ἄλλοτε πάλι καί ἐνῶ εἶχε τελειώσει τό ἀλεύρι, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε γονατιστός στό κελλί του στόν ἅγ. Νικόλαο καί ἔδωσε ἐντολή νά ψαλλεῖ ἡ Παράκλησή του στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς. Μετά τόν Ἑσπερινό ἔφθασαν στήν πύλη τῆς Μονῆς δύο ἄγνωστοι μέ ἕνα φορτίο ἐκλεκτό ἀλεύρι. Ὁ ἀποστολέας τῆς ἐλεημοσύνης αὐτῆς θέλησε νά παραμείνει ἄγνωστος.
Παροιμιώδης ὑπῆρξε ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Ἁγίου. Κάποτε, ἐνῶ συνομιλοῦσε μέ τόν Γέροντά του π. Ποιμένα, κάποιος λαϊκός τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη 50 λέϊ (ἐθνικό νόμισμα τῆς Ρουμανίας). Ὁ Ἅγιος τοῦ τά ἔδωσε εὐχαρίστως καί μετά ἀπό μία ὧρα κάποιος ξένος ἦρθε καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ, ὁ πατέρας μου πρίν κοιμηθεῖ μοῦ εἶπε νά φέρω στό μοναστήρι 1.000 λέϊ. Νά, ἐδῶ εἶναι τά 500, τά ὑπόλοιπα θά τά φέρω αὔριο, διότι δέν τά ἔχω τώρα»!
«Τί σκεπτόσουν π. Καλλίνικε — ρώτησε γ. Ποιμένας — ὅταν ἔδινες ἐλεημοσύνη σ' αὐτόν τόν ἄνθρωπο;"
«Μακάρι νά ἤθελα νά δώσω 100 λέϊ, ἀλλά δέν θέλησα. Τοῦ ἔδωσα μόνο 50 καί ἔλαβα 500, ὅπως λέγει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο (Ματθ. ε' 7)".
Ἄλλοτε, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος, «ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν Ἀκολουθία σέ μία ἐκκλησία στήν Κράγιοβα — γράφει τό «Ρουμανικό Γεροντικό» — ὁ Ἐπίτροπος τοῦ ἔδωσε ἕξη φλουριά. Μετά ἀπό λίγο ἦρθε στήν αὐλή τοῦ Ἐπισκοπείου μία γυναῖκα καί τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη. Ἔβγαλε τότε τά φλουριά καί τά ἔβαλε στά χέρια της. Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἡ ἴδια γυναῖκα ἦρθε πάλι στήν πόρτα τοῦ Ἁγίου νά ζητήσει ἐλεημοσύνη. Τότε κάλεσε τόν π. Ἀναστάσιο, τόν μαθητή του, καί τοῦ ἔδωσε ἐντολή:
«Δῶσε ἐλεημοσύνη τῆς γυναῖκας πού εἶναι ἐδῶ».
«Ἅγιε Πάτερ — ἀπάντησε αὐτός — αὐτή ἡ γυναῖκα πῆρε ἔξη φλουριά ὅταν ἐμεῖς ἐπιστρέφαμε ἀπό τήν ἐκκλησία».
Τότε ὁ πρᾶος ποιμένας τοῦ εἷπε μέ αὐστηρότητα: «Ἀλλά καί ὁ Ὁσιότης σου ἄν ἔφαγες, πήγαινε καί σήμερα μήν φᾶς τίποτα ἄλλο. Ἦταν κι αὐτή χρεωμένη σέ κάποιους, γι' αὐτό ζητάει πάλι. Πήγαινε ἐσύ καί τῆς δίνω ἐγώ ἐλεημοσύνη».
Ἀπό τό περιστατικό αὐτό μαρτυρεῖται καί τό προορατικό χάρισμα τοῦ Ἁγίου.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1854, ἐπισκεπτόμενος ὁ ἅγ. Καλλίνικος μέ τήν συνοδεία του τήν Τιργκόβιστα, μέ τήν συνοδεία τοῦ μαθητοῦ του καί πολλῶν ἄλλων ὑποτακτικῶν του, «κατά παράκλησι τῶν πιστῶν σταμάτησε μία νύκτα σ' ἕνα χωριό δίπλα στόν δρόμο. Τότε ἦρθαν τά παιδιά ἑνός πλουσίου ἀνθρώπου καί εἶπαν στόν καλό ποιμένα, ὅτι ὁ πατέρας των πέθανε πρίν πολλά χρόνια, ἀλλά τό σῶμα του δέν διαλύθηκε στό χῶμα. Τόν ξέθαψαν τρεῖς φορές, τοῦ ἔκαναν μνημόσυνο μέ Ἀρχιερέα καί μέ παπάδες, ἀλλά πάλι ἔθαψαν τό σῶμα του ἄλειωτο στόν τάφο. Παρακάλεσαν, λοιπόν, τόν ἅγ. Καλλίνικο νά τούς δώση ἄδεια νά ξεθάψουν γιά τέταρτη φορά τόν πατέρα των καί ἀφοῦ ὁ μακάριος θά τελοῦσε τήν Ἀρχιερατική Λειτουργία, θά τοῦ διάβαζε τίς ευχές τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀποθαμένων ἁμαρτωλῶν.
Ὁ καλός ποιμήν εὐσπλαχνίσθηκε τά παιδιά κι ἔτσι ἔκανε ὑπακοή. Μετά τό πέρας τῆς Λειτουργίας πῆγαν ὅλοι στό μνῆμα. Τό σῶμα τοῦ μακαρίτου ἦταν ὁλόκληρο καί ἄλειωτο. Τό σήκωσαν καί τό στήριξαν στόν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Καί — ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος — τήν ὥρα πού ὁ ἅγ. Καλλίνικος διάβαζε τίς εὐχές τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, τό ἄλειωτο σῶμα ἄρχισε νά μετατρέπεται σέ χῶμα, ἀπό τά πόδια μέχρι τό κεφάλι! Στό τέλος τῶν εὐχῶν ὁλόκληρο τό σῶμα εἶχε μεταβληθεῖ σέ ἕνα σωρό ἀπό χῶμα, ἀνακατεμένο μέ ἄσπρα κόκκαλα! Κατάπληκτοι ὅλοι ἀπ' αὐτό δόξασαν τόν Θεό»!
Κάποτε ἄλλοτε, ἐπιστρέφοντας ὁ Ἅγιος μέ τήν συνοδεία του ἀπό τήν Σκήτη Λαϊνίτσι (βλ. φωτό), ὅπου ἡσύχαζε ὁ πνευματικός του Στάρετς Ἡρωδίων (*), ξαφνικά σταμάτησε, κάθησε στήν γῆ καί ἄρχισε νά κλαίει.
«Γιατί κλαῖς, Ἁγιώτατε Πάτερ;» τόν ρώτησε ἕνας μαθητής του. «Δέν πιστεύω — ἀπάντησε ὁ Ἅγιος — ὅτι θά ζήσω ἄλλο, γιά νά δῶ ἄλλον Ἡγούμενο νά ἀναλαμβάνει τήν διαποίμανση τῆς Τσερνίκας. Ὁ Στάρετς Νίκανδρος κοιμήθηκε»!
Ἕνας ἀπό τούς μαθητές του σημείωσε τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα τοῦ γεγονότος καί ὅταν μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες ἐπέστρεψε στό μοναστήρι ἐπιβεβαίωσε, ὅτι πράγματι ὁ Ἡγούμενος εἶχε κοιμηθεῖ τήν στιγμή πού ὁ Ἅγιος πληροφορήθηκε «ἐν Πνεύματι» τήν κοίμησή του!
Τό καλοκαίρι τοῦ 1867, μία παιδοῦλα ἀπό τό χωριό Μουϊρεάσκα πού ἔβοσκε τά πρόβατά της κοντά στήν Μονή Φρασινέϊ, κατά λάθος παραβίασε τό ἄβατο καί ἀμέσως ἀσθένησε ἀπό ἐπιληψία! Οἱ γονεῖς της θορυβημένοι παρεκάλεσαν τόν ἐφημέριό τους π. Ἰωάννη, νά μεσιτεύσει στόν πνευματοφόρο Ἐπίσκοπο Καλλίνικο νά τήν συγχωρήσει.
«Τί λυπηρό γεγονός — εἶπε ὁ Ἅγιος ὅταν τό ἔμαθε — ἄς πᾶμε νά προσευχηθοῦμε γι' αὐτήν».
Ὅταν μπῆκε στό σπίτι τῆς μικρῆς, τήν βρῆκε στό κρεββάτι νά ὑποφέρει. «Θά γίνεις καλά — τήν διαβεβαίωσε — ναί, θά γίνεις καλά. Ἐγώ σέ συγχώρεσα, νά προσευχηθοῦμε τώρα στόν Θεό νά σέ συγχωρήσει κι Αὐτός».
Μετά διάβασε στήν μικρή τήν σχετική εὐχή, τῆς ἔδωσε Ἁγιασμό καί ἐπανέλαβε: «Ναί, θά γίνεις καλά». Τήν ἑπομένη ἡ μικρή ἦταν ἀπολύτως ὑγιής!
Ἄλλοτε, ὁ γιός τοῦ Πρωτομάστορα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Ρίμνικ καί τῆς Μονῆς Φρασινέϊ Κωστάκε ἀσθένησε ἀπό ἐπιληψία. Φοβισμένος ὁ πατέρας πῆγε στόν θαυματουργό Ἐπίσκοπο νά τόν παρακαλέσει γιά τήν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ του. «Πήγαινε σπίτι σου γέρο — μάστορα — τοῦ εἶπε ὁ Ἀρχιερεύς — καί παρακάλεσε τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ». Μπαίνοντας στό σπίτι του
ὁ Κωστάκε βρῆκε τό παιδί του θεραπευμένο νά προσεύχεται μπροστά σέ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας! «Προσευχηθεῖτε κι ἐσεῖς στήν Θεοτόκο — εἶπε τό παιδί — δέν βλέπετε πῶς προσεύχεται ὁ Ἁγιώτατος Ἐπίσκοπος;"
Ἔξαλλος ἀπό χαρά ὁ πατέρας ἔτρεξε νά εὐχαρισήσει τόν Ἅγιο, ἀλλά στήν πόρτα τῆς αὐλῆς του βρῆκε τόν μαθητή του ἀρχιμ. Ἀναστάσιο.
«Πού πηγαίνεις;» τόν ρώτησε ὁ Κληρικός.
«Πηγαίνω στόν Ἐπίσκοπο — ἀπάντησε ὁ Κωστάκε — νά τόν εὐχαριστήσω γιατί ὁ γιός μου ἔγινε καλά».
«Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ λόγος πού μέ στέλνει μέ τήν Κάρα τοῦ ἁγ. Μερκουρίου; Τό παιδί σου πρέπει νά προσκυνήσει τά λείψανα» εἶπε ὁ Ἀναστάσιος.
Πράγματι τό παιδί προσκύνησε κι εὐχαρίστησε τόν Θεό.
Ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός, ἐνδεικτικό τοῦ χαρίσματος τῶν ἰαμάτων μέ τό ὁποῖο εἶχε ἐλεηθεῖ ὁ ἅγ. Καλλίνικος, ἀφορᾶ τήν θεραπεία δαιμονιζόμενης γυναίκας. Κάποτε, ἐνῶ ὁ Ἅγιος λειτουργοῦσε στό Παρεκκλήσιο τοῦ Ἐπισκοπείου, ἔφεραν γιά γυναίκα δεμένη μέ ἁλυσίδες, καταταλαιπωρημένη ἀπό ἀκάθαρτο πνεῦμα, καί τοῦ ζήτησαν νά διαβάσει ἐξορκισμούς. Μετά τήν ἀνάγνωση τῶν ἐξορκιστικῶν εὐχῶν καί τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ πάσχουσα θεραπεύθηκε! Κλείστηκε, τότε, ὁ Ἅγιος στό κελλί του κι ἄρχισε νά κλαίει.
«Γιατί κλαίει ἡ Ἁγιωσύνη σου;» ρώτησε ἕνας μαθητής.
«Δέν εἶναι τίποτα παιδί μου — ἀπάντησε ὁ Ἅγιος — ἀλλά βλέπω ὅτι γιά τίς πολλές μου ἁμαρτίες μέ παιδεύει ὁ Θεός. Νά πῆτε σέ ὅλους, ὅτι τό θαῦμα αὐτό ἔγινε ἀπό τόν Θεό κι ὄχι ἀπό ἐμένα τόν ἁμαρτωλό».
Ἐνδεικτικές τοῦ προρατικοῦ — προφητικοῦ χαρίσματος τοῦ ἁγ. Καλλινίκου εἶναι οἱ προφητείες του γιά τήν πατρίδα του Ρουμανία. «Γνώριζε, παιδί μου — εἶχε πεῖ σέ ἕναν μαθητή του — ὅτι στά 1866 ὁ Κοῦζα δέν θά εἶναι πλέον Ἡγεμόνας τῆς χώρας καί ἔχουν νά γίνουν μεγάλες ἀλλαγές. Νά ξέρεις ἀκόμη, ὅτι τό 1867 ἔχει νά ἔρθει στήν χώρα μας ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας μέ τήν οἰκογένεια καί τόν στρατό του. Θά περάσει στίς Παραδουνάβιες χώρες, θά συγκρουστεῖ μέ τούς Τούρκους, ἀλλά θά νικηθεῖ. Τότε οἱ Ρῶσοι θά ζητήσουν τήν βοήθεια τῶν Ρουμάνων καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά πετύχουν οἱ Ρουμάνοι μεγάλες νίκες, ὥστε νά τούς ἐξυμνήσει καί νά τούς θαυμάσει ὅλος ὁ ἡπερωτικός κόσμος.
Μετά ἀπό αὐτόν τόν αἱματηρό πόλεμο, ἔχει νά γίνει ἕνας μεγάλος πόλεμος μέ τήν πέννα, δηλαδή τήν διπλωματία. Καί μετά ἀπό αὐτόν θά ἔρθει ἕνας μεγάλος πόλεμος πού δέν ἔχει γίνει ποτέ στήν γῆ καί μακάριοι ὅσοι θά ἐπιζήσουν μετά ἀπό αὐτόν τόν γενικό πόλεμο»!
Ὁ ἅγ. Καλλίνικος δηλαδή προεῖδε «ἐν Πνεύματι» τήν παραίτηση τοῦ Ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου Κοῦζα (1859 — 1866), τόν Ρωσο Τουρκικό Πόλεμο (1854 κ. ἐξ.), τήν βασιλεία τοῦ Καρόλου Α' κατά τήν ὁποία ἡ Ρουμανία ἔγινε ἀνεξάρτητη (1876, γεγονός πού ἀναγνωρίστηκε ἀπό τό Συνέδριο τοῦ Βερολίνου τό 1877) καί τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο!
(Ὁ Στάρετς Ἡρωδίων γεννήθηκε τό 1810 καί μόνασε νεώτατος στήν Μονή τῆς Τσερνίκας. Γιά τίς ἀρετές ἐκτιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τόν ἅγ. Καλλίνικο, ὁ ὁποῖος ὅταν ἔγινε Ἐπίσκοπος Ρίμνικ τόν χειροτόνησε Διάκονο καί Πρεσβύτερο (τό 1853) καί τόν κατέστησε Ἡγούμενο τῆς ἡσυχαστικῆς Σκήτης Λαϊνίτσυ. Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς ἐκδιώξεως τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἀκόλουθο περιστατικό: Κάποτε μία γυναῖκα τοῦ πρόσφερε ἕνα δοχεῖο γάλα. «Δέν δέχομαι τό γάλα — τῆς εἶπε ὁ Ὅσιος — διότι δέν εἶναι ἀπό τούς κόπους τῶν χειρῶν σου». «Ὄχι, Πάτερ — τοῦ εἶπε ἡ γυναῖκα — δικό μου εἶναι». «Δέν τό ἔστειλες χθές στόν διάβολο;", τῆς εἶπε ὁ Ἡρωδίων, «πῶς νά τό δεχθῶ ἀφοῦ δέν εἶναι δικό σου;"
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1900, ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω του 30 μοναχούς. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1929 καί κατατέθηκε καί πάλι στόν τάφο του, ὅπου καί σήμερα βρίσκεται. Ἡ ἁγιότητά του τιμᾶται τοπικά ἀπό τούς πιστούς τῆς γύρω περιοχῆς, «οἱ ὁποῖοι ὅταν ἔχουν κάποια στενοχωρία, ἔρχονται στήν Σκήτη Λαϊνίτσυ, προσεύχονται, ἀγγίζουν τά ροῦχα των στόν τάφο τοῦ Ὁσίου καί ἀναχωροῦν ἀναπαυμένοι γιά τά σπίτια των».)
Ἡ ἐμφάνισις τῶν Ἁγίων Νικολάου καί Γεωργίου
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1829, ὁ Ἅγιος βρισκόταν στό κελλί του, στό μεγάλο νησί τοῦ ἁγ. Νικολάου, κοντά στόν ξενῶνα τῆς Μονῆς. Κοιτάζοντας ἀπό τό παράθυρό του εἶδε πλῆθος προσκυνητῶν καί τούς ἐπιτετραμένους Μοναχούς νά ἀγωνίζονται νά τούς ἐξυπηρετήσουν. «Θεέ μου — σκέφθηκε — πόσο ἔχει δυσφημισθεῖ τό μοναχικό σχῆμα ἀπό τήν συναναστροφή τῶν μοναχῶν μέ λαϊκούς»! Κατόπιν πολύ στενοχωρημένος ἄρχισε νά διαβάζει τόν βίο τοῦ ἀγαπημένου του ἁγ. Νικολάου. Τότε ἀξιώθηκε τῆς «κατ' ὄναρ» ἐμφανίσεως τῶν ἐφόρων τῆς Μονῆς Ἁγίων Νικολάου ἐπ. Μύρων καί Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, τούς ὁποίους συνόδευε ὁ Ὅσιος Στάρετς Γεώργιος, ὁ Ἡγούμενος τῶν νεανικῶν του χρόνων.
«Σήκω — τοῦ εἶπε ὁ ἅγ. Νικόλαος — νά κτίσεις στό μικρό νησί μία ἐκκλησία στό ὄνομα τοῦ ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου».
«Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά σοῦ στείλουμε ὅ,τι χρειαστεῖς», πρόσθεσε ὁ ἅγ. Γεώργιος.
«Νά μήν ἔχεις καμμία ἀμφιβολία στήν καρδιά σου», πρόσθεσε ὁ Στάρετς Γεώργιος.
Ὁ ἅγ. Καλλίνικος ταραγμένος ἀπό τήν ἐμφάνιση αὐτή, ἐπισκέφθηκε ἀμέσως τόν Γέροντα καί Πνευματικό του Πατέρα Στάρετς Ποιμένα. «Δέν εἶναι, παιδί μου, διαβολική φαντασία — τόν διαβεβαίωσε ὁ Γέροντας — ἀλλά ἀληθινή θεία ὁπτασία, διότθι μοῦ ἐφάνη κι ἐμένα τρεῖς φορές αὐτή τήν νύκτα. Ἀφοῦ ἔκανα τόν κανόνα μου, κάθισα σ' αὐτό τό σκαμνί νά ξεκουραστῶ λίγο, μέχρι νά χτυπήσει τό σήμαντρο καί μέ πῆρε ὁ ὕπνος. Ξαφνικά εἶδα, ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ καί μπῆκε ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Γεώργιος καί μαζί του ἄλλοι δύο. Ὁ ἕνας ἦταν ντυμένος ἀρχιερατικά καί ὁ ἄλλος στρατιωτικά καί ἔμοιαζαν μέ τόν ἅγ. Νικόλαο καί τόν ἅγ. Γεώργιο.
«Πῶς ἀγωνίζεται ὁ δοῦλος σου Ποιμήν στήν μοναχική του ἄσκησι;", ρώτησε ὁ Ἀρχιερεύς τόν Στάρετς.
«Καλά περνάει μέχρι τώρα, δι' εὐχῶν σας Ἅγιοι», ἀπάντησε ὁ Στάρετς Γεώργιος.
Τότε γύρισε σέ μένα ὁ ἅγ. Νικόλαος καί μοῦ εἶπε: «Ποιμήν, τέκνον μου, νά καλέσεις καί νά πεῖς στό τέκνο μου Καλλίνικο, νά κτίσει στό νησί αὐτό μία ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ ἁγ. γεωργίου, ὥστε νά μήν ἀναμιγνύονται οἱ μοναχοί μέ τούς λαϊκούς καί δυσφημεῖται τό μοναχικό πολίτευμα».
Στήν συνέχεια ὁ ἅγ. Γεώργιος πρόσθεσε: «Ὅ, τι χρειαστῆτε θά σᾶς τά στείλουμε».
Τότε ὁ Στάρετς Γεώργιος πρόσθεσε: «Ποιμήν, παιδί μου, νά εἶσαι ἐπικεφαλῆς σ'αὐτό τό ἔργο». Καί στήν συνέχεια μοῦ εἶπε: «Ποιμήν, παιδί μου, πήγαινε στήν ἐκκλησία». Καί τότε ξύπνησα».
Τήν ἐποχή τοῦ ὁράματος στό νησί τοῦ ἁγ. Γεωργίου ὑπῆρχαν μόνον μερικά κελλιά καί ἕνα Παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στόν Τροπαιοφόρο Μεγαλομάρτυρα. Κατά θεία οἰκονομία ὁ ἅγ. Γεώργιος εἶχε ἀπό προηγουμένως φροντίσει γιά τά ὑλικά μέσα τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, πολλοί Ρουμάνοι προύχοντες εἶχαν συμφωνήσει νά ἀνατρέψουν τήν ἡγεμονία τῶν Φαναριωτῶν καί νά ἐκλέξουν Ρουμάνο Ἡγεμόνα. Τά χρήματα πού συγκεντρώθηκαν γιά τόν σκοπό αὐτό τά ἐμπιστεύθηκαν στόν Ἐπίσκοπο Ἰωαννίκιο Στρατονικία πού ἡσύχαζε στό Βουκουρέστι, μέ τόν ὅρο — ἄν ἀποτύγχανε τό κίνημα — νά διατεθοῦν γιά τήν ἀνέγερση μιᾶς ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιδημία χολέρας τοῦ 1831 ἀνέτρεψε τίς προϋποθέσεις ἐπιτυχίας τοῦ σχεδίου αὐτοῦ καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωαννίκιος ἔδωσε τά χρήματα στόν φίλο του ἅγ. Καλλίνικο. Ὁ Ἅγιος ἄρχισε τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τό 1833 καί τόν ὁλοκλήρωσε τό 1836, τήν 8η Ἰανουαρίου 1838 ὅμως ὁ νέος Ναός καταστράφηκε ἀπό σεισμό. Ὁ ἅγ. Καλλίνικος ξανάκτισε τόν Ναό τό 1842, οἰκοδόμησε κελλιά κ. ἄ. βοηθητικές ἐγκαταστάσεις καί ὕψωσε τεῖχη. Ἔστι οἰκονομήθηκαν καλύτερα οἱ μοναχοί τῆς Τσερνίκας καί ἔπαυσε ὁ συγχρωτισμός τους μέ τούς λαϊκούς.
Ἐξαιρετικά ὀργανωτικός ὁ ἅγ. Καλλίνικος, ἀνόρθωσε τά οἰκονομικά τῆς Τσερνίκας, ἵδρυσε μετόχι στό χωριό Μπουέστ τῆς περιοχῆς Ἰλβώφ, ἔκτισε σπίτια καί καταλύματα γιά τούς ἐργαζομένους, καλλιέργησε τήν γῆ καί φύτεψε ἀμπέλια καί δάση, ὥστε νά θαυμάζουν τήν ὀργανωτική του διάθεση καί πρωτοβουλία. Γιά νά διατηροῦν ὅμως οἱ μοναχοί ταπεινό φρόνημα, τήν ἐνδυμασία τους ἄφησε στήν φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ Πρίγκιπα Κοῦζα καί ἄλλων λαϊκῶν.
Πέραν τῶν ἔργων στήν Μονή Τσερνίκας ὁ ἅγ. Καλλίνικος τό 1846 οἰκοδόμησε τό Καθολικό τῆς Μονῆς Πασάρεα (ὅπου εἶχε κοιμηθεῖ ἡ μητέρα του ὡς Φιλοθέη Μοναχή). Ὡς Ἐπίσκοπος εἶχε ἕδρα τήν πόλη τῆς Κράγιοβας (ὅπου ἔγινε δεκτός ἀπό τόν λαό μέ ἱερό ἐνθουσιασμό). Ὅταν τό 1854 ἐξεράγη ὁ Ρωσο — Τουρκικός Πόλεμος καί Τουρκικά στρατεύματα μπῆκαν στήν ἐπαρχία τῆς Ὀλτένιας, ὁ ἅγ. Καλλίνικος μέ μεγάλο μέρος τοῦ ποιμνίου του μετακινήθηκε στό Ρίμνικουλ, ὅπου παρά τό ἐμπερίστατο ἵδρυσε ἐκκλησιαστικό τυπογραφεῖο, στό ὁποῖο ἐκτύπωνε ἐκκλησιαστικά βιβλία, τά ὁποῖα διέθετε δωρεάν σέ κληρικούς καί λαϊκούς. Τήν περίοδο 1854 — 56 ἀνακαίνισε τόν Καθεδρικό Ναό καί τό Ἐπισκοπεῖο (πού εἶχαν καταστραφεῖ ἀπό ἐμπρηστές) καί ἄλλους ναούς τῆς ἐπαρχίας του.
Κτιτορικό ἔργο τοῦ ἁγ. Καλλινίκου εἶναι καί ἡ Μονή Φρασινέϊ, τιμωμένη στήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βρίσκεται στίς πλαγιές τοῦ Ὄρους Παρίγκ, σέ ἡσυχαστική θέση. Ὁ Ἅγιος τήν ἵδρυσε τό 1843 σέ σημεῖο πού ἤδη ἀπό τόν 17ο αἰ. ὑπῆρχε ἑστία ἐρημιτῶν. Τό Καθολικό της κτίσθηκε τό 1863. Μαζί μέ τό Ἁγιορείτικο Τυπικό ὁ ἅγ. Καλλίνικος ἐπέβαλε καί τό ἄβατο τῶν γυναικῶν, ὄχι μόνον στήν Μονή, ἀλλά καί στήν περιοχή της. Μία πινακίδα μέ ἡμερομηνία 17 Ἰανουαρίου 1867 προειδοποιοῦσε τούς περαστικούς γιά τό ἄβατο. Οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν τόσο πολύ σέβονταν τήν ἐντολή τοῦ Ἐπισκόπου τους, ὥστε ἄν τυχόν κάποιο ζῶο ἔμπαινε στήν ἀπαγορευμένη περιοχή, οἱ γυναίκες ἐπέστρεφαν στό χωριό τους καί καλοῦσαν ἄνδρες νά τό βγάλουν! Σήμερα ἡ Μονή ἀριθμεῖ 50 περίπου πατέρες. Ἡ προσέγγισι τῶν γυναικῶν ἀπαγορεύεται σέ ἀπόστασι ἑνός χιλιομέτρου γύρω ἀπό αὐτήν. Ἔτσι στήν ἀπόσταση αὐτή, κοντά στήν ἐξωτερική πύλη, ὑπάρχει Παρεκκλήσιο, ξενῶνας γιά τίς γυναίκες καί Πνευματικός γιά τήν ἐξυπηρέτησή τους.
Τό ἔργο τοῦ ἁγ. Καλλινίκου προκάλεσε — ὅπως εἶναι φυσικό γιά τήν μεταπτωτική ἀνθρώπινη φύση — ζηλοφθονία σέ ἀρκετές περιπτώσεις. Λ.χ. ἐπί Ἡγεμόνος Ἀλεξάνδρου Κοῦζα, παρατηρήθηκε μία σύγχυσις στό Σεμινάριο τοῦ Ρίμνικ. Ὁ Ἅγιος μέ τήν παρέμβασή του διόρθωσε τά πράγματα, ὁ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ὑπουργός Θρησκευμάτων ὅμως θεωρήθηκε θιγμένος, διότι ὁ Ἐπίσκοπος δέν δέχθηκε τήν ἐπέμβαση ὑπαλλήλου τοῦ Ὑπουργείου του, καί ζήτησε ἀκρόαση ἀπό τόν Πρίγκιπα, μέ αἴτημα τήν ἔκπτωση ἀπό τόν Θρόνο τοῦ ἐπ. Καλλινίκου, ἀπείλησε μάλιστα νά ὑποβάλλει τήν παραίτησή του.
«Τήν παραίτησή σας μπορῶ νά τήν δεχθῶ — ἀπάντησε ὁ Πρίγκιπας — ἐνῶ διάταγμα κατά τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ρίμνικ δέν θά ὑπογράψω ποτέ». Καί πρόσθεσε μέ δυνατή φωνή: «Σκαρλάτε, αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ πλέον πνευματικός καί ἅγιος μοναχός καί δέν ὑπάρχει ἄλλος παρόμοιος σ' ὅλο τόν κόσμο»!
Τό τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας
Ὁ ἅγ. Καλλίνικος ποίμανε τήν Ἐπισκοπή του θεοφιλῶς γιά 17 χρόνια. Τό 1867, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν, ἐπέστρεψε στήν μονή τῆς μετανοίας του, στήν Τσερνίκα. Στό μοναστήρι ἔφθασε τήν 24η Μαρτίου 1867, Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως. Τήν ἑπομένη πῆγε στό Καθολικό καί παρακολούθησε τήν Θεία Λειτουργία. Κατόπιν ἔδωσε τό ἀντίδωρο καί τήν εὐχή του στούς μοναχούς καί ἐπέστρεψε στό κελλί του, ὅπου ἔμεινε ἔγκλειστος μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὁ Μητροπ. Βλαχίας Νήφων, θέλοντας νά ἐξομολογηθεῖ στόν Ἅγιο, εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά στόν μαθητή του ἀρχιμ. Ἀναστάσιο: «Ξέρω, ὅτι ἐσεῖς οἱ ἀδελφοί Μπαλτοβίνι, ὑπηρετήσατε μέ φόβο Θεοῦ τόν Ἐπίσκοπό σας. Σέ παρακαλῶ,ὁτᾶν ἰδῆς πῶς εἶναι βαρειά ἀσθενής, νά μέ εἰδοποιήσεις καί μένα νά ἐξομολογηθῶ, διότι ἔχω πολλά πού πρέπει νά τοῦ φανερώσω, ὅσο εἶναι σ' αὐτή τήν ζωή ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μέ συγχωρήσει».
Ὅταν ὁ Μητροπολίτης ἦρθε καί ἐξομολογήθηκε στόν Ἅγιο, ἔφυγε χαρούμενος καί μέ φωτισμένο πρόσωπο! «Παιδί μου — εἶπε τότε ὁ ἅγ. Καλλίνικος στόν μαθητή του ἀρχιμ. Ἀναστάσιο — ὁ Νήφων τά εἶπε ὅλα καί πιστεύω ὅτι ἔχει ἐλπίδα στήν σωτηρία του. Νά γνωρίζεις, ὅτι στά ἑπτά χρόνια, ὅταν θά μέ ξεθάψετε, θά μπεῖ ὁ Μητροπ. Νήφων στόν τάφο μου»!
Πράγματι ὁ Νήφων κοιμήθηκε ἑπτά χρόνια μετά τήν κοίμηση του ἁγ. Καλλινίκου, τό 1875, καί ἐνταφιάσθηκε στόν τάφο του!
Ὁ ἅγ. Καλλίνικος ὡς Ἐπίσκοπος προϊσταται Ἁγιασμοῦ κατά τήν ἔναρξη μιᾶς Ἐθνοσυνελεύσεως Ἐκκλησιαστικῶν καί Πολιτικῶν παραγόντων.
Κάποια βραδυά ὁ ἀρχιμ. Ἀναστάσιος σκέφθηκε, ὅτι θά δοξάσει ὁ Θεός τόν Ἅγιό Του μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ λειψάνου του. Ὁ ἅγ. Καλλίνικος γνώρισε ἀμέσως «ἐν Πνεύματι» τόν λογισμό τοῦ ὑποτακτικοῦ του καί ἔσπευσε νά τόν διορθώσει λέγοντας: «Γιατί σκέπτεσαι τέτοια ὑψηλά πράγματα γιά μένα; Ἐγώ προσευχήθηκα γι' αὐτό στόν Θεό, νά διαλύσει τό ἁμαρτωλό σῶμα μου»!
Τήν 29η Μαρτίου 1868, ὁ Ἅγιος εἶπε στόν μαθητή του ἀρχιμ. Ἀναστάσιο: «Ἔχε στό νοῦσ σου ὅ,τι σοῦ εἶπα τό 1852 στήν Κράγιοβα, ὅτι ἐσεῖς οἱ ἀδελφοί Μπαλντοβίνι, Ἀναστάσιος καί Ὀρέστης, θά μοῦ κλείσετε τά μάτια καί θά μέ μεταφέρετε στόν τάφο μου. Ἀπό τώρα ἔχω 14 ἡμέρες καί μετά ἀναχωρῶ ἀπ' αὐτό τόν κόσμο. Φρόντισε νά μέ ντύσεις μετά τόν θάνατό μου μέ τά ροῦχα πού σοῦ εἶπα ὅτι ἔστειλε ἡ Μοναχή Σάφτα Μπρινκοβεάνκα ἀπό τήν Μολδαβία».
Τό Πάσχα τοῦ 1868 (7η Ἀπριλίου), ὁ Ἅγιος ζήτησε ἀπό ἕναν Ἱερομόναχο νά λειτουργήσει στό Παρεκκλήσιο τοῦ κελλιοῦ του, γιά νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, χωρίς νά διακόψει τόν ἐγκλεισμό του. Προηγουμένως, τήν μεγάλη Πέμπτη, εἶχε καλέσει στό κελλίτου ἑπτά Ἱερεῖς γιά τό Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου. Μετά τό μυστήριο ὁ Ἅγιος εἶπε στούς Ἱερεῖς: «Πατέρες, προσευχηθῆτε γιά μένα στόν Θεό, διότι ἴσως αὐτές τίς ἡμέρες νά χωρισθοῦμε»!
Μετά τήν Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, ἕνας μαθητής ζήτησε τήν εὐλογία του γιά νά πάει γιά κάποια ὑπηρεσία στό Ρίμνικ. «Θά πᾶς τήν 11η Ἰουνίου — τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος — μέχρι τότε ὅμως διάβαζέ μου τήν Ἀκολουθία μου, διότι χωρίς ἀμφιβολία δέν μπορῶ μόνος μου».
Τήν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, 11η Ἀπριλίου 1868, συμπληρώθηκαν οἱ 14 ἡμέρες πού εἶχε προφητεύσει ὁ Ἅγιος στόν μαθητή του Ἀναστάσιο. Λίγες ἡμέρες πρίν ὁ Ἡγούμενος τῆς Τσερνίκας Στέφανος εἶχε πάρει τήν εὐχή καί τίς τελευταῖες συμβουλές του.
Νωρίς τό πρωϊ τῆς 11ης Ἀπριλίου, μετά τήν Ἀκολουθία πού διάβασε ὁ ἀρχιμ. Ἀναστάσιος, ὁ Ἅγιος ζήτησε καθαρό πουκάμισο, τήν στολή τῆς ταφῆς του καί ἕναν Σταυρό τόν ὁποῖο προσκύνησε λέγοντας, «Τίμιε Σταυρέ βοήθησέ με». «Ἦρθαν πολλοί καί μεγάλοι ἄνθρωποι στό σπίτι — εἶπε στούς παρισταμένους — καί θέλουν νά μέ πάρουν μαζί τους. Θά ξαναϊδωθοῦμε στήν μακαριότητα τοῦ ἄλλου κόσμου»! Μέ τά λόγια αὐτά, συνοδευόμενος ἀπό Ἀγγέλους, Ἁγίους καί τούς «μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένους» πνευματικούς του προπάτορες, ἔγηρε τό κεφάλι του στά χέρια τοῦ μαθητή του π. Γερμανοῦ καί παρέδωσε εἰρηνικά τό πνεῦμα του «εἰς χεῖρας Θεοῦ».
Κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξη τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Καλλινίκου εὐπρεπίσθηκε ἐπί θρόνου, ἐνδεδυμένο τά ἄμφια τῆς χειροτονίας του σέ Ἐπίσκοπο. Μετά ἀπό διήμερη ἔκθεσι σέ λαϊκό προσκύνημα στό Καθολικό τῆς Μονῆς, τό Σάββατο 13 Ἀπριλίου, ἔγινε ἡ κηδεία καί ὁ ἐνταφιασμός του. Χοροστάτησε ὁ Μητροπ. Νήφων συμπαραστατούμενος ἀπό τέσσερεις Ἐπισκόπους, δεκάδες Ἱερεῖς καί Διακόνους καί τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς, συμπροσευχομένων 10.000 περίπου πιστῶν! Ὁ σεπτός νεκρός τοῦ ἁγ. Καλλινίκου ἐνταφιάσθηκε στήν βόρεια πλευρά τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Γεωργίου, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔκτισε.
Μετά τήν ταφή ἦρθε στήν Μονή μία ἐπιτροπή τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων, γιά νά παραλάβει τήν περιουσία τοῦ ἐκλιπόντος. Ἡ ἐπιτροπή βρῆκε μόνον 180 ἑλληνικές δραχμές καί ἑκατοντάδες ἀποδείξεις ἐλεημοσυνῶν!
Τά τίμια Λείψανα ἀνακομίσθηκαν εὐωδιάζοντα τό 1875, ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ Ἅγιος, γιά νά ἐνταφιαστεῖ στόν τάφο του ὁ Μητροπ. Νήφων. Ἔκτοτε φυλάσσονται στήν Μονή Τσερνίκας, στόν Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, σέ πολυτελέστατη λάρνακα, ἐνδεδυμένα τά ἀρχιερατικά ἄμφια. Ἐκεῖ δέχονται τόν σεβασμό καί τήν τιμητική προσκύνηση τῶν Ρουμάνων καί τῶν ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι συρρέουν στήν Μονή ἐλκυόμενοι ἀπό τήν φήμη τῶν θαυμάτων του.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας τό 1955 καί ἡ ἡμέρα μνήμης του εἶναι ἡ 11η Ἀπριλίου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ὁ ἅγ. Καλλίνικος ἔδυσε σωματικῶς τό 1878, πνευματικῶς ὅμως παραμένει μεταξύ τῶν πιστῶν, δέχεται τά αἰτήματά τους καί μέ τήν παρρησία πού ἔχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μεσιτεύει ὑπέρ τοῦ λαοῦ Του καί θαυματουργεῖ. Πέντε πρόσφατα θαύματα τοῦ Ἁγίου λαμβάνουμε ἀπό τό «Ρουμανικό Γεροντικό».
Ὅπως μαρτυροῦν πιστοί πού συμμετεῖχαν στήν τελετή διακηρύξεως τῆς ἁγιότητάς του, τήν 23η Ὀκτωβρίου 1955, τήν ὥρα τῆς λιτανεύσεως τῆς λάρνακας τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου γύρω ἀπό τόν Ναό, ἕνα παιδί περίπου 10 ἐτῶν ἄρχισε νά φωνάζει δυνατά, «Μαμά, λῦσε μου τά μάτια γιατί βλέπω»!
Τό παιδί εἶχε πάθει μόλυνση στά μάτια καί ἡ μητέρα του τό εἶχε φέρει στήν Μονή, ἐπικαλούμενη τίς πρεσβείες τοῦ ἁγ. Καλλινίκου. Ὅπως διηγήθηκε τό ἴδιο, κατά τήν διάρκεια τῆς λιτανείας τό πλησίασε κάποιος ἱεροφορεμένος καί ἀφοῦ τό ἔχρισε μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σέ ὅλο τό σῶμα τοῦ εἶπε: «Νά, θεραπεύθηκες»! Πράγματι ὅταν ἔλυσαν τούς ἐπιδέσμους, τό παιδί ἔβλεπε κανονικά!
Τό καλοκαῖρι τοῦ 1965, μία πιστή ἀπό τήν συνοικία Μπάλτα Ἄμπα τοῦ Βουκουρεστίου, προσβλήθηκε ἀπό καρκῖνο, ὁ ὁποῖος σταδιακά ἐπεκτάθηκε σέ ὅλο της τό σῶμα. Τότε οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ νοσοκομείου πού νοσηλεύονταν, ἀποφάσισαν τήν ἐπιστροφή στό σπίτι της, γιά νά περιμένει ἐκεῖ τό μοιραῖο. Ὅταν οἱ συγγενεῖς της ὅμως πληροφορήθηκαν τά θαύματα τοῦ ἁγ. Καλλινίκου τήν μετέφεραν στήν Τσερνίκα, ὅπου θεραπεύθηκε σταδιακά τελείως καί ἐπέστρεψε στήν ἐργασία της!
Τήν 12η Δεκεμβρίου 1969, μία πιστή ἀπό τό Τίργκου Νεάμτς θεραπεύθηκε ἀπό καρκῖνο τοῦ στήθους, πρός μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκείων καί τῶν γιατρῶν της, ἐπικαλουμένη τίς πρεσβείες τοῦ ἁγ. Καλλινίκου.
Τό 1970 ἦρθε στήν Τσερνίκα μία γερόντισσα μέ τόν ἐκ γενετῆς τυφλό ἐγγονό της, ἡλικίας 2 ἐτῶν. Κοντά στήν λάρνακα τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου, τό παιδάκι στάθηκε ὄρθιο στηριζόμενο στήν λάρνακα καί τότε διαπιστώθηκε, ὅτι ἡ ὅρασή του εἶχε ἀποκατασταθεῖ!
Τό καλοκαῖρι τοῦ 1972, ἦρθε νά προσευχηθεῖ στόν ἅγ. Καλλίνικο μία Ἑλληνίδα πού εἶχε γεννηθεῖ στήν Βράϊλα Ρουμανίας, κάτοικος Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας ἡ κόρη — ἡλικίας τότε 9 ἐτῶν — ἦταν παράλυτη. Ἡ δυστυχής μητέρα προσευχήθηκε μέ δάκρυα στήν λάρνακα τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου, ὅπου σταύρωσε τά ροῦχα τοῦ παιδιοῦ της. Τό ἑπόμενο καλοκαίρι (1973), ἦρθε πάλι στήν Τσερνίκα γιά νά εὐχαριστήσει τόν Ἅγιο.
«Πῶς γιατρεύτηκε ἡ κόρη σου;» ρώτησαν οἱ Μοναχοί.
«Ὅταν ἔφτασα στό σπίτι μου — ἀπάντησε ἡ γυναῖκα — προσευχήθηκα καί πάλι καί τότε μοῦ φανερώθηκε ὁ ἅγ. Καλλίνικος καί μοῦ εἶπε: «Γιά τήν πίστι σου ἡ κόρη σου θεραπεύθηκε»!
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Ἱεράρχα Καλλίνικε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.