Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012
Γιά τόν Μεγάλο Ἁγιασμό καί τήν χρήση του
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται κάθε χρόνο τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου. Πολλοί εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ρωτοῦν ἄν ὁ Ἁγιασμός αὐτός πίνεται, χρησιμοποιεῖται γιά ραντισμό, φυλάσσεται στά σπίτια καί ἄν ἀντικαθιστᾶ τήν θεία Κοινωνία.
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, μεταγλωττισμένο στήν νεοελληνική, ἀποτελεῖ «εἰδική γνωμοδότηση περί τοῦ θέματος τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, δηλ. πῶς λαμβάνεται αὐτός παρά τῶν χριστιανῶν, ἐάν φυλάσσεται καί ἐάν ἀπ' αὐτόν μεταλαμβάνουν» οἱ πιστοί, συνταχθέν ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου. Ἀρχικῶς αὐτή δημοσιεύθηκε στά ΔΙΠΤΥΧΑ τοῦ ἔτους 1999 (σσ. οη΄-π΄), πρός ἐνημέρωση τῶν εὐλαβέστατων Ἐφημερίων καί πληροφόρηση τῶν πιστῶν.
1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στόν Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;
baptish.jpgὉ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός.
Μικρός Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν, καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές τόν χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στόν Ναό.
2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τόν χρόνο στόν Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις. Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τήν συμμετοχή τους στην θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ' ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει».
Ἀπαραίτητα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε ἀντικαθιστᾶ τήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τήν μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν τό ταχύτερο.
3. Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ' αὐτόν σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ' αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ...) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον» (πρβλ. καί τήν συναφή εὐχή σέ βασκανία· «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν... καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»).
Ἀναντίρρητα, χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους («ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων.
Προϋποτίθεται βέβαια ὅτι στίς οἰκίες, ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία πού ἀποδιώχνει τήν Θεία Χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες).
4. Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς-, γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν. Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τόν χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν» (Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).
Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια, ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους: Πρῶτον, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου.
Πρίν ἀπό κάθε Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι, ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων, σάν προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.
Καί δεύτερον· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης: αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν.
Ἔτσι λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τόν Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ης Ἰανουαρίου. Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ' αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.
Τέλος ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τόν Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).
Ἡ κλοπή τοῦ χρόνου μας
Κάποτε ο διάβολος κάλεσε μια παγκόσμια συνέλευση δαιμόνων. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ανάμεσα στα άλλα, είπε:
«Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τους Χριστιανούς να πηγαίνουν στην εκκλησία.
Δεν μπορούμε να τους εμποδίσουμε να διαβάζουν την Αγία Γραφή και να γνωρίζουν την αλήθεια.
Δεν μπορούμε ούτε ακόμα και να τους εμποδίσουμε να έχουν μια ζωντανή στενή σχέση με τον Σωτήρα τους.
Άπαξ και αποκτήσουν αυτήν τη σύνδεση με τον Ιησού, εμείς χάνουμε κάθε δύναμη πάνω τους.
….Έτσι, το μόνο που μας μένει είναι να τους κλέψουμε το χρόνο τους. Ας πηγαίνουν στην εκκλησία, δεν πειράζει, ας έχουν εκεί τις συνεστιάσεις τους κι όλα τα υπόλοιπα.
Ας έχουν έργο και δράση. Μόνο να μην έχουν χρόνο να αναπτύξουν αυτή τη ζωντανή σχέση με τον Ιησού.
…Να τι θέλω από σας. Αποσπάστε τους την προσοχή από τον Σωτήρα τους και εμποδίστε τους από του να έχουν θερμή και στενή σχέση μαζί Του όλη μέρα. Ας τους παρασύρουμε σε μια χαλαρή σχέση με τον Ιησού, τυπική σχέση, χωρίς γνήσια πίστη και αγάπη γι’ Αυτόν.
Πώς θα το κάνουμε αυτό; ρώτησαν τότε οι δαίμονες.
Βάλτε τους να ασχολούνται με τα δευτερεύοντα θέματα και βρείτε τρόπους αμέτρητους να κρατάτε απασχολημένο το μυαλό τους, απάντησε.
Βάλτε μέσα τους τον πειρασμό να ξοδεύουν, να ξοδεύουν, να ξοδεύουν και να δανείζονται χρεώνοντας τις κάρτες τους.
Πείστε τις γυναίκες τους να πάνε να δουλεύουν πολλές ώρες εκτός σπιτιού και τους άνδρες να δουλεύουν 6-7 μέρες την εβδομάδα, 10-12 ώρες την ημέρα, έτσι ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του τρόπου ζωής τους.
Εμποδίστε τους να ξοδεύουν χρόνο με τα παιδιά τους. Έτσι, καθώς θα διασπάται η οικογένειά τους, σύντομα το σπίτι δεν θα αποτελεί πια για αυτούς καταφύγιο από την πίεση της δουλειάς τους.
Κρατάτε πάντα το μυαλό τόσο γεμάτο με ερεθίσματα ώστε να είναι αδύνατο να ακούσουν τη σιγανή και απαλή φωνή του Θεού.
1. Βάλτε τους να παίζουν το ραδιόφωνο και το κασετόφωνο όποτε οδηγούν.
2. Φροντίστε να έχουν συνεχώς ανοιχτά στο σπίτι τους τα CD, το βίντεο, την τηλεόραση και τους υπολογιστές.
3. Βάλτε σε κάθε κατάστημα κι εστιατόριο που μπαίνουν μουσική που να παίζει ασταμάτητα. Αυτό θα συννεφιάζει το μυαλό τους και θα αδυνατίζει την κοινωνία τους με τον Χριστό μέσω της προσευχής.
4. Γεμίστε τα τραπέζια τους με περιοδικά και εφημερίδες. Κάντε τους υπερκαταναλωτικά όντα, να αγοράζουν, να ξοδεύουν χωρίς να έχουν τίποτα από αυτά πραγματική ανάγκη. Να ασχολούνται, να ταλαιπωρούνται και να απομακρύνονται από τον Ιησού Χριστό.
5. Σφυροκοπάτε τα μυαλά τους ακατάπαυστα με ειδήσεις όλο το 24ωρο.
6. Γεμίστε τους δρόμους με διαφημιστικές αφίσες, ώστε να μην τους αφήνετε στιγμή σε ησυχία όσο οδηγούν ή περπατούν.
7. Πλημμυρίστε τα γραμματοκιβώτιά τους με άχρηστα διαφημιστικά, καταλόγους ρούχων, τυχερών παιχνιδιών και κάθε τι που προάγει ψεύτικες ελπίδες ευημερίας.
8. Βάλτε κοκαλιάρικα μοντέλα στα εξώφυλλα των περιοδικών και στην τηλεόραση ώστε οι άνδρες να θεωρούν αυτά ως πρότυπα ομορφιάς και να μην ικανοποιούνται με την εμφάνιση της γυναίκας τους.
9. Δώστε κούραση στις συζύγους ώστε τα βράδια να μην είναι σε θέση να χαρούν σαν ζευγάρια με τους άνδρες τους. Δώστε τους πονοκεφάλους ώστε οι άνδρες να έχουν παράπονα, πικρίες και να αρχίσουν να ψάχνουν αλλού για ευχαρίστηση. Αυτό θα διαλύσει γρήγορα τις οικογένειες.
10. Διαφημίστε τον Αϊ Βασίλη ώστε να κλέψετε την προσοχή των παιδιών από το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων.
11. Το Πάσχα διαδώστε τα κουνελάκια και τα κόκκινα αυγά στη θέση του μηνύματος της Ανάστασης και της νίκης της αμαρτίας.
12. Ακόμα και στη διασκέδασή τους φέρτε τους στα άκρα. Όταν γυρίζουν από διακοπές να είναι πτώμα στην κούραση και να έχουν μετανιώσει για τις επιλογές τους.
13. Μην τους αφήνετε να βγαίνουν στη φύση και να παρατηρούν ό,τι ο Θεός έφτιαξε.
14. Αντί για αυτό, στέλνετέ τους σε λούνα παρκ, γήπεδα, κινηματογράφους, παιδότοπους και κονσέρτα.
15. Κρατάτε τους πάντα υπεραπασχολημένους. Να μη σκέφτονται, να μην αναζητούν, να μη προβληματίζονται.
16. Και όταν συναντώνται για πνευματική συντροφιά με άλλους πιστούς, κάντε ώστε να φεύγουν από κει με διαταραγμένη συνείδηση.
17. Δώστε τους να ασχολούνται με τόσους πολλούς ‘καλούς’ στόχους, που να μην έχουν χρόνο ούτε ανάγκη να εκζητήσουν τη δύναμη του Ιησού στη ζωή τους.
18. Σύντομα θα δουλεύουν ασταμάτητα για αυτόν το καλό σκοπό, που όμως ο Θεός δεν τους ανέθεσε, θυσιάζοντας την υγεία τους και την οικογένειά τους σ’ αυτόν με μεγάλη πιθανότητα να τα χάσουν και τα δύο.
Θα δουλέψει σίγουρα το σχέδιο αυτό.»
Οι δαίμονες έτρεξαν γρήγορα να βάλουν σε εφαρμογή όλα αυτά, ώστε οι Χριστιανοί να μην έχουν χρόνο για τον Σωτήρα τους.
H Mελαγχολία, η ταπείνωση και ο εξομολόγος (Γερ Πορφυριος)
Κάποια βραδιά είχαμε συγκεντρωθεί μια ομάδα μαζί με έναν Αγιορείτη. Νύχτωσε. Ο καιρός ήταν ανταριασμένος και απειλητικός. Όμως, κοντά στο Γέροντα και για όσους ακόμη δεν ήταν μαθημένοι στη σκοτεινή νύχτα της φύσης, δεν ταραζότανε η γαλήνη. Ο Γέροντας μιλούσε για τη διαφορά της ταπεινοφροσύνης από το πλέγμα της κατωτερότητας. Ο ταπεινός, έλεγε, δεν είναι μια προσωπικότητα διαλυμένη. Έχει συνείδηση της κατάστασής του, αλλά δεν έχει χάσει το κέντρο της προσωπικότητάς του. Ξέρει την αμαρτωλότητά του, την μικρότητά του και δέχεται τις παρατηρήσεις του πνευματικού του ,των αδελφών του. Λυπάται, αλλά δεν απελπίζεται. Θλίβεται, αλλά δεν εξουθενώνεται και δεν οργίζεται. Ο κυριευμένος από το πλέγμα της κατωτερότητας, εξωτερικά και στην αρχή, μοιάζει με...
τον ταπεινό. Αν όμως, λίγο τον θίξεις ή και τον συμβουλεύσεις, τότε το αρρωστημένο εγώ εξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αυτή τη λίγη ειρήνη που έχει. Το ίδιο, έλεγε, συμβαίνει και με τον παθολογικά μελαγχολικό σε σχέση με το μετανοούντα αμαρτωλό. «Ο μελαγχολικός περιστρέφεται κι ασχολείται με τον εαυτό του και μόνο. Ο αμαρτωλός ,που μετανοεί κι εξομολογείται, βγαίνει από τον εαυτό του. Αυτό το μεγάλο έχει η πίστη μας: τον εξομολόγο, τον πνευματικό. Έτσι και το πεις στο Γέροντα, κι έλαβες τη συγχώρηση, μη γυρνάς πίσω». Αυτό το τόνιζε πολύ . Να μην ξαναγυρνά κανείς στα προηγούμενα, αλλά να προχωρά. Πόσους αιχμαλωτισμένους στη μαύρη χώρα της απελπισίας δεν είχε σώσει την έσχατη ώρα τραβώντας τους με τη δύναμη της παρρησίας του στο Θεό
Η φοβερή προφητεία του αββά Παμβώ!!!
Ερώτησε κάποτε ένας μοναχός τον αββά Παμβώ: «Αλήθεια γέροντα, θα αλλάξουν οι συνήθειες και οι παραδόσεις των χριστιανών και δεν θα υπάρχουν ιερείς στις εκκλησιές;»
Και ο Γέροντας απάντησε: «Εκείνο τον καιρό θα ψυχραθεί η αγάπη των πολλών και θα πέσει μεγάλη θλίψη. Θα γίνουν επιδρομές εθνών.
Μετακινήσεις λαών, αστάθεια στους βασιλείς, ανωμαλία στους κυβερνήτες, οι ιερείς θα γίνουν άσωτοι και οι μοναχοί θα ζουν με αμέλεια. Οι ηγούμενοι θα αδιαφορούν για τη δική τους σωτηρία αλλά και του ποιμνίου τους. Θα είναι όλοι τους πρόθυμοι και πρώτοι στα τραπέζια και εριστικοί. Οκνηροί στις προσευχές αλλά πρόθυμοι στην καταλαλιά, έτοιμοι για κατηγορία. Δεν θα θέλουν ούτε να μιμούνται ούτε αν ακούνε βίους και λόγους Γερόντων, αλλά κυρίως θα φλυαρούν και θα λένε «αν ζούσαμε κι εμείς στις μέρες τους, θα αγωνιζόμασταν και εμείς».
Οι επίσκοποι πάλι των καιρών εκείνων θα δείχνουν δουλικότητα προς τους ισχυρούς, θα βγάζουν τις αποφάσεις ανάλογα με τα δώρα που θα παίρνουν και δεν θα υπερασπίζονται τους φτωχούς, όταν θα κρίνονται. Θα θλίβουν τις χήρες και θα καταταλαιπωρούν τα ορφανά.
Ακόμη θα εισχωρήσει και στον λαό απιστία, ασωτία, μίσος, έχθρα, ζήλεια, φιλονικία, κλεψιά, μέθη, έξαλλες διασκεδάσεις, μοιχεία, πορνεία, φόνοι και διαρπαγές.»
Είπε τότε ο αδελφός: «Και τί θα μπορεί να κάνει κανείς σε τέτοιους δύσκολους καιρούς;»
Και ο Γέροντας απάντησε: «Παιδί μου, σε τέτοιες ημέρες θα σωθεί εκείνος που θέλει και προσπαθεί να σώσει την ψυχή του και αυτός θα ονομαστεί μέγας στη Βασιλεία των Ουρανών».
.Διδακτική διήγηση για όσους «σκοτώνουν» τον πολύτιμο χρόνο τους
Ζούσε στους πρώτους αιώνας ένας μοναχός, ό οποίος όσες φορές τον ερωτούσε ό Ηγούμενος του «Πώς πηγαίνει; στην υγεία σου, αδελφέ;».
Αυτός πάντοτε παραπονιόταν ότι ήταν κατάκοπος από την πολλή εργασία.
Ακούγοντας καθημερινώς ό Ηγούμενος το ίδιο παράπονο ερώτησε κάποια ημέρα τον Μοναχό: «Τι είδους εργασία κάμνεις και κοπιάζεις τόσον πολύ, αδελφέ;»
Και ό Μοναχός απάντησε: Άγιε Ηγούμενε έχω τόσες εργασίες κάθε ημέρα και νύκτα, ώστε οί δυνάμεις μου δεν θα έφθαναν γι' αυτές, εάν ό Θεός δεν με βοηθούσε:
Πρώτον, έχω δύο γεράκια, τα οποία προσπαθώ να κρατώ δέσμια και να τα εξημερώνω.
Δεύτερον, έχω δύο λαγούς, τους οποίους φυλάγω για να μη φύγουν.
Τρίτον, έχω δύο βόδια, τα οποία επιβλέπω για να εργάζονται.
Τέταρτον, έχω ένα λύκο τον οποίον προσέχω δια να μη βλάψει κανένα.
Πέμπτον, έχω ένα λιοντάρι, το οποίο προσπαθώ να κατανικήσω, και
Έκτον, έχω ένα ασθενή, τον οποίον πρέπει πάντοτε να τον περιποιούμαι. Ό Ηγούμενος αφού άκουσε αυτά γέλασε λίγο και είπε στον Μοναχό: Αυτά. παιδί μου, δεν γίνονται, διότι είναι αδύνατον να εκτελεί κανείς τόσες εργασίες.Και όμως, σεβαστέ μου πάτερ, απάντησε ό
Μοναχός, σου είπα την αλήθεια.
Και ό Ηγούμενος, ό οποίος νόμιζε μέχρι ένα βαθμό επιπόλαια και χωρίς περιεχόμενο τα λόγια του Μοναχού, είπε: Εξήγησέ μου, παιδί μου, την παραβολή.
Και ό Μοναχός απάντησε:
1, Πρώτον, τα δύο γεράκια, Πάτερ μου, είναι τα δύο μάτια μου, τα οποία πετούν, πηγαίνουν από δω και άπ' εκεί και πρέπει να φροντίζω για να μη δουν κάτι, το οποίο θα μπορούσε να με προτρέψει σε κάποια αμαρτία, πράγμα δυστυχώς πού έπαθε ό προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ, βλέποντας την γυναίκα του Ούριου, την Βηρσαβεέ.
2,Δεύτερον, οι δύο λαγοί, είναι τα πόδια μου, τα οποία πρέπει να εμποδίζω από το να τρέχουν στις ηδονές και τον δρόμο της αμαρτίας διότι εις το βάπτισμά μου, όταν ό ιερεύς έχριε αυτά είπε: «Του πορεύεσθε τα διαβήματά Σου» δηλαδή του Ιησού Χριστού. Φαντάζεσαι λοιπόν, Πάτερ μου, πόσους κόπους χρειάζεται αυτό;
3,Τρίτον, τα δύο βόδια είναι τα χέρια μου, τα οποία επιβλέπω με μεγάλη προσοχή για να εργάζονται. Να εργάζονται όμως το αγαθόν ως τα χέρια του Κυρίου, πού πάλι στο βάπτισμά μου γι' αυτά ό ιερεύς είπε' «Αί χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με».
4,Τέταρτον, ό λύκος είναι ή γλώσσα μου, ή οποία πάντοτε έχει ανάγκη από χαλινάρι, για να μη δαγκάσει κανένα αδελφόν μου, με την κατηγορία, πού είναι παρών ή απών και πεθάνει. Και αντιλαμβάνεσαι, πάτερ μου, όταν το Άγιο Πνεύμα δια του Αδελφόθεου Ιακώβου για την γλώσσα λέγει: «Ει τις εν λόγω ου πταιει, ούτος τέλειος ανήρ», και πάλιν' «Ή γλώσσα πυρ, ό κόσμος της αδικίας, ούτως ή γλώσσα καθίσταται εν τοις μέλεσιν ημών ή σπιλούσα (μολύνουσα) όλον το σώμα...», και πάλιν: «Την γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου. Εν αυτή ευλογούμεν τον Θεόν και πατέρα, και εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ' όμοίωσιν Θεού γεγονότος...» (Ίακ. γ' 2, 6 και 8). Τι πρέπει να κάμνω εγώ με αυτό το θηρίο, τον λύκο πού έχω στο στόμα μου;
Άλλα και ακόμη, πώς εγώ, πάτερ μου, να επιτύχω αυτό πού λέγει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος για την γλώσσα, για να μη λέγει περισσότερα ή λιγότερα, αλλά όλα με το ζύγισμα να λέγω, για να είμαι δίκαιος χωρίς κόπου μεγάλου; Δεν λέγει ό Άγιος ότι: ζυγαριά να εχομεν την γλώσσα μας ώστε με μεγάλη προσοχή να ζυγίζομε τα λόγια μας και να μη λέμε περισσότερα ούτε λιγότερα αλλά τα σωστά με ακρίβεια. Διότι, εάν ζυγίζομε με ακρίβεια και μεγάλη προσοχή τον χρυσό και άλλα πράγματα, πρέπει, με μεγαλύτερη προσοχή και ακρίβεια, να προσέχομε τα λόγια μας.
Και ακόμη, πάτερ μου, πώς να μη παλέψω με τον λύκο αυτόν, την γλώσσα μου, πού διαβάζω τον Αββά Σισώη και λέγει' «Αδελφέ, έχω τριάντα χρόνια όπου δεν κάμνω πλέον δέησιν εις τον Θεόν περί αμαρτίας, αλλά αυτό μόνον λέγω εις την προσευχήν μου Κύριε Ιησού Χριστέ σκέπασαν με από της γλώσσης μου, διότι τόσους χρόνους έχω ασκητεύοντας και πάλιν σκοντάπτω με την γλώσσαν και αμαρτάνω».
5,Πέμπτον, ό λέων, πάτερ μου, είναι ή καρδιά μου, κατά της οποίας διεξάγω νύκτα και ημέρα πεισματώδη αγώνα και δυστυχώς με έλκει με μεγάλη βία σε όλα όσα βλάπτουν και καταστρέφουν την ψυχήν μου. Βλέπεις, πάτερ μου, «ότι έγκειται ή διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. η' 21), και ακόμη, ότι ή καρδία μου είναι ακάθαρτος ως είπεν ό Κύριος μου' «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιέ' 19)' και ότι πράγματι έτσι είναι και πρέπει να κουρασθώ να την καθαρίσω, μου το επιβεβαίωσε ό Προφήτης Δαβίδ πού λέγει εις τον Κύριον: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν έμοί ό Θεός, και πνεύμα ευθές έγκαινισον εν τοις έγκατοις μου» (Ψαλμ. 50, 12),
6, Έκτον, πάτερ μου, ό ασθενής, είναι το σώμα μου, το οποίον ποτέ δεν ευρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Άλλοτε θέλει τροφή και άλλοτε νηστεία. Άλλοτε ανάπαυση και άλλοτε τυραννία. Άλλοτε περίθαλψη και άλλοτε όχι, και για τον λόγον αυτόν είμαι αναγκασμένος να έχω την προσοχή μου διαρκώς γυρισμένη προς αυτό, για να το περιποιούμαι όσο είναι δίκαιο, επειδή χρειάζεται και αυτό όπως το τσούφλι για το αυγό.
Αφού άκουσε αυτά ό Ηγούμενος από τον σοφό του Μοναχό, τον συγχάρηκε και είπε: «Εάν όλοι κάναμε όπως εσύ τέκνον μου, δηλαδή να εργαζόμαστε δια να συγκρατήσομε τα πάθη μας και ενημερώσομε τον κακόν - εαυτό μας, ή γη θα γινόταν ουρανός και ‘όλοι θα είμασταν ευτυχισμένοι και ειρηνικοί».
Δυστυχώς, αγαπητοί, εμείς δεν εργαζόμαστε για τον εαυτό μας, και ή κοινωνία μας κατάντησε ζούγκλα, καιτοι στην Κυριακή προσευχή ό Κύριος μας προτρέπει να λέμε: «Έλθέτω ή βασιλεία σου..., ως εν ουρανώ και επί - της γης».
Άλλα που χρόνος για την ψυχή μας, την αρετή, την πίστη, τον Χριστό, την σωτηρία της ψυχής μας.
Βλέπετε τον κόσμον και τα του κόσμου ανόητα και αμαρτωλά τα έχουμε περισπούδαστα, μόδα, καφενείο, χαρτί, γήπεδο, ταβέρνα, διαφθορά, χορός και γενικά ότι έχει σχέση με την σάρκα. Γι' αυτό και φθάσαμε τόσο χαμηλά και ζούμε σαν να μην γνωρίσαμε Χριστόν και είμεθα άξιοι της τύχης μας.
Αυτό τιμωρούμεθα από τις επιλογές και τις αμαρτίες μας. Είθε να θελήσουμε να δεχθούμε τον θείο φωτισμό, εργαστούμε, για την κάθαρση των αισθήσεων : από τα πάθη, και την απόκτηση των αρετών του Ευαγγελίου για να έχομε ελπίδα σωτηρίας, με τις πρεσβείες της Παναγίας και όλων των Αγίων.
Αμήν.
Διήγηση του Γέροντα Χρύσανθου: Το θαύμα πολλαπλασιασμού των άρτων από τον Τίμιο Πρόδρομο
Τον περασμένο χρόνο (1939) ήμουν ένα διάστημα Τραπεζάρης. Πλησίαζε του Τ. Προδρόμου, κατά την οποία συνήθως μικροπανηγυρίζουμε. Εγώ από την προπαραμονή μέτρησα το ψωμί και ήταν όλα 250 ψωμιά. Μ’ αυτό έπρεπε να κάμω 4 τράπεζες, γνωρίζοντας ότι για κάθε τράπεζα ξοδεύονται 70-80 ψωμιά.Εξαιτίας δε της εορτής του Τιμίου Προδρόμου έπρεπε να δώσω στους ξένους προσκυνητές και ευλογία ψωμί ένα ή δύο στον καθένα. Λογαριάζω καλά το ψωμί και βλέπω ότι δεν θα με φθάσει να περάσω. Πηγαίνω στον ηγούμενο. Του λέω ότι το ψωμί δεν θα μας φθάσει και πρέπει αύριο (ήταν παραμονή της εορτής) να ζυμώσουμε. Ο ηγούμενος, δεν ξέρω τί συλλογίσθηκε, και μου λέει: «Όχι, όχι δεν θα ζυμώσουμε». «Μα Γέροντα, δεν θα μας φθάσει το ψωμί, θα ντροπιαστούμε και στους ξένους, να μην έχουμε ψωμί στην γιορτή του Τιμίου Προδρόμου». Αυτός πάλι το χαβά του!
«Όχι, λέει, θα περάσουμε». Τί να κάνω λοιπόν; Για να μη φιλονικώ, έφυγα πολύ λυπημένος και στενοχωρημένος. Πήγα στη τράπεζα, μοίρασα το ψωμί μέσα σε δύο κοφίνια. Έβαλα στο ένα 150 ψωμιά και στο άλλο 100. Αυτά έγιναν την Παρασκευή το πρωί. Σκέφθηκα, εν τω μεταξύ, για την τράπεζα του Σαββάτου το βράδυ να μουσκέψω παξιμάδι για να τραπεζώσω να εξοικονομήσω την ανάγκη. Την Παρασκευή λοιπόν και το Σάββατο το πρωί, για δύο τράπεζες που έγιναν, ξοδεύθηκαν τα 150 ψωμιά που υπήρχαν στο ένα κοφίνι. Αφού τελείωσε η τράπεζα του Σαββάτου το πρωί, το αδειανό κοφίνι το πήγα μέσα στο «παρακελλαρίκι», όπου έχουμε το παξιμάδι και τη ρακί. Μου έμειναν μόνον 100 ψωμιά και τα φύλαγα για το αυριανό τραπέζι στη γιορτή του Αγίου. Το απόγευμα του Σαββάτου πήγα στο «παρακελλαρίκι» να πάρω παξιμάδι και να το μουσκέψω, καθώς είχα προαποφασίσει και, ω, των θαυμασίων σου, Τίμιε Πρόδρομε! Βλέπω το αδειανό κοφίνι, που είχα βάλει το πρωί εκεί, και ήταν γεμάτο ψωμί φρέσκο. Τρίβω τα μάτια μου. Μήπως είναι πλάνη του πονηρού; Μήπως δε βλέπω καλά; Σ’ αυτό το κοφίνι εγώ είχα τα 150 ψωμιά και τα ξόδεψα τις δύο ημέρες! Τί είναι τούτο; Τί είναι το άλλο; Τούτο είναι θαύμα του Τιμίου Προδρόμου. Τρέχω λοιπόν στο Γέροντα χαρούμενος, του λέω όλη την ιστορία και τον προσκαλώ να έλθει μόνος του να δει το θαύμα. Πράγματι ήλθε, πιστοποίησε το θαύμα και δώσαμε και οι δύο την οφειλόμενη τιμή και δόξα στον Τίμιο Πρόδρομο. Και έβλεπες την άλλη μέρα παρακαλούσα τους ασκητές και ξένους προσκυνητές να πάρουν όχι από ένα, αλλά από πέντε και έξι ψωμιά ο καθένας, κηρύττοντας συνάμα σ’ όλους το θαύμα του Τιμίου Προδρόμου.