Κήρυγμα του μακαριστού μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος Χατζή στις 8 Μαρτίου 1970 στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας περί...Καρνάβαλου.Το εν λόγω κήρυγμα που μεταδώθηκε και εκ του ραδιοφώνου,εξόργισε το απριλιανό καθεστώς και οδήγησε την (υποταγμένη στην χούντα των Αθηνών) Ελλαδική Εκκλησία στην έκδοση απαγόρευσης προς κάθε ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου να κηρύττει στον Μητροπολιτικό Ναό.
''Ἀδελφοί μου,
Τίποτε δὲν καυτηρίασε ὁ Κύριος τόσο πολύ, ὅσο τὴν ὑποκρισία.
Καὶ ὀρθῶς, εἰς αὐτὴν εἶδεν, ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ὁ μεγαλύτερος παραπλανητικὸς κίνδυνος, δηλαδὴ τὸ ἑωσφορικὸν ἀγγελοφανὲς φῶς. Εἶναι πράγματι φοβερὴ ἡ δύναμις τῆς ὑποκρισίας. Τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴ ζῇ καὶ τὴν ἀσκεῖ, ὅσο καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑφίστανται. Καὶ εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ὑποκρισία, διότι ἀνταποκρίνεται πρὸς βαθύτατον ψυχολογικὸν αἴτημα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ φανῆ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι. Ἀκόμη καὶ ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. Καὶ ἔτσι ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν σωτηρίαν.
Σὲ λίγες ὧρες ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ναόν, ἔξω ἀπὸ τὴν γαλήνην του, εἰς τοὺς δρόμους αὐτῆς τῆς Πολιτείας, θὰ παρελάσῃ ὁ Καρνάβαλος. Μὴ τὸν περιφρονήσετε καὶ μὴ τὸν χλευάσετε καὶ μὴ μὲ κατακρίνετε, ποὺ τὸν ἀναφέρω αὐτὴ τὴ στιγμή. Δὲν εἶναι καθόλου ἄσχετος μὲ τὸ μέγιστο πρόβλημα τῆς ὑποκρισίας. Νὰ τὸν προσέξετε ἐφέτος τὸν Καρνάβαλο μὲ σεβασμὸ καὶ βαθὺ στοχασμό. Εἶναι πανάρχαιο τὸ φαινόμενο καὶ εἶναι φαινόμενο βαθυτάτου καὶ ἀγχώδους αἰτήματος τῆς ψυχῆς τοῦ ἄνθρωπου, νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν καθημερινή του ὑποκρισία μὲ μίαν ἔκφρασιν ἀνωνύμου, διονυσιακῆς νέας ὑποκρισίας.
Εἶναι τραγικὴ μορφὴ ὁ Καρνάβαλος.
Ζητεῖ νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισίαν ὑποκρινόμενος.
Ζητεῖ νὰ καταλύσῃ ὅλες τὶς ποικίλες προσωπίδες, ποὺ φορεῖ κάθε μέρα μὲ μία νέα, τὴν πιὸ ἀπίθανη.
Ζητεῖ νὰ ἐκκενώσῃ ὅ,τι ὑπάρχει ἀπωθημένο μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ, ἀλλὰ ἐλευθερία δὲν ὑπάρχει, ἡ τραγωδία τοῦ Καρνάβαλου παραμένει ἄλυτη. Τὸ βαθύτατο αἴτημά του εἶναι νὰ μεταμορφωθῆ.
Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, κοντὰ στὸν Καρνάβαλο. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μεταμόρφωση, τὸ κεντρικὸ κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν μεταμόρφωσι.
Νὰ μὴ τὸν καταδικάσουμε, λοιπόν, τὸν Καρνάβαλο, ἀλλὰ νὰ σταθοῦμε καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα του νὰ ἀκούσωμε τὴν ἀγωνία του, τὴν ἔκκλησί του καὶ τὸ δάκρυ του.
Ἐπαναλαμβάνω, τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ βαθύτερο κήρυγμα ζητεῖ ὁ Καρνάβαλος, περιφερόμενος εἰς τοὺς δρόμους τῆς Πολιτείας: Τὴ μεταμόρφωσι.
Καὶ εἶναι ὁ εἰλικρινέστερος καὶ ἐντιμότερος τῶν ὑποκριτῶν.
Ἴσως θὰ νομίσετε, ὅτι ἀστειεύομαι. Ἀπολύτως ὄχι. Δὲν ὑπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αὕτη τὴν ὥρα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ δική μας Ἐκκλησία, νὰ νοηθῇ ὡς ἄσχετη πρὸς τὴ ζωή, πρὸς τοὺς καιρούς, πρὸς τὴν ἀγωνίαν αὐτῆς τῆς ὥρας, πρὸς τὰ φλέγοντα προβλήματα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἁπλῶς ὡς πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη καὶ θεωροῦσα τὰ περὶ αὐτήν. Ὡς Ἐκκλησία εἴμεθα ἐμπεπλεγμένοι εἰς τὴν πορείαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν περιπέτεια, ποὺ ὀνομάζεται Ἱστορία, ἄγουσα εἰς τὴν τελείωσιν τῶν ἐσχάτων.
Ὑποκρινόμενοι τὴν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν.
Ὁμιλῶν εἰς τὴν 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τῆς Γενεύης, εἶχον εἰπεῖ: «Ἡ χθὲς παρῆλθε πρὸ πολλοῦ, οὔτε κἂν τὴν σήμερον ζῶμεν, μᾶς προέλαβεν ἡ μεθαύριον». Τὸ ἐπαναλαμβάνω αὐτὸ σήμερον ἐντονώτερον. Διότι εἶναι ἡ πέραν τῆς αὐτάρκους ὑποκρισίας ἀλήθεια, ἡ ἁπλή, ἡ εὐκολωτέρα ἀντιμετώπισις τῶν προβλημάτων εἶναι νὰ τὰ χλευάσῃ καὶ νὰ τὰ κατακρίνῃ κανεὶς καὶ νὰ ἀντιπαρέλθῃ, ὅπως ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης τῆς Σαμαρειτικῆς παραβολῆς. Ἀλλὰ ἡ πληγὴ εἶναι ἐδῶ καὶ κράζει.
Ποιὸς μπορεῖ ὑπευθύνως νὰ μᾶς πῇ, ὅτι εἶναι ἔξω κάθε ἱστορικῆς, ἐξελικτικῆς πραγματικότητας ὅλα αὐτὰ τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα καὶ φαινόμενα τῆς νέας γενεᾶς τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ἔξαλλος μουσική, οἱ ἔξαλλοι χοροί, ἡ ἔξαλλος ἐπένδυσις, ὅλη αὐτὴ ἡ παγκόσμιος ἐπανάστασις τῆς νεολαίας;
Άν ὅλοι οἱ μικρόνοες, ὅλοι οἱ ἐθελοτυφλοῦντες, ὅλοι οἱ παρελθοντολόγοι καὶ ἐγκαυχώμενοι διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς ἐποχῆς των συνωμοτήσουν, διὰ νὰ κατακρίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νὰ σταθῇ μὲ θεανδρικὴν κατανόησιν, ἐνανθρωπιζομένη ὅπως ὁ Κύριός της ἐν μέσῳ ἑνὸς νέου κόσμου, ποὺ ἔρχεται μακρόθεν, καὶ νὰ ἀκούσῃ αὐτὴ τὴν ἀγωνιώδη κραυγήν, ποὺ ἀναπηδᾶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρούμενα ἀπὸ ἐμᾶς ἔξαλλα πράγματα. Κάτι ἔχει νὰ μᾶς πῇ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα αὐτὸς ὁ κόσμος, ποὺ ἔρχεται νέος εἰς τὸ προσκήνιον τῆς Ἱστορίας.
Τὰ νομιζόμενα ἔξαλλα δι᾿ ἡμᾶς τοὺς παλαιούς, ὅταν λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν τὸ φοβερὸν γεγονός, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ τεραστία ἀπόστασις, ποὺ ὑπάρχει στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν, δηλαδὴ ἡ γενεά, ἡ ὁποία ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ ἐμένα ἔχει ἀπόστασιν τριῶν γενεῶν. Πῶς ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν νὰ τὴν κατανοήσωμεν ἡμεῖς αὐτὴν τὴν νέαν γενεάν, ποὺ ἔρχεται, ἐὰν δὲν εἴμεθα Ἐκκλησία Χριστοῦ συνεχῶς ἐνανθρωπίζομενη, συνεχῶς μεταμορφουμένη καὶ συνεχῶς μεταμορφώνουσα;
...
Δὲν θὰ ἐπιζήσωμεν ὡς χριστιανικαὶ ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι τοῦ κύματος αὐτοῦ τῶν ἐπερχομένων, ἐὰν δὲν ἑνωθῶμεν ὅλοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἶναι πλέον ἡ ὥρα νὰ λυτρωθῶμεν ἐκ τῆς ἀντιπατερικῆς ἰδέας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μόνον μέχρις ἑνὸς ὁρισμένου σημείου τῆς Ἱστορίας ἦτο δυνατὸν νὰ ἑρμηνεύσῃ τὴν θείαν Ἀποκάλυψιν. Πρέπει, ἐπὶ πλέον τοῦ πατερικοῦ πνεύματος, νὰ ἀναλάβωμεν ὡς Ἐκκλησία τὴν θείαν ὑπευθυνότητα καὶ τόλμην καὶ γενναιότητα τῶν Πατέρων καὶ νὰ θεολογήσωμεν τὸν Χριστόν, τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν. Ὄχι μὲ νομοκρατικὴν φαρμακίδειον, φερ᾿ εἰπεῖν, σωματειακὴν ἀντίληψιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ, ζῶντος ἐν τῇ ἀναστάσει.
Ἀδελφοί μου,
Τώρα εἰσερχόμεθα εἰς τὴν Ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν καὶ στὸ βάθος μᾶς ἀναμένει τὸ δράμα, τὸ θαῦμα καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἀναστάσεως, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἂς πορευθῶμεν πρὸς αὐτὸ τὸ ὅραμα καὶ βίωμα, ὄχι ἀσυγχώρητοι, ὄχι μὴ συγχωρήσαντες, ὄχι ἐν νηστείᾳ ἁπλῶς κρέατος καὶ ἐλαίου, ὄχι ἐν ὑποκρισίᾳ, ἀλλὰ ἐν θείᾳ ἐλευθερίᾳ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ πνεύματος.''
''Ἀδελφοί μου,
Τίποτε δὲν καυτηρίασε ὁ Κύριος τόσο πολύ, ὅσο τὴν ὑποκρισία.
Καὶ ὀρθῶς, εἰς αὐτὴν εἶδεν, ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ὁ μεγαλύτερος παραπλανητικὸς κίνδυνος, δηλαδὴ τὸ ἑωσφορικὸν ἀγγελοφανὲς φῶς. Εἶναι πράγματι φοβερὴ ἡ δύναμις τῆς ὑποκρισίας. Τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴ ζῇ καὶ τὴν ἀσκεῖ, ὅσο καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑφίστανται. Καὶ εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ὑποκρισία, διότι ἀνταποκρίνεται πρὸς βαθύτατον ψυχολογικὸν αἴτημα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ φανῆ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι. Ἀκόμη καὶ ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. Καὶ ἔτσι ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν σωτηρίαν.
Σὲ λίγες ὧρες ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ναόν, ἔξω ἀπὸ τὴν γαλήνην του, εἰς τοὺς δρόμους αὐτῆς τῆς Πολιτείας, θὰ παρελάσῃ ὁ Καρνάβαλος. Μὴ τὸν περιφρονήσετε καὶ μὴ τὸν χλευάσετε καὶ μὴ μὲ κατακρίνετε, ποὺ τὸν ἀναφέρω αὐτὴ τὴ στιγμή. Δὲν εἶναι καθόλου ἄσχετος μὲ τὸ μέγιστο πρόβλημα τῆς ὑποκρισίας. Νὰ τὸν προσέξετε ἐφέτος τὸν Καρνάβαλο μὲ σεβασμὸ καὶ βαθὺ στοχασμό. Εἶναι πανάρχαιο τὸ φαινόμενο καὶ εἶναι φαινόμενο βαθυτάτου καὶ ἀγχώδους αἰτήματος τῆς ψυχῆς τοῦ ἄνθρωπου, νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν καθημερινή του ὑποκρισία μὲ μίαν ἔκφρασιν ἀνωνύμου, διονυσιακῆς νέας ὑποκρισίας.
Εἶναι τραγικὴ μορφὴ ὁ Καρνάβαλος.
Ζητεῖ νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισίαν ὑποκρινόμενος.
Ζητεῖ νὰ καταλύσῃ ὅλες τὶς ποικίλες προσωπίδες, ποὺ φορεῖ κάθε μέρα μὲ μία νέα, τὴν πιὸ ἀπίθανη.
Ζητεῖ νὰ ἐκκενώσῃ ὅ,τι ὑπάρχει ἀπωθημένο μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ, ἀλλὰ ἐλευθερία δὲν ὑπάρχει, ἡ τραγωδία τοῦ Καρνάβαλου παραμένει ἄλυτη. Τὸ βαθύτατο αἴτημά του εἶναι νὰ μεταμορφωθῆ.
Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, κοντὰ στὸν Καρνάβαλο. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μεταμόρφωση, τὸ κεντρικὸ κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν μεταμόρφωσι.
Νὰ μὴ τὸν καταδικάσουμε, λοιπόν, τὸν Καρνάβαλο, ἀλλὰ νὰ σταθοῦμε καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα του νὰ ἀκούσωμε τὴν ἀγωνία του, τὴν ἔκκλησί του καὶ τὸ δάκρυ του.
Ἐπαναλαμβάνω, τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ βαθύτερο κήρυγμα ζητεῖ ὁ Καρνάβαλος, περιφερόμενος εἰς τοὺς δρόμους τῆς Πολιτείας: Τὴ μεταμόρφωσι.
Καὶ εἶναι ὁ εἰλικρινέστερος καὶ ἐντιμότερος τῶν ὑποκριτῶν.
Ἴσως θὰ νομίσετε, ὅτι ἀστειεύομαι. Ἀπολύτως ὄχι. Δὲν ὑπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αὕτη τὴν ὥρα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ δική μας Ἐκκλησία, νὰ νοηθῇ ὡς ἄσχετη πρὸς τὴ ζωή, πρὸς τοὺς καιρούς, πρὸς τὴν ἀγωνίαν αὐτῆς τῆς ὥρας, πρὸς τὰ φλέγοντα προβλήματα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἁπλῶς ὡς πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη καὶ θεωροῦσα τὰ περὶ αὐτήν. Ὡς Ἐκκλησία εἴμεθα ἐμπεπλεγμένοι εἰς τὴν πορείαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν περιπέτεια, ποὺ ὀνομάζεται Ἱστορία, ἄγουσα εἰς τὴν τελείωσιν τῶν ἐσχάτων.
Ὑποκρινόμενοι τὴν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν.
Ὁμιλῶν εἰς τὴν 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τῆς Γενεύης, εἶχον εἰπεῖ: «Ἡ χθὲς παρῆλθε πρὸ πολλοῦ, οὔτε κἂν τὴν σήμερον ζῶμεν, μᾶς προέλαβεν ἡ μεθαύριον». Τὸ ἐπαναλαμβάνω αὐτὸ σήμερον ἐντονώτερον. Διότι εἶναι ἡ πέραν τῆς αὐτάρκους ὑποκρισίας ἀλήθεια, ἡ ἁπλή, ἡ εὐκολωτέρα ἀντιμετώπισις τῶν προβλημάτων εἶναι νὰ τὰ χλευάσῃ καὶ νὰ τὰ κατακρίνῃ κανεὶς καὶ νὰ ἀντιπαρέλθῃ, ὅπως ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης τῆς Σαμαρειτικῆς παραβολῆς. Ἀλλὰ ἡ πληγὴ εἶναι ἐδῶ καὶ κράζει.
Ποιὸς μπορεῖ ὑπευθύνως νὰ μᾶς πῇ, ὅτι εἶναι ἔξω κάθε ἱστορικῆς, ἐξελικτικῆς πραγματικότητας ὅλα αὐτὰ τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα καὶ φαινόμενα τῆς νέας γενεᾶς τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ἔξαλλος μουσική, οἱ ἔξαλλοι χοροί, ἡ ἔξαλλος ἐπένδυσις, ὅλη αὐτὴ ἡ παγκόσμιος ἐπανάστασις τῆς νεολαίας;
Άν ὅλοι οἱ μικρόνοες, ὅλοι οἱ ἐθελοτυφλοῦντες, ὅλοι οἱ παρελθοντολόγοι καὶ ἐγκαυχώμενοι διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς ἐποχῆς των συνωμοτήσουν, διὰ νὰ κατακρίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νὰ σταθῇ μὲ θεανδρικὴν κατανόησιν, ἐνανθρωπιζομένη ὅπως ὁ Κύριός της ἐν μέσῳ ἑνὸς νέου κόσμου, ποὺ ἔρχεται μακρόθεν, καὶ νὰ ἀκούσῃ αὐτὴ τὴν ἀγωνιώδη κραυγήν, ποὺ ἀναπηδᾶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρούμενα ἀπὸ ἐμᾶς ἔξαλλα πράγματα. Κάτι ἔχει νὰ μᾶς πῇ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα αὐτὸς ὁ κόσμος, ποὺ ἔρχεται νέος εἰς τὸ προσκήνιον τῆς Ἱστορίας.
Τὰ νομιζόμενα ἔξαλλα δι᾿ ἡμᾶς τοὺς παλαιούς, ὅταν λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν τὸ φοβερὸν γεγονός, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ τεραστία ἀπόστασις, ποὺ ὑπάρχει στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν, δηλαδὴ ἡ γενεά, ἡ ὁποία ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ ἐμένα ἔχει ἀπόστασιν τριῶν γενεῶν. Πῶς ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν νὰ τὴν κατανοήσωμεν ἡμεῖς αὐτὴν τὴν νέαν γενεάν, ποὺ ἔρχεται, ἐὰν δὲν εἴμεθα Ἐκκλησία Χριστοῦ συνεχῶς ἐνανθρωπίζομενη, συνεχῶς μεταμορφουμένη καὶ συνεχῶς μεταμορφώνουσα;
...
Δὲν θὰ ἐπιζήσωμεν ὡς χριστιανικαὶ ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι τοῦ κύματος αὐτοῦ τῶν ἐπερχομένων, ἐὰν δὲν ἑνωθῶμεν ὅλοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἶναι πλέον ἡ ὥρα νὰ λυτρωθῶμεν ἐκ τῆς ἀντιπατερικῆς ἰδέας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μόνον μέχρις ἑνὸς ὁρισμένου σημείου τῆς Ἱστορίας ἦτο δυνατὸν νὰ ἑρμηνεύσῃ τὴν θείαν Ἀποκάλυψιν. Πρέπει, ἐπὶ πλέον τοῦ πατερικοῦ πνεύματος, νὰ ἀναλάβωμεν ὡς Ἐκκλησία τὴν θείαν ὑπευθυνότητα καὶ τόλμην καὶ γενναιότητα τῶν Πατέρων καὶ νὰ θεολογήσωμεν τὸν Χριστόν, τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν. Ὄχι μὲ νομοκρατικὴν φαρμακίδειον, φερ᾿ εἰπεῖν, σωματειακὴν ἀντίληψιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ, ζῶντος ἐν τῇ ἀναστάσει.
Ἀδελφοί μου,
Τώρα εἰσερχόμεθα εἰς τὴν Ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν καὶ στὸ βάθος μᾶς ἀναμένει τὸ δράμα, τὸ θαῦμα καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἀναστάσεως, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἂς πορευθῶμεν πρὸς αὐτὸ τὸ ὅραμα καὶ βίωμα, ὄχι ἀσυγχώρητοι, ὄχι μὴ συγχωρήσαντες, ὄχι ἐν νηστείᾳ ἁπλῶς κρέατος καὶ ἐλαίου, ὄχι ἐν ὑποκρισίᾳ, ἀλλὰ ἐν θείᾳ ἐλευθερίᾳ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ πνεύματος.''