Καθόταν σ΄ένα πάγκο στο αριστερό μέρος του καραβιού της γραμμής Πειραιάς-Θεσσαλονίκη-‘Άγιον Όρος. Κοίταζε το πέλαγος, τους γλάρους, τά κύματα το αγόρι με τά μπαλωμένα ρούχα.
Οι ναύτες του ζήτησαν εισιτήριο. Δέν είχε. Τον μάλωσαν. Εφτασε μεσημέρι. Στο κατάστρωμα είχαν καθίσει παρέες και έτρωγαν. Μιά κυρία πλησιάζει το χωριατόπαιδο καί του προσφέρει ένα κομμάτι ψωμί καί πάνω μαριδούλες τηγανητές. Γυρίζοντας λέει σχεδόν δυνατά:
-Τέτοια παιδιά, άλητόπαιδα, δεν πρέπει να τα κοιτάζει κανείς… αλλά τι νά κάνουμε…είμαστε καί άνθρωποι!
Το φτωχό αγόρι, όταν άκουσε την λέξη “αλητόπαιδο”, σκέφτηκε:
-Όντως αλητόπαιδο είμαι. Έγινα αλήτης της αγάπης του Θεού, είπε και χάρηκε μέσα στην ψυχούλα του.
-Χριστέ μου σώσε με, οδήγησέ με, προσευχόταν μυστικά.
Το όνομά του, Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης.
Μικρός έβοσκε τα πρόβατα στο χωριό του στην Εύβοια και τον φώναζαν Άγγελο. Άγγελο καί στό μεγάλο κατάστημα στη Χαλκίδα πού δούλευε, εφτά χρονών παιδάκι, καί ύστερα στό μπακάλικο του συγγενή του στον Πειραιά. Είχε πάει καί στην πρώτη Δημοτικού καί ήξερε νά συλλαβίζει. Διάβασε συλλαβιστά τό βίο του αγίου Ιωάννου τού Καλυβίτη, πού έπεσε στά χέρια του, καί άναψε μέσα του ή επιθυμία νά ακολουθήσει τήν αγγελική πολιτεία. “Εγινε μοναχός. “Οταν στά εικοσιένα του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, πήρε τό όνομα Πορφύριος.
Τό «άλητόπαιδο του Θεού» αναδείχθηκε σέ μιά άπό τις μεγαλύτερες όσιακές μορφές τής εποχής μας. Είναι ό Γέροντας Πορφύριος, ό διορατικός, ό στοργικός πνευματικός ό Γέροντας τοΰ πόνου καί τής αγάπης, όπως τόν ονόμασαν, πού ή Εκκλησία μας τόν κατέταξε στους αγίους της καί τιμά τή μνήμη του στίς 2 Δεκεμβρίου. Δώδεκα χρονών, οδηγημένος άπό τήν αγάπη του Χρίστου, ύστερα άπό περιπέτειες καί πισωγυρίσματα έφτασε γιά πρώτη φορά στό ‘Άγιον Όρος στα Καυσοκαλύβια. Μικρός και σχεδόν αγράμματος.
Ξέρεις να διαβάζεις; τόν ρώτησε ό παπα- Ίωαννίκιος.
-“Ε, λίγο ξέρω, απάντησε καί άρχισε νά διαβάζει ντροπαλά τόν πρώτο ψαλμό:
–Μα…μα…κά…κά…ρι…ρι…ος άνήρ…
-Καλά, παιδί μου, άσε νά διαβάσω έγώ, καί άλλη μέρα διαβάζεις έσύ. «Μακάριος άνήρ, ός ούκ έπορεύθη έν βουλή άσεβων…».
«Πρέπει νά μάθω νά διαβάζω», είπε μέσα του ό έφηβος ασκητής, «νά ξεστρίψει ή γλώσσα μου».
Έβαλε τά δυνατά του. Όταν έβρισκε λίγο χρόνο, διάβαζε. Καί τή νύχτα. Κι έμαθε τό ψαλτήρι άπ’ έξω. Αργότερα έμαθε καί τό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο καί τό κατά Ίωάννην καί τήν επιστολή του Ιακώβου καί τους Κανόνες.
Τόν Γέροντα τόν χαρακτήριζε μεγάλη φιλομάθεια, σέ όλα, σέ όλη τή ζωή του.
«”Ηθελα όλα νά τά μαθαίνω μέχρι τό βάθος καί τό πλάτος… νά μάθω καί τίς λεπτομέρειες. Ήμουνα πολύ επιμελής», έλεγε.
Στά Καυσοκαλύβια τό εργόχειρο του ήταν τά ξυλόγλυπτα.
«Ό,τι λέγανε οι Γέροντες μου τό ξανασκεφτόμουν καί τό μάθαινα σάν μάθημα…το βράδυ που έπεφτα να κοιμηθώ, νοερώς έλεγα το μάθημα: παίρνουμε το ξύλο, το κόβουμε, το βάζουμε στο νερό να μουσκέψει…μετά…,όλο τό εργόχειρο σκεπτόμουν μέ τό μυαλό, γιά νά μήν ξεχάσω τό παραμικρό», έλεγε μέ ενθουσιασμό!
Αργότερα ό Γέροντας βρέθηκε «αντί γιά τήν έρημο τοΰ Άγιου Όρους, στην έρημο τής Όμόνοιας», όπως έλεγε, στην καρδιά τής Αθήνας, όπου, γιά τριαντατρία χρόνια, υπηρέτησε τους πονεμένους αδελφούς, ώς εφημέριος στον άγιο Γεράσιμο τής Πολυκλινικής Αθηνών.
«Έκεί ερχόντουσαν κι έψαλλαν άνθρωποι επιστήμονες… καί ή χορωδία του Βασιλικού Θεάτρου…, ήταν όμως δύσκολο νά συμβαδίσω μέ τους ήχους. Γι’ αυτό επήγα στό Ώδείο…, μάθαινα μουσικά μέ επιμονή καί ζήλο… γιά νά διευκολύνω τους ψάλτες… νά παίρνω καλά τή βάση. Δεν ήθελα νά στενοχωρώ τή χορωδία».
Ήθελε νά μάθει και αρμόνιο, αλλά δεν είχε τό Ώδείο. “Αρχισε λοιπόν πιάνο με μιά δασκάλα «αγιότατη», όπως τή χαρακτήριζε ό Γέροντας.
«Ήθελα όμως κι αυτή νά μήν τή στενοχωρώ γιά τά μαθήματα. Όταν τό βράδυ έκανα την ταπεινή μου προσευχή, μετά ώσπου νά κοιμηθώ έβαζα τά χέρια μου σάν σέ πιάνο καί έκανα τό μάθημα: ντό-σί-λά-σόλ-σόλ-σόλ-μί… γιά νά μή στενοχωρώ τή δασκάλα μου…».
Μιά Κυριακή περνούσε έξω άπ’ τό Αρχαιολογικό Μουσείο. Είχε λίγο χρόνο. Μπήκε. Πλησίασε ένα γκρουπ μπροστά στό άγαλμα του Δία πού έριχνε κεραυνό στους ανθρώπους. “Ακουγε τήν ξενάγηση μέ ενδιαφέρον.
-Έσείς τί λέτε, παπούλη; ρώτησε τόν Γέροντα ή ξεναγός.
-Έγώ δεν ξέρω άπ’ αυτά… Μόνο έτσι όπως τό βλέπω, θαυμάζω τό έργο του καλλιτέχνη, αλλά καί τό πλάσμα του Θεού, πού τόσο τέλεια τό δημιούργησε.
Ό καλλιτέχνης πού τό έφτιαξε είχε μεγάλη αίσθηση του θείου. Βλέπετε τόν Δία; Ένώ ρίχνει τόν κεραυνό στους ανθρώπους, τό πρόσωπο του είναι γα λήνιο. Δέν είναι οργισμένος. Εΐναι απαθής.
Εύχαριστήθηκε η ξεναγός με την απάντηση και όλο το γκρουπ.
-Τι μας λέει αυτό; συνέχισε ο Γέροντας. Ότι ο Θεός δεν έχει πάθος και όταν ακόμα μας τιμωρεί.
Ή ανάγκη γιά όσο τό δυνατόν περισσότερη κατανόηση καί συμπαράσταση στους άρρωστους της Πολυκλινικής καί ή φιλομάθεια πού είχε άπό μικρός γιά όλα, τόν οδήγησαν στην Ιατρική Σχολή. Παρακολούθησε γιά ενα διάστημα παραδόσεις στή Σχολή καί αγόρασε βιβλία της Ιατρικής ανατομίας, φυσιολογίας κ.α, γιά νά μελετήσει.
Οι μαθητές ήθελε νά ενθαρρύνονται μέ τίς έξης προτροπές:
«Παιδιά, νά είστε ξύπνιοι γιά τη μόρφωση, γιά τό καλό, γιά τήν αγάπη. Μόνο ή αγάπη τάκάνει όλα όμορφα καί γεμίζει ή ζωή μας καί αποκτάει νόημα. Ό κακός εαυτός θέλει τήν τεμπελιά, τήν αδιαφορία. Άλλ’ αυτό κάνει άνοστη τή ζωή, χωρίς νόημα κι ομορφιά».
«Μέ τήν πίστη φεύγει τό άγχος».
«”Ας ανοίξουμε τά χέρια καί ας ριχτούμε στην αγκαλιά του Θεού».
Περαστικός
από το περιοδικό: Προς τη Νίκη, τεύχος 778, Δεκέμβριος 2014
πηγή: https://antexoume.wordpress.com