Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΟΣΙΟΣ ΒΑΡΛΑΑΜ καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων

Ο ΟΣΙΟΣ πατέρας μας Βαρλαάμ καταγόταν από επιφανή γενιά βογιάρων.

Ήταν γιος του πιο φημισμένου στρατηγού του μεγάλου ηγεμόνα Ιζιασλάβου, του βογιάρου Ιωάννου.

Ο Κύριος είχε προικίσει πλούσια το Βαρλαάμ με πολλά χαρίσματα — σωματική ομορφιά, ρώμη και ευφυΐα. Από τη μητέρα του Μαρία ο νεαρός βογιάρος πήρε χριστιανική αγωγή και γρήγορα ξεχώρισε για την ψυχική του καθαρότητα.

Όταν ήταν ακόμη παιδί, σ’ όλη την περιοχή του Κιέβου είχε απλωθεί η φήμη της θεάρεστης ασκητικής ζωής και των μεγάλων θαυμάτων των οσίων πατέρων Αντωνίου και Θεοδοσίου των σπηλαιωτών. Κι όταν έγινε έφηβος, συχνά επισκεπτόταν τους αγίους ασκητές μαζί με πολλούς άλλους συμπολίτες του και δεν χόρταινε ν’ ακούει τις ψυχωφελείς νουθεσίες και τις γλυκύτατες διδαχές τους.

Η αγνή και καθαρή ψυχή του νεαρού Βαρλαάμ αιχμαλωτίστηκε από τη θεία γοητεία των μελίρρυτων οσιακών λόγων και πόθησε την αμέριμνη, αγγελική ζωή των αγίων ασκητών.

Δεν άργησε ν’ αποστραφεί τον πλούτο, τη χλιδή και τη δόξα της βογιάρικης ζωής και να κυριευτεί από το θείο έρωτα του αφανούς και σκληρού βίου των σπηλαιωτών μοναχών. Στη ζωή του μοναχού, ο Βαρλαάμ έβλεπε τον πιο ασφαλή δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών, ενώ στη ζωή των κοσμικών διαπίστωνε πλήθος πειρασμών και πνευματικών κινδύνων.

Ιδιαίτερα τον φόβιζαν τα λόγια του Κυρίου: «Ευκολότερων εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν».

Αποφασισμένος πια ν’ αλλάξει τον κοσμικό πλούτο με τη μοναχική πτώχεια και τις πριγκιπικές τιμές με τον ονειδισμό του Χριστού, ο Βαρλαάμ, αν και ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με μια πλούσια πριγκίπισσα, πήγε στο μακάριο Αντώνιο, ακούμπησε στα πόδια του τους καρδιακούς του πόθους και τον παρακάλεσε να δεχτή κι εκείνον σαν μαθητή και υποτακτικό του.

- Αγαθή πρόθεση έχεις παιδί μου, του είπε ο όσιος. Πρόσεξε όμως, γιατί πολλοί ξεκίνησαν με το δικό σου ενθουσιασμό, αλλά δεν «υπέμειναν εις τέλος». Τα πλούτη, οι ηδονές και η δόξα του κόσμου είναι τα μεγαλύτερα όπλα του δολερού διαβόλου. Μ’ αυτά θα προσπαθήσει να σε νικήσει. Να θυμάσαι όμως αυτό πού είπε ο Κύριος: «Ουδείς επιβολών την χείρα αυτού επ’ αρότρων και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού».

Τα λόγια του γέροντα φλόγισαν ακόμη περισσότερο την καρδιά του Βαρλαάμ με τον πόθο της μοναχικής ζωής και την αποφασιστικότητα γι’ αναμέτρηση με το φθονερό διάβολο.

Μια μέρα φόρεσε την επίσημη χρυσοποίκιλτη φορεσιά του, ανέβηκε σ’ ένα καταστόλιστο, μεγαλόπρεπο άλογο και με συνοδεία πολλών στρατιωτών και υπηρετών έφτασε στο σπήλαιο των οσίων.

Οι μοναχοί βγήκαν να προϋπαντήσουν τον άρχοντα και να του αποδώσουν τις πρέπουσες τιμές. Ο Βαρλαάμ κατέβηκε τότε από το άλογο του, έβαλε στρωτή μετάνοια στον όσιο Αντώνιο κι έπειτα έβγαλε τα φανταχτερά ρούχα του βογιάρου και τ’ ακούμπησε κάτω, στα πόδια του οσίου. Μετά οδήγησε μπροστά στον όσιο το άλογό του, καθώς και ολόκληρη τη συνοδεία των υπηρετών του και είπε:
- Να η γοητεία της κοσμικής ζωής! Την απαρνούμαι! Ό,τι θέλεις κάνε μαζί τους… Για μένα όλ’ αυτά δεν αξίζουν τίποτα. Θέλω να ζήσω στο σπήλαιο, για να κερδίσω το Χριστό. Και σου υπόσχομαι ότι ποτέ δεν θα γυρίσω πίσω!
- Να θυμάσαι, παιδί μου, είπε ο όσιος, σε Ποιόν δίνεις τις υποσχέσεις και Ποιος είναι ο Βασιλιάς που θέλεις να γίνεις στρατιώτης Του. Εδώ βρίσκονται αόρατος άγγελοι του Θεού και καταγράφουν τα λόγια σου. Πρόσεξε όμως! Αν έρθει εδώ ο πατέρας σου και σε πάρει με τη βία, τι θα γίνει; Εμείς δεν είμαστε σε θέση να σε βοηθήσουμε κι εσύ θ’ αθετήσεις τις υποσχέσεις που έδωσες στο Θεό.

Αλλά ο Βαρλαάμ ήταν αποφασισμένος και αμετάπειστος.

-Και να με βασανίσει ακόμη ο πατέρας μου, δεν θα γυρίσω πίσω στον κόσμο. Μόνο σε παρακαλώ πάτερ, το συντομότερο να με κάνης μοναχό.

Βλέποντας την επιμονή του Βαρλαάμ και διαβλέποντας τη μελλοντική του πορεία, ο όσιος Αντώνιος έδωσε εντολή στο μακάριο Νίκωνα να του δώσει το άγιο μοναχικό σχήμα.

Σαν πληροφορήθηκε ο βογιάρος Ιωάννης την κούρα του αγαπημένου του γιου, κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε κάτω λιπόθυμος.
Λύπη θανάσιμη τον κυρίευσε. Γρήγορα όμως η λύπη μεταβλήθηκε σε οργή, σε θηριώδη μανία κατά των μοναχών της μονής. Πιστεύοντας ότι εκείνοι παρέσυραν το γιο του, ήρθε με στρατό στα σπήλαια και σκόρπισε με τις λόγχες τους μοναχούς. Άρπαξε μετά το Βαρλαάμ, του ξέσκισε τα μοναχικά ενδύματα, του φόρεσε τη λαμπρή βογιάρικη φορεσιά και τον πήρε με τη βία στο παλάτι του.
Στο δρόμο ο Βαρλαάμ πέταξε πολλές φορές από πάνω του με αηδία τη φανταχτερή στολή και την ποδοπατούσε μέσα στη λάσπη. Ο Ιωάννης όμως, για να τιμωρήσει το γιο του, έδινε εντολή στους στρατιώτες να του φορούν κάθε φορά τα λασπωμένα ρούχα με βάναυσα χτυπήματα και προπηλακισμούς.

Στο σπίτι ο Βαρλαάμ έμενε μακριά από τους γονείς και την πρώην μνηστή του. Δεν ήθελε ούτε στο τραπέζι να καθίσει μαζί τους. Τον έφερναν σέρνοντας οι υπηρέτες, εκείνος όμως καθόταν σιωπηλός και με κατεβασμένα μάτια, χωρίς να τρώει μπουκιά και χωρίς να πτοείται από τις απειλές του πατέρα, από τις ικεσίες της μητέρας, από τα δάκρυα της μνηστής…

Ο βογιάρος Ιωάννης έδωσε εντολή να τον κλείσουν στο διαμέρισμά του και να τον επιτηρούν αυστηρά, για να μη δραπετεύσει. Έπειτα κάλεσε μια νεαρή και όμορφη υπηρέτρια και της υποσχέθηκε μεγάλη αμοιβή αν κατόρθωνε να ξεμυαλίσει το Βαρλαάμ και αν τον κατάφερνε να μείνει στο σπίτι. Από κείνη την ώρα η ξεδιάντροπη γυναίκα δεν σταμάτησε να προκαλεί και να σκανδαλίζει το δούλο του Θεού, μ’ όλα τα πονηρά τεχνάσματα που τη δίδαξε ο φίλος της ο διάβολος. Ντύθηκε με προκλητικά φορέματα, αλείφτηκε μ’ ερεθιστικά αρώματα, στολίστηκε με φανταχτερά στολίδια κι έβαλε σκοπό να πιάσει με κάθε μέσο τον αγνό νέο στα σατανικά δίχτυα της.

Ο σώφρων Βαρλαάμ πάλι, παραδομένος σταθερά στη διακονία της δόξης του Θεού, κουλουριάστηκε σε μια γωνιά του δωματίου του, ντυμένος μόνο μ’ ένα τρίχινο πουκάμισο. Για τρεις ήμερες, ούτε τροφή, ούτε νερό έβαλε στο στόμα του. Αδιάλειπτα προσευχόταν στον Κύριο να του δώσει δύναμη για να ξεπεράσει την ασθένεια της φύσεως, ν’ αντισταθεί στο σαρκικό πειρασμό και να βγει νικητής με τη συνεργεία της θείας χάριτος από τη φοβερή εκείνη δοκιμασία, για να δοξαστεί το όνομα του Θεού και να ντροπιαστεί ο πανούργος και μισόκαλος διάβολος.

Η υπηρέτρια, με την πρόφαση πως είχε εντολή να τον φροντίζει και να τον εξυπηρετεί, ήταν αδιάκοπα σχεδόν κοντά του. Και χωρίς ντροπή τον χάιδευε, τον φιλούσε, του έλεγε ερωτόλογα και προτροπές για ν’ αμαρτήσει μαζί της. Ο όσιος αντιστεκόταν μ’ όλες του τις δυνάμεις, όχι τόσο στη γυναίκα, όσο στη δική του αμαρτητική ροπή. Αλλά δυστυχώς, όσο εκείνος αντιστεκόταν, τόσο η γυναίκα πείσμωνε και γινόταν προκλητικότερη και επιθετικότερη.

Στο μεταξύ ο όσιος Αντώνιος μαζί με όλους τους αδελφούς, προσευχόταν με δάκρυα στο Σωτήρα να λυπηθεί το γνήσιο τέκνο Του και να το ελεήσει.

Πράγματι, ο φιλάνθρωπος Κύριος, εισάκουσε τις προσευχές των εκλεκτών Του και προκάλεσε μιαν απροσδόκητη αλλοίωση στην καρδιά του Ιωάννη. Η πατρική αγάπη νίκησε την εμπάθεια και τη φιλοκοσμία. Σαν πληροφορήθηκε ο βογιάρος ότι ο γιος του είχε τρεις ημέρες να φάει και να πιει, φοβήθηκε μήπως πεθάνει από πείνα και δίψα. Η σκληρότητά του τότε μεταβλήθηκε σε ευσπλαχνία και η οργή του σε συμπάθεια. Τον φώτισε ο Θεός και κατάλαβε ότι μάταια προσπαθούσε να μεταπείσει το παιδί του. Δέχτηκε λοιπόν σαν θέλημα Θεού την απόφαση του Βαρλαάμ, τον κάλεσε αμέσως κοντά του, του ζήτησε δακρυσμένος συγγνώμη και τον άφησε να επιστρέψει ανεμπόδιστα στο σπήλαιο.

Συγκινητική ήταν η στιγμή του αποχωρισμού:

Στο κατώφλι του σπιτιού ο πατέρας και η μητέρα του νεαρού μοναχού, πικρά θρηνούσαν για το παιδί τους σαν να ήταν πλέον νεκρό. Η πρώην μνηστή του Βαρλαάμ έπεσε λιπόθυμη στα σκαλιά. Κι αυτή ακόμα η αναίσχυντη υπηρέτρια είχε σωριαστή παράμερα, κλαίγοντας βουβά για την απώλεια του εραστή και των χρημάτων που θα κέρδιζε.

Μόνο ο όσιος έλαμπε από χαρά.

Σαν πουλί πού βγήκε από το κλουβί, βιαζόταν να φύγει για το ποθητό σπήλαιο της ασκήσεώς του.

Μ’ ευχαριστίες και δοξολογίες προς τον Κύριο, που άκουσε τις προσευχές τους, δέχτηκαν οι μοναχοί των Σπηλαίων τον αγαπημένο τους πνευματικό αδελφό.

Μετά την επιστροφή του ο Βαρλαάμ, επιδόθηκε με μεγάλο ζήλο και ακατασίγαστο πόθο στην άσκηση και την προσευχή. Η ενάρετη ζωή του, ακτινοβολούσε σαν ολόλαμπρη φωτεινή φλόγα ανάμεσα στους άλλους μοναχούς. Βλέποντας την υπεροχή του ο όσιος Αντώνιος και νιώθοντας ο ίδιος την ανάγκη της μονώσεως και της ησυχίας, τον άφησε ηγούμενο στη θέση του και ο ίδιος αναχώρησε για ν’ ασκηθεί μόνος σ’ άλλο σπήλαιο, όπως είδαμε στο βίο του.

Με πολλούς κόπους και μόχθους ασκούσε τη διακονία του ο όσιος Βαρλαάμ για μερικά χρόνια. Έχτισε μάλιστα με την ευλογία του οσίου Αντωνίου την ξύλινη εκκλησία πάνω από τα σπήλαια, την αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Εκεί τελούσαν από τότε τις ακολουθίες τους οι αδελφοί, γιατί η μικρή υπόγεια εκκλησία του σπηλαίου, δεν τους χωρούσε.

Την εποχή εκείνη ο ηγεμόνας του Κιέβου Ιζιασλάβος Παροσλάβιτς, που ονομάστηκε στο άγιο βάπτισμα Δημήτριος, έχτισε μοναστήρι στο όνομα του προστάτη του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου και κάλεσε το μακάριο Βαρλαάμ να το οργανώσει, σαν άνθρωπο φημισμένο για την ασκητικότητα, τις αρετές και τις ικανότητες του.

Και στη μονή του αγίου Δημητρίου, ο όσιος συνέχισε τη θεάρεστη ζωή και διακονία του με τον ίδιο ζήλο, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα της αυταπαρνήσεως για χάρη του Χριστού και καθοδηγώντας το ποίμνιο Εκείνου στο δρόμο της αγιότητας. Ο Θεός ευλόγησε την πρόθεση και τους κόπους του οσίου και γρήγορα οι αδελφοί της μονής του αγίου Δημητρίου, έγιναν ξακουστοί για την ενάρετη βιωτή και τη θεοφιλή πολιτεία τους.

Αφού οργάνωσε το μοναστήρι κι έβαλε στο δρόμο του Θεού τη νέα αδελφότητα, ο όσιος Βαρλαάμ αποφάσισε να επιστρέψει στη μονή των Σπηλαίων. Προηγουμένως όμως θέλησε να εκπληρώσει ένα παλαιό ευσεβή πόθο του:

να προσκύνηση τους Αγίους και Θεοβάδιστους Τόπους.

Πράγματι, πήγε στα μέρη της Παλαιστίνης, στα χώματα που αγίασε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, με την ενσώματη λυτρωτική παρουσία Του και επισκέφθηκε όλα τα πανάγια προσκυνήματα, αποκομίζοντας μεγάλη χάρη, ωφέλεια πνευματική και ψυχική ευφροσύνη.

Επιστρέφοντας πέρασε από την Κωνσταντινούπολη και περιόδευσε στα εκεί μοναστήρια, όπου του πρόσφεραν πολλά εκκλησιαστικά σκεύη, εικόνες και άμφια. Μετά πήρε το δρόμο για την πατρίδα του.

Φτάνοντας όμως στο Βλαντιμίρ, ο όσιος Βαρλαάμ ασθένησε Βαριά.

Μόλις που πρόλαβε να πει πως επιθυμούσε να μεταφέρουν το σώμα του στη Λαύρα του Κιέβου και να παραδώσουν τα εκκλησιαστικά είδη στον όσιο Θεοδόσιο. Αμέσως μετά εκοιμήθη εν Κυρίω.

Η επιθυμία του μακαρίου δούλου του Θεού εκπληρώθηκε.

Το σώμα του μεταφέρθηκε στην Πετσέρσκαγια, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα αβλαβές και άφθορο.

ΔΙΗΓΗΣΗ για το θαύμα που έγινε στο σπήλαιο κάποιο Πάσχα

Το 1463 αρχιμανδρίτης της μονής των Σπηλαίων ήταν ο μακάριος Νικόλαος.

Ανήμερα το Πάσχα εκείνης της χρονιάς, την ημέρα που όλοι οι χριστιανοί εόρταζαν «θανάτου την νέκρωσιν» και «άδου την καθαίρεση», ένας από τους πατέρες της μονής, ο ευλαβής και ενάρετος ιερομόναχος Διονύσιος Στέπα, μπήκε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να θυμιάσει τα σεπτά σκηνώματα των κεκοιμημένων αγίων.

Τον ακολουθούσαν και μερικοί άλλοι αδελφοί, με αναμμένες λαμπάδες.

Σαν έφτασε στον τόπο όπου παλαιά ήταν η τράπεζα των σπηλαιωτών μοναχών, ο μακάριος Διονύσιος θύμιασε τα άγια Λείψανα και φώναξε ευφρόσυνα:
Άγιοι πατέρες και αδελφοί! «Αυτή η κλητή και αγία ημέρα…, πανήγυρης εστί πανηγύρεων»! Χριστός ανέστη!

Την ίδια στιγμή – ω του θαύματος! – όλα τ’ άφθορα οσιακά σκηνώματα, ανασήκωσαν ελαφρά τα κεφάλια και αποκρίθηκαν με μιαν απόκοσμη, βροντερή φωνή:

- Αληθώς ανέστη!

Με φρίκη ο θεοφιλής Διονύσιος και οι συνοδοί του, έτρεξαν και γνωστοποίησαν το θαυμαστό γεγονός στον ηγούμενο Νικόλαο και τους λοιπούς πατέρες, για να δοξάσουν τον αναστάντα Κύριο και τους αγιασμένους δούλους Του.

ΟΣΙΟΣ ΤΙΤΟΣ, ο πρεσβύτερος

ΟΠΩΣ, κατά τον Ιερό Παύλο, «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων», έτσι, αντίθετα «και η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν» αποκαλύπτεται σ’ εκείνους που επιθυμούν να κληθούν «υιοί Θεού».

Αυτό το φανέρωσε καθαρά ο Κύριος και στην περίπτωση του οσίου Τίτου του σπηλαιώτου.

Ο μακάριος Τίτος μόναζε στη Λαύρα των Σπηλαίων και είχε τιμηθεί με το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Η ασκητική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.

Στα χρόνια εκείνα ζούσε στη Λαύρα κι ένας διάκονος, ο Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απέρχεται», έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον πρεσβύτερο Τίτο και στο διάκονο Ευάγριο. Κι ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφτασαν τώρα να μη θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θύμιαζε ο ένας στην εκκλησία, ο άλλος έφευγε μακριά. Κι αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει!

Έχοντας βυθισθεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας, οι δυο αδελφοί τολμούσαν να λειτουργούν, να προσφέρουν τα τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου: «Εάν προσφέρεις το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κάκει μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και υπάγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου».

Οι αδελφοί «εβδομηκοντάκις επτά» πάσχισαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά εκείνοι ούτε να τ’ ακούσουν δεν ήθελαν.

Κάποτε συνέβη ν’ αρρωστήσει πολύ σοβαρά ο πρεσβύτερος Τίτος. Είχε μάλιστα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά πικρά να κλαίει και σπαρακτικά να θρηνεί για την αμαρτία του.
— Στο όνομα του Χριστού αδελφοί! φώναξε. Κάντε αγάπη και πηγαίνετε στον αδελφό Ευάγριο. Πέστε του να με συγχωρέσει, για τον Κύριο!

Οι αδελφοί έτρεξαν αμέσως στο διάκονο. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν δέχτηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλ’ άρχισε να τον καταριέται και να τον περιλούζει από μακριά με λόγια μίσους και κακίας.

Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν με τη βία στον κατάκοιτο Τίτο για να συγχωρεθούν. Μόλις τον είδε ο πρεσβύτερος ανασηκώθηκε με δυσκολία, έσκυψε προς το μέρος του και τον ικέτευσε κλαίγοντας:
- Συγχώρεσέ με, πάτερ! Συγχώρεσέ με κι ευλόγησε με! Φεύγω απ’ αυτό τον κόσμο!
Ούτε τώρα λύγισε ο ανελέητος Ευάγριος. Αποστράφηκε άσπλαχνα τον αδελφό του και δήλωσε μπροστά σε όλους:
— Ποτέ δεν θα συμφιλιωθώ μαζί του, ούτε σ’ αυτή τη ζωή ούτε στην άλλη!

Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει το λόγο του, κι έπεσε κάτω ξερός!

Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως κοκάλωσε και πάγωσε σαν μάρμαρο. Ούτε τα μέλη του μπορούσαν να λυγίσουν ούτε τα μάτια του να σφαλίσουν ούτε το στόμα του να κλείσουν.

Την ίδια στιγμή ο πρεσβύτερος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ!

Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και τη θαυματουργική ίαση του πρεσβυτέρου Τίτου. Ζήτησαν αμέσως από τον δεύτερο εξηγήσεις. Κι εκείνος τους διηγήθηκε τι του αποκαλύφθηκε.

-Βρισκόμουν, καθώς είδατε, στην επιθανάτια κλίνη, χωρίς να έχω συμφιλιωθεί με τον Ευάγριο. Και τότε, τι να δω! Άγγελοι με ζύγωσαν, μα έφυγαν αμέσως από κοντά μου, κλαίγοντας για το χαμό της ψυχής μου. Αντίθετα, οι δαίμονες ήρθαν και παρέμειναν δίπλα μου, χαρούμενοι που θα κέρδιζαν την ψυχή μου εξαιτίας της οργής και της μνησικακίας. Τότε έβαλα φωνή και σας παρακάλεσα να πάτε και να μεταφέρετε στον αδελφό τη συγγνώμη μου. Εσείς τον φέρατε εδώ. Όταν όμως έσκυψα στα πόδια του, κι εκείνος έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, είδα ξαφνικά δίπλα μου έναν άγγελο φοβερό. Στα χέρια του κρατούσε ένα φλογισμένο ακόντιο. Μ’ αυτό τρύπησε ανελέητα τον Ευάγριο, κι έπεσε νεκρός. Ο ίδιος άγγελος άπλωσε σε μένα το χέρι του και με σήκωσε. Και να, είμαι υγιής!

Έντρομοι οι αδελφοί, έκλαιγαν πικρά για το φρικτό θάνατο του Ευαγρίου. Σήκωσαν κι έθαψαν βιαστικά το σώμα του, που παρουσίαζε αποκρουστικό θέαμα, έτσι όπως ήταν με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, με τα χέρια και τα πόδια λυγισμένα και ξυλιασμένα.

Από τότε όλοι οι αδελφοί, παίρνοντας ένα οδυνηρό μάθημα από το τέλος του Ευαγρίου, «ενεδύθησαν σπλάγχνα οικτιρμού».

Δεν ξεχνούσαν τη διαβεβαίωση του οσίου Εφραίμ: «Αν σε κάποιον συμβεί να πεθάνει ενώ βρίσκεται σε έχθρα με συνάνθρωπό του, θα είναι αμείλικτη η κρίση γι’ αυτόν».

Ο πρεσβύτερος Τίτος, ιδιαίτερα, μετά τη συγκλονιστική του εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό.

Μετά από πολλούς και θεοφιλείς κόπους, αξιώθηκε ν’ αναπαυθεί ειρηνικά και να παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Το άφθορο σώμα του οσίου, μαρτυρεί μέχρι σήμερα για τη δόξα που βρήκε η μακαρία ψυχή του στα ουράνια σκηνώματα.

ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων



ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Βασίλιεφ (σημερινό Βασίλκωφ), κοντά στο Κίεβο, ζούσαν οι ευσεβείς χριστιανοί γονείς του οσίου Θεοδοσίου. Οκτώ μέρες μετά τη γέννησή του, στα 1029, οι γονείς του τον έφεραν στον Ιερέα για να του δώσει τ’ όνομά του. Εκείνος, μόλις τον αντίκρισε, πρόβλεψε με τα μάτια της ψυχής του, πως από μικρός θ’ αφιερωνόταν στο Θεό και τον ονόμασε Θεοδόσιο. Μετά από σαράντα μέρες έγινε η βάπτιση. Ο μικρός μεγάλωνε κάτω από τη στοργή των γονέων του, ενώ η χάρη του Θεού τον επισκίαζε.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι γονείς του αναγκάστηκαν με διαταγή του ηγεμόνα να μετοικήσουν μακριά, σε άλλη πόλη, στο Κούρσκ. Αυτό ήταν οικονομία Θεού, για να λάμψη εκεί ο μικρός Θεοδόσιος με την ενάρετη ζωή του.
Σ’ αυτή την πόλη μεγάλωνε σωματικά, αλλ’ αυξανόταν και πνευματικά στη σοφία και στην αγάπη του Θεού. Μελετούσε μ’ επιμέλεια το θείο λόγο και πολύ γρήγορα έγινε κάτοχος όλης της Αγίας Γραφής. Όλοι έμεναν έκπληκτοι από τη σοφία του, την αντίληψη και την ταχύτητα εκμαθήσεως.
Καθημερινά επισκεπτόταν το ναό του Θεού και παρακολουθούσε μ’ όλη του την προσοχή τις ιερές ακολουθίες.
Στις συντροφιές των συνομηλίκων του δεν πλησίαζε, όπως συνήθως γίνεται, αλλ’ αποστρεφόταν και αντιπαθούσε τα παιχνίδια τους. Και δεν του άρεσε καθόλου να στολίζεται με φανταχτερά ρούχα. Ένιωθε ευχαρίστηση να ντύνεται τα πιο απλά.

Σε ηλικία δεκατριών ετών, ο θάνατος του στέρησε τον πατέρα. Από τότε ο μακάριος έγινε περισσότερο ασκητικός. Πήγαινε μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού στα χωράφια κι έκανε το κάθε τι με βαθιά ταπείνωση.
Η μητέρα του τον μάλωνε γι’ αυτά τα φερσίματα. Απαιτούσε να ντύνεται με ωραιότερα ρούχα και να συναναστρέφεται με τους ομοίους του.
—Εσύ, του έλεγε, έτσι που συμπεριφέρεσαι ,προσβάλλεις τον εαυτό σου και την καταγωγή σου.

Ο Θεοδόσιος όμως, όχι μόνο δεν την άκουγε, αλλά ποθούσε πιο πολύ να γίνεται ένα με τους φτωχούς. Αυτό την εξόργιζε τόσο, ώστε πολλές φορές τον έδερνε αλύπητα. Στο μεταξύ ο μακάριος νέος συλλογιζόταν με ποιο τρόπο θα εύρισκε τη σωτηρία του. Έτσι, όταν κάποτε άκουσε για τους Αγίους Τόπους, όπου πραγματοποίησε ο Κύριος το έργο της σωτηρίας, επιθύμησε να φτάσει ως εκεί και να τους προσκυνήσει.

Κι ενώ προσευχόταν πολύ γι’ αυτό, να! ήρθαν στο Κούρσκ προσκυνητές. Βλέποντάς τους ο Θεοδόσιος, έτρεξε κοντά τους γεμάτος χαρά. Έβαλε μετάνοια, τους ασπάστηκε μ’ ευλάβεια και τους ρώτησε από που έρχονται και που πηγαίνουν.
— Ερχόμαστε από την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, του αποκρίθηκαν. Και, αν είναι θέλημα Θεού, επιθυμούμε πολύ να πάμε σ’ αυτή και πάλι.
Τους παρακάλεσε τότε ο μακάριος να τον πάρουν μαζί τους. Όταν του υποσχέθηκαν πως θα ικανοποιήσουν τον πόθο του, πέταξε από χαρά και γύρισε ευτυχισμένος στο σπίτι του. Ήρθε ο καιρός της αναχωρήσεως και οι προσκυνητές τον ειδοποίησαν. Εκείνος σηκώθηκε νύχτα. Και κρυφά, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, βγήκε από το σπίτι, μη κρατώντας τίποτε μαζί του, εκτός από τ’ αναγκαία ρούχα του.

Έτσι πήρε από πίσω τους προσκυνητές.

Μα ο πανάγαθος Θεός δεν θέλησε ν’ απομακρύνει από τη γη της Ρωσίας αυτόν που προόριζε «εκ κοιλίας μητρός» ποιμένα των λογικών προβάτων της, που θ’ ασπάζονταν το αγγελικό σχήμα.
Όταν λοιπόν η μητέρα του υστέρα από τρεις ημέρες διαπίστωσε πως ο μικρός γιος της αναχώρησε μαζί με τους προσκυνητές, άρχισε την καταδίωξη. Μετά από πολύ δρόμο τους έφτασε και τους τον άρπαξε.
Ήταν τόσο μεγάλη η οργή και η μανία της, ώστε τον έπιασε από τα μαλλιά, τον έριξε καταγής και τον χτυπούσε με τα πόδια της. Έπειτα, αφού επέπληξε άγρια τους προσκυνητές, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Δεμένο σαν εγκληματία έσερνε το νεαρό Θεοδόσιο. Ο θυμός της ήταν τόσο μεγάλος, ώστε και στο σπίτι ακόμη τον χτυπούσα, μέχρι που κουράστηκε πια να τον δέρνει.
Έπειτα τον οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο. Τον κλείδωσε και τον άφησε δεμένο εκεί. Και ο ευλογημένος νέος τα δεχόταν όλα με χαρά. Προσευχόταν κι ευχαριστούσε το Θεό.
Ύστερα από δυο μέρες τον έλυσε και του έδωσε να φάει. Μα η οργή της δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει. Του πλάκωσε τα πόδια μ’ ένα βαρύ σίδερο, επιτηρώντας τον διαρκώς για να μην της ξαναφύγει.

Πέρασε έτσι πολλές ημέρες ο «αιχμάλωτος». Τελικά η μητέρα του φάνηκε σπλαχνική. Τον θερμοπαρακαλούσε να μην ξαναφύγει ποτέ πια από κοντά της. Τον αγαπούσε πιο πολύ από τα άλλα της παιδιά και δεν μπορούσε να τον αποχωριστή.
Εκείνος υποσχέθηκε πως δεν θ’ απομακρυνθεί, εφ’ όσον αυτό είναι το θέλημα του Θεού, κι έτσι του έβγαλε τα σίδερα από τα πόδια, αφήνοντάς τον να κινείτε ελεύθερος.
Ο μακάριος Θεοδόσιος ξαναβρήκε πάλι τις παλιές του ασκήσεις και καθημερινά πήγαινε στο ναό του Κυρίου. Δοκίμαζε όμως μεγάλη θλίψη βλέποντας πως αρκετές φορές δεν γινόταν θεία Λειτουργία, γιατί δεν υπήρχαν πάντοτε πρόσφορα. Με το ταπεινό λοιπόν φρόνημα που τον διέκρινε, να τι έκανε: Αγόραζε σιτάρι, το άλεθε με τα ίδια του τα χέρια, έψηνε τα πρόσφορα και τα πήγαινε στην εκκλησία. Πουλώντας λίγα, εξοικονομούσε μερικά χρήματα και αγόραζε έτσι σιτάρι για να ξαναφτιάξει άλλα. Όσα χρήματα περίσσευαν τα μοίραζε στους φτωχούς. Μια τέτοια πράξη ευαρεστούσε πολύ το Θεό, γιατί έρχονταν στην εκκλησία πρόσφορα καθαρά, φτιαγμένα από τα χέρια του αγνού αυτού νέου.

Περισσότερο από δύο χρόνια εκτελούσε το ιερό αυτό έργο. Στο διάστημα αυτό τα παιδιά της ηλικίας του, τον αντιμετώπιζαν με ύβρεις, χλευασμούς και εχθρότητα. Εκείνος ο μακάριος τα δεχόταν όλα με χαρά και σιωπή. Ο εχθρός όμως του καλού, βλέποντάς τον εαυτό του νικημένο από την ταπείνωση του εργατικού νέου, δεν ησύχασε. Θέλοντας να τον αποσπάσει από το θεάρεστο κόπο του, άρχισε να εξοπλίζει εναντίον του τη μητέρα του. Μη μπορώντας να βλέπει το γιο της σε τέτοια ταπεινωτική, όπως πίστευε, απασχόληση, του έλεγε με αγάπη:
- Σε ικετεύω, παιδί μου, σταμάτησε αυτή τη δουλειά. Φέρνεις ντροπή στη γενιά σου… Δεν αντέχω πια να δέχομαι απ’ όλους προσβολές. Σ’ ένα παιδί σαν κι εσένα δεν ταιριάζουν αυτές οι ενέργειες. Άκουσέ με σε παρακαλώ μητέρα, απαντούσε με ταπείνωση.
Φορώντας ο μακάριος για λίγες ημέρες τη λαμπρή εκείνη στολή, την ένιωθε Βάρος επάνω του, και γι’ αυτό την έδωσε στους φτωχούς. Έτσι εμφανίστηκε πάλι στο ναό με τα δικά του ταπεινά ρούχα. Ο κυβερνήτης, σαν τον είδε μ’ αυτά, του χάρισε καινούργια στολή, καλύτερη από την πρώτη, και τον παρακάλεσε να τη χρησιμοποιεί. Εκείνος όμως την έδωσε πάλι στους φτωχούς. Η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές. Αυτό έκανε τον άρχοντα να τον αγαπά πιο πολύ και να θαυμάζει την ταπεινοφροσύνη του.

Κάποτε ο Θεοδόσιος πήγε σ’ ένα σιδερά και παρήγγειλε μια σιδερένια ζώνη. Όταν ετοιμάστηκε, την πήρε και τη φόρεσε κατά-σάρκα, χωρίς να τη βγάζει καθόλου από πάνω του. Ήταν στενή, έσφιγγε πολύ το σώμα του και προξενούσε πόνους, που τους υπέμενε όμως καρτερικά σαν να μη συνέβαινε τίποτε.
Σ’ ένα γιορταστικό γεύμα, που θα δινόταν στο μέγαρο του άρχοντα και θα παραβρίσκονταν όλοι οι προύχοντες της πόλεως, έπρεπε να πάει και ο Θεοδόσιος για να υπηρετήσει. Αναγκάστηκε λοιπόν από τη μητέρα του να ντυθεί την καλή του στολή. Καθώς τη φορούσε δεν μπόρεσε να προφυλαχτεί, και το διακριτικό μάτι της μητέρας πρόσεξε πάνω στη φανέλα στίγματα από αίμα. Πλησίασε να εξετάσει, και μόλις διαπίστωσε πως οφειλόταν στο σφίξιμο της σιδερένιας ζώνης, άναψε από το κακό της. Όρμησε πάνω του με μανία, άρχισε να τον χτυπάει, του ξέσκισε τη φανέλα και του αφαίρεσε τη ζώνη οργισμένη. Αλλά ο ευλογημένος εκείνος νέος, σα να μην του συνέβαινε κανένα κακό, ντύθηκε τα ρούχα του και ξεκίνησε ειρηνικά για να υπηρετήσει στο γεύμα.

Μια μέρα άκουσε στο Ευαγγέλιο τον Κύριο να λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ εστί μου άξιος…». «Μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοι είσιν, οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν». Επίσης άκουσε και άλλα: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Με τα λόγια αυτά πυρπολήθηκε η καρδιά του φωτισμένου από τον Κύριο Θεοδοσίου. Και φλεγόμενος από θείο έρωτα, συλλογιζόταν καθημερινά πως θα μπορούσε, κρυφά από τη μητέρα του, να ντυθεί το άγιο μοναχικό σχήμα.

Κατά θεϊκή οικονομία, η μητέρα του έλειψε για αρκετές ημέρες ο μακάριος Θεοδόσιος. Ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός θέλησε να γίνει φτωχός και ταπεινός. Έδωσε έτσι το παράδειγμα για να φάνουμε κι εμείς ταπεινοί. Εκείνος δέχτηκε ύβρεις, εμπτυσμούς, ραπίσματα, και όλα τα υπέμεινε για τη σωτηρία μας. Πόσα θα πρέπει τώρα να υπομείνουμε εμείς για χάρη Του! Και για το έργο που κάνω, άκουσε: Ο Κύριος μας, στο Μυστικό Δείπνο, πήρε στα χέρια Του τον άρτο, τον ευλόγησε και μοιράζοντας τον στους μαθητές είπε: «Λάβετε, φάγετε• τούτο μου εστί το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Αφού λοιπόν ο Κύριος ονόμασε σώμα Του τον άρτο εκείνο, δεν θα πρέπει να χαίρομαι κι εγώ που αξιώνομαι να φτιάχνω άρτους, οι οποίοι στο μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μεταβάλλονται σε σώμα Χριστού;

Η μητέρα του, ακούγοντας τα λόγια αυτά, θαύμασε τη σοφία του παιδιού και το άφησε ήσυχο. Πέρασε λίγος καιρός, και μια μέρα τον βλέπει καπνισμένο από το φούρνο. Ερεθίστηκε πάλι κι άρχισε να τον επιπλήττει — άλλοτε με ήπιο τρόπο, άλλοτε με απειλές, κάποτε χρησιμοποιώντας και το ξύλο — για να σταματήσει μια τέτοια εργασία. Με τη συμπεριφορά της αυτή ο μακάριος νέος δοκίμαζε μεγάλη θλίψη. Μη γνωρίζοντας τι να κάνη, μια νύχτα έφυγε κρυφά από το σπίτι και πήγε σ’ άλλη πόλη, όχι πολύ μακριά από το Κούρσκ. Εκεί έμεινε σ’ ένα γνωστό του ιερέα και συνέχισε το συνηθισμένο του έργο.

Η μητέρα του, αφού έψαξε όλη την πόλη και δεν τον βρήκε, καταστενοχωρήθηκε. Όταν ύστερα από πολλές ημέρες πληροφορήθηκε που βρίσκεται, ξεκίνησε γεμάτη οργή. Τον βρήκε πράγματι στο σπίτι του ιερέως. Χτυπώντας τον, τον έφερε πίσω.
— Από κοντά μου, τον προειδοποίησε, δεν πρόκειται πια ν’ απομακρυνθείς. Αν επιχείρησης κάτι τέτοιο, θα σε γυρίσω δεμένο στο Κούρσκ.

Ταπεινός στην καρδιά και υπάκουος σ’ όλους, όπως ήταν ο Θεοδόσιος, κέρδισε και την αγάπη του άρχοντα του Κούρσκ, ο οποίος παρατήρησε την ταπείνωση και την αφοσίωση του στην Εκκλησία. Μάλιστα του είπε να επισκέπτεται και το δικό του ναό. Του πρόσφερε ακόμη μια όμορφη φορεσιά για να πηγαίνει μ’ αυτήν εκεί από το Κούρσκ. Και ο μακάριος, γεμάτος χαρά, έκανε την προσευχή του στο Θεό και αναχώρησε κρυφά από το σπίτι.

Βάδιζε προς την πόλη του Κιέβου, γιατί είχε ακούσει για τους μοναχούς που ζούσαν εκεί. Δεν γνώριζε όμως το δρόμο και προσευχόταν στο Θεό να του στείλει κάποιον, που θα τον συνόδευε και θα τον οδηγούσε ως εκεί. Και να, κατά θεία συγκυρία, κάποιοι έμποροι, με τα βαριά τους εμπορεύματα και τ’ αμάξια τους, σκόπευαν να κάνουν το ίδιο δρομολόγιο. Μόλις κατάλαβε ο μακάριος πως πήγαιναν για το Κίεβο, δόξασε το Θεό και τους ακολούθησε από μακριά, χωρίς εκείνοι να τον πάρουν είδηση. Όταν στάθμευαν για διανυκτέρευση, σταματούσε κι αυτός την πορεία του – σε τέτοια απόσταση, ώστε να μην τους χάση από τα μάτια του — και αναπαυόταν στηριζόμενος μόνο στην προστασία του Κυρίου. Τρεις εβδομάδες κράτησε η οδοιπορία από το Κούρσκ ως το Κίεβο, την πρωτεύουσα της χώρας.

Σαν έφτασε εκεί, επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια και παρακαλούσε τους μοναχούς να τον δεχτούν. Εκείνοι, καθώς τον έβλεπαν νεαρό κι εξαθλιωμένο, με ρούχα φθαρμένα, δεν έδειχναν διαθέσεις να τον προσλάβουν.
Το θέλημα του Θεού ήταν να πάει σ’ εκείνο το μέρος για το οποίο ήταν προορισμένος «εκ κοιλίας μητρός», όπως και έγινε.

Συνέβη ν’ ακούσει τότε για τον όσιο Αντώνιο, που ασκήτευε με σκληρό τρόπο μέσα σε σπηλιές. Σκίρτησε η καρδιά του και ξεκίνησε για κει. Μόλις αντίκρισε τον άγιο γέροντα, έπεσε να τον προσκυνήσει, παρακαλώντας τον με δάκρυα να τον δεχτή κοντά του.
—Τέκνο μου, του είπε ο όσιος Αντώνιος, δεν βλέπεις πόσο «στενή και τεθλιμμένη» είναι η σπηλιά αυτή; Εσύ δεν θα μπορέσεις να υπομείνεις το στενόχωρο αυτό τόπο. Δεν είπε τα λόγια αυτά για να τον δοκιμάσει, αλλά γιατί διέβλεπε προφητικά πως ο Θεοδόσιος επρόκειτο να επεκτείνει το μέρος εκείνο και να χτίση ένα ξακουστό μοναστήρι, όπου θα συνάζονταν πολλοί μοναχοί.

Ο θεοφώτιστος Θεοδόσιος ικετευτικά του αποκρίθηκε:
—Να γνωρίζεις, τίμιε πάτερ, πως ο Χριστός με οδήγησε στην αγιότητά σου για να σωθώ και είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι θα μου πεις. Τότε ο όσιος Αντώνιος του είπε:
-Ευλογητός ο Θεός παιδί μου, που ενισχύει τέτοιες προσπάθειες. Να το μέρος που είναι για σένα. Εκεί να μείνεις.

Ο μακάριος Θεοδόσιος έπεσε πάλι στα γόνατα, ζητώντας την ευλογία του γέροντα. Εκείνος τον ευλόγησε και στη συνέχεια έδωσε εντολή στο μακάριο Νίκωνα, που ήταν ιερεύς, να τον κείρει. Αυτός πήρε το Θεοδόσιο, τον κούρεψε σαν άκακο αρνίο, κατά την τάξη των αγίων Πατέρων, και τον έντυσε τα ρούχα του μοναχού, σε ηλικία εικοσιτριών ετών, την εποχή που ηγεμόνευε στο Κίεβο ο Παροσλάβος Βλαντιμίροβιτς.

Ο όσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ολόψυχα στο Θεό και στο θεοφόρο γέροντα του Αντώνιο. Επιδόθηκε σε μεγάλες ασκήσεις και βάσταζε με χαρά το ζυγό της μοναχικής ζωής. Τις νύχτες τις αφιέρωνε στη δοξολογία του Κυρίου, αρνούμενος την ξεκούραση του ύπνου. Τις ημέρες σκληραγωγούσε τον εαυτό του με την εγκράτεια, τη νηστεία και τη χειρωνακτική εργασία. Πάντοτε θυμόταν το ψαλμικό: «Ιδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου».

Με την εγκράτεια και τη νηστεία ταπείνωνε την ψυχή και με την αγρυπνία και τη χειρωνακτική εργασία ταλαιπωρούσε το σώμα, ώστε να προκαλεί το θαυμασμό του οσίου Αντωνίου και του μακαρίου Νίκωνος. Τον θαύμαζαν για τη φρόνησή του, την ταπείνωση, την υπακοή, το θάρρος και την αντοχή — παρ’ όλο που ήταν τόσο νέος – και δόξαζαν γι’ αυτά το Θεό. Στο μεταξύ η μητέρα του τον αναζητούσε παντού, στην πόλη και στα περίχωρα, αλλά δεν τον εύρισκε πουθενά. Με πικρούς κοπετούς τον θρηνούσε σαν νεκρό. Ειδοποίησε σ’ όλη τη χώρα, πως εκείνος που θα τον δη και θα την πληροφορήσει, θα πάρει μεγάλη αμοιβή. Και να, κάποιοι που ήρθαν από το Κίεβο της ανήγγειλαν:
-Εμείς τον είδαμε στην πόλη μας, στο Κίεβο, πριν από τέσσερα χρόνια περίπου, ν’ αναζητά μοναστήρι για να γίνει μοναχός.
Εκείνη, μόλις πήρε την πληροφορία αυτή, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση και χωρίς να λογαριάσει την απόσταση, ξεκίνησε για το Κίεβο. Αφού έψαξε μάταια σ’ όλα τα μοναστήρια, της είπαν να πάει και Στις σπηλιές, στο γέροντα Αντώνιο. Σαν έφτασε εκεί, αναζήτησε τον περίφημο ασκητή.
—Πέστε στον όσιο, έλεγε στους πατέρες, πως έχω έρθει από πολύ μακριά για να τον προσκυνήσω και να πάρω την ευλογία του.

Ο γέροντας, μόλις ειδοποιήθηκε, βγήκε από τη σπηλιά του. Εκείνη του έβαλε βαθιά μετάνοια μέχρι το χώμα, ζητώντας την ευλογία του. Ο γέροντας την ευλόγησε κι έπειτα τη δέχτηκε σε συζήτηση. Του είπε πολλά και στο τέλος αποκάλυψε το λόγο για τον οποίο είχε έρθει.
— Σε ικετεύω λοιπόν, πάτερ, του λέει. Πες μου την αλήθεια. Είναι εδώ ο γιος μου, που τόσα υπέφερα γι’ αυτόν, χωρίς να ξέρω αν είναι ζωντανός;

Ο γιος σου είναι ζωντανός. Να μη θλίβεσαι και να μην πονάς γι’ αυτόν. Βρίσκεται εδώ.
Θα μπορούσα, πάτερ, να τον έβλεπα; Τόσο δρόμο περπάτησα για να φτάσω ως εδώ. Να τον δω μόνο, κι έπειτα φεύγω.
Έχει αρχή του, της απάντησε ο γέροντας, να μη βλέπει κανένα. Ωστόσο έλα πάλι αύριο πρωί-πρωί κι εγώ θα τον ειδοποιήσω.

Η γυναίκα έβαλε μετάνοια κι απομακρύνθηκε. Ο όσιος μπήκε στη σπηλιά για να ενημερώσει το μακάριο Θεοδόσιο, που η θλίψη του ήταν μεγάλη σαν έμαθε πως η μητέρα του τον ανακάλυψε.
Πολύ νωρίς το άλλο πρωί η μητέρα κατέφθασε. Αλλά ό Θεοδόσιος δεν δεχόταν να τη δη, παρ’ όλη την επιμονή του γέροντα.
- Παρακάλεσα πολύ το γιο σου να ‘ρθη να σε δη, αλλά δεν θέλει, της είπε ο όσιος Αντώνιος.
Στα λόγια αυτά, η μέχρι τότε ταπεινή τάχα γυναίκα έγινε έξω φρενών. Αντέδρασε γεμάτη οργή: “Ω! Να παρακαλώ εγώ αυτόν τον γέροντα! Αυτόν που πήρε το παιδί μου και το έκρυψε στη σπηλιά και δεν μου το παρουσιάζει!
Να μου φανερώσεις το παιδί μου! Δεν αντέχω άλλο, πεθαίνω αν δεν το δω. Η φέρνεις το παιδί μου, η αυτοκτονώ εδώ μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς!

Καταστενοχωρημένος ο όσιος πήγε να παρακαλέσει και πάλι το Θεοδόσιο, που τη φορά αυτή, για να μη λυπήσει το γέροντά του, υπάκουσε και βγήκε. Εκείνη, μόλις τον αντίκρισε κάτισχνο και με πρόσωπο βαθουλωμένο από την άσκηση, έπεσε στο λαιμό του κι έχυνε για πολλή ώρα πικρά δάκρυα.
Όταν άρχισε σιγά-σιγά να συνέρχεται από τους λυγμούς, έπιασε τα θερμά παρακάλια:
Γύρισε παιδί μου στο σπίτι. Ότι κάνεις εδώ για την ψυχή σου, μπορείς να το εκτελείς κι εκεί. Έλα να είσαι κοντά μου. Έλα να θάψεις το σώμα μου, όταν φύγω από τον κόσμο αυτό και τότε γυρίζεις πάλι στη σπηλιά. Εγώ παιδί μου, δεν μπορώ να ζω χωρίς να βλέπω το πρόσωπό σου.

Κι εκείνος ο μακάριος της αποκρίθηκε:
-Α μητέρα, αν θέλεις να με βλέπεις, μείνε εδώ στο Κίεβο. Να γίνεις μοναχή στο γυναικείο μοναστήρι, ώστε κι εμένα να βλέπεις από καιρό σε καιρό και τη σωτηρία σου να εξασφαλίσεις. Διαφορετικά σε βεβαιώνω πως δεν πρόκειται ποτέ να με ξαναδείς.
Για αρκετές ημέρες, που τον επισκεπτόταν η μητέρα του, τη νουθετούσε και προσπαθούσε να τη μεταστρέψει. Εκείνη όμως δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για μοναστήρι.

Στο μεταξύ ο όσιος, μόλις αυτή απομακρυνόταν, έμπαινε στη σπηλιά και παραδινόταν σε θερμή δέηση. Παρακαλούσε το Θεό να μεταβάλει την καρδιά της, ώστε να δεχτή τις σωτήριες συμβουλές του.

Και ο Θεός άκουσε τις ικεσίες του δούλου Του, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη: «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία. Θέλημα των φοβούμενων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών επακούσεται».
Έτσι, μετά από λίγο καιρό, η μητέρα του έδειχνε διαφορετική.

- Ναι παιδί μου του είπε, θα κάνω ό,τι μου ζήτησες. Δεν θα γυρίσω πίσω, αλλά, αφού έτσι ευδόκησε ο Θεός, θα μείνω στο γυναικείο μοναστήρι για να ζήσω εκεί σαν μοναχή την υπόλοιπη ζωή μου. Τώρα κατάλαβα πόσο πρόσκαιρος είναι αυτός ο κόσμος.

Αγαλλίασε το πνεύμα του οσίου στα λόγια αυτά κι έσπευσε να τα ανακοινώσει στον όσιο Αντώνιο. Εκείνος δοξολόγησε το Θεό για τη μεταστροφή της δούλης Του και βγήκε να της πει λόγους ωφελείας. Έπειτα μεσίτευσε στην πριγκίπισσα για να διευκολυνθεί η είσοδός της στη γυναικεία μονή του αγίου Νικολάου. Εκεί εκάρη μοναχή κι αφού έζησε με μετάνοια τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, που υπήρξαν αρκετά, εκοιμήθη εν Κυρίω.

Οι ασκητικοί αγώνες του οσίου Θεοδοσίου μέσα στη σπηλιά, πολύ γρήγορα τον ανέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά των πονηρών πνευμάτων. Όταν μάλιστα η μητέρα του ξεπέρασε τον πόνο της κι έγινε μοναχή, τότε επιδόθηκε σε μεγαλύτερες ασκήσεις, φλεγόμενος από θείο έρωτα. Μέσα στη σπηλιά μπορούσε τότε να δη κανείς τρεις λαμπάδες αναμμένες, που με την προσευχή και τη νηστεία διέλυαν το σκότος των δαιμόνων: τον όσιο Αντώνιο, το μακάριο Θεοδόσιο και το μεγάλο Νίκωνα.

Όταν αργότερα στα 1062, ο ηγεμόνας οργίστηκε κατά των σπηλαιωτών μοναχών, επειδή είχαν δεχτή στη μονή το βογιάρο Βαρλαάμ και τον ευνούχο Εφραίμ, ο μακάριος Νίκων αναγκάστηκε να φυγή με μερικούς αδελφούς. Πήγε στο Τμουταρακάν, στην ανατολική όχθη της Αζοφικής θάλασσας, όπου ίδρυσε μοναστήρι κι έμεινε μέχρι το 1068. Τότε ο όσιος Θεοδόσιος, με θέλημα του Θεού και επιθυμία του οσίου Αντωνίου, χειροτονήθηκε ιερεύς.
Σαν Ιερεύς τελούσε καθημερινά τη θεία Λειτουργία με πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες πάνω του τη-φυσική πραότητα, την αταραξία των λογισμών και την απλότητα της καρδίας. Ήταν γεμάτος πνευματική σοφία κι έτρεφε αγάπη προς όλους αδιάκριτα τους αδελφούς, που μαζεύτηκαν γύρω από τον όσιο Αντώνιο.

Μετά από αρκετό καιρό ο όσιος Αντώνιος ανέθεσε την ηγουμενία στο μακάριο Βαρλαάμ και αναχώρησε σ’ έναν ήσυχο λόφο. Εκεί άνοιξε μιαν άλλη σπηλιά και συνέχισε την ασκητική του ζωή.

Ο ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, αφού πήραν την ευχή και ευλογία του οσίου, συνέχισαν να ζουν οσιακά και ενάρετα στο πρώτο σπήλαιο. Επειδή όμως η αδελφότητα σιγά-σιγά αυξήθηκε και ο χώρος του σπηλαίου δεν επαρκούσε για τις λατρευτικές συνάξεις της, ο ευλαβέστατος Θεοδόσιος και ο μακάριος Βαρλαάμ, με την ευλογία του οσίου Αντωνίου, έχτισαν πάνω από τη σπηλιά ένα πιο ευρύχωρο ξύλινο εκκλησάκι, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να συναθροίζονται σ’ αυτό οι αδελφοί και να κάνουν τις ακολουθίες.
Η στενότητα του χώρου μέσα στη σπηλιά και οι κόποι της ασκήσεως προξενούσαν στους πατέρες μεγάλες θλίψεις και ταλαιπωρίες, που μόνο ο Θεός τις γνωρίζει και που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να τις εκφράσει.
Συντηρούσαν τον εαυτό τους με νερό και λίγο ψωμί από σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο έτρωγαν μόνο το Σαββατοκύριακο• και όχι πάντα, γιατί ορισμένες φορές δεν υπήρχε, οπότε κατέφευγαν στα βρασμένα χόρτα.
Ανάμεσα στις άλλες εργασίες, έπλεκαν καθημερινά καλάθια, τα πουλούσαν και με τα χρήματα που έπαιρναν αγόραζαν σιτάρι. Τη νύχτα άλεθε ο καθένας το μερίδιο του, κι έπειτα συγκέντρωναν το αλεύρι για να φτιάξουν ψωμί.
Πριν ξημερώσει συναθροίζονταν στην εκκλησία για τον όρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στα εργόχειρά τους, που προορίζονταν για πούλημα. Αν είχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν και στον κήπο. Έπειτα τελούσαν στο ναό τις ώρες και τη θεία Λειτουργία και στη συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τις εργασίες τους, που διαρκούσαν ως την ώρα του εσπερινού και του αποδείπνου.

Έτσι μοχθούσαν κάθε μέρα, αφοσιωμένοι στην αγάπη του Θεού.

Ό όσιος Θεοδόσιος, που ήταν τώρα και ιερεύς, κατέπλησσε όλους τους άλλους αδελφούς με τη νηστεία, την ανδρεία, την εργατικότητα, την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή του. Ήταν πρόθυμος να τους εξυπηρετεί όλους. Μετέφερε νερό ή ξύλα από το δάσος. Ορισμένες φορές, ενώ οι αδελφοί αναπαύονταν, μάζευε το σιτάρι που έπρεπε ν’ αλέσουν εκείνοι και το άλεθε ο ίδιος, εργαζόμενος και προσευχόμενος όλη τη νύχτα.

Κάποτε που έπεσαν πολλές σκνίπες και κουνούπια στην περιοχή, για ν’ ασκηθεί έβγαινε τη νύχτα έξω από τη σπηλιά. Άφηνε το σώμα του γυμνό ως τη μέση κι εκτεθειμένο στα τσιμπήματα τους, ενώ με τα χέρια του έπλεκε καλάθια και τα χείλη του ψέλλιζαν ψαλμούς του Δαβίδ. Παρ’ όλο που το σώμα του καταματωνόταν, αυτός παρέμενε ακίνητος στη θέση του μέχρι τα χαράματα. Έπειτα πήγαινε στο ναό για τον όρθρο. Και σ’ όλη την ακολουθία δεν κουνιόταν καθόλου από τη θέση του, ούτε απομάκρυνε το νου του από την προσευχή. Έτσι τον αγαπούσαν όλοι οι αδελφοί, τον είχαν σαν πατέρα τους και τον θαύμαζαν υπερβολικά για την ταπείνωση και την υπακοή του.
Αλλά συνέβη κάποτε να προσκληθεί ο μακάριος Βαρλαάμ, ο ηγούμενος της αδελφότητας, από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, για ν’ αναλάβει την ηγουμενία της μονής του αγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, που ο ίδιος είχε ιδρύσει.

Ο ηγεμόνας φιλοδοξούσε, με τα πλούτη που διέθετε, να δώσει ιδιαίτερο μεγαλείο στο μοναστήρι του, ώστε να ξεπεράσει σε αίγλη τη μονή των Σπηλαίων.

Ματαιοπονούσε όμως.

Γιατί πολλά μοναστήρια χτίζονται με τους θησαυρούς βασιλιάδων και αρχόντων.

Δεν έχουν όμως την αξία εκείνων που θεμελιώνονται με τις προσευχές και τα δάκρυα, με τις νηστείες και τις αγρυπνίες των αγίων. Ο ιδρυτής της μονής των Σπηλαίων όσιος Αντώνιος, δεν είχε χρυσάφι και ασήμι, φύτεψε όμως με νηστείες και πότισε με δάκρυα το νοητό αμπελώνα του. Γι` αυτό αυξήθηκε και δοξάστηκε κι ευλογήθηκε πλούσια από το Θεό.

Όταν λοιπόν ο μακάριος Βαρλαάμ έφυγε για το μοναστήρι του αγίου Δημητρίου, οι αδελφοί πήγαν και ζήτησαν ομόφωνα από τον όσιο Αντώνιο να τοποθετήσει ηγούμενο τον όσιο Θεοδόσιο. Ο όσιος Αντώνιος συμφώνησε. Με την ευλογία του ο όσιος Θεοδόσιος έγινε ηγούμενος των είκοσι αδελφών. Ο αξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, αν και έγινε ηγούμενος, δεν απέβαλε το ταπεινό φρόνημα, αλλά θυμόταν πάντοτε τα λόγια του Κυρίου: «Ός αν θέλει εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος». Ταπείνωνε τον εαυτό του και γινόταν «έσχατος» και υπηρέτης όλων. Στο κάθε τι «εαυτόν παρείχε τύπον καλών έργων». Στην εργασία και στο ναό ήταν ο πρώτος που πήγαινε και ο τελευταίος που έφευγε. Οι δεήσεις του δικαίου Θεοδοσίου έφεραν πολλές ευλογίες και η ζωή της αδελφότητας άνθιζε και προόδευε. Σαν το σπόρο που έπεσε σ’ εύφορη γη κι έφερε καρπό εκατονταπλάσιο, έτσι μεγάλωσε σε μικρό χρονικό διάστημα η αδελφότητα κι έφτασε τους εκατό αδελφούς. Και όλοι προόδευαν με την ενάρετη ζωή τους και την προσευχή.

Με την αύξηση της αδελφότητας, η σπηλιά δεν προσφερόταν πλέον για τη ζωή της σιωπής. Επίσης ο μικρός ναός πάνω απ’ αυτήν δεν επαρκούσε για τις ακολουθίες. Ο όσιος όμως δεν έδειξε ποια στενοχωρημένος με την πληκτική αυτή ατμόσφαιρα. Αντίθετα, παρηγορούσε καθημερινά τους αδελφούς και τους δίδασκε να μην ασχολούνται με τα γήινα. Τους υπενθύμιζε τα λόγια του Κυρίου: «Εν τη οικία του Πατρός μου μοναί πολλοί είσιν» και «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμιν».

Στο μεταξύ, είδε εκεί κάπου, όχι πολύ μακριά από τη σπηλιά, ένα χώρο εξαιρετικό και σκεπτόταν πως θα ήταν κατάλληλος για θεμελίωση μοναστηριού. Άρχισε να πιστεύει και να ελπίζει σε κάτι τέτοιο κι έδειχνε πολύ ενδιαφέρον για να τον αποκτήσει.

Πήραν την ευλογία του οσίου Αντωνίου και απευθύνθηκαν στον ηγεμόνα Ιζιασλάβο για την περιοχή εκείνη.

Πράγματι, τους παραχωρήθηκε η έκταση και σε μικρό χρονικό διάστημα ανεγέρθηκε εκεί, με τη βοήθεια του Θεού, μεγάλη ξύλινη εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Χτίστηκαν επίσης πολλά κελιά και οι αδελφοί εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά. Το μέρος εκείνο ευλογήθηκε ιδιαίτερα από το Θεό κι έγινε ένδοξη μονή, η Πετσέρσκαγια.

Το όνομα αυτό οφείλεται στη σπηλιά, όπου διέμενε αρχικά η αδελφότητα και διατηρείται μέχρι σήμερα. Με τη νέα μορφή που πήρε η ζωή τους, ο όσιος Θεοδόσιος σκεπτόταν το τυπικό που θα έπρεπε να βάλει στο μοναστήρι. Τον απασχολούσε πολύ το θέμα αυτό. Κατέφυγε και Στις προσευχές και ευλογίες του οσίου Αντωνίου. Ο Θεός δεν άργησε ν’ απαντήσει. Οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε να τους γίνει γνωστό το τυπικό της μονής του Στουδίου.
Ο ευσεβής στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, που προερχόταν από την Ελλάδα, βρισκόταν τότε κοντά τους. Είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας το νεοχειροτόνητο μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062). Πληροφόρησε λοιπόν τον όσιο Θεοδόσιο για τη θεάρεστη ζωή των στουδιτών μοναχών, ζωή που αξιώθηκε κι ο ίδιος να ζήση.

Οι πληροφορίες αυτές άρεσαν πολύ στον όσιο. Χωρίς καθυστέρηση, στέλνει κάποιον αδελφό στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να βρει το μοναχό Εφραίμ, τον ευνούχο, που τότε επέστρεφε από τους Αγίους Τόπους και να του αναθέσει το σπουδαίο αυτό έργο: Να επισκεφθεί δηλαδή τη μονή του Στουδίου, να γνωρίσει ο ίδιος με τον ακριβέστερο τρόπο την τάξη και το τυπικό της και να τα καταγράψει όλα με κάθε λεπτομέρεια:

πως ψέλνουν,
πως διαβάζουν,
πως κάνουν τις μετάνοιες,
πως στέκονται στο ναό,
πως κάθονται στην τράπεζα,
τι τρώνε τις διάφορες ημέρες…
Πράγματι, ο μακάριος Εφραίμ, σύμφωνα με την εντολή του οσίου, παρακολούθησε την τάξη της μονής, κατέγραψε με ακρίβεια το τυπικό και επέστρεψε. Μόλις πήρε στα χέρια του ο όσιος Θεοδόσιος το κείμενο, έδωσε εντολή να διαβαστεί σ’ όλη την αδελφότητα. Από τότε η Πετσέρσκαγια άρχισε να εφαρμόζει το στουδίτικο τυπικό. Από κει το παρέλαβαν και τ’ αλλά μοναστήρια, όπως ακριβώς το εφήρμοσε ο όσιος. Έτσι, όλες οι ρωσικές μονές, που προηγουμένως δεν γνώριζαν το καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα έστρεφαν τα βλέμματα στην Πετσέρσκαγια και τη θεωρούσαν για το κάθε τι σαν πρότυπό τους.

Σ’ όλη τη διάρκεια της ηγουμενίας του, δεν έπαυε ο όσιος Θεοδόσιος να λάμπει με την ενάρετη ζωή του. Τους υποψήφιους μοναχούς τους δεχόταν με μεγάλη εγκαρδιότητα. Γνώριζε τη θλίψη που δοκιμάζει όποιος ποθεί τη μοναχική ζωή και δεν γίνεται δεκτός. Κι ο ίδιος γεύτηκε τη θλίψη αυτή όταν, παλαιά που ξεκίνησε για μοναχός, τα μοναστήρια του Κιέβου του έκλειναν τις πόρτες.
Δεν βιαζόταν όμως να κουρέψει κάποιον μοναχό, ούτε του φορούσε αμέσως τα ράσα. Τον άφηνε με τα κοσμικά του ρούχα αρκετό χρόνο, μέχρι να γνωρίσει καλά τη ζωή της μονής. Αφού τον δοκίμαζε σ’ όλα τα διακονήματα, τον έκειρε μικρόσχημο μοναχό. Αργότερα, αν διακρινόταν για την καθαρότητα της ζωής του, τον αξίωνε να φορέσει το μεγάλο αγγελικό σχήμα.
Δεν έπαυε να παροτρύνει τους μαθητές του σε μια ζωή μετανοίας. Είχε και τη συνήθεια ο άγιος να περνάει τις νύχτες απ’ όλα τα κελιά για να βλέπει πως ζει και πως λατρεύει τον Κύριο ο κάθε αδελφός. Όταν αντιλαμβανόταν ότι προσεύχεται, δόξαζε το Θεό γεμάτος χαρά. Αν όμως έβλεπε πως δύο ή τρεις είχαν μαζευτεί σ’ ένα κελί μετά το απόδειπνο κι είχαν πιάσει συζήτηση, χτυπούσε με το χέρι του την πόρτα κι απομακρυνόταν λυπημένος. Έτσι τους άφηνε να εννοήσουν την παρουσία του. Το πρωί τους καλούσε και με πετυχημένα παραδείγματα τους παιδαγωγούσε να εντείνουν την αφοσίωσή τους Στο Θεό. Ο αδελφός που είχε ταπεινή καρδιά καταλάβαινε το σφάλμα του, έβαζε μετάνοια και ζητούσε συγχώρηση. Εκείνον που είχε την καρδιά του σκοτισμένη από την επήρεια του διαβόλου και δεν διέκρινε το σφάλμα του, αλλά θεωρούσε τον εαυτό του αθώο και τα λόγια του οσίου άσχετα με την περίπτωση του, τον νουθετούσε πολύν ώρα και τον άφηνε, αφού του όριζε και κάποιο επιτίμιο. Έτσι λοιπόν δίδασκε όλους να επιμελούνται την προσευχή τους, να μη συζητούν μετά το απόδειπνο, να μην πηγαίνουν από κελί σε κελί, αλλά να μένουν στο δικό τους και να προσεύχονται. Τους έλεγε επίσης, όταν εργάζονται την ημέρα, αν μπορούν, να λένε τους ψαλμούς του Δαβίδ.

Μεταξύ άλλων τους νουθετούσε:
-Σας ικετεύω, αδελφοί. Ας προοδεύσουμε στη νηστεία και στην προσευχή, ας φροντίσουμε για τη σωτηρία των ψυχών μας, ας επιστρέψουμε από τις κακίες μας και τους δρόμους του πονηρού. Ας πλησιάζουμε το Θεό με στεναγμούς, με δάκρυα, με τη μετάνοια, τις αγρυπνίες και την υπακοή, ώστε ν’ αποσπάσουμε το έλεός Του. Κι ας μισήσουμε τον παρόντα κόσμο, έχοντας πάντοτε στη σκέψη μας τα λόγια του Κυρίου: Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφός, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται μου μαθητής είναι”. Επίσης: Ο εύρων την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο απωλέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν”.
Έτσι κι εμείς αδελφοί, που απαρνηθήκαμε τον κόσμο, ας απαρνηθούμε και τα πράγματα του κόσμου. Ας μισήσουμε το ψέμα, που μας ελκύει σε πράγματα ελεεινά, κι ας μη στραφούμε Στις πρώτες αμαρτίες μας “ως κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα”. Γιατί, όπως λέει ο Κύριος, “ουδείς επιβολών την χείρα αυτού έπ’ άροτρο και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού”.
Πως θ’ αποφύγουμε την αιώνια κόλαση, αν τελειώσουμε τη ζωή μας με οκνηρία και χωρίς μετάνοια; Η μετάνοια είναι το κλειδί της βασιλείας των ουρανών και χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να την κερδίσει. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιώνια πατρίδα. Ας τον ακολουθήσουμε με φόβο Θεού, κι ας στερεώσουμε πάνω του γερά τα βήματα μας. Στην οδό της μετανοίας δεν πλησιάζει ο πονηρός, και παρ’ όλο που τώρα είναι “τεθλιμμένη”, αργότερα θα μας γεμίσει χαρά. Προτού πλησιάσουν οι έσχατες Ημέρες, ας πάρουμε το δρόμο αυτό, για να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά».

Εξασκώντας ο ίδιος κάθε αρετή, δίδασκε με το παράδειγμά του τούς αδελφούς, που δέχονταν σαν την εύφορη γη το σπόρο της διδασκαλίας του και καρποφορούσαν, κατά το λόγο του Κυρίου, «ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα».

Μπορούσες να δεις τους ανθρώπους αυτούς να ζουν σαν άγγελοι πάνω στη γη και την Πετσέρσκαγια να μοιάζει με ουρανό, που στο θόλο του ακτινοβολούσε σαν μεγάλο αστέρι ο όσιος Θεοδόσιος με τα ενάρετα έργα του.
Πολλές φορές μάλιστα έλαμπε και πραγματικά, με φως άκτιστο, με το οποίο τον δόξαζε ο Θεός.
Όταν κάποτε, μια σκοτεινή νύχτα ο Σωφρόνιος, ο ηγούμενος της μονής του αρχιστρατήγου Μιχαήλ, γύριζε στο μοναστήρι του, είδε πάνω από την Πετσέρσκαγια ένα εξαίσιο φως, που σχημάτιζε τη μορφή του οσίου Θεοδοσίου. Κατάπληκτος τότε δόξασε το Θεό:
- Μεγάλη η χάρη σου, Κύριε! Ανέδειξες στις ημέρες μας έναν τέτοιο φωστήρα, που καταυγάζει όλη την Πετσέρσκαγια! Αλλά και πολλοί άλλοι αντίκρισαν αρκετές φορές το φως αυτό και το διηγήθηκαν παντού.

Τότε άρχισαν να έρχονται σ’ αυτόν πολλοί, να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους και να επιστρέφουν αποκομίζοντας πάντοτε μεγάλη πνευματική ωφέλεια. Άρχισαν μάλιστα να προσφέρουν και βοηθήματα στο μοναστήρι για τις ανάγκες του και το χτίσιμό του. Ορισμένοι απ’ αυτούς αφιέρωσαν και κτήματα.

Πολύ αγαπούσε τον άγιο και ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος. Συχνά τον καλούσε κοντά του, ενώ πολλές φορές τον επισκεπτόταν ο ίδιος και ευφραινόταν από τα πνευματέμφορα λόγια του.

Ανάμεσα σ’ άλλους κανονισμούς ο όσιος είχε θεσπίσει και τούτον: Όρισε στον πορτάρη να μην ανοίγει σε κανένα επισκέπτη την πόρτα μετά το μεσημβρινό φαγητό και μέχρι την ώρα του εσπερινού. Αυτό το καθιέρωσε για ν’ αναπαύονται το μεσημέρι οι αδελφοί, έπειτα από τον κόπο που προηγήθηκε (νυχτερινή έγερση, προσευχές και ακολουθίες, διακονήματα κ.λ.π.).

Ένα μεσημέρι ο ηγεμόνας ξεκίνησε για το μοναστήρι μαζί με το μικρό του παιδί. Μόλις έφτασε, κατέβηκε από το άλογό του -γιατί δεν έπρεπε να μπει κανείς στο μοναστήρι με το άλογο — χτύπησε την εξώπορτα και ζήτησε να του ανοίξουν. Ο πορτάρης όμως του απάντησε:
Έχω εντολή από το γέροντά μας, να μην ανοίξω σε κανένα την πόρτα ως την ώρα του εσπερινού.
—Δεν θ’ ανοίξεις ούτε σ’ εμένα; είπε ο ηγεμόνας.
Ο πορτάρης όμως δεν κατάλαβε ποιος ήταν.
— Μα σου λέω, μ’ έχει διατάξει ο ηγούμενος: «Κι αν ακόμα έρθει ο ίδιος ο ηγεμόνας, εσύ να μην ανοίξεις την πόρτα». Κάνε λίγη υπομονή μέχρι την ώρα του εσπερινού και θα μπεις.
— Μα εγώ είμαι! Ο ηγεμόνας!

Τότε ο πορτάρης πλησίασε στην πόρτα και διαπίστωσε ότι πράγματι ήταν ο Ιζιασλάβος. Εν τούτοις δεν του άνοιξε, αλλά έσπευσε να το αναγγείλει στον ηγούμενο.
Ο όσιος ήρθε να τον υποδεχθεί και τον καλωσόρισε με πολλή τιμή.
-Τι αυστηρή διαταγή είν’ αυτή, του είπε ο Ιζιασλάβος, ώστε να λέει τούτος ο υποτακτικός πως κι ο ηγεμόνας ο ίδιος αν έρθει δεν πρέπει ν’ ανοίξει η πόρτα;
—Ευλογημένε άρχοντα, του εξήγησε ο όσιος, το ορίσαμε αυτό για να ξεκουράζονται οι αδελφοί από τον κόπο της νυχτερινής ακολουθίας. Η δική σου αφοσίωση στην Υπεραγία Θεοτόκο είναι ευπρόσδεκτη, κι ο ερχομός σου, που φανερώνει την πνευματική σου πρόοδο, μας προξενεί μεγάλη χαρά.
Προχώρησαν στην εκκλησία, όπου ο όσιος έκανε μια μικρή δέηση, κι έπειτα κάθισαν να συζητήσουν πνευματικά. Τόσο πολύ ευφραινόταν ο Ιζιασλάβος από τα μελιστάλακτα λόγια του οσίου, που δεν τα χόρταινε. Τέλος, ωφελημένος πολύ, επέστρεψε Στο μέγαρό του δοξάζοντας το Θεό. Μάλιστα από την ημέρα εκείνη, άρχισε ν’ αγαπά περισσότερο τον άγιο, να τον θεωρεί ισάξιο των αρχαίων αγίων Πατέρων και ν’ ακούει κάθε συμβουλή του.
Αν και τόσο πολύ τιμούσαν τον όσιο Θεοδόσιο ο ηγεμόνας και οι άρχοντες, αυτός δεν το έπαιρνε καθόλου επάνω του. Παρ’ όλο που ήταν όλος ένα φως, επιδίωκε να κρύβεται πιο πολύ μέσα στην αφάνεια.
Ταπείνωνε τώρα περισσότερο τον εαυτό του. Εργαζόταν χειρωνακτικά όλη την ημέρα και δίδασκε όχι με λόγια, αλλά με έργα.
Αν και ήταν ηγούμενος, πήγαινε πολλές φορές στο μαγκιπειό και δούλευε μαζί με τους αδελφούς. Ζύμωνε το ψωμί με πολλή επιτυχία και ταυτόχρονα παρηγορούσε κι ενίσχυε τους ζυμωτές, για να μην κλονίζονται στο κοπιαστικό έργο τους.
Μια μέρα, ενώ πλησίαζε η εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, δεν υπήρχε στο μαγειρείο νερό. Ο αδελφός Θεόδωρος, που ήταν τότε μάγειρας, απευθύνθηκε στον όσιο:
-Δεν έχω κανένα να μου φέρει λίγο νερό.
Τότε ο όσιος σηκώθηκε κι άρχισε ο ίδιος να μεταφέρει νερό από το πηγάδι. Μα σαν τον είδε ένας αδελφός να κουράζεται έτσι, έσπευσε να το αναγγείλει και στους άλλους. Έτρεξαν όλοι με προθυμία κι έφεραν τόσο νερό, ώστε ξεχείλισαν τα δοχεία του μαγειρείου. Άλλοτε, που δεν υπήρχαν έτοιμα ξύλα για το μαγείρεμα, είπε ο ίδιος Θεόδωρος στον όσιο:
Γέροντα, πες σε κάποιον που δεν έχει δουλειά να φέρει ξύλα, γιατί τα χρειάζομαι.
Και ο όσιος απάντησε: Να, εγώ είμαι αργόσχολος. Εγώ θα πάω.
Ήταν τότε ώρα φαγητού. Ο μακάριος έδωσε εντολή στους αδελφούς να πάνε στην τράπεζα, ενώ ο ίδιος με το τσεκούρι άρχισε να κόβει ξύλα. Σαν τελείωσε το φαγητό και είδαν οι πατέρες τον ηγούμενό τους να ετοιμάζει ξύλα, πήραν κι αυτοί τσεκούρια κι έκοψαν τόσα πολλά, που έφτασαν για μέρες.

Όταν ο μακάριος Νίκων επέστρεψε στην Πετσέρσκαγια, ο όσιος, αν και ηγούμενος, τον τίμησε σαν πατέρα του. Και πολλές φορές, επειδή ο Νίκων ασκούσε το εργόχειρο του βιβλιοδέτη, τον βοηθούσε. Του έφτιαχνε τις κλωστές που είχε ανάγκη στη βιβλιοδεσία. Τόσο ταπεινός και απλός ήταν.
Ακόμη και τα ρούχα που φορούσε ως ηγούμενος, ήταν ταπεινά και φτωχικά. Φορούσε κατάσαρκα μια φανέλα, που ήταν φτιαγμένη από σκληρό μαλλί και τον αγκύλωνε. Όμοιος ήταν και ο σκούφος του. Ήταν μάλιστα πολύ στενός και μακρύς, ώστε να του σκεπάζει πολύ το κεφάλι και να μη διακρίνει κανείς ούτε τρίχα.
Μια φορά ο όσιος πήγε για κάποια υπόθεση στον ηγεμόνα, που τότε έμενε μακριά από την πόλη και καθυστέρησε μέχρι που βράδιασε. Ο Ιζιασλάβος, του διέθεσε μιαν αμαξά, ώστε να κάνη αναπαυτικά το νυχτερινό ταξίδι.
Στο δρόμο, ο μικρός που οδηγούσε την αμαξά, βλέποντάς τον μ’ εκείνα τα φτωχικά ενδύματα, δεν φαντάστηκε πως ήταν ηγούμενος.
Του λέει λοιπόν:
- Καλόγερε, εσύ όλη την ημέρα τεμπελιάζεις. Εγώ όμως πάντοτε κοπιάζω και θέλω τώρα να κοιμηθώ. Σαν ξεκούραστος που είσαι, έλα να καθίσεις στο άλογο.
Ο όσιος με πολλή ταπείνωση σηκώθηκε, βοήθησε το μικρό ν’ ανέβει και να ξαπλώσει στην άμαξα κι έπειτα ανέβηκε ο ίδιος στο άλογο. Καθώς προχωρούσε καθισμένος στο ζώο, ζαλιζόταν από τη νύστα. Γι’ αυτό κατέβαινε κάθε τόσο και βάδιζε πεζός. Όταν κουραζόταν, ανέβαινε πάλι.
Κατά τα ξημερώματα συναντούσαν στο δρόμο τους αξιωματούχους, που κατευθύνονταν προς τον ηγεμόνα. Μόλις από μακριά αναγνώριζαν τον όσιο, κατέβαιναν από τ’ αλόγα τους για να του κάνουν υπόκλιση.
Τότε ο όσιος είπε στο μικρό:
- Να, παιδί μου, ξημέρωσε πια. Έλα να καθίσεις εσύ στο άλογο.
Ο μικρός, καθώς έβλεπε τους βογιάρους να υποκλίνονται στον όσιο, κυριεύτηκε από μεγάλο φόβο και κάθισε στο άλογο τρέμοντας. Προχωρώντας συναντούσαν όλο και πιο πολλούς μεγιστάνες που υποκλίνονταν. Και ο φόβος του μικρού αμαξά όλο και μεγάλωνε.
Σαν έφτασαν στο μοναστήρι και ξεπέζεψαν, οι αδελφοί έβαλαν μετάνοια, πράγμα που τάραξε ακόμα πιο πολύ το μικρό.
«Ποιος να είναι αυτός που όλοι υποκλίνονται μπροστά του;» συλλογίστηκε.
Ο όσιος τότε τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην τράπεζα. Εκεί είπε να του δώσουν φαγητό και στη συνέχεια, αφού του πρόσφερε κάποιο χρηματικό φιλοδώρημα, τον άφησε να επιστρέψει.
Όλ’ αυτά τα πληροφορηθήκαμε από τον ίδιο το μικρό, που τα εξομολογήθηκε στους αδελφούς, γιατί ο μακάριος Θεοδόσιος δεν φανέρωσε το παραμικρό.

Όταν έπαιρνε είδηση ο όσιος πως κάτι έγινε χωρίς ευλογία και υπακοή, το χαρακτήριζε «μερίδιο του εχθρού». Αν επρόκειτο για φαγητό, ποτέ δεν επέτρεπε στους αδελφούς να το γευθούν. Έδινε εντολή να το πετάξουν στον ποταμό Δνείπερο ή στο φούρνο για να καεί. Την τακτική του αυτή τη διαπιστώνει κανείς και στο επόμενο περιστατικό.

Ήταν ή εορτή του αγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, και ό όσιος Θεοδόσιος μαζί με ορισμένους αδελφούς επισκέφθηκε το μοναστήρι του αγίου. Εκεί κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί του πρόσφεραν εκλεκτούς άρτους. Ο όσιος τους έστειλε στην Πετσέρσκαγια και παρήγγειλε στον κελάρι να τους παράθεση στην τράπεζα, σ’ όσους αδελφούς είχαν απομείνει στη μονή. Εκείνος όμως δεν έκανε υπακοή. «Ας τους βάλω στο τραπέζι αύριο το πρωί που θα είναι όλοι οι αδελφοί», σκέφτηκε. «Τώρα ας παραθέσω ψωμί δικό μας». Έτσι κι έγινε.
Το πρωί, όταν κάθισαν οι αδελφοί στην τράπεζα, ο όσιος είδε τους άρτους. Φωνάζει τότε τον κελάρι.
— Που βρέθηκαν αυτοί οι άρτοι;
— Είναι αυτοί που μου έστειλε χθες η οσιότης σου, Γέροντα. Επειδή όμως ήταν λίγοι οι αδελφοί, σκέφτηκα να τους βάλω σήμερα που είμαστε όλοι.
—Θα ήταν προτιμότερο να έκανες υπακοή και να μην εμπιστευόσουν το λογισμό σου, του υπέδειξε αυστηρά ο όσιος.
Και αμέσως είπε σ’ έναν αδελφό να βάλει τους άρτους εκείνους σε κοφίνια και να τους πετάξει στο ποτάμι, ενώ στον κελάρι έβαλε επιτίμιο για την ανυπακοή του.
Γνωρίζοντας ο όσιος Θεοδόσιος πως η απληστία και οι φροντίδες για το αύριο αρμόζουν μόνο σε μοναχούς ασυνεπείς προς τις υποσχέσεις τους, πήρε μιαν απόφαση: Να διδάξει επίμονα στους αδελφούς την αρετή της ακτημοσύνης, για να μάθουν να πλουτούν στην πίστη και στην ελπίδα και να μη στηρίζονται στα υλικά.
Πολλές φορές έκανε επισκέψεις στα κελιά τους και σαν εύρισκε κάτι φαγώσιμο ή παραπανίσιο ένδυμα ή άλλο περιττό, τα πετούσε στη φωτιά. Τα θεωρούσε όπως είπαμε, «μερίδιο του εχθρού» και πράξη παρακοής.
Δεν πρέπει αδελφοί, τους νουθετούσε εμείς που ασπασθήκαμε τη μοναχική πολιτεία και απαρνηθήκαμε τα πράγματα του κόσμου, να τα μαζεύουμε πάλι στο κελί μας. Τι καθαρή προσευχή να προσφέρουμε στο Θεό, όταν έχουμε τόσα πράγματα στο κελί μας; «Όπου γαρ έσην ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» μας λέει ο Κύριος. Ας αρκούμαστε λοιπόν αδελφοί, στο καθορισμένο ένδυμα και στην τροφή που παρατίθεται στην τράπεζα. Τίποτε περισσότερο ας μην ύπαρχοι στο κελί μας. Έτσι η προσευχή μας θ’ ανέρχεται στο Θεό ένθερμη, από νου καθαρό.

Με τέτοιες συμβουλές νουθετούσε τους αδελφούς. Σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάστηκε άδικος ή οργίλος ή οξύς, αλλά ήταν καλοσυνάτος σε όλους. Αν τύχαινε κανένας από τους αμελείς μοναχούς να λιποψυχήσει και να εγκατάλειψη το μοναστήρι, τότε τον κυρίευε μεγάλη θλίψη. Έκανε δακρύβρεχτες προσευχές στο Θεό για να επιτρέψει στη μάνδρα το πρόβατο που έφυγε. Κι αν γύριζε, τον υποδεχόταν όλος χαρά και τον νουθετούσε. «Όσες ψυχές ακολουθούν το δρόμο της φυγής είναι άνανδρες», έλεγε, «και υποκύπτουν στα κατώτερα πάθη τους και στο διάβολο».

Υπήρχε στο μοναστήρι κάποιος αδελφός χωρίς υπομονή, που κάθε τόσο το εγκατέλειπε κι υστέρα από λίγο ξαναγύριζε. Ο όσιος τον δεχόταν κάθε φορά με χαρά. Βεβαίωνε μάλιστα τους αδελφούς πως ο Θεός δεν θα τον αφήσει να πεθάνει έξω, αλλά στο τέλος θα τον πάρει από τη μονή για τον ουρανό.
Κάποια φορά, υστέρα από πολλές αποχωρήσεις, γύρισε πάλι ο αδελφός και ικέτευε τον όσιο να τον δεχτή. Πράγματι, σαν σπλαχνικός, τον συγκαταρίθμησε και πάλι στα πρόβατα της ποίμνης. Ύστερα από λίγο ο αδελφός ήρθε να δώσει στον όσιο τα χρήματα που είχε αποκτήσει στον κόσμο, εργαζόμενος σαν ιεροράπτης. Τον άκουσε όμως να του λέει:
- Αν θέλεις να γίνεις τέλειος υποτακτικός, πέταξέ τα στη φωτιά, γιατί προέρχονται από ανυπακοή.
Εκείνος συγκέντρωσε τη μικρή περιουσία που είχε αποκτήσει στον κόσμο και, όπως παρήγγειλε ο όσιος, την έκαψε. Από τότε δεν ξανάφυγε από τη μονή. Σ’ αυτήν εκοιμήθη ειρηνικά, ζώντας με μετάνοια τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής του. Έτσι επαλήθευσε και η πρόρρηση του οσίου.

Μ’ αυτούς τους τρόπους ήξερε ο όσιος να παρακινεί στην ακτημοσύνη και να εμπνέει την πίστη και την ελπίδα, ώστε κανένα πρόβατο να μην ξεκόβει από το κοπάδι.
Στους φτωχούς ο όσιος έδειχνε πολλή αγάπη κι ευσπλαχνία. Σαν έβλεπε ένα ζητιάνο ή κάποιο φτωχό, εξαθλιωμένους και ρακένδυτους, πονούσε για την κατάστασή τους και τους ελεούσε με δάκρυα στα μάτια. Έτσι παρακινήθηκε να χτίση κοντά στο μοναστήρι πανδοχείο και ναό αφιερωμένο στον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο, για να βρίσκουν στέγη οι φτωχοί, οι τυφλοί, οι χωλοί, οι λεπροί… Άφησε εντολή να φροντίζει το μοναστήρι για τις ανάγκες τους, και να τους διαθέτη το δέκατο της περιουσίας του. Επίσης κάθε Σάββατο έστελνε ένα αμάξι γεμάτο ψωμιά στους δέσμιους των φυλακών.

Η ευσπλαχνία του στρεφόταν όχι μόνο προς τους φτωχούς, αλλά και σ’ εκείνους που είχαν αδικήσει το μοναστήρι. Κάποια φορά για παράδειγμα, έφεραν δεμένους στον όσιο ληστές, που τους συνέλαβαν σ’ ένα κτήμα του μοναστηρίου ενώ επιχειρούσαν να κλέψουν. Σαν τους είδε δεμένους και με θλιμμένη όψη, δάκρυσε από πόνο. Είπε να τους λύσουν και να τους δώσουν φαγητό. Έπειτα τους συμβούλεψε για αρκετή ώρα ν’ αποφεύγουν το κακό και τις αδικίες. Κι αφού τους φίλεψε με αγαθά της μονής, τους άφησε να φύγουν ειρηνικά. Εκείνοι φεύγοντας δόξαζαν το Θεό και τον όσιο για το έλεος που βρήκαν, κι από τότε δεν έβλαψαν άνθρωπο, αλλά περιορίζονταν στους δικούς τους κόπους.

Με την αύξηση των αδελφών αναγκάστηκε ο όσιος να επεκτείνει το μοναστήρι. Άρχισε με τα ίδια του τα χέρια και μαζί με τους άλλους αδελφούς να χτίζει κελιά και να μεγαλώνει τη μάντρα. Την περίοδο εκείνη, που το μοναστήρι βρισκόταν εκτεθειμένο, κάποια πολύ σκοτεινή νύχτα δέχτηκε την επίθεση ληστών. Είχαν στόχο την εκκλησία, υπολογίζοντας πως εκεί, στα διάφορα διαμερίσματά της, θα υπήρχαν κρυμμένοι οι θησαυροί της μονής.
Χωρίς να πειράξουν κανένα κελί, πλησίασαν στο ναό, απ’ όπου άκουσαν ψαλμωδία. Φαντάστηκαν πως είναι μέσα οι μοναχοί και ψέλνουν το απόδειπνο. Γι’ αυτό αρχικά απομακρύνθηκαν. Πέρασαν λίγη ώρα μέσα στο διπλανό πυκνό δάσος και κατόπιν, με την ελπίδα πως θα είχε πια τελειώσει η ακολουθία, ξεκίνησαν για την εκκλησία. Αλλά και πάλι άκουσαν τις ίδιες υμνωδίες, ενώ τώρα αντίκρισαν κι ένα υπερθαύμαστο φως μέσα στο ναό. Ταυτόχρονα αισθάνονταν άρρητη ευωδία. Έψελναν άγγελοι!

Οι ληστές νόμισαν πως οι αδελφοί τελούσαν τώρα το Μεσονυκτικό κι έτσι απομακρύνθηκαν πάλι για Λίγο. Αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές και πάντα ακούγονταν οι ίδιες αγγελικές φωνές.
Στο μεταξύ έφτασε η ώρα της πρωινής ακολουθίας και κατά τη συνήθεια, ο εκκλησιαστικός πήγε πρώτα στο κελί του οσίου Θεοδοσίου.
Ευλόγησαν Γέροντα, φώναξε. Πήρε την ευλογία του ηγουμένου κι άρχισε να σημαίνει για τον όρθρο.
Οι ληστές, σαν άκουσαν το σήμαντρο, κρύφτηκαν μέσα στο δάσος.
— Τι θα κάνουμε τώρα; είπαν. Φαίνεται πως βλέπαμε φαντάσματα προηγουμένως. Ας τους αφήσουμε να μπουν στο ναό κι έπειτα ορμάμε μέσα και τους σκοτώνουμε όλους. Έτσι θα βάλουμε στο χέρι την περιουσία τους.
Τέτοια τους συμβούλευε ο διάβολος, όχι τόσο γιατί ήθελε να χάσουν οι μοναχοί τα χρήματά τους, αλλά για να εξαφανίσει την αδελφότητα αυτή, στην οποία τόσες ψυχές θα εύρισκαν τη σωτηρία τους. Δεν το πέτυχε όμως ο εχθρός, που είχε νικηθεί από τις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου.
Περίμεναν λοιπόν αρκετή ώρα οι κακοποιοί, ώσπου να συγκεντρωθεί στην εκκλησία το θεοσύλλεκτο εκείνο ποίμνιο με το μακάριο ποιμένα του Θεοδόσιο και μόλις άρχισαν οι ορθρινοί ψαλμοί όρμησαν σαν άγρια θηρία εναντίον τους.
Όταν όμως έφτασαν μπροστά στο ναό, αναχαιτίσθηκαν από ένα φοβερό θαύμα:

Ο ναός, μαζί με όσους βρίσκονταν μέσα, άρχισε ν’ αποχωρίζεται από το έδαφος. Ανυψώθηκε στον αέρα σε τέτοιο ύψος, ώστε δεν μπορούσαν να τον φτάσουν.

Οι πατέρες που ήταν μέσα δεν κατάλαβαν τίποτε. Οι ληστές, μπροστά στο θαύμα, κυριεύτηκαν από μεγάλο φόβο και γύρισαν τρέμοντας στα σπίτια τους. Από τότε μετανόησαν και πήραν την απόφαση να μην ξανακάνουν κακό σε άνθρωπο. Ο αρχιληστής μάλιστα ήρθε με τρεις άλλους ληστές στη μονή κι εξομολογήθηκε στον όσιο όσα συνέβησαν. Εκείνος, μόλις τ’ άκουσε, δόξασε το Θεό, που κι αυτούς τους έσωσε από φρικτό θάνατο, αλλά και τα πράγματα της εκκλησίας προστάτεψε. Οι ληστές, αφού άκουσαν λόγους σωτηρίας, έφυγαν δοξάζοντας κι ευχαριστώντας το Θεό και τον όσιό Του.

Το ίδιο θαύμα επαναλήφθηκε νια δεύτερη φορά, κι έτσι έγινε πια ολοφάνερο πως προστατεύονται από τον Κύριο το μοναστήρι και η εκκλησία του.

Κάποιος από τους βογιάρους του ηγεμόνα Ιζιασλάβου διέσχιζε μια νύχτα τον κάμπο, εννέα χιλιόμετρα μακριά από τη μονή του οσίου Θεοδοσίου. Και να! Ανακρύζει από κει μιαν εκκλησία να είναι σηκωμένη πολύ ψηλά, κάτω από τα σύννεφα. Κατάπληκτος από τρόμο και θαυμασμό, στράφηκε και προχώρησε προς το μέρος της. Ήθελε από κοντά να διαπίστωση ποια εκκλησία ήταν. Πλησιάζοντας προς το μοναστήρι, αντίκρισε την εκκλησία να κατεβαίνει πάλι και να στέκεται μέσα στη μονή, στη θέση της.
Έτρεξε αμέσως στον όσιο και του αποκάλυψε αυτό που είδε. Και από τότε τον επισκεπτόταν συχνά και ευφραινόταν από τα σοφά λόγια του. Μάλιστα ενίσχυε και οικονομικά το χτίσιμο του μοναστηρίου και τον εξωραϊσμό του ναού του.
Όχι μόνο για την εκκλησία, αλλά και για τη συντήρηση της μονής ο Θεός έδειχνε με θαυματουργικό τρόπο την προστασία Του.
Συνέβη κάποτε να περνούν έξω από κάποιο κτήμα της Πετσέρσκαγια μερικοί ληστές, που τους οδηγούσαν δεμένους στην πόλη νια να τους δικάσουν. Τότε ένας απ’ αυτούς, βλέποντας το κτήμα, άρχισε να κουνάει το κεφάλι του και να λέει:
- Μια νύχτα ήρθαμε εδώ για ν’ αρπάξουμε ό,τι θα υπήρχε, αλλ’ αποτύχαμε. Βρήκαμε τη μάντρα τόσο ψηλή, που ήταν αδύνατο να πηδήξουμε μέσα.

Έτσι ο Θεός, με τις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου, που είχε στηρίξει τις ελπίδες του σ’ Αυτόν, διαφύλαξε από τους ληστές την περιουσία της μονής. Γιατί ο όσιος συνήθιζε να περιφέρεται όλες τις νύχτες μέσα στο μοναστήρι και να προσεύχεται. Με τις προσευχές αυτές περιτείχιζε σαν με οχυρό τείχος τη μονή και τα εξαρτήματά της.

Ο όσιος Θεοδόσιος, ο δάσκαλος της ακτημοσύνης, πίστευε πως ο ίδιος ο Κύριος θα εξοικονομούσε, εκτός από τ’ αναγκαία και όσα απαιτούσε ο εξωραϊσμός της μονής. Στην πίστη του αυτή πήρε απάντηση από την επόμενη θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας.
Ένας βογιάρος του Ιζιασλάβου, που ονομαζόταν αρχικά Σουτισλάβος Γεούεβιτς και μετά το άγιο βάπτισμα Κλήμης, ξεκινώντας κάποτε μαζί με τον ηγεμόνα για πόλεμο υποσχέθηκε τα εξής: Αν επιστρέψω σώος στο σπίτι μου, θα δώσω στη μονή του μακαρίου Θεοδοσίου δυο χρυσά νομίσματα για την Υπεραγία Θεοτόκο. Θα κατασκευάσω επίσης και το φωτοστέφανο της εικόνας της.
Ο πόλεμος έγινε. Σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο παρατάξεις. Τελικά κατόρθωσαν να νικήσουν τους εχθρούς. Όσοι σώθηκαν, γύρισαν πίσω στα σπίτια τους νικητές. Ο βογιάρος όμως λησμόνησε την υπόσχεσή του. Και να τι συνέβη υστέρα από μερικές ημέρες.

Ήταν μεσημέρι και κοιμόταν στο σπίτι του, όταν άκουσε μέσα στον ύπνο του μια φοβερή φωνή να τον καλή με τ’ όνομά του:
- Κλήμη!

Πετάχτηκε πάνω, και τι να δη! Μπροστά του βρισκόταν η εικόνα τις Υπεραγίας Θεοτόκου – εκείνη του μοναστηρίου του οσίου Θεοδοσίου — και του φώναζε:
— Γιατί Κλήμη δεν μου έδωσες αυτό που υποσχέθηκες; Φρόντισε να εκτελέσεις την υπόσχεσή σου!

Μόλις έπαψε η φωνή, η εικόνα έγινε άφαντη. Ο Κλήμης τότε πήρε τρομοκρατημένος τα χρυσά νομίσματα που είχε υποσχεθεί, κατασκεύασε και το χρυσό στεφάνι για τη διακόσμηση της εικόνας, κι έφτασε στην Πετσέρσκαγια για να τα δώσει στον όσιο Θεοδόσιο. Εκείνος τα πήρε χωρίς να ξέρη όσα μεσολάβησαν.
Ύστερα από λίγες ημέρες ο ίδιος βογιάρος, με θεία έμπνευση, πήρε την απόφαση να δωρίσει στο μοναστήρι ένα Ευαγγέλιο. Έτσι μια μέρα, με το Ευαγγέλιο κρυμμένο κάτω από τα ρούχα του, έρχεται στον όσιο. Μετά την ακολουθία κάθισαν να συζητήσουν. Ο Κλήμης δεν ανέφερε τίποτα για το Ευαγγέλιο. Μα ο όσιος του λέει ξαφνικά:
— Αδελφέ Κλήμη, δώσ’ μου πρώτα το άγιο Ευαγγέλιο που υποσχέθηκες στην Υπεραγία Θεοτόκο και το έχεις σκεπασμένο με τα ρούχα σου, κι έπειτα ας συζητήσουμε.
Στα λόγια αυτά ο βογιάρος θαύμασε το διορατικό χάρισμα του οσίου, γιατί σε κανένα δεν είχε πει τίποτα για το Ευαγγέλιο και το παρέδωσε στα χέρια του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του κήρυττε παντού πως ο ακτήμων Θεοδόσιος, που τα έχει αναθέσει όλα στο Θεό, είναι στολισμένος όχι μόνο με θεοφιλή έργα, αλλά και με το υπερφυσικό χάρισμα της διοράσεως.

Όσο περισσότερη εμπιστοσύνη έδειχνε ο όσιος στο Θεό, στις διάφορες στερήσεις και οικονομικές δυσχέρειες, τόσο περισσότερο Εκείνος τον ευεργετούσε.

Από τα πολυπληθή σχετικά θαύματα θ’ αναφέρουμε μερικά στη συνέχεια.

Ο μοναχός Ιλαρίων μέρα-νύχτα αντέγραφε Βιβλία στο κελί του οσίου Θεοδοσίου, την ώρα που εκείνος ψέλλιζε τους ψαλμούς γνέθοντας μαλλί.
Κάποιο Βράδυ, ενώ εργάζονταν, ήρθε ο οικονόμος της μονής μοναχός Αναστάσιος και ανέφερε πως δεν υπάρχουν χρήματα για την προμήθεια του πρωινού φαγητού και τις άλλες ανάγκες.
Όπως βλέπεις, τώρα είναι βράδυ. Ως το ξημέρωμα έχουμε καιρό. Πήγαινε λοιπόν να προσευχηθείς, κάνε λίγη υπομονή κι ο Θεός θα μεριμνήσει, του είπε ο όσιος.
Όταν ο υποτακτικός έφυγε, ο όσιος πήγε στο βάθος του κελιού του για να κάνη, όπως συνήθιζε, τον κανόνα του. Μετά την προσευχή γύρισε στην εργασία του.
Αλλά να, σε λίγο ο οικονόμος έρχεται πάλι και τον ενοχλεί για ιό ίδιο ζήτημα.
-Δεν σου είπα, τον έκοψε ο όσιος, να κάνης προσευχή; Ησύχασε! Το πρωί πηγαίνεις στην πόλη κι αγοράζεις με πίστωση ό,τι έχουμε ανάγκη. Και αργότερα, όταν ο Θεός μας στείλει χρήματα, εξοφλούμε το χρέος. Είναι αξιόπιστος Εκείνος που λέει: «Μη ουν μεριμνήστε εις την αύριον ή γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής».
Ο Κύριος δεν θα μας στερήσει την ευλογία Του.
Μετά την αναχώρηση του οικονόμου παρουσιάστηκε στο κελί του οσίου ένας φωτεινός νέος με στρατιωτική ενδυμασία. Έκανε υπόκλιση, ακούμπησε στο τραπέζι ένα χρυσό νόμισμα κι απομακρύνθηκε αμέσως, χωρίς να πει τίποτα. Ο όσιος σηκώθηκε και πήρε στα χέρια του το νόμισμα, δοξολογώντας με δάκρυα στα μάτια του.
Το πρωί, φώναξε τον πορτάρη για να μάθη αν μπήκε κανείς τη νύχτα στο μοναστήρι. Εκείνος τον βεβαίωσε πως η πόρτα παρέμενε ακόμα κλειστή, από τη δύση του ήλιου και πως κανένας δεν ήρθε. Τότε κάλεσε τον οικονόμο.
Πως λες, αδελφέ Αναστάσιε, ότι δεν έχουμε χρήματα; Μ’ αυτό το χρυσό νόμισμα πήγαινε κι αγόρασε ό,τι μας χρειάζεται.
Ο οικονόμος δεν μπόρεσε ν’ αντιληφθεί την ευλογία του Θεού. Νόμισε πως δεν είχε ψάξει καλά και γι’ αυτό έβαλε μετάνοια ζητώντας συγγνώμη.
Αδελφέ, τον νουθέτησε ο όσιος, να μην απελπίζεσαι ποτέ. Να ‘χεις πίστη. Κάθε σου στενοχώρια να την αναθέτεις στον Κύριο. Αυτός φροντίζει για τις ανάγκες μας. Σήμερα μάλιστα να ετοιμάσεις πλούσιο γεύμα στους αδελφούς, γιατί είναι μέρα θείας επισκέψεως. Και σαν φτωχύνουμε, ο Θεός πάλι θα φροντίσει — όπως και έγινε.

Κάποια μέρα ο κελάρης Θεόδωρος αναγγέλλει στον όσιο:
Σήμερα δεν έχουμε τίποτα να παραθέσουμε στην τράπεζα για τους αδελφούς.
Πήγαινε, του αποκρίθηκε εκείνος, και προσευχήσου μ’ επιμονή στο Θεό για να δείξει την πρόνοιά Του. Σε περίπτωση που δεν φάνουμε άξιοι, θα βράσης σιτάρι, θα το ανακατέψεις με μέλι και θα το προσφέρεις στους αδελφούς. Ωστόσο ελπίζουμε στον Κύριο.
Αυτός που έστειλε στους απειθείς Ισραηλίτες ουράνια τροφή στην έρημο, μπορεί να κάνη το ίδιο και σε μας σήμερα.
Μετά την αναχώρησή του από το κελάρι, ο όσιος παραδόθηκε σε θερμή προσευχή.
Και να! Ό Ιωάννης, ο πρώτος από τους βογιάρους του Ιζιασλάβου, φωτίστηκε από το Θεό και τους έστελνε τρεις άμαξες γεμάτες τρόφιμα — ψωμί, τυρί, ψάρια, κρασί, σιτάρι και μέλι. Μόλις αντίκρισε το θέαμα ο όσιος, δόξασε ολόψυχα το Θεό. Βλέπεις, αδελφέ Θεόδωρε, είπε στον κελάρι, πως δεν μας εγκαταλείπει ο Πανάγαθος, αρκεί να ελπίζουμε ολόψυχα σ’ Αυτόν; Πήγαινε λοιπόν να ετοιμάσεις πλούσιο γεύμα στους αδελφούς, γιατί μας επισκέφθηκε σήμερα ο Κύριος.

Κάποια άλλη φορά παρουσιάστηκε στον όσιο Θεοδόσιο ένας ιερεύς από την πόλη του Κιέβου και ζήτησε κρασί νια τη Θεία Λειτουργία. Ο όσιος είπε στον εκκλησιαστικό να του δώσει. Εκείνος όμως του γνωστοποίησε πως το κρασί είχε λιγοστέψει και μόλις επαρκούσε για τρεις-τέσσερις Λειτουργίες.
-Να το δώσεις όλο και για μας θα φροντίσει ο Θεός, διέταξε ο όσιος.
Ο εκκλησιαστικός όμως, κράτησε ένα μέρος για τη Λειτουργία της επόμενης ημέρας.
Ο ιερεύς πήρε το κρασί και, όπως το είδε λίγο, το έδειξε στον όσιο. Εκείνος μάλωσε τότε τον εκκλησιαστικό.
- Μα δεν είπαμε να το δώσεις όλο; Να μην ανησυχείς για αύριο, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Θεός να στερήσει το ναό της Μητέρας Του από τη Θεία Λειτουργία. Και όχι μόνο αυτό, αλλ’ ακόμη περισσότερο σήμερα θα ξεχειλίσει τα Βαρέλια μας από κρασί!
Τότε ο εκκλησιαστικός έδωσε στον ιερέα όλο το κρασί. Και το βράδυ, μετά το φαγητό, σύμφωνα με την πρόρρηση του οσίου, ήρθαν οι ευλογίες του Θεού: Κάποια ευσεβής γυναίκα, οικονόμος στο μέγαρο του ηγεμόνα Βσέβολοντ, έστειλε τρία αμάξια με βαρέλια γεμάτα κρασί.
Ο εκκλησιαστικός δεν ήξερε πως να δοξάσει το Θεό, θαυμάζοντας συγχρόνως τον προορατικό όσιο που είχε πει «σήμερα θα ξεχειλίσει ο Θεός τα βαρέλια μας από κρασί».

Ο ίδιος εκκλησιαστικός διηγήθηκε και άλλο παρόμοιο θαύμα που έγινε με τις προσευχές του οσίου.
Πλησίαζε η εορτή της Κοιμήσεως και δεν υπήρχε λάδι για τα καντήλια. Έτσι ο εκκλησιαστικός σκέφτηκε να καταφύγει στο σπορέλαιο. Σε σχετική του ερώτηση ο όσιος τον άφησε να ενεργήσει όπως νόμιζε. Αλλά τι συνέβη; Πηγαίνοντας ο εκκλησιαστικός να χρησιμοποίηση το σπορέλαιο, βλέπει μέσα στο δοχείο ένα ψόφιο ποντικό. Τρέχει γρήγορα και το αναφέρει στον όσιο.
-Αν και σκέπασα πολύ προσεκτικά το δοχείο, παράδοξα, άγνωστο πως, έπεσε μέσα και πνίγηκε ένας ποντικός.
Ο όσιος, που ήξερε ότι αυτό το επέτρεψε ο Θεός για να τιμωρήσει την απιστία του, είπε: Πρέπει αδελφέ, να ελπίζουμε στο Θεό. Να πιστεύουμε πως μπορεί να μας στείλει ό,τι χρειαζόμαστε. Να μη συμπεριφερόμαστε σαν άπιστοι. Χύσε τώρα εκείνο το λάδι. Ας επιμείνουμε στην προσευχή, κι Εκείνος θα μας στείλει σήμερα αρκετό ελαιόλαδο.
Ο εκκλησιαστικός εκτέλεσε την εντολή και ο όσιος αφοσιώθηκε στην προσευχή. Το απόγευμα κάποιος πλούσιος έφερε ένα μεγάλο δοχείο γεμάτο ελαιόλαδο. Και πάλι ο όσιος δόξασε το Θεό που τόσο γρήγορα άκουσε τη δέησή του. Έτσι όχι μόνο όλα τα καντήλια γέμισαν με λάδι, αλλά περίσσεψε και αρκετό. Και την άλλη μέρα το πρωί ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου άστραφτε από τη φωτοχυσία.

Στ’ ατέλειωτα θαύματα, που με τις προσευχές του οσίου αναπλήρωναν κάθε έλλειψη, ας προστεθεί και τούτο:
Ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος, που έτρεφε βαθιά αισθήματα αγάπης προς τον όσιο Θεοδόσιο και συχνά ερχόταν για να ευφρανθεί από τα γλυκά σαν το μέλι λόγια του, κάποια φορά παρέτεινε τη συνομιλία μαζί του ως τον εσπερινό. Έπειτα παραβρέθηκε και στο απόδειπνο.
Σε λίγο – αυτό ήταν το θέλημα του Θεού – πιάνει μια καταρρακτώδης βροχή. Τότε ο όσιος δίνει εντολή στον κελάρι να ετοιμάσει στον Ιζιασλάβο βραδινό φαγητό. Εκείνος όμως του ανήγγειλε πως τους είχε τελειώσει το μελίκρατο κι έτσι δεν είχαν να παραθέσουν το καθιερωμένο ποτό στον ηγεμόνα και τη συνοδεία του.
— Δεν υπάρχει καθόλου; ρώτησε ο όσιος. Όχι, απάντησε ο κελάρης. Γι` αυτό κοίταξε να δεις μήπως έμεινε έστω και λίγο. Πίστεψέ με πάτερ, το έχουμε αναποδογυρίσει το δοχείο.

Πήγαινε και στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού θα βρεις, του λέει γεμάτος Θεία χάρη ό όσιος.

Σαν έφτασε εκεί ο κελάρης, βρήκε το δοχείο όρθιο και ξέχειλο από μελίκρατο. Θαμπωμένος από το θαύμα, έτρεξε να το αναγγείλει στον όσιο.
Να κρατήσεις σιωπή παιδί μου, του σύστησε εκείνος. Μην πεις σε κανένα τίποτα. Στρώσε τώρα το τραπέζι για τον ηγεμόνα. Βάλε και στους αδελφούς μελίκρατο. Πρόκειται για ευλογία του Θεού.

Αργότερα, όταν η βροχή σταμάτησε, ο ηγεμόνας επέστρεψε στο μέγαρό του. Το ευλογημένο εκείνο ποτό κράτησε πολύ καιρό στο μοναστήρι και το γεύτηκαν πλούσια οι αδελφοί. Το μελίκρατο ή υδρόμελι, είναι ποτό από μέλι αραιωμένο με νερό.

Τις νύχτες τις περνούσε πάντα προσευχόμενος. Με πολλές γονυκλισίες και δάκρυα ευγνωμονούσε και δόξαζε το Θεό για όλες Του τις ευεργεσίες. Πολλές φορές τον αντιλαμβάνονταν οι αδελφοί που διακονούσαν σαν εκκλησιαστικοί.

Πριν σημάνει την έγερση ο εκκλησιαστικός, πήγαινε αθόρυβα στο κελί του οσίου για να πάρει ευλογία. Καθώς πλησίαζε, τον άκουγε να προσεύχεται έντονα με λυγμούς και στρωτές μετάνοιες, χτυπώντας το κεφάλι του στο δάπεδο. Υποχωρούσε τότε λίγο κι άρχιζε να βηματίζει πιο δυνατά, για να τον ακούσει ο όσιος. Εκείνος, μόλις τον καταλάβαινε, σταματούσε την προσευχή κι έκανε πως κοιμάται. Ο εκκλησιαστικός χτυπούσε την πόρτα λέγοντας το «ευλόγησαν πάτερ», ο όσιος όμως δεν απαντούσε. Όταν το χτύπημα και το «ευλόγησαν πάτερ» ακούγονταν για τρίτη φορά, ο όσιος, που έκανε πως μόλις τότε ξυπνούσε, απαντούσε: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είθε να σ’ ευλογεί, τέκνο μου». Έπειτα πήγαινε πρώτος στην εκκλησία.

Την τακτική αυτή τη συνέχισε όλες τις νύχτες της ζωής του.

Στη διάρκεια της ηγουμενίας του, επιδιδόταν και σ’ άλλες ασκήσεις, όχι μόνο για δική του πνευματική ωφέλεια, αλλά και του ποιμνίου που του είχε αναθέσει ο Θεός.

Έτσι ποτέ δεν τον είδαν οι αδελφοί να γείρει στο πλευρό και να κατακλιθεί. Όταν τελείωνε το απόδειπνο και ήθελε ν’ αναπαυθεί, καθόταν για λίγο κάπου. Ύστερα από σύντομη ανάπαυση σηκωνόταν κι άρχιζε τις γονυκλισίες, περιμένοντας την ακολουθία του μεσονυκτικού.
Ποτέ δεν τον είδαν να λούζεται για να ευχαριστήσει το σώμα του. Έπλενε μόνο τα χέρια και το πρόσωπο. Όταν επέβαλλε εγκράτεια στους αδελφούς, έδινε πρώτος το παράδειγμα, αρκούμενος στο ξερό ψωμί, στο νερό και στα νερόβραστα χόρτα.
Επίσης ποτέ δεν έδειχνε θλιμμένος. Στην κοινή τράπεζα ποτέ δεν τον είδαν σκυθρωπό. Η όψη του ήταν ιλαρή, χαρούμενη, φωτισμένη από τη χάρη του Θεού. Κάθε χρόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή αποσυρόταν σε μια σπηλιά. Σ’ αυτήν αργότερα ενταφιάστηκε το τίμιο σκήνωμά του.

Απομονωμένος ασκήτευε εκεί μέχρι την εβδομάδα των Βαΐων. Και την Παρασκευή, κατά τον εσπερινό του Λαζάρου, επέστρεφε και καθόταν στην πόρτα του ναού. Νουθετούσε τους αδελφούς, δίνοντάς τους θάρρος και παρηγορώντας τους για τους κόπους της νηστείας. Τη δική του άσκηση την παρουσίαζε σαν μηδαμινή μπροστά στο δικό τους αγώνα.

Τις ημέρες αυτές πολλές φορές ο όσιος αναχωρούσε τη νύχτα, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, κι εύρισκε άλλη σπηλιά, μακρινή κι απόκρυφη, για ν’ ασκείται εκεί μόνος του, φανερός μόνο στο Θεό. Από κει κάποια βραδιά, πριν από την Παρασκευή της εβδομάδας των Βαΐων, γύριζε στο πρώτο σπήλαιο. Και την Παρασκευή επέστρεφε στο μοναστήρι.

Στη σπηλιά που ασκήτευε, τα πονηρά πνεύματα τον ταλαιπωρούσαν πολύ, ιδιαίτερα όταν μετά το απόδειπνο καθόταν λίγο να ξεκούραστη. Άλλοι δαίμονες φώναζαν δυνατά, άλλοι περνούσαν τάχα με άμαξες, άλλοι χτυπούσαν τύμπανα, άλλοι έπαιζαν φλογέρα. Και από τις κραυγές και τους θορύβους, τρανταζόταν ολόκληρη η σπηλιά.

Εκείνος δεν τρόμαζε απ’ όλ’ αυτά. Σφραγιζόταν με το σημείο του σταυρού, σηκωνόταν από το κάθισμά του κι άρχιζε ν’ απαγγέλλει το Ψαλτήρι. Έτσι οι φωνές, οι θόρυβοι και όλα τα δαιμονικά φόβητρα εξαφανίζονταν.
Μόλις όμως καθόταν λίγο να ξεκουραστεί, οι θόρυβοι των δαιμόνων ξανάρχιζαν. Σηκωνόταν πάλι, άρχιζε τους ψαλμούς και οι δαιμονικές κραυγές χάνονταν. Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε αρκετές φορές και δεν μπορούσε ούτε για λίγο ν’ αναπαυθεί, μέχρι που, με τη χάρη του Θεού, βγήκε νικητής: Έλαβε το κατά δαιμόνων χάρισμα και στο εξής, όπως είπαμε, ούτε να πλησιάσουν στη σπηλιά δεν τολμούσαν.

Γνωρίσαμε πολλές θαυματουργίες του οσίου εναντίον των δαιμόνων. Μερικές τις καταχωρίζουμε εδώ.

Συνήθιζαν οι δαίμονες, όταν ετοιμαζόταν στο μοναστήρι το ψήσιμο του ψωμιού, να κάνουν πολλές κακοήθειες. Σκορπούσαν το αλεύρι, έριχναν κάτω τη ζύμη, έκαναν διάφορες ζημιές… Ο υπεύθυνος διακονητής, ο αρχιμάγκιπας, περιέγραψε την κατάσταση στον όσιο Θεοδόσιο. Εκείνος ένα βράδυ επισκέφθηκε το μαγκιπειό, και κλεισμένος εκεί αφοσιώθηκε στην προσευχή μέχρι που ξημέρωσε. Από τότε δεν παρουσιάστηκαν πια δαίμονες στο μέρος εκείνο.
Ένας αδελφός, που υπηρετούσε στα ζώα του μοναστηρίου, ήρθε από το μαντρί στον όσιο και παραπονέθηκε: Στο μαντρί έχουν εγκατασταθεί δαίμονες και δημιουργούν μεγάλη αναστάτωση. Με την ταραχή που κάνουν, τα ζώα μας δεν μπορούν να φάνε ήσυχα. Ο μεγαλύτερος αδελφός προσευχήθηκε πολλές φορές, έριξε και αγιασμό, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ο όσιος, οπλισμένος γι’ άλλη μια φορά με την προσευχή και τη νηστεία, ξεκίνησε για το μαντρί. Έφτασε εκεί το βράδυ. Έκλεισε την πόρτα και όλη τη νύχτα ξαγρύπνησε στην προσευχή. Το αποτέλεσμα ήταν πως από τότε, όχι μόνο στο μαντρί, αλλά και σ’ όλη τη γύρω περιοχή δεν εμφανίστηκαν πια δαίμονες, ούτε προξένησαν το παραμικρό κακό.

Δεν επαναπαυόταν ο όσιος στις δικές του νίκες εναντίον του διαβόλου. Ήθελε να το βλέπει αυτό και στους άλλους. Γι’ αυτό, όταν μάθαινε πως οι πονηροί λογισμοί πολεμούσαν άγρια κάποιον αδελφό, τον καλούσε κοντά του. Τον παρότρυνε ν’ αντιστέκεται στα μηχανήματα του διαβόλου. Να μην τα χάνει από τις επιθέσεις του. Να μη λιποτακτεί από τον τόπο της μάχης. Να οπλίζεται με τη νηστεία και την προσευχή, και ν’ αγωνίζεται μέχρι να του χαρίσει ο Θεός τη νίκη.

Σχετικά με την πάλη του προς τους δαίμονες, ο όσιος διηγήθηκε στους αδελφούς το επόμενο περιστατικό, που του συνέβη όταν ήταν νεώτερος:
—Κάποια νύχτα, που ήμουνα στο κελί μου κι έψελνα, αντικρίζω ακριβώς μπροστά μου ένα μαύρο σκύλο. Στεκόταν εκεί ακίνητος και μ’ εμπόδιζε Στις μετάνοιές μου. Στην αρχή τον περιφρόνησα. Πέρασαν πολλές ώρες, οπότε πήρα την απόφαση να τον χτυπήσω. Μόλις ετοιμάστηκα να το κάνω, εξαφανίστηκε. Φοβήθηκα τότε τόσο πολύ, που ήθελα να το βάλω στα πόδια και να φύγω από το μέρος εκείνο. Και θα το έκανα, αν δεν με βοηθούσε ο Κύριος. Όταν συνήλθα από τη μεγάλη μου φρίκη, άρχισα επίμονα να προσεύχομαι και να κάνω γονυκλισίες. Στο τέλος έφυγε εντελώς από πάνω μου ο φόβος. Από τότε δεν τρόμαζα, όσες δαιμονικές εμφανίσεις κι αν πρόβαλλαν μπροστά μου.

Μ’ αυτά και με πολλά άλλα λόγια, ο όσιος ενίσχυε τους αδελφούς στην πάλη εναντίον των πονηρών πνευμάτων.

Ο αδελφός Ιλαρίων, που τον αναφέραμε πιο πάνω, διηγήθηκε στο μακάριο Νέστορα τα εξής:
— Υπέφερα πολλά στο κελί μου από τους δαίμονες. Μια νύχτα μάλιστα, μόλις έπεσα στο κρεβάτι, παρουσιάστηκε ένα ολόκληρο στίφος. Επιτέθηκε εναντίον μου. Με τραβούσαν από τα μαλλιά, μ’ έσερναν και με χτυπούσαν. Άλλοι σήκωναν τον τοίχο και μου έλεγαν απειλητικά: «Θα τον ρίξουμε πάνω σου, για να σε σκοτώσουμε». Και η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες νύχτες. Δεν άντεχα πια άλλο και κατέφυγα στον όσιο Θεοδόσιο. Του είπα πως σκέφτομαι ν’ αλλάξω κελί. Εκείνος όμως δεν συμφώνησε. «Όχι αδελφέ μου», μου είπε, «μην απομακρυνθείς και κάνης τα πονηρά πνεύματα να χαρούν, βλέποντας πως σε ανάγκασαν να τραπείς σε φυγή. Έτσι θα σου προξενήσουν περισσότερο κακό, γιατί θ’ αποκτήσουν εξουσία πάνω σου. Να παραμείνεις εκεί και να καλλιεργείς την προσευχή. Και ο Θεός, βλέποντας την υπομονή σου, θα σου χαρίσει τη νίκη». Εγώ πάλι του είπα: «Πάτερ, σε ικετεύω, είναι αδύνατο να παραμείνω στο κελί μου. Έχει μέσα ένα σωρό σατανάδες». Τότε ο όσιος με σταύρωσε και μου είπε: «Πήγαινε αδελφέ μου στο κελί σου. Από τώρα ούτε θα τους ξαναδείς πια ούτε θα σε βλάψουν». Το πίστεψα, έβαλα μετάνοια στον όσιο κι απομακρύνθηκα.

Οι πολυμήχανοι δαίμονες δεν παρουσιάστηκαν άλλη φορά στο κελί μου. Οι προσευχές του οσίου Θεοδοσίου τους έδιωξαν από κει.

Όχι μόνο προς τους αόρατους, αλλά και προς τους ορατούς εχθρούς φάνηκε ανδρείος ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος. Πολλές φορές συνήθιζε να φεύγει τη νύχτα κρυφά από το μοναστήρι και να πηγαίνει στους Εβραίους. Λογομαχούσε μαζί τους με παρρησία για το πρόσωπο του Χριστού. Γεμάτος από ιερή αγανάκτηση, τους αποκαλούσε προδότες του Νόμου και θεοκτόνους. Ήταν μεγάλη του επιθυμία να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό, και ν’ αντιμετωπίσει ακόμη και το θάνατο απ’ αυτούς που Τον θανάτωσαν. Θα γινόταν έτσι πραγματικός μιμητής Του.

Ο γενναίος όσιος επιθυμούσε να υποφέρει ως ομολογητής της αλήθειας. Τούτο φαίνεται και από το επόμενο γεγονός.

Ένα χρόνο πριν την κοίμησή του, στα 1073, με τη συνεργία του πονηρού, συνέβη μια διαμάχη και φιλονικία ανάμεσα στους τρεις αδελφούς ηγεμόνες της Ρωσίας. Ο ηγεμόνας του Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβος και ο ηγεμόνας του Περεγιασλάβ Βσέβολοντ κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του ηγεμόνα του Κιέβου Ιζιασλάβου, που ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Κατόρθωσαν μάλιστα να καταλάβουν το Κίεβο και να τον διώξουν από κει.
Κάποτε κάλεσαν σ’ επίσημο γεύμα και τον όσιο Θεοδόσιο. Ο όσιος, γνωρίζοντας πως άδικα διώχτηκε ο Ιζιασλάβος, απάντησε με θάρρος στον απεσταλμένο τους:
Απαξιώ να έρθω στην τράπεζα της Ιεζάβελ και να γευτώ τροφή που στάζει αίμα και μυρίζει φόνο. Του είπε και άλλα, προσθέτοντας στο τέλος:
Να μεταφέρεις σε παρακαλώ, ό,τι σου είπα στους κυρίους σου.

Πράγματι, οι ηγεμόνες πληροφορήθηκαν τη στάση του οσίου, αλλά δεν οργίστηκαν απέναντι του. Κατάλαβαν πως είχε δίκιο. Ωστόσο δεν άκουσαν τις συμβουλές του. Ούτε έπαψαν να καταδιώκουν τον αδελφό τους, μέχρι που τον απομάκρυναν από τα όρια της παλαιάς του ηγεμονίας. Έτσι ο Σβιατοσλάβος κατέλαβε την περιφέρεια του Κιέβου, ενώ ο Βσέβολοντ, σαν μικρότερος, αρκέστηκε στο Περεγιασλάβ.

Ο όσιος Θεοδόσιος εξαπέλυσε τότε αμείλικτο κατηγορητήριο εναντίον του Σβιατοσλάβου. Τον στηλίτευε για την αδικία που διέπραξε, για την παράνομη κατάληψη του θρόνου και για την εκδίωξη του μεγαλύτερου αδελφού του. Όλ’ αυτά τα διαβίβαζε στον ηγεμόνα ή με επιστολές ή με τους αξιωματούχους που επισκέπτονταν το μοναστήρι.
Στο τέλος μάλιστα του έστειλε μιαν εκτενή επιστολή, στην οποία τον επέπληττε δριμύτατα:
«Φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς τον Θεόν», όπως του Άβελ εναντίον του Κάιν, του έγραφε.
Απαρίθμησε πολλούς από τους αρχαίους φονιάδες, μισάδελφους και διώκτες, με τους οποίους τον παραλλήλιζε καυστικά.

Μόλις διάβασε την επιστολή ο ηγεμόνας έγινε θηρίο. Την πέταξε στο χώμα, την πάτησε με μανία και σαν λιοντάρι βρυχήθηκε εναντίον του οσίου, αποφασισμένος να τον ρίξει στη φυλακή.
ΟΙ αδελφοί της μονής, γεμάτοι θλίψη, ικέτευαν τον όσιο να σταματήσει την τακτική του έλεγχου. Επίσης διάφοροι αξιωματούχοι τον συμβούλεψαν να μην εναντιώνεται άλλο στον ηγεμόνα. «Είναι έτοιμος να σε φυλακίσει», του έλεγαν.

Ο όσιος, σαν άκουσε την φυλάκιση, ενθουσιάστηκε.
- Αυτός ο λόγος, αδελφοί, μου δίνει μεγάλη χαρά, είπε. Τίποτα δεν θα μου χαρίσει τόση μακαριότητα στη ζωή αυτή, όσο το να υποφέρω διωγμούς για χάρη της αλήθειας. Μήπως πρόκειται να χάσω τα πλούτη μου; Μήπως θα χωριστώ από τα παιδιά μου και την πατρίδα μου; Όταν ήρθαμε στον κόσμο, δεν φέραμε τίποτα μαζί μας. Γυμνοί γεννηθήκαμε και γυμνοί θα φύγουμε. Εγώ είμαι έτοιμος και για τη φυλακή και για το θάνατο ακόμη.

Επιθυμούσε ειλικρινά τη φυλάκιση ο όσιος και γι’ αυτό στηλίτευε όλο και περισσότερο το μισάδελφο ηγεμόνα. Όπως ήταν φυσικό, η οργή του Σβιατοσλάβου αυξήθηκε περισσότερο, δεν τολμούσε όμως να βάλει χέρι πάνω του, γιατί τον αναγνώριζε σαν άνθρωπο δίκαιο, όσιο και σεβαστό σ’ όλους τους υπηκόους του.
Σε λίγο καιρό όμως ο όσιος Θεοδόσιος, πιεζόμενος από τους αδελφούς και τους μεγιστάνες, άλλαξε τακτική. Σκέφτηκε πως ο ηγεμόνας δεν ωφελείται καθόλου από τους έλεγχους. Αποφάσισε λοιπόν να χρησιμοποίηση καλό τρόπο, μήπως και τον συνετίσει έτσι και τον πείσει να επανορθώσει το κακό που έκανε στον αδελφό του.
Μέσα σε λίγες ημέρες ο Σβιατοσλάβος έμαθε τη μεταβολή του κι αισθάνθηκε μεγάλη χαρά. Ήταν παλαιά του επιθυμία να ευφρανθεί από τα θεόπνευστα λόγια του οσίου. Πήρε λοιπόν το θάρρος και ζήτησε να του επιτραπεί μια επίσκεψη στο μοναστήρι. Πληροφορήθηκε τη συγκατάθεση του οσίου και χαρούμενος ξεκίνησε με τη συνοδεία των βογιάρων του.
Ο όσιος και οι αδελφοί βγήκαν από το ναό και μ’ επισημότητα τους υποδέχθηκαν. Απέδωσαν τις συνηθισμένες τιμές στον ηγεμόνα. Εκείνος ασπάστηκε τον όσιο.
- Εγώ πάτερ, του είπε, δεν τολμούσα να σ’ επισκεφθώ. Συλλογιζόμουν πως δεν θα μου επέτρεπες την είσοδο, γιατί ήσουν οργισμένος εναντίον μου.
- Και τι είναι αφέντη μου, η οργή μας μπροστά στην εξουσία σου; απάντησε ο όσιος. Εμείς πάντως είμαστε υποχρεωμένοι να ελέγχουμε και να υπογραμμίζουμε όσα είναι αναγκαία για τη σωτηρία της ψυχής, κι εσείς έχετε καθήκον να μας ακούτε.
Αφού έγινε μια μικρή δέηση στο ναό, ο όσιος δέχτηκε σε συζήτηση τον ηγεμόνα. Αναφέροντας αγιογραφικά κείμενα, του τόνισε πολύ την αγάπη που πρέπει να έχουν οι αδελφοί. Ο ηγεμόνας όμως προφασίστηκε πως υπήρχαν πολλά σε βάρος του αδελφού του και γι’ αυτό δεν ήταν εύκολο να συμφιλιωθεί μαζί του. Τέλος, μετά από πολύωρη ωφέλιμη συζήτηση, αναχώρησε δοξάζοντας το Θεό που αξιώθηκε να συζητήσει με τέτοιο μεγάλο άνδρα. Από τότε επισκεπτόταν συχνά τον όσιο.

Αλλά και ο Θεοδόσιος επισκεπτόταν τον ηγεμόνα και του θύμιζε πάντοτε το φόβο του Θεού και την αγάπη προς τον αδελφό.
Σε μια από τις επισκέψεις αυτές, μπαίνοντας στο παλάτι, βλέπει ένα πλήθος μουσικών. Από τα έγχορδα, τα πνευστά και τ’ άλλα όργανα, έβγαιναν ηχηρές μελωδίες, που διασκέδαζαν τον ηγεμόνα. Ο όσιος τότε κάθισε δίπλα του σκυθρωπός, με χαμηλωμένο το βλέμμα. Έπειτα πλησίασε λίγο και του είπε:

— Στην άλλη ζωή θα υπάρχουν άραγε αυτά;

Η παρατήρηση εκείνη έκανε τον Σβιατοσλάβο να συγκινηθεί. Διέταξε να πάψουν οι μουσικές. Και από τότε, κάθε φορά που τον επισκεπτόταν ο όσιος, έδινε εντολή να σταματούν τα όργανα. Ακόμη, όταν ήξερε από πριν για τον ερχομό του, έβγαινε ως τις πύλες του μεγάρου του και τον προϋπαντούσε με έκδηλα αισθήματα χαράς. Πλημμυρισμένος κάποτε από αγαλλίαση, τον υποδέχθηκε με τα εξής λόγια:
Πάτερ, σου τ’ ομολογώ με κάθε ειλικρίνεια. Αν κάποιος μου έλεγε πως ο πατέρας μου θ’ αναστηθεί από τον τάφο, δεν θα ένιωθα τη χαρά που μου δίνει ο ερχομός σου. Ούτε πάλι θα δοκίμαζα το φόβο που μου προξενεί η οσία σου μορφή.
Κι εκείνος του απάντησε:
Αν πράγματι νιώθεις τόσο πολύ δέος απέναντή μου, συμμορφώσου με την υπόδειξή μου και δώσε πίσω στον αδελφό σου το θρόνο που του κληροδότησε ο πατέρας σου.
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο ηγεμόνας τα ‘χάσε. Γεμάτος αμηχανία έκλεισε το στόμα του και δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί. Του είχε εμπνεύσει ο πονηρός τόσο μίσος κατά του αδελφού του, που και τ’ όνομά του δεν ανεχόταν ν’ ακούει.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο γνωστός μας άγιος Νίκων, αυτός που είχε κείρει μοναχό τον όσιο Θεοδόσιο, μ’ όλη εκείνη την αναταραχή ανάμεσα στους ηγεμόνες, έφυγε πάλι μαζί με δυο μοναχούς από την Πετσέρσκαγια και ξαναπήγε στο Τμουταρακάν, στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει εκεί, παρ’ όλο που ο όσιος Θεοδόσιος τον παρακαλούσε επίμονα να μείνει κοντά του. Ήθελε, όσο θα βρισκόταν ακόμα στη ζωή, να μην τον αποχωριστή.

Το θέλημα του Θεού όμως ήταν διαφορετικό, κι έτσι ο όσιος ρίχτηκε στους αγώνες που τον περίμεναν χωρίς τη συμπαράσταση του αγαπημένου του Νίκωνος, από τα χέρια του οποίου είχε λάβει το άγιο σχήμα,
Βλέποντας ο όσιος Θεοδόσιος πως το μοναστήρι ήταν μικρό για τους αδελφούς, απορούσε τι να κάνη. Ζητούσε μ’ επίμονες προσευχές να του δείξει ο Θεός ένα ευρύχωρο μέρος, για ν’ ανεγείρει μεγάλο πετρόχτιστο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πράγματι, οι προσευχές του υπήρξαν ευπρόσδεκτες στο Θεό, που με θαυμαστό τρόπο αποκάλυψε το μέρος που θα χτιζόταν ο ναός.

Κάποιος ευσεβής και θεοφοβούμενος χριστιανός βάδιζε μια σκοτεινή νύχτα στα υψώματα, πλάι στην Πετσέρσκαγια. Και τι αξιώθηκε ν’ αντικρίσει! Πάνω από τη μονή πρόβαλε ένα θαυμάσιο φως – σαν εκείνο που είχε δει ο ηγούμενος Σωφρόνιος — και στη μέση βρισκόταν ο όσιος Θεοδόσιος. Ήταν μπροστά στην εκκλησία και με υψωμένα τα χέρια στον ουρανό προσκαρτερούσε στην προσευχή. Έκθαμβος από το όραμα ο άνθρωπος του Θεού, βλέπει σε λίγο μια πελώρια φλόγα να πετάγεται από το ναό. Πήρε σχήμα τόξου και κατέληξε σ’ ένα λόφο, εκεί ακριβώς που χτίστηκε αργότερα ο καινούργιος ναός. Μέχρι που χάθηκε ο άνθρωπος εκείνος πίσω από το βουνό, η φλόγα παρέμενε εκεί, με τη μία άκρη στην κορυφή της εκκλησίας και την άλλη στο λόφο. Αυτά που είδε δεν άργησε να τ’ αναγγείλει στον όσιο.
Παρόμοιο θαύμα παρουσίασε ο Θεός και στους κατοίκους της γειτονικής περιοχής. Ήταν νύχτα. Ξαφνικά ακούγονται ψαλμωδίες από αναρίθμητα στόματα. Πετάγονται οι άνθρωποι από τον ύπνο τους κι ανεβαίνουν σ’ ό,τι ψηλότερο υπήρχε, για να δουν από που προέρχονται οι φωνές. Και να! Λουσμένη σε πλούσιο φως παρουσιάζεται μπροστά τους η Πετσέρσκαγια. Από την εκκλησία έβγαινε πλήθος μοναχών. Άλλοι βάσταζαν την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και άλλοι έψελναν κρατώντας αναμμένα κεριά. Επικεφαλής προχωρούσε ο ηγούμενος τους Θεοδόσιος. Σαν έφτασαν στο μέρος όπου χτίστηκε αργότερα η καινούργια εκκλησία, ανέπεμψαν στο Θεό ψαλμωδίες και προσευχές. Έπειτα ξαναγύρισαν με ύμνους στο ναό.
Όχι ένας και δύο, αλλά πολλοί ήταν εκείνοι που αντίκρισαν το όραμα. Και διαπιστώθηκε πως εκείνοι που έψελναν δεν ήταν μοναχοί, αλλ’ άγγελοι, γιατί οι αδελφοί της μονής δεν είχαν ιδέα για το θαυμαστό γεγονός. Δόξασαν λοιπόν όλοι μ’ ένα στόμα το Θεό, που χάρη Στις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου ευλόγησε τόσο πολύ τον τόπο εκείνο.
Ενώ ο όσιος προσευχόταν μέσα στο μοναστήρι για την ανοικοδόμηση του καινούργιου ναού, πήρε αμέσως απάντηση στα αιτήματά του. Ήταν κάτι το ανέλπιστο: Ο όσιος Αντώνιος ερχόταν να βοηθήσει. Πίσω του ακολουθούσαν οικοδόμοι, που προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Με θαυμαστά σημεία ο Θεός τους είχε φέρει εδώ για να οικοδομήσουν το ναό της Μητέρας Του.
Όταν με θεϊκή υπόδειξη άρχισε η ανοικοδόμηση του ναού, μοχθούσε καθημερινά μαζί με τους αδελφούς και ο ίδιος ο όσιος. Όποιος τον έβλεπε να εργάζεται, ποτέ του δεν τον λογάριαζε για ηγούμενο. Τα ρούχα και η όλη εξωτερική του εμφάνιση τον έκαναν να φαίνεται σαν ένας από τους μαστόρους.
Μια φτωχή χήρα, που ζητούσε τη βοήθειά του, τον είδε ανάμεσα στους χτίστες.
— Έ, καλόγερε, του λέει, είναι στο μοναστήρι ο ηγούμενός σας;
Και ο όσιος της απάντησε: Τι τον θέλεις αυτό τον άνθρωπο; Αυτός είναι αμαρτωλός.
— Αν είναι αμαρτωλός ή όχι δεν το ξέρω, είπε η γυναίκα. Εκείνο που ξέρω είναι πως έσωσε πολλούς απελπισμένους και δυστυχισμένους. Θέλω να βοηθήσει κι εμένα, που έχω αδικηθεί από το δικαστή.
Τότε ο όσιος ενδιαφέρθηκε να μάθη το πρόβλημά της κι ένιωσε βαθιά συμπόνια σαν άκουσε την αδικία που είχε γίνει σε βάρος της.
- Γύρισε στο σπίτι σου, της είπε, κι εγώ θα τα πω όλα στον ηγούμενο. Εκείνος θα σε απαλλάξει από τη θλίψη σου.
Πράγματι, μίλησε στο δικαστή για τη φτωχή χήρα. Ζήτησε να επιστρέψουν ότι της είχαν πάρει άδικα κι έτσι η γυναίκα απαλλάχτηκε από τη δοκιμασία της.

Με παρόμοια έργα, αντάξια τ’ ουρανού, αγωνιζόταν ο όσιος για τη γρήγορη ανέγερση της εκκλησίας. Δεν αξιώθηκε όμως να την τελειώσει, γιατί τον βρήκε στο μεταξύ ο θάνατος. Αλλά και μετά το θάνατό του, κοντά στο Θεό που ήταν, ενίσχυε με τις προσευχές του το έργο, που αποπερατώθηκε στην εντέλεια από το μακάριο Στέφανο, το διάδοχό του στην ηγουμενία.
Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος, πλησίαζε τώρα προς το τέλος της επίγειας ζωής του κι ας ήταν μόνο σαρανταπέντε χρονών. Προαισθάνθηκε μάλιστα την ημέρα της αναχωρήσεώς του. Γι’ αυτό έδωσε εντολή και συνάχτηκε κοντά του όλη η αδελφότητα: και οι αδελφοί που βρίσκονταν στο μοναστήρι και εκείνοι που ήταν στα περίχωρα και όσοι είχαν σταλεί σε κάποια διακονία.
Συγκινημένος άρχισε να τους νουθετεί όλους. Τους υπέδειξε να εκτελούν με πολλή προσοχή κι επιμέλεια το διακόνημά τους. Ενώ από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα, τους μίλησε για τη σωτηρία, για τη θεάρεστη ζωή, για την άσκηση, για τη νηστεία. Τους σύστησε να επιμελούνται Ιδιαίτερα το ναό και να μπαίνουν εκεί με πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού. Να έχουν αγάπη και να κάνουν υπακοή όχι μόνο στους μεγαλύτερους, αλλά σ’ όλους τους αδελφούς. Στο τέλος τους έδωσε την ευλογία του και τους απέλυσε με συγκίνηση.
Τότε δέχτηκε και την επίσκεψη του ηγεμόνα. Απηύθυνε και σ’ αυτόν τις τελευταίες νουθεσίες. Του συνέστησε να καλλιεργεί την ευσέβεια, να προστατεύει την Ορθοδοξία και να ενδιαφέρεται για τους Ιερούς ναούς.
- Προσεύχομαι, του είπε, στον Κύριο και στην πανάμωμη Μητέρα Του, να σου χαρίσουν ήσυχο και ειρηνικό το βασίλειο. Και αναθέτω στην ευσέβειά σου την προστασία τούτου του μοναστηρίου, που είναι οίκος της Υπεραγίας Θεοτόκου και που η ίδρυσή του οφείλεται στη δική της ευδοκία.
Ένα ρίγος μαζί με ψηλό πυρετό κατέλαβε στη συνέχεια τον όσιο. Εξαντλημένος, αναγκάστηκε να ξαπλώσει στο κρεβάτι — άλλη φορά μέχρι τότε δεν είχε κατακλιθεί σ’ αυτό.

Ας γίνει το θέλημα του Θεού, είπε. Ας κάνη ο Κύριος ότι έχει ορίσει για μένα. Σε ικετεύω όμως, Δέσποτα μου Ιησού Χριστέ, να φανείς ευσπλαχνικός στην ψυχή μου. Ας μην την απειλήσουν οι αποτρόπαιοι δαίμονες, αλλ’ ας την υποδεχθούν οι άγγελοί σου. Αυτοί να την περάσουν από τα τελώνια (Τα τελώνια είναι πονηρά πνεύματα, που ανακρίνουν μετά το θάνατο την ψυχή) και αγωνίζονται να την κερδίσουν του σκότους και να την οδηγήσουν στο φως του ελέους Σου.

Μετά απ’ αυτά τα λόγια σταμάτησε. Έπεσε σε σιωπή. Δεν μπορούσε να προφέρει τίποτα, ούτε ν’ άνοιξη τα μάτια του. Με πόνο ψυχής παρακολουθούσαν οι αδελφοί την κατάστασή του, που κράτησε τρεις ημέρες. Αν δεν έβλεπαν πως ανέπνεε, θα νόμιζαν πως είχε πεθάνει.

Ύστερα από τρεις ημέρες, η αρρώστια υποχώρησε και ο όσιος σηκώθηκε από το κρεβάτι. Συνάχτηκαν πάλι κοντά του οι αδελφοί.
— Αδελφοί και πατέρες, τους είπε, να που ο χρόνος της επίγειας ζωής μου τελειώνει. Μου το είχε φανερώσει στο παρελθόν ο Κύριος, όταν κάποτε, τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής, προσευχόμουνα στη σπηλιά. Εκείνο που ζητώ από σας είναι να μαζευτείτε και να εκλέξετε ηγούμενο, για να τον εγκαταστήσω στη θέση μου.

Στα λόγια αυτά οι αδελφοί δοκίμασαν μεγάλο πόνο και ξέσπασαν σε κλάματα. Με βαρεία καρδιά πήγαν να βγάλουν το νέο ηγούμενο τους. Όλοι ομόφωνα εξέλεξαν το Στέφανο, που είχε το διακόνημα του εκκλησιαστικού.
Την άλλη μέρα ο όσιος κάλεσε πάλι τους αδελφούς. Τι αποφασίσατε, παιδιά μου; Ποιόν θεωρείτε άξιο για ηγούμενό σας;
- Ο Στέφανος είναι άξιος, αποκρίθηκαν μ’ ένα στόμα.
Ο όσιος φώναξε κοντά του το Στέφανο, τον ευλόγησε με το άγιο χέρι του και τον κατέστησε επίσημα διάδοχό του.
— Τώρα τέκνο μου του είπε, σου αναθέτω τη μονή. Να διαφυλάξεις με πολλή προσοχή τους κανονισμούς των διακονημάτων. Να κράτησης καλά τις καθιερωμένες παραδόσεις. Να μην αλλάξεις το τυπικό, αλλά να ενεργής πάντοτε σύμφωνα με την κανονική μοναστηριακή τάξη.
Απευθύνθηκε έπειτα στους αδελφούς. Τους συμβούλεψε να κάνουν υπακοή στο νέο ηγούμενο. Επέμεινε πολύ σ’ αυτό. Στο τέλος τους ανήγγειλε την ώρα της εκδημίας του.

Το Σάββατο, καθώς θα βασιλεύει ο ήλιος, η ψυχή μου θα εγκαταλείψει το σώμα.

Σιγά-σιγά ο όσιος ένιωθε να τον καταβάλλει η αρρώστια. Ο Στέφανος δεν απομακρυνόταν από κοντά του. Τον υπηρετούσε με πολλή ταπείνωση και άκουγε συμβουλές σχετικά με τα νέα του καθήκοντα.

Τα ξημερώματα του Σαββάτου ο όσιος κάλεσε πάλι τους αδελφούς. Μέσα σε κλάματα και σε θρήνους έδωσε στον καθένα ξεχωριστά τον αποχαιρετιστήριο ασπασμό.
Αγαπητά μου παιδιά, αδελφοί μου, τους είπε, σας έδωσα τον ασπασμό της αγάπης, γιατί πλησιάζει η αναχώρησή μου προς το Δεσπότη μου Ιησού Χριστό. Να ο ηγούμενος που εσείς οι ίδιοι διαλέξατε. Να τον έχετε πνευματικό πατέρα, να τον σέβεστε πολύ και να συμμορφώνεστε με τις εντολές του. Ο Θεός, ο σοφός δημιουργός του παντός, να σας ευλογεί, να σας διαφυλάττει αβλαβείς από τον πολυμήχανο εχθρό και να σας διατηρεί πάντοτε ενωμένους, με ακλόνητη πίστη, ομόνοια και αγάπη. Είθε να σας αξιώσει να τον υπηρετείτε χωρίς πάθη, ενωμένοι, αγαπημένοι, ομόψυχοι, με ταπείνωση και υπακοή, ώστε να γίνετε τέλειοι, «καθώς και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος εστί». Ο Κύριος να ‘ναι μαζί σας.

Στη συνέχεια ο όσιος ζήτησε να μην του αποδώσουν τιμές στην κηδεία του:
- Και τώρα σας παρακαλώ και συγχρόνως σας εξορκίζω, να μ’ ενταφιάσετε στη σπηλιά που περνούσα τις ημέρες της νηστείας.
Ούτε να λούσετε το φτωχό μου σώμα, ούτε ν’ αλλάξετε τα ρούχα που φορώ τώρα. Κι εκτός από σας, κανείς άλλος να μην παρακολουθήσει την κηδεία μου.

Με αναφιλητά δέχτηκαν οι αδελφοί τα λόγια του. Εκείνος τότε, για να τους παρηγορήσει, πρόσθεσε:
Σας το υπόσχομαι, αδελφοί και πατέρες, πως αν και με το σώμα φεύγω, με το πνεύμα όμως θα είμαι παντοτινά μαζί σας.
Τη φορά αυτή τους απέλυσε όλους. Ήθελε να είναι μόνος του. Κάποιος αδελφός όμως, που τον υπηρετούσε πιστά πάντοτε, μπόρεσε να παρακολουθήσει τις τελευταίες του στιγμές από μια μικρή τρύπα που είχε κάνει στην πόρτα.
Ο όσιος σηκώθηκε από το κρεβάτι, γονάτισε κι άρχισε να παρακαλεί με θερμά δάκρυα τον ελεήμονα θεό για τη σωτηρία της ψυχής του. Προσευχήθηκε σ’ όλους τους αγίους, μα ιδιαίτερα στην Κυρία Θεοτόκο, που στην προστασία της εμπιστευόταν τη μονή και το ποίμνιό του.
Έπεσε πάλι στο κρεβάτι ν’ αναπαυθεί κάπως. Σε λίγο ανασηκώθηκε. Έστρεψε το βλέμμα ψηλά προς τον ουρανό και το πρόσωπό του έλαμψε από χαρά. Τότε με φωνή μεγάλη αναφώνησε:
Ευλογητός ο Θεός! Αν είναι έτσι, δεν φοβάμαι καθόλου. Αντίθετα, χαίρομαι υπερβολικά για την αναχώρησή μου από τον κόσμο αυτό.

Οπωσδήποτε κάποιο όραμα θ’ αντίκριζε. Ύστερα ξάπλωσε προσεκτικά, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Ήταν η ώρα που βασίλευε ο ήλιος, όπως το προείπε, ημέρα Σάββατο, 3 Μαΐου του 1074.

Μόλις γνωστοποιήθηκε ο θάνατός του, οι αδελφοί «εποίησαν κοπετόν μέγαν έπ’ αύτω». Τον έφεραν θρηνώντας στο ναό για τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Πολλοί χριστιανοί, χωρίς κανείς να τους ειδοποιήσει, σαν να τους έσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν έξω από την πύλη της μονής και περίμεναν κλαίγοντας την ώρα της εκφοράς. Οι αδελφοί, σύμφωνα με την παραγγελία του οσίου, είχαν ασφαλισμένη την πόρτα.
Όσο υπήρχε ο κόσμος αυτός, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν για τον ενταφιασμό. Ευτυχώς όμως, κατά θεία βούληση, ο ουρανός σκεπάστηκε ξαφνικά με σύννεφα και μια δυνατή βροχή σκόρπισε τα πλήθη που περίμεναν.

Μόλις ο κόσμος απομακρύνθηκε, ο ήλιος έλαμψε πάλι. Έτσι οι αδελφοί μπόρεσαν να κάνουν την εκφορά. Έφεραν το σκήνωμα του οσίου στην καθορισμένη σπηλιά και το έθαψαν εκεί με τιμές. Αφού το ασφάλισαν, γύρισαν περίλυποι στη μονή. Την ημέρα εκείνη δεν έβαλαν τίποτα στο στόμα τους.
Την ώρα που εκοιμήθη ο όσιος, ο Σβιατοσλάβος βρισκόταν πολύ μακριά. Ατενίζοντας από κει προς το μέρος της Πετσέρσκαγια, είδε ένα πύρινο στυλό που υψωνόταν από το μοναστήρι ως τον ουρανό. Απ’ αυτό κατάλαβε πως ο όσιος, που την προηγούμενη μέρα τον είχε αφήσει βαριά άρρωστο, έφυγε από τη ζωή.
Μου φαίνεται πως σήμερα ο όσιος Θεοδόσιος ανέβηκε στους ουρανούς, έλεγε στους ανθρώπους του.
Ξεκίνησε λοιπόν για το μοναστήρι, όπου πράγματι πληροφορήθηκε το θάνατό του και τον θρήνησε πολύ.
Τη χρονιά εκείνη στα Σπήλαια σκορπίστηκαν πολλές ευλογίες. Πλήθυναν τ’ αγαθά της μονής, ευλογήθηκαν οι κήποι και τα χωράφια, αυξήθηκαν τα ζωντανά. Κάτι παρόμοιο ποτέ μέχρι τότε δεν είχε συμβεί. Οι αδελφοί θυμήθηκαν τις υποσχέσεις του οσίου και δόξασαν το Θεό, που ο διδάσκαλος και ηγούμενός τους έλαβε τόση χάρη.

Όχι όμως τότε μόνο, αλλά και μέχρι σήμερα βλέπουμε πως με τις πρεσβείες του ο Θεός δεν έχει εγκαταλείψει την μονή του. Επαληθεύονται έτσι τα λόγια της Γραφής: «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι, και εν Κυρίω ο μισθός αυτών και η φροντίς αυτών παρά Υψίστω».

Αν και σωματικά ο όσιος χωρίστηκε από τα πνευματικά τέκνα του, το πνεύμα του όμως περιφέρεται πάντοτε ανάμεσά τους, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει και από τις πολλές θαυματουργίες που έκανε μετά την κοίμησή του.

Απ’ αυτές ορισμένες μόνο θ’ αναφέρουμε παρακάτω.

Σκυθρωπός και γεμάτος θλίψη κάποιος βογιάρος, που έπεσε στην δυσμένεια του ηγεμόνα, άκουγε να του λένε: «Ο ηγεμόνας θα σε ρίξει στη φυλακή».
Κατέφυγε τότε στην προσευχή. Ζήτησε και τη βοήθεια του οσίου Θεοδοσίου: «Γνωρίζω πάτερ πως είσαι άγιος και σε παρακαλώ, τώρα που πλησιάζει η ώρα του κινδύνου, σπλαχνίσου με. Παρακάλεσε το Δεσπότη τ’ ουρανού να με λυτρώσει».
Και να! Ένα μεσημέρι, την ώρα που αναπαυόταν, εμφανίζεται ο όσιος και του λέει: Γιατί θλίβεσαι τόσο πολύ; Νομίζεις πως έχω φύγει από κοντά σας; Με το σώμα μου Ναι, αλλά με την ψυχή μου όχι. Αύριο το πρωί θα σε φωνάξει ο ηγεμόνας και όχι μόνο δεν θα σε τιμωρήσει, αλλά θα σου δώσει πάλι τη θέση σου.
Ο βογιάρος νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Μόλις όμως άνοιξε τα μάτια, είδε να βγαίνει από το δωμάτιο του ο όσιος!
Την άλλη μέρα ο λόγος του πραγματοποιήθηκε.
Κάποιος χριστιανός, έτοιμος για ταξίδι, πέρασε από την Πετσέρσκαγια κι εμπιστεύτηκε ένα κουτί με ασημένια νομίσματα στο μοναχό Κόνωνα, που ήταν γνωστός του. Αυτό όμως έπεσε στην αντίληψη του μοναχού Νικολάου, που νικήθηκε από το δαίμονα της φιλαργυρίας, πήρε κρυφά το κουτί και το καταχώνιασε σ’ ένα απόκρυφο μέρος.
Όταν ο Κόνων διαπίστωσε πως έλειπε το κουτί, έπεσε σε βαρεία θλίψη. Με δάκρυα άρχισε να επικαλείται τον όσιο Θεοδόσιο. Ζητούσε να τον βοηθήσει. Να μη ντροπιαστεί στον άνθρωπο που του έδειξε εμπιστοσύνη.
Αποκοιμήθηκε και σε λίγο βλέπει στον ύπνο του τον όσιο:
Αυτό για το οποίο θλίβεσαι, το πήρε με τη συμβουλή του διαβόλου ο αδελφός Νικόλαος και το έκρυψε στην τάδε σπηλιά. Του έδειξε ακριβώς το μέρος.
Πήγαινε τώρα να το πάρεις, αλλά μην αναφέρεις τίποτα για την κλοπή.
Ξύπνησε χαρούμενος ο Κόνων, άναψε ένα κερί και ξεκίνησε νια τη σπηλιά. Βρήκε πράγματι εκεί το κουτί και δεν ήξερε πως να δοξολογήσει το Θεό και το θαυμαστό δούλο Του Θεοδόσιο.
Κάποιος από τους κληρικούς του καθεδρικού ναού του Κιέβου, της Αγίας Σοφίας, υπέφερε πολύ από ελονοσία. Μόλις συνήλθε λίγο από τον πυρετό, ικέτευσε το Θεό και τον όσιο Θεοδόσιο να τον κάνουν καλά. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε. Είδε τότε στον ύπνο του τον όσιο, που κρατούσε το ραβδί του.
Πάρε το ραβδί μου και περπάτησε λίγο μ’ αυτό, του λέει.
Όταν ξύπνησε, ένιωσε πως ο πυρετός είχε φύγει. Ανήγγειλε με χαρά στους δικούς του την επίσκεψη και την ευεργεσία του οσίου. Πήγε και στο μοναστήρι και διηγήθηκε στους αδελφούς πως θεραπεύτηκε. Μόλις τον άκουσαν, δόξασαν όλοι το όνομα του Θεού για τη χάρη που έλαβε ο πατέρας τους.

Αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του οσίου συνέβη και τούτο:

Ο μακάριος ηγούμενος Στέφανος, εξαιτίας μιας ταραχής που συνέβη μέσα στην αδελφότητα, αναγκάστηκε ν’ απομακρυνθεί από το μοναστήρι. Ανέλαβε τότε ηγούμενος ο μέγας Νίκων, που μετά την εκδημία του οσίου είχε γυρίσει από το Τμουταρακάν.
Πλησίαζε η Παρασκευή της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών.
Την ημέρα αυτή ο όσιος είχε ορίσει να παρατίθεται στην τράπεζα εκλεκτό σταρένιο ψωμί, μέλι και σουσάμι, γιατί οι αδελφοί κουράζονταν πολύ με τη νηστεία. Ο μακάριος Νίκων ειδοποίησε τον κελάρη να τηρήσει την εντολή του οσίου. Εκείνος όμως έκανε παρακοή από οκνηρία. Είπε μάλιστα ψέματα πως τελείωσε το αλεύρι. Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να παραβλέψει τους κόπους και τις προσευχές των δούλων του, ούτε να περιφρονηθεί η εντολή του οσίου Θεοδοσίου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία οι αδελφοί πήγαιναν στην τράπεζα για το νηστίσιμο φαγητό τους. Είδαν τότε με μεγάλη έκπληξη να έχει έρθει στο μοναστήρι ένα φόρτωμα εκλεκτά σταρένια ψωμιά! Όλοι θαύμασαν την πρόνοια του Θεού. Ο πατέρας και διδάσκαλός τους όσιος Θεοδόσιος, φρόντιζε κι από τον ουρανό για τις ανάγκες τους.
Ύστερα από δυο μέρες ο κελάρης έβαλε τους αρτοποιούς να ζυμώσουν ψωμί με το αλεύρι εκείνο που είχε πει πως δεν υπάρχει.
Και τι συνέβη; Καθώς έριχναν βραστό νερό στο ζυμάρι, έπεσε μέσα κι ένας βάτραχος που από απροσεξία τους είχε βουτήξει στο καζάνι κι είχε βράσει μαζί με το νερό. Όλη τους η εργασία πήγε χαμένη.
Ήταν καρπός της παρακοής, Γι` αυτό και ο Θεός δεν επέτρεψε, έπειτα από την άσκηση όλης της εβδομάδας, να μολυνθούν οι αδελφοί με «το μερίδιο του εχθρού». Έτσι έμαθαν όλοι να είναι πιο προσεκτικοί και υπάκουοι.

Από τον καιρό που ή ψυχή του οσίου Θεοδοσίου οδηγήθηκε στον ουρανό, πέρασαν δεκαοκτώ χρόνια. Όλοι οι αδελφοί της Λαύρας, με τον ηγούμενό τους Ιωάννη, αποφάσισαν σε γενική σύναξη την ανακομιδή των λειψάνων του στη μεγάλη εκκλησία.
Χωρίς χρονοτριβή ετοίμασαν τον κατάλληλο χώρο και μία όμορφη πέτρινη λάρνακα, όπου θα τ’ απέθεταν.
Τρεις ημέρες πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με την εντολή του ηγουμένου άρχισε στη σπηλιά το σκάψιμο. Πρωτοστατούσε σ’ αυτό ο μακάριος Νέστωρ ο οποίος μάλιστα αξιώθηκε ν’ αντικρίσει, πρώτος απ’ όλους τους αδελφούς, το ιερό σκήνωμα του οσίου. Και αυτός θα μας κάνη τώρα τη σχετική αφήγηση.

«Ό,τι θα σας διηγηθώ δεν το έμαθα από άλλους, αλλά το έζησα ο ίδιος από κοντά.
»Μου είπε ο ηγούμενος να πάω στον όσιο Θεοδόσιο, στη σπηλιά. Έφτασα εκεί χωρίς να μ’ αντιληφθεί κανείς και προσδιόρισα το μέρος όπου θα γινόταν το σκάψιμο. Γύρισα έπειτα στο μοναστήρι και ο ηγούμενος μου ανέθεσε την εκταφή:
Πάρε όποιους αδελφούς θέλεις και πήγαινε. Φρόντησε όμως να μη μάθουν οι άλλοι τίποτα μέχρι να ξεθάψετε τα τίμια λείψανα. Την ίδια μέρα, Τρίτη, ετοίμασα τα εργαλεία. Και το βράδυ, αφού νύχτωσε καλά, ξεκίνησα. Με συνόδευαν δυο αδελφοί, εκλεκτοί για την αρετή τους. Οι άλλοι μοναχοί δεν γνώριζαν τίποτα. Φτάσαμε στη σπηλιά κι επιδοθήκαμε στο έργο με μετάνοιες και ψαλμικούς ύμνους.
Άρχισα με ζήλο την εργασία. Όταν πια κουράστηκα, συνέχισε άλλος αδελφός. Η νύχτα στο μεταξύ προχωρούσε, έφτασαν τα μεσάνυχτα και το αποτέλεσμα μηδέν. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τίποτα. Μας έπιασε βαρεία θλίψη. Από τα μάτια μας έτρεχαν δάκρυα. Μήπως ο άγιος δεν ευδοκούσε να φανερωθεί; Μήπως έπρεπε να σκάψουμε στην άλλη πλευρά; Μας ανησυχούσαν τέτοιες σκέψεις.
Παρ’ όλ’ αυτά πήρα πάλι στα χέρια μου τα εργαλεία και με πολλή προσοχή συνέχισα την εργασία. Στο μοναστήρι χτύπησαν τα σήμαντρα του όρθρου, μου φώναξε ο ένας αδελφός, που βρισκόταν μπροστά στη σπηλιά. Θα τελειώσω κι εγώ τώρα, του απάντησα.
Χωρίς να το ξέρω, έσκαβα ακριβώς πάνω από το τίμιο λείψανο. Όταν σε λίγο το κατάλαβα, με κυρίεψε μεγάλος φόβος. Κύριε, με τις πρεσβείες του οσίου Θεοδοσίου, ελέησέ με, άρχισα να λέω. Έστειλα αμέσως τους αδελφούς να ειδοποιήσουν τον ηγούμενο. Αργότερα έφτασαν κι οι Τρεις. Εγώ στο μεταξύ προχώρησα αρκετά την εργασία. Καθώς έσκυψα να δω καλύτερα, τι βλέπω! Το λείψανο ήταν γεμάτο αγιοπρέπεια, ανέπαφο, ακέραιο, άφθαρτο! Το πρόσωπο φωτεινό, τα μάτια κλεισμένα, τα χείλη ενωμένα, τα μαλλιά της κεφαλής στη θέση τους. Με τη βοήθεια των αδελφών το τοποθετήσαμε σε κλίνη και το μεταφέραμε μπροστά στη σπηλιά.

Αυτά που μας διηγήθηκε ο άγιος Νέστωρ προξενούν το θαυμασμό μας για τα μεγαλεία του Θεού. Αναφέρονται όμως και άλλα θαυμάσια…
Πολλοί μοναχοί της Πετσέρσκαγια, μόλις σήμανε ο όρθρος κι ενώ πήγαιναν στο ναό ατενίζοντας προς το μέρος της σπηλιάς, είδαν επάνω της θαυμαστό φως. Τούτο το αντίκρισαν και πολλοί ευσεβείς από την πόλη του Κιέβου.
Ο εκλεκτός Στέφανος — ο διάδοχος του οσίου Θεοδοσίου στην ηγουμενία, που αργότερα ίδρυσε μοναστήρι στο Κλόβ και τώρα ήταν επίσκοπος στο Βλανπμίρ – βρισκόταν τη βραδιά εκείνη στο μοναστήρι του Κλόβ. Κοιτάζοντας προς την Πετσέρσκαγια, είδε κι αυτός μέσα στη νύχτα ένα θαυμαστό φως πάνω από τη σπηλιά του οσίου.
Σκέφτηκε πως θα γίνεται η ανακομιδή των λειψάνων του μακαρίου Θεοδοσίου και δοκίμασε μεγάλη θλίψη που θ’ απουσίαζε, τη στιγμή μάλιστα που είχε ειδοποιηθεί για την επόμενη μέρα.
Τότε με τη συνοδεία του Κλήμεντος, που τον είχε αφήσει διάδοχο του ηγούμενο στο Κλόβ, ανέβηκε σ’ ένα άλογο και ξεκίνησε βιαστικά για τη μονή των Σπηλαίων.
Προχωρώντας, αντίκρισε πάλι από μακριά εκείνο το φως. Καθώς πλησίαζε περισσότερο, έβλεπε πάνω από τη σπηλιά ένα πλήθος αναμμένα κεριά. Σαν έφτασε όμως εκεί, δεν είδε τίποτε απ’ όλ’ αυτά και κατάλαβε πως ήταν σημεία που αποκάλυπταν την υπερφυσική χάρη, την κρυμμένη στα τίμια λείψανα του αγίου.

Την επομένη από την ημέρα της ευρέσεως του λειψάνου συναθροίστηκαν στην περιοχή της σπηλιάς πολλοί — οι θεοφιλείς επίσκοποι Εφραίμ του Περεγιασλάβ, τοποτηρητής τότε του μητροπολιτικού θρόνου του Κιέβου, Στέφανος του Βλαντιμίρ, Ιωάννης του Τσερνιγώφ και Μαρίνος του Γιούργιεφ, οι ηγούμενοι όλων των μονών της περιοχής με πολλούς μοναχούς και πλήθος ευσεβών χριστιανών από διάφορα μέρη.
Παρέλαβαν έτσι με κάθε επισημότητα, με κεριά και θυμιάματα τα λείψανα του οσίου και τα μετέφεραν στην εκκλησία.

Το θέαμα μέσα στο ναό ήταν απερίγραπτο. Τ’ αναμμένα κεριά σκορπούσαν μια μυσταγωγική φωτοχυσία. Οι ιεράρχες ασπάζονταν το άγιο λείψανο, οι ιερείς γονάτιζαν μπροστά του, οι μοναχοί και τα πλήθη του λάου συνωστίζονταν για να το προσκυνήσουν με ιερό πόθο. Ύμνους δοξολογίας ανέπεμπαν όλοι προς το Θεό και αίνους ευχαριστίας προς τον όσιο.

Με τέτοια ιερή έξαρση το σεπτό σκήνωμα τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, στο δεξιό μέρος.

Ήταν τότε Πέμπτη, 14 Αύγουστου του 1091.

Η μέρα εκείνη γιορτάστηκε πανηγυρικά.

Θέλοντας ο Κύριος να δοξάσει περισσότερο το δούλο του, ευδόκησε ώστε, δεκαοκτώ χρόνια μετά την ανακομιδή, το έτος 1108, να γίνει ένδοξο τ’ όνομά του σ’ όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε, στην ανακομιδή, βγήκε από το σκοτάδι της σπηλιάς• τώρα από το σκοτάδι της αφάνειας.

Και να πως έγινε αυτό:

Ο καρδιογνώστης Κύριος ένευσε στην καρδιά του τότε ηγουμένου Θεόκτιστου να ενεργήσει για την επίσημη εγγραφή του οσίου στο χορό των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Θεόκτιστος, μίλησε σχετικά στον ηγεμόνα Μιχαήλ ΣΒιατοπόλκ Ιζιασλάβιτς. Τον παρακάλεσε να εισηγηθεί στο σεβασμιότατο μητροπολίτη Νικηφόρο, τη σύγκληση συνόδου, που θα εξέταζε την υπόθεση.

Ο μέγας ηγεμόνας Σβιατοπόλκ είχε μάθει για την αγία ζωή του Θεοδοσίου. Έδειξε λοιπόν ζωηρό ενδιαφέρον.

Στη σύνοδο που συγκλήθηκε συγκεντρώθηκαν οι επίσκοποι, οι ηγούμενοι και όλος ο κλήρος. Ο μητροπολίτης τους ανήγγειλε το θέμα. Ο Σβιατοπόλκ, γεμάτος ενθουσιασμό, τους μίλησε για τη ζωή και την πολιτεία του οσίου. Και όλοι συμφώνησαν για την επίσημη διακήρυξη της αγιότητάς του.

Ο μητροπολίτης έδωσε εντολή στους επισκόπους ν’ αναγράψουν σ’ όλες τις εκκλησίες το όνομα του Θεοδοσίου, στα δίπτυχα των αγίων. Οι επίσκοποι το δέχτηκαν με πολλή χαρά.

Από τότε άρχισαν να μνημονεύουν τον όσιο σ’ όλους τους ναούς, να προσεύχονται σ’ αυτόν και να πανηγυρίζουν με λαμπρότητα την ετήσια μνήμη του — 3 Μαΐου —, για τη δόξα του Θεού.