Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ´ Περὶ ἀνεξικακίας 4. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζήνων: «Ἐκεῖνος ποὺ θέλει ν᾿ ἀκούσει γρήγορα ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του, μόλις σταθεῖ ὄρθιος καὶ ὑψώσει τὰ χέρια του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ πρὸς τὸ Θεό, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα καὶ προτοῦ ἀκόμα εὐχηθεῖ γιὰ τὴ δική του ψυχή, ἂς προσευχηθεῖ ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς του γιὰ τοὺς ἐχθρούς του. Καὶ μ᾿ αὐτή του τὴν πράξη, γιὰ ὅτι κι ἂν παρακαλέσει τὸ Θεό, θὰ εἰσακουστεῖ». 6. Ἐνῷ καθόταν κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τὸν περιτριγύρισαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ τοῦ ἐμπιστεύονταν τοὺς λογισμούς τους. Τὸν εἶδε κάποιος ἀπ᾿ τοὺς Γέροντες καὶ ἐπειδὴ πολεμήθηκε ἀπὸ φθόνο, τοῦ εἶπε: «Τὸ κανάτι σου, Ἰωάννη, εἶναι γεμάτο δηλητήριο». Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τοῦ εἶπε: «Ἔτσι εἶναι, ἀββᾶ. Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπες, γιατὶ βλέπεις μόνο τὰ ἔξω. Καὶ τί δὲν θὰ εἶχες ἀκόμη νὰ πεῖς, ἂν ἔβλεπες καὶ τὰ μέσα;» 8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο ὅτι, ὅταν μιλοῦσε στοὺς ἀδελφοὺς στὴν ἐκκλησία, αὐτὸν τὸν λόγο μόνο ἔλεγε: «Ἀδελφοί, συγχωρῆστε καὶ θὰ συγχωρηθοῦν καὶ οἱ δικές σας ἁμαρτίες». 17. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ὁποιαδήποτε ταλαιπωρία κι ἂν πέσει ἐπάνω σου, θὰ τὴ νικήσεις μὲ τὴ σιωπή». 18. Ἀκόμα εἶπε: «Ἡ πονηρία δὲν ἐξουδετερώνει καθόλου τὴν πονηρία, ἀλλά, ἐὰν κάποιος σοῦ κάνει κακό, ἐσὺ εὐεργέτησέ τον, γιὰ νὰ ἐξαφανίσεις τὴν κακία μὲ τὰ καλὰ ἔργα». 19. Ἄκουσε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ κάποιον ποὺ ἔτρωγε κάθε ἕξι ἡμέρες, διότι ὀργιζόταν. Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἔμαθε νὰ σηκώνει τὸ βάρος τῆς νηστείας τῶν ἕξι ἡμερῶν καὶ δὲν ἔμαθε νὰ διώχνει τὴν ὀργή του». 22. Κάποιος ἀδελφός, ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλον ἀδελφό, ἦλθε στὸν ἀββᾶ Σισώη καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀδικήθηκα ἀπὸ κάποιον ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ πάρω πίσω τὸ δίκιο μου». Ὁ Γέροντας ὅμως τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: «Μή, τέκνον, καλύτερα ἄφησέ το στὸ Θεὸ τὸ θέμα τοῦ δίκιου σου». Κι ἐκεῖνος ἐπέμεινε: «Δὲν θὰ σταματήσω τὴν ὑπόθεση, ὥσπου νὰ πάρω τὸ δίκιο μου πίσω». Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἂς σηκωθοῦμε γιὰ προσευχή, ἀδελφέ». Καί, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε ὁ Γέροντας: «Θεὲ δὲν σ᾿ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιὰ μᾶς, γιατὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι παίρνουμε πίσω τὸ δίκιο μας». Μόλις λοιπὸν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντα λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, δὲν θὰ ζητήσω πλέον τὸ δίκιο μου ἀπὸ τὸν ἀδελφό». 29. Πῆγαν κάποτε στὸ ἀσκητήριο ἑνὸς Γέροντα λῃστὲς καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἔχουμε ἔλθει νὰ σοῦ πάρουμε ὅσα ἔχεις στὸ κελί σου». Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Πάρτε ὅσα νομίζετε, παιδιά μου». Πῆραν λοιπὸν ὅσα βρῆκαν στὸ κελί, ξέχασαν ὅμως ἕνα σακοῦλι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κρεμασμένο. Τὸ πῆρε λοιπὸν ὁ Γέροντας κι ἔτρεχε ἀπὸ πίσω τους φωνάζοντάς τους καὶ λέγοντας: «Παιδιά, πᾶρτε αὐτὸ ποὺ ξεχάσατε στὸ κελί σας». Κι ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ θαύμασαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ Γέροντα, ἔβαλαν στὴ θέση τοὺς ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κελιοῦ καὶ μετανιωμένοι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Πραγματικὰ αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». 39. Εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες: «Ἐὰν κάποιος σὲ κακολογήσει, ἐσὺ πές του καλὰ λόγια. Ἐὰν τὰ δεχθεῖ, θὰ εἶναι καλὸ καὶ γιὰ τοὺς δυό. Ἐὰν πάλι δὲν τὰ δεχθεῖ, αὐτὸς θὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ὑβριστικά του λόγια κι ἐσὺ γιὰ τὰ καλά σου λόγια». 40. Εἶπε Γέροντας: «Ἐὰν κάποιος θυμηθεῖ αὐτὸν ποὺ τὸν ἔθλιψε ἢ τὸν περιφρόνησε ἢ τὸν κακολόγησε ἢ τὸν ἔβλαψε, ὀφείλει νὰ τὸν φέρνει στὴ μνήμη του σὰν γιατρὸ σταλμένο ἀπ᾿ τὸν Χριστό. Καὶ ἔχει χρέος νὰ τὸν θεωρεῖ εὐεργέτη του. Διότι τὸ ὅτι στενοχωρεῖσαι, εἶναι χαρακτηριστικὸ ἄρρωστης ψυχῆς, ἂν δὲν ἤσουν ἄρρωστος, δὲν θὰ σὲ πείραζε. Ὀφείλεις νὰ χαίρεσαι μὲ τὸν ἀδελφό, διότι αὐτός σου φανέρωσε τὴν ἀρρώστια σου, καὶ νὰ εὔχεσαι γι᾿ αὐτὸν ὡσὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα θεραπευτικὸ φάρμακο ποὺ σοῦ τό ᾿στειλε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂν ὅμως νιώθεις μῖσος γι᾿ αὐτόν, εἶναι σὰν νὰ λὲς μέσα σου κατὰ τοῦ Χριστοῦ: Δὲν θέλω νὰ δεχτῶ τὰ φάρμακά σου, θέλω νὰ σαπίσω μέσα στὰ τραύματά μου». 41. Εἶπε ἄλλη φορά: «Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ γιατρευτεῖ ἀπ᾿ τὰ φοβερὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, προκειμένου ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀρρώστια, ὀφείλει νὰ ὑπομένει ὅσα θὰ τοῦ κάνει ὁ γιατρός. Γιατὶ οὔτε κι αὐτὸς ποὺ πάσχει σωματικὰ δέχεται εὐχαρίστως νὰ τὸν κόβουν ἢ νὰ τὸν καυτηριάζουν ἢ νὰ πάρει καθαρτικό, ἀλλὰ καὶ μόνο ποὺ τὰ θυμᾶται ἀηδιάζει. Ὅμως πείθει τὸν ἑαυτό του πὼς χωρὶς αὐτὸ τοῦ εἶναι ἀδύνατον ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀρρώστια. Καὶ ὑπομένει ὅσα τοῦ κάνει ὁ γιατρός, γιατὶ γνωρίζει πὼς δοκιμάζοντας προσωρινὰ κάτι ὄχι εὐχάριστο, θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὴν μακροχρόνια ἀσθένεια. Ὄργανο τοῦ Χριστοῦ ποὺ καυτηριάζει εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ προσβάλλει ἢ σὲ κακολογεῖ καὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπ᾿ τὴν κενοδοξία. Καθαρτικὸ ποὺ σοῦ στέλνει ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ προκαλεῖ ὑλικὴ ζημία, γιατὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει ἕναν πειρασμὸ ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο θὰ ἔχει ὠφέλεια, ἀποφεύγει ζωὴ αἰώνια. Καὶ ποιὸς ἄλλος χάρισε στὸν Ἅγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σὰν αὐτὴ ποὺ ἀπέκτησε ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν λιθοβόλησαν;» 42. Ἄλλη φορὰ εἶπε: «Ἐγὼ δὲν κατακρίνω αὐτοὺς ποὺ μὲ κατηγοροῦν, ἀλλὰ τοὺς ἀποκαλῶ εὐεργέτες μου. Κι οὔτε πάλι κάνω πέρα τὸν γιατρὸ τῶν ψυχῶν τὴν ὥρα ποὺ προσφέρει τὸ φάρμακο τῆς ἀτιμίας στὴν κενόδοξη ψυχή μου». 43. Εἶπε ἕνας Γέροντας: «Βλέπουμε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, διαβάζουμε γιὰ τὰ πάθη του, κι ὅμως ἐμεῖς δὲν σηκώνουμε καμία προσβολή». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ´ Περὶ ἀγάπης 1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Ἐγὼ δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπῶ, γιατὶ ἡ ἀγάπη διώχνει πέρα τὸν φόβο». 2. Εἶπε πάλι: «Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πλησίον. Ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό, τὸν Θεὸ κερδίζουμε, ἐνῷ ἂν σκανδαλίσουμε τὸν ἀδελφό, στὸν Χριστὸ ἁμαρτάνουμε». 4. Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶπε: «Ποτὲ δὲν πλάγιασα νὰ κοιμηθῶ, ἔχοντας δυσαρεστηθεῖ μὲ κάποιον, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄφησα -ὅσο μποροῦσα- ἄλλον νὰ κοιμηθεῖ, ἔχοντας κάτι μὲ μένα». 7. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων: «Ἂν γινόταν νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου σῶμα καὶ νὰ πάρω τὸ δικό του, εὐχαρίστως θὰ τὸ ἔκαμνα. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη». 16. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός: «Δὲν γίνεται νὰ χτίσει κανεὶς τὸ σπίτι, ἀρχίζοντας ἀπὸ πάνω καὶ προχωρώντας πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ τὰ θεμέλια θὰ ἀρχίσει καὶ θὰ προχωρήσει πρὸς τὰ πάνω». Τὸν ρωτοῦν: «Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια;» «Τὸ θεμέλιο, ἀπαντᾷ, εἶναι ὁ πλησίον, προκειμένου νὰ τὸν σώσεις, καὶ πρῶτος ἐσὺ ὠφελεῖσαι, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸν κρέμονται ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ». 18. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης εἶπε: «Ὁ πατέρας μας, ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, εἶπε: Ποτὲ δὲν ἔβαλα τὸ δικό μου συμφέρον πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». 32. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος: «Προσπάθησε νὰ γλιτώσεις -ὅσο μπορεῖς- τὸν πλησίον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες χωρὶς νὰ τὸν προσβάλεις, διότι καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρέφεται ὅσους μετανοοῦν. Ἐπίσης, λόγος κακίας ἢ πονηρίας ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἂς μὴν παραμένει στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ λές: Συγχώρεσέ μας τὰ παραπτώματά μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν». 38. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει ἕνα πρᾶγμα καὶ σὺ βιάζοντας τὸν ἑαυτό σου τὸ προσφέρεις, φρόντισε καὶ ὁ λογισμός σου νὰ εὐαρεστηθεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ δίνεις, καθὼς εἶναι γραμμένο: Ἂν κάποιος σὲ ἀγγαρεύσει νὰ πᾶς μαζί του ἕνα μίλι, πήγαινε δυό. Δηλαδὴ ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει κάτι, νὰ τοῦ τὸ δώσεις μὲ ὅλο σου τὸ εἶναι». 44. Δυὸ Γέροντες ζοῦσαν ὡς μοναχοὶ πολλὰ χρόνια μαζὶ καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν. Εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Ἂς φιλονικήσουμε κι ἐμεῖς μία φορὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι». Ὁ ἄλλος ἀποκρίθηκε: «Δὲν ξέρω πῶς γίνεται ἡ φιλονικία». Καὶ τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Νά, θὰ βάλω στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Ἐγὼ θὰ λέω ὅτι εἶναι δικό μου κι ἐσὺ νὰ λές, ὄχι, δικό μου εἶναι, καὶ ἀπὸ δῶ γίνεται ἡ ἀρχή». Ἔβαλαν πράγματι στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Λέει ὁ ἕνας: «Αὐτὸ εἶναι δικό μου». Ὁ ἄλλος εἶπε: «Ὄχι, εἶναι δικό μου». Εἶπε ὁ πρῶτος: «Ἔ, ἂν εἶναι δικό σου, πάρ᾿ το καὶ πήγαινε». Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ βροῦν αἰτία γιὰ φιλονικία. 45. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ποτὲ δὲν ἐπεθύμησα ἕνα ἔργο ποὺ νὰ ὠφελεῖ ἐμένα καὶ νὰ βλάπτει τὸν διπλανό, γιατὶ πίστευα ὅτι τὸ κέρδος τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶναι καρποφορία γιὰ μένα». 51. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες πῆγε στὴν πόλη νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του. Ἐκεῖ εἶδε ἕναν φτωχὸ ποὺ ἦταν γυμνός, καὶ ἐπειδὴ τὸν σπλαχνίστηκε, τοῦ χάρισε τὸ ἐπανωφόρι του. Ὁ φτωχὸς ὅμως πῆγε καὶ τὸ πούλησε. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Γέροντας, λυπήθηκε καὶ μετάνιωσε ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἔνδυμα. Ἐκείνη τὴ νύχτα παρουσιάστηκε στὸν Γέροντα -σὲ ὄνειρο-ὁ Χριστός, φορώντας τὸ ἐπανωφόρι. Τοῦ λέει: «Μὴ λυπᾶσαι, νά, φορῶ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχεις δώσει». 52. Οἱ Γέροντες ἔλεγαν: «Ὁ καθένας ὀφείλει τὰ προβλήματα τοῦ πλησίον νὰ τὰ κάνει δικά του καὶ σὲ ὅλα νὰ συμπάσχει μὲ αὐτόν. Καὶ νὰ χαίρεται καὶ νὰ κλαίει μαζὶ μ᾿ αὐτόν, καὶ μὲ τέτοια διάθεση νὰ στέκεται ἀπέναντί του, σὰν νὰ φοράει τὸ σῶμα τοῦ πλησίον καὶ σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἂν ποτὲ συμβεῖ κάτι κακὸ σ᾿ ἐκεῖνον. Αὐτὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ποὺ λέει: Χάρη στὸν Χριστὸ ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα. Καί: Ὅλοι ὅσοι πίστευσαν στὸν Χριστὸ εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή». 58. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Γιατί, ὅταν κάνω τὶς μικρές μου προσευχὲς (τὸν κανόνα μου), προσέχω ὅτι ἄλλοτε δὲν ὑπάρχει εὐφορία στὴν καρδιά μου καὶ ἄλλοτε προθυμία;» Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Πῶς λοιπὸν θὰ φανεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν Θεό;» Καὶ συμπλήρωσε: «Ἐμένα τὸ σῶμα μου μέχρι τώρα δὲν μπόρεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν προαίρεσή μου». 61. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Μὴν ἀπαιτεῖς ἀγάπη ἀπὸ τὸν πλησίον, γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ κάποιον καὶ δὲν βρίσκει ἀνταπόκριση ταράζεται. Καλύτερα, ἐσὺ δεῖξε τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον, ἔτσι κι ἐσὺ νιώθεις ἀνάπαυση, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁδηγεῖς σὲ ἀγάπη καὶ τὸν πλησίον». 62. Εἶπε πάλι: «Τὸ νὰ ὑστερεῖς στὸ θέμα τῆς ἀγάπης ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι δέχεσαι τοὺς λογισμοὺς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ ὑποψία καὶ ἐμπιστεύεσαι στὰ αἰσθήματά σου. Ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν θέλεις νὰ παθαίνεις ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖς. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ σοῦ χρειάζεται εἶναι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πρῶτα -πρῶτα νὰ μὴ δίνεις ἐμπιστοσύνη στὶς ὑπόνοιές σου καὶ ὕστερα μὲ ὅλη σου τὴν προθυμία καὶ τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεσαι ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ κόβεις γιὰ χάρη τους τὸ θέλημά σου». Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχει ἀφετηρία τὸν Θεὸ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ τὴν ἔχει κανεὶς ἐκ φύσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ´ Περὶ διορατικῶν 4. Ὁ ἀββᾶς Δανιὴλ εἶπε: «Μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος -τάχα γιὰ κάποιον ἄλλον, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἦταν- τὰ ἑξῆς: Ἕνας Γέροντας καθὼς καθόταν στὸ κελί του, ἄκουσε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων». Σηκώθηκε καὶ βγῆκε. Τὸν ἔφερε σὲ κάποιο τόπο καὶ τοῦ ἔδειξε ἕναν Αἰθίοπα νὰ κόβει ξύλα καὶ νὰ κάνει ἀπ᾿ αὐτὰ ἕνα μεγάλο φορτίο, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ φορτωθεῖ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Καὶ ἀντὶ νὰ ἀφαιρέσει ξύλα ἀπὸ αὐτό, ἔκοβε κι ἄλλα καὶ τὰ στοίβαζε στὸ φορτίο. Αὐτὸ τὸ ἔκαμνε γιὰ πολλὴ ὥρα. Προχώρησε λίγο παρὰ πέρα. Τοῦ δείχνει ἕναν ἄνθρωπο νὰ στέκεται πάνω σὲ λάκκο, νὰ βγάζει νερὸ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ ρίχνει σὲ μία δεξαμενὴ ποὺ ἦταν ὅλο τρῦπες καὶ ἔπεφτε τὸ ἴδιο τὸ νερὸ πάλι στὸν λάκκο. Ξανὰ τοῦ λέει: «Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω ἄλλο». Καὶ βλέπει ἕναν ναὸ καὶ δυὸ ἄνδρες καθισμένους σὲ ἄλογα ποὺ κρατοῦσαν οἱ δυό τους ἕνα ξύλο σὲ πλάγια θέση ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο. Ἤθελαν νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ θύρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν, γιατὶ τὸ ξύλο ἦταν πλαγιαστό. Καὶ δὲν πῆρε τὴν ταπεινὴ θέση ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὥστε νὰ μεταφέρουν τὸ ξύλο κρατώντας το πρὸς τὴν εὐθείσα ποὺ πήγαιναν, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Αὐτοὶ εἶναι, ἐξήγησε, ἐκεῖνοι ποὺ βαστοῦν τὸν ζυγὸ τῆς δικαιοσύνης μὲ ὑπερηφάνεια, καὶ δὲν ταπεινώθηκαν νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ βαδίσουν τὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουν ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ κόβει τὰ ξύλα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ πεσμένος σὲ πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἀντὶ νὰ μετανοήσει, βάζει κι ἄλλες πάνω στὶς ἁμαρτίες του. Τέλος, ἐκεῖνος ποὺ τραβὰ τὸ νερὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού, ναὶ μὲν κάνει καλὰ ἔργα, ἀλλὰ ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὰ εἶχε ἀναμείξει ὄχι καλὸ σκοπό, ἔχασε ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ τὰ καλὰ ἔργα. Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὰ ἔργα του, γιὰ νὰ μὴν κοπιάσει ἄδικα». 30. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Παχώμιο ὅτι κάποτε κηδευόταν τὸ σκήνωμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ ὅτι τὸ συνάντησε ὁ ἀββᾶς στὸν δρόμο. Βλέπει δυὸ ἀγγέλους νὰ ἀκολουθοῦν τὸν νεκρὸ πίσω ἀπὸ τὸ νεκροκρέβατο. Ἀπόρησε γι᾿ αὐτοὺς καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ γεγονός. Τὸν πλησιάζουν οἱ δυὸ ἄγγελοι. Τοὺς ρωτάει: «Γιατί ἐσεῖς ποῦ εἶστε ἄγγελοι ἀκολουθεῖτε τὸν νεκρό;» Καὶ τοῦ λένε οἱ ἄγγελοι: «Ὁ ἕνας ἀπὸ μᾶς εἶναι τῆς Τετάρτης κι ὁ ἄλλος τῆς Παρασκευῆς. Αὐτὸς ὡς τὴ μέρα ποὺ πέθανε δὲν παρέλειπε νὰ νηστεύει Τετάρτη καὶ Παρασκευή, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀκολουθήσαμε πίσω ἀπὸ τὸ σκήνωμά του. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέχρι τὸν θάνατό του τήρησε τὴ νηστεία, κι ἐμεῖς μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο δοξάσαμε αὐτὸν ποὺ ἔκανε ἀγῶνα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». 31. Ὁ μακάριος Παῦλος ὁ ἁπλός, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, διηγήθηκε στοὺς Πατέρες ὅτι κάποτε ἐπισκέφθηκε ἕνα μοναστῆρι γιὰ ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν. Μετὰ τὴ συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ τους, μπῆκαν στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία νὰ κάνουν τὴν καθιερωμένη ἀκολουθία. Ὁ μακάριος Παῦλος -λέει- πρόσεχε τὸν καθένα ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἄραγε μὲ ποιὰ ψυχικὴ διάθεση ἐρχόταν στὴν ἀκολουθία. Γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα τοῦ εἶχε δώσει, νὰ βλέπει ποιὸς εἶναι ὁ καθένας στὴν ψυχή, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὅλοι ἔμπαιναν μὲ λαμπρὴ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πρόσωπο χαρωπὸ καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ καθενὸς χαιρόταν μαζί του. Ἕναν -λέει- τὸν βλέπει μαῦρο καὶ σκοτεινὸ σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα. Δαίμονες τὸν περιτριγύριζαν κι ἀπ᾿ τὰ δυὸ μέρη, τὸν τραβοῦσαν καὶ τοῦ περνοῦσαν χαλινάρι στὴ μύτη, ἐνῷ ὁ ἄγγελός του ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριά, σκυθρωπὸς καὶ θλιμμένος. Ὁ Παῦλος κλαίγοντας καὶ χτυπώντας μὲ τὸ χέρι τὸ στῆθος, καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ θρηνοῦσε αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε σὲ τέτοια κατάσταση. Οἱ Πατέρες μπροστὰ στὴν παράξενη στάση τοῦ ἀββᾶ καὶ στὴν ἀπρόοπτη μεταβολή του σὲ δάκρυα καὶ πένθος, ἄρχισαν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ θρηνοῦν, καὶ τὸν ρωτοῦσαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ τί εἶδε, φοβούμενοι μήπως τὸ ἔκανε γιατί εἶχε κάποιο παράπονο ἀπὸ ὅλους. Τὸν παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ μπεῖ στὴν ἀκολουθία. Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς ἀπομάκρυνε καὶ καθόταν ἔξω, θρηνώντας μὲ τὴν ψυχή του αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε ἔτσι. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ ἀκολουθία τελείωσε καὶ ὅλοι ἔβγαιναν. Ὁ Παῦλος πάλι παρατηροῦσε τὸν καθένα, θέλοντας νὰ δεῖ σὲ τί κατάσταση ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ἔβγαιναν. Βλέπει λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν ἄνδρα, τὸν μαῦρο καὶ ζοφερό, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία λαμπρὸς στὸ σῶμα, τοὺς δαίμονες νὰ ἀκολουθοῦν κάπου μακριὰ καὶ τὸν ἅγιο ἄγγελο κοντά του νὰ τὸν συνοδεύει καὶ νὰ χαίρεται πολὺ γι᾿ αὐτόν. Ὁ Παῦλος ἀναπήδησε μὲ χαρὰ καὶ φώναζε εὐλογώντας τὸν Θεό: «Ὢ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαθότητα! Ὤ, δόξα στοὺς θείους οἰκτιρμούς Του καὶ στὴν ἄμετρη φιλανθρωπία Του!» Τρέχοντας ἀμέσως ἀνέβηκε σὲ ψηλὸ σκαλοπάτι καὶ ἔλεγε μὲ μεγάλη φωνή: «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ τί καταπληκτικὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα εἶναι. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐλᾶτε νὰ τὸν προσκυνήσουμε, νὰ πέσουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ τοῦ ποῦμε: Σὺ μόνος μπορεῖς νὰ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες». Ἔτρεχαν ὅλοι μαζὶ μὲ ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν τὰ λεγόμενα. Ὅταν συγκεντρώθηκαν ὅλοι, ὁ Παῦλος περιέγραψε τί εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σ᾿ αὐτόν, πρὶν μποῦν στὴν ἐκκλησία. Ὕστερα ζήτησε ἐπίμονα ἀπό ᾿κεῖνον τὸν ἄνδρα νὰ φανερώσει γιὰ ποιὰ αἰτία ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ξαφνικὰ μιὰ τέτοια ἀλλαγή. Ὁ ἀδελφός, ἀφοῦ ἐξετέθη ἀπὸ τὸν Παῦλο μπροστὰ σὲ ὅλους, χωρὶς δισταγμὸ ἄρχισε νὰ λέει τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του. «Ἐγὼ -εἶπε- εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ μέχρι τώρα ζοῦσα μέσ᾿ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν ὅμως μπῆκα στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, αὐτὴ τὴν ὥρα ἄκουσα ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα -μᾶλλον ὁ Θεὸς μιλοῦσε μέσῳ αὐτοῦ- νὰ λέει: Νὰ λουσθεῖτε, νὰ καθαρισθεῖτε. Νὰ ἀφαιρέσετε τὶς πονηρίες καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη ἀπὸ τὶς καρδιές σας, ὥστε νὰ εἶσθε καθαροὶ ἐνώπιόν μου. Νὰ μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό. Καὶ ἂν οἱ ψυχές σας εἶναι κόκκινες, θὰ τὶς λευκάνω σὰν τὸ χιόνι. Κι ἂν θελήσετε νὰ μὲ ἀκούσετε, θὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ἐγὼ ὁ πόρνος -λέει- μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ προφήτη ἔνιωσα κατάνυξη στὴν ψυχή. Στέναξα μέσα μου καὶ εἶπα στὸν Θεό: Σὺ εἶσαι ὁ Θεός, ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο νὰ σώσεις τοὺς ἁμαρτωλούς. Αὐτὰ ποὺ τώρα ὑποσχέθηκες μὲ τὸν προφήτη σου, αὐτὰ πραγματοποίησέ τα σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο. Νά, ἀπὸ τώρα σοῦ δίνω τὸν λόγο μου κι ἔρχομαι σὲ συμφωνία μαζί σου, καὶ μὲ τὴν καρδιά μου σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δὲν θὰ κάνω πλέον κάτι ἀπὸ αὐτὰ τὰ κακά. Ἐγκαταλείπω κάθε παρανομία καὶ ἀπὸ τώρα ὑπηρετῶ ἐσένα μὲ καθαρὴ συνείδηση. Σήμερα, Κύριέ μου, καὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὥρα δέξαι με μετανοημένο, πεσμένο στὰ πόδια σου καὶ ἀποφασισμένο ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ ἀπέχω ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Μὲ αὐτὲς τὶς συμφωνίες -λέει- ἔφυγα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία παίρνοντας μέσα στὴν ψυχή μου τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πράξω πιὰ τίποτε τὸ κακὸ ἀπέναντι στὸν Θεό». Ὅλοι ὅσοι τὰ ἄκουσαν αὐτά, μὲ μιὰ φωνὴ ἔψαλλαν δυνατὰ στὸν Θεό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Λοιπόν, χριστιανοί, καθὼς ξέρουμε ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὶς ἀποκαλύψεις πόση ἀγαθότητα ἔχει ὁ Θεὸς σὲ ὅσους καταφεύγουν μὲ εἰλικρίνεια σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ διορθώνουν μὲ μετάνοια τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματα, καὶ ὅτι δίνει πάλι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ, χωρὶς νὰ τιμωρεῖ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες, ἐμεῖς ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως δηλαδὴ ὑποσχέθηκε μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα ὅτι θὰ πλύνει ὅσους ἔχουν βρεθεῖ στὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅτι θὰ τοὺς λευκάνει σὰν μαλλὶ καὶ χιόνι, καὶ ὅτι θὰ τοὺς κάνει ἄξιους γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἔτσι πάλι μὲ τὸν ἅγιο προφήτη Ἰεζεκιὴλ ὁρκίζεται ὅτι δὲν θὰ μᾶς καταστρέψει. Γιατί, λέει ἡ προφητεία: «Ζῶ ἐγὼ -διαβεβαιώνει ὁ Κύριος- καὶ δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὥσπου νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ἔχει ζωή». 32. Κάποτε ὁ Ζαχαρίας, μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σιλουανοῦ, μπῆκε στὸ κελὶ καὶ βρῆκε τὸν ἀββᾶ σὲ ἔκσταση, καὶ τὰ χέρια του ὑψωμένα στὸν οὐρανό. Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ βγῆκε. Ξανὰ πῆγε στὶς δώδεκα καὶ στὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι καὶ τὸν βρῆκε στὴν ἴδια στάση. Κατὰ τὶς τέσσερις χτύπησε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε. Τὸν βρῆκε νὰ ἡσυχάζει. Τὸν ρωτᾷ: «Πάτερ, τί ἔχεις σήμερα;» «Ἀδιαθέτησα σήμερα, παιδί μου» ἀπάντησε. Ἐκεῖνος ὅμως ἀγκάλιασε τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε; «Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μοῦ πεῖς τί εἶδες». Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Ἐγὼ ἁρπάχτηκα στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδα τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ στεκόμουν ὡς πρὶν ἀπὸ λίγο, καὶ τώρα γύρισα». 38. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες εἶπε ὅτι οἱ μοναχοὶ τρία πράγματα τιμοῦν ἰδιαίτερα, ποὺ κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ πλησιάζουμε μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ χαρὰ πνευματική. Αὐτὰ εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἡ τράπεζα τῶν ἀδελφῶν καὶ ὁ νιπτῆρας τους. Ἔφερε καὶ ἀνάλογο παράδειγμα: Ἕνας Γέροντας, μεγάλος διορατικός, μιὰ μέρα ἦταν μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀδελφούς. Τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ ἔτρωγαν, ὁ Γέροντας καθισμένος στὸ τραπέζι πρόσεχε μὲ τὸ πνεῦμα του, κι ἔβλεπε ἄλλους νὰ τρῶνε μέλι, ἄλλους ψωμί, ἄλλους κόπρο. Ἀποροῦσε μέσα του, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεό: «Κύριε, φανέρωσέ μου αὐτὸ τὸ μυστηριῶδες πρᾶγμα, ὅτι οἱ ἴδιες τροφὲς εἶναι μπροστὰ σὲ ὅλους πάνω στὸ τραπέζι, ὅμως τὴν ὥρα ποὺ τρῶνε φαίνονται τόσο ἀλλαγμένες, ὥστε ἄλλοι τρῶνε μέλι, ἄλλοι ψωμὶ καὶ ἄλλοι κόπρο». Ἦρθε φωνὴ ἀπὸ ψηλὰ ποὺ ἔλεγε: «Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ μέλι εἶναι ὅσοι μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ πνευματικὴ χαρὰ κάθονται στὸ τραπέζι, καὶ ἡ προσευχή τους εἶναι ἀκατάπαυστη, ἔτσι ἡ εὐχή τους σὰν θυμίαμα ἀνεβαίνει στὸν Θεό, γι᾿ αὐτὸ καὶ τρῶνε μέλι. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ ψωμὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εὐχαριστοῦν γιὰ τὸ ὅτι τρῶνε αὐτὰ ποὺ δωρίζει ὁ Θεός. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὴν κόπρο εἶναι ὅσοι γογγύζουν καὶ λένε: Αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ κεῖνο σάπιο. Δὲν πρέπει ἔτσι νὰ σκέφτεται κανείς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑμνολογεῖ, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ ρητό: «Εἴτε τρῶτε εἴτε πίνετε εἴτε κάτι ἄλλο κάνετε, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ». 41. Ἕνας Γέροντας εἶπε: Αὐτὸ λέει ἡ Γραφὴ γιὰ τὶς δυὸ καὶ τρεῖς ἁμαρτίες τῆς Τύρου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τέσσερις δὲν θὰ στρέψω ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό μου. Δηλαδὴ τέσσερα εἶναι τὰ στάδια τῆς ἁμαρτίας: τὸ νὰ ἔρθει τὸ κακὸ στὸν νοῦ, τὸ νὰ δώσεις τὴ συγκατάθεση στὸν λογισμὸ καὶ τὸ νὰ συζητᾷς μαζί του, τὸ τέταρτο εἶναι τὸ νὰ ἐκτελέσεις τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ ἀποστραφῶ ἐκεῖνον ποὺ μετανοεῖ, λέει ὁ ΣΚύριος. 46. Ἕνας Γέροντας κάποτε πῆρε τὸ χάρισμα νὰ βλέπει ὅσα γίνονται. Ἔλεγε: «Εἶδα ἀδελφὸ νὰ μελετάει στὸ κελί του, καὶ νά, ἕνας δαίμονας ἦρθε καὶ στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί. Ὅσο ὁ ἀδελφὸς μελετοῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ μέσα. Μόλις ὅμως σταματοῦσε τὴ μελέτη, τότε ὁ δαίμονας ἔμπαινε στὸ κελί του καὶ τοῦ ἔφερνε πόλεμο». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ´ Περὶ σημειοφόρων 4. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δουλᾶς, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Βησαρίωνα: Καθὼς βαδίζαμε κάποτε στὰ ἀμμώδη ὑψώματα δίπλα ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίψασα καὶ εἶπα στὸν ἀββᾶ Βησαρίωνα: «Ἀββᾶ, διψῶ πολύ». Καὶ ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἔκαμε εὐχή, μοῦ εἶπε: «Πιὲς ἀπ᾿ τὴ θάλασσα». Κι ἔγινε γλυκὸ τὸ νερὸ καὶ ἤπια. Ὡστόσο ὅμως ἐγὼ γέμισα καὶ τὸ δοχεῖο μου, μὴ τυχὸν διψάσω παρακάτω. Καὶ μόλις μὲ εἶδε ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: «Γιατί γέμισες νερό;» «Συγχώρησέ με, τοῦ ἀπάντησα, μὴ τυχὸν διψάσω παραπέρα». Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντα: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ καὶ παντοῦ εἶναι ὁ Θεός». 6. Κάποια ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς πηγαίναμε σὲ κάποιον Γέροντα, πῆγε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψει. Προσευχήθηκε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος ὥσπου νὰ φτάσω στὸν δοῦλο σου». Κι ἔγινε ἔτσι. 13. Κάποια γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο τοῦ μαστοῦ, καθὼς ἄκουσε σχετικὰ μὲ τὸν ἀββᾶ Λογγῖνο, ζήτησε νὰ τὸν συναντήσει. Ἀσκήτευε ἐκεῖνος στὸ Ἔνατο τῆς Ἀλεξάνδρειας. Καθὼς τὸν ἀναζητοῦσε ἡ γυναῖκα, συμπτωματικὰ ὁ μακαριστὸς ἐκεῖνος μάζευε ξύλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Μόλις τὸν συνάντησε τοῦ εἶπε: «Ἀββᾶ, ποῦ μένει ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ;» χωρὶς νὰ βάλει μὲ τὸ νοῦ της ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Τί τὸν θέλεις ἐκεῖνον τὸν ἀπατεῶνα; Καθόλου μὴν πᾶς σ᾿ αὐτόν, γιατὶ εἶναι κατεργάρης. Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχεις;» Ἡ γυναῖκα τότε ἔδειξε τὸ πάθος της κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ μέρος ποὺ ἔπασχε, τὴν ἄφησε νὰ φύγει λέγοντάς της: «Πήγαινε καὶ θὰ σὲ θεραπεύσει ὁ Θεός, γιατὶ ὁ Λογγῖνος σὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σὲ ὠφελήσει». Ἔφυγε ἡ γυναῖκα, ἀφοῦ πίστεψε στὸν λόγο του καὶ θεραπεύτηκε ἀμέσως. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ διηγήθηκε σὲ κάποιους τὴν ὑπόθεση καὶ ἀνέφερε τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Γέροντα, διαπίστωσε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος. 14. Ἄλλοτε πάλι τοῦ ῾φεραν κάποιο ἕναν δαιμονισμένο κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Σὰν τί θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω, πάτε καλύτερα στὸν ἀββᾶ Ζήνωνα». Ἀργότερα ὁ ἀββᾶς Ζήνων ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει τὸν δαίμονα προσπαθώντας νὰ τὸν διώξει. Κι ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ δαιμόνιο: «Καὶ τί νομίζεις, ἀββᾶ Ζήνων, ὅτι ἐξαιτίας σου φεύγω; Νά, ἐκεῖ προσεύχεται ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, παρακαλώντας τὸν Θεὸ ἐναντίον μου καὶ ἐπειδὴ φοβᾶμαι τὶς προσευχές του βγαίνω, ἐσένα οὔτε ποὺ σοῦ ἔδινα σημασία». 15. Ἄλλοτε πάλι μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶχε στὸ χέρι της ἀρρώστια ποὺ δὲν θεραπευόταν, πῆγε μαζὶ μὲ μιὰ ἄλλη γυναῖκα ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί του, πρὸς τὸ βορινὸ παράθυρο καὶ τὸν ἔβλεπε ἐκεῖ ποὺ καθόταν καὶ ἐργαζόταν. Καὶ τὴ μάλωνε λέγοντας: «Φύγε ἀπὸ δῶ, γυναῖκα». Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἔμενε ἐκεῖ κοιτάζοντάς τον δίχως νὰ μιλάει, γιατὶ φοβόταν. Κατάλαβε ὅμως ὁ Γέροντας τί εἶχε, ἀπὸ πληροφορία ποὺ τοῦ ᾿δῶσε ὁ Θεός. Σηκώνεται λοιπὸν καὶ κλείνοντας τὸ παράθυρο μπροστά της, τῆς εἶπε: «Φύγε, δὲν ἔχεις τίποτε τὸ κακό». Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύτηκε ἡ γυναῖκα. 16. Ἄλλοτε πάλι πῆγε σ᾿ αὐτὸν κάποιος μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συναντήσει. Καὶ πῆρε τὸ κουκοῦλι τοῦ Γέροντα καὶ καθὼς πῆγε σὲ κάποιον ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο, μόλις ἀκούμπησε τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπεῖ, ἔβγαλε κραυγὴ ὁ δαιμονισμένος λέγοντας: «Τί μοῦ ἔφερες ἐδῶ τὸν Λογγῖνο γιὰ νὰ μὲ διώξει;» Καὶ ἀμέσως, τὴν ἴδια στιγμή, βγῆκε τὸ δαιμόνιο ἀπ᾿ αὐτόν. 24. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα ὅτι εἶχε μία θυγατέρα παρθένο, εὐλαβῆ σὰν τὸν πατέρα της, μὲ τὸ ὄνομα Εἰρήνη. Ἕνας γνωστὸς αὐτῆς τῆς ἔδωσε ἕνα πολύτιμο κόσμημα νὰ τοῦ τὸ φυλάξει. Κι αὐτὴ γιὰ νὰ τὸ ἀσφαλίσει καλύτερα, ἔκρυψε τὸ θησαυρὸ στὴ γῆ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἡ παρθένος. Πέρασε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ παρουσιάζεται αὐτὸς ποὺ εἶχε δῶσε τὸν θησαυρό. Μὴ βρίσκοντας τὴν θυγατέρα του, τὰ ἔβαλε μὲ τὸν πατέρα της, τὸν ἀββᾶ Σπυρίδωνα, ἄλλοτε ἀπειλώντας τον καὶ ἄλλοτε παρακαλώντας τον. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς συμφορὰ τὴ ζημιὰ ποὺ ἔπαθε αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὸν θησαυρό, ἦρθε στὸν τάφο τῆς θυγατέρας του καὶ ζητοῦσε ἀπ᾿ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει πρόωρα τὴν ἀνάσταση ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καὶ νὰ ποὺ δὲν διαψεύδεται, γιατὶ ἐμφανίζεται ἀμέσως ζωντανὴ ἡ παρθένος στὸν πατέρα της καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε τὸν τόπο, ὅπου βρισκόταν τὸ κόσμημα, ἔφυγε πίσω πάλι. Ἔτσι πῆρε ὁ Γέροντας τὸν θησαυρὸ καὶ τὸν ἔδωσε. 30. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι τὸ κελί του ἦταν φωτεινὸ σὰν τὴν ἡμέρα. Καὶ ὅπως διάβαζε καὶ ἐργαζόταν τὴν ἡμέρα, ἔτσι γινόταν καὶ τὴ νύχτα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ´ Σχετικά με τὴν ἐνάρετη ζωὴ 1. Κάποια φορὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος προσευχόταν στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Ἀντώνιε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὸ μέτρο τοῦ τάδε τσαγκάρη ποὺ ζεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια». Σηκώθηκε τὸ πρωί, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του καὶ πῆγε νὰ τὸν βρεῖ. Ἔφθασε σὲ κεῖνο τὸ μέρος καὶ μπῆκε στὸ ἐργαστήριό του. Ἐκεῖνος ὅταν τὸν εἶδε ταράχτηκε. Τοῦ λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας: «Μίλησέ μου γιὰ τὶς πράξεις σου». Ὁ τσαγκάρης εἶπε: «Δὲν ξέρω νὰ ἔχω κάνει ποτὲ κάτι καλό, παρὰ μόνο, μόλις σηκωθῶ τὸ πρωὶ νὰ καθίσω στὸ ἐργόχειρό μου, λέω ὅτι ὁλόκληρη ἡ πόλη αὐτή, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο, μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἐνάρετες πράξεις τους καὶ ὅτι μόνο ἐγὼ κληρονομῶ τὴν κόλαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Τὸ βράδυ πάλι λέω τὰ ἴδια λόγια, πρὶν κοιμηθῶ». Τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἀληθινά, σὰν καλὸς χρυσοχόος, ἐνῷ κάθεσαι στὸ σπίτι, ἀναπαυτικὰ κληρονόμησες τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐγὼ ὅλο μου τὸν χρόνο τὸν περνῶ στὴν ἔρημο, ὅμως, καθὼς δὲν ἔχω διάκριση, δὲν σὲ ἔφθασα». 5. Κάποτε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ὁ ἀββᾶς Μακάριος στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Μακάριε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὰ μέτρα τῶν τάδε γυναικῶν αὐτῆς ἐδῶ τῆς πόλης». Τὸ πρωὶ ὁ Γέροντας σηκώθηκε, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του κι ἄρχισε νὰ ὁδοιπορεῖ γιὰ τὴν πόλη. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη καὶ βρῆκε τὸ σπίτι, χτύπησε τὴν πόρτα. Βγῆκε ἡ μία καὶ τὸν ὑποδέχτηκε στὸ σπίτι. Ἀφοῦ κάθισε γιὰ λίγο, ἦρθε καὶ ἡ ἄλλη. Τὶς κάλεσε, κι ἐκεῖνες ἦρθαν καὶ κάθισαν μαζί του. Τὶς λέει ὁ Γέροντας: «Γιὰ σᾶς ἔκανα τόση πορεία καὶ ὑπέμεινα τόσο κόπο, ὥσπου νὰ φτάσω ἀπὸ τὴν ἔρημο. Πέστε μου λοιπὸν τὴν ἐργασία σας, ποιὰ εἶναι;» «Πάτερ -τοῦ λένε- πίστεψέ μας, δὲν εἴμαστε ἡ καθεμιά μας ἔξω ἀπὸ τὴν κλίνη τοῦ ἄνδρα της μέχρι σήμερα. Ποιὰ ἐργασία λοιπὸν ζητᾷς ἀπὸ μᾶς;» Ὁ Γέροντας ἔβαλε μετάνοια καὶ τὶς παρακαλοῦσε: «Φανερῶστε μου τὸ ἔργο σάς». Τότε τοῦ λένε: «Ἐμεῖς κατὰ κόσμον εἴμαστε ξένες μεταξύ μας. Ἔτυχε ὅμως νὰ παντρευτοῦμε δυὸ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ὡς σήμερα κατοικοῦμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν ξέρουμε νὰ φιλονικήσαμε ποτὲ ἢ νὰ ἀναφερθήκαμε σὲ αἰσχρὰ πράγματα. Μάλιστα, ἦρθε στὸ λογισμό μας νὰ ἀφήσουμε τοὺς ἄνδρες μας καὶ νὰ μποῦμε στὸ τάγμα τῶν μοναχῶν. Πολὺ παρακαλέσαμε τοὺς ἄνδρες μας νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ φύγουμε, ἀλλὰ δὲν τοὺς πείσαμε. Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν πετύχαμε αὐτὸν τὸν σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό, μέχρι τὸν θάνατό μας νὰ μὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα μας κανένας κοσμικὸς λόγος». Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, εἶπε: «Ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει παρθένα ἢ παντρεμένη ἢ μοναχὸς ἢ κοσμικός, ὁ Θεὸς τὴν πρόθεση ζητάει καὶ δίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ὅλους». 6. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ὅτι ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε, ἔκανε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικεῖ μέσα του. 7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας ἔγιναν ἀνδρεῖοι στὴν ἄσκηση, ἀλλὰ στὴ λεπτότητα τῶν λογισμῶν ἐλάχιστοι». 8. Ὁ ἴδιος εἶπε: «Τρεῖς σωματικὲς πράξεις εἴδαμε στὸν ἀββᾶ Παμβώ: Ἀσιτία κάθε μέρα ὡς τὸ βράδυ, σιωπὴ καὶ ἐργόχειρο». 9. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἂν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες καὶ μιλοῦσαν γιὰ ἀββάδες ἢ ἀνέφεραν τὸ ὄνομα τοῦ ἀββᾶ Σισώη, τοὺς ἔλεγε: «Ἀφῆστε τὸν ἀββᾶ Σισώη, τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν ξεπερνοῦν κάθε διήγηση». 17. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σαρματᾶ ὅτι πολλὲς φορὲς ἔκανε ἄσκηση ἐπὶ σαράντα ἡμέρες σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα, καὶ περνοῦσαν οἱ μέρες σὰν ἕνα τίποτε γι᾿ αὐτόν. Ἦρθε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν καὶ τοῦ λέει: «Πές μου τί ἔχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο». Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Τίποτε περισσότερο». Τοῦ λέει πάλι ὁ ἀββᾶς: «Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μοῦ πεῖς». Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἕνα μόνο εἶδα, ὅτι ἂν πῶ στὸν ὕπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Καὶ ἂν πῶ «ἔλα», ἔρχεται». 20. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ὢρ ὅτι οὔτε ποτὲ εἶπε ψέματα οὔτε ὁρκίστηκε οὔτε ἔδωσε κατάρα σὲ ἄνθρωπο οὔτε μίλησε χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀνάγκη. 21. Ὁ ἴδιος ὁ ἀββᾶς Ὢρ ἔλεγε στὸν μαθητή του Παῦλο: «Πρόσεχε νὰ μὴ φέρεις ποτὲ σ᾿ αὐτὸ τὸ κελὶ ἀνάρμοστα λόγια». 22. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ὢρ καὶ τὸν ἀββᾶ Θεόδωρο ὅτι συνήθιζαν ἀδιάκοπα νὰ βάζουν ἀρχὴ γιὰ κάθε καλὸ καὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό. 31. Δυὸ ἄνθρωποι συμφώνησαν καὶ ἔγιναν ἀσκητές. Ἔκαναν μεγάλη ἄσκηση κι ἔζησαν ἐνάρετη ζωή. Ὁ ἕνας συνέβη νὰ γίνει ἡγούμενος κοινοβίου. Ὁ ἄλλος παρέμεινε ἀναχωρητὴς καὶ φτάνοντας στὴν τελειότητα τῆς ἀσκήσεως, ἔκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, καὶ ἀρρώστους θεράπευε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ ἀσκητὴς ἔγινε κοινοβιάρχης, ὅταν ἄκουσε ὅτι τόσα χαρίσματα ἀξιώθηκε νὰ πάρει ὁ συνασκητής του, ἀπομονώθηκε γιὰ τρεῖς βδομάδες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσευχήθηκε ἐκτενῶς στὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει «πῶς ἐκεῖνος κάνει θαύματα κι ἔχει γίνει περιβόητος σ᾿ ὅλους, ἐγὼ ὅμως σὲ τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν μετέχω». Παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ λέει: «Ἐκεῖνος τὴν πνευματικὴ ἐργασία του μέσα στὸ κελὶ τὴν κάνει μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα, πεινώντας καὶ διψώντας γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἐσὺ καθὼς μεριμνᾷς γιὰ πολλά, ἔχεις τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πολλούς, ἔ, σοῦ φτάνει ἡ παρηγοριὰ τῶν ἀνθρώπων». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ´ Διάλογος ἁγίων Γερόντων μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις 1. Πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ μοναχὸς στὸ κελί; Ἀπόκριση: Νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γνώση τῶν πολλῶν πραγμάτων, ὥστε, καθὼς ὁ λογισμὸς μένει ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ διάφορα, νὰ κατοικήσει ἡ γνώση τοῦ Κυρίου. 2. Ἐρώτηση: Τί εἶναι ὁ μοναχός; Ἀπόκριση: Ὁ μοναχὸς εἶναι σὰν τὴν περιστερά. Ὅπως ἡ περιστερὰ βγαίνει στὸν ἀέρα τὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ τινάξει τὰ φτερά της, κι ἂν καθυστερήσει ἔξω ἀπὸ τὴ φωλιά, δέχεται χτυπήματα ἀπὸ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ χάνει τὴν ὀμορφιά της, ἔτσι καὶ ὁ μοναχός, βγαίνει τὴν ὥρα τῆς σύναξης νὰ ξετινάξει τοὺς λογισμούς του, κι ἂν ἀργοπορήσει ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί, ραπίζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ σκοτεινιάζουν οἱ λογισμοί του. 3. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὸ λογισμὸ ὁ διάβολος βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τὸν μοναχό; Ἀπάντηση: Ὁ διάβολος εἶναι σὰν τὸν γητευτὴ τῶν φιδιῶν. Ὅπως ὁ γητευτὴς μὲ μαγευτικὰ λόγια κάνει τὸ φίδι νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ φωλιὰ καὶ ἀφοῦ τὸ πιάσει, τὸ πάει καὶ τὸ ρίχνει στὶς πλατεῖες τῆς πόλης καὶ τὸ ἀφήνει ἐκεῖ νὰ τὸ περιπαίζουν οἱ ἄνθρωποι, κι ὅταν γεράσει πολὺ μαζί του, ὕστερα ἢ τὸ θανατώνει στὴ φωτιὰ ἢ τὸ πνίγει στὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς τὰ ἴδια παθαίνει, ὅταν παρασύρεται ἀπ᾿ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐγκαταλείπει τὸ κελί του. 7. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ γίνεται τὸ ἔργο τῆς ψαλμῳδίας καὶ ποιὸ νὰ εἶναι τὸ μέτρο τῆς νηστείας; Ἀπάντηση: Τίποτε παραπάνω ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁρισθεῖ. Γιατὶ πολλοὶ θέλοντας τὸ παραπάνω, ὕστερα οὔτε τὸ λίγο μπόρεσαν νὰ ἐκτελέσουν. 9. Ἐρώτηση: Ἂν μὲ σκανδαλίσει ὁ ἀδελφός, μὲ συμβουλεύεις νὰ τοῦ βάλω μετάνοια; Ἀπάντηση: Βάλε του μετάνοια καὶ ξέκοψε ἀπ᾿ αὐτόν. Ἔχουμε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο ποὺ λέει: Μὲ ὅλους νὰ ἔχεις ἀγάπη κι ἀπ᾿ ὅλους νὰ βρίσκεσαι σὲ ἀπόσταση. 10. Ἐρώτηση: Τί σημασία ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ νὰ προσφέρει εὐχαριστήριο δῶρο στὴν ἐκκλησία; Ἀπάντηση: Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι θησαυρὸς φυλαγμένος μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅ,τι βάζεις ἐδῶ, ἀμέσως πηγαίνει ἐπάνω. 11. Ἐρώτηση: Ἔχω ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸν Θεό. Ἀπάντηση: Ἂν σὲ ὥρα δύσκολη ὑπομείνει κανεὶς τὸν πλησίον, αὐτὸ εἶναι ἴσο με τὸ καμίνι τῶν τριῶν Παίδων. 12. Ἐρώτηση: Γιατί ἡ πορνεία ἐνοχλεῖ τὸν ἄνθρωπο; Ἀπάντηση: Ἐπειδὴ ὁ διάβολος γνωρίζει ὅτι ἡ πορνεία μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καθὼς ἀκούει τὸν Κύριο ποὺ λέει: «Δὲν θὰ παραμείνει τὸ Πνεῦμα μου σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι σάρκες». (Ἐρώτηση ἑνὸς νέου σὲ κάποιο Θηβαῖο Γέροντα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ κάνει τὴν πνευματικὴ ἐργασία στὸ κελί). 13. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ «ἡσυχάζει» κανεὶς στὸ κελί; Ἀπάντηση: Ὅταν κάνει τὴν ἄσκηση στὸ κελί, διόλου νὰ μὴ θυμᾶται ἄνθρωπο. 14. Ἐρώτηση: Ποιὰ ἐργασία ὀφείλει ἡ καρδιὰ νὰ κάνει, γιὰ νὰ εἶναι στραμμένος ὁ μοναχὸς στὸν ἑαυτό του; Ἀπάντηση: Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἐργασία τοῦ μοναχοῦ, τὸ νὰ ἔχει πάντοτε στραμμένη τὴν προσοχὴ στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ περισπᾶται ὁ νοῦς. 15. Ἐρώτηση: Πῶς ὀφείλει νὰ διώχνει ὁ νοῦς τοὺς πονηροὺς λογισμούς; Ἀπάντηση: Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον ἀπὸ μόνος του νὰ τὸ κάνει αὐτὸ οὔτε ἔχει τέτοια δύναμη. Ἀλλὰ κι ἂν ἡ ψυχὴ πέσει σὲ λογισμούς, ἀμέσως ὀφείλει νὰ καταφύγει σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔπλασε ἱκετεύοντάς τον, καὶ κεῖνος τοὺς διαλύει σὰν κερί. Γιατὶ ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει. 18. Ἐρώτηση: Λοιπόν, μὲ ποιὰ τέχνη καταφεύγει ὁ λογισμὸς στὸν Θεό; Ἀπάντηση: Ἂν σοῦ ἔρθει λογισμὸς πορνείας, ἀμέσως τράβηξε ἀπὸ κεῖ τὸν νοῦ καὶ φέρτον ψηλὰ μὲ βιασύνη. Μὴν ἀργοπορήσεις, γιατὶ ἡ ἀργοπορία ἰσοδυναμεῖ μὲ συγκατάθεση. 19. Ἐρώτηση: Ἂν ἔρθει λογισμὸς κενοδοξίας ὅτι κατόρθωσες ἀρετή, δὲν ὀφείλει νὰ τὸν ἀντικρούσει ὁ λογισμός; Ἀπάντηση: Ὁποιαδήποτε ὥρα κανεὶς ἀντιλέγει στὸν λογισμό, ἀμέσως ὁ λογισμὸς γίνεται πιὸ ἰσχυρὸς καὶ πιὸ ὁρμητικός, ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀντιλογία του βρίσκεται σὲ πλεονεκτικότερη θέση ἀπὸ σένα. Ἐπιπλέον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν σὲ βοηθάει καὶ τόσο, γιατὶ παρουσιάζεσαι σὰν νὰ καυχιέσαι, ὅτι δηλαδὴ μπορῶ ἐγὼ νὰ τὰ βγάλω πέρα μὲ τὰ πάθη. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματικὸ πατέρα, στὸν πατέρα τὰ ἀναθέτει καὶ εἶναι ἀμέριμνος γιὰ ὅλα καὶ οὔτε νοιάζεται πιὰ τί λόγο θὰ δώσει καὶ στὸν Θεό, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ ἔχει καθόλου φροντίδα γιὰ τὸν λογισμὸ ἢ νὰ ἀντιπαραταχθεῖ στὸν λογισμὸ ἢ γενικὰ νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ μπεῖ μέσα του. Ἂν γίνει καὶ μπεῖ, σύρε τον πάνω στὸν Πατέρα σου καὶ πὲς στὸ λογισμό: «Ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε μὲ σένα, νὰ ὁ Πατέρας μου, αὐτὸς ξέρει». Κι ἐπίμονα τράβα τον ἐπάνω, ὁπότε σ᾿ ἀφήνει στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ φεύγει, γιατὶ δὲν μπορεῖ να ᾿ρθεῖ μαζί σου σὲ Ἐκεῖνον οὔτε νὰ σταθεῖ μπροστά Του. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἐργασία ἀνώτερη καὶ πιὸ ἀμέριμνη δὲν ὑπάρχει σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. 28. Ἐρώτηση: Πῶς μπορεῖ κανεὶς πάντοτε νὰ προσεύχεται; Γιατὶ τὸ σῶμα παρουσιάζει ἀδυναμία προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ. Ἀπάντηση: Προσευχὴ δὲν λέγεται μόνο τὸ νὰ στέκεται κανεὶς τὴν συγκεκριμένη ὥρα προσευχῆς καὶ νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε. 29. Ἐρώτηση: Πῶς πάντοτε; Ἀπάντηση: Εἴτε τρῷς εἴτε πίνεις εἴτε περπατᾷς σὲ δρόμο εἴτε κάποιο ἔργο κάνεις, νὰ μὴν ἀφήνεις τὴν προσευχή. 30. Ἐρώτηση: Ἂν ἕνας συνομιλεῖ μὲ κάποιον, πῶς μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε; Ἀπάντηση: Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος, μὲ κάθε προσευχὴ καὶ δέηση. Ἔτσι, ὅταν δὲν εἶσαι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖς, καθὼς συναναστρέφεσαι μὲ ἄλλον, νὰ προσεύχεσαι μὲ δέηση. 31. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὰ προσευχὴ ὀφείλει νὰ προσεύχεται κανείς; Ἀπάντηση: Νὰ λέει τὸ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κ.λπ. 32. Ἐρώτηση: Πόσο μέτρο ὀφείλει νὰ ἔχει ἡ προσευχή; Ἀπάντηση: Δὲν ὅρισε μέτρο. Ἐφόσον εἶπε πάντοτε καὶ χωρὶς διακοπὴ νὰ προσεύχεστε, δὲν ἔχει μέτρο. Ἔλεγε ἀκόμη κι αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὰ κατορθώσει αὐτά, ὀφείλει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ τοὺς βλέπει ὡς ἕναν καὶ νὰ μὴν καταλαλεῖ. Ἀποφθέγματα αὐτῶν ποὺ γήρασαν στὴν ἄσκηση, ἀποφθέγματα ποὺ δηλώνουν σὲ περιληπτικὴ ἔκθεση τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς τους 36. Ἔλεγε (ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας) πάλι ὅτι, ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ δείξει τὸ ἔλεός Του σὲ μιὰ ψυχὴ κι αὐτὴ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν κανονικὴ πορεία καὶ δὲν δέχεται, ἀλλὰ κάνει τὸ θέλημά της, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πάθει ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλει, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ Τὸν ἐπιζητήσει. 38. Τὸν ἴδιον τὸν ρώτησαν τί εἶναι φιλαργυρία καὶ ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι στὸν Θεὸ ὅτι ἔχει τὴ φροντίδα σου, νὰ μὴν ἐλπίζεις ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θέλεις νὰ φαίνεσαι σπουδαῖος». 39. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι καταλαλιὰ κι ἀποκρίθηκε: «Τὸ νὰ ἀγνοεῖ κανεὶς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φθονεῖ τὸν πλησίον του». 40. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι ἡ ὀργὴ καὶ ἀπάντησε: «Φιλονικία, ψέμα καὶ ἔλλειψη γνώσης». 41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας, ὁ διακονητής: «Τί δύναμη ἔχει ἡ ἁμαρτία, ὅπου ὑπάρχει μετάνοια; Καὶ τί ὠφελεῖ ἡ ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὑπερηφάνεια;» 42. Εἶπε πάλι: «Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸν νοῦ τους στραμμένο ἢ στὶς ἁμαρτίες ἢ στὸν Ἰησοῦ ἢ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους». 43. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος: «Πολλοὶ στὴν ἐποχή μας διάλεξαν τὴν ἀνάπαυση, προτοῦ τοὺς τὴν δώσει ὁ Θεός». 47. Ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος εἶπε: «Δὲν θέλησα ποτὲ νὰ πῶ ἢ νὰ ἀκούσω λόγο κοσμικό». 48. Ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀκάκιο: «Ἡ γυναῖκα τότε καταλαβαίνει ὅτι ἔχει συλλάβει, ὅταν σταματήσει τὸ αἷμα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τότε ξέρει ὅτι ἔχει συλλάβει Πνεῦμα Ἅγιο, ὅταν σταματήσουν τὰ πάθη τὰ χαμηλὰ ποὺ ρέουν ἀπ᾿ αὐτήν. Ὅσο καιρὸ περιπλέκεται σ᾿ αὐτά, πῶς μπορεῖ νὰ ὑπερηφανεύεται σὰν νὰ εἶναι τάχα ἀπαθής; Δῶσε αἷμα καὶ πᾶρε Πνεῦμα». 49. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε ὅτι τὸ θέλημα καὶ ἡ ἀνάπαυση καί, προπαντός, ἡ συνήθεια σ᾿ αὐτά, ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση. 55. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε: «Ἂς πηγαίνουμε πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ». 58. Εἶπε πάλι ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ἀπουσία τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ φόβου φέρνουν τὴν ἁμαρτία. 59. Κάποιος Γέροντας εἶπε: «Ἄνθρωπε, ἂν θέλεις νὰ ζήσεις σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς βοηθὸ τὸν Νομοθέτη». 60. Εἶπε πάλι: «Ἂν ἑκούσια θελήσεις νὰ παρακούσεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς τὸν διάβολο νὰ σὲ βοηθάει στὴν πτώση». 61. Εἶπε Γέροντας: «Ἡ ἀμεριμνησία, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἐσωτερικὴ μελέτη γεννοῦν τὴν ἁγνότητα». 62. Εἶπε Γέροντας: «Ἡ μέλισσα ὅπου πηγαίνει, κάνει μέλι. Ἔτσι κι ὁ μοναχὸς ὅπου πηγαίνει, τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται». 63. Εἶπε πάλι ὅτι ὁ Σατανᾶς πλέκει σχοινιά, ὅσο ἐσὺ τοῦ δίνεις λουρίδες αὐτὸς πλέκει. Αὐτὸ τὸ εἶπε γιὰ τοὺς λογισμούς. 64. Εἶπε Γέροντας: «Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς θέλει νὰ πάει νὰ συναντήσει ἕναν ἀδελφό, ὁ δαίμονας τῆς κατακρίσεως ἢ πηγαίνει πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἐκεῖ ἢ ἔρχεται μαζί του στὸν ἀδελφό». 65. Εἶπε Γέροντας: «Τὸν τεμπέλη καὶ τὸν ἀκαμάτη δὲν τοὺς θέλει ὁ Θεός». 66. Ἄλλος Γέροντας εἶπε: «Δῶσε διάθεση καὶ θὰ πάρεις δύναμη». 67. Ἄλλος εἶπε: «Ἡ ἀχαριστία μεσιτεύει γιὰ χάρη τῆς ἀδυναμίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». 68. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ὅπως ὁ κασσίτερος ἀφοῦ μαυρίσει, πάλι γίνεται λαμπερός, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, κι ἂν μαυρίζουν, καθὼς ἁμαρτάνουν, πάλι λαμπρύνονται, ὅταν μετανοοῦν, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ πίστη παρομοιάστηκε μὲ κασσίτερο». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ´ Γιὰ τοὺς δώδεκα ἀναχωρητὲς 1. Δώδεκα ἀναχωρητὲς ἅγιοι, σοφοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε καὶ ζήτησαν νὰ ὁμολογήσει ὁ καθένας ὅσα κατόρθωσε στὸ κελί του καὶ ποιὰ ἦταν ἡ πνευματική του ἄσκηση. Ὁ πρῶτος, ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, εἶπε: «Ἀδελφοί, ἐγὼ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισα νὰ ζῶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ σταύρωσα ὅλο τὸν ἑαυτό μου ἀπέναντι στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἔχοντας στὸν νοῦ μου αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: Νὰ σπάσουμε τοὺς δεσμοὺς ποὺ μᾶς συνδέουν μαζί τους καὶ νὰ ρίξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους. Ἔτσι, ἔκανα ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα στὴν ψυχή μου καὶ στὰ σωματικὰ πράγματα καὶ ἀναλογίσθηκα ὅτι, ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος δὲν βλέπει αὐτὸν ποὺ στέκεται ἔξω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σὺ μὴ θελήσεις νὰ βλέπεις τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ ἔξω. Ἀλλὰ νὰ ἔχεις στραμμένη τὴν προσοχή σου στὸν ἑαυτό σου, ἀναμένοντας κάθε μέρα μὲ ἐλπίδα τὸν Θεό. Ἔτσι θεωρῶ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες φίδια καὶ ἀπόγονους ἀπὸ ὀχιές, καὶ ὅταν τὶς αἰσθάνομαι νὰ ξεφυτρώνουν στὸ νοῦ μου, τὶς ξηραίνω μὲ φοβέρες καὶ ὀργή. Ἀκόμη, δὲν σταμάτησα ποτὲ νὰ τὰ βάζω μὲ τὸ σῶμα μου καὶ μὲ τὴν ψυχή μου, γιὰ νὰ μὴν ἐκτραποῦν σὲ τίποτε ἀνάρμοστο». Ὁ δεύτερος εἶπε: «Ἐγὼ ἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκα τὸν κόσμο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: Σήμερα ἀναγεννήθηκες, σήμερα ἄρχισες νὰ δουλεύεις στὸν Θεό, σήμερα ἄρχισες νὰ κατοικεῖς ἐδῶ σὰν ξένος. Ἔτσι κάθε μέρα νὰ αἰσθάνεσαι, σὰν ἕνας ξένος καὶ ὅτι αὔριο θὰ φύγεις». Ὁ τρίτος εἶπε: «Ἐγὼ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀνεβαίνω στὸν Κύριό μου, καὶ ἀφοῦ τὸν προσκυνήσω, πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ἔπειτα κατεβαίνοντας προσκυνῶ τοὺς ἀγγέλους του καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ ἱκετέψουν τὸν Θεὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἀφοῦ τὸ κάνω αὐτό, κατεβαίνω στὴν ἄβυσσο καὶ ὅ,τι κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ σχίζουν τὰ ἐνδύματά τους καὶ κλαῖνε καὶ πενθοῦν γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς πατέρες τους, αὐτὸ κάνω κι ἐγώ. Περιπλανιέμαι στοὺς τόπους τῆς κόλασης, βλέπω τὰ δικά μου μέλη (δηλαδὴ τοὺς ἐκεῖ ἄλλους χριστιανούς) νὰ βασανίζονται καὶ κλαίω μ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε». Ὁ τέταρτος εἶπε: «Ἐγὼ ἔτσι νιώθω, σὰν νὰ κάθομαι μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἀπὸ δῶ καὶ πέρα κανέναν συγγενῆ νὰ μὴν ξέρεις, ἀλλὰ πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μ᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ἀναζητᾷς καὶ νὰ μιμεῖσαι τὸν καλὸ τρόπο τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ Μαρία ποὺ καθόταν κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του: «Νὰ γίνετε ἅγιοι, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἅγιος. Νὰ γίνετε σπλαχνικοὶ καὶ τέλειοι, ὅπως ὁ Πατέρας σας εἶναι τέλειος. Νὰ διδαχτεῖτε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά». Ὁ πέμπτος εἶπε: «Ἐγὼ κάθε φορὰ βλέπω ἀγγέλους νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν γιὰ τὴν πρόσκληση τῶν ψυχῶν. Καὶ πάντοτε, περιμένοντας τὸ τέλος μου, λέω: Εἶναι ἕτοιμη ἡ καρδιά μου, Θεέ μου». Ὁ ἕκτος εἶπε: «Ἐγὼ καθὼς κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία στὸ κελί, νομίζω ὅτι ἀκούω ἀπὸ τὸν Κύριο αὐτὰ τὰ λόγια: Νὰ κοπιάστε γιὰ μένα κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, ἀκόμη λίγο νὰ ἀγωνιστεῖτε καὶ θὰ σᾶς δείξω τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα μου. Ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, ἂν εἴσαστε παιδιά μου, σὰν Πατέρα ποὺ παρακαλάει, νὰ αἰσθανθεῖτε γιὰ μένα σεβασμό, ἂν εἶστε ἀδελφοί μου, νὰ μὲ σεβαστεῖτε ὅπως ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ σᾶς. Ἂν εἴσαστε πρόβατά μου, νὰ ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ ποιμένα, ἂν εἶστε δοῦλοι μου, νὰ ἀκολουθήσετε τὰ παθήματα τοῦ δεσπότη σας». Ὁ ἕβδομος εἶπε: «Ἐγὼ αὐτὰ τὰ τρία μελετῶ συνεχῶς καὶ λέω ἀδιάκοπα στὸν ἑαυτό μου: πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, γιὰ νὰ χαίρομαι μὲ τὴν ἐλπίδα, νὰ στηρίζομαι μὲ τὴν πίστη, καὶ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ μὴ λυπήσω ποτὲ κανένα». Ὁ ὄγδοος εἶπε: «Ἐγὼ βλέπω τὸν διάβολο νὰ πετάει ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὅπου κι ἂν πάει, βλέπω μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια, καὶ ἀναφέρομαι ἱκετευτικὰ στὸν Δεσπότη μου Χριστὸ ἐναντίον του, ὥστε νὰ μείνει ἄπρακτος καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ κάνει τίποτε σὲ κανέναν, ἰδίως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεό». Ὁ ἔνατος εἶπε: «Ἐγὼ ὅταν κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία, βλέπω τὴν ἐκκλησία τῶν νοερῶν δυνάμεων κι ἀνάμεσά τους τὸν Κύριό της δόξας νὰ λάμπει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους. Ὅταν μὲ βρεῖ ἀκηδία, ἀνεβαίνω στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπω τὴν ἔξοχη ὡραιότητα τῶν ἀγγέλων κι ἀκούω τοὺς ὕμνους ποὺ ἀνυψώνουν ἀκατάπαυστα στὸν Θεό, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία τους. Ὑψώνομαι μὲ τοὺς ἤχους καὶ τὴ φωνὴ καὶ τὴ μουσικότητά τους, ὥστε νὰ νιώσω αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ» καὶ ὅλα τὰ ἐπίγεια τὰ θεωρῶ στάχτη καὶ σκουπίδια». Ὁ δέκατος εἶπε: «Ἐγὼ πάντοτε βλέπω κοντά μου τὸν φύλακα ἄγγελό μου καὶ προσέχω τὸν ἑαυτό μου, ἔχοντας στὸ μυαλό μου αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Ἔβλεπα μπροστά μου τὸν Κύριο πάντοτε, ὅτι στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴν κλονισθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου». Φοβοῦμαι λοιπὸν αὐτὸν ποὺ παρακολουθεῖ τὴν πορεία μου. Διότι τὸν βλέπω κάθε μέρα νὰ ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ καὶ νὰ παρουσιάζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μου». Ὁ ἑνδέκατος εἶπε: «Ἐγὼ προσωποποίησα τὶς ἀρετές, ὅπως π.χ. τὴν ἐγκράτεια, τὴ σωφροσύνη, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀγάπη κι ἔστησα τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσά τους ὥστε νὰ μὲ περικυκλώσουν αὐτές. Κι ὅπου κι ἂν πάω, λέω στὸν ἑαυτό μου: «Ποῦ εἶναι οἱ παιδαγωγοί σου; Μὴν ἀδιαφορήσεις, μὴν ἀκηδιάσεις, ἀφοῦ παντοτινὰ αὐτὲς τὶς ἔχεις δίπλα σου, ὅποια ἀρετὴ θέλεις κοντά σου εἶναι, καὶ καλὰ λόγια θὰ ποῦν στὸν Θεὸ γιὰ σένα, ὅτι δηλαδὴ βρῆκαν σὲ σένα ἀνάπαυση». Ὁ δωδέκατος εἶπε: «Ἐσεῖς, Πατέρες, ἔχοντας φτεροῦγες ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀποκτήσατε οὐράνια ζωή. Κι αὐτὸ καθόλου παράξενο δὲν εἶναι, σᾶς βλέπω νὰ στέκεστε ψηλὰ λόγῳ τῶν ἔργων σας καὶ νὰ ἐπιδιώκετε τὰ οὐράνια. Μὲ δύναμη μάλιστα μετακινεῖστε ἀπ᾿ τὴ γῆ ἐσεῖς ποὺ ἀποξενωθήκατε ἐντελῶς ἀπ᾿ αὐτήν. Πῶς νὰ σᾶς ὀνομάσω; Ἐπίγειους ἀγγέλους ἢ οὐράνιους ἀνθρώπους; Ἐγὼ κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου τόσο ἀνάξιο ἀκόμη καὶ νὰ ζεῖ, βλέπω μπροστά μου τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅπου κι ἂν πάω, ὅπου κι ἂν στραφῶ τὶς βλέπω νὰ προχωροῦν πρὶν ἀπὸ μένα. Στὰ καταχθόνια καταδίκασα τὸν ἑαυτό μου. Λέω «Θὰ εἶμαι μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἀξίζει. Μ᾿ αὐτοὺς ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ μὲ κατατάξουν». Βλέπω ἐκεῖ θρηνητικὲς κραυγὲς καὶ δάκρυα, ποὺ δὲν σταματοῦν ποτὲ καὶ εἶναι ἀνεκδιήγητα. Βλέπω κάποιους νὰ τρίζουν τὰ δόντια καὶ νὰ πηδοῦν μ᾿ ὅλο τους τὸ σῶμα καὶ νὰ τρέμουν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ρίχνοντας στάχτη στὸ κεφάλι μου ἱκετεύω τὸν Θεὸ νὰ μὴ δοκιμάσω ἐκεῖνες τὶς συμφορές. Βλέπω καὶ μία θάλασσα ἀπὸ φωτιὰ νὰ παφλάζει καὶ νὰ φυσομανάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ βρυχιέται, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι τὰ κύματα τῆς φωτιᾶς φτάνουν μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ μέσ᾿ τὴ φοβερὴ αὐτὴ θάλασσα ἀμέτρητους ἀνθρώπους ριγμένους ἀπὸ ἄγριους ἀγγέλους, καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μὲ μιὰ φωνὴ νὰ βγάζουν δυνατὲς κραυγὲς καὶ νὰ κράζουν μὲ ἰσχυροὺς θρήνους καὶ φωνὲς τέτοιες, ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει ἀκούσει. Σὰν ξερὰ χόρτα ὅλοι νὰ καίγονται, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ νὰ φεύγουν μακριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Τότε θρηνῶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς τολμᾷ νὰ μιλήσει ἢ νὰ δίνει τὴν προσοχή του σὲ κάτι ἐφήμερο, ἀφοῦ τόσο μεγάλα κακὰ περιμένουν τὸν κόσμο. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς κρατῶ τὸ πένθος στὴν καρδιά μου, κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται σὲ μένα ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: Τὰ δάκρυά μου ἔγιναν γιὰ μένα ψωμὶ μέρα καὶ νύχτα». Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῶν σοφῶν καὶ πνευματικῶν Πατέρων. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους μιὰ ζωὴ ἄξια νὰ τὴν θυμοῦνται, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Δεσπότη μας Χριστό, ἀφοῦ γίνουμε τέλειοι καὶ ἀψεγάδιαστοι. 2. Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγῆκαν ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο. Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων. Τοὺς φώναξε: «Ἀδελφοί, ἀδελφοί». Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν: «Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;» «Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸ ποὺ σὲ παρακάλεσα». Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ. Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή του. Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶδαν. Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε: «Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν: «Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: «Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;» ἀπάντησε: «Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή». Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;», ἐκεῖνος εἶπε: «Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα». Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει, ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿ αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του». Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς του». 8. Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μεριμνᾷ γιὰ τίποτε παρὰ μόνο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρόσθετε: «Κι ἂν ἀναγκασθῶ νὰ φροντίσω γιὰ γήινη ἀνάγκη, ποτὲ δὲν τὴν σκέφτομαι πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της». 9. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ὅπως ἡ φωτιὰ καίει τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νὰ καίει τὰ πάθη. 10. Γιὰ κάποιο Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε σὲ κοινόβιο ἔλεγαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς ἴδιας μονῆς ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πλεονεκτήματα ἀπέκτησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μοναχὸ αὐτῆς τῆς γενιᾶς: τὸ νὰ νηστεύει πολύ, τὸ νὰ ἀγρυπνεῖ πολὺ καὶ τὸ νὰ ἐργάζεται πολύ. 14. Ὁ ἅγιος Γέροντας Θεόδωρος ποὺ καταγόταν ἀπ᾿ τὰ Ἄδανα, μᾶς διηγήθηκε ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ μέρη τῆς Ἁγίας Πόλεως, στὸ κοινόβιο τοῦ Πενθουκλᾶ, κοντὰ στὸν ἅγιο ποταμὸ Ἰορδάνη, ἦρθε κάποιος ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας θέλοντας νὰ γίνει μοναχὸς στὸ μοναστῆρι αὐτό. Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν δέχτηκε. Ἔμεινε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πνευματικὰ ἀπ᾿ τὴν καλὴ κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ, μιὰ ποὺ εἶχε ἀρκετὸ χρυσάφι τὸ φέρνει καὶ τὸ δίνει στὸν ἀββᾶ, λέγοντάς του: «Ἀββᾶ, ἐπειδὴ ὠφελήθηκα ἀπ᾿ τὴν ζωὴ στὸ κοινόβιο καὶ θέλω ἐὰν καὶ ὁ Θεὸς συγκατανεύει, νὰ κάνεις τὴν κουρά μου καὶ νὰ μοῦ δώσεις τὸ ἅγιο σχῆμα, πᾶρε αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ διαχειρίσου την ὅπως νομίζεις», καὶ τοῦ δείχνει τὸ χρυσάφι. Ὁ ἡγούμενος ὅμως ποὺ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ, δὲν ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ τοῦ λέει: «Αὐτά, παιδί μου, ἐδῶ δὲν τὰ χρειαζόμαστε. Ὅπως γνωρίζεις δὲν εἴμαστε πολυέξοδοι στὶς ἀνάγκες μας, ἀλλ᾿ ὅπως τύχει μὲ φτηνὰ πράγματα περνοῦμε, καθὼς ζοῦμε ἐδῶ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πήγαινε καὶ δώσ᾿ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ νὰ λέει: «Τὸ ἔταξα, πάτερ, ὅπου ἐγκαταβιώσω, ἐκεῖ νὰ τὰ προσφέρω». Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγώ, παιδί μου, ἐὰν τὰ πάρω, θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς. Γιατὶ δὲν μάθαμε νὰ συγκεντρώνουμε θησαυρὸ ἐπάνω στὴ γῆ». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, καὶ ὅπως νομίζεις διαχειρίσου τα». Τότε ὁ ἀββᾶς δέχτηκε τὸν χρυσὸ καὶ τοῦ ἔκανε τὴν κουρὰ καὶ τοῦ ᾿δωσε τὸ ἅγιο σχῆμα. Κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ ὅμως δὲν ξόδεψε ὁ ἀββᾶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ περίμενε θέλοντας νὰ δεῖ τὴν προκοπή του. Ὡστόσο κανένας δὲν γνώριζε, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός, ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμη τὰ χρήματα. Στὴν ἀρχὴ λοιπόν, ποὺ εἶχε ἀκόμη τὴ θέρμη τῆς ἀποταγῆς, ἐκπλήρωνε κάθε ὑποταγὴ καὶ ἔκανε ἀκούραστα καὶ τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ καιρὸ ἄρχισε νὰ χαλαρώνει καὶ νὰ μὴ δείχνει τὴν ἴδια προθυμία, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε κάπως νὰ μουρμουρίζει λέγοντας: «Ἐγὼ εἶχα δώσει πολλὰ λεφτὰ στὸ κοινόβιο καὶ δὲν τρώω δωρεὰν τὸ ψωμί». Ὅταν ἄκουσαν λοιπὸν αὐτὰ κάποιοι ἀδελφοί, ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ προπαντὸς οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ ἀββᾶς, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν μὲ πίεσες, ἀδελφέ, σὺ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ δεχθῶ τὰ χρήματά σου; Δὲν τὰ ἔχεις δώσει γιὰ νὰ τὰ μοιράσουμε στοὺς φτωχούς; Ἢ μήπως κάναμε συμφωνία νὰ μὴν ἐργάζεσαι καὶ νὰ σκανδαλίζεις τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τοὺς γογγυσμούς σου; Ὄχι, ἔτσι, παιδί μου, γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Προσέξτε νὰ μὴν σκανδαλίσετε κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς μικρούς». Κι ἐνῷ πολλὲς καὶ διάφορες νουθεσίες τοῦ ἔκαμε ὁ ἀββᾶς, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ τὴ διαβολικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἐνισχύθηκε μέσα του ἀπ᾿ τὴν πονηρὴ συνήθεια τοῦ γογγυσμοῦ. Βλέποντας, λοιπόν, ὁ ἀββᾶς ὅτι δὲν ἀλλάζει γνώμη, τοῦ λέει κάποια μέρα, «Ἔλα, ἀδελφέ, νὰ πᾶμε κάτω στὸν Ἰορδάνη». Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸ μοναστῆρι βρίσκεται σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπ᾿ τὸ ποτάμι. Κατέβηκαν, λοιπόν, ἐντελῶς μόνοι οἱ δυό τους. Καὶ καθὼς περπατοῦσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, ἄρχισε ὁ ἀββᾶς νὰ τὸν νουθετεῖ. Βγάζει κάποια στιγμὴ τὸ χρυσάφι ἔτσι ὅπως ἦταν σφραγισμένο καὶ τοῦ λέει: «Τὸ γνωρίζεις αὐτό;» «Ναί, δέσποτα», τοῦ ἀπαντᾷ. Τότε τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς: «Πάρε, παιδί μου, τὸν χρυσὸ καὶ εἴτε, ὅπως ἔταξες, δώσ᾿ τα στοὺς φτωχούς, εἴτε κατὰ τὴν κρίση σου κράτα τα. Γιατὶ δὲν παραβαίνω τὸν κανόνα τοῦ κοινοβίου ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν χρημάτων, οὔτε πάλι σκανδαλίζω τοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ παροργίζω καὶ τὸν Θεό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μένεις μαζί μας χωρὶς νὰ κάνεις διακόνημα, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Καὶ ἐγὼ ὅταν ἤμουν νέος ἔκανα τὸ ἴδιο καὶ μέχρι τώρα πιέζω τὸν ἑαυτό μου νὰ κάνω ὅσο μπορῶ, ὅπως καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ γνωρίζεις». Ὁ ἀδελφὸς μόλις εἶδε τὸν χρυσὸ καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἀπ᾿ τὸν ἀββᾶ, πέφτει στὰ πόδια του λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, αὐτὰ τὰ ἔχω δώσει στὸν Θεὸ καὶ σὲ σᾶς, καὶ δὲν τὰ παίρνω πίσω». Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, διότι ὅλα εἶναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει ὅμως τὴν ψυχική μας σωτηρία. Ἀποκλείεται νὰ τὰ κρατήσω αὐτὰ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε πέφτοντας στὰ πόδια του καὶ λέγοντας: «Δὲν σηκώνομαι ἀπ᾿ τὰ πόδια σου, ἐὰν δὲν μοῦ δώσεις τὸν λόγο σου ὅτι δὲν θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ τὰ πάρω». Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Γέροντας νὰ τὸν παρακαλεῖ μὲ πόνο ψυχῆς, τοῦ λέει: «Σύμφωνοι, παιδί μου, οὔτε κι ἐγὼ στὸ ἑξῆς σὲ ἀναγκάζω νὰ τὰ πάρεις, ἀλλ᾿ οὔτε κι ἐγὼ τὰ κρατῶ». Καὶ μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ὁ ἀδελφός, λύνει ὁ ἀββᾶς τὸ κομπόδεμα καὶ τοῦ λέει: «Αὐτὰ εἶναι, παιδί μου, τὰ νομίσματα». Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ὅπως μοῦ ᾿κανες τὴ χάρη νὰ συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μὴ μοῦ ξαναμιλήσεις γι᾿ αὐτά». Κι ὁ Γέροντας χαμογέλασε ἤρεμα καὶ εἶπε, «Ὄχι, παιδί μου». Καὶ μόλις εἶπε αὐτά, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀδελφοῦ, τὰ ἐκσφενδονίζει στὸν βυθὸ τοῦ ποταμοῦ. Καὶ λέει στὸν ἀδελφό: «Ὅλα αὐτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὰ περιφρονοῦμε, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ποιὸ τὸ ὄφελος ἂν κάποιος κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του;» Καὶ «πόσο δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χρήματα!» Κι ὁ Μωυσῆς, πάλι, ὅταν εἶδε τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ ἔχουν ξεπέσει στὴν εἰδωλολατρία, τὸ ἴδιο τὸ χρυσὸ αὐτὸ εἴδωλο, ἀφοῦ τὸ ἔσπασε σὲ πολὺ μικρὰ κομμάτια, τὸ διασκόρπισε μέσα στὰ νερά, δείχνοντας πὼς ἀπ᾿ ὅλα τὰ πράγματα προτιμότερη εἶναι ἡ εὐσέβεια. Ἔλα, λοιπόν, παιδί μου, στὸ κοινόβιο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἀγωνίσου χωρὶς ντροπὴ σὲ κάθε διακόνημα γιὰ τὸν Κύριο, φέροντας στὴ μνήμη σου τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ ἔλεγε: «Δὲν ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο γιὰ πολλούς». Βλέποντας ὁ ἀδελφὸς τὴν θεοφιλῆ πρόθεση τοῦ ἀββᾶ καὶ τὴν περιφρόνησή του πρὸς τὰ χρήματα, ἔνιωσε κατάνυξη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέστρεψε μαζί του στὸ κοινόβιο. Ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ σὲ ὅλους. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἐκοιμήθη σ᾿ αὐτὴ τὴ μονή. ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ Η ΔΟΞΑ

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ´ Περὶ ἀγάπης 1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Ἐγὼ δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπῶ, γιατὶ ἡ ἀγάπη διώχνει πέρα τὸν φόβο». 2. Εἶπε πάλι: «Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πλησίον. Ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό, τὸν Θεὸ κερδίζουμε, ἐνῷ ἂν σκανδαλίσουμε τὸν ἀδελφό, στὸν Χριστὸ ἁμαρτάνουμε». 4. Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶπε: «Ποτὲ δὲν πλάγιασα νὰ κοιμηθῶ, ἔχοντας δυσαρεστηθεῖ μὲ κάποιον, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄφησα -ὅσο μποροῦσα- ἄλλον νὰ κοιμηθεῖ, ἔχοντας κάτι μὲ μένα». 7. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων: «Ἂν γινόταν νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου σῶμα καὶ νὰ πάρω τὸ δικό του, εὐχαρίστως θὰ τὸ ἔκαμνα. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη». 16. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός: «Δὲν γίνεται νὰ χτίσει κανεὶς τὸ σπίτι, ἀρχίζοντας ἀπὸ πάνω καὶ προχωρώντας πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ τὰ θεμέλια θὰ ἀρχίσει καὶ θὰ προχωρήσει πρὸς τὰ πάνω». Τὸν ρωτοῦν: «Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια;» «Τὸ θεμέλιο, ἀπαντᾷ, εἶναι ὁ πλησίον, προκειμένου νὰ τὸν σώσεις, καὶ πρῶτος ἐσὺ ὠφελεῖσαι, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸν κρέμονται ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ». 18. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης εἶπε: «Ὁ πατέρας μας, ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, εἶπε: Ποτὲ δὲν ἔβαλα τὸ δικό μου συμφέρον πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». 32. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος: «Προσπάθησε νὰ γλιτώσεις -ὅσο μπορεῖς- τὸν πλησίον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες χωρὶς νὰ τὸν προσβάλεις, διότι καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρέφεται ὅσους μετανοοῦν. Ἐπίσης, λόγος κακίας ἢ πονηρίας ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἂς μὴν παραμένει στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ λές: Συγχώρεσέ μας τὰ παραπτώματά μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν». 38. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει ἕνα πρᾶγμα καὶ σὺ βιάζοντας τὸν ἑαυτό σου τὸ προσφέρεις, φρόντισε καὶ ὁ λογισμός σου νὰ εὐαρεστηθεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ δίνεις, καθὼς εἶναι γραμμένο: Ἂν κάποιος σὲ ἀγγαρεύσει νὰ πᾶς μαζί του ἕνα μίλι, πήγαινε δυό. Δηλαδὴ ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει κάτι, νὰ τοῦ τὸ δώσεις μὲ ὅλο σου τὸ εἶναι». 44. Δυὸ Γέροντες ζοῦσαν ὡς μοναχοὶ πολλὰ χρόνια μαζὶ καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν. Εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Ἂς φιλονικήσουμε κι ἐμεῖς μία φορὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι». Ὁ ἄλλος ἀποκρίθηκε: «Δὲν ξέρω πῶς γίνεται ἡ φιλονικία». Καὶ τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Νά, θὰ βάλω στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Ἐγὼ θὰ λέω ὅτι εἶναι δικό μου κι ἐσὺ νὰ λές, ὄχι, δικό μου εἶναι, καὶ ἀπὸ δῶ γίνεται ἡ ἀρχή». Ἔβαλαν πράγματι στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Λέει ὁ ἕνας: «Αὐτὸ εἶναι δικό μου». Ὁ ἄλλος εἶπε: «Ὄχι, εἶναι δικό μου». Εἶπε ὁ πρῶτος: «Ἔ, ἂν εἶναι δικό σου, πάρ᾿ το καὶ πήγαινε». Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ βροῦν αἰτία γιὰ φιλονικία. 45. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ποτὲ δὲν ἐπεθύμησα ἕνα ἔργο ποὺ νὰ ὠφελεῖ ἐμένα καὶ νὰ βλάπτει τὸν διπλανό, γιατὶ πίστευα ὅτι τὸ κέρδος τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶναι καρποφορία γιὰ μένα». 51. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες πῆγε στὴν πόλη νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του. Ἐκεῖ εἶδε ἕναν φτωχὸ ποὺ ἦταν γυμνός, καὶ ἐπειδὴ τὸν σπλαχνίστηκε, τοῦ χάρισε τὸ ἐπανωφόρι του. Ὁ φτωχὸς ὅμως πῆγε καὶ τὸ πούλησε. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Γέροντας, λυπήθηκε καὶ μετάνιωσε ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἔνδυμα. Ἐκείνη τὴ νύχτα παρουσιάστηκε στὸν Γέροντα -σὲ ὄνειρο-ὁ Χριστός, φορώντας τὸ ἐπανωφόρι. Τοῦ λέει: «Μὴ λυπᾶσαι, νά, φορῶ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχεις δώσει». 52. Οἱ Γέροντες ἔλεγαν: «Ὁ καθένας ὀφείλει τὰ προβλήματα τοῦ πλησίον νὰ τὰ κάνει δικά του καὶ σὲ ὅλα νὰ συμπάσχει μὲ αὐτόν. Καὶ νὰ χαίρεται καὶ νὰ κλαίει μαζὶ μ᾿ αὐτόν, καὶ μὲ τέτοια διάθεση νὰ στέκεται ἀπέναντί του, σὰν νὰ φοράει τὸ σῶμα τοῦ πλησίον καὶ σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἂν ποτὲ συμβεῖ κάτι κακὸ σ᾿ ἐκεῖνον. Αὐτὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ποὺ λέει: Χάρη στὸν Χριστὸ ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα. Καί: Ὅλοι ὅσοι πίστευσαν στὸν Χριστὸ εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή». 58. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Γιατί, ὅταν κάνω τὶς μικρές μου προσευχὲς (τὸν κανόνα μου), προσέχω ὅτι ἄλλοτε δὲν ὑπάρχει εὐφορία στὴν καρδιά μου καὶ ἄλλοτε προθυμία;» Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Πῶς λοιπὸν θὰ φανεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν Θεό;» Καὶ συμπλήρωσε: «Ἐμένα τὸ σῶμα μου μέχρι τώρα δὲν μπόρεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν προαίρεσή μου». 61. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Μὴν ἀπαιτεῖς ἀγάπη ἀπὸ τὸν πλησίον, γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ κάποιον καὶ δὲν βρίσκει ἀνταπόκριση ταράζεται. Καλύτερα, ἐσὺ δεῖξε τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον, ἔτσι κι ἐσὺ νιώθεις ἀνάπαυση, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁδηγεῖς σὲ ἀγάπη καὶ τὸν πλησίον». 62. Εἶπε πάλι: «Τὸ νὰ ὑστερεῖς στὸ θέμα τῆς ἀγάπης ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι δέχεσαι τοὺς λογισμοὺς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ ὑποψία καὶ ἐμπιστεύεσαι στὰ αἰσθήματά σου. Ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν θέλεις νὰ παθαίνεις ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖς. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ σοῦ χρειάζεται εἶναι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πρῶτα -πρῶτα νὰ μὴ δίνεις ἐμπιστοσύνη στὶς ὑπόνοιές σου καὶ ὕστερα μὲ ὅλη σου τὴν προθυμία καὶ τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεσαι ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ κόβεις γιὰ χάρη τους τὸ θέλημά σου». Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχει ἀφετηρία τὸν Θεὸ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ τὴν ἔχει κανεὶς ἐκ φύσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ´ Περὶ διορατικῶν 4. Ὁ ἀββᾶς Δανιὴλ εἶπε: «Μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος -τάχα γιὰ κάποιον ἄλλον, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἦταν- τὰ ἑξῆς: Ἕνας Γέροντας καθὼς καθόταν στὸ κελί του, ἄκουσε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων». Σηκώθηκε καὶ βγῆκε. Τὸν ἔφερε σὲ κάποιο τόπο καὶ τοῦ ἔδειξε ἕναν Αἰθίοπα νὰ κόβει ξύλα καὶ νὰ κάνει ἀπ᾿ αὐτὰ ἕνα μεγάλο φορτίο, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ φορτωθεῖ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Καὶ ἀντὶ νὰ ἀφαιρέσει ξύλα ἀπὸ αὐτό, ἔκοβε κι ἄλλα καὶ τὰ στοίβαζε στὸ φορτίο. Αὐτὸ τὸ ἔκαμνε γιὰ πολλὴ ὥρα. Προχώρησε λίγο παρὰ πέρα. Τοῦ δείχνει ἕναν ἄνθρωπο νὰ στέκεται πάνω σὲ λάκκο, νὰ βγάζει νερὸ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ ρίχνει σὲ μία δεξαμενὴ ποὺ ἦταν ὅλο τρῦπες καὶ ἔπεφτε τὸ ἴδιο τὸ νερὸ πάλι στὸν λάκκο. Ξανὰ τοῦ λέει: «Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω ἄλλο». Καὶ βλέπει ἕναν ναὸ καὶ δυὸ ἄνδρες καθισμένους σὲ ἄλογα ποὺ κρατοῦσαν οἱ δυό τους ἕνα ξύλο σὲ πλάγια θέση ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο. Ἤθελαν νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ θύρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν, γιατὶ τὸ ξύλο ἦταν πλαγιαστό. Καὶ δὲν πῆρε τὴν ταπεινὴ θέση ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὥστε νὰ μεταφέρουν τὸ ξύλο κρατώντας το πρὸς τὴν εὐθείσα ποὺ πήγαιναν, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Αὐτοὶ εἶναι, ἐξήγησε, ἐκεῖνοι ποὺ βαστοῦν τὸν ζυγὸ τῆς δικαιοσύνης μὲ ὑπερηφάνεια, καὶ δὲν ταπεινώθηκαν νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ βαδίσουν τὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουν ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ κόβει τὰ ξύλα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ πεσμένος σὲ πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἀντὶ νὰ μετανοήσει, βάζει κι ἄλλες πάνω στὶς ἁμαρτίες του. Τέλος, ἐκεῖνος ποὺ τραβὰ τὸ νερὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού, ναὶ μὲν κάνει καλὰ ἔργα, ἀλλὰ ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὰ εἶχε ἀναμείξει ὄχι καλὸ σκοπό, ἔχασε ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ τὰ καλὰ ἔργα. Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὰ ἔργα του, γιὰ νὰ μὴν κοπιάσει ἄδικα». 30. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Παχώμιο ὅτι κάποτε κηδευόταν τὸ σκήνωμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ ὅτι τὸ συνάντησε ὁ ἀββᾶς στὸν δρόμο. Βλέπει δυὸ ἀγγέλους νὰ ἀκολουθοῦν τὸν νεκρὸ πίσω ἀπὸ τὸ νεκροκρέβατο. Ἀπόρησε γι᾿ αὐτοὺς καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ γεγονός. Τὸν πλησιάζουν οἱ δυὸ ἄγγελοι. Τοὺς ρωτάει: «Γιατί ἐσεῖς ποῦ εἶστε ἄγγελοι ἀκολουθεῖτε τὸν νεκρό;» Καὶ τοῦ λένε οἱ ἄγγελοι: «Ὁ ἕνας ἀπὸ μᾶς εἶναι τῆς Τετάρτης κι ὁ ἄλλος τῆς Παρασκευῆς. Αὐτὸς ὡς τὴ μέρα ποὺ πέθανε δὲν παρέλειπε νὰ νηστεύει Τετάρτη καὶ Παρασκευή, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀκολουθήσαμε πίσω ἀπὸ τὸ σκήνωμά του. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέχρι τὸν θάνατό του τήρησε τὴ νηστεία, κι ἐμεῖς μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο δοξάσαμε αὐτὸν ποὺ ἔκανε ἀγῶνα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». 31. Ὁ μακάριος Παῦλος ὁ ἁπλός, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, διηγήθηκε στοὺς Πατέρες ὅτι κάποτε ἐπισκέφθηκε ἕνα μοναστῆρι γιὰ ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν. Μετὰ τὴ συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ τους, μπῆκαν στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία νὰ κάνουν τὴν καθιερωμένη ἀκολουθία. Ὁ μακάριος Παῦλος -λέει- πρόσεχε τὸν καθένα ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἄραγε μὲ ποιὰ ψυχικὴ διάθεση ἐρχόταν στὴν ἀκολουθία. Γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα τοῦ εἶχε δώσει, νὰ βλέπει ποιὸς εἶναι ὁ καθένας στὴν ψυχή, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὅλοι ἔμπαιναν μὲ λαμπρὴ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πρόσωπο χαρωπὸ καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ καθενὸς χαιρόταν μαζί του. Ἕναν -λέει- τὸν βλέπει μαῦρο καὶ σκοτεινὸ σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα. Δαίμονες τὸν περιτριγύριζαν κι ἀπ᾿ τὰ δυὸ μέρη, τὸν τραβοῦσαν καὶ τοῦ περνοῦσαν χαλινάρι στὴ μύτη, ἐνῷ ὁ ἄγγελός του ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριά, σκυθρωπὸς καὶ θλιμμένος. Ὁ Παῦλος κλαίγοντας καὶ χτυπώντας μὲ τὸ χέρι τὸ στῆθος, καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ θρηνοῦσε αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε σὲ τέτοια κατάσταση. Οἱ Πατέρες μπροστὰ στὴν παράξενη στάση τοῦ ἀββᾶ καὶ στὴν ἀπρόοπτη μεταβολή του σὲ δάκρυα καὶ πένθος, ἄρχισαν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ θρηνοῦν, καὶ τὸν ρωτοῦσαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ τί εἶδε, φοβούμενοι μήπως τὸ ἔκανε γιατί εἶχε κάποιο παράπονο ἀπὸ ὅλους. Τὸν παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ μπεῖ στὴν ἀκολουθία. Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς ἀπομάκρυνε καὶ καθόταν ἔξω, θρηνώντας μὲ τὴν ψυχή του αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε ἔτσι. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ ἀκολουθία τελείωσε καὶ ὅλοι ἔβγαιναν. Ὁ Παῦλος πάλι παρατηροῦσε τὸν καθένα, θέλοντας νὰ δεῖ σὲ τί κατάσταση ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ἔβγαιναν. Βλέπει λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν ἄνδρα, τὸν μαῦρο καὶ ζοφερό, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία λαμπρὸς στὸ σῶμα, τοὺς δαίμονες νὰ ἀκολουθοῦν κάπου μακριὰ καὶ τὸν ἅγιο ἄγγελο κοντά του νὰ τὸν συνοδεύει καὶ νὰ χαίρεται πολὺ γι᾿ αὐτόν. Ὁ Παῦλος ἀναπήδησε μὲ χαρὰ καὶ φώναζε εὐλογώντας τὸν Θεό: «Ὢ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαθότητα! Ὤ, δόξα στοὺς θείους οἰκτιρμούς Του καὶ στὴν ἄμετρη φιλανθρωπία Του!» Τρέχοντας ἀμέσως ἀνέβηκε σὲ ψηλὸ σκαλοπάτι καὶ ἔλεγε μὲ μεγάλη φωνή: «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ τί καταπληκτικὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα εἶναι. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐλᾶτε νὰ τὸν προσκυνήσουμε, νὰ πέσουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ τοῦ ποῦμε: Σὺ μόνος μπορεῖς νὰ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες». Ἔτρεχαν ὅλοι μαζὶ μὲ ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν τὰ λεγόμενα. Ὅταν συγκεντρώθηκαν ὅλοι, ὁ Παῦλος περιέγραψε τί εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σ᾿ αὐτόν, πρὶν μποῦν στὴν ἐκκλησία. Ὕστερα ζήτησε ἐπίμονα ἀπό ᾿κεῖνον τὸν ἄνδρα νὰ φανερώσει γιὰ ποιὰ αἰτία ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ξαφνικὰ μιὰ τέτοια ἀλλαγή. Ὁ ἀδελφός, ἀφοῦ ἐξετέθη ἀπὸ τὸν Παῦλο μπροστὰ σὲ ὅλους, χωρὶς δισταγμὸ ἄρχισε νὰ λέει τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του. «Ἐγὼ -εἶπε- εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ μέχρι τώρα ζοῦσα μέσ᾿ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν ὅμως μπῆκα στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, αὐτὴ τὴν ὥρα ἄκουσα ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα -μᾶλλον ὁ Θεὸς μιλοῦσε μέσῳ αὐτοῦ- νὰ λέει: Νὰ λουσθεῖτε, νὰ καθαρισθεῖτε. Νὰ ἀφαιρέσετε τὶς πονηρίες καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη ἀπὸ τὶς καρδιές σας, ὥστε νὰ εἶσθε καθαροὶ ἐνώπιόν μου. Νὰ μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό. Καὶ ἂν οἱ ψυχές σας εἶναι κόκκινες, θὰ τὶς λευκάνω σὰν τὸ χιόνι. Κι ἂν θελήσετε νὰ μὲ ἀκούσετε, θὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ἐγὼ ὁ πόρνος -λέει- μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ προφήτη ἔνιωσα κατάνυξη στὴν ψυχή. Στέναξα μέσα μου καὶ εἶπα στὸν Θεό: Σὺ εἶσαι ὁ Θεός, ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο νὰ σώσεις τοὺς ἁμαρτωλούς. Αὐτὰ ποὺ τώρα ὑποσχέθηκες μὲ τὸν προφήτη σου, αὐτὰ πραγματοποίησέ τα σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο. Νά, ἀπὸ τώρα σοῦ δίνω τὸν λόγο μου κι ἔρχομαι σὲ συμφωνία μαζί σου, καὶ μὲ τὴν καρδιά μου σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δὲν θὰ κάνω πλέον κάτι ἀπὸ αὐτὰ τὰ κακά. Ἐγκαταλείπω κάθε παρανομία καὶ ἀπὸ τώρα ὑπηρετῶ ἐσένα μὲ καθαρὴ συνείδηση. Σήμερα, Κύριέ μου, καὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὥρα δέξαι με μετανοημένο, πεσμένο στὰ πόδια σου καὶ ἀποφασισμένο ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ ἀπέχω ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Μὲ αὐτὲς τὶς συμφωνίες -λέει- ἔφυγα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία παίρνοντας μέσα στὴν ψυχή μου τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πράξω πιὰ τίποτε τὸ κακὸ ἀπέναντι στὸν Θεό». Ὅλοι ὅσοι τὰ ἄκουσαν αὐτά, μὲ μιὰ φωνὴ ἔψαλλαν δυνατὰ στὸν Θεό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Λοιπόν, χριστιανοί, καθὼς ξέρουμε ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὶς ἀποκαλύψεις πόση ἀγαθότητα ἔχει ὁ Θεὸς σὲ ὅσους καταφεύγουν μὲ εἰλικρίνεια σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ διορθώνουν μὲ μετάνοια τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματα, καὶ ὅτι δίνει πάλι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ, χωρὶς νὰ τιμωρεῖ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες, ἐμεῖς ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως δηλαδὴ ὑποσχέθηκε μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα ὅτι θὰ πλύνει ὅσους ἔχουν βρεθεῖ στὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅτι θὰ τοὺς λευκάνει σὰν μαλλὶ καὶ χιόνι, καὶ ὅτι θὰ τοὺς κάνει ἄξιους γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἔτσι πάλι μὲ τὸν ἅγιο προφήτη Ἰεζεκιὴλ ὁρκίζεται ὅτι δὲν θὰ μᾶς καταστρέψει. Γιατί, λέει ἡ προφητεία: «Ζῶ ἐγὼ -διαβεβαιώνει ὁ Κύριος- καὶ δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὥσπου νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ἔχει ζωή». 32. Κάποτε ὁ Ζαχαρίας, μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σιλουανοῦ, μπῆκε στὸ κελὶ καὶ βρῆκε τὸν ἀββᾶ σὲ ἔκσταση, καὶ τὰ χέρια του ὑψωμένα στὸν οὐρανό. Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ βγῆκε. Ξανὰ πῆγε στὶς δώδεκα καὶ στὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι καὶ τὸν βρῆκε στὴν ἴδια στάση. Κατὰ τὶς τέσσερις χτύπησε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε. Τὸν βρῆκε νὰ ἡσυχάζει. Τὸν ρωτᾷ: «Πάτερ, τί ἔχεις σήμερα;» «Ἀδιαθέτησα σήμερα, παιδί μου» ἀπάντησε. Ἐκεῖνος ὅμως ἀγκάλιασε τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε; «Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μοῦ πεῖς τί εἶδες». Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Ἐγὼ ἁρπάχτηκα στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδα τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ στεκόμουν ὡς πρὶν ἀπὸ λίγο, καὶ τώρα γύρισα». 38. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες εἶπε ὅτι οἱ μοναχοὶ τρία πράγματα τιμοῦν ἰδιαίτερα, ποὺ κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ πλησιάζουμε μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ χαρὰ πνευματική. Αὐτὰ εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἡ τράπεζα τῶν ἀδελφῶν καὶ ὁ νιπτῆρας τους. Ἔφερε καὶ ἀνάλογο παράδειγμα: Ἕνας Γέροντας, μεγάλος διορατικός, μιὰ μέρα ἦταν μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀδελφούς. Τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ ἔτρωγαν, ὁ Γέροντας καθισμένος στὸ τραπέζι πρόσεχε μὲ τὸ πνεῦμα του, κι ἔβλεπε ἄλλους νὰ τρῶνε μέλι, ἄλλους ψωμί, ἄλλους κόπρο. Ἀποροῦσε μέσα του, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεό: «Κύριε, φανέρωσέ μου αὐτὸ τὸ μυστηριῶδες πρᾶγμα, ὅτι οἱ ἴδιες τροφὲς εἶναι μπροστὰ σὲ ὅλους πάνω στὸ τραπέζι, ὅμως τὴν ὥρα ποὺ τρῶνε φαίνονται τόσο ἀλλαγμένες, ὥστε ἄλλοι τρῶνε μέλι, ἄλλοι ψωμὶ καὶ ἄλλοι κόπρο». Ἦρθε φωνὴ ἀπὸ ψηλὰ ποὺ ἔλεγε: «Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ μέλι εἶναι ὅσοι μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ πνευματικὴ χαρὰ κάθονται στὸ τραπέζι, καὶ ἡ προσευχή τους εἶναι ἀκατάπαυστη, ἔτσι ἡ εὐχή τους σὰν θυμίαμα ἀνεβαίνει στὸν Θεό, γι᾿ αὐτὸ καὶ τρῶνε μέλι. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ ψωμὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εὐχαριστοῦν γιὰ τὸ ὅτι τρῶνε αὐτὰ ποὺ δωρίζει ὁ Θεός. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὴν κόπρο εἶναι ὅσοι γογγύζουν καὶ λένε: Αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ κεῖνο σάπιο. Δὲν πρέπει ἔτσι νὰ σκέφτεται κανείς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑμνολογεῖ, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ ρητό: «Εἴτε τρῶτε εἴτε πίνετε εἴτε κάτι ἄλλο κάνετε, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ». 41. Ἕνας Γέροντας εἶπε: Αὐτὸ λέει ἡ Γραφὴ γιὰ τὶς δυὸ καὶ τρεῖς ἁμαρτίες τῆς Τύρου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τέσσερις δὲν θὰ στρέψω ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό μου. Δηλαδὴ τέσσερα εἶναι τὰ στάδια τῆς ἁμαρτίας: τὸ νὰ ἔρθει τὸ κακὸ στὸν νοῦ, τὸ νὰ δώσεις τὴ συγκατάθεση στὸν λογισμὸ καὶ τὸ νὰ συζητᾷς μαζί του, τὸ τέταρτο εἶναι τὸ νὰ ἐκτελέσεις τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ ἀποστραφῶ ἐκεῖνον ποὺ μετανοεῖ, λέει ὁ ΣΚύριος. 46. Ἕνας Γέροντας κάποτε πῆρε τὸ χάρισμα νὰ βλέπει ὅσα γίνονται. Ἔλεγε: «Εἶδα ἀδελφὸ νὰ μελετάει στὸ κελί του, καὶ νά, ἕνας δαίμονας ἦρθε καὶ στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί. Ὅσο ὁ ἀδελφὸς μελετοῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ μέσα. Μόλις ὅμως σταματοῦσε τὴ μελέτη, τότε ὁ δαίμονας ἔμπαινε στὸ κελί του καὶ τοῦ ἔφερνε πόλεμο». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ´ Περὶ σημειοφόρων 4. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δουλᾶς, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Βησαρίωνα: Καθὼς βαδίζαμε κάποτε στὰ ἀμμώδη ὑψώματα δίπλα ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίψασα καὶ εἶπα στὸν ἀββᾶ Βησαρίωνα: «Ἀββᾶ, διψῶ πολύ». Καὶ ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἔκαμε εὐχή, μοῦ εἶπε: «Πιὲς ἀπ᾿ τὴ θάλασσα». Κι ἔγινε γλυκὸ τὸ νερὸ καὶ ἤπια. Ὡστόσο ὅμως ἐγὼ γέμισα καὶ τὸ δοχεῖο μου, μὴ τυχὸν διψάσω παρακάτω. Καὶ μόλις μὲ εἶδε ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: «Γιατί γέμισες νερό;» «Συγχώρησέ με, τοῦ ἀπάντησα, μὴ τυχὸν διψάσω παραπέρα». Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντα: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ καὶ παντοῦ εἶναι ὁ Θεός». 6. Κάποια ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς πηγαίναμε σὲ κάποιον Γέροντα, πῆγε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψει. Προσευχήθηκε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος ὥσπου νὰ φτάσω στὸν δοῦλο σου». Κι ἔγινε ἔτσι. 13. Κάποια γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο τοῦ μαστοῦ, καθὼς ἄκουσε σχετικὰ μὲ τὸν ἀββᾶ Λογγῖνο, ζήτησε νὰ τὸν συναντήσει. Ἀσκήτευε ἐκεῖνος στὸ Ἔνατο τῆς Ἀλεξάνδρειας. Καθὼς τὸν ἀναζητοῦσε ἡ γυναῖκα, συμπτωματικὰ ὁ μακαριστὸς ἐκεῖνος μάζευε ξύλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Μόλις τὸν συνάντησε τοῦ εἶπε: «Ἀββᾶ, ποῦ μένει ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ;» χωρὶς νὰ βάλει μὲ τὸ νοῦ της ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Τί τὸν θέλεις ἐκεῖνον τὸν ἀπατεῶνα; Καθόλου μὴν πᾶς σ᾿ αὐτόν, γιατὶ εἶναι κατεργάρης. Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχεις;» Ἡ γυναῖκα τότε ἔδειξε τὸ πάθος της κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ μέρος ποὺ ἔπασχε, τὴν ἄφησε νὰ φύγει λέγοντάς της: «Πήγαινε καὶ θὰ σὲ θεραπεύσει ὁ Θεός, γιατὶ ὁ Λογγῖνος σὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σὲ ὠφελήσει». Ἔφυγε ἡ γυναῖκα, ἀφοῦ πίστεψε στὸν λόγο του καὶ θεραπεύτηκε ἀμέσως. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ διηγήθηκε σὲ κάποιους τὴν ὑπόθεση καὶ ἀνέφερε τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Γέροντα, διαπίστωσε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος. 14. Ἄλλοτε πάλι τοῦ ῾φεραν κάποιο ἕναν δαιμονισμένο κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Σὰν τί θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω, πάτε καλύτερα στὸν ἀββᾶ Ζήνωνα». Ἀργότερα ὁ ἀββᾶς Ζήνων ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει τὸν δαίμονα προσπαθώντας νὰ τὸν διώξει. Κι ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ δαιμόνιο: «Καὶ τί νομίζεις, ἀββᾶ Ζήνων, ὅτι ἐξαιτίας σου φεύγω; Νά, ἐκεῖ προσεύχεται ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, παρακαλώντας τὸν Θεὸ ἐναντίον μου καὶ ἐπειδὴ φοβᾶμαι τὶς προσευχές του βγαίνω, ἐσένα οὔτε ποὺ σοῦ ἔδινα σημασία». 15. Ἄλλοτε πάλι μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶχε στὸ χέρι της ἀρρώστια ποὺ δὲν θεραπευόταν, πῆγε μαζὶ μὲ μιὰ ἄλλη γυναῖκα ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί του, πρὸς τὸ βορινὸ παράθυρο καὶ τὸν ἔβλεπε ἐκεῖ ποὺ καθόταν καὶ ἐργαζόταν. Καὶ τὴ μάλωνε λέγοντας: «Φύγε ἀπὸ δῶ, γυναῖκα». Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἔμενε ἐκεῖ κοιτάζοντάς τον δίχως νὰ μιλάει, γιατὶ φοβόταν. Κατάλαβε ὅμως ὁ Γέροντας τί εἶχε, ἀπὸ πληροφορία ποὺ τοῦ ᾿δῶσε ὁ Θεός. Σηκώνεται λοιπὸν καὶ κλείνοντας τὸ παράθυρο μπροστά της, τῆς εἶπε: «Φύγε, δὲν ἔχεις τίποτε τὸ κακό». Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύτηκε ἡ γυναῖκα. 16. Ἄλλοτε πάλι πῆγε σ᾿ αὐτὸν κάποιος μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συναντήσει. Καὶ πῆρε τὸ κουκοῦλι τοῦ Γέροντα καὶ καθὼς πῆγε σὲ κάποιον ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο, μόλις ἀκούμπησε τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπεῖ, ἔβγαλε κραυγὴ ὁ δαιμονισμένος λέγοντας: «Τί μοῦ ἔφερες ἐδῶ τὸν Λογγῖνο γιὰ νὰ μὲ διώξει;» Καὶ ἀμέσως, τὴν ἴδια στιγμή, βγῆκε τὸ δαιμόνιο ἀπ᾿ αὐτόν. 24. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα ὅτι εἶχε μία θυγατέρα παρθένο, εὐλαβῆ σὰν τὸν πατέρα της, μὲ τὸ ὄνομα Εἰρήνη. Ἕνας γνωστὸς αὐτῆς τῆς ἔδωσε ἕνα πολύτιμο κόσμημα νὰ τοῦ τὸ φυλάξει. Κι αὐτὴ γιὰ νὰ τὸ ἀσφαλίσει καλύτερα, ἔκρυψε τὸ θησαυρὸ στὴ γῆ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἡ παρθένος. Πέρασε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ παρουσιάζεται αὐτὸς ποὺ εἶχε δῶσε τὸν θησαυρό. Μὴ βρίσκοντας τὴν θυγατέρα του, τὰ ἔβαλε μὲ τὸν πατέρα της, τὸν ἀββᾶ Σπυρίδωνα, ἄλλοτε ἀπειλώντας τον καὶ ἄλλοτε παρακαλώντας τον. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς συμφορὰ τὴ ζημιὰ ποὺ ἔπαθε αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὸν θησαυρό, ἦρθε στὸν τάφο τῆς θυγατέρας του καὶ ζητοῦσε ἀπ᾿ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει πρόωρα τὴν ἀνάσταση ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καὶ νὰ ποὺ δὲν διαψεύδεται, γιατὶ ἐμφανίζεται ἀμέσως ζωντανὴ ἡ παρθένος στὸν πατέρα της καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε τὸν τόπο, ὅπου βρισκόταν τὸ κόσμημα, ἔφυγε πίσω πάλι. Ἔτσι πῆρε ὁ Γέροντας τὸν θησαυρὸ καὶ τὸν ἔδωσε. 30. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι τὸ κελί του ἦταν φωτεινὸ σὰν τὴν ἡμέρα. Καὶ ὅπως διάβαζε καὶ ἐργαζόταν τὴν ἡμέρα, ἔτσι γινόταν καὶ τὴ νύχτα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ´ Σχετικά με τὴν ἐνάρετη ζωὴ 1. Κάποια φορὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος προσευχόταν στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Ἀντώνιε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὸ μέτρο τοῦ τάδε τσαγκάρη ποὺ ζεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια». Σηκώθηκε τὸ πρωί, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του καὶ πῆγε νὰ τὸν βρεῖ. Ἔφθασε σὲ κεῖνο τὸ μέρος καὶ μπῆκε στὸ ἐργαστήριό του. Ἐκεῖνος ὅταν τὸν εἶδε ταράχτηκε. Τοῦ λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας: «Μίλησέ μου γιὰ τὶς πράξεις σου». Ὁ τσαγκάρης εἶπε: «Δὲν ξέρω νὰ ἔχω κάνει ποτὲ κάτι καλό, παρὰ μόνο, μόλις σηκωθῶ τὸ πρωὶ νὰ καθίσω στὸ ἐργόχειρό μου, λέω ὅτι ὁλόκληρη ἡ πόλη αὐτή, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο, μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἐνάρετες πράξεις τους καὶ ὅτι μόνο ἐγὼ κληρονομῶ τὴν κόλαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Τὸ βράδυ πάλι λέω τὰ ἴδια λόγια, πρὶν κοιμηθῶ». Τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἀληθινά, σὰν καλὸς χρυσοχόος, ἐνῷ κάθεσαι στὸ σπίτι, ἀναπαυτικὰ κληρονόμησες τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐγὼ ὅλο μου τὸν χρόνο τὸν περνῶ στὴν ἔρημο, ὅμως, καθὼς δὲν ἔχω διάκριση, δὲν σὲ ἔφθασα». 5. Κάποτε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ὁ ἀββᾶς Μακάριος στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Μακάριε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὰ μέτρα τῶν τάδε γυναικῶν αὐτῆς ἐδῶ τῆς πόλης». Τὸ πρωὶ ὁ Γέροντας σηκώθηκε, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του κι ἄρχισε νὰ ὁδοιπορεῖ γιὰ τὴν πόλη. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη καὶ βρῆκε τὸ σπίτι, χτύπησε τὴν πόρτα. Βγῆκε ἡ μία καὶ τὸν ὑποδέχτηκε στὸ σπίτι. Ἀφοῦ κάθισε γιὰ λίγο, ἦρθε καὶ ἡ ἄλλη. Τὶς κάλεσε, κι ἐκεῖνες ἦρθαν καὶ κάθισαν μαζί του. Τὶς λέει ὁ Γέροντας: «Γιὰ σᾶς ἔκανα τόση πορεία καὶ ὑπέμεινα τόσο κόπο, ὥσπου νὰ φτάσω ἀπὸ τὴν ἔρημο. Πέστε μου λοιπὸν τὴν ἐργασία σας, ποιὰ εἶναι;» «Πάτερ -τοῦ λένε- πίστεψέ μας, δὲν εἴμαστε ἡ καθεμιά μας ἔξω ἀπὸ τὴν κλίνη τοῦ ἄνδρα της μέχρι σήμερα. Ποιὰ ἐργασία λοιπὸν ζητᾷς ἀπὸ μᾶς;» Ὁ Γέροντας ἔβαλε μετάνοια καὶ τὶς παρακαλοῦσε: «Φανερῶστε μου τὸ ἔργο σάς». Τότε τοῦ λένε: «Ἐμεῖς κατὰ κόσμον εἴμαστε ξένες μεταξύ μας. Ἔτυχε ὅμως νὰ παντρευτοῦμε δυὸ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ὡς σήμερα κατοικοῦμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν ξέρουμε νὰ φιλονικήσαμε ποτὲ ἢ νὰ ἀναφερθήκαμε σὲ αἰσχρὰ πράγματα. Μάλιστα, ἦρθε στὸ λογισμό μας νὰ ἀφήσουμε τοὺς ἄνδρες μας καὶ νὰ μποῦμε στὸ τάγμα τῶν μοναχῶν. Πολὺ παρακαλέσαμε τοὺς ἄνδρες μας νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ φύγουμε, ἀλλὰ δὲν τοὺς πείσαμε. Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν πετύχαμε αὐτὸν τὸν σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό, μέχρι τὸν θάνατό μας νὰ μὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα μας κανένας κοσμικὸς λόγος». Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, εἶπε: «Ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει παρθένα ἢ παντρεμένη ἢ μοναχὸς ἢ κοσμικός, ὁ Θεὸς τὴν πρόθεση ζητάει καὶ δίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ὅλους». 6. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ὅτι ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε, ἔκανε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικεῖ μέσα του. 7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας ἔγιναν ἀνδρεῖοι στὴν ἄσκηση, ἀλλὰ στὴ λεπτότητα τῶν λογισμῶν ἐλάχιστοι». 8. Ὁ ἴδιος εἶπε: «Τρεῖς σωματικὲς πράξεις εἴδαμε στὸν ἀββᾶ Παμβώ: Ἀσιτία κάθε μέρα ὡς τὸ βράδυ, σιωπὴ καὶ ἐργόχειρο». 9. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἂν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες καὶ μιλοῦσαν γιὰ ἀββάδες ἢ ἀνέφεραν τὸ ὄνομα τοῦ ἀββᾶ Σισώη, τοὺς ἔλεγε: «Ἀφῆστε τὸν ἀββᾶ Σισώη, τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν ξεπερνοῦν κάθε διήγηση». 17. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σαρματᾶ ὅτι πολλὲς φορὲς ἔκανε ἄσκηση ἐπὶ σαράντα ἡμέρες σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα, καὶ περνοῦσαν οἱ μέρες σὰν ἕνα τίποτε γι᾿ αὐτόν. Ἦρθε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν καὶ τοῦ λέει: «Πές μου τί ἔχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο». Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Τίποτε περισσότερο». Τοῦ λέει πάλι ὁ ἀββᾶς: «Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μοῦ πεῖς». Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἕνα μόνο εἶδα, ὅτι ἂν πῶ στὸν ὕπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Καὶ ἂν πῶ «ἔλα», ἔρχεται». 20. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ὢρ ὅτι οὔτε ποτὲ εἶπε ψέματα οὔτε ὁρκίστηκε οὔτε ἔδωσε κατάρα σὲ ἄνθρωπο οὔτε μίλησε χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀνάγκη. 21. Ὁ ἴδιος ὁ ἀββᾶς Ὢρ ἔλεγε στὸν μαθητή του Παῦλο: «Πρόσεχε νὰ μὴ φέρεις ποτὲ σ᾿ αὐτὸ τὸ κελὶ ἀνάρμοστα λόγια». 22. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ὢρ καὶ τὸν ἀββᾶ Θεόδωρο ὅτι συνήθιζαν ἀδιάκοπα νὰ βάζουν ἀρχὴ γιὰ κάθε καλὸ καὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό. 31. Δυὸ ἄνθρωποι συμφώνησαν καὶ ἔγιναν ἀσκητές. Ἔκαναν μεγάλη ἄσκηση κι ἔζησαν ἐνάρετη ζωή. Ὁ ἕνας συνέβη νὰ γίνει ἡγούμενος κοινοβίου. Ὁ ἄλλος παρέμεινε ἀναχωρητὴς καὶ φτάνοντας στὴν τελειότητα τῆς ἀσκήσεως, ἔκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, καὶ ἀρρώστους θεράπευε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ ἀσκητὴς ἔγινε κοινοβιάρχης, ὅταν ἄκουσε ὅτι τόσα χαρίσματα ἀξιώθηκε νὰ πάρει ὁ συνασκητής του, ἀπομονώθηκε γιὰ τρεῖς βδομάδες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσευχήθηκε ἐκτενῶς στὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει «πῶς ἐκεῖνος κάνει θαύματα κι ἔχει γίνει περιβόητος σ᾿ ὅλους, ἐγὼ ὅμως σὲ τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν μετέχω». Παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ λέει: «Ἐκεῖνος τὴν πνευματικὴ ἐργασία του μέσα στὸ κελὶ τὴν κάνει μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα, πεινώντας καὶ διψώντας γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἐσὺ καθὼς μεριμνᾷς γιὰ πολλά, ἔχεις τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πολλούς, ἔ, σοῦ φτάνει ἡ παρηγοριὰ τῶν ἀνθρώπων». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ´ Διάλογος ἁγίων Γερόντων μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις 1. Πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ μοναχὸς στὸ κελί; Ἀπόκριση: Νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γνώση τῶν πολλῶν πραγμάτων, ὥστε, καθὼς ὁ λογισμὸς μένει ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ διάφορα, νὰ κατοικήσει ἡ γνώση τοῦ Κυρίου. 2. Ἐρώτηση: Τί εἶναι ὁ μοναχός; Ἀπόκριση: Ὁ μοναχὸς εἶναι σὰν τὴν περιστερά. Ὅπως ἡ περιστερὰ βγαίνει στὸν ἀέρα τὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ τινάξει τὰ φτερά της, κι ἂν καθυστερήσει ἔξω ἀπὸ τὴ φωλιά, δέχεται χτυπήματα ἀπὸ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ χάνει τὴν ὀμορφιά της, ἔτσι καὶ ὁ μοναχός, βγαίνει τὴν ὥρα τῆς σύναξης νὰ ξετινάξει τοὺς λογισμούς του, κι ἂν ἀργοπορήσει ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί, ραπίζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ σκοτεινιάζουν οἱ λογισμοί του. 3. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὸ λογισμὸ ὁ διάβολος βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τὸν μοναχό; Ἀπάντηση: Ὁ διάβολος εἶναι σὰν τὸν γητευτὴ τῶν φιδιῶν. Ὅπως ὁ γητευτὴς μὲ μαγευτικὰ λόγια κάνει τὸ φίδι νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ φωλιὰ καὶ ἀφοῦ τὸ πιάσει, τὸ πάει καὶ τὸ ρίχνει στὶς πλατεῖες τῆς πόλης καὶ τὸ ἀφήνει ἐκεῖ νὰ τὸ περιπαίζουν οἱ ἄνθρωποι, κι ὅταν γεράσει πολὺ μαζί του, ὕστερα ἢ τὸ θανατώνει στὴ φωτιὰ ἢ τὸ πνίγει στὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς τὰ ἴδια παθαίνει, ὅταν παρασύρεται ἀπ᾿ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐγκαταλείπει τὸ κελί του. 7. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ γίνεται τὸ ἔργο τῆς ψαλμῳδίας καὶ ποιὸ νὰ εἶναι τὸ μέτρο τῆς νηστείας; Ἀπάντηση: Τίποτε παραπάνω ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁρισθεῖ. Γιατὶ πολλοὶ θέλοντας τὸ παραπάνω, ὕστερα οὔτε τὸ λίγο μπόρεσαν νὰ ἐκτελέσουν. 9. Ἐρώτηση: Ἂν μὲ σκανδαλίσει ὁ ἀδελφός, μὲ συμβουλεύεις νὰ τοῦ βάλω μετάνοια; Ἀπάντηση: Βάλε του μετάνοια καὶ ξέκοψε ἀπ᾿ αὐτόν. Ἔχουμε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο ποὺ λέει: Μὲ ὅλους νὰ ἔχεις ἀγάπη κι ἀπ᾿ ὅλους νὰ βρίσκεσαι σὲ ἀπόσταση. 10. Ἐρώτηση: Τί σημασία ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ νὰ προσφέρει εὐχαριστήριο δῶρο στὴν ἐκκλησία; Ἀπάντηση: Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι θησαυρὸς φυλαγμένος μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅ,τι βάζεις ἐδῶ, ἀμέσως πηγαίνει ἐπάνω. 11. Ἐρώτηση: Ἔχω ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸν Θεό. Ἀπάντηση: Ἂν σὲ ὥρα δύσκολη ὑπομείνει κανεὶς τὸν πλησίον, αὐτὸ εἶναι ἴσο με τὸ καμίνι τῶν τριῶν Παίδων. 12. Ἐρώτηση: Γιατί ἡ πορνεία ἐνοχλεῖ τὸν ἄνθρωπο; Ἀπάντηση: Ἐπειδὴ ὁ διάβολος γνωρίζει ὅτι ἡ πορνεία μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καθὼς ἀκούει τὸν Κύριο ποὺ λέει: «Δὲν θὰ παραμείνει τὸ Πνεῦμα μου σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι σάρκες». (Ἐρώτηση ἑνὸς νέου σὲ κάποιο Θηβαῖο Γέροντα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ κάνει τὴν πνευματικὴ ἐργασία στὸ κελί). 13. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ «ἡσυχάζει» κανεὶς στὸ κελί; Ἀπάντηση: Ὅταν κάνει τὴν ἄσκηση στὸ κελί, διόλου νὰ μὴ θυμᾶται ἄνθρωπο. 14. Ἐρώτηση: Ποιὰ ἐργασία ὀφείλει ἡ καρδιὰ νὰ κάνει, γιὰ νὰ εἶναι στραμμένος ὁ μοναχὸς στὸν ἑαυτό του; Ἀπάντηση: Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἐργασία τοῦ μοναχοῦ, τὸ νὰ ἔχει πάντοτε στραμμένη τὴν προσοχὴ στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ περισπᾶται ὁ νοῦς. 15. Ἐρώτηση: Πῶς ὀφείλει νὰ διώχνει ὁ νοῦς τοὺς πονηροὺς λογισμούς; Ἀπάντηση: Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον ἀπὸ μόνος του νὰ τὸ κάνει αὐτὸ οὔτε ἔχει τέτοια δύναμη. Ἀλλὰ κι ἂν ἡ ψυχὴ πέσει σὲ λογισμούς, ἀμέσως ὀφείλει νὰ καταφύγει σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔπλασε ἱκετεύοντάς τον, καὶ κεῖνος τοὺς διαλύει σὰν κερί. Γιατὶ ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει. 18. Ἐρώτηση: Λοιπόν, μὲ ποιὰ τέχνη καταφεύγει ὁ λογισμὸς στὸν Θεό; Ἀπάντηση: Ἂν σοῦ ἔρθει λογισμὸς πορνείας, ἀμέσως τράβηξε ἀπὸ κεῖ τὸν νοῦ καὶ φέρτον ψηλὰ μὲ βιασύνη. Μὴν ἀργοπορήσεις, γιατὶ ἡ ἀργοπορία ἰσοδυναμεῖ μὲ συγκατάθεση. 19. Ἐρώτηση: Ἂν ἔρθει λογισμὸς κενοδοξίας ὅτι κατόρθωσες ἀρετή, δὲν ὀφείλει νὰ τὸν ἀντικρούσει ὁ λογισμός; Ἀπάντηση: Ὁποιαδήποτε ὥρα κανεὶς ἀντιλέγει στὸν λογισμό, ἀμέσως ὁ λογισμὸς γίνεται πιὸ ἰσχυρὸς καὶ πιὸ ὁρμητικός, ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀντιλογία του βρίσκεται σὲ πλεονεκτικότερη θέση ἀπὸ σένα. Ἐπιπλέον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν σὲ βοηθάει καὶ τόσο, γιατὶ παρουσιάζεσαι σὰν νὰ καυχιέσαι, ὅτι δηλαδὴ μπορῶ ἐγὼ νὰ τὰ βγάλω πέρα μὲ τὰ πάθη. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματικὸ πατέρα, στὸν πατέρα τὰ ἀναθέτει καὶ εἶναι ἀμέριμνος γιὰ ὅλα καὶ οὔτε νοιάζεται πιὰ τί λόγο θὰ δώσει καὶ στὸν Θεό, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ ἔχει καθόλου φροντίδα γιὰ τὸν λογισμὸ ἢ νὰ ἀντιπαραταχθεῖ στὸν λογισμὸ ἢ γενικὰ νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ μπεῖ μέσα του. Ἂν γίνει καὶ μπεῖ, σύρε τον πάνω στὸν Πατέρα σου καὶ πὲς στὸ λογισμό: «Ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε μὲ σένα, νὰ ὁ Πατέρας μου, αὐτὸς ξέρει». Κι ἐπίμονα τράβα τον ἐπάνω, ὁπότε σ᾿ ἀφήνει στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ φεύγει, γιατὶ δὲν μπορεῖ να ᾿ρθεῖ μαζί σου σὲ Ἐκεῖνον οὔτε νὰ σταθεῖ μπροστά Του. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἐργασία ἀνώτερη καὶ πιὸ ἀμέριμνη δὲν ὑπάρχει σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. 28. Ἐρώτηση: Πῶς μπορεῖ κανεὶς πάντοτε νὰ προσεύχεται; Γιατὶ τὸ σῶμα παρουσιάζει ἀδυναμία προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ. Ἀπάντηση: Προσευχὴ δὲν λέγεται μόνο τὸ νὰ στέκεται κανεὶς τὴν συγκεκριμένη ὥρα προσευχῆς καὶ νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε. 29. Ἐρώτηση: Πῶς πάντοτε; Ἀπάντηση: Εἴτε τρῷς εἴτε πίνεις εἴτε περπατᾷς σὲ δρόμο εἴτε κάποιο ἔργο κάνεις, νὰ μὴν ἀφήνεις τὴν προσευχή. 30. Ἐρώτηση: Ἂν ἕνας συνομιλεῖ μὲ κάποιον, πῶς μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε; Ἀπάντηση: Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος, μὲ κάθε προσευχὴ καὶ δέηση. Ἔτσι, ὅταν δὲν εἶσαι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖς, καθὼς συναναστρέφεσαι μὲ ἄλλον, νὰ προσεύχεσαι μὲ δέηση. 31. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὰ προσευχὴ ὀφείλει νὰ προσεύχεται κανείς; Ἀπάντηση: Νὰ λέει τὸ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κ.λπ. 32. Ἐρώτηση: Πόσο μέτρο ὀφείλει νὰ ἔχει ἡ προσευχή; Ἀπάντηση: Δὲν ὅρισε μέτρο. Ἐφόσον εἶπε πάντοτε καὶ χωρὶς διακοπὴ νὰ προσεύχεστε, δὲν ἔχει μέτρο. Ἔλεγε ἀκόμη κι αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὰ κατορθώσει αὐτά, ὀφείλει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ τοὺς βλέπει ὡς ἕναν καὶ νὰ μὴν καταλαλεῖ. Ἀποφθέγματα αὐτῶν ποὺ γήρασαν στὴν ἄσκηση, ἀποφθέγματα ποὺ δηλώνουν σὲ περιληπτικὴ ἔκθεση τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς τους 36. Ἔλεγε (ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας) πάλι ὅτι, ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ δείξει τὸ ἔλεός Του σὲ μιὰ ψυχὴ κι αὐτὴ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν κανονικὴ πορεία καὶ δὲν δέχεται, ἀλλὰ κάνει τὸ θέλημά της, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πάθει ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλει, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ Τὸν ἐπιζητήσει. 38. Τὸν ἴδιον τὸν ρώτησαν τί εἶναι φιλαργυρία καὶ ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι στὸν Θεὸ ὅτι ἔχει τὴ φροντίδα σου, νὰ μὴν ἐλπίζεις ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θέλεις νὰ φαίνεσαι σπουδαῖος». 39. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι καταλαλιὰ κι ἀποκρίθηκε: «Τὸ νὰ ἀγνοεῖ κανεὶς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φθονεῖ τὸν πλησίον του». 40. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι ἡ ὀργὴ καὶ ἀπάντησε: «Φιλονικία, ψέμα καὶ ἔλλειψη γνώσης». 41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας, ὁ διακονητής: «Τί δύναμη ἔχει ἡ ἁμαρτία, ὅπου ὑπάρχει μετάνοια; Καὶ τί ὠφελεῖ ἡ ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὑπερηφάνεια;» 42. Εἶπε πάλι: «Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸν νοῦ τους στραμμένο ἢ στὶς ἁμαρτίες ἢ στὸν Ἰησοῦ ἢ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους». 43. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος: «Πολλοὶ στὴν ἐποχή μας διάλεξαν τὴν ἀνάπαυση, προτοῦ τοὺς τὴν δώσει ὁ Θεός». 47. Ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος εἶπε: «Δὲν θέλησα ποτὲ νὰ πῶ ἢ νὰ ἀκούσω λόγο κοσμικό». 48. Ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀκάκιο: «Ἡ γυναῖκα τότε καταλαβαίνει ὅτι ἔχει συλλάβει, ὅταν σταματήσει τὸ αἷμα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τότε ξέρει ὅτι ἔχει συλλάβει Πνεῦμα Ἅγιο, ὅταν σταματήσουν τὰ πάθη τὰ χαμηλὰ ποὺ ρέουν ἀπ᾿ αὐτήν. Ὅσο καιρὸ περιπλέκεται σ᾿ αὐτά, πῶς μπορεῖ νὰ ὑπερηφανεύεται σὰν νὰ εἶναι τάχα ἀπαθής; Δῶσε αἷμα καὶ πᾶρε Πνεῦμα». 49. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε ὅτι τὸ θέλημα καὶ ἡ ἀνάπαυση καί, προπαντός, ἡ συνήθεια σ᾿ αὐτά, ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση. 55. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε: «Ἂς πηγαίνουμε πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ». 58. Εἶπε πάλι ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ἀπουσία τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ φόβου φέρνουν τὴν ἁμαρτία. 59. Κάποιος Γέροντας εἶπε: «Ἄνθρωπε, ἂν θέλεις νὰ ζήσεις σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς βοηθὸ τὸν Νομοθέτη». 60. Εἶπε πάλι: «Ἂν ἑκούσια θελήσεις νὰ παρακούσεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς τὸν διάβολο νὰ σὲ βοηθάει στὴν πτώση». 61. Εἶπε Γέροντας: «Ἡ ἀμεριμνησία, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἐσωτερικὴ μελέτη γεννοῦν τὴν ἁγνότητα». 62. Εἶπε Γέροντας: «Ἡ μέλισσα ὅπου πηγαίνει, κάνει μέλι. Ἔτσι κι ὁ μοναχὸς ὅπου πηγαίνει, τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται». 63. Εἶπε πάλι ὅτι ὁ Σατανᾶς πλέκει σχοινιά, ὅσο ἐσὺ τοῦ δίνεις λουρίδες αὐτὸς πλέκει. Αὐτὸ τὸ εἶπε γιὰ τοὺς λογισμούς. 64. Εἶπε Γέροντας: «Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς θέλει νὰ πάει νὰ συναντήσει ἕναν ἀδελφό, ὁ δαίμονας τῆς κατακρίσεως ἢ πηγαίνει πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἐκεῖ ἢ ἔρχεται μαζί του στὸν ἀδελφό». 65. Εἶπε Γέροντας: «Τὸν τεμπέλη καὶ τὸν ἀκαμάτη δὲν τοὺς θέλει ὁ Θεός». 66. Ἄλλος Γέροντας εἶπε: «Δῶσε διάθεση καὶ θὰ πάρεις δύναμη». 67. Ἄλλος εἶπε: «Ἡ ἀχαριστία μεσιτεύει γιὰ χάρη τῆς ἀδυναμίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». 68. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ὅπως ὁ κασσίτερος ἀφοῦ μαυρίσει, πάλι γίνεται λαμπερός, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, κι ἂν μαυρίζουν, καθὼς ἁμαρτάνουν, πάλι λαμπρύνονται, ὅταν μετανοοῦν, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ πίστη παρομοιάστηκε μὲ κασσίτερο». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ´ Γιὰ τοὺς δώδεκα ἀναχωρητὲς 1. Δώδεκα ἀναχωρητὲς ἅγιοι, σοφοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε καὶ ζήτησαν νὰ ὁμολογήσει ὁ καθένας ὅσα κατόρθωσε στὸ κελί του καὶ ποιὰ ἦταν ἡ πνευματική του ἄσκηση. Ὁ πρῶτος, ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, εἶπε: «Ἀδελφοί, ἐγὼ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισα νὰ ζῶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ σταύρωσα ὅλο τὸν ἑαυτό μου ἀπέναντι στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἔχοντας στὸν νοῦ μου αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: Νὰ σπάσουμε τοὺς δεσμοὺς ποὺ μᾶς συνδέουν μαζί τους καὶ νὰ ρίξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους. Ἔτσι, ἔκανα ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα στὴν ψυχή μου καὶ στὰ σωματικὰ πράγματα καὶ ἀναλογίσθηκα ὅτι, ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος δὲν βλέπει αὐτὸν ποὺ στέκεται ἔξω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σὺ μὴ θελήσεις νὰ βλέπεις τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ ἔξω. Ἀλλὰ νὰ ἔχεις στραμμένη τὴν προσοχή σου στὸν ἑαυτό σου, ἀναμένοντας κάθε μέρα μὲ ἐλπίδα τὸν Θεό. Ἔτσι θεωρῶ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες φίδια καὶ ἀπόγονους ἀπὸ ὀχιές, καὶ ὅταν τὶς αἰσθάνομαι νὰ ξεφυτρώνουν στὸ νοῦ μου, τὶς ξηραίνω μὲ φοβέρες καὶ ὀργή. Ἀκόμη, δὲν σταμάτησα ποτὲ νὰ τὰ βάζω μὲ τὸ σῶμα μου καὶ μὲ τὴν ψυχή μου, γιὰ νὰ μὴν ἐκτραποῦν σὲ τίποτε ἀνάρμοστο». Ὁ δεύτερος εἶπε: «Ἐγὼ ἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκα τὸν κόσμο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: Σήμερα ἀναγεννήθηκες, σήμερα ἄρχισες νὰ δουλεύεις στὸν Θεό, σήμερα ἄρχισες νὰ κατοικεῖς ἐδῶ σὰν ξένος. Ἔτσι κάθε μέρα νὰ αἰσθάνεσαι, σὰν ἕνας ξένος καὶ ὅτι αὔριο θὰ φύγεις». Ὁ τρίτος εἶπε: «Ἐγὼ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀνεβαίνω στὸν Κύριό μου, καὶ ἀφοῦ τὸν προσκυνήσω, πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ἔπειτα κατεβαίνοντας προσκυνῶ τοὺς ἀγγέλους του καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ ἱκετέψουν τὸν Θεὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἀφοῦ τὸ κάνω αὐτό, κατεβαίνω στὴν ἄβυσσο καὶ ὅ,τι κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ σχίζουν τὰ ἐνδύματά τους καὶ κλαῖνε καὶ πενθοῦν γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς πατέρες τους, αὐτὸ κάνω κι ἐγώ. Περιπλανιέμαι στοὺς τόπους τῆς κόλασης, βλέπω τὰ δικά μου μέλη (δηλαδὴ τοὺς ἐκεῖ ἄλλους χριστιανούς) νὰ βασανίζονται καὶ κλαίω μ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε». Ὁ τέταρτος εἶπε: «Ἐγὼ ἔτσι νιώθω, σὰν νὰ κάθομαι μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἀπὸ δῶ καὶ πέρα κανέναν συγγενῆ νὰ μὴν ξέρεις, ἀλλὰ πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μ᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ἀναζητᾷς καὶ νὰ μιμεῖσαι τὸν καλὸ τρόπο τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ Μαρία ποὺ καθόταν κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του: «Νὰ γίνετε ἅγιοι, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἅγιος. Νὰ γίνετε σπλαχνικοὶ καὶ τέλειοι, ὅπως ὁ Πατέρας σας εἶναι τέλειος. Νὰ διδαχτεῖτε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά». Ὁ πέμπτος εἶπε: «Ἐγὼ κάθε φορὰ βλέπω ἀγγέλους νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν γιὰ τὴν πρόσκληση τῶν ψυχῶν. Καὶ πάντοτε, περιμένοντας τὸ τέλος μου, λέω: Εἶναι ἕτοιμη ἡ καρδιά μου, Θεέ μου». Ὁ ἕκτος εἶπε: «Ἐγὼ καθὼς κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία στὸ κελί, νομίζω ὅτι ἀκούω ἀπὸ τὸν Κύριο αὐτὰ τὰ λόγια: Νὰ κοπιάστε γιὰ μένα κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, ἀκόμη λίγο νὰ ἀγωνιστεῖτε καὶ θὰ σᾶς δείξω τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα μου. Ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, ἂν εἴσαστε παιδιά μου, σὰν Πατέρα ποὺ παρακαλάει, νὰ αἰσθανθεῖτε γιὰ μένα σεβασμό, ἂν εἶστε ἀδελφοί μου, νὰ μὲ σεβαστεῖτε ὅπως ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ σᾶς. Ἂν εἴσαστε πρόβατά μου, νὰ ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ ποιμένα, ἂν εἶστε δοῦλοι μου, νὰ ἀκολουθήσετε τὰ παθήματα τοῦ δεσπότη σας». Ὁ ἕβδομος εἶπε: «Ἐγὼ αὐτὰ τὰ τρία μελετῶ συνεχῶς καὶ λέω ἀδιάκοπα στὸν ἑαυτό μου: πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, γιὰ νὰ χαίρομαι μὲ τὴν ἐλπίδα, νὰ στηρίζομαι μὲ τὴν πίστη, καὶ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ μὴ λυπήσω ποτὲ κανένα». Ὁ ὄγδοος εἶπε: «Ἐγὼ βλέπω τὸν διάβολο νὰ πετάει ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὅπου κι ἂν πάει, βλέπω μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια, καὶ ἀναφέρομαι ἱκετευτικὰ στὸν Δεσπότη μου Χριστὸ ἐναντίον του, ὥστε νὰ μείνει ἄπρακτος καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ κάνει τίποτε σὲ κανέναν, ἰδίως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεό». Ὁ ἔνατος εἶπε: «Ἐγὼ ὅταν κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία, βλέπω τὴν ἐκκλησία τῶν νοερῶν δυνάμεων κι ἀνάμεσά τους τὸν Κύριό της δόξας νὰ λάμπει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους. Ὅταν μὲ βρεῖ ἀκηδία, ἀνεβαίνω στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπω τὴν ἔξοχη ὡραιότητα τῶν ἀγγέλων κι ἀκούω τοὺς ὕμνους ποὺ ἀνυψώνουν ἀκατάπαυστα στὸν Θεό, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία τους. Ὑψώνομαι μὲ τοὺς ἤχους καὶ τὴ φωνὴ καὶ τὴ μουσικότητά τους, ὥστε νὰ νιώσω αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ» καὶ ὅλα τὰ ἐπίγεια τὰ θεωρῶ στάχτη καὶ σκουπίδια». Ὁ δέκατος εἶπε: «Ἐγὼ πάντοτε βλέπω κοντά μου τὸν φύλακα ἄγγελό μου καὶ προσέχω τὸν ἑαυτό μου, ἔχοντας στὸ μυαλό μου αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Ἔβλεπα μπροστά μου τὸν Κύριο πάντοτε, ὅτι στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴν κλονισθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου». Φοβοῦμαι λοιπὸν αὐτὸν ποὺ παρακολουθεῖ τὴν πορεία μου. Διότι τὸν βλέπω κάθε μέρα νὰ ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ καὶ νὰ παρουσιάζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μου». Ὁ ἑνδέκατος εἶπε: «Ἐγὼ προσωποποίησα τὶς ἀρετές, ὅπως π.χ. τὴν ἐγκράτεια, τὴ σωφροσύνη, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀγάπη κι ἔστησα τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσά τους ὥστε νὰ μὲ περικυκλώσουν αὐτές. Κι ὅπου κι ἂν πάω, λέω στὸν ἑαυτό μου: «Ποῦ εἶναι οἱ παιδαγωγοί σου; Μὴν ἀδιαφορήσεις, μὴν ἀκηδιάσεις, ἀφοῦ παντοτινὰ αὐτὲς τὶς ἔχεις δίπλα σου, ὅποια ἀρετὴ θέλεις κοντά σου εἶναι, καὶ καλὰ λόγια θὰ ποῦν στὸν Θεὸ γιὰ σένα, ὅτι δηλαδὴ βρῆκαν σὲ σένα ἀνάπαυση». Ὁ δωδέκατος εἶπε: «Ἐσεῖς, Πατέρες, ἔχοντας φτεροῦγες ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀποκτήσατε οὐράνια ζωή. Κι αὐτὸ καθόλου παράξενο δὲν εἶναι, σᾶς βλέπω νὰ στέκεστε ψηλὰ λόγῳ τῶν ἔργων σας καὶ νὰ ἐπιδιώκετε τὰ οὐράνια. Μὲ δύναμη μάλιστα μετακινεῖστε ἀπ᾿ τὴ γῆ ἐσεῖς ποὺ ἀποξενωθήκατε ἐντελῶς ἀπ᾿ αὐτήν. Πῶς νὰ σᾶς ὀνομάσω; Ἐπίγειους ἀγγέλους ἢ οὐράνιους ἀνθρώπους; Ἐγὼ κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου τόσο ἀνάξιο ἀκόμη καὶ νὰ ζεῖ, βλέπω μπροστά μου τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅπου κι ἂν πάω, ὅπου κι ἂν στραφῶ τὶς βλέπω νὰ προχωροῦν πρὶν ἀπὸ μένα. Στὰ καταχθόνια καταδίκασα τὸν ἑαυτό μου. Λέω «Θὰ εἶμαι μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἀξίζει. Μ᾿ αὐτοὺς ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ μὲ κατατάξουν». Βλέπω ἐκεῖ θρηνητικὲς κραυγὲς καὶ δάκρυα, ποὺ δὲν σταματοῦν ποτὲ καὶ εἶναι ἀνεκδιήγητα. Βλέπω κάποιους νὰ τρίζουν τὰ δόντια καὶ νὰ πηδοῦν μ᾿ ὅλο τους τὸ σῶμα καὶ νὰ τρέμουν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ρίχνοντας στάχτη στὸ κεφάλι μου ἱκετεύω τὸν Θεὸ νὰ μὴ δοκιμάσω ἐκεῖνες τὶς συμφορές. Βλέπω καὶ μία θάλασσα ἀπὸ φωτιὰ νὰ παφλάζει καὶ νὰ φυσομανάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ βρυχιέται, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι τὰ κύματα τῆς φωτιᾶς φτάνουν μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ μέσ᾿ τὴ φοβερὴ αὐτὴ θάλασσα ἀμέτρητους ἀνθρώπους ριγμένους ἀπὸ ἄγριους ἀγγέλους, καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μὲ μιὰ φωνὴ νὰ βγάζουν δυνατὲς κραυγὲς καὶ νὰ κράζουν μὲ ἰσχυροὺς θρήνους καὶ φωνὲς τέτοιες, ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει ἀκούσει. Σὰν ξερὰ χόρτα ὅλοι νὰ καίγονται, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ νὰ φεύγουν μακριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Τότε θρηνῶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς τολμᾷ νὰ μιλήσει ἢ νὰ δίνει τὴν προσοχή του σὲ κάτι ἐφήμερο, ἀφοῦ τόσο μεγάλα κακὰ περιμένουν τὸν κόσμο. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς κρατῶ τὸ πένθος στὴν καρδιά μου, κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται σὲ μένα ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: Τὰ δάκρυά μου ἔγιναν γιὰ μένα ψωμὶ μέρα καὶ νύχτα». Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῶν σοφῶν καὶ πνευματικῶν Πατέρων. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους μιὰ ζωὴ ἄξια νὰ τὴν θυμοῦνται, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Δεσπότη μας Χριστό, ἀφοῦ γίνουμε τέλειοι καὶ ἀψεγάδιαστοι. 2. Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγῆκαν ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο. Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων. Τοὺς φώναξε: «Ἀδελφοί, ἀδελφοί». Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν: «Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;» «Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸ ποὺ σὲ παρακάλεσα». Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ. Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή του. Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶδαν. Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε: «Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν: «Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: «Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;» ἀπάντησε: «Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή». Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;», ἐκεῖνος εἶπε: «Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα». Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει, ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿ αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του». Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς του». 8. Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μεριμνᾷ γιὰ τίποτε παρὰ μόνο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρόσθετε: «Κι ἂν ἀναγκασθῶ νὰ φροντίσω γιὰ γήινη ἀνάγκη, ποτὲ δὲν τὴν σκέφτομαι πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της». 9. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ὅπως ἡ φωτιὰ καίει τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νὰ καίει τὰ πάθη. 10. Γιὰ κάποιο Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε σὲ κοινόβιο ἔλεγαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς ἴδιας μονῆς ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πλεονεκτήματα ἀπέκτησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μοναχὸ αὐτῆς τῆς γενιᾶς: τὸ νὰ νηστεύει πολύ, τὸ νὰ ἀγρυπνεῖ πολὺ καὶ τὸ νὰ ἐργάζεται πολύ. 14. Ὁ ἅγιος Γέροντας Θεόδωρος ποὺ καταγόταν ἀπ᾿ τὰ Ἄδανα, μᾶς διηγήθηκε ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ μέρη τῆς Ἁγίας Πόλεως, στὸ κοινόβιο τοῦ Πενθουκλᾶ, κοντὰ στὸν ἅγιο ποταμὸ Ἰορδάνη, ἦρθε κάποιος ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας θέλοντας νὰ γίνει μοναχὸς στὸ μοναστῆρι αὐτό. Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν δέχτηκε. Ἔμεινε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πνευματικὰ ἀπ᾿ τὴν καλὴ κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ, μιὰ ποὺ εἶχε ἀρκετὸ χρυσάφι τὸ φέρνει καὶ τὸ δίνει στὸν ἀββᾶ, λέγοντάς του: «Ἀββᾶ, ἐπειδὴ ὠφελήθηκα ἀπ᾿ τὴν ζωὴ στὸ κοινόβιο καὶ θέλω ἐὰν καὶ ὁ Θεὸς συγκατανεύει, νὰ κάνεις τὴν κουρά μου καὶ νὰ μοῦ δώσεις τὸ ἅγιο σχῆμα, πᾶρε αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ διαχειρίσου την ὅπως νομίζεις», καὶ τοῦ δείχνει τὸ χρυσάφι. Ὁ ἡγούμενος ὅμως ποὺ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ, δὲν ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ τοῦ λέει: «Αὐτά, παιδί μου, ἐδῶ δὲν τὰ χρειαζόμαστε. Ὅπως γνωρίζεις δὲν εἴμαστε πολυέξοδοι στὶς ἀνάγκες μας, ἀλλ᾿ ὅπως τύχει μὲ φτηνὰ πράγματα περνοῦμε, καθὼς ζοῦμε ἐδῶ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πήγαινε καὶ δώσ᾿ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ νὰ λέει: «Τὸ ἔταξα, πάτερ, ὅπου ἐγκαταβιώσω, ἐκεῖ νὰ τὰ προσφέρω». Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγώ, παιδί μου, ἐὰν τὰ πάρω, θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς. Γιατὶ δὲν μάθαμε νὰ συγκεντρώνουμε θησαυρὸ ἐπάνω στὴ γῆ». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, καὶ ὅπως νομίζεις διαχειρίσου τα». Τότε ὁ ἀββᾶς δέχτηκε τὸν χρυσὸ καὶ τοῦ ἔκανε τὴν κουρὰ καὶ τοῦ ᾿δωσε τὸ ἅγιο σχῆμα. Κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ ὅμως δὲν ξόδεψε ὁ ἀββᾶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ περίμενε θέλοντας νὰ δεῖ τὴν προκοπή του. Ὡστόσο κανένας δὲν γνώριζε, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός, ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμη τὰ χρήματα. Στὴν ἀρχὴ λοιπόν, ποὺ εἶχε ἀκόμη τὴ θέρμη τῆς ἀποταγῆς, ἐκπλήρωνε κάθε ὑποταγὴ καὶ ἔκανε ἀκούραστα καὶ τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ καιρὸ ἄρχισε νὰ χαλαρώνει καὶ νὰ μὴ δείχνει τὴν ἴδια προθυμία, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε κάπως νὰ μουρμουρίζει λέγοντας: «Ἐγὼ εἶχα δώσει πολλὰ λεφτὰ στὸ κοινόβιο καὶ δὲν τρώω δωρεὰν τὸ ψωμί». Ὅταν ἄκουσαν λοιπὸν αὐτὰ κάποιοι ἀδελφοί, ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ προπαντὸς οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ ἀββᾶς, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν μὲ πίεσες, ἀδελφέ, σὺ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ δεχθῶ τὰ χρήματά σου; Δὲν τὰ ἔχεις δώσει γιὰ νὰ τὰ μοιράσουμε στοὺς φτωχούς; Ἢ μήπως κάναμε συμφωνία νὰ μὴν ἐργάζεσαι καὶ νὰ σκανδαλίζεις τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τοὺς γογγυσμούς σου; Ὄχι, ἔτσι, παιδί μου, γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Προσέξτε νὰ μὴν σκανδαλίσετε κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς μικρούς». Κι ἐνῷ πολλὲς καὶ διάφορες νουθεσίες τοῦ ἔκαμε ὁ ἀββᾶς, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ τὴ διαβολικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἐνισχύθηκε μέσα του ἀπ᾿ τὴν πονηρὴ συνήθεια τοῦ γογγυσμοῦ. Βλέποντας, λοιπόν, ὁ ἀββᾶς ὅτι δὲν ἀλλάζει γνώμη, τοῦ λέει κάποια μέρα, «Ἔλα, ἀδελφέ, νὰ πᾶμε κάτω στὸν Ἰορδάνη». Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸ μοναστῆρι βρίσκεται σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπ᾿ τὸ ποτάμι. Κατέβηκαν, λοιπόν, ἐντελῶς μόνοι οἱ δυό τους. Καὶ καθὼς περπατοῦσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, ἄρχισε ὁ ἀββᾶς νὰ τὸν νουθετεῖ. Βγάζει κάποια στιγμὴ τὸ χρυσάφι ἔτσι ὅπως ἦταν σφραγισμένο καὶ τοῦ λέει: «Τὸ γνωρίζεις αὐτό;» «Ναί, δέσποτα», τοῦ ἀπαντᾷ. Τότε τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς: «Πάρε, παιδί μου, τὸν χρυσὸ καὶ εἴτε, ὅπως ἔταξες, δώσ᾿ τα στοὺς φτωχούς, εἴτε κατὰ τὴν κρίση σου κράτα τα. Γιατὶ δὲν παραβαίνω τὸν κανόνα τοῦ κοινοβίου ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν χρημάτων, οὔτε πάλι σκανδαλίζω τοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ παροργίζω καὶ τὸν Θεό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μένεις μαζί μας χωρὶς νὰ κάνεις διακόνημα, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Καὶ ἐγὼ ὅταν ἤμουν νέος ἔκανα τὸ ἴδιο καὶ μέχρι τώρα πιέζω τὸν ἑαυτό μου νὰ κάνω ὅσο μπορῶ, ὅπως καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ γνωρίζεις». Ὁ ἀδελφὸς μόλις εἶδε τὸν χρυσὸ καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἀπ᾿ τὸν ἀββᾶ, πέφτει στὰ πόδια του λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, αὐτὰ τὰ ἔχω δώσει στὸν Θεὸ καὶ σὲ σᾶς, καὶ δὲν τὰ παίρνω πίσω». Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, διότι ὅλα εἶναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει ὅμως τὴν ψυχική μας σωτηρία. Ἀποκλείεται νὰ τὰ κρατήσω αὐτὰ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε πέφτοντας στὰ πόδια του καὶ λέγοντας: «Δὲν σηκώνομαι ἀπ᾿ τὰ πόδια σου, ἐὰν δὲν μοῦ δώσεις τὸν λόγο σου ὅτι δὲν θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ τὰ πάρω». Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Γέροντας νὰ τὸν παρακαλεῖ μὲ πόνο ψυχῆς, τοῦ λέει: «Σύμφωνοι, παιδί μου, οὔτε κι ἐγὼ στὸ ἑξῆς σὲ ἀναγκάζω νὰ τὰ πάρεις, ἀλλ᾿ οὔτε κι ἐγὼ τὰ κρατῶ». Καὶ μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ὁ ἀδελφός, λύνει ὁ ἀββᾶς τὸ κομπόδεμα καὶ τοῦ λέει: «Αὐτὰ εἶναι, παιδί μου, τὰ νομίσματα». Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ὅπως μοῦ ᾿κανες τὴ χάρη νὰ συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μὴ μοῦ ξαναμιλήσεις γι᾿ αὐτά». Κι ὁ Γέροντας χαμογέλασε ἤρεμα καὶ εἶπε, «Ὄχι, παιδί μου». Καὶ μόλις εἶπε αὐτά, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀδελφοῦ, τὰ ἐκσφενδονίζει στὸν βυθὸ τοῦ ποταμοῦ. Καὶ λέει στὸν ἀδελφό: «Ὅλα αὐτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὰ περιφρονοῦμε, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ποιὸ τὸ ὄφελος ἂν κάποιος κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του;» Καὶ «πόσο δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χρήματα!» Κι ὁ Μωυσῆς, πάλι, ὅταν εἶδε τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ ἔχουν ξεπέσει στὴν εἰδωλολατρία, τὸ ἴδιο τὸ χρυσὸ αὐτὸ εἴδωλο, ἀφοῦ τὸ ἔσπασε σὲ πολὺ μικρὰ κομμάτια, τὸ διασκόρπισε μέσα στὰ νερά, δείχνοντας πὼς ἀπ᾿ ὅλα τὰ πράγματα προτιμότερη εἶναι ἡ εὐσέβεια. Ἔλα, λοιπόν, παιδί μου, στὸ κοινόβιο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἀγωνίσου χωρὶς ντροπὴ σὲ κάθε διακόνημα γιὰ τὸν Κύριο, φέροντας στὴ μνήμη σου τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ ἔλεγε: «Δὲν ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο γιὰ πολλούς». Βλέποντας ὁ ἀδελφὸς τὴν θεοφιλῆ πρόθεση τοῦ ἀββᾶ καὶ τὴν περιφρόνησή του πρὸς τὰ χρήματα, ἔνιωσε κατάνυξη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέστρεψε μαζί του στὸ κοινόβιο. Ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ σὲ ὅλους. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἐκοιμήθη σ᾿ αὐτὴ τὴ μονή. ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ Η ΔΟΞΑ