Όσιος ΝΙΚΩΝ, καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων
ΟΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ευδόκησε να φυτευτή στη
Ρωσία το πολύκαρπο δέντρο του μοναχικού βίου από τον όσιο πατέρα μας
Αντώνιο, του έδωσε έναν άξιο υποτακτικό και συνασκητή.
Αυτός ήταν ο όσιος Νίκων.
Ο διδάσκαλος Αντώνιος, επιδόθηκε με ζήλο
στη μίμησή του, ανεβαίνοντας γοργά τις βαθμίδες της κλίμακας των
αρετών. Επιπλέον έδειξε εξαιρετικές ικανότητες μοναχικού ηγέτη και
συνετού χειραγωγού των λογικών προβάτων του Χριστού στην ασκητική ζωή.
Τιμημένος από το Θεό με το ιερατικό αξίωμα, ο Νίκων έκειρε με εντολή του οσίου Αντωνίου όσους ζητούσαν με πόθο το αγγελικό σχήμα, μετά από την κανονική δοκιμασία και την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία τους.
Τίποτε απολύτως δεν έκανε ο μακάριος Νίκων χωρίς την εντολή ή την ευλογία του γέροντά του. Όλα τα έκανε με πνεύμα απόλυτης υποταγής, υπομένοντας με ανδρεία τους πειρασμούς και διαλύοντας με ταπείνωση και διάκριση τις πλεκτάνες του πονηρού. Αξιώθηκε μάλιστα της μεγάλης τιμής να κείρει με τα χέρια του τον όσιο Θεοδόσιο, το μεγάλο θεμελιωτή της μοναχικής ζωής στη Ρωσία. Έκειρε ακόμη, στα 1062, δυο μεγάλες μορφές της Πετσέρσκαγια, τον επιφανή βογιάρο Βαρλαάμ και τον ευνούχο του ηγεμόνα, Εφραίμ.
Τιμημένος από το Θεό με το ιερατικό αξίωμα, ο Νίκων έκειρε με εντολή του οσίου Αντωνίου όσους ζητούσαν με πόθο το αγγελικό σχήμα, μετά από την κανονική δοκιμασία και την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία τους.
Τίποτε απολύτως δεν έκανε ο μακάριος Νίκων χωρίς την εντολή ή την ευλογία του γέροντά του. Όλα τα έκανε με πνεύμα απόλυτης υποταγής, υπομένοντας με ανδρεία τους πειρασμούς και διαλύοντας με ταπείνωση και διάκριση τις πλεκτάνες του πονηρού. Αξιώθηκε μάλιστα της μεγάλης τιμής να κείρει με τα χέρια του τον όσιο Θεοδόσιο, το μεγάλο θεμελιωτή της μοναχικής ζωής στη Ρωσία. Έκειρε ακόμη, στα 1062, δυο μεγάλες μορφές της Πετσέρσκαγια, τον επιφανή βογιάρο Βαρλαάμ και τον ευνούχο του ηγεμόνα, Εφραίμ.
Γι’ αυτές όμως τις κούρες υπέμεινε
μεγάλη θλίψη. Γιατί ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος συγχύστηκε πολύ που έχασε από
κοντά του δυο σπουδαία πρόσωπα, δυο χρήσιμους συνεργάτες και θύμωσε με
τους οσίους. Διέταξε να φέρουν μπροστά του εκείνον που τόλμησε να τους
κάνη μοναχούς.
Σε λίγο ο Νίκων οδηγήθηκε στον ηγεμόνα. Εκείνος τον κοίταξε με περισσή οργή και φώναξε:
- Εσύ καλόγερε, τόλμησες να κάνης σαν κι εσένα το βογιάρο και τον ευνούχο μου;
Ναι, εγώ, με την εντολή του οσίου πατέρα μου και την ευλογία του ουράνιου Βασιλιά Ιησού Χριστού, που τους κάλεσε σ’ αυτό το δρόμο της ασκήσεως, αποκρίθηκε ο όσιος ήρεμα και θαρρετά.
- Εσύ καλόγερε, τόλμησες να κάνης σαν κι εσένα το βογιάρο και τον ευνούχο μου;
Ναι, εγώ, με την εντολή του οσίου πατέρα μου και την ευλογία του ουράνιου Βασιλιά Ιησού Χριστού, που τους κάλεσε σ’ αυτό το δρόμο της ασκήσεως, αποκρίθηκε ο όσιος ήρεμα και θαρρετά.
Ο ηγεμόνας άναψε και κοκκίνισε από μανία.
Άκου να σου πω, ούρλιαξε, ή θα τους πείσεις να γυρίσουν πίσω ή θα στείλω κι εσένα και τους συντρόφους σου στην εξορία! Και το σπήλαιό σας θα το κατασκάψω.
Άκου να σου πω, ούρλιαξε, ή θα τους πείσεις να γυρίσουν πίσω ή θα στείλω κι εσένα και τους συντρόφους σου στην εξορία! Και το σπήλαιό σας θα το κατασκάψω.
Ό,τι θέλεις κάνε, άρχοντα μου. Εγώ πάντως δεν έχω εξουσία ν’ αποσπώ τους στρατιώτες του ουράνιου Βασιλιά από κοντά Του!
Αυτά είπε ο μακάριος Νίκων κι έφυγε από το παλάτι του ηγεμόνα.
Αυτά είπε ο μακάριος Νίκων κι έφυγε από το παλάτι του ηγεμόνα.
Μετά από το επεισόδιο αυτό, οι αδελφοί
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπήλαιο και να φύγουν μακριά, σ’ άλλο
τόπο, όπου δεν θα έφτανε η ηγεμονική οργή. Τότε ο μέγας Νίκων πήγε στο
Τμουταρακάν κι εκεί, κοντά στην πολίχνη, βρήκε έναν έρημο τόπο, όπου
εγκαταστάθηκε. Επιδόθηκε αμέσως σε σκληρούς ασκητικούς αγώνες, ζώντας με
σιωπή, «μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος», προσθέτοντας καθημερινά
κόπους στους κόπους και ασκήσεις στις ασκήσεις. Δεν άργησε να γίνει
γνωστή η παρουσία του και ν’ απλωθεί η φήμη του σ’ ολόκληρη την περιοχή.
Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη δεν είχε ακόμη στερεωθεί εκεί και η
μοναχική ζωή ήταν τελείως άγνωστη.
Σιγά-σιγά οι κάτοικοι άρχισαν να πλησιάζουν τον όσιο και να εντυπωσιάζονται από την παράξενη γι’ αυτούς ζωή του. Εκείνος τότε, για τη δόξα του Κυρίου, έλυνε τη σιωπή του και τους μιλούσε για τον αληθινό Τριαδικό Θεό και την αγία ορθόδοξη πίστη. Όλοι σαγηνεύονταν από τη σοφία, τη γνώση και την αγιότητά του, μετανοούσαν και δόξαζαν τον Κύριο με τη ζωή και τα έργα τους.
Σιγά-σιγά οι κάτοικοι άρχισαν να πλησιάζουν τον όσιο και να εντυπωσιάζονται από την παράξενη γι’ αυτούς ζωή του. Εκείνος τότε, για τη δόξα του Κυρίου, έλυνε τη σιωπή του και τους μιλούσε για τον αληθινό Τριαδικό Θεό και την αγία ορθόδοξη πίστη. Όλοι σαγηνεύονταν από τη σοφία, τη γνώση και την αγιότητά του, μετανοούσαν και δόξαζαν τον Κύριο με τη ζωή και τα έργα τους.
Αργότερα, ορισμένοι ζήτησαν από τον όσιο
να τους κάνη μοναχούς. Κι εκείνος, αφού τους δοκίμαζε και τους
νουθετούσε, τους έκειρε. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για την κατοπινή ανέγερση
της μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου, που έγινε σπουδαίο μοναστικό κέντρο,
ισάξιο της μονής των Σπηλαίων. Μετά το θάνατο του ηγεμόνα του
Τμουταρακάν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οι κάτοικοι της χώρας
παρακάλεσαν τον όσιο Νίκωνα, στον οποίο έτρεφαν απεριόριστη εμπιστοσύνη
και αφοσίωση, να πάει στον ηγεμόνα του Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβο
Γιαροσλάβιτς και να ζητήσει το γιο του Γκλέμπ, για την ηγεμονία του
Τμουταρακάν.
Ο όσιος εκτέλεσε μ’ επιτυχία τη διακονία που του ανέθεσε το ποίμνιό του.
Επιστρέφοντας μαζί με τον πρίγκιπα Γκλέμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε από το Κίεβο κι επισκέφθηκε τη μονή των Σπηλαίων. Όταν ο μακάριος ηγούμενος Θεοδόσιος αντίκρισε, μετά από τόσα χρόνια, τον παλιό συνασκητή του, σκίρτησε από χαρά. Έπεσαν κι οι δυο στη γη κι έβαλαν βαθιά μετάνοια ο ένας στον άλλον. Ύστερα αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας από συγκίνηση και κάθισαν παράμερα να συζητήσουν. Είχαν τόσα να πουν…
Όταν ο μέγας Νίκων μετά από ώρα πολλή ετοιμάστηκε να φύγει, ο μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σε λυγμούς και τον παρακαλούσε να παραμείνει στα Σπήλαια, για να συνεχίσουν μαζί την επίγεια ασκητική οδοιπορία τους.
- Πρέπει να πάω, είπε ο Νίκων, να ρυθμίσω ό,τι αφορά το μοναστήρι μου. Έπειτα, αν είναι θέλημα Θεού, θα επιστρέψω.
Επιστρέφοντας μαζί με τον πρίγκιπα Γκλέμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε από το Κίεβο κι επισκέφθηκε τη μονή των Σπηλαίων. Όταν ο μακάριος ηγούμενος Θεοδόσιος αντίκρισε, μετά από τόσα χρόνια, τον παλιό συνασκητή του, σκίρτησε από χαρά. Έπεσαν κι οι δυο στη γη κι έβαλαν βαθιά μετάνοια ο ένας στον άλλον. Ύστερα αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας από συγκίνηση και κάθισαν παράμερα να συζητήσουν. Είχαν τόσα να πουν…
Όταν ο μέγας Νίκων μετά από ώρα πολλή ετοιμάστηκε να φύγει, ο μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σε λυγμούς και τον παρακαλούσε να παραμείνει στα Σπήλαια, για να συνεχίσουν μαζί την επίγεια ασκητική οδοιπορία τους.
- Πρέπει να πάω, είπε ο Νίκων, να ρυθμίσω ό,τι αφορά το μοναστήρι μου. Έπειτα, αν είναι θέλημα Θεού, θα επιστρέψω.
Πράγματι, ο όσιος πήγε στο Τμουταρακάν
με τον πρίγκιπα Γκλέμπ, όπου εκείνος ανέλαβε την ηγεμονία της χώρας. Ο
ίδιος φρόντισε να τακτοποίηση μ’ επιμέλεια τα της μονής του και κατόπιν,
σύμφωνα με την υπόσχεσή του, γύρισε στην Πετσέρσκαγια κοντά στον όσιο
Θεοδόσιο. Υποτάχθηκε με ταπείνωση στον άγιο ηγούμενο κι εκτελούσε με
ακρίβεια όλες του τις εντολές, νεκρώνοντας το δικό του θέλημα. Και ο
μακάριος Θεοδόσιος, όταν χρειαζόταν να λείψει από τη μονή, άφηνε σαν
αντικαταστάτη του, στη διαποίμανση της αδελφότητας το Νίκωνα, σαν
αρχαιότερο, εμπειρότερο και αγωνιστικώτερο όλων.
Πολλές φορές ο όσιος Νίκων, που γνώριζε
την τέχνη της βιβλιοδεσίας, έραβε και έδενε βιβλία. Τότε ο Θεοδόσιος
καθόταν ταπεινά δίπλα του, αν και ήταν ηγούμενος και του ετοίμαζε τους
σπόγγους που χρειαζόταν για το εργόχειρό του. Την ώρα εκείνη, αλλά και
σε άλλες ευκαιρίες, οι δυο όσιοι μάζευαν γύρω τους τους αδελφούς και
τους νουθετούσαν με πνευματικές διδαχές και ασκητικούς λόγους.
Αργότερα όμως ξέσπασε η γνωστή μας
διαμάχη ανάμεσα στους τρεις αδελφούς ηγεμόνες του Κιέβου Ιζιασλάβο, του
Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβο και του Περεγιασλάβ Βσέβολοντ. Η διαμάχη εκείνη
δημιούργησε στην περιοχή μεγάλη αναταραχή, που ανάγκασε το φιλέρημο και
φιλήσυχο Νίκωνα ν’ αναχωρήσει πάλι από την Πετσέρσκαγια μαζί με δύο
μοναχούς. Γύρισε στο Τμουταρακάν, όπου έζησε μερικά χρόνια με τον ίδιο
ασκητικό ζήλο.
Όταν έμαθε ότι ειρήνευσε ο τόπος του
Κιέβου, ο μακάριος πήρε πάλι το δρόμο για τη Λαύρα. Φτάνοντας όμως εκεί
διαπίστωσε πως ο όσιος Θεοδόσιος δεν ήταν πια στη ζωή. Ηγούμενος ήταν
τώρα ο φιλόθεος Στέφανος.
Ο Νίκων αποφάσισε να τελειώσει τον
επίγειο βίο του στη μονή της μετανοίας του. Έμεινε λοιπόν εκεί, κι
επισκεπτόταν συχνά τον τάφο του οσίου Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορά
με καυτά δάκρυα χαρμολύπης. Λύπης, γιατί αποχωρίστηκε τον αγαπημένο του
πνευματικό αδελφό. Και χαράς, γιατί ήταν βέβαιος πως αναπαυόταν τώρα
μέσα στα χέρια του Θεού.
Όταν με συνεργία του πονηρού ορισμένοι
αδελφοί δημιούργησαν αναταραχή στην αδελφότητα και απομάκρυναν το
μακάριο Στέφανο από την ηγουμενία της μονής, ηγούμενος αναδείχθηκε ο
όσιος Νίκων.
Με διάκριση και σοφία αγωνίστηκε ο
μακάριος να φέρει την ειρήνη και την ομόνοια στην αδελφότητα. Και το
κατόρθωσε με μεγάλο κόπο, πολλή υπομονή και περισσότερη προσευχή. Οι
αδελφοί, αναγνωρίζοντας την ακεραιότητα, τη σύνεση και την αγιότητά του,
ησύχασαν και υποτάχθηκαν σ’ αυτόν, σαν σε φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο
και πνευματικό οδηγό.
Πολλές φορές ο μοχθηρός διάβολος
προσπάθησε να δημιουργήσει νέα σκάνδαλα και να βάλει εμπόδια στην
ανύστακτη φροντίδα του οσίου να καθοδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας τις
ψυχές που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Οι σκοτεινοί σκοποί του όμως δεν
μπορούσαν να σβήσουν το φως των αρετών του πιστού δούλου του Θεού.
Στα χρόνια της ηγουμενίας του μεγάλου
Νίκωνος, έγινε με τρόπο θαυμαστό η αγιογράφηση της εκκλησίας των
Σπηλαίων από Έλληνες αγιογράφους, σταλμένους από την Κυρία Θεοτόκο, όπως
είδαμε πιο πάνω στη σχετική διήγηση.
Τέλος, το έτος 1088, όταν ηγεμόνας στο Κίεβο ήταν ο Βσέβολοντ Γιαροσλάβιτς, ο όσιος Νίκων παρέδωσε την ψυχή του «εν χειρί Θεού».
Κηδεύτηκε στη μονή των Σπηλαίων, όπου
μέχρι σήμερα το τίμιο σκήνωμά του αναπαύεται άφθορο και ακέραιο,
τιμημένο με τη δόξα και τη χάρη του Θεού και επιτελεί πολλά θαύματα..