Ο ΟΣΙΟΣ Ιωάννης ο πολύαθλος, υπέμεινε πολλές θλίψεις για την αγνεία και την παρθενία, σαν επίγειος νυμφίος του ουράνιου Νυμφίου.
Ο όσιος Ιωάννης τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε έγκλειστος στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά κάποιος από τους αδελφούς, που ο διάβολος τον πολεμούσε άγρια με ακάθαρτους λογισμούς.
- Πάτερ, σώσε με! έλεγε απελπισμένος στον όσιο. Προσευχή σου στον Κύριο να χαλαρώσει λίγο το σαρκικό πόλεμο, γιατί δεν αντέχω άλλο.
- Αδελφέ μου, του απαντούσε ο μακάριος Ιωάννης με λόγια ψαλμικά, «υπόμεινον τον Κύριον ανδρίζου, και κραταιούσθω , η καρδία σου και υπόμεινον τον Κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού και αυτός ρύσεταί σε εκ χειρός εχθρού και συντρίψει τους οδόντας αυτού».
Πάτερ, πίστεψε με! Αν δεν με βοηθήσεις, παίρνω τα μάτια μου και φεύγω. Δεν ησυχάζω πουθενά. Μ’ έχει τρελάνει ο πόλεμος της σάρκας, θα φύγω και θα τριγυρίζω σαν αγρίμι από τόπο σε τόπο.
- Γιατί, παιδί μου, θέλεις να παραδώσεις μόνος σου τον εαυτό σου στον εχθρό; Να! Στέκεσαι κιόλας στο χείλος του γκρεμού. Ο εχθρός ετοιμάζεται να σε σπρώξει. Και θα ‘ναι η πτώση σου μεγάλη και θανάσιμη. Ποτέ δεν θα μπορέσεις πια να σηκωθείς. Αν όμως παραμείνεις εδώ, στο μοναστήρι σου, στο σίγουρο λιμάνι, δεν θα είσαι πια στο χείλος του γκρεμού και δεν θα υπάρχει κίνδυνος να σε γκρεμίσει και να σε θανάτωση ψυχικά ο μοχθηρός εχθρός μας.
Ο Θεός τότε θα σε αμείψει για την υπομονή σου και θα σε βγάλει από την τάφρο των παθών και τη λάσπη της ακαθαρσίας.
Αλλά για να παρηγορηθείς, θα σου διηγηθώ κάτι από τη ζωή μου.
Όταν ήρθα στο μοναστήρι και μπήκα στη μοναχική μας οικογένεια, άρχισα να βασανίζομαι αφόρητα από το πνεύμα της πορνείας. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι τράβηξα. Ρίχτηκα σε σκληρή άσκηση και νηστεία. Δεν έτρωγα τίποτα για δυο και τρεις ημέρες συνέχεια, καμία φορά και για βδομάδα ολόκληρη. Αγρυπνούσα όλη τη νύχτα. Προσευχόμουν αδιάλειπτα. Τρία χρόνια κράτησε το μαρτύριό μου, χωρίς να βρω ανάπαυση.
«Έφυγα και ήρθα στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Έπεσα πάνω στον τάφο του, έκλαιγα και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει. Τρία μερόνυχτα έμεινα εκεί, χωρίς τροφή και νερό. Και ξαφνικά άκουσα τη φωνή του οσίου:
- Ιωάννη! Ιωάννη! φώναξε. Πρέπει να μείνεις εδώ, στο σπήλαιό μου, να ζήσης έγκλειστος με σιωπή και προσευχή. Και ο Κύριος θα σ’ απαλλάξει από τον πόλεμο του εχθρού.
»Έτρεξα τότε και βρήκα τον ηγούμενο. Εκείνος, πληροφορημένος από το Θεό, μου έδωσε ευλογία να κλειστώ σ’ αυτόν εδώ τον υγρό, στενό, σκοτεινό και απαρηγόρητο τόπο. Συμπλήρωσα ήδη τριάντα χρόνια. Και να! Μόλις πριν από λίγο καιρό βρήκα ανάπαυση. Όλ’ αυτά τα χρόνια πάλευα με τους πορνικούς λογισμούς και τα πάθη, ταλαιπωρώντας το σώμα μου με νηστεία και αγρυπνία.
Κι εδώ όμως η φλόγα των σαρκικών παθών με κατέκαιγε. Μη βρίσκοντας άλλο τρόπο να της αντισταθώ, αποφάσισα να βγάλω τα ρούχα και να κρεμάσω στα χέρια και στα πόδια μου βαριά σίδερα, εκθέτοντας το σώμα μου στο μαρτύριο της παγωνιάς κι εξουθενώνοντας τα μέλη μου με το ασήκωτο βάρος των σιδερικών. Αλλά κι αυτή η άσκηση αποδείχθηκε ανεπαρκής.
Έσκαψα τότε στο αμμουδερό χώμα του σπηλαίου ένα βαθύ λάκκο, μπήκα μέσα και σκεπάστηκα με την άμμο ολόκληρος, αφήνοντας έξω μόνο τα χέρια και το κεφάλι. Ήταν τότε αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Έμεινα εκεί, μισοθαμένος και ακίνητος, όλη την περίοδο της νηστείας. Στο διάστημα αυτό υπέφερα τα πάνδεινα από τον πονηρό, που μεταχειρίστηκε κάθε τρόπο για να με βγάλει από το λάκκο.
Πρώτα με βασάνισε με μια οδυνηρή πάθηση των κάτω άκρων. Τα πόδια μου πρήστηκαν και στράβωσαν. Οι αρθρώσεις λύθηκαν. Τα νεύρα παρέλυσαν. Μια βασανιστική φλόγωση έλιωνε τα μέλη μου. Πονούσε και υπέφερε το σώμα μου. Χαιρόταν όμως και δροσιζόταν η ψυχή μου, που λυτρώθηκε μ’ αυτή τη σκληρή άσκηση από τους μολυσμούς και βρήκε την καθαρότητα και το θεϊκό της κάλλος. Προτιμούσα λοιπόν να πεθάνω εκεί, να λιώσω μέσα στο λάκκο και να κερδίσω το Χριστό, παρά να βγω έξω και να με κερδίσει ο διάβολος. Ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα. Τη Μεγάλη Δευτέρα παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου ένας άγριος και φοβερός δράκοντας, που από το τεράστιο στόμα του έβγαζε σε κάθε φύσημα φλόγες κι αστραπές. Με πλησίασε απειλητικά, έτοιμος να με καταπιεί. Δεν με πείραξε όμως. Μόλις επικαλέστηκα τον Κύριο κι έκανα το σημείο του σταυρού εξαφανίστηκε.
Οι απειλές του δράκοντα συνεχίστηκαν όλη την εβδομάδα των Παθών. Τη νύχτα της Αναστάσεως, ο φοβερός δράκοντας ήρθε για τελευταία φορά. Τον είδα ξαφνικά να ρίχνεται πάνω μου. Μ’ άρπαξε αστραπιαία κι έχωσε μέσα στο στόμα του το κεφάλι και τα χέρια μου, ό,τι βρισκόταν δηλαδή έξω από το λάκκο. Τα μαλλιά και τα γένια μου κάηκαν κι έμειναν έτσι καμένα, όπως βλέπεις, μέχρι σήμερα. Με επέμβαση του Θεού όμως ο δράκοντας, δεν μ’ έβλαψε περισσότερο. Καθώς το κεφάλι μου ήταν μέσα στο λαρύγγι του, φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου:
— Θεέ και Κύριε, σώσε με! Γιατί μ’ εγκατέλειψες; Σπλαχνίσου με, Δέσποτα, ο μόνος φιλάνθρωπος. Σώσε με τον αμαρτωλό, ο μόνος αναμάρτητος. Απάλλαξε με από την ακαθαρσία μου, για να μην πιαστώ στα δίχτυα του πονηρού για πάντα. Γλίτωσέ με από τον εχθρό που θέλει να με καταπιεί. Έλα να με σώσεις με τη δύναμη Σου. Ρίξε αστραπή και κάψ’ τον, για να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης!
Πράγματι, την ίδια στιγμή άστραψε ένα φως ουράνιο. Αμέσως το φοβερό θηρίο εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα δεν το ξαναείδα, με τη χάρη του Θεού.
«”Άκουσα τότε μια φωνή να μου λέει:
- Ιωάννη! Ιωάννη! Σε βοήθησα, όπως Μου ζήτησες. Πρόσεχε τώρα την ψυχή σου, για να μην πάθεις χειρότερα στο μέλλοντα αιώνα!
- Κύριε, ρώτησα με παράπονο, γιατί μ’ άφησες τόσο πολύ να βασανιστώ;
- Σε δοκίμασα κατά τη δύναμη της υπομονής σου. Περνώντας έτσι μέσα από το καμίνι των πειρασμών, θα παρουσιαστής μπροστά Μου καθαρός σαν το χρυσάφι. Ποτέ δεν επιτρέπω να δοκιμαστή ο άνθρωπος πάνω από τις δυνάμεις του, για να μην εμπαιχθεί και νικηθεί από τον «αρχέκακο πονηρό Όφη». Εσύ όμως, για ν’ απαλλαχθείς από το σαρκικό πόλεμο, προσευχήσου στον όσιο Μωϋσή τον Ούγγρο. Αυτός αναδείχθηκε ανώτερος από τον πάγκαλο Ιωσήφ στη σωφροσύνη, γι’ αυτό μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά όσους πολεμούνται από το πάθος της πορνείας.
Εγώ τότε “εκέκραξα προς Κύριον”:
- Κύριε, δι’ ευχών του οσίου Μωϋσέως, ελέησε με!
Και να! Αμέσως μ’ έλουσε ένα υπέροχο, γλυκύτατο φως, που μέχρι τώρα παραμένει και φωτίζει τη σπηλιά μου τόσο, ώστε δεν μου χρειάζονται κεριά. Και όσοι έρχονται εδώ με πίστη, απλότητα και καθαρή καρδιά, βλέπουν το θείο αυτό φως, που με καταύγασε και με απάλλαξε από τα βέλη του πονηρού εκείνη τη νύχτα της Αναστάσεως».
Τελειώνοντας τη διήγηση του ο πολύαθλος Ιωάννης, στράφηκε στο μοναχό που είχε τον πόλεμο της πορνείας και του είπε:
- Αδελφέ, εμείς οι ίδιοι καρφώνουμε το νου μας στη λατρεία της σάρκας, Γι` αυτό ταλαιπωρούμαστε. Και ο Κύριος με τη δίκαιη κρίση Του, αφήνει να πολεμηθούμε, γιατί δεν έχουμε καρπούς μετανοίας. Τέλος πάντων, ζήτησε κι εσύ τις ευχές του μακαρίου Μωϋσέως του Ούγγρου και ίσως να σε λυπηθεί ο Θεός.
Αφού προσευχήθηκε μαζί με το μοναχό ο ευλογημένος Ιωάννης, πήρε ένα τεμάχιο από τα τίμια λείψανα του οσίου Μωϋσέως και είπε:
- Ακούμπησέ το στο σώμα σου.
Ο αδελφός έκανε όπως του είπε. Και αυτοστιγμεί ένιωσε να υποχωρεί η πύρωση και να νεκρώνεται το πάθος της ακολασίας, που δεν τον ενόχλησε ποτέ πια.
Ο όσιος Ιωάννης ο πολύαθλος, αναχώρησε για τον ουρανό λίγο αργότερα, στις 18 Ιουλίου.
Τα άγια λείψανά του, κείτονται ασάλευτα μέχρι σήμερα στο λάκκο όπου ο ίδιος είχε θάψει τον εαυτό ίου, ζωντανό ακόμη, για την αγάπη του Χριστού και παρέχουν πλουσιοπάροχα την ίαση σ’ όσους ζητούν τη μεσιτεία του προς το Θεό.
Ο όσιος Ιωάννης τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε έγκλειστος στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά κάποιος από τους αδελφούς, που ο διάβολος τον πολεμούσε άγρια με ακάθαρτους λογισμούς.
- Πάτερ, σώσε με! έλεγε απελπισμένος στον όσιο. Προσευχή σου στον Κύριο να χαλαρώσει λίγο το σαρκικό πόλεμο, γιατί δεν αντέχω άλλο.
- Αδελφέ μου, του απαντούσε ο μακάριος Ιωάννης με λόγια ψαλμικά, «υπόμεινον τον Κύριον ανδρίζου, και κραταιούσθω , η καρδία σου και υπόμεινον τον Κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού και αυτός ρύσεταί σε εκ χειρός εχθρού και συντρίψει τους οδόντας αυτού».
Πάτερ, πίστεψε με! Αν δεν με βοηθήσεις, παίρνω τα μάτια μου και φεύγω. Δεν ησυχάζω πουθενά. Μ’ έχει τρελάνει ο πόλεμος της σάρκας, θα φύγω και θα τριγυρίζω σαν αγρίμι από τόπο σε τόπο.
- Γιατί, παιδί μου, θέλεις να παραδώσεις μόνος σου τον εαυτό σου στον εχθρό; Να! Στέκεσαι κιόλας στο χείλος του γκρεμού. Ο εχθρός ετοιμάζεται να σε σπρώξει. Και θα ‘ναι η πτώση σου μεγάλη και θανάσιμη. Ποτέ δεν θα μπορέσεις πια να σηκωθείς. Αν όμως παραμείνεις εδώ, στο μοναστήρι σου, στο σίγουρο λιμάνι, δεν θα είσαι πια στο χείλος του γκρεμού και δεν θα υπάρχει κίνδυνος να σε γκρεμίσει και να σε θανάτωση ψυχικά ο μοχθηρός εχθρός μας.
Ο Θεός τότε θα σε αμείψει για την υπομονή σου και θα σε βγάλει από την τάφρο των παθών και τη λάσπη της ακαθαρσίας.
Αλλά για να παρηγορηθείς, θα σου διηγηθώ κάτι από τη ζωή μου.
Όταν ήρθα στο μοναστήρι και μπήκα στη μοναχική μας οικογένεια, άρχισα να βασανίζομαι αφόρητα από το πνεύμα της πορνείας. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι τράβηξα. Ρίχτηκα σε σκληρή άσκηση και νηστεία. Δεν έτρωγα τίποτα για δυο και τρεις ημέρες συνέχεια, καμία φορά και για βδομάδα ολόκληρη. Αγρυπνούσα όλη τη νύχτα. Προσευχόμουν αδιάλειπτα. Τρία χρόνια κράτησε το μαρτύριό μου, χωρίς να βρω ανάπαυση.
«Έφυγα και ήρθα στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Έπεσα πάνω στον τάφο του, έκλαιγα και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει. Τρία μερόνυχτα έμεινα εκεί, χωρίς τροφή και νερό. Και ξαφνικά άκουσα τη φωνή του οσίου:
- Ιωάννη! Ιωάννη! φώναξε. Πρέπει να μείνεις εδώ, στο σπήλαιό μου, να ζήσης έγκλειστος με σιωπή και προσευχή. Και ο Κύριος θα σ’ απαλλάξει από τον πόλεμο του εχθρού.
»Έτρεξα τότε και βρήκα τον ηγούμενο. Εκείνος, πληροφορημένος από το Θεό, μου έδωσε ευλογία να κλειστώ σ’ αυτόν εδώ τον υγρό, στενό, σκοτεινό και απαρηγόρητο τόπο. Συμπλήρωσα ήδη τριάντα χρόνια. Και να! Μόλις πριν από λίγο καιρό βρήκα ανάπαυση. Όλ’ αυτά τα χρόνια πάλευα με τους πορνικούς λογισμούς και τα πάθη, ταλαιπωρώντας το σώμα μου με νηστεία και αγρυπνία.
Κι εδώ όμως η φλόγα των σαρκικών παθών με κατέκαιγε. Μη βρίσκοντας άλλο τρόπο να της αντισταθώ, αποφάσισα να βγάλω τα ρούχα και να κρεμάσω στα χέρια και στα πόδια μου βαριά σίδερα, εκθέτοντας το σώμα μου στο μαρτύριο της παγωνιάς κι εξουθενώνοντας τα μέλη μου με το ασήκωτο βάρος των σιδερικών. Αλλά κι αυτή η άσκηση αποδείχθηκε ανεπαρκής.
Έσκαψα τότε στο αμμουδερό χώμα του σπηλαίου ένα βαθύ λάκκο, μπήκα μέσα και σκεπάστηκα με την άμμο ολόκληρος, αφήνοντας έξω μόνο τα χέρια και το κεφάλι. Ήταν τότε αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Έμεινα εκεί, μισοθαμένος και ακίνητος, όλη την περίοδο της νηστείας. Στο διάστημα αυτό υπέφερα τα πάνδεινα από τον πονηρό, που μεταχειρίστηκε κάθε τρόπο για να με βγάλει από το λάκκο.
Πρώτα με βασάνισε με μια οδυνηρή πάθηση των κάτω άκρων. Τα πόδια μου πρήστηκαν και στράβωσαν. Οι αρθρώσεις λύθηκαν. Τα νεύρα παρέλυσαν. Μια βασανιστική φλόγωση έλιωνε τα μέλη μου. Πονούσε και υπέφερε το σώμα μου. Χαιρόταν όμως και δροσιζόταν η ψυχή μου, που λυτρώθηκε μ’ αυτή τη σκληρή άσκηση από τους μολυσμούς και βρήκε την καθαρότητα και το θεϊκό της κάλλος. Προτιμούσα λοιπόν να πεθάνω εκεί, να λιώσω μέσα στο λάκκο και να κερδίσω το Χριστό, παρά να βγω έξω και να με κερδίσει ο διάβολος. Ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα. Τη Μεγάλη Δευτέρα παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου ένας άγριος και φοβερός δράκοντας, που από το τεράστιο στόμα του έβγαζε σε κάθε φύσημα φλόγες κι αστραπές. Με πλησίασε απειλητικά, έτοιμος να με καταπιεί. Δεν με πείραξε όμως. Μόλις επικαλέστηκα τον Κύριο κι έκανα το σημείο του σταυρού εξαφανίστηκε.
Οι απειλές του δράκοντα συνεχίστηκαν όλη την εβδομάδα των Παθών. Τη νύχτα της Αναστάσεως, ο φοβερός δράκοντας ήρθε για τελευταία φορά. Τον είδα ξαφνικά να ρίχνεται πάνω μου. Μ’ άρπαξε αστραπιαία κι έχωσε μέσα στο στόμα του το κεφάλι και τα χέρια μου, ό,τι βρισκόταν δηλαδή έξω από το λάκκο. Τα μαλλιά και τα γένια μου κάηκαν κι έμειναν έτσι καμένα, όπως βλέπεις, μέχρι σήμερα. Με επέμβαση του Θεού όμως ο δράκοντας, δεν μ’ έβλαψε περισσότερο. Καθώς το κεφάλι μου ήταν μέσα στο λαρύγγι του, φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου:
— Θεέ και Κύριε, σώσε με! Γιατί μ’ εγκατέλειψες; Σπλαχνίσου με, Δέσποτα, ο μόνος φιλάνθρωπος. Σώσε με τον αμαρτωλό, ο μόνος αναμάρτητος. Απάλλαξε με από την ακαθαρσία μου, για να μην πιαστώ στα δίχτυα του πονηρού για πάντα. Γλίτωσέ με από τον εχθρό που θέλει να με καταπιεί. Έλα να με σώσεις με τη δύναμη Σου. Ρίξε αστραπή και κάψ’ τον, για να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης!
Πράγματι, την ίδια στιγμή άστραψε ένα φως ουράνιο. Αμέσως το φοβερό θηρίο εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα δεν το ξαναείδα, με τη χάρη του Θεού.
«”Άκουσα τότε μια φωνή να μου λέει:
- Ιωάννη! Ιωάννη! Σε βοήθησα, όπως Μου ζήτησες. Πρόσεχε τώρα την ψυχή σου, για να μην πάθεις χειρότερα στο μέλλοντα αιώνα!
- Κύριε, ρώτησα με παράπονο, γιατί μ’ άφησες τόσο πολύ να βασανιστώ;
- Σε δοκίμασα κατά τη δύναμη της υπομονής σου. Περνώντας έτσι μέσα από το καμίνι των πειρασμών, θα παρουσιαστής μπροστά Μου καθαρός σαν το χρυσάφι. Ποτέ δεν επιτρέπω να δοκιμαστή ο άνθρωπος πάνω από τις δυνάμεις του, για να μην εμπαιχθεί και νικηθεί από τον «αρχέκακο πονηρό Όφη». Εσύ όμως, για ν’ απαλλαχθείς από το σαρκικό πόλεμο, προσευχήσου στον όσιο Μωϋσή τον Ούγγρο. Αυτός αναδείχθηκε ανώτερος από τον πάγκαλο Ιωσήφ στη σωφροσύνη, γι’ αυτό μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά όσους πολεμούνται από το πάθος της πορνείας.
Εγώ τότε “εκέκραξα προς Κύριον”:
- Κύριε, δι’ ευχών του οσίου Μωϋσέως, ελέησε με!
Και να! Αμέσως μ’ έλουσε ένα υπέροχο, γλυκύτατο φως, που μέχρι τώρα παραμένει και φωτίζει τη σπηλιά μου τόσο, ώστε δεν μου χρειάζονται κεριά. Και όσοι έρχονται εδώ με πίστη, απλότητα και καθαρή καρδιά, βλέπουν το θείο αυτό φως, που με καταύγασε και με απάλλαξε από τα βέλη του πονηρού εκείνη τη νύχτα της Αναστάσεως».
Τελειώνοντας τη διήγηση του ο πολύαθλος Ιωάννης, στράφηκε στο μοναχό που είχε τον πόλεμο της πορνείας και του είπε:
- Αδελφέ, εμείς οι ίδιοι καρφώνουμε το νου μας στη λατρεία της σάρκας, Γι` αυτό ταλαιπωρούμαστε. Και ο Κύριος με τη δίκαιη κρίση Του, αφήνει να πολεμηθούμε, γιατί δεν έχουμε καρπούς μετανοίας. Τέλος πάντων, ζήτησε κι εσύ τις ευχές του μακαρίου Μωϋσέως του Ούγγρου και ίσως να σε λυπηθεί ο Θεός.
Αφού προσευχήθηκε μαζί με το μοναχό ο ευλογημένος Ιωάννης, πήρε ένα τεμάχιο από τα τίμια λείψανα του οσίου Μωϋσέως και είπε:
- Ακούμπησέ το στο σώμα σου.
Ο αδελφός έκανε όπως του είπε. Και αυτοστιγμεί ένιωσε να υποχωρεί η πύρωση και να νεκρώνεται το πάθος της ακολασίας, που δεν τον ενόχλησε ποτέ πια.
Ο όσιος Ιωάννης ο πολύαθλος, αναχώρησε για τον ουρανό λίγο αργότερα, στις 18 Ιουλίου.
Τα άγια λείψανά του, κείτονται ασάλευτα μέχρι σήμερα στο λάκκο όπου ο ίδιος είχε θάψει τον εαυτό ίου, ζωντανό ακόμη, για την αγάπη του Χριστού και παρέχουν πλουσιοπάροχα την ίαση σ’ όσους ζητούν τη μεσιτεία του προς το Θεό.