ΟΠΩΣ, κατά τον Ιερό Παύλο, «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων», έτσι, αντίθετα «και η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν» αποκαλύπτεται σ’ εκείνους που επιθυμούν να κληθούν «υιοί Θεού».
Αυτό το φανέρωσε καθαρά ο Κύριος και στην περίπτωση του οσίου Τίτου του σπηλαιώτου.
Ο μακάριος Τίτος μόναζε στη Λαύρα των Σπηλαίων και είχε τιμηθεί με το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Η ασκητική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Στα χρόνια εκείνα ζούσε στη Λαύρα κι ένας διάκονος, ο Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απέρχεται», έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον πρεσβύτερο Τίτο και στο διάκονο Ευάγριο. Κι ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφτασαν τώρα να μη θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θύμιαζε ο ένας στην εκκλησία, ο άλλος έφευγε μακριά. Κι αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει!
Έχοντας βυθισθεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας, οι δυο αδελφοί τολμούσαν να λειτουργούν, να προσφέρουν τα τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου: «Εάν προσφέρεις το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κάκει μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και υπάγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου».
Οι αδελφοί «εβδομηκοντάκις επτά» πάσχισαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά εκείνοι ούτε να τ’ ακούσουν δεν ήθελαν.
Κάποτε συνέβη ν’ αρρωστήσει πολύ σοβαρά ο πρεσβύτερος Τίτος. Είχε μάλιστα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά πικρά να κλαίει και σπαρακτικά να θρηνεί για την αμαρτία του.
— Στο όνομα του Χριστού αδελφοί! φώναξε. Κάντε αγάπη και πηγαίνετε στον αδελφό Ευάγριο. Πέστε του να με συγχωρέσει, για τον Κύριο!
Οι αδελφοί έτρεξαν αμέσως στο διάκονο. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν δέχτηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλ’ άρχισε να τον καταριέται και να τον περιλούζει από μακριά με λόγια μίσους και κακίας.
Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν με τη βία στον κατάκοιτο Τίτο για να συγχωρεθούν. Μόλις τον είδε ο πρεσβύτερος ανασηκώθηκε με δυσκολία, έσκυψε προς το μέρος του και τον ικέτευσε κλαίγοντας:
- Συγχώρεσέ με, πάτερ! Συγχώρεσέ με κι ευλόγησε με! Φεύγω απ’ αυτό τον κόσμο!
Ούτε τώρα λύγισε ο ανελέητος Ευάγριος. Αποστράφηκε άσπλαχνα τον αδελφό του και δήλωσε μπροστά σε όλους:
— Ποτέ δεν θα συμφιλιωθώ μαζί του, ούτε σ’ αυτή τη ζωή ούτε στην άλλη!
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει το λόγο του, κι έπεσε κάτω ξερός!
Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως κοκάλωσε και πάγωσε σαν μάρμαρο. Ούτε τα μέλη του μπορούσαν να λυγίσουν ούτε τα μάτια του να σφαλίσουν ούτε το στόμα του να κλείσουν.
Την ίδια στιγμή ο πρεσβύτερος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ!
Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και τη θαυματουργική ίαση του πρεσβυτέρου Τίτου. Ζήτησαν αμέσως από τον δεύτερο εξηγήσεις. Κι εκείνος τους διηγήθηκε τι του αποκαλύφθηκε.
-Βρισκόμουν, καθώς είδατε, στην επιθανάτια κλίνη, χωρίς να έχω συμφιλιωθεί με τον Ευάγριο. Και τότε, τι να δω! Άγγελοι με ζύγωσαν, μα έφυγαν αμέσως από κοντά μου, κλαίγοντας για το χαμό της ψυχής μου. Αντίθετα, οι δαίμονες ήρθαν και παρέμειναν δίπλα μου, χαρούμενοι που θα κέρδιζαν την ψυχή μου εξαιτίας της οργής και της μνησικακίας. Τότε έβαλα φωνή και σας παρακάλεσα να πάτε και να μεταφέρετε στον αδελφό τη συγγνώμη μου. Εσείς τον φέρατε εδώ. Όταν όμως έσκυψα στα πόδια του, κι εκείνος έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, είδα ξαφνικά δίπλα μου έναν άγγελο φοβερό. Στα χέρια του κρατούσε ένα φλογισμένο ακόντιο. Μ’ αυτό τρύπησε ανελέητα τον Ευάγριο, κι έπεσε νεκρός. Ο ίδιος άγγελος άπλωσε σε μένα το χέρι του και με σήκωσε. Και να, είμαι υγιής!
Έντρομοι οι αδελφοί, έκλαιγαν πικρά για το φρικτό θάνατο του Ευαγρίου. Σήκωσαν κι έθαψαν βιαστικά το σώμα του, που παρουσίαζε αποκρουστικό θέαμα, έτσι όπως ήταν με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, με τα χέρια και τα πόδια λυγισμένα και ξυλιασμένα.
Από τότε όλοι οι αδελφοί, παίρνοντας ένα οδυνηρό μάθημα από το τέλος του Ευαγρίου, «ενεδύθησαν σπλάγχνα οικτιρμού».
Δεν ξεχνούσαν τη διαβεβαίωση του οσίου Εφραίμ: «Αν σε κάποιον συμβεί να πεθάνει ενώ βρίσκεται σε έχθρα με συνάνθρωπό του, θα είναι αμείλικτη η κρίση γι’ αυτόν».
Ο πρεσβύτερος Τίτος, ιδιαίτερα, μετά τη συγκλονιστική του εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό.
Μετά από πολλούς και θεοφιλείς κόπους, αξιώθηκε ν’ αναπαυθεί ειρηνικά και να παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Το άφθορο σώμα του οσίου, μαρτυρεί μέχρι σήμερα για τη δόξα που βρήκε η μακαρία ψυχή του στα ουράνια σκηνώματα.
Αυτό το φανέρωσε καθαρά ο Κύριος και στην περίπτωση του οσίου Τίτου του σπηλαιώτου.
Ο μακάριος Τίτος μόναζε στη Λαύρα των Σπηλαίων και είχε τιμηθεί με το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Η ασκητική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Στα χρόνια εκείνα ζούσε στη Λαύρα κι ένας διάκονος, ο Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απέρχεται», έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον πρεσβύτερο Τίτο και στο διάκονο Ευάγριο. Κι ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφτασαν τώρα να μη θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θύμιαζε ο ένας στην εκκλησία, ο άλλος έφευγε μακριά. Κι αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει!
Έχοντας βυθισθεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας, οι δυο αδελφοί τολμούσαν να λειτουργούν, να προσφέρουν τα τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου: «Εάν προσφέρεις το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κάκει μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και υπάγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου».
Οι αδελφοί «εβδομηκοντάκις επτά» πάσχισαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά εκείνοι ούτε να τ’ ακούσουν δεν ήθελαν.
Κάποτε συνέβη ν’ αρρωστήσει πολύ σοβαρά ο πρεσβύτερος Τίτος. Είχε μάλιστα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά πικρά να κλαίει και σπαρακτικά να θρηνεί για την αμαρτία του.
— Στο όνομα του Χριστού αδελφοί! φώναξε. Κάντε αγάπη και πηγαίνετε στον αδελφό Ευάγριο. Πέστε του να με συγχωρέσει, για τον Κύριο!
Οι αδελφοί έτρεξαν αμέσως στο διάκονο. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν δέχτηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλ’ άρχισε να τον καταριέται και να τον περιλούζει από μακριά με λόγια μίσους και κακίας.
Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν με τη βία στον κατάκοιτο Τίτο για να συγχωρεθούν. Μόλις τον είδε ο πρεσβύτερος ανασηκώθηκε με δυσκολία, έσκυψε προς το μέρος του και τον ικέτευσε κλαίγοντας:
- Συγχώρεσέ με, πάτερ! Συγχώρεσέ με κι ευλόγησε με! Φεύγω απ’ αυτό τον κόσμο!
Ούτε τώρα λύγισε ο ανελέητος Ευάγριος. Αποστράφηκε άσπλαχνα τον αδελφό του και δήλωσε μπροστά σε όλους:
— Ποτέ δεν θα συμφιλιωθώ μαζί του, ούτε σ’ αυτή τη ζωή ούτε στην άλλη!
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει το λόγο του, κι έπεσε κάτω ξερός!
Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως κοκάλωσε και πάγωσε σαν μάρμαρο. Ούτε τα μέλη του μπορούσαν να λυγίσουν ούτε τα μάτια του να σφαλίσουν ούτε το στόμα του να κλείσουν.
Την ίδια στιγμή ο πρεσβύτερος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ!
Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και τη θαυματουργική ίαση του πρεσβυτέρου Τίτου. Ζήτησαν αμέσως από τον δεύτερο εξηγήσεις. Κι εκείνος τους διηγήθηκε τι του αποκαλύφθηκε.
-Βρισκόμουν, καθώς είδατε, στην επιθανάτια κλίνη, χωρίς να έχω συμφιλιωθεί με τον Ευάγριο. Και τότε, τι να δω! Άγγελοι με ζύγωσαν, μα έφυγαν αμέσως από κοντά μου, κλαίγοντας για το χαμό της ψυχής μου. Αντίθετα, οι δαίμονες ήρθαν και παρέμειναν δίπλα μου, χαρούμενοι που θα κέρδιζαν την ψυχή μου εξαιτίας της οργής και της μνησικακίας. Τότε έβαλα φωνή και σας παρακάλεσα να πάτε και να μεταφέρετε στον αδελφό τη συγγνώμη μου. Εσείς τον φέρατε εδώ. Όταν όμως έσκυψα στα πόδια του, κι εκείνος έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, είδα ξαφνικά δίπλα μου έναν άγγελο φοβερό. Στα χέρια του κρατούσε ένα φλογισμένο ακόντιο. Μ’ αυτό τρύπησε ανελέητα τον Ευάγριο, κι έπεσε νεκρός. Ο ίδιος άγγελος άπλωσε σε μένα το χέρι του και με σήκωσε. Και να, είμαι υγιής!
Έντρομοι οι αδελφοί, έκλαιγαν πικρά για το φρικτό θάνατο του Ευαγρίου. Σήκωσαν κι έθαψαν βιαστικά το σώμα του, που παρουσίαζε αποκρουστικό θέαμα, έτσι όπως ήταν με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, με τα χέρια και τα πόδια λυγισμένα και ξυλιασμένα.
Από τότε όλοι οι αδελφοί, παίρνοντας ένα οδυνηρό μάθημα από το τέλος του Ευαγρίου, «ενεδύθησαν σπλάγχνα οικτιρμού».
Δεν ξεχνούσαν τη διαβεβαίωση του οσίου Εφραίμ: «Αν σε κάποιον συμβεί να πεθάνει ενώ βρίσκεται σε έχθρα με συνάνθρωπό του, θα είναι αμείλικτη η κρίση γι’ αυτόν».
Ο πρεσβύτερος Τίτος, ιδιαίτερα, μετά τη συγκλονιστική του εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό.
Μετά από πολλούς και θεοφιλείς κόπους, αξιώθηκε ν’ αναπαυθεί ειρηνικά και να παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Το άφθορο σώμα του οσίου, μαρτυρεί μέχρι σήμερα για τη δόξα που βρήκε η μακαρία ψυχή του στα ουράνια σκηνώματα.