Όσιος Μάρκος ο Ασκητής (5 Μαρτίου)
Του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Μάρκου του Ασκητού "...ο νόμος του Θεού είναι Πνευματικός"
1. Επειδή πολλάκις ηθελήσατε να μάθετε, πως ο νόμος του Θεού είναι πνευματικός, όπως λέγει ο Παύλος, ποίαν δε γνώσιν πρέπει να έχουν, αλλά καί τί να κάμνουν εκείνοι πού θέλουν να τον φυλάξουν, διά τούτο, κατά την δύναμίν μου σας λέγω τα εξής:
2. Πρώτον ότι γνωρίζομεν, πως ο Θεός είναι η αρχή, η μεσότης και το τέλος κάθε αγαθού. Το δέ αγαθόν είναι αδύνατον να ενεργηθή ή να πιστευθή ειμή μόνον εν Ιησού Χριστώ και Αγίω Πνεύματι.
3. Κάθε αγαθόν εδωρήθη εις τον άνθρωπον υπό του Κυρίου, όπως το πολλαπλασιάση. Και όστις πιστεύει έτσι, δεν θα χάση το δώρημα.
4. Η τελεία πίστις είναι ισχυρός πύργος. Ούτω δέ, ο Χριστός μεταμορφούται εις ό,τι χρειάζεται ο πιστεύων.
5. Σε κάθε προσπάθειάν σου να προηγήται ο θεός, που είναι αρχή παντός αγαθού, διά να γίνη όπως θέλει ο Θεός η επιδίωξίς σου.
6. Ο ταπεινόφρων, που εργάζεται γνησίως πνευματικώς, όταν μελετά τας Θείας Γραφάς, όλα τα νοήματα αναφέρει εις τον εαυτόν του, και όχι εις τον πλησίον. (Εν αντιθέσει με τον εμπαθή, που τα αναφέρει εις τον πρός όν έχει πάθος).
7. Παρακάλει τον Θεόν, δια να σου ανοίξη τα πνευματικά μάτια σου, και ούτω να κατανοήσης την μεγάλην ωφέλειαν της προσευχής και της αναγνώσεως, πού γίνονται με αίσθησιν ψυχής.
8. Όστις έλαβε χάρισμα πνευματικόν και συμπάσχει με τους μή έχοντας αυτό το χάρισμα, φυλάσσει ακέραιον το δώρημα του Θεού, διά της συμπαθείας που αισθάνεται. Ο δέ αλαζών, από τους εγκαθέτους λογισμούς της αλαζονείας του ασφαλώς θα το χάση.
9. Το στόμα του ταπεινόφρονος λαλεί πάντοτε αλήθειαν. Εκείνος δέ που αντιλέγει προς αυτήν, ομοιάζει με τον υπηρέτην εκείνον, που ερράπισε τον Κύριον επί την σιαγόνα (Ιωάν. ιη', 22).
10. Πρόσεχε μή γίνης μαθητής του αυτοεπαινουμένου, δια να μή μάθεις υπερηφάνειαν αντί ταπεινοφροσύνης.
"πρόσεχε μή επαρθής εμπαθώς..."
11. Πρόσεχε μή επαρθής εμπαθώς, όταν συλλάβης υψηλά νοήματα εκ της Γραφής, δια να μή παγιδευθή ο νους σου μέσα στο πνεύμα της βλασφημίας.
- Μή προσπαθής να επιλύσης κανένα δύσκολον πνευματικόν πρόβλημα, φιλονεικών με τους έχοντας διάφορον γνώμην. Αλλά να χρησιμοποιής τα μέσα που τους επιβάλλει ο πνευματικός νόμος. Δηλαδή την προσευχήν, την υπομονήν και την απλότητα της ελπίδος.
13. Είναι τυφλός εκείνος που κράζει "Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με" (Λουκ. ιη' 3Cool. Ωσαύτως τυφλός είναι και εκείνος πού μή έχων ακόμη πνευματικήν γνώσιν, προσεύχεται σωματικώς.
14. Όταν ο πρώην τυφλός ανέβλεψε και είδε τον Κύριον, δεν τον ωνόμαζε πλέον υιόν Δαβίδ, αλλά υιόν θεού ομολογήσας, προσεκύνησε (Ιωάν. θ'3^ο1.
15. Όταν χύνης δάκρυα είς την προσευχήν σου, πρόσεχε μή υπερηφανευθής, διότι δεν είναι ιδικά σου. Ο Χριστός ήγγισε τα πνευματικά μάτια σου και ανέβλεψες νοερώς.
16. Όστις, μιμούμενος τον τυφλόν, απέβαλε το ιμάτιον της εμπαθείας του, και ήγγισε τον Χριστόν, αυτός καθίσταται ακόλουθός του και κήρυξ των υψηλοτέρων δογμάτων.
17. Η κακία που ανακυκλούται εις τον νούν και μελετάται συνεχώς, αυξάνει την εμπάθειαν της ψυχής. Αντιθέτως, αναιρουμένη δια της εν πράξει εγκρατείας και της εν προσευχή ελπίδος, συντρίβει την καρδίαν.
18. Υπάρχει συντριμμός της καρδίας ομαλός, ειρηνικός και ωφέλιμος, που προκαλεί κατάνυξιν. Υπάρχει και άλλος, μή ομαλός, ταραχώδης και βλαβερός, όστις πλήττει την καρδίαν, διότι είναι εμπαθής.
19. Με την αγρυπνίαν, την προσευχήν και την υπομονήν εις τους πειρασμούς,προκαλείται συντριβή της καρδίας ασφαλής και ωφέλιμος. Χρειάζεται μόνον προσοχή, μήπως έτερον πάθος διασπάση την ενότητα της ψυχής. Όστις υπομένει εις την κατάστασιν αυτήν θα βοηθηθή και εις άλλας εναντιότητας. Εκείνος δέ, που αμελεί την αγωγήν αυτήν και διέρχεται τον βίον του αναλγήτως, θα πονέση αφόρητα κατά τον θάνατόν του.
20. Η φιλήδονος καρδία, κατά τον καιρόν του θανάτου, θα αποδειχθή ότι ήτο αλυσοδεμένη σε φυλακήν. Αντιθέτως, η φιλόπονος καρδία, θα φανερωθή ότι είναι ανοικτή θύρα, προς την αιωνιότητα.
"Η σκληρά καρδία αποβαίνει σιδηρά πύλη..."
21. Η σκληρά καρδία αποβαίνει σιδηρά πύλη, πού οδηγεί εις την πόλιν, η οποία παραμένει κλειστή. Αλλά εις τον κακοπαθούντα και θλιβόμενον, η σιδηρά πύλη, θα ανοιγή αυτομάτως, όπως συνέβη εις τον Απόστολον Πέτρον (Πραξ. ιβ' 10).
22. Βεβαίως είναι πολλοί οι τρόποι της προσευχής, διάφορος ο ένας από τον άλλον και ουδείς εξ αυτών είναι βλαβερός, εκτός και αν δεν είναι προσευχή αλλά σατανική ενασχόλησις (δηλαδή όταν γίνεται με υπερήφανον διάθεσιν).
- Θέλων κάποιος να κάμη κάτι κακόν, προηγουμένως προσηυχήθη κατά την συνήθειάν του. Διά την προσευχήν του αυτήν, ο Θεός, έφερε τα πράγματα έτσι, ώστε δεν έκαμε το κακόν και κατόπιν ευχαρίστησε θερμώς τον Κύριον.
- Ο βασιλεύς Δαβίδ, όταν ηθέλησε να φονεύση τον εκ Καρμήλου Νάβαλ, σκεφθείς την ανταπόδοσιν του Θεού, ήλλαξε γνώμην και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Εκ του άλλου πάλιν γνωρίζομεν, ποία κακά έκαμε, όταν ελησμόνησε τον Θεόν. Και δεν σταματούσε την μοιχείαν και την αμετανοησίαν του έως ότου ο Προφήτης Νάθαν του ενεθύμισε τον Θεόν.
25. Κατά τον καιρόν που ενθυμείσαι τον Θεόν, αύξησε την δέησίν σου, όπως, όταν πέσης εις λήθην Θεού, ο Κύριος, σε επαναφέρη εις την μνήμην του.
26. Όταν μελετάς τας Θείας Γραφάς, φρόντιζε να εμβαθύνης εις τα κρυπτά νοήματά των. Διότι, όπως λέγει ο Απόστολος, όσα προεγράφησαν όλα αποβλέπουν εις την προσωπικήν μας οικοδομήν (Ρωμ. ιε' 4).
27. Η Θεία Γραφή ονομάζει την πίστιν "ελπιζομένων υπόστασιν" (Εβρ. ια'1). Εκείνους δέ, πού δεν αισθάνονται την ενοίκησιν του Χριστού εντός των, τους αποκαλεί αδοκίμους (Β' Κορ. ιγ' 5).
28. Όπως διά των εξωτερικών εκδηλώσεων αποκαλύπτονται οι εσωτερικώς υπάρχοντες λογισμοί, ούτω και διά των ενεργημάτων της καρδίας προσδιορίζεται η μέλλουσα ανταπόδοσις (χαρά, ειρήνη, λύπη, ταραχή, κ.ά.)
29. Εάν η οικτίρμων και εύσπλαγχνος καρδία θα τύχη ελέους υπό του Θεού, η ανοικτίρμων και άσπλαγχνος, είναι επόμενον, ότι δεν θα ελεηθή.
30. Ο νόμος της εν Χριστώ ελευθερίας διδάσκει όλην την αλήθειαν. Οι πολλοί Χριστιανοί όμως τον διαβάζουν μόνον εκ των Θείων Γραφών, χωρίς να τον εννοούν κατά βάθος. Ολίγοι είναι εκείνοι, που τον εννοούν και τον βιούν, κατά την αναλογίαν της επιμελείας της ψυχής των, διά της εργασίας των εντολών. Δηλαδή όσον καθαίρονται τόσον βλέπουν και ζουν.
"Μη ζητής εις τον νόμον της ελευθερίας..."
31. Μη ζητής εις τον νόμον της ελευθερίας, δηλαδή εις τας ανθρωπίνας αρετάς, την τελειότητα. Διότι ουδείς υπάρχει τέλειος εις αυτάς. Η τελειότης της εν Χριστώ νουθεσίας κρύπτεται μυστικώς εις τον Σταυρόν του Χριστού, δηλαδή εις την απόλυτον θυσίαν του ανθρώπου διά την αγάπην του προς τον Χριστόν και τον πλησίον.
32. Ο νόμος της ελευθερίας γίνεται εις ημάς γνωστός διά της αναγνώσεως, αλλά το βάθος του γίνεται καταληπτόν διά της εργασίας των εντολών. Πλήν όμως η τελείωσίς του επιτυγχάνεται διά της Χάριτος του Χριστού.
33. Όταν εκβιάσωμεν τον εαυτόν μας και κάμωμεν ευσυνειδήτως όλας τας εντολάς του Θεού, τότε θα εννοήσωμεν, ότι ο νόμος του Κυρίου είναι άμωμος (Ψαλμ. ιη' εις όσα καλά ανθρωπίνως ενεργούμεν. Χωρίς όμως τους οικτιρμούς και την Χάριν του Θεού, όλα μένουν ατελή.
34. Όσοι ενόμισαν, ότι δεν οφείλουν να εκτελέσουν όλας τας εντολάς του Χριστού, αυτοί αναγινώσκουν τον νόμον του Θεού όχι πνευματικώς, αλλά σωματικώς, "μή νοούντες μήτε ά λέγουσι, μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται" (Α' Τιμ. α', 7). Διά τούτο φρονούν, ότι ο νόμος πληρούται δι' έργων τινών της εκλογής των.
35. Υπάρχουν πράξεις, που φαίνονται ότι είναι καλαί, αλλ' ο σκοπός αυτών που τάς κάμνουν δεν είναι αγαθός. Και υπάρχουν άλλαι, που φαίνονται ως πονηραί, αλλ' ο σκοπός αυτών, που τας ενεργούν, είναι αγαθός. Και αυτή η ασυμφωνία προθέσεως και πράξεως, παρατηρείται και εις τους λόγους. Και αυτό οφείλεται εις την πονηρίαν των πρώτων και εις την απειρίαν ή άγνοιαν των δευτέρων. Υπάρχει δέ και μία τρίτη περίπτωσις. Να κάμνη τις ένα φαινομενικώς κακόν, αλλά ο σκοπός του να υπηρετή τον Θεόν.
36. Εκείνος πού διά των επαίνων κρύπτει την επιθυμίαν του να σπιλώση και να διαβάλη τον
αδελφόν, είναι πρόσωπον που δεν ευρίσκεται μεταξύ των καθαρών ανθρώπων. Όμοιος δέ με αυτόν είναι και ο κενόδοξος, εκδηλούμενος όμως με σχήμα ταπεινόν. Αμότεροι δέ, οι επί πολύν χρόνον παρουσιάζοντες το ψεύδος των ως αλήθειαν, παραχωρούνται από τον Θεόν, διά να αποκαλυφθούν εις την πράξιν.
37. Κάποιος πράττει κάτι που φαίνεται ως καλόν, αλλά κατά βάθος το κάμνει κατά του πλησίον. Έτερος δέ, δεν πράττει αυτό το φαινομενικώς καλόν, αλλά ωφελείται διά των αγαθών λογισμών του.
38. Υπάρχει άνθρωπος που ελέγχει εκ κακίας με σκοπόν να βλάψη. Άλλος δέ ελέγχει από φόβον Θεού και χάριν της αληθείας.
39. Μή έλεγχε εκείνον, που έπαυσε να αμαρτάνη και ήδη μετανοεί. Εάν, κατόπιν τούτου, λέγης, ότι ελέγχης από αγάπην εις τον Θεόν, τότε αποκάλυψε προηγουμένως τας ιδικάς σου αμαρτίας, που ανήκουν εις το παρελθόν.
40. Εις κάθε αρετήν προηγείται πάντοτε ο Θεός, όπως προηγείται ο ήλιος εις το καθημερινόν φως.
"Όταν ποιήσης αρετήν, να ενθυμηθής τόν Κύριον..."
41. Όταν ποιήσης αρετήν, να ενθυμηθής τον Κύριον, που είπε: "χωρίς έμοϋ ού δύνασθαι ποιεϊν ούδέν" (Ιωάν. ιε', 5).
42. Όπως ο Θεός έχει ετοιμάσει τα αιώνια αγαθά εις τους ανθρώπους, που θλίβονται ενταύθα, έτσι περιμένουν θλίψεις εκείνους, που ζουν εν ηδοναίς και κενοδοξία.
43. Εκείνος που αδικείται από τους ανθρώπους και υπομένει ευχαρίστως, σκεπάζεται από τον Θεόν, διά να μήν αμαρτήση. Αλλά και ανάλογον με την θλίψην του χαρίζει ο Θεός παρηγορίαν.
44. Ο πιστεύων εις όσα εδίδαξεν ο Χριστός, περί αιωνίου ανταποδώσεως, υπομένει με χαράν κάθε αδικίαν εξ ανθρώπων, κατά το μέτρον της πίστεως.
45. Εκείνος μέν που προσεύχεται υπέρ των αδικούντων, κτυπά ανηλεώς τους δαίμονας. Εκείνος δέ που αντιτάσσεται εις τους αδικούντας τραυματίζεται υπό των δαιμόνων.
46. Είναι προτιμότερον να σε αδικούν οι άνθρωποι παρά οι δαίμονες να σε πληγώνουν με τα βέλη των. Αλλά εκείνος που είναι πιστός δούλος του Θεού ήδη έχει νικήσει και ανθρώπους και δαίμονας,
διά της ταπεινώσεώς του.
47. Κάθε αγαθόν δώρημα μας έρχεται από τον Θεό κατ' οικονομίαν, δηλαδή να το αξιοποιήσωμεν. Αλλά τον σκοπόν του αγαθού δεν δύνανται να εννοήσουν οι αχάριστοι, οι αγνώμονες και οι ράθυμοι.
48. Κάθε είδος κακίας καταλήγει εις την εφάμαρτον ηδονήν. Και πάν είδος αρετής καταλήγει εις πνευματικήν ευφροσύνην, πού δίδεται υπό του Αγίου Πνεύματος. Και το μέν είδος της κακίας που κυριαρχεί εις την ψυχήν, ερεθίζει και τα συγγενή είδη της κακίας. Κατ' ανάλογον δέ ενέργειαν, αυτό συμβαίνει και εις την αρετήν.
49. Οι ονειδισμοί των ανθρώπων προκαλούν θλίψιν εις την καρδίαν. Ενεργούν δε αγνιστικώς εις εκείνους που τους υπομένουν ευχαρίστως.
50. Η άγνοια του πνευματικού νόμου, κάμνει τον άνθρωπον να ανθίσταται εις την προσαγομένην ωφέλειαν. Θρασυνομένη δέ η άγνοια και η αντίστασις, αυξάνει την προϋπάρχουσαν κακίαν εις την καρδίαν.
"Όταν κανένας δεν σε αδική..."
51. Όταν κανένας δεν σε αδική, τουλάχιστον να υπομένης ευχαρίστως τους διάφορους πειρασμούς. Και επειδή θα δώσης λόγον εις τον Θεόν, φρόντιζε να διανείμης τα περισσεύματά σου, διά να μή σου λογισθούν ως πλεονεξία.
52. Εάν αμαρτήσης κρυφά, μήν αποπειραθής να κρύψης το αμάρτημά σου από τον Θεόν. Διότι δι'ημάς εγράφη ο λόγος: "Πάντα γάρ γυμνά καί τετραχηλισμένα τοϊς όφθαλμοϊς Κυρίου" (Εβρ. δ', 13).
53. Φρόντιζε να έχης καθαρόν νούν από λογισμούς, τους οποίους να φανερώνης εις τον Δεσπότην - Χριστόν. Διότι είς τον νούν βλέπει ο Θεός κατά την Γραφήν "Άνθρωπος γάρ εις πρόσωπον, Θεός δέ είς καρδίαν" (βλέπει) (Α' Βασιλ. ις'7).
54. Μή σκέπτεσαι ή μήν κάμνης τίποτε, χωρίς να υπολογίσης αν αυτό το θέλη ο Θεός. Διότι εκείνος πού οδοιπορεί χωρίς προσανατολισμόν, θα κοπιάση ματαίως.
55. Εκείνος που αμαρτάνει χωρίς ανάγκην, χωρίς δηλαδή την βίαν της φύσεως ή των περιστάσεων, δυσκόλως επανέρχεται, διότι βλέπει ο Θεός, ότι πίπτει ο άνθρωπος άνευ και της παραμικράς αντιστάσεως καί, κατά λόγον δικαιοσύνης, δεν τον βοηθεί.
56. Ο οδυνηρός πειρασμός φέρει εις τον συνετόν την μνήμην του Θεού. Και ο πειρασμός θλίβει τον άνθρωπον κατά το μέτρον που ελησμόνησε τον Θεόν.
57. Κάθε πόνος ακούσιος ας σου γίνη διδάσκαλος, πού θα σου υπενθυμίζη τον Θεόν και δεν θα σου λείψη ποτέ αφορμή προς μετάνοιαν.
58. Η λήθη του Θεού, είναι πάθος, το οποίον καθ'εαυτό δεν έχει καμμίαν δύναμιν, αλλά ενδυναμούται κατά αναλογίαν από τας ιδικάς μας αμελείας, όπως ενθυμούμεθα τον Θεόν.
- Μή δικαιολογείσαι, λέγων, τί να κάνω, αφού χωρίς να θέλω λησμονώ τον Θεόν, διότι όταν τον ενθυμήσαι δεν κάμνεις ό,τι οφείλεις.
60. Εκείνο το αγαθόν που ενθυμείσαι, κάμε το. Και εκείνο που λησμονείς θα σου αποκαλυφθή. Εν συνεχεία δέ να διατηρήσης την αγαθήν μνήμην από τον κίνδυνον της λήθης.
"...άδης και απώλεια φανερά παρά Κυρίω" (Παροιμ. ιε'11)
61. Η Θεία Γραφή λέγει "αδης καί απώλεια φανερά παρά Κυρίω" (Παροιμ. ιε'11).
Με αυτά εννοεί την άγνοια της καρδίας και την λήθην του Θεού, που έχουν διά του χρόνου στερεωθή.
62. Ο άδης είναι η άγνοια της ψυχής και τα δύο είναι κρυπτά. Απώλει δέ σημαίνει την λήθην του Θεού και προϋποθέτει ύπαρξιν γνώσεως, ήτις απωλέσθη.
63. Να περιεργάζεσαι τα ιδικά σου κακά και όχι του πλησίον και ούτω δεν θα χάσης την διάκρισιν του νου σου.
64. Ένα μόνον πάθος εμποδίζει να κάμωμεν το κατά δύναμιν καλόν: η αμέλεια. Το πάθος τούτο θεραπεύεται διά προσευχής και ελεημοσύνης.
65. Η θλίψις, που υφίσταται κανείς χάριν του Θεού, αποτελεί υποστατικήν ενέργειαν ευσεβείας. Διότι η αληθινή αγάπη δοκιμάζεται διά των εναντιοτήτων.
66. Μή πιστεύσης ότι έχεις οιανδήποτε αρετήν, εάν δεν επόνεσες πρός απόκτησίν της. Είναι αδόκιμος η αρετή αυτή, διότι εγεννήθη από άνεσιν.
67. Εις πάσαν ακούσιον θλίψιν να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα και ασφαλώς θα εύρης εις την
θλίψιν την αναίρεσιν αναλόγου αμαρτίας.
68. Πολλαί συμβουλαί δίδονται από τον πλησίον ως συμφέρουσαι. Αλλά καμμία δεν είναι τόσον ωφέλιμος, όσον η γνώμη του ιδίου, που κατευθύνεται από την γνώσιν του πνευματικού νόμου.
69. Θέλων να θεραπεύσης την νοσούσαν ψυχήν σου εκ των παθών, φρόντισε να προσέχης την συνείδησίν σου. Όσα δε σου λέγει, να κάμνης και θα εύρης ωφέλειαν.
70. Τα κρυπτά της καρδίας εκάστου, γνωρίζουν μόνον ο Θεός και η συνείδησις. Επομένως να διορθώνεται έκαστος από τας φωνάς αμφοτέρων.
"Έκαστος άνθρωπος επιτηδεύει κάθε τι, που δύναται να κάμη κατά το θέλημά του..."
71. Έκαστος άνθρωπος επιτηδεύει κάθε τι, πού δύναται να κάμη κατά το θέλημά του. Ο Θεός όμως, κατά την δικαιοσύνην του, προσδιορίζει το αποτέλεσμα.
72. Εάν θέλης να επαινεθής από τους ανθρώπους, χωρίς διά τούτο να κατακριθής από τον Θεόν, προηγουμένως αγάπησε τους ελέγχους των υπέρ των αμαρτιών σου.
73. Όσην εντροπήν υποστή κανείς, από τους ανθρώπους χάριν, της αληθείας του Χριστού, αυτός θα δοξασθή εκατονταπλασίως υπό πλήθους ανθρώπων. Όμως δεν πρέπει να ζητή κανείς την δόξαν των ανθρώπων, αλλά κάθε τι καλόν να το κάμνη χάριν των μελλόντων αγαθών.
74. Όταν ένας ωφελήση τον έτερον διά πνευματικών λόγων ή δι'έργων, πρέπει αμφότεροι να αποδώσουν την χάριν εις τον Θεόν. Εκείνος που δεν εννοεί, διατί πρέπει να γίνη αυτό, θα αιχμαλωτισθεί από εκείνον που εννοεί καλώς τον πνευματικόν νόμον, δηλαδή τον διάβολον.
75. Εκείνος που επαινεί τον πλησίον με υπόκρισιν, θα έλθη καιρός που ο ίδιος θα τον ονειδίση και φυσικά θα εντραπή διά την ανακολουθίαν του.
76. Όστις αγνοεί τας ενέδρας των εχθρών, θα σφαγή με ευχέρειαν. Και εκείνος που δεν γνωρίζει τας αιτίας των παθών, ευκόλως πίπτει εις αυτά.
77. Από την φιληδονίαν γεννάται η αμέλεια και από την αμέλειαν η λήθη του Θεού. Εν τούτοις ο Θεός, έχει χαρίσει εις όλους τους ανθρώπους την γνώσιν εκείνων που συμφέρουν εις την ψυχήν.
78. Έκαστος άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον, σύμφωνα με την γνώσιν του. Ο Θεός όμως ενεργεί εις τον ακούοντα κατά την πίστιν του. (Δηλαδή χάριν της πίστεως που έχει ο ακούων, διά να ωφεληθή πνευματικώς, ο Θεός διαφοροποιεί τους λόγους εις την ψυχήν του).
79. Είδα ανθρώπους αμαθείς, απλοϊκούς, ιδιώτας, οι οποίοι όχι με λόγους, αλλά με τον έργον ταπεινοφρονήσαντας, και αυτομάτως απεδείχθησαν σοφώτεροι από τους σοφούς.
80. Και είδα άλλον αμαθή, απλοϊκόν, ιδιώτην, όστις ήκουσεν επαινουμένους τους ανωτέρω από άλλους και αντί να μιμηθή την ταπεινοφροσύνην των, αυτός κενοδοξών επί τη αμαθεία του, προσέλαβε και άλλο ποσόν υπερηφανίας.
"Εκείνος που εξουθενώνει..."
81. Εκείνος που εξουθενώνει την αρετήν της συνέσεως και καυχάται εις την αμάθειάν του, δεν είναι μόνον "ιδιώτης τω λόγω" αλλά και εις την γνώσιν (Β' Κορ. ια', 6).
82. Όπως άλλο είναι το χάρισμα της σοφίας του λόγου και άλλο η φρόνησις, ούτως άλλο είναι η "ιδιωτεία", η αμάθεια εν λόγοις, και άλλο είναι η αφροσύνη.
83. Εις τίποτε δεν δύναται να βλάψη η αμάθεια λέξεων τον ευλαβέστατον άνθρωπον, όπως ούτε η σοφία λόγων δύναται να ζημιώση τον ταπεινόφρονα.
84. Μή δικαιολογείσαι, ότι δεν γνωρίζης το οφειλόμενον και επομένως θεωρείς τον εαυτόν σου ανεύθυνον, πού δεν το πράττεις. Διότι εάν έπραττες όσα καλά γνωρίζεις, τα υπόλοιπα θα σου απεκαλύπτοντο κατόπιν, όπως ακριβώς μεταβαίνει κανείς από το ένα δωμάτιον εις το άλλο και προσλαμβάνει σταδιακώς την γνώσιν. Δεν σε συμφέρει, πριν μάθης διά πράξεως τα προηγούμενα, να μάθης θεωρητικώς τα επόμενα. Διότι "η γνώσις φυσιοί" εάν δεν γίνη πράξις, "η δε αγάπη οικοδομεί", επειδή "η αγάπη πάντα υπομένει". (Α'Κορ. η',1 ιγ',7)
85. Τους λόγους της Θείας Γραφής να αναγινώσκης διά πράξεων και μή πλατυλογής επί των "ψιλών" νοημάτων και εντεύθεν φυσιούσαι. (Δηλαδή να μαθαίνης το βάθος των νοημάτων της Γραφής εκ της εργασίας των εντολών και να μή μένης εις τα χωρίς σάρκα νοήματα, διότι τούτο φέρει υπερηφάνειαν, όταν μάλιστα προβαίνης εις αναλύσεις θεωρητικάς).
86. Εκείνος που δεν επιμελείται τας πρακτικάς αρετάς και θεμελιώνει την πνευματικήν ζωήν του επί της ψιλής γνώσεως, πού προσλαμβάνει εκ της αναγνώσεως, αυτός κρατεί, αντί διστόμου μαχαίρας, καλαμίνην ράβδον. Η οποία, εν καιρώ πολέμου με τον σατανάν και τα πάθη θα του τρυπήση το χέρι, όπως λέγει η Γραφή, θα το διαπεράση και θα εμβάλη το δηλητήριον που έχει η φύσις του καλάμου, καθ'όν χρόνον ευρίσκεται πρό των εχθρών του.
87. Ο Θεός κρίνει κάθε διαλογισμόν μας με ακρίβειαν, ως προς την ποιότητά του. Δεν αρκεί ότι θα διανοηθή κανείς κάτι, αλλά πώς θα το διανοηθή. Διότι συμβαίνει αυτό το ίδιο πράγμα
να το σκεφθή τις εμπαθώς ή απαθώς.
88. Εκείνος που εκτελεί μίαν εντολήν του Χριστού, ας περιμένη πειρασμόν ένεκεν αυτής. Διότι η αγάπη προς τον Χριστόν δοκιμάζεται διά των πειρασμών.
89. Όταν πέσης εις αμέλειαν και δεν καλλιεργής αγαθούς λογισμούς, πρόσεξε να εγερθής εκ της αμελείας σου, διότι ο Θεός γνωρίζει τους ακάρπους λογισμούς σου αλαθήτως.
90. Όταν εις τον νουν σου συλλάβης λογισμόν, όστις σε προτρέπει να δοξασθής υπό των ανθρώπων, γνώριζε με πάσαν σαφήνειαν, ότι σου παρασκευάζει αισχύνην.
"Ο σατανάς, γνωρίζων το "δίκαιον" του Πνευματικού νόμου..."
91. Ο σατανάς, γνωρίζων το "δίκαιον" του Πνευματικού νόμου, αγωνίζεται να επιτύχη μόνον την νοεράν συγκατάθεσιν αυτού που πολεμεί. Και έτσι, ή να καταστήση τον ηττηθέντα, κατά νούν, υπεύθυνον εις τους κόπους της μετανοίας ή, εάν δεν μετανοή εμπράκτως, να τον τυρανν'σηη με ακουσίας οδύνας. Συνήθως, ο σατανάς, διαθέτει έτσι τον υπ'αυτού τυραννούμενον, ώστε να γογγύζη διά τας θλίψεις του. Και τούτο, με τον σκοπόν όπως, και ενταύθα αυξήση τας οδύνας, αλλά και εις την Κρίσιν να τον αποδείξη ως μή πιστεύσαντα εις την δικαιοσύνην του Θεού, αφού δεν υπέμεινεν ευχαρίστως τας παιδαγωγικάς τιμωρίας.
92. Πολλοί προσεπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους πειρασμούς με διάφορα πνευματικά μέσα. Αλλά χωρίς την προσευχήν και την πράξιν της μετανοίας, ουδείς διέφυγε τα δεινά των πειρασμών, που παραχωρούνται κατά την δικαιοσύνην του Θεού προς σωφρονισμόν και κάθαρσιν.
93. Τα κακά αυξάνουν τήν δύναμίν των εκ της αλληλεπιδράσεως του ενός προς το άλλο, εκ της ανακυκλήσεώς των εις τον χώρων του κακού. Εις τον αυτόν Πνευματικόν νόμον υπόκεινται και τα αγαθά, αυξανόμενα δι'αλλήλων εις την περιοχήν του καλού. Και ο μετέχων ή των κακών ή των αγαθών, ωθείται συνεχώς υπ'αυτών προς μείζοντας "κατακτήσεις".
94. Ο διάβολος χρησιμοποεί μίαν παλαιάν μέθοδον: να παρουσιάζει τα μικρά αμαρτήματα ως μηδαμινά. Χωρίς αυτήν την μεθοδείαν του, δεν δύναται να οδηγήση εις μεγαλύτερα κακά. (Διότι κατ' αναλογίαν των μικρών κακών που πράττονται αφαιρείται και η διάκρισις, οπότε τα μεγάλα δεν φαίνονται μεγάλα. Ή και διότι ο διάβολος αποκτά δικαιώματα επί του ηττωμένου εις τα μικρά).
95. Ο ανθρώπινος έπαινος αποτελεί την ρίζαν της αισχρής επιθυμίας, όπως και ο έλεγχος της κακίας γίνεται ρίζα της σωφροσύνης. Όχι, βεβαίως, όταν ακούωμεν τον έπαινον ή τον έλεγχον, αλλ' όταν γινώμεθα δέκται και η ψυχή ροφά τας ενεργείας του επαίνου και του ελέγχου.
96. Τίποτε δεν ωφελείται όστις ανεχώρησεν από τον κόσμον και εξακολουθεί να ηδυπαθή,
διερχόμενος τον βίον του φιληδόνως. Διότι ό,τι έπραττεν εις τον κόσμον διά χρημάτων, το ίδιον πράττει και εν ακτημοσύνη.
97. Ωσαύτως και εκείνος, που είναι εγκρατής και αφιλήδονος, αλλά συνάζει χρήματα, είναι αδελφός του ανωτέρω, κατά τας διαθέσεις. Μητέρα μέν έχουν κοινήν, την νοεράν ηδονήν, πατέρα δέ όχι κοινόν, λόγω της διαφοράς του πάθους.
98. Υπάρχει περίπτωσις, που περικόπτει τις ένα πάθος, αλλά διά να αντλήση μείζονα ηδυπάθειαν. Οι δε αγνοούντες τον σκοπόν της ενεργείας του, τον τιμούν. Πιθανόν δε και ο ίδιος να μή καταλαβαίνη αυτό που έπραξε και ούτω να κακοπαθή ανωφελώς.
99. Κάθε κακίας αιτία είναι η κενοδοξία και η ηδονή. Εκείνος που δεν μισή αυτά τα πάθη, ουδέν πάθος δύναται να περικόψη.
100. Ο Απόστολος ωνόμασε την φιλαργυρίαν "ρίζαν πάντων των κακών" (Α'Τιμ. ς', 10). Αλλ' η φιλαργυρία λαμβάνει την ύπαρξίν της απ' όλα τα κακά.
"Ο νους εκτυφλούται από..."
- Ο νους εκτυφλούται από τα τρία αυτά πάθη: της φιλαργυρίας, της κενοδοξίας και της ηδονής.
102. Τα τρία ανωτέρω πάθη, αποτελούν θυγατέρας της βδέλλης μητρός των αφροσύνης, αίτινες αγαπώνται υπ'αυτής σφοδρώς.
103. Η γνώσις και η πίστις είναι σύντροφοι και βοηθοί μας εις την ζωήν και έχουν αμβλυνθή εκ της ενεργείας των τριών αυτών παθών.
- Ο θυμός, η οργή, οι πόλεμοι, οι φόνοι και όλος ο κατάλογος των κακών, εκ των τριών αυτών παθών έχουν τόσον σφοδρώς ενδυναμωθή μεταξύ των ανθρώπων.
105. Την φιλαργυρίαν, την κενοδοξίαν και την ηδονήν, πρέπει με δύναμιν να τας μισήσωμεν ως μητέρας των κακών και πολεμίας των αρετών.
106. Διά να καταπολεμήσωμεν τα πάθη αυτά, έχομεν εντολήν να "μή αγαπώμεν τον κόσμον καί τα εν τώ κόσμω" (Α'Ιωαν.β',15). Όχι, βεβαίως, να μισήσωμεν τα κτίσματα του Θεού, χωρίς σκέψιν, αλλά διά να περικόψωμεν τάς αφορμάς των τριών εκείνων παθών.
- Ο Απόστολος λέγει, ότι "ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταίς του βίου πραγματείαις" (Β'Τιμ.β',4). Διότι εκείνος, που είναι δεμένος με τα βιωτικά και θέλει παραλλήλως να νικήση τα πάθη, είναι όμοιος με εκείνον που προσπαθεί να σβήση την πυρκαϊάν ρίπτων άχυρα.
108. Όστις οργίζεται κατά του πλησίον διά χρήματα, ή ηδονάς ή διά δόξαν ανθρωπίνην, ακόμη δεν εγνώρισεν, ότι ο Θεός διοικεί τα ανθρώπινα πράγματα εν δικαιοσύνη.
109. Όταν ακούσης τον Κύριον να λέγη ότι "εί τις ούκ αποτάσσεται πάσι τοίς υπάρχουσιν αυτώ, ούκ έστι μου άξιος" (Λουκ.ιδ',33), μή σκεφθής ότι μόνον περί χρημάτων λέγει, αλλά και περί όλων όσα ενεργούνται υπό των παθών.
110. Εκείνος που δεν γνωρίζει την αλήθειαν, δεν είναι δυνατόν να πιστεύη αληθώς εις τον Θεόν. Διότι η γνώσις, προηγείται της πίστεως, κατά την φυσικήν ακολουθίαν. (Ενταύθα, ο Όσιος Πατήρ, ομιλεί περί της "αληθούς Πίστεως", την οποίαν οικειούμεθα διά της μελέτης και της χάριτος. Άλλως η πίστις προηγείται της γνώσεως, κατά το "πιστεύω διά να εννοήσω και εννοώ διά να πιστεύσω").
ι εις τους ανθρωπίνους λογισμούς, έδωκε την ικανότητα της θεογνωσίας, και τον άγραφον νόμον του, την συνείδησιν, ανεξαρτήτως εάν ημείς συμμορφούμεθα με αυτόν ή όχι.
"Όταν αμαρτήσης, μή σκέπτεσαι μόνον τι έκαμες..."
111. Όπως εις όλα τα κτίσματα, ο Θεός απένειμεν ωρισμένας ενεργείας και καταλλήλους ιδιότητας, έτσι κα
112. Εάν κάποιος αμαρτάνη χωρίς να αισχύνεται και δεν μετανοεί και παρά ταύτα δεν έπαθε κανένα κακόν μέχρι του θανάτου του, γνώριζε ότι η κρίσις του Θεού δι' αυτόν θα είναι χωρίς έλεος.
113. Εκείνος που προσεύχεται με φρόνησιν και γνώσιν, υπομένει ευχαρίστως, ως γνωστικός, τους πειρασμούς και τας θλίψεις. Ο δέ μνησικακών πρός τον πλησίον του ουδέποτε προσηυχήθη καθαρά εις τον Θεόν.
114. Εάν ζημιωθής ή ονειδισθής ή εκδιωχθής από κάποιον, μή προσέξης αυτά που σου συνέβησαν, αλλά βλέπε την μελλοντικήν έκβασιν. Τότε θα ανακαλύψης, ότι η υπομονή σου εις ταπεινώσεις αυτάς, εγένετο πρόξενος πολλών αγαθών, όχι μόνον εις την παρούσαν, αλλά και εις την μέλλουσαν ζωήν.
115. Όπως τους νοσούντας ωφελούν τα πικρότατα φάρμακα, έτσι και τους κακοτρόπους συμφέρει να υποφέρουν πολλάς θλίψεις. Και τα μέν φάρμακα, δίδουν την υγείαν εις τους πρώτους, αι δέ θλίψεις οδηγούν εις μετάνοιαν τους δευτέρους.
116. Εάν δεν θέλης να κακοπαθής και να πάσχης, κι εσύ να μή θέλης να πράττης διάφορα κακά. Διότι απαραβάτως εις τας κακίας ακολουθούν αι θλίψεις. Όπως λέγει ο Απόστολος, "ό γάρ άν σπείρη έκαστος, τούτο και θερίσει" (Γαλ. ς',7).
117. Όταν σπείρωμεν τα φαύλα εκουσίως και ύστερα τα φαύλα ακουσίως θερίζομεν, πρέπει να θαυμάζωμεν την αλάθητον δικαιοσύνην του Θεού.
118. Επειδή μεταξύ της εκουσίου σποράς των φαύλων και του ακουσίου θερισμού των, εις τον καιρόν των, μεσολαβεί μακρόν κάπως διάστημα, αυτό μας οδηγεί εις το να απιστώμεν, ότι ο Θεός ανταποδίδει κατά το δίκαιον.
119. Όταν αμαρτήσης, μή σκέπτεσαι μόνον τι έκαμες, αλλά τί, πριν προβής εις την πράξιν, εσκέφθης. Εάν δεν προηγούντο οι αμαρτωλοί λογισμοί, το σώμα δεν θα ακολουθούσεν εις την πράξιν.
120. Από εκείνους που αδικούν φανερά, πλέον πονηρός είναι εκείνος που ενεργεί τα διάφορα κακά με υπουλότητα. Διά τούτο και τιμωρείται βαρύτερα από τους πρώτους υπό του Θεού.
"Εκείνος που επιθυμεί την άφεσιν των αμαρτιών του, αγαπά να ταπεινούται..."
121. Όστις μηχανεύεται πονηρίας και κακοποιεί τον πλησίον του χωρίς να φαίνεται, αυτός είναι όφις, όπως λέγει η Γραφή, "εγκαθήμενος έν οδώ και δάκνων πτέρναν ίππου" (Γεν. μθ', 17).
122. Εκείνος πού εις τον αυτόν χρόνον εις ωρισμένα μέν σημεία επαινεί, εις άλλα δέ κατηγορεί τον πλησίον, αυτός είναι δούλος της κενοδοξίας και του φθόνου. Και διά μέν των επαίνων προσπαθεί να κρύψη τον φθόνον. Διά δέ των κατηγοριών, παρουσιάζει τον εαυτόν του σοφώτερον εκείνου.
123. Όπως είναι φυσικώς ασυμβίβαστον να ποιμαίνη κανείς πρόβατα μετά λύκων, ούτως είναι αδύνατον να τύχη θείου ελέους, εκείνος που δολιεύεται τον πλησίον του.
124. Ο εν υποταγή μοναχός, που αναμιγνύει την εντολήν του Γέροντός του με το θέλημά του, αυτός είναι μοιχός, καθώς φαίνεται εις την Σοφίαν (Παροιμ. ς', 32), και εξ αφορμής της πτωχείας των φρενών του, υποφέρει αυτοβασανιζόμενος από λύπας της ψυχής του.
125. Όπως εναντιούται η κίνησις της φωτιάς πρός ένωσιν με το νερό, ούτως είναι εναντία η προσπάθεια δικαιολογίας με τον ταπεινόν άνθρωπον. Ο ταπεινός δέχεται αναπολογήτως όλας τα συκοφαντίας.
- Εκείνος που επιθυμεί την άφεσιν των αμαρτιών του, αγαπά να ταπεινούται. Εκείνος δέ που κατακρίνει τον πλησίον του, μόνος του μονιμοποιεί τας κακίας του.
127. Μή αφήσης καμμίαν αμαρτίαν ανεξάλειπτον, όσον και εάν είναι μικρή, διά να μή σε παρασύρη αργότερα σε μεγαλύτερα κακά.
128. Εάν θέλης να σωθής, αγάπησε τους αληθινούς λόγους και να μή αποστραφής, εξ ακρισίας, τους οιουσδήποτε ελέγχους.
129. Ο λόγος της αληθείας του Βαπτιστού Ιωάννου, τόσον δυνατός ήτο, ώστε μετέβαλε "γεννήματα εχιδνών" και τους υπέδειξε να αποφύγουν την μέλλουσαν οργήν (Ματθ. γ', 7).
130. Εκείνος που δέχεται ευχαρίστως τους λόγους της αληθείας, αυτός υποδέχεται τον Λόγον του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν. Διότι είπεν· "ο δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται" (Ματθ. ι', 40).
Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς (2 Μαρτίου)
Βίος του Αγίου Νικολάου του Πλανά, του οποίου η Εκκλησίας μας τιμά την μνήμη στις 2 Μαρτίου.
Πρότυπο Ιερέα
Μιλάμε πολλές φορές στον καιρό μας για κρίση στους θεσμούς της κοινωνίας και ανάμεσα σ' αυτούς περιλαμβάνουμε και την Εκκλησία ως διοίκηση. Σίγουρα το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο και σίγουρα δε σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν διακονεί τον σκοπό της πάνω στη γη. Το παρήγορο και το ενισχυτικό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, και στον καιρό μας, που κατορθώνουν να ξεπεράσουν την κακομοιριά μας και να ποδηγετήσουν με το παράδειγμα τους το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Μια τέτοια μορφή ήταν ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 2 Μαρτίου. Γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 και κοιμήθηκε στην Αθήνα το 1932. Θα κάνουμε μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε τον παπα-Νικόλα, τον απλοϊκό ποιμένα των απλοϊκών προβάτων, στις σχέσεις με τους ενορίτες του, όπως φαίνονται από το βιβλίο της μοναχής Μάρθας.
Η σχέση που καλλιεργεί ο ιερέας με τους ενορίτες τους είναι το μέτρο με το οποίο μετρά κανείς την προσπάθεια που καταβάλλεται. Μέτρο δεν είναι το πολυπληθές, και συνήθως απαθές, εκκλησίασμα. Ο παπα-Νικόλας αδιαφορεί για το πλήθος κι ενδιαφέρεται για το πώς θα τους κάνει μετόχους της αγιαστικής χάριτος των μυστηρίων. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το βαθμό των κοινωνικών γνωριμιών των «παιδιών» του και για όλα τα προβλήματα τους «διανυκτέρευε σχεδόν, προσευχόμενος» κι ας είχε λειτουργήσει με το δικό του, μοναδικό τρόπο την προηγούμενη και θα λειτουργούσε και τη μέρα που θα ξημέρωνε (αναφέρεται ότι η λειτουργία παρ' αυτώ διαρκούσε 9-10 ώρες...)
Στη σχέση με τους ενορίτες κυριαρχούσε ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας του προσώπου. Εκτός από την ξεχωριστή σε κάθε λειτουργία μνημόνευση όλων των ονομάτων βλέπουμε να μη συμπεριφέρεται ομοιόμορφα και κατά την εξομολόγηση, Ανάλογα με τις δυνάμεις και την πνευματική προκοπή του εξομολογούμενου καθόριζε τη νηστεία, Για τον κάθε ενορίτη του και πνευματικό παιδί του δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις στιγμές της θλίψεως «κατέβασε τον ουρανό στη γη, από την αδιάκοπη κι εγκάρδια προσευχή». Νιώθει τα ξεχωριστά ατομικά προβλήματα «άκουσε με προσοχή και συμπόνια, ... είπε ότι θα προσευχηθεί». Και όταν κάνει παρατηρήσεις τις κάνει με πολύ ευγένεια, διακριτικότητα αλλά και αμεσότητα.
Στους υποτακτικούς του προσπαθεί να δώσει τη σωστή ιεράρχηση των αξιών. Δεν τους πιέζει να συμμετάσχουν πουθενά, αλά όπου συμμετέχουν πρέπει να συμμετέχουν ολόψυχα. «Ήρθαμε να αγρυπνήσουμε, όχι να κοιμηθούμε...» είπε σε κάποιον που αποκοιμήθηκε κατά την ώρα της αγρυπνίας.
Όταν πρόκειται να κάνει κάτι το καινούργιο, που θα έχει επίπτωση στους γύρω του, ρωτάει «τι λες να συνεχίσουμε και εμείς αυτό; (την προσευχή των Ακοίμητων)» και σέβεται την απάντηση της υποτακτικής του χωρίς να προσπαθήσει να επιβάλλει τη γνώμη του. Δε διστάζει να ζητήσει συγγνώμη από τους συνεργάτες του όταν καταλαβαίνει ότι η προσωπική του επιθυμία και διάθεση για συνέχιση του αγώνα και της προσευχής, τους κουράζει: «σας παιδεύω, παιδιά μου, να με συγχωρέσετε», «να με συγχωρέσεις... είμαι λιγάκι παράξενος!»
Όλες του οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα το γαλήνεμα του εσωτερικού κόσμου όσων τον πλησίαζαν. «Αποφάσισαν να τον φέρουν (ένα δαιμονισμένο) στο μικρό και ήσυχο λιμανάκι, εκεί που κατέφευγαν όλες οι κυματοδαρμένες από τις φουρτούνες της ζωής ψυχούλες». Ακόμη και η κουβέντα που είπε σε κάποιον στεναχωρημένο αμαξά «δεν πειράζει παιδί μου, πηγαίνω με τα πόδια», αντανακλούν τη γαλήνη που έκρυβε μέσα του. Η γαλήνη αυτή έκανε τον άλλον να παραμερίζει οποιαδήποτε εμπόδια και καλλιεργούσε την ειρήνη στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ως καλός ποιμένας γνωρίζει καλά το ποίμνιο του και προσπαθεί να το γνωρίσει ακόμη καλύτερα. Όταν μια φορά είχε μείνει από πρόσφορο και δεν θα μπορούσε να τελέσει τη Θεία Λειτουργία έστειλε να ζητήσουν από τις γυναίκες «που ήξερε πως πάντα είχαν πρόσφορο». Ανακαλύπτει ένα κρυμμένο λεπρό και τον εντάσσει στα πλαίσια των ασχολιών του. Προσπαθεί να νιώσει την ουσία των προβλημάτων και μετά να προσφέρει τη βοήθεια του. Αυτό του δίνει την άνεση να έχει ξεκάθαρη στάση απέναντι τους και να μην τους κάνει να πικραίνονται ποτέ γιατί έβλεπαν ότι ο παπα-Νικόλας δεν έβλεπε τον άνθρωπο μόνο ως ψυχή αλλά και ως σώμα και κατά πρώτον λόγο έπρεπε να καλυφθούν οι σωματικές ανάγκες και μετά να προσεγγιστεί ο πιστός και από την «πνευματική» σκοπιά.
«Προσφέρθηκε να βάλει την περιουσία του ενέχυρο, για να σωθεί ο πλησίον του», «ένα γεροντάκι τον επισκεπτόταν δις της εβδομάδας και τον συντηρεί σχεδόν (ο παπα- Νικόλας)» -βλέπουμε ότι δεν αφήνει στο φιλόπτωχο την υλική συμπαράσταση- «πήρε τον φάκελο κλειστό με σεβαστό ποσόν..., τον έδωσε αμέσων κλειστό σε μια πτωχή, είχε κόψει μισθό σε έντεκα οικογένειες χήρων και ορφανών. .Χρόνια διατηρεί το επίδομα.», «περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλ' αμέσως το διοχέτευε στην ελεημοσύνη», προσεύχεται για να βρει κάποιος οικογενειάρχης δουλειά, προσεύχεται για ν' απαλλαγεί από τους στομαχικούς πόνους μια ενορίτισσα του, και ακόμη, και μετά το θάνατο του, προσωπικά του αντικείμενα ή και μια ευχή στ' όνομα του έδιναν λύση σε επείγοντα σωματικά προβλήματα.
Οι πράξεις του αυτές είχαν καλλιεργήσει ένα σεβασμό του ποιμνίου του, που τον συνόδευε σε κάθε του βήμα. Τον υποδέχονταν με χαρά και προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί του, να πάρουν την ευλογία του- ακόμη και οι οδηγοί θα είχαν εκείνη τη μέρα περισσότερα κέρδη! Δεν ενδιαφέρονταν για την πτωχική εξωτερική του εμφάνιση, ούτε και για το ότι ήταν κατά κόσμο αμόρφωτος. Όμως και ο παπα Νικόλας καταλάβαινε την αγάπη τους, δεν τη εκμεταλλεύονταν και δεν αδιαφορούσε όταν κάποιο «παιδί του» ετοίμαζε κάτι γι' αυτόν.
Πρόθυμα ο παπα-Νικόλας συγχωρεί τις πράξεις των άλλων που τον έχουν ως στόχο. Συγχωρεί τον νεωκόρο που τον μούντζωνε, συγχωρεί αυτούς που θέλουν να τον εμπαίξουν. Αυτό, όμως, που δεν συγχωρεί είναι η ασυγχωρησία: Θεωρούσε ένοχο έναν κληρικό που είχε αφορίσει μια κυρία και πέθαναν και οι δύο ασυγχώρητοι.
Κυριότερο μέσο αγωγής είχε το παράδειγμα και την έμπρακτη νουθεσία. Εξηγεί σε μια «κόρη του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και 'γω δεν ξέρω να μιλήσω; ξέρω, αλλά σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
Πηγαίνει νωρίς σ' ένα σπίτι για να μπορέσει να λειτουργήσει την επόμενη, δίνοντας την αφορμή στο σπιτικό εκείνο να συλλειτουργηθεί μαζί του. Ελέγχει με πολύ όμορφο τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων και του κάνει να καταλάβουν το βαθύτερο αίτιο των σφαλμάτων τους, «έβαλε κανόνα» σε ένα αστεφάνωτο ζευγάρι μόνο όταν τους καλλιέργησε πνευματικά, και εξηγεί με πολύ αγάπη σε μια γυναίκα που ζούσε παράνομα για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποδεχθεί το πρόσφορο της. Έτσι η γυναίκα καταλαβαίνει ότι δόγμα και ήθος είναι ένα και το αυτό.
Ακόμη κι όταν βλέπει ότι η αγάπη του δεν βρίσκει ανταπόκριση και η καλημέρα του δεν απαντάται, αυτός συνεχίζει ακάθεκτος την προσπάθεια του για να δείξει ότι η αγάπη καταργεί όλα τα σύνορα: «δεν είχε εχθρό κανένα». Φυσικά, προτιμά να προλάβει μια κατάσταση παρά να τη νουθετήσει εξ υστέρων: ενίσχυε τις νεαρές χήρες «διότι η φτώχεια εξωθεί προς την διαφθορά». Το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο προς τον συνάνθρωπο αδιαφορώντας για την πολιτική του τοποθέτηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν τον ρώτησαν κάτι για τα πολιτικά, αυτός απάντησε: «Ποιος κυβερνάει τώρα;»
Ποτέ, επίσης, για κάποιο αίτημα του δεν έκρουσε την πόρτα ισχυρών- ούτε ενδιαφερόταν τι θέση κατείχε ο εξομολογούμενο. Ο παπα Νικόλας έκρουε συνεχώς την πόρτα του Θεού. Προσπαθεί να παρηγορήσει για πράγματα που νιώθει ότι στενοχωρούν τους άλλους αλλά δεν τους βλάπτουν πνευματικά: «δεν πειράζει παιδί μου» είπε σ' έναν αμαξά όταν αφήνιασαν τα' άλογα του, «μη στεναχωριέσαι» είπε στην ψάλτρια του όταν περπατούσαν στο σκοτάδι, και ο ίδιος δεν στεναχωρούνταν ακόμα και με πράξη που δικαιολογημένα θα έκαναν άλλους να αγανακτήσουν, αλλά διδάσκει την υπομονή και την αγάπη με καλοσύνη και απάθεια.
Κάναμε μια μικρή προσπάθεια να δούμε μια πλευρά της ζωής μιας από τις νεώτερες μορφές αγίων κληρικών. Όμως η προσωπικότητα του παπα-Νικόλα δεν μπορεί να κλειστεί σε μερικές γραμμές. Μπορεί να μετρηθεί μόνο με το πόσες ψυχές παρασυρμένες από τη ζωή του θα μπορέσουν να φτάσουν πιο κοντά στη Βασιλεία των Ουρανών.
Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης (4 Μαρτίου)
Το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου βρίσκεται στην έρημο του Ιορδάνη. Είναι κοντά στην Ιεριχώ, που κατοικείται σήμερα κυρίως από Αραβες Παλαιστίνιους.
Σε μικρή απόσταση βρίσκεται μισογκρεμισμένο το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί κοντά είναι το ακριβές σημείο του ποταμού Ιορδάνη, όπου βαφτίστηκε ο Χριστός. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, είναι η Νεκρά Θάλασσα, στο μέρος που βρίσκονταν οι αρχαίες πόλεις Σόδομα και Γόμορρα.
Το μοναστήρι βρίσκεται τετρακόσια περίπου μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Μεσογείου Θάλασσας. Γι' αυτό εδώ η ζέστη είναι αφόρητη το καλοκαίρι και οι βροχές το χειμώνα ελάχιστες. Το μοναστήρι υψώνεται μεγαλόπρεπο. Είναι σήμερα μια όαση, που διακόπτει το μονότονο και άχαρο τοπίο της απέραντης ερήμου. Ο προσκυνητής ξεκουράζεται στους φιλόξενους χώρους του, ξεχνά την άμμο και τις πέτρες της ερήμου και φέρνει στο νου του τα ένδοξα χρόνια του μοναχισμού, του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Λίγο πιο κάτω από το μοναστήρι, πάνω σε αμμόλοφους, υπάρχουν μερικές σπηλιές.
Σε μια απ' αυτές λέγεται ότι έζησε η οσία Μαρία η Αιγύπτια ή η Αγία Φωτεινή.
Το λείψανο του Αγίου Γερασίμου δεν έχει βρεθεί ακόμη. Αυτές τις μέρες ο ηγούμενος Χρυσόστομος ανακάλυψε πολλούς τάφους με ακέραια λείψανα, έξω από το μοναστήρι. Πιστεύει πως κάπου κοντά θα είναι και το πολύτιμο λείψανο του Αγίου και ίσως βρεθεί σύντομα.
Το μοναστήρι περιτριγυρίζεται από πανύψηλα τείχη και μεγάλη σιδερένια πόρτα. Μπαίνοντας στο μοναστήρι, στα αριστερά, βρίσκεται μικρή εκκλησία αφιερωμένη στη φυγή στην Αίγυπτο. Είναι η σπηλιά όπου, κατά την παράδοση, φιλοξενήθηκε η Παναγία με το Χριστό βρέφος και τον Αγιο Ιωσήφ, όταν έφευγαν στην Αίγυπτο.
Η παράδοση λέει ότι η άγια οικογένεια έμεινε σ' αυτή τη σπηλιά μια νύχτα. Εδώ είχε το λημέρι του ένας αρχιληστής. Αυτός είπε στους άλλους ληστές να μην πειράξουν αυτή την οικογένεια, διαφορετικά θα είχαν να κάνουν μαζί του. Τη νύχτα η Παναγία έλουσε το Χριστό. Το νερό που έμεινε, που ήταν πεντακάθαρο, το πήρε η γυναίκα του ληστή και έλουσε το άρρωστο παιδί της. Αμέσως το παιδί έγινε καλά. Λέγεται ότι αυτό το αγόρι ήταν ο ληστής που σταυρώθηκε στα δεξιά του Χριστού και πήγε στον Παράδεισο...
Η περιοχή αυτή λέγεται και περιοχή της πέρδικας.
Πήρε το όνομα της από την Παναγία. Όταν τη βλέπανε να περνά έλεγαν ότι έμοιαζε με πέρδικα. Μάλιστα κάποιος είπε:
- Αυτή η γυναίκα είναι τόσο όμορφη! Αν υπάρχει μητέρα του Θεού αυτή πρέπει να είναι.
Ο χώρος γύρω από το μοναστήρι είναι μια όαση. Χάρη στις άοκνες προσπάθειες του ηγουμένου και τη βοήθεια των πιστών, η μονότονη και κατάξερη έρημος παραχωρεί τη θέση της στο πράσινο. Έτσι εδώ ξεκουράζεται και η ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Πριν δεκαπέντε χρόνια περίπου, έξω από το μοναστήρι υπήρχαν μόνο λίγες φοινικιές. Σήμερα όλος ο χώρος σφύζει από ζωή και ξεκουράζει τον κουρασμένο επισκέπτη.
Το βόρειο μέρος, έξω από το μοναστήρι, είναι περιφραγμένο με ψηλό τοίχο. Εδώ υπάρχουν πολλές ελιές, φοινικιές και χαρουπιές. Κάτω από μια απ' αυτές κοιμάται ήσυχα τον ύπνο του δικαίου η μοναχή Χριστοδούλη, που έζησε τα τελευταία της χρόνια σ' ένα μικρό δωμάτιο. Κοιμήθηκε σε ηλικία 104 χρόνων. Η μοναχή αυτή αγαπούσε πολύ τα ζώα, κυρίως τις γάτες, τους σκύλους και τις κατσίκες. Η αγιότητα της φαίνεται από το πιο κάτω γεγονός:
Μετά την κηδεία, την ώρα που την κατέβαζαν από το ναό του Αγίου Γερασίμου και την έπαιρναν να τη θάψουν, ο πολύ λίγος κόσμος που παρευρέθηκε, διαπίστωσαν ότι δεξιά και αριστερά από το φέρετρο στέκονταν τα αγαπημένα της ζώα, σκύλοι και γάτες και πάνω ψηλά στους τοίχους παρατάχθηκαν πολλά πουλιά. Ήταν όλα αυτά τα ζώα που τάιζε με το δικό της φαγητό.
Στα ανατολικά του μοναστηριού υπάρχει ένα περιφραγμένο κτήμα με φραγκοσυκιές και ελιές. Εδώ ο ηγούμενος είχε μεταφέρει και τα ζώα αλλά τα σήκωσε, μετά από το εξής παράξενο γεγονός: Ο κηπουρός μπάρμπα-Μιχάλης, που βοηθούσε κάποτε στους κήπους της Μονής, ενώ βρισκόταν σ' αυτό το μέρος άκουε μια παράξενη φωνή να λέει: "Δεν φτάνει που μας έφερε τα άλλα ζώα, τώρα μας κουβάλησε και τις κατσίκες από πάνω μας". Τον τελευταίο καιρό ο γέροντας είχε πάρει εκεί τις κατσίκες. Παρόμοιες φωνές άκουγαν και άλλοι. Έτσι ο ηγούμενος αναγκάστηκε να μεταφέρει όλα τα ζώα σε άλλους χώρους.
Στο νότιο μέρος του μοναστηριού υπάρχουν τρεις ξενώνες. Εδώ μπορούν να φιλοξενηθούν όσοι προσκυνητές θέλουν να παραμείνουν στον Αγιο Γεράσιμο για ορισμένες μέρες.
Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας του Αραβοϊσραηλινού πολέμου, ελάχιστοι προσκυνητές επισκέπτονται το μοναστήρι. Ο ηγούμενος κάνει ό,τι μπορεί για να βρει χρήματα, για να μπορεί να βοηθάει τους κατοίκους της Ιεριχώς - Ορθόδοξους και μουσουλμάνους - που στερούνται τα πάντα.
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Στα πολύ παλιά χρόνια, πριν περάσουν τετρακόσια χρόνια από την γέννηση του Ιησού Χριστού μας, γεννήθηκε στα Μύρα της Λυκίας ένας από τους μεγαλύτερους αγίους της Ορθοδοξίας, ο Αγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης.
Τα Μύρα ήταν αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν Ελληνική από τα πανάρχαια χρόνια. Την εποχή του Βυζαντίου τα Μύρα έγιναν πρωτεύουσα της επαρχίας της Λυκίας και μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν έδρα επισκόπου. Ένας από τους επισκόπους των Μύρων, ήταν και ο Αγιος Νικόλαος ο προστάτης των θαλασσών. Ο Αγιος Νικόλαος λάμπρυνε με την παρουσία του τον επισκοπικό θρόνο των Μύρων κατά τον 4ο αιώνα και πέθανε λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο Αγιος Γεράσιμος. Τα ερείπια που σώζονται δείχνουν ότι τα Μύρα βρίσκονται τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από την θάλασσα.
Ο ευλογημένος Γεράσιμος γεννήθηκε όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ζήνωνας, μεταξύ 376 και 391 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι, ευσεβείς και ευλαβείς χριστιανοί. Τα άφθονα υλικά αγαθά δεν τους εμπόδισαν να έχουν αυστηρές ηθικές αρχές. Τον πολυαγαπημένο τους γιο τον ανάθρεψαν σύμφωνα με τα αθάνατα διδάγματα της Αγίας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Του έδωσαν μια τέλεια χριστιανική ανατροφή.
Όσο μεγάλωνε ο χαριτωμένος Γεράσιμος, τόσο πιο πολύ πλουτιζόταν με άφθονες αρετές, που του χάριζε ο φωτοδότης Χριστός. Δεν ήθελε να ζει όπως οι πιο πολλοί νέοι της εποχής του και να φροντίζει μόνο το σώμα του, παραμελώντας την αθάνατη ψυχή του. Ήταν φρόνιμος και προσεκτικός. Καταλάβαινε πως η ζωή του ανθρώπου πάνω στην γη είναι προσωρινή, ενώ ο Παράδεισος είναι παντοτινός και αιώνιος. Ο μεγάλος σεβασμός στο Θεό ριζώθηκε για καλά στα τρίσβαθα της ψυχής του από τα παιδικά του χρόνια. Οι γονείς του τον αφιέρωσαν από βρέφος στον Θεό και από παιδί ζούσε την μοναχική ζωή σε κοινόβιο μοναστήρι.
Σε κοινόβιο Μοναστήρι - Στην έρημο της Λυκίας
Η ακλόνητη πίστη του γνωστικού Γεράσιμου και ο διακαής του πόθος να γίνει μοναχός τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά την κοσμική ζωή. Αφού μοίρασε τα πλούσια υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφιερώθηκε στην ήρεμη και απλή ζωή των καλόγερων.
Έγινε επίσημα μοναχός, έδιωξε κάθε κοσμική φροντίδα και αφοσιώθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής του, στην απόκτηση των γνήσιων αρετών.
Στην αρχή έγινε μοναχός σε κοινόβιο μοναστήρι.
Κοινόβιο λέγεται το μοναστήρι στο οποίο ζουν μαζί πολλοί μοναχοί, εκκλησιάζονται όλοι μαζί, υπακούουν και εξομολογούνται στον ίδιο ηγούμενο, το γέροντά τους, τρώνε σε κοινό τραπέζι, καθένας τους κάνει κάποια δουλειά, το διακόνημα και δεν έχουν δικά τους χρήματα ή οποιαδήποτε περιουσία.
Αφού πέρασε αρκετό καιρό στο κοινόβιο, ο ενάρετος Γεράσιμος απόκτησε πείρα της μοναχικής ζωής και προόδευσε περισσότερο στις ασκητικές αρετές. Τότε, με την ευλογία του γέροντά του, έφυγε από το κοινόβιο και ζούσε μόνος του, σαν ασκητής, στους πιο απρόσιτους και έρημους τόπους της Λυκίας.
Ο καλοκάγαθος Γεράσιμος δεν αγαπούσε να ζει όπως οι περισσότεροι νέοι της εποχής του, που φρόντιζαν μόνο το σώμα τους και αδιαφορούσαν για την σωτηρία της αθάνατης ψυχής τους. Ήξερε ότι η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή, μαζί με τις άλλες αρετές που καλλιεργούσε συστηματικά, ήταν τα σκαλοπάτια που θα τον οδηγούσαν στην Αιώνιο Βασιλεία.
Αγωνιζόταν συνέχεια για να καθαρίσει την ψυχή του από κάθε πάθος και ακαθαρσία κι έτσι να φωτισθεί ο νους του από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Με ευχαρίστηση απέφευγε τα πολλά και νόστιμα φαγητά και καθετί που βάραινε την κοιλιά το θεωρούσε βάρος και ενόχληση για τη φύση. Έτσι ο νους του διατηρούταν καθαρός και ήσυχος.
Κοιμόταν πολύ λίγο, όσο χρειαζόταν για να διατηρείται στη ζωή και δεν απέφευγε τους κόπους και τους μόχθους. Αγαπούσε ν' ασχολείται με τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τη μελέτη των αγίων πατέρων.
Για το θέμα του ύπνου έλεγε: "Οποιος θέλει να ζήσει περισσότερο, πρέπει να κοιμάται λιγότερο. Ο πολύς ύπνος κάνει το σώμα αδύναμο και ασθενικό. Ζωή είναι κυρίως το μέρος του χρόνου κατά το οποίο είμαστε ξύπνιοι. Γι αυτό οι παλιοί σοφοί έλεγαν τον ύπνο αδελφό του θανάτου. Το κρεβάτι είναι ένα είδος φέρετρου, γιατί μας εμποδίζει από την ενέργεια, που είναι η βάση της ζωής".
Ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, εφαρμόζοντας όσα πίστευε, κοιμόταν μόνο όσο του ήταν αναγκαίο, όσο του χρειαζόταν για να ζει. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του τον ξόδευε σε προσευχή, σε μελέτη, σε αυτοεξέταση, σε αγαθοεργίες και σε άλλο Θεάρεστο έργο. Με τους πολύμοχθους αγώνες του στην έρημο της πατρίδας του, της Λυκίας, ο μακάριος Γεράσιμος έδειξε στους μοναχούς τον ορθόδοξο δρόμο της μοναχικής ζωής. Πάλεψε σκληρά εναντίον των δαιμόνων, ασκήτευε για αρκετό χρόνο με ιδρώτες, πόνους και μόχθους και στο τέλος αναδείχθηκε νικητής.
Στους Αγίους Τόπους - Κοντά στον Άγιο Ευθύμιο - Στην έρημο του Ιορδάνη
Από μικρός ο Αγιος Γεράσιμος είχε μεγάλο πόθο να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Ο σκοπός της σφοδρής αυτής επιθυμίας του ήταν διπλός. Ήθελε να προσκυνήσει τα μέρη που αγίασε με τον παρουσία Του ο Πανάγιος Θεάνθρωπος Χριστός και να ασκητεύσει στα θεοβάδιστα μέρη της ερήμου του Ιορδάνη. Θεωρούσε την έρημο καταλληλότερη για τους μεγαλύτερους ασκητικούς αγώνες, τους οποίους πάντοτε αγαπούσε.
Αυτή την εποχή πολλοί διαλεχτοί άνδρες και γυναίκες, από την Ανατολή και τη Δύση, έπαιρναν το δρόμο που οδηγούσε στην Αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ. Αρκετοί απ' αυτούς, αφού προσκυνούσαν τους Πανάγιους τόπους, γύριζαν χαρούμενοι στις πατρίδες τους. Αλλοι πάλι αφιέρωναν τον εαυτό τους στο θεό και έμεναν μόνιμα στα αγιασμένα αυτά μέρη και γίνονταν μοναχοί. Μερικοί εγκαταστάθηκαν στις έρημους και ίδρυσαν μοναστήρια. Τέτοιοι ήταν ο Μέγας Ευθύμιος, ο Θεόκτιστος, ο Κυριάκος ο Αναχωρητής και άλλοι.
Επιτέλους ο ευσεβής πόθος του Οσίου Γερασίμου να προσκυνήσει τους τόπους που αγίασε με την παρουσία Του ο Κύριος μας πραγματοποιείται. Το 451 μ.Χ. φτάνει στα Ιεροσόλυμα και προσκυνεί τον Πανάγιο Τάφο και τα άλλα ιερά προσκυνήματα. Το ίδιος έτος είχε φτάσει εκεί και ο Αγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης.
Αλλά και η άλλη, μεγάλη του επιθυμία πραγματοποιείται. Ο Πανάγαθος Θεός στέλνει πλούσια την ευλογία Του στους γνήσιους στρατιώτες Του. Μετά την προσκύνηση στα Ιεροσόλυμα, ο Αγιός μας καταφεύγει στην έρημο της Νεκράς Θάλασσας για να ασκητεύσει. Αφού άκουσε για τη φήμη του Αγίου Ευθυμίου, που ασκήτευε τότε στη γειτονική έρημο του Ρουβά, πήγε κοντά του για λίγο καιρό και τον συμβουλεύτηκε. Πολύ ωφελημένος από την πείρα και τις συμβουλές του γίγαντα αυτού της Ορθοδοξίας, φτάνει στη γειτονική έρημο του Ιορδάνη, όπου αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα και να περάσει με αυστηρή άσκηση τον υπόλοιπο χρόνο του επίγειου βίου του.
Μετά την εγκατάσταση του στην περιοχή του Ιορδάνη ο Όσιος συνέχισε τους σκληρούς ασκητικούς αγώνες του. Ο αγώνας του ήταν πολύ δύσκολος και κουραστικός, γιατί γινόταν εναντίον του σατανά, που μισεί πολύ τους ανθρώπους και θέλει την καταστροφή τους, οδηγώντας τους μακριά από το Θεό, στην αιώνια κόλαση. Εκτός των άλλων δυσκολιών εδώ είχε να αντιμετωπίσει και τον αφόρητο καύσωνα, γιατί η περιοχή είναι έρημος και βρίσκεται σχεδόν τετρακόσια μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Μεσογείου Θάλασσας.
Τέτοιους σκληρούς αγώνες έκανε ο Αγιος σ' αυτή την έρημη περιοχή. Η Θεία Χάρη όμως τον δυνάμωνε και με ακαταμάχητα όπλα τη βαθιά πίστη, την επιμονή και υπομονή έφτασε στην τελική νίκη. Έτσι μετά το θάνατο του η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο. Είναι γνωστός σαν ο Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης και τον γιορτάζουμε στις τέσσερις Μαρτίου.
Όσιοι λέγονται οι άγιοι που πεθαίνουν ειρηνικά, είτε στα γεράματα τους, είτε από κάποια αρρώστια. Οι άγιοι που θανατώνονται βίαια και υποφέρουν πολλά βάσανα, γιατί δεν αρνούνται το Χριστό, λέγονται μάρτυρες.
Τώρα ο Αγιος ζει μέσα στην αγαπημένη του έρημο. Αγωνίζεται αδιάκοπα για ν' αποκτήσει μεγαλύτερες αρετές. Δεν ήθελε να μένει στάσιμος, αλλά ήθελε κάθε μέρα να ξεπερνά τον εαυτό του στους κόπους και τους μόχθους της ασκητικής ζωής. Ποτέ του δεν κοίταζε πίσω αλλά μπροστά. Οπλισμένος με τα ανίκητα όπλα της αρετής και δυναμωμένος με τη Θεία Χάρη, νικά τους δαίμονες και τους αναγκάζει να τραπούν σε άτακτη φυγή. Γίνεται ένας καθηγητής της ερήμου. Η φωνή του τραβάει σαν μαγνήτης κοντά του πολλούς μοναχούς και ασκητές, από διάφορα μέρη, που ήθελαν να τον έχουν οδηγό για τη σωτηρία της ψυχής τους. Ανάμεσα σ' αυτούς που ήθελαν να γίνουν μαθητές του ήταν και ορισμένοι ξακουστοί μοναχοί και μεγάλοι ασκητές της ερήμου.
Βλέποντας ο Όσιος τόσους ασκητές να τον περιτριγυρίζουν, όπως οι μέλισσες κυκλώνουν την κηρήθρα, αποφασίζει να ιδρύσει κοινόβιο μοναστήρι και λαύρα ένα περίπου μίλι μακριά από τον Ιορδάνη ποταμό.
Η λαύρα αποτελείται από σπηλιές, σε καθεμιά από τις οποίες μένει μόνος του ένας μοναχός. Στη λαύρα έμεναν οι μεγαλύτεροι μοναχοί κι αυτοί που είχαν πείρα στη μοναχική ζωή. Στο κοινόβιο ζούσαν οι νεότεροι και οι αρχάριοι.
Επειδή ο θεοφόρος Γεράσιμος είχε φήμη σπουδαίου ασκητή, η λαύρα του γέμισε γρήγορα με μοναχούς, που ζούσαν σκορπισμένοι στην περιοχή της Ιεριχώς και στις όχθες του ποταμού Ιορδάνη. Έτσι δίκαια ο Αγιος ονομάστηκε Ιορδανίτης, γιατί ήταν ο πρώτος που κατοίκησε συστηματικά σ' αυτήν την έρημο και συγκέντρωσε εδώ μοναχούς.
Το κοινόβιο μοναστήρι βρισκόταν στη μέση της λαύρας. Οσοι από τους μοναχούς του κοινοβίου τηρούσαν τους κανόνες που έβαζε ο Αγιος και έκαναν ασκητική ζωή, μετά από μακροχρόνιους αγώνες, μπορούσαν να εγκατασταθούν σε ξεχωριστά κελιά, στη λαύρα.
Ο Αγιος Γεράσιμος είναι ο πρώτος ιδρυτής του κοινοβιακού και του αναχωρητικού βίου. Αναχωρητές λέγονταν οι μοναχοί που ζούσαν στη λαύρα.
Οι κανόνες που έβαλε ο Αγιος στους Αναχωρητές
Ο Οσιος μας αγαπούσε πολύ τη ζωή των αναχωρητών. Γι' αυτό περνούσε μέρος της μοναχικής του ζωής στην έρημο. Κατοικούσε κοντά στους μαθητές του ή μαζί με άλλους μεγάλους και ξακουστούς δασκάλους της ερήμου, όπως τον Αγιο Ευθύμιο, το Θεόκτιστο, τον Αγιο Κυριάκο τον Αναχωρητή και άλλους.
Οι μοναχοί που ζούσαν στη λαύρα λέγονταν αναχωρητές γιατί έφευγαν (αναχωρούσαν) από το κοινόβιο και ζούσαν μόνοι στις σπηλιές της ερήμου. Αργότερα πολλοί μοναχοί από όλα σχεδόν τα μοναστήρια έφευγαν στην έρημο, στην αρχή της μεγάλης Σαρακοστής και γύριζαν το Σάββατο του Λαζάρου.
Ένας απ' αυτούς ήταν και ο Αγιος Ζωσιμάς που εξομολόγησε, κοινώνησε και έθαψε, με τη βοήθεια ενός λιονταριού, την Οσία Μαρία την Αιγύπτια.
Αυτή έζησε 47 χρόνια στην έρημο του Ιορδάνη, κοντά στο μοναστήρι του Αγιου Γερασίμου. Μάλιστα κοντά στο μοναστήρι σώζεται μια σπηλιά απόκρημνη, όπου η παράδοση λέει ότι κατοικούσε η Αγία για αρκετό καιρό.
Στους μοναχούς που ζούσαν στη λαύρα ο Αγιος έδωσε εντολή να ζουν σύμφωνα με τους πιο κάτω αυστηρούς κανόνες:
Τις πέντε μέρες της βδομάδας ο καθένας να ησυχάζει στο κελί του. Να τρώει μόνο ψωμί και φοινίκια και να πίνει νερό. Το Σάββατο και την Κυριακή να πηγαίνουν στο ναό του μοναστηριού, να ψάλλουν, να εξομολογούνται, να συμμετέχουν στη Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία και μετά να τρώνε στο Κοινόβιο μαγειρεμένο φαγητό και να πίνουν και λίγο κρασί.
Πρόσταξε στα κελιά τους να μην έχουν τίποτε άλλο, εκτός από τα αναγκαία, να μην ανάβουν λυχνάρι ή φωτιά και να μην τρώνε μαγειρεμένο φαγητό. Απέφευγαν επίσης τη γαστριμαργία και τα πάθη της ψυχής, όπως τη λύπη, την οργή, τη δειλία και τη λήθη.
Καθένας ήταν υπόχρεος να συνεισφέρει στο Κοινόβιο από το εργόχειρο του, κάθε Σάββατο, που θα ερχόταν σ' αυτό. Το δειλινό της Κυριακής, αφού θα έπαιρνε το εφόδιό του για όλη την εβδομάδα, δηλαδή ψωμί, καρπούς φοινικιάς, νερό και κλαδιά, αναχωρούσε για το κελί του.
Δεν είχαν άλλη ενδυμασία, εκτός από εκείνη που φορούσαν. Ως στρώμα είχαν ψαθί ή κάποιο ελαφρό σκέπασμα.
Είχαν ένα πήλινο αγγείο για νερό, για να πίνουν και για να διατηρούν φρέσκα τα κλαδιά που θα έπλεκαν.
Όταν έβγαιναν από τα κελιά τους έπρεπε να τα αφήνουν ανοικτά, ώστε όποιος ήθελε να μπορεί να μπαίνει σ' αυτά και να παίρνει ό,τι χρειάζεται.
Όλα τα πράγματα ήταν κοινά.
Ορισμένοι κάτοικοι της Ιεριχώς, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, λυπούνταν τους ασκητές και τους πήγαιναν κάθε Σάββατο και Κυριακή λιτά φαγητά και τρόφιμα. Αυτοί όμως δεν τα δέχονταν και για να τους αποφύγουν έφευγαν μακριά.
Ο ίδιος ο Αγιος τηρούσε όλους αυτούς τους κανόνες και όλες τις μέρες της Αγίας Σαρακοστής δεν έτρωγε τίποτε, εκτός από τη Θεία Κοινωνία, που έπαιρνε την Κυριακή.
Αφού έζησε μ' αυτό τον τρόπο ο Αγιος Γεράσιμος ο Αναχωρητής, δίκαια έγινε πρότυπο αρετής και σωτηρίας. Ήταν ένας μεγάλος καθηγητής της ερήμου, όπως τον Αγιο Αντώνιο, τον Αγιο Σάββα τον
Αγιασμένο, το Μεγάλο Ευθύμιο, τον Αγιο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη και άλλους.
Φρόντιζε περισσότερο για την πνευματική εργασία, αλλά δεν παραμελούσε τελείως και την πρακτική.
Ο Θεός του έδωσε μεγάλη χάρη. Τέτοια χάρη είχε όπως ο Αδάμ, πριν από την παρακοή.
Ο Αγιος Γεράσιμος και το Λιοντάρι
Σε τέτοια πνευματικά ύψη είχε φτάσει ο Αγιος Γεράσιμος, ώστε και αυτά τα άγρια θηρία ακόμη τον σέβονταν, του υπάκουαν και τον υπηρετούσαν. Η μεγάλη χάρη που του είχε δώσει ο Θεός φαίνεται και από την ιστορία του Αγίου με το λιοντάρι.
Ο Αγιος εικονίζεται πάντοτε με ένα λιοντάρι. Γιατί άραγε; Αυτό το άγριο λιοντάρι έζησε κοντά στον Όσιο Γεράσιμο και τον υπηρετούσε με θαυμαστό τρόπο, όσο καιρό ζούσε. Αλλά και όταν κοιμήθηκε ο Αγιος τον ακολούθησε με παράδοξο τρόπο, αφού πέθανε πάνω στον τάφο του από υπερβολική λύπη.
Κάποια μέρα, ενώ ο Αγιος περπατούσε στην όχθη του ποταμού Ιορδάνη, συναντήθηκε με ένα λιοντάρι. Μόλις το θηρίο τον αντίκρισε, άρχισε να βρυχάται με παρακλητικό τρόπο και να ανασηκώνει με δυσκολία το ένα του πόδι.
Τι είχε συμβεί;
Ένα μυτερό κομμάτι καλαμιού του είχε μπηχθεί στο πόδι με αποτέλεσμα αυτό να πρησθεί, να γεμίσει πύο και να μην μπορεί να περπατήσει από τους πόνους.
Όταν ο γέροντας είδε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν το λιοντάρι, το λυπήθηκε. Αφού το πλησίασε, κάθισε σε μια πέτρα, πήρε το πόδι του λιονταριού και το εξέτασε προσεκτικά. Το έσχισε με ένα σουγιά, έβγαλε το καλάμι με πολλά υγρά και πύο και καθάρισε καλά την πληγή. Μετά την έδεσε καλά με ένα πανί και έδιωξε το λιοντάρι. Αυτό όμως δεν έφευγε. Αφού θεραπεύτηκε, έμεινε κοντά στον Αγιο, δεν τον άφησε ποτέ πια, ημέρεψε σαν πρόβατο και τον ακολουθούσε σαν γνήσιος μαθητής του. Ο γέροντας θαύμαζε τη μεγάλη ευγνωμοσύνη του θηρίου, που πολύ σπάνια τη συναντάς στους ανθρώπους.
Από τότε ο γέροντας έτρεφε το λιοντάρι, δίνοντας του ψωμί και βρεγμένα όσπρια. Στη Λαύρα, δηλαδή στις σπηλιές, υπήρχε ένα γαϊδούρι που έφερνε νερό από τον ποταμό Ιορδάνη για τις ανάγκες των ασκητών. Ο Αγιος ανέθεσε τη φύλαξη αυτού του ζώου στο λιοντάρι. Ήταν υπεύθυνο να το βόσκει κοντά στον ποταμό και να το προσέχει κατά τη διαδρομή του. Ο γέροντας εμπιστεύθηκε στο θηρίο το γαϊδούρι, όπως σε μικρό βοσκό ένα πρόβατο. Το λιοντάρι έκανε αυτή την υπηρεσία για αρκετό χρονικό διάστημα. Αλλοτε ακολουθούσε το γαϊδούρι, περιτριγυρίζοντας το προστατευτικά σαν σκύλος, άλλοτε καθόταν κοντά του ή πρόσεχε τους γύρω δρόμους, όταν εκείνο έβοσκε. Όσοι το έβλεπαν απορούσαν, σταυροκοπιόνταν και θαύμαζαν για το παράξενο αυτό θέαμα.
Κάποτε το λιοντάρι και το γαϊδούρι χώρισαν για λίγη ώρα. Αυτό έγινε είτε γιατί το λιοντάρι αποκοιμήθηκε είτε διότι απομακρύνθηκε για λίγο, για να βρει τροφή. Κάποιοι Αραβες έμποροι καμηλιέρηδες που περνούσαν από εκεί βρήκαν το γαϊδούρι μονάχο του και το έκλεψαν.
Όταν το λιοντάρι αναζήτησε παντού το "φίλο του" και δεν τον βρήκε, γύρισε στη Λαύρα σκυθρωπό και λυπημένο.
Ο Όσιος, μόλις είδε το λιοντάρι μόνο του και σ' αυτή την κατάσταση, υποψιάστηκε ότι θα έφαγε το γαϊδούρι και με ύφος γεμάτο σοβαρότητα του είπε:
Τι συμβαίνει λιοντάρι; Έφαγες το γαϊδούρι; Φαίνεται λοιπόν ότι ξαναγύρισες στην προηγούμενη σου φύση, αν και δοκίμασες να μεταμορφωθείς σε πρόβατο και ν' αποκτήσεις την ιδιότητα τον σκύλου. Αλλά η φύση νίκησε. Θυμήθηκες την προηγούμενη υπερηφάνεια και τη βασιλική σου κυριαρχία πάνω στα άλλα ζώα, εσύ ο φονιάς και πεθύμησες πάλι να είσαι αρχηγός. Αλλά εγώ θα σε ταπεινώσω και θα γκρεμίσω τον εγωισμό σου. Να είσαι λοιπόν, όχι λιοντάρι, όπως πεθύμησες, αλλά γάιδαρος κουβαλητής".
Πραγματικά το λιοντάρι γίνεται τώρα γαϊδούρι. Ο Όσιος το διατάζει με απλότητα να αναλάβει την υπηρεσία του γαϊδάρου. Φορτωμένο τις στάμνες να μεταφέρει το νερό στους μοναχούς από τον ποταμό. Υποτάσσεται στον Αγιο και εκτελεί την εργασία του γαϊδάρου, όπως ακριβώς και προηγουμένως συμπεριφερόταν πρώτα σαν αρνί και μετά σαν έμπιστος σκύλος.
Από τότε που κλέψανε το γαϊδουράκι πέρασε αρκετός καιρός. Το λιοντάρι εκτελούσε τη νέα του υπηρεσία ευχάριστα, ακούραστα και πρόθυμα.
Μερικοί αναφέρουν και το παρακάτω περιστατικό: Κάποτε ένας στρατιωτικός πήγε να δει το γέροντα. Είδε το λιοντάρι να μεταφέρει νερό και έμεινε έκπληκτος από το παράξενο αυτό θαύμα. Τότε έδωσε στον Αγιο τρία χρυσά νομίσματα - τόση ήταν τότε η τιμή ενός γαϊδάρου - και απάλλαξε το λιοντάρι από τη δύσκολη δουλειά.
Μια μέρα οι Αραβες έμποροι, που είχαν κλέψει το γαϊδούρι, περνούσαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, κοντά στην όχθη του Ιορδάνη, έχοντας μαζί τους και το κλεμμένο ζώο. Το λιοντάρι βρισκόταν την ώρα εκείνη σ' αυτό το ίδιο μέρος, για να μεταφέρει νερό. Είδε το γαϊδουράκι, το αναγνώρισε και αφήνοντας την ιδιότητα του γαϊδάρου, παρουσιάζεται σαν λιοντάρι και αρχίζει να βρυχάται και να στρέφεται εναντίον των εμπόρων. Αυτοί φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας μόνα τους τα ζώα.
Το λιοντάρι έπιασε με τα δόντια του το σχοινί και τράβηξε μαζί με το γαϊδουράκι και όλες τις καμήλες κατά το μοναστήρι. Οταν έφτασαν στο μοναστήρι το λιοντάρι οδήγησε όλα τα ζώα έξω από το κελί του Οσίου, γεμάτο χαρά. Ήταν πολύ χαρούμενο, έκανε διάφορα πηδήματα και κινήσεις και φαινόταν σαν ένας γενναίος στρατιώτης που έρχεται από τον πόλεμο φορτωμένος με λάφυρα.
Οταν ο γέροντας είδε το πρωτοφανές αυτό θέαμα, χαμογέλασε, κατάλαβε ότι άδικα κατηγόρησε το λιοντάρι, το απάλλαξε από τη δύσκολη δουλειά του και του έδωσε και όνομα. Το ονόμασε λοιπόν Ιορδάνη. Αυτό είναι ένα άλλο σημάδι της μεγάλης χάρης που πήρε από το Θεό ο Αγιός μας. Έδινε ονόματα στα άγρια θηρία και στα άλλα ζώα, συνομιλούσε μαζί τους, ήταν ήμερα μαζί του και του υπάκουαν, όπως στον Αδάμ, πριν από το προπατορικό αμάρτημα.
Μερικοί αναφέρουν ότι ο Αγιος ελευθέρωσε τελείως το λιοντάρι και αυτό έκλινε το κεφάλι, αποχαιρέτισε τον Αγιο και χάθηκε στην απέραντη έρημο. Ομως μια φορά τη βδομάδα ερχόταν στη Λαύρα και τον προσκυνούσε. Αλλοι λένε ότι ο Ιορδάνης έμεινε με το Γέροντα πέντε χρόνια και άλλοι ότι δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ. Αλλοι πάλι αναφέρουν ότι γύριζε μέσα και έξω από τη Λαύρα για άλλα τρία χρόνια, μέχρι που κοιμήθηκε ο Αγιος.
Στο μεταξύ, οι έμποροι, αφού ξεφοβήθηκαν και θαύμασαν, βλέποντας το λιοντάρι να τραβάει το γαϊδούρι από το σχοινί, ακολούθησαν από μακριά το θηρίο με τη συνοδεία του. Έφτασαν και αυτοί στη Λαύρα και παρακολούθησαν όσα έγιναν. Ένιωσαν μεγάλη ντροπή για την κακή τους πράξη, γονάτισαν και έπεσαν μπρούμυτα στα πόδια του Αγίου και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρέσει. Ζήτησαν την ευχή και την ευλογία του και του πρόσφεραν πολλά δώρα, μερικά από τα οποία είχαν μεγάλη αξία.
Ο Αγιος δέχτηκε μερικά από τα δώρα των εμπόρων, τους έδωσε χρήσιμες συμβουλές και ορισμένα δώρα από το μοναστήρι. Τους ευχήθηκε και τους έστειλε στα σπίτια τους, μαζί με τις καμήλες και τα εμπορεύματα τους. Εκείνοι έφυγαν, ευχαριστώντας τον Αγιο. Από τότε έρχονταν συχνά στο μοναστήρι και έφερναν μαζί τους πολλά δώρα.
Όταν ο Αγιος κοιμήθηκε ο Ιορδάνης έτυχε να μην είναι στη Λαύρα. Μετά από λίγες μέρες ήρθε και ζητούσε να βρει το γέροντα και να τον προσκυνήσει. Μάταια όμως. Ο μεγάλος ευεργέτης του δε φαινόταν πουθενά.
Μόλις ο Αγιος Σαββάτιος, ο μαθητής του Αγίου Γερασίμου, είδε το λιοντάρι να ψάχνει του είπε:
- Ιορδάνη, ο γέροντας μας, μας άφησε ορφανούς και έφυγε και πήγε στους ουρανούς, κοντά στον Κύριο. Αλλά πάρε τροφή και φάγε.
Το λιοντάρι όμως δεν ήθελε να φάει. Εξακολουθούσε να κοιτάζει ανήσυχα εδώ κι εκεί. Ήθελε να δει τον Αγιο και βρυχόταν δυνατά, χωρίς να σιωπά ούτε για μια στιγμή. Μάταια ο Αγιος Σαββάτιος και οι άλλοι μοναχοί το χάιδευαν στη ράχη και του έλεγαν να φάει και να ησυχάσει. Όσο προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν με λόγια, τόσο δυνατότερα φώναζε. Οι μοναχοί συγκινήθηκαν και δάκρυσαν, βλέποντας τη μεγάλη λύπη που ένιωθε το λιοντάρι, επειδή δεν έβλεπε τον Αγιο Γέροντα.
Ο Αγιος Σαββάτιος με νοήματα προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει ότι ο Αγιος πέθανε. Αυτό όμως συνέχιζε να βρυχάται λυπημένο και αγανακτισμένο.
Στο τέλος ο γέροντας του είπε:
- Έλα μαζί μου και Θα δεις τον τάφο του.
Αφού τα είπε αυτά άρχισε να προχωρεί και ο Ιορδάνης τον ακολουθούσε. Όταν έφτασαν και οι δυο στον τάφο του Αγίου σταμάτησαν.
Ο Αγιος Σαββάτιος τότε είπε:
- Εδώ είναι θαμμένος, Ιορδάνη, ο γέροντας Γεράσιμος.
Στάθηκε ο Αγιος Σαββάτιος κοντά στον τάφο του Αγίου Γερασίμου, δάκρυσε και έβαλε μετάνοια.
Όταν τον είδε το λιοντάρι, έκαμε και αυτό μετάνοια. Μετά έπεσε πάνω στον τάφο του Αγίου, κτυπούσε το κεφάλι του και βρυχήθηκε δυνατά.
Από τον πολύ πόνο που ένιωσε, επειδή έχασε τον Αγιο, ψόφησε αμέσως. Τόσο πολύ αγαπούσε τον Αγιο Γεράσιμο.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός έγινε όχι γιατί το λιοντάρι είχε λογική ψυχή.
Έγινε γιατί ο Θεός ήθελε να δοξάσει το μεγάλο αυτόν Αγιο και μετά το θάνατο του.
Το τέλος του Οσίου Γερασίμου
Αφού έζησε ζωή αγγελική, ο Αγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα, το 475 μ.Χ. Μετά τους σκληρούς αγώνες του και τη μεγάλη προσφορά του στο μοναχισμό είχε ένα ήσυχο, οσιακό τέλος, σε ηλικία περίπου εκατό χρονών. Ο Αγιος πέθανε στις τέσσερις Μαρτίου. Από τότε που ανακηρύχθηκε άγιος γιορτάζουμε τη μνήμη του αυτή τη μέρα και πανηγυρίζει το μοναστήρι του, που βρίσκεται στους Αγίους Τόπους, στην έρημο του ποταμού Ιορδάνη, κοντά στην Ιεριχώ.
Η γιορτή του έρχεται, σχεδόν πάντοτε, μέσα στη Μεγάλη Σαρακοστή. Είναι η περίοδος του πένθους και της προσευχής, που τόσο αγαπούσε ο Αγιος όσο καιρό ζούσε.
Πολλοί δέχονται ότι ο Αγιος θάφτηκε μισό μίλι μακριά από το μοναστήρι του.
Μετά την καταστροφή του μοναστηριού από τους Αραβες, το λείψανο του μεταφέρθηκε στη Μονή Καλαμώνος, στο μέρος που είναι σήμερα το μοναστήρι του Αγίου.
Μέχρι σήμερα κανένας δεν ξέρει το ακριβές μέρος, όπου βρίσκεται το άγιο λείψανο του.
Ίσως μ' αυτό τον τρόπο ο Αγιος να αποφεύγει τις πολλές τιμές.
Αυτό έκανε και όταν ήταν στη ζωή.
Προς τα τέλη Ιουνίου 2002,ο ηγούμενος του Αγίου Γερασίμου, αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, μετά από ανασκαφές, βρήκε έξω από το μοναστήρι τάφους με λείψανα.
Εδώ θα ήταν το κοιμητήριο του μοναστηριού.
Ίσως κάπου κοντά να βρίσκεται και το πολύτιμο λείψανο του μεγάλου αυτού Αγίου. Αμήν.
Ευγένιος Ροντιόνωφ
Ο μάρτυρας αποκεφαλίστηκε στις 23 Μαΐου 1996.
Ο ομολογητικός λόγος του μεγάλου αποστόλου Παύλου «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. στ΄ 14) βρήκε πάντοτε εφαρμογή στη ζωή όλων των αληθιν ών χριστιανών.
Μέγας λοιπόν ομολογητής του Σταυρού ο Παύλος. Δεν κάμπτεται ούτε λυγίζει μπροστά στους «εχθρούς του Σταυρού του Κυρίου». Τους γνωρίζει πολύ καλά. Και ξέρει την αιτία: ο Σταυρός είναι « Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἓλλησι δὲ μωρίαν». Για μεν τους Ιουδαίους ήταν «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου». Δεν ήταν γι’ αυτούς δυνατό ο Μεσσίας Χριστός να έχει θάνατο κακούργου. Αλλά κι οι «έλληνες» (=οι ειδωλολάτρες) δεν μπορούσαν να κατανοήσουν με την ανθρώπινη σοφία τους το θάνατο ενός απεσταλμένου του Θεού.
Τούτο το ακατανόητο σκάνδαλο του Σταυρού οι ειδωλολάτρες ήταν έτοιμοι να το γελοιοποιήσουν.
Το αντισταυρικό μίσος αποτελεί πάντοτε γνώρισμα των εχθρών του Χριστού και της Εκκλησίας. Στην εποχή μας ξανάρχισε σφοδρός – και από πολλά μέτωπα – αντισταυρικός διωγμός και από «χριστιανικά» κράτη και από αλλόθρησκους, προπάντων μουσουλμάνους. Οι μεν άθεοι και εκκλησιομάχοι της Ευρώπης, απαιτούν την αφαίρεση του Σταυρού από σχολεία και δικαστήρια και κοινοβούλια, οι δε μουσουλμάνοι με μίσος προφέρουν τη λέξη «σταυροφόρος».
Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για τον Ρώσο νεομάρτυρα Ευγένιο Ροντιόνωφ. Ένα δεκαοχτάχρονο παλικάρι του οποίου οι μουσουλμάνοι κόψανε το κεφάλι, γιατί αρνήθηκε να βγάλει το Σταυρό που φορούσε στο λαιμό και να γίνει μουσουλμάνους. Ο Ευγένιος έγινε ο μεγαλομάρτυρας των ημερών μας, για το μαρτύριο του οποίου μιλάει σήμερα όλη η Ρωσία και που το διαδίκτυο έχει πολλά να διηγηθεί. Ήδη κυκλοφορούν άγιες εικόνες του, η δε Ρωσική Εκκλησία ετοιμάζει να τον ανακηρύξει και επίσημα «Άγιο».
Ο Ευγένιος Ροντιόνωφ γεννήθηκε το 1977 στο χωριό Κουρίλοβο κοντά στη Μόσχα. Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας και βαπτίσθηκε χριστιανός στην παιδική του ηλικία. Στα δώδεκα χρόνια του, το 1989, η γιαγιά του τον πήγε για να εξομολογηθεί για πρώτη φορά και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Ακόμα και όταν η μητέρα του Λιουμπόβ, που σημαίνει Αγάπη, του έλεγε να βγάζει κάποτε το Σταυρό, για να μην τον ειρωνεύονται οι συμμαθητές τ ου, δεν απαντούσε, αλλά και δεν υπάκουε σε τούτη τη συμβουλή. Ο Σταυρός ήταν ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή του Ευγένιου. Ποτέ δεν τον έβγαλε απ’ τη μέρα της Βάπτισής του.
Κι ήρθε η στιγμή της ομολογίας του Σταυρού και φυσικά και του Εσταυρωμένου Ιησού. Μετά τη στρατιωτική του εκπαίδευση, αρχές του 1996 τοποθετήθηκε στα συνοριακά φυλάκια της Τσετσενίας. Τον Φεβρουάριο αιχμαλωτίζεται και παραμένει για εκατό περίπου μέρες αιχμάλωτος. Οι μουσουλμάνοι Τσετσένοι τον έχουν στα χέρια τους.
Πλησίασε η στιγμή του μαρτυρίου. Ο Χαϊχοροέβ, ο Τσετσένος δήμιος, τον είχε διατάξει δεκαέξι φορές να βγάλει το Σταυρό και να γίνει μουσουλμάνος, αλλά ο Ευγένιος αρνήθηκε να βγάλει το Σταυρό. Τότε, καθώς ομολόγησε ο ίδιος ο δήμιός του, «του έκοψα το κεφάλι»!…
Παρά τις υποσχέσεις, τους ξυλοδαρμούς και τα συνεχή βασανιστήρια, ο Ευγένιος ούτε λύγισε, ούτε αρνήθηκε το Χριστό.
Τελικά η μητέρα του – ύστερα από εννέα μήνες και πολλές περιπέτειες και πολλά χρήματα που πλήρωσε στους μουσουλμάνους – πέτυχε να της δώσουν το λείψανο του παιδιού της. Και το μεν σώμα το είχε αναγνωρίσει απ΄ τις μπότες που φορούσε, το δε κεφάλι, που βρισκόταν σε άλλο σημείο απ’ το υπόλοιπο σώμα, το αναγνώρισε απ’ το Σταυρό που είχε στο λαιμό του.
Ο Ευγένιος αποκεφαλίστηκε στις 23 Μαΐου 1996, τη μέρα που γινόταν 19 ετών. Ο πατέρας του πέθανε από συγκοπή καρδιάς στον τάφο του παιδιού του, η δε μητέρα του έγινε πια γνωστή σ’ όλη τη Ρωσία. Ο Κύριος της έχει επιφυλάξει τόσο μεγάλη τιμή, ώστε να λέγεται και να είναι μητέρα μάρτυρος του Χριστού. Άλλωστε πούλησε το διαμέρισμά της και ό,τι άλλο μπορούσε – μέχρι και ρούχα – για να μπορέσει και λύτρα να δώσει, αλλά και ν’ ανταπεξέλθει στα έξοδα εκταφής του Ευγένιου, της κατασκευής ειδικού φερέτρου και μεταφοράς στο χωριό, όπου και ετάφη.
Το θαυμαστό είναι πως σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας ο άγιος μάρτυρας Ευγένιος άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορα πρόσωπα και να θαυματουργεί. Επίσης εικόνες του μάρτυρα ευωδιάζουν.
Ευγένιε, πολύαθλε, σύγχρονε μάρτυρα και σταυροφόρε Χριστού, πρέσβευε υπέρ ημών και στήριζε όλους μας, ιδιαίτερα τους νέους, στην πίστη του Χριστού.
Άγιος Νεομάρτυς Λουκάς (23 Μαρτίου 1802)
O άγιος καταγόταν από την Ανδριανούπολη. Έξι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα. Η μητέρα του, λόγω της μεγάλης φτώχειας, τον έδωσε σ' ένα γνωστό της έμπορο, για να εργάζεται κοντά του και σιγά σιγά να μπορέσει, μεγαλώνοντας, να ζήσει μόνος του. Ο έμπορος αυτός πήρε μαζί του τον μικρό Λουκά αρχικά στη Ρωσία και ύστερα στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε και κατάστημα.
Μια μέρα βγήκε έξω ο Λουκάς και έτυχε να μαλώσει μ' ένα τουρκόπουλο και το έδειρε. Οι Τούρκοι που ήσαν παρόντες, μόλις είδαν το περιστατικό ώρμησαν σα θηρία ανήμερα και άρπαξαν τον Λουκά και ήσαν έτοιμοι να τον ξεσκίσουν από την οργή τους. Ο Λουκάς, παιδί δεκατριών ετών, φοβήθηκε πολύ και φώναξε: Αφήστε με και τουρκεύω. Αμέσως ηρέμησαν. Την ίδια στιγμή ένας ονομαστός Τούρκος τον πήρε και με μεγάλη χαρά τον πήγε στο σπίτι του. Εκεί τον πρόσταξε να αρνηθεί τον Χριστό και να αποδεχθεί τη δική του αντίχριστη θρησκεία.
Όταν ησύχασε το παιδί, συνειδητοποί ησε το μεγάλο κακό που έπαθε και αμέσως μετανόησε. Έτσι ενώ ο αγάς του έδειχνε εύνοια και του έταζε διάφορα, ο άγιος, αν και μικρό παιδί, δεν εξαπατήθηκε αλλά ένιωσε περιφρόνηση για όλα αυτά. Δεν μπορούσε όμως να φύγει από εκείνο το σπίτι.
Κατάφερε να στείλει μήνυμα στο αφεντικό του μήπως και μπορέσει να τον γλυτώσει, πριν του κάνουν την περιτομή. Το αφεντικό του πρόθυμα έτρεξε στον πρέσβη της Ρωσίας και θερμά τον παρεκάλεσε να λυτρώσει την ψυχή που κινδύνευε. Εκείνος έστειλε αμέσως άνθρωπο δικό του να ζητήσει το παιδί. Ο αγάς του απάντησε όμως πως δεν μπορούσε να το δώσει διότι μόνο του πήγε, δεν το πίεσε καθόλου για να γίνει τούρκος. Έτσι ο απεσταλμένος έφυγε χωρίς αποτέλεσμα. Ο αγάς τότε επειδή φοβήθηκε μήπως ξαναζητήσουν το παιδί, το έδεσε και του έκανε περιτομή δια της βίας.
Λίγες μέρες μετά ο Λουκάς κατάφερε να φύγει από το σπίτι του αγά και πέρασε στον Γαλατά. Εκεί οι Χριστιανοί του έδωσαν χριστιανικά ρούχα και τον έβαλαν σε ένα καράβι για τη Σμύρνη. Από τη Σμύρνη πήγε στη Θήρα. Εκεί συνέβη να αρρωστήσει και πόνεσαν τα μάτια του. Αυτό τον ανάγκασε να πάει σε ένα πνευματικό και να φανερώσει όσα είχαν γίνει. Ο πνευματικός τον παρηγόρησε πρώτα, κατόπιν τον συμβούλευσε ότι συμφέρον είναι να φύγει από τους τόπους που είναι Τούρκοι και να πάει στο Άγιο Όρος, να επιμεληθεί τη σωτηρία του. Τον άκουσε και έφυγε για το Άγιο Όρος.
Αρχικά επισκέφτηκε την Ι. Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου υπηρέτησε μερικό καιρό στο αρχονταρίκι. Κατόπιν πήγε στη Μονή Ιβήρων, όπου εξομολογήθηκε στον ηγούμενο την κατάστασή του και εκείνος τον έστειλε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου και έκανε τον κανόνα της διόρθωσης, υπακούοντας στον πνευματικό, και επανεντάχθηκε στην Εκκλησία κατά την τάξη της. Ακολούθως στη Μονή Σταυρονικήτα έλαβε ρασοευχή. Επισκέφθηκε πολλές μονές στο Άγιο Όρος αλλά ο εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων δεν του επέτρεπε να αναπαυθεί κάπου και αναγκαζόταν να φεύγει. Βγήκε από το Άγιο Όρος για ένα διάστημα αλλά και έξω ο πειρασμός δεν τον άφηνε να ηρεμήσει πουθενά και επανήλθε. Τελικά στη Σκήτη της Αγίας Άννης τον δέχτηκε με πολλή αγάπη ένας παπα Βησσαρίωνας, στον οποίο αποκάλυψε την πτώση του αλλά και τον αγώνα του και την επιθυμία του για ομολογία. Ο γέροντας αρχικά προσπάθησε να τον αποτρέψει, παρουσιάζοντάς του τα βασανιστήρια και τον θάνατο ενώ παράλληλα του υπέδειξε τη σωτηρία μέσα από το δρόμο της μοναχικής ζωής. Επειδή όμως ο άγιος επέμενε, τον έστειλε σ' ένα πνευματικό της Σκήτης, τον πατέρα Ανανία, στον οποίο εξέθεσε τον πόθο του για μαρτύριο. Ο πνευματικός αρχικά τον επήνεσε για τη διάθεσή του για ομολογία, παράλληλα όμως του έδειξε και τις δυσκολίες. Ο άγιος επέμενε πως με τη χάρη του Χριστού θα κατορθώσει να τα υπομείνει. Τότε ο πνευματικός του είπε πως πρέπει να προετοιμασθεί πνευματικά και να δοκιμαστεί για ένα χρονικό διάστημα με έντονο πνευματικό αγώνα με τη συμφωνία και τη συμπαράσταση του γέροντα Βησσαρίωνα.
Αφού προετοιμάστηκε με αυστηρή νηστεία, λίγο ψωμί και νερό, μια φορά την ημέρα, μετάνοιες, αδιάλειπτη προσευχή και άλλες δοκιμασίες, εκάρη μοναχός και ξεκίνησαν μαζί με τον γέροντα Βησσαρίωνα, με την ευχή του πνευματικού.
Ύστερα από πολλούς σταθμούς κατέληξαν στη Μυτιλήνη στο χωριό Πάμφιλα. Εκεί ο άγιος προετοιμάστηκε, με συνεχή εξαγόρευση των λογισμών στο γέροντά του, με το μυστήριο του Ευχελαίου και της Θείας Ευχαριστίας, με τη συμπαράσταση του εφημερίου του χωριού Παρθενίου, με τις παρακλήσεις που τελούσαν και τη συνεχή και έντονη προσευχή όλων.
Έπειτα, αφού ο παπα Παρθένιος του φόρεσε κατάσαρκα το καλογερικό παραμάντι, μετά αγιοταφίτικο σάβανο και από πάνω κοσμικά ρούχα, τον σταύρωσε με λάδι από τον Πανάγιο Τάφο και του έδεσε μέσα στα μαλλιά ένα κομματάκι από το ματωμένο πουκάμισο του νεομάρτυρος της Μυτιλήνης Θεοδώρου, ο άγιος ξεκίνησε για την πόλη και εμφανίστηκε στον δικαστή.
Εγώ, του λέει, όταν ήμουν μικρό παιδί, δεκατριών ετών, ξεγελάστηκα από εσάς και ήρθα στη θρησκεία σας, μη μπορώντας να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα. Έμεινα στη θρησκεία σας λίγο καιρό αλλά, όταν ενηλικιώθηκα, κατάλαβα ότι η θρησκεία σας είναι ψεύτικη και αυτός που τον λέτε για προφήτη είναι απατεώνας και παραμυθάς και σας εξαπάτησε όλους σας και τον πιστέψατε. Αφού λοιπόν έμαθα πως η θρησκεία σας είναι σκοτάδι, την αρνούμαι μπροστά σας και ομολογώ τη χριστιανική πίστη μου, που είναι το αληθινό φως. Πιστεύω και προσκυνώ τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, Θεό αληθινό.
Ο δικαστής τον ρώτησε διάφορα και αρχικά με ηρεμία του είπε, σε λυπούμαι, παιδί μου, διότι, αν δεν με ακούσεις, έχεις να υποστείς πολλά βασανιστήρια, που δεν τ' άκουσες ποτέ.
Ο άγιος του απάντησε με πολύ θάρρος, τα σκέφτηκα όλα αυτά τα βάσανα, ό,τι έχετε να μου κάνετε, κάντε το μια ώρα αρχύτερα, μην αργοπορείτε. Χριστιανός είμαι, την πίστη μου δεν την αρνούμαι, τον Χριστό μου προσκυνώ, τον Χριστό μου ποθώ, Χριστιανός θέλω να πεθάνω.
Άρχισαν τότε οι παρόντες Τούρκοι να του τάζουν διάφορα οφέλη από τη μια και από την άλλη να τον φοβερίζουν. Ο δικαστής τον έστειλε στο ναζίρη, τον έφορο των βακουφίων. Στο δρόμο συνάντησαν τον μητροπολίτη τυχαία και ο άγιος του ζήτησε να κάνει δέηση. Πράγματι ο μητροπολίτης έστειλε γράμματα σε όλα τα χωριά να κάνουν παρακλήσεις για χάρη του μάρτυρος. Έτσι σ' όλο το νησί γινόταν προσευχή για την ενίσχυση του αγίου μάρτυρος.
Ο ναζίρης άρχισε τις κολακείες και τα ταξίματα, μάταια όμως. Στο μεταξύ μαζεύτηκαν οι αγάδες του νησιού για να διαβαστεί ένα φιρμάνι του σουλτάνου. Έφεραν και τον μάρτυρα να τον εξετάσουν και τότε ο άγιος όχι μόνο δεν δέχτηκε τις προτάσεις για εξώμοση αλλά, με την θεία φώτιση, έκανε μια θαυμαστή ομολογία πίστεως.
Τον έκλεισαν στη φυλακή, στο τιμωρητικό ξύλο. Ο μητροπολίτης και οι δημογέροντες προσπάθησαν να στείλουν άνθρωπο στη φυλακή να του συμπαρίσταται και να του φέρνει τη Θεία Κοινωνία.
Την Κυριακή 23 Μαρτίου τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν στο ναζίρη, ο οποίος του έκανε την τελευταία πρόταση για επιστροφή στο ισλάμ. Μετά την αρνητική του απάντηση ο άγιος οδηγήθηκε για απαγχονισμό στην αγορά των Ρωμιών, χαίρων και προσευχόμενος σα να πήγαινε σε γάμο. Ήταν δεκαεννέα ετών.
Το τίμιο λείψανό του έμεινε κρεμασμένο τρεις μέρες, φαινόταν δε σα να κοιμάται. Το θαυμαστότερο είναι πως ανέδιδε μια άρρητη ευωδία, την οποία αισθάνονταν όλοι όσοι περνούσαν από εκεί, αν και δεν μπορούσαν να σταθούν για πολύ, διότι απαγορευόταν με ποινή θανάτου.
Μετά τις τρεις ημέρες κατέβασαν το άγιο λείψανο, το έβαλαν σε μια βάρκα και αφού του έδεσαν μια πέτρα το έριξαν στη θάλασσα. Το μαρτυρικό σώμα όμως δεν βυθίστηκε, μόνο έσερνε τη βάρκα σαν πτερό. Ακολούθησε φοβερή θαλασσοταραχή με αποτέλεσμα το καΐκι να συντριβεί στους βράχους και μόλις γλύτωσαν οι άνθρωποι.
Οι Χριστιανοί και ιδιαιτέρως ο γέροντάς του στεναχωρήθηκαν πολύ διότι δεν μπόρεσαν να ενταφιάσουν τον άγιο. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο άγιος στον ύπνο του παπα Βησσαρίωνα και του είπε, μη λυπάσαι, πάτερ, έξω από τη θάλασσα είμαι. Πράγματι η θάλασσα το είχε βγάλει έξω και κάποιοι Χριστιανοί το ενταφίασαν κρυφά.
Μεγάλα θαύματα και θεραπείες ακολούθησαν, με την πρεσβεία του αγίου νεομάρτυρος Λουκά.
Μια μέρα βγήκε έξω ο Λουκάς και έτυχε να μαλώσει μ' ένα τουρκόπουλο και το έδειρε. Οι Τούρκοι που ήσαν παρόντες, μόλις είδαν το περιστατικό ώρμησαν σα θηρία ανήμερα και άρπαξαν τον Λουκά και ήσαν έτοιμοι να τον ξεσκίσουν από την οργή τους. Ο Λουκάς, παιδί δεκατριών ετών, φοβήθηκε πολύ και φώναξε: Αφήστε με και τουρκεύω. Αμέσως ηρέμησαν. Την ίδια στιγμή ένας ονομαστός Τούρκος τον πήρε και με μεγάλη χαρά τον πήγε στο σπίτι του. Εκεί τον πρόσταξε να αρνηθεί τον Χριστό και να αποδεχθεί τη δική του αντίχριστη θρησκεία.
Όταν ησύχασε το παιδί, συνειδητοποί ησε το μεγάλο κακό που έπαθε και αμέσως μετανόησε. Έτσι ενώ ο αγάς του έδειχνε εύνοια και του έταζε διάφορα, ο άγιος, αν και μικρό παιδί, δεν εξαπατήθηκε αλλά ένιωσε περιφρόνηση για όλα αυτά. Δεν μπορούσε όμως να φύγει από εκείνο το σπίτι.
Κατάφερε να στείλει μήνυμα στο αφεντικό του μήπως και μπορέσει να τον γλυτώσει, πριν του κάνουν την περιτομή. Το αφεντικό του πρόθυμα έτρεξε στον πρέσβη της Ρωσίας και θερμά τον παρεκάλεσε να λυτρώσει την ψυχή που κινδύνευε. Εκείνος έστειλε αμέσως άνθρωπο δικό του να ζητήσει το παιδί. Ο αγάς του απάντησε όμως πως δεν μπορούσε να το δώσει διότι μόνο του πήγε, δεν το πίεσε καθόλου για να γίνει τούρκος. Έτσι ο απεσταλμένος έφυγε χωρίς αποτέλεσμα. Ο αγάς τότε επειδή φοβήθηκε μήπως ξαναζητήσουν το παιδί, το έδεσε και του έκανε περιτομή δια της βίας.
Λίγες μέρες μετά ο Λουκάς κατάφερε να φύγει από το σπίτι του αγά και πέρασε στον Γαλατά. Εκεί οι Χριστιανοί του έδωσαν χριστιανικά ρούχα και τον έβαλαν σε ένα καράβι για τη Σμύρνη. Από τη Σμύρνη πήγε στη Θήρα. Εκεί συνέβη να αρρωστήσει και πόνεσαν τα μάτια του. Αυτό τον ανάγκασε να πάει σε ένα πνευματικό και να φανερώσει όσα είχαν γίνει. Ο πνευματικός τον παρηγόρησε πρώτα, κατόπιν τον συμβούλευσε ότι συμφέρον είναι να φύγει από τους τόπους που είναι Τούρκοι και να πάει στο Άγιο Όρος, να επιμεληθεί τη σωτηρία του. Τον άκουσε και έφυγε για το Άγιο Όρος.
Αρχικά επισκέφτηκε την Ι. Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου υπηρέτησε μερικό καιρό στο αρχονταρίκι. Κατόπιν πήγε στη Μονή Ιβήρων, όπου εξομολογήθηκε στον ηγούμενο την κατάστασή του και εκείνος τον έστειλε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου και έκανε τον κανόνα της διόρθωσης, υπακούοντας στον πνευματικό, και επανεντάχθηκε στην Εκκλησία κατά την τάξη της. Ακολούθως στη Μονή Σταυρονικήτα έλαβε ρασοευχή. Επισκέφθηκε πολλές μονές στο Άγιο Όρος αλλά ο εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων δεν του επέτρεπε να αναπαυθεί κάπου και αναγκαζόταν να φεύγει. Βγήκε από το Άγιο Όρος για ένα διάστημα αλλά και έξω ο πειρασμός δεν τον άφηνε να ηρεμήσει πουθενά και επανήλθε. Τελικά στη Σκήτη της Αγίας Άννης τον δέχτηκε με πολλή αγάπη ένας παπα Βησσαρίωνας, στον οποίο αποκάλυψε την πτώση του αλλά και τον αγώνα του και την επιθυμία του για ομολογία. Ο γέροντας αρχικά προσπάθησε να τον αποτρέψει, παρουσιάζοντάς του τα βασανιστήρια και τον θάνατο ενώ παράλληλα του υπέδειξε τη σωτηρία μέσα από το δρόμο της μοναχικής ζωής. Επειδή όμως ο άγιος επέμενε, τον έστειλε σ' ένα πνευματικό της Σκήτης, τον πατέρα Ανανία, στον οποίο εξέθεσε τον πόθο του για μαρτύριο. Ο πνευματικός αρχικά τον επήνεσε για τη διάθεσή του για ομολογία, παράλληλα όμως του έδειξε και τις δυσκολίες. Ο άγιος επέμενε πως με τη χάρη του Χριστού θα κατορθώσει να τα υπομείνει. Τότε ο πνευματικός του είπε πως πρέπει να προετοιμασθεί πνευματικά και να δοκιμαστεί για ένα χρονικό διάστημα με έντονο πνευματικό αγώνα με τη συμφωνία και τη συμπαράσταση του γέροντα Βησσαρίωνα.
Αφού προετοιμάστηκε με αυστηρή νηστεία, λίγο ψωμί και νερό, μια φορά την ημέρα, μετάνοιες, αδιάλειπτη προσευχή και άλλες δοκιμασίες, εκάρη μοναχός και ξεκίνησαν μαζί με τον γέροντα Βησσαρίωνα, με την ευχή του πνευματικού.
Ύστερα από πολλούς σταθμούς κατέληξαν στη Μυτιλήνη στο χωριό Πάμφιλα. Εκεί ο άγιος προετοιμάστηκε, με συνεχή εξαγόρευση των λογισμών στο γέροντά του, με το μυστήριο του Ευχελαίου και της Θείας Ευχαριστίας, με τη συμπαράσταση του εφημερίου του χωριού Παρθενίου, με τις παρακλήσεις που τελούσαν και τη συνεχή και έντονη προσευχή όλων.
Έπειτα, αφού ο παπα Παρθένιος του φόρεσε κατάσαρκα το καλογερικό παραμάντι, μετά αγιοταφίτικο σάβανο και από πάνω κοσμικά ρούχα, τον σταύρωσε με λάδι από τον Πανάγιο Τάφο και του έδεσε μέσα στα μαλλιά ένα κομματάκι από το ματωμένο πουκάμισο του νεομάρτυρος της Μυτιλήνης Θεοδώρου, ο άγιος ξεκίνησε για την πόλη και εμφανίστηκε στον δικαστή.
Εγώ, του λέει, όταν ήμουν μικρό παιδί, δεκατριών ετών, ξεγελάστηκα από εσάς και ήρθα στη θρησκεία σας, μη μπορώντας να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα. Έμεινα στη θρησκεία σας λίγο καιρό αλλά, όταν ενηλικιώθηκα, κατάλαβα ότι η θρησκεία σας είναι ψεύτικη και αυτός που τον λέτε για προφήτη είναι απατεώνας και παραμυθάς και σας εξαπάτησε όλους σας και τον πιστέψατε. Αφού λοιπόν έμαθα πως η θρησκεία σας είναι σκοτάδι, την αρνούμαι μπροστά σας και ομολογώ τη χριστιανική πίστη μου, που είναι το αληθινό φως. Πιστεύω και προσκυνώ τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, Θεό αληθινό.
Ο δικαστής τον ρώτησε διάφορα και αρχικά με ηρεμία του είπε, σε λυπούμαι, παιδί μου, διότι, αν δεν με ακούσεις, έχεις να υποστείς πολλά βασανιστήρια, που δεν τ' άκουσες ποτέ.
Ο άγιος του απάντησε με πολύ θάρρος, τα σκέφτηκα όλα αυτά τα βάσανα, ό,τι έχετε να μου κάνετε, κάντε το μια ώρα αρχύτερα, μην αργοπορείτε. Χριστιανός είμαι, την πίστη μου δεν την αρνούμαι, τον Χριστό μου προσκυνώ, τον Χριστό μου ποθώ, Χριστιανός θέλω να πεθάνω.
Άρχισαν τότε οι παρόντες Τούρκοι να του τάζουν διάφορα οφέλη από τη μια και από την άλλη να τον φοβερίζουν. Ο δικαστής τον έστειλε στο ναζίρη, τον έφορο των βακουφίων. Στο δρόμο συνάντησαν τον μητροπολίτη τυχαία και ο άγιος του ζήτησε να κάνει δέηση. Πράγματι ο μητροπολίτης έστειλε γράμματα σε όλα τα χωριά να κάνουν παρακλήσεις για χάρη του μάρτυρος. Έτσι σ' όλο το νησί γινόταν προσευχή για την ενίσχυση του αγίου μάρτυρος.
Ο ναζίρης άρχισε τις κολακείες και τα ταξίματα, μάταια όμως. Στο μεταξύ μαζεύτηκαν οι αγάδες του νησιού για να διαβαστεί ένα φιρμάνι του σουλτάνου. Έφεραν και τον μάρτυρα να τον εξετάσουν και τότε ο άγιος όχι μόνο δεν δέχτηκε τις προτάσεις για εξώμοση αλλά, με την θεία φώτιση, έκανε μια θαυμαστή ομολογία πίστεως.
Τον έκλεισαν στη φυλακή, στο τιμωρητικό ξύλο. Ο μητροπολίτης και οι δημογέροντες προσπάθησαν να στείλουν άνθρωπο στη φυλακή να του συμπαρίσταται και να του φέρνει τη Θεία Κοινωνία.
Την Κυριακή 23 Μαρτίου τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν στο ναζίρη, ο οποίος του έκανε την τελευταία πρόταση για επιστροφή στο ισλάμ. Μετά την αρνητική του απάντηση ο άγιος οδηγήθηκε για απαγχονισμό στην αγορά των Ρωμιών, χαίρων και προσευχόμενος σα να πήγαινε σε γάμο. Ήταν δεκαεννέα ετών.
Το τίμιο λείψανό του έμεινε κρεμασμένο τρεις μέρες, φαινόταν δε σα να κοιμάται. Το θαυμαστότερο είναι πως ανέδιδε μια άρρητη ευωδία, την οποία αισθάνονταν όλοι όσοι περνούσαν από εκεί, αν και δεν μπορούσαν να σταθούν για πολύ, διότι απαγορευόταν με ποινή θανάτου.
Μετά τις τρεις ημέρες κατέβασαν το άγιο λείψανο, το έβαλαν σε μια βάρκα και αφού του έδεσαν μια πέτρα το έριξαν στη θάλασσα. Το μαρτυρικό σώμα όμως δεν βυθίστηκε, μόνο έσερνε τη βάρκα σαν πτερό. Ακολούθησε φοβερή θαλασσοταραχή με αποτέλεσμα το καΐκι να συντριβεί στους βράχους και μόλις γλύτωσαν οι άνθρωποι.
Οι Χριστιανοί και ιδιαιτέρως ο γέροντάς του στεναχωρήθηκαν πολύ διότι δεν μπόρεσαν να ενταφιάσουν τον άγιο. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο άγιος στον ύπνο του παπα Βησσαρίωνα και του είπε, μη λυπάσαι, πάτερ, έξω από τη θάλασσα είμαι. Πράγματι η θάλασσα το είχε βγάλει έξω και κάποιοι Χριστιανοί το ενταφίασαν κρυφά.
Μεγάλα θαύματα και θεραπείες ακολούθησαν, με την πρεσβεία του αγίου νεομάρτυρος Λουκά.
Nεομάρτυς Κωνσταντίνος εξ Αγαρηνών (2 Ιουνίου)
Ο άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην κοινότητα Υψηλομετώπου της Λέσβου από γονείς μωαμεθανούς, αλλά αυτός όχι μόνο έγινε χριστιανός, αλλά και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού. Ήταν τόσο καλός και τόσο ωραίος νέος, που προκαλούσε το θαυμασμό, αλλά και το φθόνο των φθονερών ανθρώπων, μέχρι σημείου μία γειτόνισσα του τούρκισσα να θελήσει να τον δηλητηριάσει. Ήταν τότε 15 χρόνων. Με το δηλητήριο, που του έδωκε σε γλύκισμα, δεν απέθανε, αλλά έμεινε τυφλός και κατάκοιτος. Σ' αυτή την κατάσταση αρρώστησε από ευλογιά. Μια χριστιανή τότε γυναίκα ζήτησε απ' την τούρκισσα μητέρα του παιδιού να της επιτρέψει να νίψει το παιδί με άγιασμα. Η μητέρα του, αν και μωαμεθανή, βλέποντας ότι το παιδί της πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο δέχτηκε το αγίασμα και το θαύμα έγινε. Ο Κωνσταντίνος θεραπεύτηκε τελείως.
Σχετικά νωρίς ορφάνεψε από πατέρα. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Ο νέος πατέρας του ήταν μέθυσος και κακός. Ο Κωνσταντίνος και τρία αδέρφια του αναγκάστηκαν να φύγουν στη Σμύρνη και να πουλούν λαχανικά. Ο Κωνσταντίνος μεταξύ των πελατών του είχε και τον Μητροπολίτη Σμύρνης. Έφερνε ο ίδιος τα λαχανικά στη Μητρόπολη, αλλά οι τακτικές αυτές επισκέψεις του έδιναν την ευκαιρία να ακούει συμβουλές, να παρακολουθεί τις γιορτές των χριστιανών και να βρίσκει μοναδικές ευκαιρίες για ανώτερη πνευματική ζωή και χαρά. Μια μέρα βρήκε μόνο του στη Μητρόπολη ένα γέροντα πνευματικό και τον παρακάλεσε, αν είχε καιρό, να μείνει λίγο κοντά του και να του διαβάσει κάτι από θρησκευτικά βιβλία. Όμως ο γέροντας είπε πως είχε ξεχάσει κάπου τα γυαλιά του. Ο Κωνσταντίνος αμέσως έτρεξε με προθυμία και του τα έφερε, για να μη χάσει την ευκαιρία να ακούσει τα λόγια του Θεού. Ο γέροντας ξεπλήρωσε την επιθυμία του με πολύωρα διαβάσματα και ωφέλιμες συζητήσεις, που τόσο πολύ άρεσαν στον Κωνσταντίνο και, όπως λέγει το Συναξάριο, «κατέγραφεν εις τα πλάτη της καρδίας αυτού».
Ήταν παιδί με αγαθή ψυχή. Η αμαρτία τον φόβιζε. Τον συγκινούσε η αρετή και η αγάπη του Χριστού στον κάθε άνθρωπο. Έβαλε σαν σκοπό της ζωής του να γίνει χριστιανός. Ζήτησε τότε να μεταβεί στο Άγιον Όρος και ήλθε εκεί στη Νέα Σκήτη. Εκεί εξομολογήθηκε και φανέρωσε την απόφαση του να βαφτιστεί. Ο εξομολόγος του τον κράτησε κοντά του λίγες μέρες και ανέφερε σχετικά στους προϊσταμένους του στο Μοναστήρι του Αγίου. Παύλου. Όλοι χάρηκαν και δόξασαν το Θεό, όμως έπρεπε να σκεφθούν σοβαρά, γιατί θα είχε φοβερές συνέπειες για όλους να μαθευτεί πως τόλμησαν να βαφτίσουν ένα μωαμεθανό.
Αποφάσισαν να τον στείλουν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, που ήταν το κέντρο του Αγίου Όρους και είχε εκεί πολλούς σοφούς καί αγίους πατέρες. Πήγε, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος στη Λαύρα, τον κράτησαν, τον περιποιήθηκαν, τον ενίσχυσαν αδελφικά και με πολλή αγάπη, χωρίς όμως να τολμήσουν να τον βαφτίσουν. Βρισκότανε εκεί τότε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε', που αργότερα κρέμασαν οι Τούρκοι. Σ' αυτόν έστειλαν το μωαμεθανό, αφού του έδωκαν για βοήθημα και πέντε αργύρια. Φαίνεται ότι όλοι φοβότανε μήπως ο νεαρός Τούρκος, που ζητούσε να βαφτιστεί, ερχότανε να τους στήσει παγίδα και να γίνει αιτία να κάψουν το Άγιο Όρος οι μωαμεθανοί.
Ο Κωνσταντίνος, αντί να πάει να συναντήσει τον Πατριάρχη Γρηγόριο, πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, όπου γνώρισε τον άγιο πνευματικό πατέρα Χρύσανθο και έμεινε κοντά του, φιλοξενούμενος για τρεις ημέρες. Από εκεί, χωρίς να ξέρει που πάει λόγω ομίχλης, άλλα στην πραγματικότητα γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός, πήρε το δρόμο για τα Καυσοκαλύβια, μια μεγάλη σκήτη του Αγίου Όρους. Πηγαίνοντας σ' αύτη κοιμήθηκε στο δρόμο και είδε όραμα την Παναγία, που του είπε να μη λυπάται, αλλά να συνεχίσει το δρόμο του για τα Καυσοκαλύβια. Εκεί γνώρισε τον άγιο γέροντα Γαβριήλ, όμως ο προϊστάμενος της Σκήτης φοβήθηκε να τον βαφτίσει χωρίς τη γνώμη ανωτέρων του και τον έστειλε με συνοδεία μοναχού στη Μονή Ιβήρων, όπου βρισκότανε τότε ο Πατριάρχης Γρηγόριος. «Τι προσήλθες προς ημάς τους καταφρονεμένους», του είπε ο Πατριάρχης για να τον δοκιμάσει. «Τι ζητάς από εμάς, που καθώς βλέπεις δεν έχουμε τίποτε; Ημείς δεν είμεθα ταπεινότεροι από όλα τα έθνη; Σεις έχετε το βασίλειο και τη δόξα και κάθε απόλαυση ζωής και συ την καταφρονείς; Έλα στον εαυτό σου». Ο Κωνσταντίνος τα άκουγε αυτά και έκλαιγε. Βλέποντας τον ο Πατριάρχης θέλησε να τον παρηγορήσει λέγοντας: «Μετ' ολίγον έρχομαι εγώ μόνος στα Καυσοκαλύβια και βαφτίζω σε, μόνον προετοίμασον τον εαυτόν σου με αγνείαν και προ πάντων να είσαι κεκρυμμένος». Επέστρεψε ο άγιος στα Καυσοκαλύβια και παρέμεινε έξι μήνες. Σ' όλο αυτό το διάστημα έκαμε σ' όλους εκεί εντύπωση η θερμή πίστη και η αρετή του.
Τέλος αποφάσισαν να τον βαφτίσουν. Την ώρα που έλεγε ο ιερεύς «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Κωνσταντίνος» το πρόσωπο του Κωνσταντίνου έλαμπε, ώστε οι άλλοι μοναχοί με δυσκολία μπορούσαν να τον βλέπουν.
Ήταν πια καιρός να κάνει το τάμα που είχε, να έλθει δηλαδή στην Ι. Μονή Ιβήρων και να προσκυνήσει και να ανάψει λαμπάδα στην Παναγία Πορταΐτισσα και μετά να έλθει στη Σκήτη του Προδρόμου. Εκεί είχε την ευκαιρία να προσκυνήσει και λείψανα νεομαρτύρων. Τούτο άναψε στην ψυχή του την επιθυμία να δώσει και αυτός τη ζωή του στο Χριστό. Φανέρωσε τη σκέψη του στον πνευματικό του μοναστηρίου, αυτός όμως δεν τον ενθάρρυνε, αλλά τον προέτρεψε να συνεχίσει να αγωνίζεται σαν μοναχός τον αγώνα της πίστεως και της αρετής και, αν είναι θέλημα Θεού, θα τον καλέσει ο Θεός στο μαρτύριο.
Στεναχωρημένος απ' αυτό επέστρεψε στα Καυσοκαλύβια. Εκεί είδε ένα θείο όραμα. «Εδόκει μοι, ελεγεν, ότι ευρέθην εν τη Αγία Σοφία και επάνω εις το ύψος του τρούλλου εκάθητο ο Δεσπότης Χριστός εις θρόνον υπέρλαμπρον, κύκλω δε αυτού πλήθος στρατιάς ουρανίου. Εις δε διαφέρων των άλλων, ένδοξος λίαν (ίσως να ήτο ο Μέγας Δημήτριος), πλησιάσας με και κρατήσας της χειρός μου, ως προς τον Δεσπότην Χριστόν, ένευσέ με χαριέντως να υπάγω, και ευθέως ο Χριστός αφήκε φωνήν λέγουσαν: «Άφες αυτόν, ούπω έστι καιρός» και απέλυσε με, εγώ δε εγερθείς εκ της κλίνης διελογιζόμην εν εμαυτώ τι άρα θέλει είσθαι τα οραθέντα».
Τα αδέρφια του αγίου βρισκότανε τότε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας. Θερμός πόθος του αγίου, ήταν να τους συναντήσει και να τους κάνει και αυτούς χριστιανούς. Για το σκοπό αυτό πήρε αδεία από το γέροντα του να έλθει στο Αϊβαλί και από κει στη Μαγνησία. Ο Πατριάρχης μάλιστα Γρηγόριος Ε' του έδωκε συστατικά γράμματα για το σοφό δάσκαλο των Κυδωνιών (Αϊβαλιού) τον κυρ Γρηγόριον (Σαράφην). Αλλά εκεί στην πολυσύχναστη τότε πόλη των Κυδωνιών, τον γνώρισε κάποιος Τούρκος. Ο Κωνσταντίνος το κατάλαβε και προσπάθησε να φύγει στη Σμύρνη, αλλά μέσα στο πλοίο τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον έφεραν στον αγά της πόλεως. Εκεί ο άγιος με θάρρος ομολόγησε ότι έγινε χριστιανός. «Μωαμεθανός ήμουν, είπεν, αλλ' εφωτίσθην παρά του Θεού και επληροφορήθην, ότι ματαία είναι η πίστις των αγαρηνών, και μόνη η των χριστιανών πίστις είναι αληθής και αμώμητος. Δια τούτο γνωρίσας το συμφέρον μου, έγινα χριστιανός, δια να κερδίσω την αιώνιον ζωήν».
Ο αγάς των Κυδωνιών κάλεσε τον αγά των Μοσχονησίων, για να προσπαθήσουν και οι δυο να τον ξαναφέρουν στη θρησκεία τους. Όμως ούτε οι φυλακίσεις ούτε οι απειλές ούτε οι υποσχέσεις ούτε οι βασανισμοί ήταν δυνατόν να μεταπείσουν τον άγιο. Οι χριστιανοί των Κυδωνιών εν τω μεταξύ με αγρυπνίες και παρακλήσεις ικέτευαν το Θεό να τον ενισχύσει.
Τα βασανιστήρια που του έκαμαν ήταν φρικτά. Τα είχε κάνει ένας «χαλκοκατσίβελος» πριν δέκα χρόνια βασανίζοντας τον Άγιο Γεώργιο τον Χιοπολίτη που μαρτύρησε στο Αϊβαλί. Σιδηρένια περικεφαλαία κοκκινισμένη στη φωτιά έθεταν στο κεφάλι του. Έστριβαν με λουριά μολυβένιες σφαίρες γύρω στο κεφάλι του, ώστε τα μάτια του να βγαίνουν απ' τις κόγχες τους. Μερόνυχτα έσφιγγαν τα πόδια σε ξύλα ή τον κρέμαζαν από τα πόδια για ολόκληρες νύχτες και έσχιζαν τις σάρκες του. Οι χριστιανοί έβλεπαν θείο φως να βγαίνει τη νύχτα από το ναό του Αγίου Γεωργίου και να μπαίνει στο κελί της φυλακής. Στη φυλακή είδε όραμα την Παναγία, που του φανέρωσε ότι θα λάβει μαρτυρικό τέλος στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά τα βασανιστήρια ξανάφεραν τον άγιο μπροστά στους Τούρκους άρχοντες, με την ελπίδα να τον μεταπείσουν. Του έλυσαν τα χέρια, και τότε αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείο του σταυρού. Ο αγάς των Μοσχονησίων έγινε έξω φρενών, όρμησε και με το ξίφος του άρχισε να ξεσχίζει το στήθος του αγίου και τότε σχηματίστηκε στο στήθος του ένας φωτεινός σταυρός. Ο αγάς των Κυδωνιών, μην μπορώντας να φέρει αποτέλεσμα, έστειλε με συνοδεία τον άγιο στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί υπέφερε πολλά άλλα βασανιστήρια. Από τη φυλακή έστειλε με ένα πνευματικό, που τον επισκέφθηκε, επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε', που βρισκότανε ακόμα στο Άγιον Όρος, όπως επίσης και στους εκεί γνωστούς του.
Σε νέα ανάκριση, που τον οδήγησαν, φώναζε ο άγιος: «Ω ηγεμών, άμποτε να εγνώριζες και συ το συμφέρον της ψυχής σου και να εγινόσουν χριστιανός». Ο ηγεμών μην υποφέροντας «την ύβριν» διέταξε να τον απαγχονίσουν και να τον θάψουν στα τουρκικά μνήματα εξακολουθώντας να θεωρεί τον άγιο σαν μωαμεθανό, αλλά και για να μη τον πάρουν οι χριστιανοί και τον τιμήσουν σαν άγιο.
Μαρτύρησε στις 2 Ιουνίου του 1819.
Σχετικά νωρίς ορφάνεψε από πατέρα. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Ο νέος πατέρας του ήταν μέθυσος και κακός. Ο Κωνσταντίνος και τρία αδέρφια του αναγκάστηκαν να φύγουν στη Σμύρνη και να πουλούν λαχανικά. Ο Κωνσταντίνος μεταξύ των πελατών του είχε και τον Μητροπολίτη Σμύρνης. Έφερνε ο ίδιος τα λαχανικά στη Μητρόπολη, αλλά οι τακτικές αυτές επισκέψεις του έδιναν την ευκαιρία να ακούει συμβουλές, να παρακολουθεί τις γιορτές των χριστιανών και να βρίσκει μοναδικές ευκαιρίες για ανώτερη πνευματική ζωή και χαρά. Μια μέρα βρήκε μόνο του στη Μητρόπολη ένα γέροντα πνευματικό και τον παρακάλεσε, αν είχε καιρό, να μείνει λίγο κοντά του και να του διαβάσει κάτι από θρησκευτικά βιβλία. Όμως ο γέροντας είπε πως είχε ξεχάσει κάπου τα γυαλιά του. Ο Κωνσταντίνος αμέσως έτρεξε με προθυμία και του τα έφερε, για να μη χάσει την ευκαιρία να ακούσει τα λόγια του Θεού. Ο γέροντας ξεπλήρωσε την επιθυμία του με πολύωρα διαβάσματα και ωφέλιμες συζητήσεις, που τόσο πολύ άρεσαν στον Κωνσταντίνο και, όπως λέγει το Συναξάριο, «κατέγραφεν εις τα πλάτη της καρδίας αυτού».
Ήταν παιδί με αγαθή ψυχή. Η αμαρτία τον φόβιζε. Τον συγκινούσε η αρετή και η αγάπη του Χριστού στον κάθε άνθρωπο. Έβαλε σαν σκοπό της ζωής του να γίνει χριστιανός. Ζήτησε τότε να μεταβεί στο Άγιον Όρος και ήλθε εκεί στη Νέα Σκήτη. Εκεί εξομολογήθηκε και φανέρωσε την απόφαση του να βαφτιστεί. Ο εξομολόγος του τον κράτησε κοντά του λίγες μέρες και ανέφερε σχετικά στους προϊσταμένους του στο Μοναστήρι του Αγίου. Παύλου. Όλοι χάρηκαν και δόξασαν το Θεό, όμως έπρεπε να σκεφθούν σοβαρά, γιατί θα είχε φοβερές συνέπειες για όλους να μαθευτεί πως τόλμησαν να βαφτίσουν ένα μωαμεθανό.
Αποφάσισαν να τον στείλουν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, που ήταν το κέντρο του Αγίου Όρους και είχε εκεί πολλούς σοφούς καί αγίους πατέρες. Πήγε, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος στη Λαύρα, τον κράτησαν, τον περιποιήθηκαν, τον ενίσχυσαν αδελφικά και με πολλή αγάπη, χωρίς όμως να τολμήσουν να τον βαφτίσουν. Βρισκότανε εκεί τότε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε', που αργότερα κρέμασαν οι Τούρκοι. Σ' αυτόν έστειλαν το μωαμεθανό, αφού του έδωκαν για βοήθημα και πέντε αργύρια. Φαίνεται ότι όλοι φοβότανε μήπως ο νεαρός Τούρκος, που ζητούσε να βαφτιστεί, ερχότανε να τους στήσει παγίδα και να γίνει αιτία να κάψουν το Άγιο Όρος οι μωαμεθανοί.
Ο Κωνσταντίνος, αντί να πάει να συναντήσει τον Πατριάρχη Γρηγόριο, πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, όπου γνώρισε τον άγιο πνευματικό πατέρα Χρύσανθο και έμεινε κοντά του, φιλοξενούμενος για τρεις ημέρες. Από εκεί, χωρίς να ξέρει που πάει λόγω ομίχλης, άλλα στην πραγματικότητα γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός, πήρε το δρόμο για τα Καυσοκαλύβια, μια μεγάλη σκήτη του Αγίου Όρους. Πηγαίνοντας σ' αύτη κοιμήθηκε στο δρόμο και είδε όραμα την Παναγία, που του είπε να μη λυπάται, αλλά να συνεχίσει το δρόμο του για τα Καυσοκαλύβια. Εκεί γνώρισε τον άγιο γέροντα Γαβριήλ, όμως ο προϊστάμενος της Σκήτης φοβήθηκε να τον βαφτίσει χωρίς τη γνώμη ανωτέρων του και τον έστειλε με συνοδεία μοναχού στη Μονή Ιβήρων, όπου βρισκότανε τότε ο Πατριάρχης Γρηγόριος. «Τι προσήλθες προς ημάς τους καταφρονεμένους», του είπε ο Πατριάρχης για να τον δοκιμάσει. «Τι ζητάς από εμάς, που καθώς βλέπεις δεν έχουμε τίποτε; Ημείς δεν είμεθα ταπεινότεροι από όλα τα έθνη; Σεις έχετε το βασίλειο και τη δόξα και κάθε απόλαυση ζωής και συ την καταφρονείς; Έλα στον εαυτό σου». Ο Κωνσταντίνος τα άκουγε αυτά και έκλαιγε. Βλέποντας τον ο Πατριάρχης θέλησε να τον παρηγορήσει λέγοντας: «Μετ' ολίγον έρχομαι εγώ μόνος στα Καυσοκαλύβια και βαφτίζω σε, μόνον προετοίμασον τον εαυτόν σου με αγνείαν και προ πάντων να είσαι κεκρυμμένος». Επέστρεψε ο άγιος στα Καυσοκαλύβια και παρέμεινε έξι μήνες. Σ' όλο αυτό το διάστημα έκαμε σ' όλους εκεί εντύπωση η θερμή πίστη και η αρετή του.
Τέλος αποφάσισαν να τον βαφτίσουν. Την ώρα που έλεγε ο ιερεύς «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Κωνσταντίνος» το πρόσωπο του Κωνσταντίνου έλαμπε, ώστε οι άλλοι μοναχοί με δυσκολία μπορούσαν να τον βλέπουν.
Ήταν πια καιρός να κάνει το τάμα που είχε, να έλθει δηλαδή στην Ι. Μονή Ιβήρων και να προσκυνήσει και να ανάψει λαμπάδα στην Παναγία Πορταΐτισσα και μετά να έλθει στη Σκήτη του Προδρόμου. Εκεί είχε την ευκαιρία να προσκυνήσει και λείψανα νεομαρτύρων. Τούτο άναψε στην ψυχή του την επιθυμία να δώσει και αυτός τη ζωή του στο Χριστό. Φανέρωσε τη σκέψη του στον πνευματικό του μοναστηρίου, αυτός όμως δεν τον ενθάρρυνε, αλλά τον προέτρεψε να συνεχίσει να αγωνίζεται σαν μοναχός τον αγώνα της πίστεως και της αρετής και, αν είναι θέλημα Θεού, θα τον καλέσει ο Θεός στο μαρτύριο.
Στεναχωρημένος απ' αυτό επέστρεψε στα Καυσοκαλύβια. Εκεί είδε ένα θείο όραμα. «Εδόκει μοι, ελεγεν, ότι ευρέθην εν τη Αγία Σοφία και επάνω εις το ύψος του τρούλλου εκάθητο ο Δεσπότης Χριστός εις θρόνον υπέρλαμπρον, κύκλω δε αυτού πλήθος στρατιάς ουρανίου. Εις δε διαφέρων των άλλων, ένδοξος λίαν (ίσως να ήτο ο Μέγας Δημήτριος), πλησιάσας με και κρατήσας της χειρός μου, ως προς τον Δεσπότην Χριστόν, ένευσέ με χαριέντως να υπάγω, και ευθέως ο Χριστός αφήκε φωνήν λέγουσαν: «Άφες αυτόν, ούπω έστι καιρός» και απέλυσε με, εγώ δε εγερθείς εκ της κλίνης διελογιζόμην εν εμαυτώ τι άρα θέλει είσθαι τα οραθέντα».
Τα αδέρφια του αγίου βρισκότανε τότε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας. Θερμός πόθος του αγίου, ήταν να τους συναντήσει και να τους κάνει και αυτούς χριστιανούς. Για το σκοπό αυτό πήρε αδεία από το γέροντα του να έλθει στο Αϊβαλί και από κει στη Μαγνησία. Ο Πατριάρχης μάλιστα Γρηγόριος Ε' του έδωκε συστατικά γράμματα για το σοφό δάσκαλο των Κυδωνιών (Αϊβαλιού) τον κυρ Γρηγόριον (Σαράφην). Αλλά εκεί στην πολυσύχναστη τότε πόλη των Κυδωνιών, τον γνώρισε κάποιος Τούρκος. Ο Κωνσταντίνος το κατάλαβε και προσπάθησε να φύγει στη Σμύρνη, αλλά μέσα στο πλοίο τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον έφεραν στον αγά της πόλεως. Εκεί ο άγιος με θάρρος ομολόγησε ότι έγινε χριστιανός. «Μωαμεθανός ήμουν, είπεν, αλλ' εφωτίσθην παρά του Θεού και επληροφορήθην, ότι ματαία είναι η πίστις των αγαρηνών, και μόνη η των χριστιανών πίστις είναι αληθής και αμώμητος. Δια τούτο γνωρίσας το συμφέρον μου, έγινα χριστιανός, δια να κερδίσω την αιώνιον ζωήν».
Ο αγάς των Κυδωνιών κάλεσε τον αγά των Μοσχονησίων, για να προσπαθήσουν και οι δυο να τον ξαναφέρουν στη θρησκεία τους. Όμως ούτε οι φυλακίσεις ούτε οι απειλές ούτε οι υποσχέσεις ούτε οι βασανισμοί ήταν δυνατόν να μεταπείσουν τον άγιο. Οι χριστιανοί των Κυδωνιών εν τω μεταξύ με αγρυπνίες και παρακλήσεις ικέτευαν το Θεό να τον ενισχύσει.
Τα βασανιστήρια που του έκαμαν ήταν φρικτά. Τα είχε κάνει ένας «χαλκοκατσίβελος» πριν δέκα χρόνια βασανίζοντας τον Άγιο Γεώργιο τον Χιοπολίτη που μαρτύρησε στο Αϊβαλί. Σιδηρένια περικεφαλαία κοκκινισμένη στη φωτιά έθεταν στο κεφάλι του. Έστριβαν με λουριά μολυβένιες σφαίρες γύρω στο κεφάλι του, ώστε τα μάτια του να βγαίνουν απ' τις κόγχες τους. Μερόνυχτα έσφιγγαν τα πόδια σε ξύλα ή τον κρέμαζαν από τα πόδια για ολόκληρες νύχτες και έσχιζαν τις σάρκες του. Οι χριστιανοί έβλεπαν θείο φως να βγαίνει τη νύχτα από το ναό του Αγίου Γεωργίου και να μπαίνει στο κελί της φυλακής. Στη φυλακή είδε όραμα την Παναγία, που του φανέρωσε ότι θα λάβει μαρτυρικό τέλος στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά τα βασανιστήρια ξανάφεραν τον άγιο μπροστά στους Τούρκους άρχοντες, με την ελπίδα να τον μεταπείσουν. Του έλυσαν τα χέρια, και τότε αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείο του σταυρού. Ο αγάς των Μοσχονησίων έγινε έξω φρενών, όρμησε και με το ξίφος του άρχισε να ξεσχίζει το στήθος του αγίου και τότε σχηματίστηκε στο στήθος του ένας φωτεινός σταυρός. Ο αγάς των Κυδωνιών, μην μπορώντας να φέρει αποτέλεσμα, έστειλε με συνοδεία τον άγιο στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί υπέφερε πολλά άλλα βασανιστήρια. Από τη φυλακή έστειλε με ένα πνευματικό, που τον επισκέφθηκε, επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε', που βρισκότανε ακόμα στο Άγιον Όρος, όπως επίσης και στους εκεί γνωστούς του.
Σε νέα ανάκριση, που τον οδήγησαν, φώναζε ο άγιος: «Ω ηγεμών, άμποτε να εγνώριζες και συ το συμφέρον της ψυχής σου και να εγινόσουν χριστιανός». Ο ηγεμών μην υποφέροντας «την ύβριν» διέταξε να τον απαγχονίσουν και να τον θάψουν στα τουρκικά μνήματα εξακολουθώντας να θεωρεί τον άγιο σαν μωαμεθανό, αλλά και για να μη τον πάρουν οι χριστιανοί και τον τιμήσουν σαν άγιο.
Μαρτύρησε στις 2 Ιουνίου του 1819.
Το Άγιον Όρος έστειλε μοναχούς στο Αϊβαλί να μάθουν λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια, που υπέφερε ο άγιος, για να τα καταγράψουν. Έπειτα οι ίδιοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατόρθωσαν να εξαγοράσουν τα φορέματα, που φορούσε κατά το μαρτυρικό θάνατο ο άγιος. Αυτά βρίσκονται στο Άγιον Όρος, στα Καυσοκαλύβια και πολλοί άρρωστοι, που τα έφεραν επάνω τους ζητώντας την πρεσβεία του Αγίου, βρήκαν την υγεία τους. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Πάσαν ηύφρανας πιστών χορείαν και κατήσχυνας, τους Άγαρ γόνους, ανακηρύξας λαμπρώς την ευσέβειαν και υπομείνας ανύποιστα βάσανα, ω Κωνσταντίνε μαρτύρων αγλάισμα. Ως ουν έτυχες, ούπερ επόθεις αοίδιμε, μνημόνευε ημών των ευφημούντων σε |