Γ΄ Τόμος
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Και πάλι· από τα ευχάριστα του κόσμου, την υγεία δηλαδή, την ευημερία, τη δύναμη, την ανάπαυση, τη χαρά, το φως, τη γνώση, τον πλούτο, την προκοπή σε όλα, την ειρηνική κατάσταση, την απόλαυση της τιμής, την εξουσία, την αφθονία και όλα όσα θεωρούνται καλά σ' αυτή τη ζωή, οδηγούμαστε σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη, και στο να Τον αγαπούμε και να κάνομε το αγαθό όσο μπορούμε, ως φυσικό χρέος για τις δωρεές Του, νομίζοντας πως θα τον ανταμείψομε τάχα με την αγαθοεργία, αν και αυτό δεν είναι δυνατόν, απλώς μεγαλώνει το χρέος.
Ο λόγος του Θεού, λέει ο άγιος Μάξιμος, δεν είναι πολυλογία· αλλά και αν πούμε όλοι οι άνθρωποι πολλά, τότε ένα λόγο του Θεού δεν ολοκληρώσαμε. Για παράδειγμα· είπε ο Θεός: «Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη κλπ.»(Δευτ. 6,5· Ματθ. 22,37). Πόσα άραγε δεν είπαν και δεν έγραψαν οι Πατέρες, και ακόμη λένε και γράφουν, και δεν ολοκλήρωσαν το ένα αυτό ρητό; Γιατί το "με όλη την ψυχή", όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, είναι το να μην αγαπά κανείς τίποτε άλλο μαζί με το Θεό.
Επειδή αν αγαπά κανείς την ψυχή του, δεν αγαπά με όλη του την ψυχή το Θεό, αλλά με τη μισή. Αν λοιπόν αγαπούμε τους εαυτούς μας και άλλα αναρίθμητα πράγματα, πώς μπορούμε να αγαπούμε το Θεό ή πώς τολμούμε να το πούμε αυτό; Το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη του πλησίον. Αν δεν απορρίπτομε την πρόσκαιρη ζωή μας, ακόμη ίσως και την μέλλουσα, για χάρη του πλησίον όπως ο Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, πώς μπορούμε να πούμε ότι αγαπούμε τον πλησίον μας;
Και όπως οφείλουν οι φτωχοί να ευχαριστούν το Θεό και να αγαπούν εκείνους που τους ευεργετούν πλουσιοπάροχα, γιατί ευεργετούνται από αυτούς, έτσι και οι πλούσιοι πολύ περισσότερο, γιατί σώζονται και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με την ελεημοσύνη. Γιατί χωρίς τους φτωχούς δεν μπορούν οι πλούσιοι να σωθούν, αλλά ούτε και τους πειρασμούς του πλούτου μπορούν να ξεφύγουν.
Κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη προπάντων από υπομονή, όπως η γη από βροχή, λέει ο Μέγας Βασίλειος, για να βάλει πάνω σ' αυτή το θεμέλιο, που λέει ο Απόστολος, δηλαδή την πίστη(Εβρ. 6, 1), και πάνω στην πίστη κτίζει σιγά-σιγά η διάκριση σαν έμπειρος οικοδόμος το σπίτι της ψυχής.
Γιατί μένει ανύστακτος και ορθός, σκοτώνοντας τους εχθρικούς λογισμούς με την αντίθετη πνευματική εργασία και τον αντιρρητικό λόγο, και αποκρούει με την καταφρόνηση και την εκδίωξη κάθε τι που έρχεται στην καρδιά και δεν είναι σύμφωνο με το σκοπό του Θεού, ώστε να μην εμποδίζεται διόλου ο φωτισμένος νους από τη θεωρία του Θεού και τα θεία νοήματα. Αυτό, λέει, είναι το έργο της ησυχίας· όπως σε άλλο μέρος ο άγιος Νείλος ερμηνεύει αλληγορικά τη θεία Γραφή και διασαφηνίζει ότι ο περισπασμός είναι η αιτία να σκοτισθεί ο νους. Και εύλογα.
Γιατί αν δεν συγκρατείται από όλα τα μέρη ο νους, σαν νερό μέσα στο σωλήνα, δεν μπορεί η διάνοια να μαζευτεί στον εαυτό της για να ανεβεί και στο Θεό. Κι αν δεν ανεβεί κανείς νοερά και δεν γευθεί τα άνω, πώς μπορεί εύκολα να καταφρονήσει τα κάτω;
Ώστε οφείλομε, με την ενίσχυση της πίστεως, να τρέχομε με υπομονή, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 12, 1-2), και να έχομε σαν έργο μας να ευαρεστήσομε το Θεό. Και όταν έρθει ο καιρός, εκείνοι που τρέχουν καλά, θα μπορέσουν να αποκτήσουν τη μερική γνώση και ύστερα στο μέλλον την ολική, αφού καταργηθούν οι καθρέφτες(Α΄ Κορ. 1312), δηλαδή η φθαρτή αυτή ζωή.
Εκεί, στη μέλλουσα ζωή, η ψυχή δεν επιθυμεί πια αντίθετα με τη σάρκα, ούτε η σάρκα αντίθετα με το Πνεύμα(Γαλ. 5, 17)· ούτε η ραθυμία μπορεί να φέρει τη λησμοσύνη και η λησμοσύνη την άγνοια, όπως τώρα παθαίνομε οι περισσότεροι κι έχομε ανάγκη να γράφομε για να θυμόμαστε.
Πολλές φορές μου ήρθε αυθόρμητα κάποια σκέψη και την έγραψα να τη θυμάμαι· και σε καιρό πνευματικού πολέμου την είχα για βοήθεια και ανακούφιση ή ευχαριστία, όταν στηριζόταν στη θεία Γραφή. Αν όμως ήμουν αμελής σ' αυτά και δεν την έγραφα, δεν την είχα, όταν τη χρειαζόμουν, και ζημιωνόμουν από την παγκάκιστη λησμοσύνη.
Γι' αυτό έχομε χρέος να μάθομε στην πράξη τις αρετές, για να διατηρείται από τη συνήθειά τους η ενθύμηση του αγαθού, και όχι μόνο με τα λόγια. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δεν είναι λόγια η βασιλεία του Θεού, αλλά δύναμη(Α΄ Κορ. 4, 20).
Εκείνος που ζητάει με τα έργα, εκείνος γνωρίζει τη ζημία και το κέρδος σε όποιο πράγμα ασχολείται, λέει ο άγιος Ισαάκ, και αυτός μπορεί να δώσει συμβουλή σε άλλους, γιατί έπαθε πολλές φορές και απέκτησε πείρα.
Γιατί, λέει, υπάρχουν πράγματα που φαίνονται καλά, κρύβουν όμως όχι τυχαία ζημία· και είναι άλλα που φαίνονται κακά, και εντούτοις περιέχουν πολύ μεγάλο κέρδος. Γι' αυτό, λέει, δεν είναι ο κάθε άνθρωπος αξιόπιστος να δώσει συμβουλή, αλλά εκείνος που έλαβε από το Θεό χάρισμα διακρίσεως, και από την πολυκαιρία στην άσκηση απέκτησε διορατικό νου, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος.
Και αυτό να το κάνει με μεγάλη ταπείνωση, να μη συμβουλεύει τους πάντες, αλλά εκείνους που ερωτούν θεληματικά και αβίαστα και με διάθεση μαθητείας. Και αυτό για να εντυπωθεί ο λόγος μέσα στην ψυχή εκείνου που ερωτά με ταπείνωση και με εκούσια αίτησή του, και να θερμαίνεται από την πίστη βλέποντας τον αγαθό σύμβουλο, σαν το θαυμαστό εκείνο σύμβουλο που είπε ο προφήτης Ησαΐας, «τον ισχυρό Θεό, τον Εξουσιαστή κλπ.»(Ησ. 9,6), εννοώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ο Οποίος είπε σ' εκείνον που του παραπονέθηκε: «Ποιος με όρισε άρχοντα και δικαστή σε σας»(Λουκ. 12, 14), αν και, όπως λέει η Γραφή, ο Πατέρας έδωσε στον Υιό όλη την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους(Ιω. 5, 22).
Αλλά είπε έτσι για να μας δείξει και με αυτό, όπως και με όλα, το δρόμο της σωτηρίας με την αγία Του ταπείνωση. Γιατί δεν αναγκάζει, αλλά λέει: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας με ακολουθεί(Ματθ. 16, 24)· δηλαδή να μη φροντίζει διόλου για τη ζωή του, αλλά όπως κάνω εγώ και υπομένω τον αισθητό και εκούσιο θάνατο για χάρη όλων, έτσι και αυτός ας με ακολουθεί με έργο και με λόγο, όπως οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Αλλιώς, ας υπομένει τουλάχιστον το θάνατο της προαιρέσεως». Και πάλι, στον πλούσιο εκείνο είπε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου κλπ.»(Ματθ. 19, 21).
Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι είπε ψέμματα ο πλούσιος πως φύλαξε τις εντολές. Γιατί αν τις είχε φυλάξει, δεν θα είχε κτήματα πολλά, αφού ο Νόμος λέει πρώτα-πρώτα: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την ψυχή σου»(Δευτ. 6, 4-5).
Λέγοντας "με όλη την ψυχή σου", δεν επέτρεψε σ' εκείνον που αγαπά το Θεό, να αγαπά και κάτι άλλο, για το οποίο να λυπάται όταν το απαρνείται. Επίσης ο Νόμος λέει: «Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»(Λευιτ. 19, 18), δηλαδή τον κάθε άνθρωπο. και πώς φυλάει την εντολή, όταν άλλοι πολλοί έχουν ανάγκη από την καθημερινή τροφή, ενώ αυτός έχει κτήματα πολλά και μάλιστα είναι δεμένος μαζί τους με πάθος; Γιατί αν τα είχε όπως ο Αβραάμ, ο Ιώβ και οι λοιποί Δίκαιοι, σαν να ήταν του Θεού, δεν θα έφευγε από το Χριστό λυπημένος(Ματθ. 19, 22).
Επίσης και ο Χρυσόστομος λέει ότι ο πλούσιος πίστεψε ότι εκείνα που του έλεγε ο Κύριος ήταν αλήθεια, γι' αυτό και έφυγε λυπημένος· ήταν αδύνατος όμως να τα εκτελέσει. Γιατί υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν τα λόγια των Γραφών, είναι όμως αδύνατοι στην εκπλήρωσή τους.
--------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 159-161)
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Μονή Καθολικού στο Ακρωτήρι Κρήτης |
O Θεός έκανε όλα τα όντα προς ωφέλειά μας. Οι Άγγελοι μάς φυλάγουν και μας διδάσκουν, οι δαίμονες μας πειράζουν για να ταπεινωνόμαστε και να καταφεύγομε στο Θεό. Και με αυτά σωζόμαστε, και λυτρωνόμαστε από την έπαρση και την αμέλεια από το φόβο των πειρασμών.
Και πάλι· από τα ευχάριστα του κόσμου, την υγεία δηλαδή, την ευημερία, τη δύναμη, την ανάπαυση, τη χαρά, το φως, τη γνώση, τον πλούτο, την προκοπή σε όλα, την ειρηνική κατάσταση, την απόλαυση της τιμής, την εξουσία, την αφθονία και όλα όσα θεωρούνται καλά σ' αυτή τη ζωή, οδηγούμαστε σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη, και στο να Τον αγαπούμε και να κάνομε το αγαθό όσο μπορούμε, ως φυσικό χρέος για τις δωρεές Του, νομίζοντας πως θα τον ανταμείψομε τάχα με την αγαθοεργία, αν και αυτό δεν είναι δυνατόν, απλώς μεγαλώνει το χρέος.
Από εκείνα τώρα που νομίζονται δυσάρεστα, όπως η ασθένεια, η δυσκολία, ο κόπος, η αδυναμία, η αθέλητη λύπη, το σκοτάδι, η άγνοια, η φτώχεια, η δυστυχία σε όλα, ο φόβος της στερήσεως, η ατιμία, η καταπόνηση, η στέρηση των αναγκαίων και όλα όσα είναι αντίθετα στα ευχάριστα που προείπαμε, φτάνομε στην υπομονή, στην ταπείνωση και στην καλή ελπίδα για το μέλλον. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και στον παρόντα αιώνα μας προξενούν μεγάλη παρηγοριά.
Ώστε όλα καλά τα οικονόμησε για μας ο Θεός κατά θαυμαστό τρόπο με την ανείπωτη αγαθότητά Του. Εκείνος που θέλει να τα γνωρίζει αυτά και να τα έχει όπως πρέπει, ας αγωνίζεται να αποκτήσει τις αρετές, ώστε όλα όσα έχομε αναφέρει, να τα δέχεται με ευχαριστία, και τα καλά και εκείνα που φαίνονται κακά, και να είναι σε όλα ατάραχος.
Και όχι μόνον αυτό· αλλά και όταν οι δαίμονες του προτείνουν υπερήφανο λογισμό για να τον κάνουν να υψηλοφρονήσει, τότε να θυμάται εκείνα τα αισχρότατα που του έλεγαν πρωτύτερα και να νικά το λογισμό και να καταλήγει σε ταπείνωση. Και αντίθετα, όταν του προτείνουν οι δαίμονες κανένα αισχρότατο λογισμό, τότε να θυμάται τον υπερήφανο εκείνο λογισμό και να νικά τούτον.
Ώστε με τη μνήμη να κάνει τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης. Έτσι δε φτάνει ποτέ ούτε στην απόγνωση για τα αισχρότατα, ούτε σε αλαζονεία από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· αλλά όταν υψωθεί ο νους του, καταφεύγει στην ταπείνωση, και όταν τον ταπεινώσουν οι εχθροί, υψώνεται στο Θεό με την ελπίδα, για να μη θορυβηθεί ποτέ και πέσει, μήτε πάλι από δειλία να απελπιστεί, ως την τελευταία του αναπνοή.
Και αυτή είναι η μεγάλη εργασία του μοναχού, όπως λέει το Γεροντικό. Όταν λοιπόν οι εχθροί προβάλλουν την απόγνωση, αυτός προβάλλει την ελπίδα· και όταν εκείνοι του παρουσιάζουν την αλαζονεία, αυτός αντιπροτείνει την ταπείνωση, γνωρίζοντας ότι τίποτε στο βίο αυτό δεν είναι αμετάβλητο διόλου. Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22).
Εκείνος όμως που θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως του αρέσουν, δεν ξέρει που βαδίζει, αλλά είναι σαν τυφλός που τον παρασύρει κάθε άνεμος, και ό,τι του έρχεται, απ' αυτό κυριεύεται ολότελα.
Σαν δούλος φοβάται τα δυσάρεστα, και παρασύρεται σαν αιχμάλωτος από την υψηλοφροσύνη. Από τη χωρίς λόγο χαρά του νομίζει ότι έχει εκείνα, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι είναι και από που είναι. Κι αν λέει ότι γνωρίζει, τότε ακόμη περισσότερο τυφλώνεται· γιατί αυτό είναι συνέπεια του ότι δεν κατηγορεί τον εαυτό του.
Αυτό είναι που λέγεται αυταρέσκεια και αφανής απώλεια, όπως λέει ο άγιος Μακάριος στη διήγηση για τον μοναχό που πήγε στην απώλεια, αφού είδε την άνω Ιερουσαλήμ την ώρα που προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς και αρπάχθηκε ο νους του· γιατί νόμισε ότι κατόρθωσε κάτι και όχι ότι έβαλε μεγαλύτερο χρέος.
Όπως λοιπόν οι υπερβολικά εμπαθείς δε γνωρίζουν ούτε όσα είναι φανερά σε πολλούς, εξαιτίας του σκοτισμού των παθών, έτσι οι απαθείς γνωρίζουν όσα οι πολλοί αγνοούν, από την καθαρότητα του νου τους.
Και όχι μόνον αυτό· αλλά και όταν οι δαίμονες του προτείνουν υπερήφανο λογισμό για να τον κάνουν να υψηλοφρονήσει, τότε να θυμάται εκείνα τα αισχρότατα που του έλεγαν πρωτύτερα και να νικά το λογισμό και να καταλήγει σε ταπείνωση. Και αντίθετα, όταν του προτείνουν οι δαίμονες κανένα αισχρότατο λογισμό, τότε να θυμάται τον υπερήφανο εκείνο λογισμό και να νικά τούτον.
Ώστε με τη μνήμη να κάνει τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης. Έτσι δε φτάνει ποτέ ούτε στην απόγνωση για τα αισχρότατα, ούτε σε αλαζονεία από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· αλλά όταν υψωθεί ο νους του, καταφεύγει στην ταπείνωση, και όταν τον ταπεινώσουν οι εχθροί, υψώνεται στο Θεό με την ελπίδα, για να μη θορυβηθεί ποτέ και πέσει, μήτε πάλι από δειλία να απελπιστεί, ως την τελευταία του αναπνοή.
Και αυτή είναι η μεγάλη εργασία του μοναχού, όπως λέει το Γεροντικό. Όταν λοιπόν οι εχθροί προβάλλουν την απόγνωση, αυτός προβάλλει την ελπίδα· και όταν εκείνοι του παρουσιάζουν την αλαζονεία, αυτός αντιπροτείνει την ταπείνωση, γνωρίζοντας ότι τίποτε στο βίο αυτό δεν είναι αμετάβλητο διόλου. Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22).
Εκείνος όμως που θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως του αρέσουν, δεν ξέρει που βαδίζει, αλλά είναι σαν τυφλός που τον παρασύρει κάθε άνεμος, και ό,τι του έρχεται, απ' αυτό κυριεύεται ολότελα.
Σαν δούλος φοβάται τα δυσάρεστα, και παρασύρεται σαν αιχμάλωτος από την υψηλοφροσύνη. Από τη χωρίς λόγο χαρά του νομίζει ότι έχει εκείνα, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι είναι και από που είναι. Κι αν λέει ότι γνωρίζει, τότε ακόμη περισσότερο τυφλώνεται· γιατί αυτό είναι συνέπεια του ότι δεν κατηγορεί τον εαυτό του.
Αυτό είναι που λέγεται αυταρέσκεια και αφανής απώλεια, όπως λέει ο άγιος Μακάριος στη διήγηση για τον μοναχό που πήγε στην απώλεια, αφού είδε την άνω Ιερουσαλήμ την ώρα που προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς και αρπάχθηκε ο νους του· γιατί νόμισε ότι κατόρθωσε κάτι και όχι ότι έβαλε μεγαλύτερο χρέος.
Όπως λοιπόν οι υπερβολικά εμπαθείς δε γνωρίζουν ούτε όσα είναι φανερά σε πολλούς, εξαιτίας του σκοτισμού των παθών, έτσι οι απαθείς γνωρίζουν όσα οι πολλοί αγνοούν, από την καθαρότητα του νου τους.
Μονή Αγίας Κυριακής, Βαρύπετρο Χανίων, Κρήτη |
Επειδή αν αγαπά κανείς την ψυχή του, δεν αγαπά με όλη του την ψυχή το Θεό, αλλά με τη μισή. Αν λοιπόν αγαπούμε τους εαυτούς μας και άλλα αναρίθμητα πράγματα, πώς μπορούμε να αγαπούμε το Θεό ή πώς τολμούμε να το πούμε αυτό; Το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη του πλησίον. Αν δεν απορρίπτομε την πρόσκαιρη ζωή μας, ακόμη ίσως και την μέλλουσα, για χάρη του πλησίον όπως ο Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, πώς μπορούμε να πούμε ότι αγαπούμε τον πλησίον μας;
Ο Μωυσής είπε για το λαό στο Θεό: «Αν θέλεις να τους συγχωρήσεις τις αμαρτίες, συγχώρησέ τες. Αλλιώς, σβήσε κι εμένα από το βιβλίο της ζωής που μ' έχεις γραμμένο»(Έξ. 32,32). Κι ο Απόστολος είπε: «Ας χωριζόμουν εγώ από το Χριστό κλπ.»(Ρωμ. 9, 3-4). Παρακαλούσε δηλαδή να χαθεί ο ίδιος για να σωθούν οι άλλοι, οι Ισραηλίτες, που μάλιστα ζητούσαν να τον σκοτώσουν.
Τέτοιες είναι οι ψυχές των Αγίων· αγαπούν τους εχθρούς περισσότερο από τον εαυτό τους, ώστε και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα προτιμούν σε όλα τον πλησίον και αν ακόμη από την κακή του προαίρεση είναι εχθρός τους, χωρίς να ζητούν ανταμοιβή από εκείνους που αγαπούν, αλλά χαίρονται σαν να παίρνουν όταν δίνουν τα πάντα στους άλλους, για να αρέσουν στον Ευεργέτη και να μιμηθούν όσο μπορούν τη φιλανθρωπία Του, γιατί Εκείνος είναι αγαθός προς τους αχάριστους και αμαρτωλούς(Λουκ. 6,35).
Ή μάλλον, όσο περισσότερο αξιωθεί κανείς να έχει αυτά τα χαρίσματα, τόσο οφείλει να νομίζει τον εαυτό του χρεώστη απέναντι στο Θεό που τον ανύψωσε από τη γη και αξίωσε το χώμα να μιμείται εν μέρει τον Πλάστη και Θεό.
Γιατί το να υπομένει κανείς τις αδικίες με χαρά και να ευεργετεί τους εχθρούς με ανεξικακία και να θυσιάζει τη ζωή του για χάρη του πλησίον και τα όμοια, είναι δώρα του Θεού και δίνονται σ' εκείνους που έχουν την καλή διάθεση να τα δεχθούν και με επιμέλεια να τα εργάζονται και να τα φυλάγουν, όπως είπε ο Θεός στον Αδάμ(Γέν. 2,15), για να μένουν σ' αυτούς τα δώρα με την ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη.
Γιατί κανένα καλό δεν αποκτήσαμε ποτέ δικό μας, αλλά όλα τα αγαθά δίνονται σ' έμας από το Θεό κατά χάρη, όπως το είναι από το μη ον. «Τι έχεις που δεν το έλαβες δωρεάν από το Θεό;» λέει ο Απόστολος. Κι αφού όσα έχεις τα έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην τα έλαβες(Α΄ Κορ. 4,7), αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος —πράγμα αδύνατο, αφού ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15,5).
Γιατί κανένα καλό δεν αποκτήσαμε ποτέ δικό μας, αλλά όλα τα αγαθά δίνονται σ' έμας από το Θεό κατά χάρη, όπως το είναι από το μη ον. «Τι έχεις που δεν το έλαβες δωρεάν από το Θεό;» λέει ο Απόστολος. Κι αφού όσα έχεις τα έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην τα έλαβες(Α΄ Κορ. 4,7), αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος —πράγμα αδύνατο, αφού ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15,5).
Μονή Αρετίου, Κρήτη |
Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν, από το μεγάλο σκοτισμό των παθών να φτάσει κανείς σε τέτοια ανοησία, που να νομίσει ότι είναι ίσος με τους Αγγέλους, και μάλιστα μεγαλύτερος, από έλλειψη ταπεινοφροσύνης, αυτήν που αστόχησε ο πρώην εωσφόρος (φωτοφόρος), και χωρίς άλλη αμαρτία έγινε σκοτάδι.
Λοιπόν τι μέλλει να πάθει εκείνος που δεν έχει ταπείνωση, ο θνητός, το χώμα, για να μην πω ο αμαρτωλός;
Ίσως επειδή είναι τυφλός, δεν πιστεύει ότι είναι αμαρτωλός. Είναι οπωσδήποτε ανάγκη —λέει ο Χρυσόστομος— ο τέλειος άνθρωπος να γίνει ισάγγελος, όπως λέει ο Κύριος, στην ανάσταση των νεκρών βέβαια, και όχι από αυτόν τον κόσμο· αλλά ούτε τότε είπε ότι θα γίνουν άγγελοι, αλλά ισάγγελοι(Λουκ. 20,36).
Ίσως επειδή είναι τυφλός, δεν πιστεύει ότι είναι αμαρτωλός. Είναι οπωσδήποτε ανάγκη —λέει ο Χρυσόστομος— ο τέλειος άνθρωπος να γίνει ισάγγελος, όπως λέει ο Κύριος, στην ανάσταση των νεκρών βέβαια, και όχι από αυτόν τον κόσμο· αλλά ούτε τότε είπε ότι θα γίνουν άγγελοι, αλλά ισάγγελοι(Λουκ. 20,36).
Γιατί, λέει, οι άνθρωποι δε θα μπορέσουν ν' αλλάξουν τη φύση τους σε αγγελική, αλλά θα γίνουν όπως οι άγγελοι αμετάβλητοι στο αγαθό, κατά χάρη, και ελεύθεροι από κάθε ανάγκη, και θα έχουν αυτοπροαίρετη την εξουσία και ατελείωτη την ευφροσύνη και την αγάπη στο Θεό και όσα δεν είδε μάτι ανθρώπου κλπ.(Α΄ Κορ. 2,9). Εδώ είναι αδύνατο να γίνει κανείς τέλειος, απλώς δέχεται μόνο προκαταβολή των υποσχεμένων αγαθών.
Όπως όσοι δεν έχουν θεϊκά χαρίσματα οφείλουν να ταπεινωθούν ως φτωχοί, το ίδιο οφείλουν και εκείνοι που τα έχουν, γιατί τα έλαβαν από το Θεό, για να μην καταδικαστούν για αγνωμοσύνη. Και όπως οι πλούσιοι οφείλουν να ευγνωμονούν το Θεό για τα καλά που τους έδωσε, έτσι και οι πλούσιοι σε αρετές οφείλουν να ευχαριστούν πολύ περισσότερο.
Μονή Αρετίου, Κρήτη |
Ι. Μ. Χρυσοπηγής της Άνω Δίβρης, Ν. Ηλείας |
Βάζει λοιπόν συνεχώς λάσπη από τη γη της ταπεινώσεως, για να δένει τη μιά πέτρα με την άλλη, δηλαδή τη μιά αρετή με την άλλη, μέχρις ότου τοποθετηθεί η στέγη, δηλαδή η τέλεια αγάπη.
Τότε μπαίνει ο νοικοκύρης και κατοικεί στην ψυχή, αν έχει βέβαια καλούς θυρωρούς, οπλισμένους πάντοτε, δηλαδή φωτεινά νοήματα και θεοπρεπείς εργασίες, οι οποίες μπορούν να κάνουν ανενόχλητο τον βασιλιά.
Τότε μπαίνει ο νοικοκύρης και κατοικεί στην ψυχή, αν έχει βέβαια καλούς θυρωρούς, οπλισμένους πάντοτε, δηλαδή φωτεινά νοήματα και θεοπρεπείς εργασίες, οι οποίες μπορούν να κάνουν ανενόχλητο τον βασιλιά.
Να μην έχει για θυρωρό γυναίκα με το εργόχειρο στο χέρι(Β΄ Βασ. 4, 6), όπως λέει ο άγιος Νείλος ερμηνεύοντας την παλιά ιστορία. Γι' αυτό, λέει, δεν έβαλε ο πατριάρχης Αβραάμ γυναίκα θυρωρό, αλλά μάλλον ανδρείο και απότομο λογισμό, οπλισμένο με διάφορα όπλα, όπως λέει ο Απόστολος, κι ανάμεσα σ' αυτά και με το ξίφος του Πνεύματος, δηλαδή με το λόγο του Θεού(Εφ. 6, 17), για να σκοτώνει ή ν' απομακρύνει όσους τον πλησιάζουν.
Τοιχογραφίες στην Άνω Μονή Δίβρης, Ν. Ηλείας |
Γιατί αν δεν συγκρατείται από όλα τα μέρη ο νους, σαν νερό μέσα στο σωλήνα, δεν μπορεί η διάνοια να μαζευτεί στον εαυτό της για να ανεβεί και στο Θεό. Κι αν δεν ανεβεί κανείς νοερά και δεν γευθεί τα άνω, πώς μπορεί εύκολα να καταφρονήσει τα κάτω;
Ώστε οφείλομε, με την ενίσχυση της πίστεως, να τρέχομε με υπομονή, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 12, 1-2), και να έχομε σαν έργο μας να ευαρεστήσομε το Θεό. Και όταν έρθει ο καιρός, εκείνοι που τρέχουν καλά, θα μπορέσουν να αποκτήσουν τη μερική γνώση και ύστερα στο μέλλον την ολική, αφού καταργηθούν οι καθρέφτες(Α΄ Κορ. 1312), δηλαδή η φθαρτή αυτή ζωή.
Εκεί, στη μέλλουσα ζωή, η ψυχή δεν επιθυμεί πια αντίθετα με τη σάρκα, ούτε η σάρκα αντίθετα με το Πνεύμα(Γαλ. 5, 17)· ούτε η ραθυμία μπορεί να φέρει τη λησμοσύνη και η λησμοσύνη την άγνοια, όπως τώρα παθαίνομε οι περισσότεροι κι έχομε ανάγκη να γράφομε για να θυμόμαστε.
Κρυφό Σχολειό στην Άνω Μονή Δίβρης, Ν. Ηλείας |
Γι' αυτό έχομε χρέος να μάθομε στην πράξη τις αρετές, για να διατηρείται από τη συνήθειά τους η ενθύμηση του αγαθού, και όχι μόνο με τα λόγια. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δεν είναι λόγια η βασιλεία του Θεού, αλλά δύναμη(Α΄ Κορ. 4, 20).
Εκείνος που ζητάει με τα έργα, εκείνος γνωρίζει τη ζημία και το κέρδος σε όποιο πράγμα ασχολείται, λέει ο άγιος Ισαάκ, και αυτός μπορεί να δώσει συμβουλή σε άλλους, γιατί έπαθε πολλές φορές και απέκτησε πείρα.
Γιατί, λέει, υπάρχουν πράγματα που φαίνονται καλά, κρύβουν όμως όχι τυχαία ζημία· και είναι άλλα που φαίνονται κακά, και εντούτοις περιέχουν πολύ μεγάλο κέρδος. Γι' αυτό, λέει, δεν είναι ο κάθε άνθρωπος αξιόπιστος να δώσει συμβουλή, αλλά εκείνος που έλαβε από το Θεό χάρισμα διακρίσεως, και από την πολυκαιρία στην άσκηση απέκτησε διορατικό νου, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος.
Και αυτό να το κάνει με μεγάλη ταπείνωση, να μη συμβουλεύει τους πάντες, αλλά εκείνους που ερωτούν θεληματικά και αβίαστα και με διάθεση μαθητείας. Και αυτό για να εντυπωθεί ο λόγος μέσα στην ψυχή εκείνου που ερωτά με ταπείνωση και με εκούσια αίτησή του, και να θερμαίνεται από την πίστη βλέποντας τον αγαθό σύμβουλο, σαν το θαυμαστό εκείνο σύμβουλο που είπε ο προφήτης Ησαΐας, «τον ισχυρό Θεό, τον Εξουσιαστή κλπ.»(Ησ. 9,6), εννοώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ο Οποίος είπε σ' εκείνον που του παραπονέθηκε: «Ποιος με όρισε άρχοντα και δικαστή σε σας»(Λουκ. 12, 14), αν και, όπως λέει η Γραφή, ο Πατέρας έδωσε στον Υιό όλη την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους(Ιω. 5, 22).
Αλλά είπε έτσι για να μας δείξει και με αυτό, όπως και με όλα, το δρόμο της σωτηρίας με την αγία Του ταπείνωση. Γιατί δεν αναγκάζει, αλλά λέει: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας με ακολουθεί(Ματθ. 16, 24)· δηλαδή να μη φροντίζει διόλου για τη ζωή του, αλλά όπως κάνω εγώ και υπομένω τον αισθητό και εκούσιο θάνατο για χάρη όλων, έτσι και αυτός ας με ακολουθεί με έργο και με λόγο, όπως οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Αλλιώς, ας υπομένει τουλάχιστον το θάνατο της προαιρέσεως». Και πάλι, στον πλούσιο εκείνο είπε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου κλπ.»(Ματθ. 19, 21).
Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι είπε ψέμματα ο πλούσιος πως φύλαξε τις εντολές. Γιατί αν τις είχε φυλάξει, δεν θα είχε κτήματα πολλά, αφού ο Νόμος λέει πρώτα-πρώτα: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την ψυχή σου»(Δευτ. 6, 4-5).
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο στη Κάτω Μονή Δίβρης, Ν.Ηλείας |
Επίσης και ο Χρυσόστομος λέει ότι ο πλούσιος πίστεψε ότι εκείνα που του έλεγε ο Κύριος ήταν αλήθεια, γι' αυτό και έφυγε λυπημένος· ήταν αδύνατος όμως να τα εκτελέσει. Γιατί υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν τα λόγια των Γραφών, είναι όμως αδύνατοι στην εκπλήρωσή τους.
--------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 159-161)