Γ΄ Τόμος
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Η πρώτη παρασύρει τη φρόνηση προς τα πάνω για να πονηρεύεται και να βλάπτει πολύ και την ψυχή όποιου την έχει και όσους άλλους μπορεί, ενώ η άλλη κάνει τον άνθρωπο αναίσθητο και άχρηστο, και ούτε για τα θεία αφήνει το νου να φροντίζει, ούτε για κάτι που συμφέρει την ψυχή ή τον πλησίον.
Δε γνωρίζει όμως όλα τα μυστήρια που κρύβει κάθε λόγος της Γραφής, αλλά όσα μπορεί να δέχεται η καθαρότητα του νου του από τη χάρη. Και αυτό γίνεται φανερό από το ότι γνωρίζομε πολλές φορές κάποιο ρητό της Γραφής θεωρητικά, καθώς και ένα ή δύο από τους σκοπούς για τους οποίους έχει γραφεί.
Έπειτα όμως από καιρό, καθώς ίσως γίνεται καθαρότερος ο νους, αξιώνεται και άλλη γνώση για το ρητό, υψηλότερη από την πρώτη, ώστε να απορεί και να θαυμάζει τη χάρη του Θεού και την ανείπωτη σοφία Του και να φτάνει να φρίττει και να τρέμει ενώπιον του Θεού των γνώσεων, όπως είπε η προφήτισσα Άννα, ότι ο Κύριος είναι Θεός γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3).
Δεν εννοώ βέβαια τη γνώση όταν ακούσει κανείς από κάποια Γραφή, ή από έναν άνθρωπο, γιατί αυτό δεν είναι καθαρότητα του νου, ούτε αποκάλυψη· αλλά όταν δεχθεί τη γνώση και δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, μέχρις ότου βρεί τη θεία Γραφή ή κάποιον από τους Αγίους να συμφωνεί με την αυτόματη γνώση που έλαβε περί του ρητού της Γραφής, ή κάποιου αισθητού ή νοητοΰ πράγματος. Και αν ίσως αντί ένα σκοπό βρίσκει πολλούς, ή ακούσει πολλούς από τη θεία Γραφή ή τους αγίους Πατέρες, ας μην απιστήσει και το νομίσει αυτό διαφωνία.
Γιατί συχνά υπάρχουν πολλοί σκοποί του ιδίου πράγματος, όπως για παράδειγμα του ενδύματος. Αν ο ένας λέει ότι το ένδυμα ζεσταίνει, ο άλλος ότι ευπρεπίζει, ο άλλος ότι σκεπάζει, και οι τρεις λένε την αλήθεια, γιατί το ένδυμα είναι και για ζεστασιά, και για σκέπασμα, και για ευπρεπισμό. Και οι τρεις έχουν βρεί το θείο σκοπό του ενδύματος κι έχουν σύμφωνη τη θεία Γραφή και τη φύση των πραγμάτων.
Αν τώρα κανείς είναι άρπαγας ή κλέφτης και πει με το νου του ότι το ένδυμα είναι χρήσιμο για αρπαγή ή κλοπή, οπωσδήποτε ψεύδεται, γιατί ούτε η Γραφή ούτε η φύση των πραγμάτων μαρτυρούν ότι έγινε γι' αυτό το σκοπό, αφού και οι νόμοι τιμωρούν αυτές τις πράξεις.
Το ίδιο ισχύει και για κάθε αισθητό ή νοητό πράγμα ή λόγο της θείας Γραφής. Γιατί οι Άγιοι, ούτε κάθε σκοπό του Θεού για κάθε πράγμα ή γραφικό λόγο γνωρίζουν, ούτε πάλι όσα γνωρίζουν τα γράφουν. Αυτό απ' τη μία οφείλεται στο ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος και η σοφία Του δεν έχει όρια, ώστε να τη χωρέσει όλη ένας άγγελος ή ένας άνθρωπος· όπως λέει ο Χρυσόστομος για κάποια θεωρία: «Εγώ είπα τώρα όσα πρέπει να πω, ο Θεός όμως, εκτός απ' αυτά που είπα, γνωρίζει και άλλα που δεν κατανοούνται».
Και από την άλλη στο ότι δεν συμφέρει να λένε οι Άγιοι όσα γνωρίζουν, εξαιτίας της αδυναμίας των ανθρώπων και για να μη μακραίνει ο λόγος και γίνεται μισητός ή ακατανόητος από τη σύγχυση, αλλά να λέγονται μετρημένα τα λόγια, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Γι' αυτό και βλέπομε έναν Άγιο, για το ίδιο πράγμα άλλά να λέει σήμερα και άλλα αύριο.
Και αυτό δεν είναι διαφωνία, αν ο ακροατής έχει γνώση ή πείρα των λεγομένων. Και πάλι ο ένας λέει τούτα και ο άλλος αλλά για τον ίδιο λόγο της θείας Γραφής, γιατί πολλές φορές η θεία χάρη δώρισε και αυτά και εκείνα κατά τους ανθρώπους και τον καιρό. Εκείνο που απαιτείται είναι το κάθε τι να γίνεται ή να λέγεται κατά τον θείο σκοπό και να στηρίζεται στις θείες Γραφές, για να μην ακούσει από τον Απόστολο το "ανάθεμα", ακόμη και αν είναι άγγελος(Γαλ. 1, 8), αφού διδάσκει άλλο σκοπό, έξω από το θείο σκοπό ή από τη φύση των πραγμάτων, όπως λένε ο Μέγας Διονύσιος, ο Αντώνιος και ο Ομολογητής Μάξιμος. Γι' αυτό λέει ο Χρυσόστομος, δε μας τα παρέδωσαν αυτά οι Έλληνες σοφοί, αλλά η αγία Γραφή.
Δεν είναι π.χ. διαφωνία το να πει η Γραφή για κάποιον ότι δεν είδε την Βαβυλώνα κατά την αιχμαλωσία, και αλλού ότι πήγε και αυτός στη Βαβυλώνα μαζί με τους άλλους. Γιατί όποιος διαβάζει προσεκτικά τη Γραφή, θα βρει σε άλλο μέρος της Γραφής να λέγεται για τον ίδιο ότι τον τύφλωσαν και έτσι τον αιχμαλώτισαν, και άρα πήγε στη Βαβυλώνα, αλλά δεν την είδε(Δ΄ Βασ. 25, 7· Ιερ. 52, 11).
Και πάλι μερικοί από απειρία λένε ότι η προς Εβραίους επιστολή δεν είναι του Αποστόλου Παύλου, ή ότι ένας από τους λόγους του Αγίου Διονυσίου δεν είναι δικός του. Αλλά αν προσέχει κανείς σ' αυτούς τους λόγους, βρίσκει την αλήθεια. Γιατί οι Άγιοι, όταν πρόκειται για φυσικό πράγμα, από τη διόραση (δηλαδή τη φυσική γνώση ή θεωρία των όντων, των κτισμάτων, που πηγάζει από την καθαρότητα του νου), λένε με κάθε ακρίβεια το σκοπό του Θεού, ερευνώντας τις Γραφές, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όμοια μ' εκείνους που ψάχνουν να βρουν στα μεταλλεία της γης το χρυσάφι, και βρίσκουν ακόμη και τις λεπτότατες φλέβες, για να μην χαθεί ούτε ένα "ιώτα ή μία κεραία"(Ματθ. 5, 18) όπως λέει ο Κύριος.
Το ιώτα είναι το δέκατο ψηφίο του αλφαβήτου, και η κεραία είναι η λεγομένη οξεία, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να γράφομε σωστά. Αυτά τα είπαμε περί των φυσικών πραγμάτων· όταν όμως πρόκειται για υπερφυσικό πράγμα, αισθητό ή νοητό, ή για λόγο της Γραφής, τότε οι Άγιοι το γνωρίζουν με την προόραση και την αποκάλυψη, αν τους δοθεί γνώση περί αυτού από το Άγιο Πνεύμα.
Αν ίσως δεν τους δίνεται, αλλά προς το συμφέρον τους μένει ακατάληπτο, δεν ντρέπονται να λένε την αλήθεια και να ομολογούν την ανθρώπινη αδυναμία, λέγοντας σαν τον Απόστολο: «Δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει»(Β΄ Κορ. 12, 2). Ή όπως λέει ο Σολομών: «Τρία αγνοώ και το τέταρτο δεν γνωρίζω»(Παροιμ. 24, 18), και ο Χρυσόστομος: «Εγώ δε γνωρίζω, αλλά αν οι αιρετικοί με πουν άπιστο, ας με πουν και μωρό».
Και γενικά όλοι αυτοί που είχαν και επίγεια και ουράνια σοφία, προτίμησαν την ουράνια, χρησιμοποίησαν όμως και την κοσμική παιδεία σοφά με μέτρο, ακολουθώντας το αποστολικό υπόδειγμα, για να μην καυχηθούν ξεπερνώντας τα μέτρα τους(Β΄ Κορ. 10, 13), όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι εκείνοι που χλεύαζαν την απλότητα του λόγου του Αποστόλου Βαρνάβα, μη γνωρίζοντας ότι το κήρυγμά του περιείχε λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή(Ιω. 6, 68), όπως λένε τα Κλημέντια.
Πολλοί το παθαίνομε αυτό, όταν ακούσομε κανένα να μιλά σε άλλη γλώσσα και γελούμε, ακόμη κι αν εκείνος είναι σοφός στη γλώσσα του, και ομιλεί περί φρικτών μυστηρίων. Αλλ' αυτό γίνεται από απειρία. Οι Πατέρες όμως θεληματικά έγραψαν και απλά, ανάλογα με το χρόνο και τους ανθρώπους προς τους οποίους έγραφαν.
Λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εγκωμιάζοντας τον άγιο Εφραίμ, ότι ενώ ήταν σοφός, έγραψε απλά· λέει ακόμη με θαυμασμό για το πώς ο άγιος Εφραίμ, όντας πολύπειρος στα δόγματα, κόλλησε με επιτηδειότητα τα φύλλα των καταραμένων βιβλίων κάποιου αιρετικού με νηπιώδες φρόνημα, και πώς, από υπερηφάνεια εκείνος μη μπορώντας να υποφέρει την ντροπή, ξεψύχησε.
Γιατί η αγία ταπείνωση είναι υπέρ τη φύση και δεν μπορεί να την έχει ο άπιστος, αλλά τη νομίζει παρά φύση, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος προς τον άγιο Τιμόθεο, γράφοντας ότι «στους παλιούς φαίνεται παρά φύση η ανάσταση των νεκρών σ' εμένα όμως και σε σένα και στην αλήθεια δεν είναι παρά φύση, αλλά υπέρ τη φύση. Και αυτό όσον άφορα σ' εμάς. Όσον αφορά στο Θεό, η ανάσταση δεν είναι υπερφυσική, αλλά φυσική. Γιατί η διαταγή του Θεού, είναι φύση του Θεού».
Οι Πατέρες αγαπούν περισσότερο την ταπείνωση με έργο και με λόγο, όπως για παράδειγμα ο συγγραφέας του Γεροντικού. Αυτός, αν και ήταν επίσκοπος και εξορισμένος για το Χριστό, μιλώντας για κάποια μοναχή λέει ότι «κι εγώ πήρα απ' αυτήν κάποιο κουρέλι, για να ευλογηθώ». Και οι άγιοι πατέρες Δωρόθεος και Κασσιανός έγραψαν απλά, ενώ ήταν σοφοί.
Αυτό το λέω για να μη νομίσει κανείς ότι από υπερηφάνεια μερικοί έγραψαν στρυφνά, ή αντιθέτως άλλοι από αφέλεια, απλά. Αλλά το περιεχόμενο και των δύο είναι ένα και προέρχεται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα· ενώ ο σκοπός ήταν για την ωφέλεια όλων. Αν δηλαδή έγραφαν όλοι απλά, κανένας από τους λογίους δε θα ωφελούνταν ποτέ, γιατί θα τα θεωρούσε ανάξια λόγου για την απλότητά τους.
Ούτε πάλι κανείς από τους πιο απλούς θα ωφελούνταν, αν έγραφαν όλοι στρυφνά, γιατί δε θα κατανοούσε το νόημα των λόγων. Εκείνος τώρα που έχει πείρα των Γραφών, γνωρίζει ότι το περιεχόμενο του πιο απλού ρητού της Γραφής και του πιο σοφού είναι ένα και αποβλέπει στο να σώσει τον άνθρωπο.
Εκείνος όμως που δεν έχει τέτοια πείρα, συχνά σκανδαλίζεται, μη γνωρίζοντας ότι πολύ συνεργεί η κοσμική παιδεία, όταν γίνει όχημα της ουράνιας σοφίας του Πνεύματος. Γιατί η ουράνια δίνει νοήματα φωτεινά, ενώ η επίγεια δίνει δύναμη λόγου, αν κανείς έχει σταθερή φρόνηση και συγκάτοικο την ταπεινοφροσύνη, που τον κάνει να φοβάται την αφροσύνη και την υψηλοφροσύνη και να έχει φρόνημα σωφροσύνης, όπως λέει ο Απόστολος(Ρωμ. 12, 3).
Όπως λοιπόν το "αμήν" (που λέγεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο "αληθώς"(Λουκ. 9, 27)), είναι σταθερός λόγος που βεβαιώνει όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, έτσι και η φρόνηση είναι σταθερή νόηση, η οποία μπορεί να φυλάγει την αλήθεια. Το "αμήν" φανερώνει την μονιμότητα της νέας χάρης, γι' αυτό και στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία ήταν προτύπωση, δεν λέγεται διόλου, ενώ στην Καινή Διαθήκη της χάρης λέγεται παντού, γιατί αυτή μένει στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος.
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Στοιχείο το νι, λόγος δέκατος τρίτος
μιλά εδώ για των νοητών τη γνώση.
Για τις νοερές στρατιές των ασωμάτων
απ' τα αισθητά συμπεραίνει όποιος βλέπει.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Η γνώση γίνεται νοητή μετά τον εθισμό στη θεωρία των αισθητών, αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο γνωστικός θα δει άγγελο. Γιατί πώς ο άνθρωπος, που ούτε τη δική του ψυχή δε βλέπει, θα μπορέσει να δει άυλη ουσία και γνωστή μόνο στον Ποιητή της;
Για κοινή ωφέλεια και κατά πρόνοια του Θεού εμφανίζονταν πολλές φορές οι Άγγελοι στους πατέρες μας, σ' εμάς όμως ούτε αυτό γίνεται, γιατί το θέλομε από υπερηφάνεια, και ούτε για την κοινή ωφέλεια φροντίζομε, ούτε υποφέρομε τίποτε κατά Θεόν.
Γι' αυτό και εκείνος που επιθυμεί τέτοιο πράγμα, μάλλον επιθυμεί να δει δαίμονα, αφού αυτός παίρνει μορφή φωτεινού αγγέλου, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 11, 14). Είναι ενδεχόμενο να γίνει εμφάνιση αγγέλου, όταν όμως δε βάζει κανείς διόλου κάτι τέτοιο στο νου του, ούτε το πιστεύει, αν ίσως και γίνει· και τότε πάλι γίνεται αν κανείς το δέχεται για κοινή ωφέλεια. Τούτο λοιπόν αναγνωρίζεται από το να μη θέλομε ούτε στο όνειρό μας να το δεχόμαστε, ούτε να το λογαριάζομε αν γίνει, αλλά να είμαστε σαν να μη γνωρίζομε τίποτε.
Γιατί αν είναι πράγματι άγγελος, έχει εξουσία από το Θεό να κάνει το νου να ειρηνεύει και να τον δέχεται, και χωρίς να θέλει. Ενώ ο δαίμονας δεν μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά αν δει το νου ότι τον δέχεται, εμφανίζεται κατά παραχώρηση. Διαφορετικά, φεύγει διωγμένος από τον φύλακα Άγγελο που έχομε από το βάπτισμα, επειδή ο νους δεν παρέδωσε το αυτεξούσιο.
Αυτά λοιπόν έτσι είναι. θα γίνει λόγος τώρα για μιά θεωρία των άνω Τάξεων, πώς είναι εννέα τάγματα κατά τον Μέγα Διονύσιο και όπως βλέπομε σε όλες τις Γραφές. Έχουν τα εννέα τάγματα ονόματα, ανάλογα με την φύση και την ενέργειά τους. Λέγονται ασώματοι γιατί είναι άυλοι, νοεροί γιατί είναι νόες, και στρατιές(Λουκ. 2, 13) γιατί είναι πνεύματα που υπηρετούν(Εβρ. 1, 14) τον Βασιλέα των πάντων.
Έχουν επίσης και άλλα ονόματα που είναι ταυτόχρονα κοινά και ειδικά, δηλαδή λέγονται Δυνάμεις(Εφ. 1, 21· Α΄ Πέτρ. 3, 22) και Άγγελοι(Ματθ. 1, 20κ.α.). Δυνάμεις είναι το όνομα ενός από τα ουράνια τάγματα, κατά την ενέργεια όμως και τα εννέα τάγματα λέγονται Δυνάμεις, γιατί έχουν τη δύναμη να εκτελούν όλα τα θεία θελήματα. Άγγελοι πάλι είναι η ειδική ονομασία του ενός τάγματος που είναι πρώτο πάνω από εμάς και ένατο από το φοβερό θρόνο του Θεού, κατά την ενέργεια όμως λέγονται άγγελοι όλοι, γιατί αναγγέλουν τις θείες προσταγές στους ανθρώπους.
Όπως και στο βιβλίο του Ιώβ, ο Σολομών λέει ότι «ήρθε άλλος άγγελος»(Ιώβ 1, 16-19), δεν ήταν όμως άγιος Άγγελος, αλλά, όπως λέει ο Χρυσόστομος, ονομάστηκε έτσι επειδή μόνο αυτός σώθηκε και ήρθε να αναγγείλει τα συμβάντα. Αλλά και τον Κύριο η Παλαιά Διαθήκη τον ονομάζει σε διάφορα σημεία Άγγελο.
Λέει, για παράδειγμα, ότι ο Αβραάμ φιλοξένησε Αγγέλους(Γεν. 18, 1-5), και ήταν ο Κύριος προτού σαρκωθεί· όπως λέει ο Δαμασκηνός προς τη Θεοτόκο: «Ο Αβραάμ στη σκηνή του αντίκρυσε, Θεοτόκε, το σχετικό με σένα μυστήριο. Υποδέχθηκε δηλαδή τον Υιό σου πριν σαρκωθεί κλπ.».
Επίσης ο Ίδιος ήταν σαν Άγγελος μαζί με τους τρεις νέους μέσα στην κάμινο(Δαν. 3, 25). Ο Κύριος λέγεται Άγγελος κατά την ενέργεια, όπως τον ονομάζει ο προφήτης Ησαΐας "Άγγελο της μεγάλης βουλής"(Ησ. 9, 6), και όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, ότι «όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, αυτά θα σας αναγγείλω»(Ιω. 8, 26). Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν .
Λέει, για παράδειγμα, ότι ο Αβραάμ φιλοξένησε Αγγέλους(Γεν. 18, 1-5), και ήταν ο Κύριος προτού σαρκωθεί· όπως λέει ο Δαμασκηνός προς τη Θεοτόκο: «Ο Αβραάμ στη σκηνή του αντίκρυσε, Θεοτόκε, το σχετικό με σένα μυστήριο. Υποδέχθηκε δηλαδή τον Υιό σου πριν σαρκωθεί κλπ.».
Επίσης ο Ίδιος ήταν σαν Άγγελος μαζί με τους τρεις νέους μέσα στην κάμινο(Δαν. 3, 25). Ο Κύριος λέγεται Άγγελος κατά την ενέργεια, όπως τον ονομάζει ο προφήτης Ησαΐας "Άγγελο της μεγάλης βουλής"(Ησ. 9, 6), και όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, ότι «όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, αυτά θα σας αναγγείλω»(Ιω. 8, 26). Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν .
την αληθή απάθεια έχει ως μόνο θέμα.
Έγιναν δεκατέσσερα τα κεφάλαια τώρα
και σε μορφή συνοπτική, με του Χριστού τη χάρη.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Η απάθεια είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο, γιατί έχει τη δύναμη, αφού ο άνθρωπος κυριαρχήσει στα πάθη και αποκτήσει έξη σ' αυτό, να τον κάνει μιμητή του Θεού, όσο είναι δυνατόν σε άνθρωπο. Γιατί ενώ πάσχει και πολεμείται ο απαθής από τους δαίμονες και από πονηρούς ανθρώπους, είναι σαν να μην υποφέρει αυτός, αλλά κάποιος άλλος, όπως ήταν οι άγιοι Απόστολοι και Μάρτυρες.
Και ούτε όταν δοξάζεται υπερηφανεύεται, ούτε όταν τον βρίζουν θλίβεται, γιατί συλλογίζεται ότι τα μεν ευχάριστα είναι χάρη και συγκατάβαση του Θεού που δεν τα αξίζει, τα δε θλιβερά, είναι δοκιμασία. Και τα πρώτα δίνονται εδώ κατά χάρη για παρηγοριά, ενώ τα άλλα για ταπεινοφροσύνη και αγαθή ελπίδα για το μέλλον. Και έτσι ο απαθής με τη διάκριση είναι σαν αναίσθητος —με πολλή αίσθηση— απέναντι στα λυπηρά.
Η απάθεια δεν είναι μία αρετή, αλλά ονομασία του συνόλου των αρετών. Όπως ο άνθρωπος δεν είναι ένα μέλος, αλλά πολλά μέλη, και ούτε και αυτά μόνα τους, αλλά μαζί με την ψυχή, έτσι και η απάθεια είναι σύνδεσμος πολλών αρετών και σαν ψυχή έχει το Άγιο Πνεύμα.
Επειδή όλα τα λεγόμενα πνευματικά έργα είναι άψυχα αν δεν έχουν το Άγιο Πνεύμα, από το οποίο έλαβε και την ονομασία εκείνος που λέγεται πνευματικός. Αν η ψυχή δεν αποβάλει όλα τα πάθη, δεν έρχεται το Άγιο Πνεύμα σ' αυτήν, μα ούτε και χωρίς Αυτό λέγεται απάθεια η περιεκτική αυτή αρετή, αλλά και αν ακόμη κανείς την αποκτήσει, μάλλον σε αναισθησία βρίσκεται.
Γι' αυτό και οι Έλληνες, μη γνωρίζοντας αυτά, λένε: «Μη γίνεις απαθής σαν άψυχος, μήτε εμπαθής σαν άλογος». Και το "απαθής σαν άψυχος" το είπαν ανάλογα με τη γνώση που είχαν, γιατί δεν είχαν γνώση Πνεύματος Αγίου. Το να πουν όμως άλογο τον εμπαθή άνθρωπο, μας βρίσκει σύμφωνους. Αυτό δεν το λέμε απλώς, μαθαίνοντάς το από εκείνους, γιατί αυτό ούτε γνώση είναι ούτε πείρα, αλλά αφού λάβαμε πείρα της τυραννίας των παθών, μάθαμε εκείνο που πάθαμε.
Και πάλι, αφού μάθαμε από τους Πατέρες που αξιώθηκαν την απάθεια, γράφομε για την απόκτηση των αρετών. Λένε δηλαδή ότι ο υπερβολικά εμπαθής γίνεται αιχμάλωτος και αναίσθητος από τη φιλία με τα πάθη. Και άλλοτε από επιθυμία ορμά απερίσκεπτα σαν άλογο ζώο, άλλοτε από το θυμό που υπερασπίζεται την επιθυμία, τρίζει τα δόντια του κατά των συνανθρώπων του.
Έτσι και ο απαθής από την τέλεια αγάπη του Θεού γίνεται αναίσθητος. και άλλοτε μεν έχει το Θεό συνεχή μελέτη, άλλοτε δε κάποιο από τα θαυμάσιά Του ή κάποιο ρητό των θείων Γραφών, κατά τον άγιο Νείλο. Και αν είναι ανάμεσα σε πολλούς ή στην αγορά, ο νους του βρίσκεται σαν να είναι μόνος. Αυτή η κατάσταση έρχεται από τη φύλαξη των εντολών του Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Και πάλι, αφού μάθαμε από τους Πατέρες που αξιώθηκαν την απάθεια, γράφομε για την απόκτηση των αρετών. Λένε δηλαδή ότι ο υπερβολικά εμπαθής γίνεται αιχμάλωτος και αναίσθητος από τη φιλία με τα πάθη. Και άλλοτε από επιθυμία ορμά απερίσκεπτα σαν άλογο ζώο, άλλοτε από το θυμό που υπερασπίζεται την επιθυμία, τρίζει τα δόντια του κατά των συνανθρώπων του.
Έτσι και ο απαθής από την τέλεια αγάπη του Θεού γίνεται αναίσθητος. και άλλοτε μεν έχει το Θεό συνεχή μελέτη, άλλοτε δε κάποιο από τα θαυμάσιά Του ή κάποιο ρητό των θείων Γραφών, κατά τον άγιο Νείλο. Και αν είναι ανάμεσα σε πολλούς ή στην αγορά, ο νους του βρίσκεται σαν να είναι μόνος. Αυτή η κατάσταση έρχεται από τη φύλαξη των εντολών του Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
της αγάπης του Θεού τεκμήριο και του πλησίον είναι.
Γι' αυτό λόγος σχετικός με την αγάπη είναι ο παρών,
κι έχει το όμικρον στοιχείο
που είναι στο αλφάβητο δέκατο πέμπτο·
γιατί η αγάπη είναι αρχή και τέλος Νόμου.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Όποιος θέλει να μιλήσει για την αγάπη, τολμά να μιλήσει για το Θεό, σύμφωνα με το Θεολόγο Ιωάννη που λέει: «Ο Θεός είναι αγάπη, κι όποιος μένει μέσα στην αγάπη, μένει μέσα στο Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 16). Και το θαυμαστό είναι ότι αυτή η κυριότερη απ' όλες τις αρετές είναι φυσική. Γι' αυτό και ο Νόμος την είπε πρώτη: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου κλπ.»(Δευτ. 6, 5). Εγώ λοιπόν μόλις άκουσα το "με όλη σου την ψυχή», έμεινα εκστατικός και δε χρειάσθηκα τα παρακάτω.
Γιατί το "με όλη σου την ψυχή" σημαίνει όλα τα μέρη της ψυχής, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Από αυτά τα τρία αποτελείται η ψυχή, και το πρώτο, ο νους, συλλογίζεται πάντοτε τα θεία, η επιθυμία μόνο το Θεό επιθυμεί ακατάπαυστα, και κανέναν άλλο, γιατί ο Νόμος είπε "με όλη κλπ.", ενώ ο θυμός εκ φύσεως κινείται εναντίον των εμποδίων αυτής της επιθυμίας και μόνο.
Σωστά λοιπόν είπε η Γραφή ότι ο Θεός είναι αγάπη. Αν λοιπόν ο Θεός βλέπει τις τρεις αυτές δυνάμεις της ψυχής, Αυτόν μόνο να ποθούν, σύμφωνα με την εντολή Του, είναι επόμενο και Αυτός ως αγαθός, όχι μόνο να αγαπά, αλλά και να κατοικήσει μέσα σ' έναν τέτοιο άνθρωπο και να πορευθεί μαζί του(Λευϊτ. 26, 11-12), καθώς είπε, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
Το δε σώμα και χωρίς να θέλει θα υποταχθεί στο λογικό, σαν άλογο που είναι, και δε θα επιθυμεί πλέον η σάρκα κατά του Πνεύματος(Γαλ. 5, 17) όπως λέει ο Απόστολος, αλλά όπως ο ήλιος και η σελήνη, παρόλο που είναι άψυχα, κινούνται με πρόσταγμα του Θεού για να φωτίζουν τον κόσμο, έτσι και το σώμα, με τη θέληση της ψυχής εργάζεται τα έργα του φωτός.
Και όπως ο ήλιος κινείται καθημερινά από την ανατολή μέχρι τη δύση και συμπληρώνεται μία ημέρα, ενώ όταν λείψει γίνεται νύχτα, έτσι και κάθε αρετή που κάνει ο άνθρωπος φωτίζει την ψυχή, ενώ όταν λείψει, γίνεται πάθος και σκοτάδι, μέχρις ότου αποκτήσει πάλι αρετή και επανέλθει το φως.
Και όπως ο ήλιος καθώς μετακινείται σιγά-σιγά από την άκρη της ανατολής μέχρι την άλλη άκρη, δημιουργεί το χρόνο, έτσι και ο άνθρωπος προοδεύοντας από την αρχή των αρετών, γίνεται απαθής. Και όπως η σελήνη μεγαλώνει και μικραίνει κάθε μήνα, έτσι ο άνθρωπος αυξομειώνεται κάθε μέρα στην κάθε αρετή μέχρις ότου φτάσει στην έξη κάποιας αρετής.
Και άλλοτε λυπάται κατά Θεόν, ενώ άλλοτε χαίρεται και ευχαριστεί το Θεό, νιώθοντας ανάξιος για την απόκτηση των αρετών. Και πότε πάλι φωτίζεται, πότε σκοτίζεται, μέχρις ότου τελειώσει ο δρόμος.
Όλα αυτά γίνονται κατά θεία οικονομία, για να αποφύγει ο άνθρωπος την έπαρση και την απόγνωση. Όπως στον κόσμο αυτό ο ήλιος έχει μεταβολές και η σελήνη αυξομειώσεις, ενώ στον μέλλοντα θα είναι πάντοτε φως για τους δικαίους(Παροιμ. 13, 9) και σκοτάδι, αλοίμονο, για τους όμοιους μ' εμένα αμαρτωλούς, έτσι και τώρα πριν από την τέλεια αγάπη και την ένθεη θεωρία, η ψυχή έχει ανάμικτες τις μεταβολές με τις αρετές, και ο νους τους σκοτισμούς με τις γνώσεις, μέχρις ότου αξιωθεί ο άνθρωπος να ασκεί την εργασία της μέλλουσας ζωής με την τέλεια αγάπη, για την οποία γίνεται όλος ο κόπος.
Για την αγάπη υπακούει στην εντολή ο υποτακτικός, και γι' αυτήν γίνεται ακτήμων και δούλος ο πλούσιος και ελεύθερος, για να παραχωρεί και τον εαυτό του ακόμη σ' εκείνους που θέλουν να έχουν τα υπάρχοντά του. Επίσης και όποιος νηστεύει, για να τρώνε άλλοι τις τροφές, που θα έτρωγε αυτός.
Και γενικά κάθε πνευματική εργασία γίνεται για την αγάπη ή του Θεού ή του πλησίον. Όσα είπαμε και τα όμοιά τους, γίνονται για την αγάπη του πλησίον. Η αγρυπνία, η ψαλμωδία και τα όμοια γίνονται για την αγάπη του Θεού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα, η τιμή και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Σωστά λοιπόν είπε η Γραφή ότι ο Θεός είναι αγάπη. Αν λοιπόν ο Θεός βλέπει τις τρεις αυτές δυνάμεις της ψυχής, Αυτόν μόνο να ποθούν, σύμφωνα με την εντολή Του, είναι επόμενο και Αυτός ως αγαθός, όχι μόνο να αγαπά, αλλά και να κατοικήσει μέσα σ' έναν τέτοιο άνθρωπο και να πορευθεί μαζί του(Λευϊτ. 26, 11-12), καθώς είπε, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
Το δε σώμα και χωρίς να θέλει θα υποταχθεί στο λογικό, σαν άλογο που είναι, και δε θα επιθυμεί πλέον η σάρκα κατά του Πνεύματος(Γαλ. 5, 17) όπως λέει ο Απόστολος, αλλά όπως ο ήλιος και η σελήνη, παρόλο που είναι άψυχα, κινούνται με πρόσταγμα του Θεού για να φωτίζουν τον κόσμο, έτσι και το σώμα, με τη θέληση της ψυχής εργάζεται τα έργα του φωτός.
Και όπως ο ήλιος κινείται καθημερινά από την ανατολή μέχρι τη δύση και συμπληρώνεται μία ημέρα, ενώ όταν λείψει γίνεται νύχτα, έτσι και κάθε αρετή που κάνει ο άνθρωπος φωτίζει την ψυχή, ενώ όταν λείψει, γίνεται πάθος και σκοτάδι, μέχρις ότου αποκτήσει πάλι αρετή και επανέλθει το φως.
Και όπως ο ήλιος καθώς μετακινείται σιγά-σιγά από την άκρη της ανατολής μέχρι την άλλη άκρη, δημιουργεί το χρόνο, έτσι και ο άνθρωπος προοδεύοντας από την αρχή των αρετών, γίνεται απαθής. Και όπως η σελήνη μεγαλώνει και μικραίνει κάθε μήνα, έτσι ο άνθρωπος αυξομειώνεται κάθε μέρα στην κάθε αρετή μέχρις ότου φτάσει στην έξη κάποιας αρετής.
Και άλλοτε λυπάται κατά Θεόν, ενώ άλλοτε χαίρεται και ευχαριστεί το Θεό, νιώθοντας ανάξιος για την απόκτηση των αρετών. Και πότε πάλι φωτίζεται, πότε σκοτίζεται, μέχρις ότου τελειώσει ο δρόμος.
Όλα αυτά γίνονται κατά θεία οικονομία, για να αποφύγει ο άνθρωπος την έπαρση και την απόγνωση. Όπως στον κόσμο αυτό ο ήλιος έχει μεταβολές και η σελήνη αυξομειώσεις, ενώ στον μέλλοντα θα είναι πάντοτε φως για τους δικαίους(Παροιμ. 13, 9) και σκοτάδι, αλοίμονο, για τους όμοιους μ' εμένα αμαρτωλούς, έτσι και τώρα πριν από την τέλεια αγάπη και την ένθεη θεωρία, η ψυχή έχει ανάμικτες τις μεταβολές με τις αρετές, και ο νους τους σκοτισμούς με τις γνώσεις, μέχρις ότου αξιωθεί ο άνθρωπος να ασκεί την εργασία της μέλλουσας ζωής με την τέλεια αγάπη, για την οποία γίνεται όλος ο κόπος.
Για την αγάπη υπακούει στην εντολή ο υποτακτικός, και γι' αυτήν γίνεται ακτήμων και δούλος ο πλούσιος και ελεύθερος, για να παραχωρεί και τον εαυτό του ακόμη σ' εκείνους που θέλουν να έχουν τα υπάρχοντά του. Επίσης και όποιος νηστεύει, για να τρώνε άλλοι τις τροφές, που θα έτρωγε αυτός.
Και γενικά κάθε πνευματική εργασία γίνεται για την αγάπη ή του Θεού ή του πλησίον. Όσα είπαμε και τα όμοιά τους, γίνονται για την αγάπη του πλησίον. Η αγρυπνία, η ψαλμωδία και τα όμοια γίνονται για την αγάπη του Θεού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα, η τιμή και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
με συντομία ομιλεί για του Θεού τη γνώση.
Και τούτο επειδή πολλοί περί θεολογίας
είπαν πολλά με κανόνες και λόγους.
Και τώρα ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Όλα όσα δημιούργησε ο Θεός έχουν αρχή· και αν Αυτός θελήσει, έχουν και τέλος, γιατί έγιναν από το μη ον. Ο Θεός όμως ούτε αρχή έχει ούτε τέλος. Επίσης και οι αρετές Του δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος, γιατί ποτέ δεν ήταν χωρίς αυτές, αλλά πάντοτε είναι υπεράγαθος, δίκαιος, πάνσοφος, παντοδύναμος, αήττητος, απαθής, απερίγραπτος, αόριστος, ανεξιχνίαστος, ακατάληπτος, ατελεύτητος, αιώνιος, άκτιστος, άτρεπτος, αναλλοίωτος, αληθινός, ασύνθετος, αόρατος, αψηλάφητος, απεριόριστος, τέλειος, υπερούσιος, ανέκφραστος, ακατανόητος, πολυέλεος, πανοικτίρμων, πολυεύσπλαχνος, παντοκράτωρ, παντεπόπτης.
Όχι βέβαια, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος, πως ο Θεός έχοντας τις αρετές, βιάζει τον εαυτό Του να πράττει καθεμία, όπως οι ενάρετοι, αλλά θεληματικά πράττει την αρετή και τη μεταχειρίζεται σαν εργαλείο με εξουσία, κατά τη θεία Του θέληση.
Οι άγγελοι λοιπόν και οι ενάρετοι άνθρωποι πήραν από Αυτόν κατά χάρη και την ύπαρξη και τις αρετές, με τις οποίες, μιμούμενοι το Θεό, έγιναν δίκαιοι, αγαθοί και σοφοί. Και καθώς είναι κτίσματα, έχουν ανάγκη από την επικουρία και τη βοήθεια του Παντοκράτορα, χωρίς τον Οποίο ούτε αρετή, ούτε σοφία μπορούν να έχουν, επειδή τα κτίσματα είναι δεκτικά μεταβολής και λέγονται σύνθετα γιατί αποτελούνται από διάφορα μέρη.
Ο Θεός όμως είναι ασώματος, απλός, άναρχος, ένας Θεός που προσκυνείται και δοξάζεται ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα από όλη την κτίση. Και εκείνος που τον μιμήθηκε, έχει ένα θέλημα και όχι πολλά και σύνθετα· έχει το νου του απλό και σχολάζει πάντοτε διατηρώντας τον ελεύθερο από κάθε μορφή, όσο μπορεί, και κατ' οικονομίαν κατεβαίνει χωρίς να θέλει από την κατάσταση αυτή στη θεωρία κάποιου ρητού της Γραφής, ή των κτισμάτων.
Και για να μην καταδικαστεί, φροντίζει για το σώμα, όχι γιατί το αγαπά και θέλει να το ζωογονεί, αλλά για να μην το αχρηστέψει τελείως και καταδικαστεί γι' αυτό, όπως είπαμε. Γιατί όπως τότε ο νους δεν αποβάλλει τα σχετικά μ' αυτόν πάθη, αλλά τα χρησιμοποιεί κατά φύση, έτσι ούτε και η ψυχή αποβάλλει το σώμα, αλλά το χρησιμοποιεί για κάθε καλό έργο.
Και όπως ο νους κυριαρχεί στις άλογες ορμές των παθών και τις κατευθύνει προς το θέλημα του Θεού, έτσι και όταν κυριαρχεί ο άνθρωπος στα μέλη του σώματος, γίνεται με ένα θέλημα και όχι πολλά. Γιατί ούτε τα τέσσερα στοιχεία του σώματος, ή τα πολλά μέλη του θα αφήσει να κάνουν ό,τι θέλουν, ούτε τις τρεις δυνάμεις της ψυχής θα αφήσει να λογίζονται απερίσκεπτα και ακόλαστα ή να παρακινούν στην πράξη το σώμα, αλλά προνοώντας με την πνευματική σοφία, κάνει αχώριστο το θέλημα των τριών δυνάμεων της ψυχής.
Οι μορφές αυτής της πνευματικής σοφίας είναι τέσσερις: η φρόνηση, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη, για τις οποίες έγραψε υψηλοστόχαστα ο Θεολόγος με το φωτισμό του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Και όπως ο νους κυριαρχεί στις άλογες ορμές των παθών και τις κατευθύνει προς το θέλημα του Θεού, έτσι και όταν κυριαρχεί ο άνθρωπος στα μέλη του σώματος, γίνεται με ένα θέλημα και όχι πολλά. Γιατί ούτε τα τέσσερα στοιχεία του σώματος, ή τα πολλά μέλη του θα αφήσει να κάνουν ό,τι θέλουν, ούτε τις τρεις δυνάμεις της ψυχής θα αφήσει να λογίζονται απερίσκεπτα και ακόλαστα ή να παρακινούν στην πράξη το σώμα, αλλά προνοώντας με την πνευματική σοφία, κάνει αχώριστο το θέλημα των τριών δυνάμεων της ψυχής.
Οι μορφές αυτής της πνευματικής σοφίας είναι τέσσερις: η φρόνηση, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη, για τις οποίες έγραψε υψηλοστόχαστα ο Θεολόγος με το φωτισμό του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Τώρα ιδού δέκατος έβδομος λόγος
που με μιά γενική αρετή ασχολείται.
Στο γράμμα ρο έχομε πλέον φτάσει·
απ' τις τέσσερις, η φρόνηση είν' η πρώτη.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Είναι πιο εύκολο όσοι θέλουν, να μάθουν για τις τέσσερις γενικές αρετές από τον Θεολόγο Γρηγόριο· αλλά κι εμείς εδώ θα πούμε λίγα για κάθε μία. Γιατί κάθε μερική αρετή έχει ανάγκη από τις τέσσερις αυτές αρετές και χωρίς αυτές δε γίνεται. Πώς, για παράδειγμα, να γίνει το κάθε πράγμα χωρίς φρόνηση; Αυτή γεννιέται από το λογικό και βρίσκεται μεταξύ της δεινότητας (=υπερφροσύνης) και της αφροσύνης.
Η πρώτη παρασύρει τη φρόνηση προς τα πάνω για να πονηρεύεται και να βλάπτει πολύ και την ψυχή όποιου την έχει και όσους άλλους μπορεί, ενώ η άλλη κάνει τον άνθρωπο αναίσθητο και άχρηστο, και ούτε για τα θεία αφήνει το νου να φροντίζει, ούτε για κάτι που συμφέρει την ψυχή ή τον πλησίον.
Και μοιάζει η μεν υπερφροσύνη με βουνό υψηλότατο, η δε αφροσύνη με βάραθρο. Εκείνος που βαδίζει στην πεδιάδα που είναι ανάμεσα, είναι φρόνιμος. Ενώ όποιος ξεφεύγει από το δρόμο, ή πέφτει κάτω στο βάραθρο, ή επιχειρεί να ανεβεί πολύ πάνω, και μη βρίσκοντας πέρασμα, γκρεμίζεται πάλι χωρίς να θέλει στο βάραθρο, και δεν μπορεί να σταθεί γιατί δε θέλει να στραφεί από το ύψος του βουνού στη φρόνηση με τη μετάνοια.
Αυτός τώρα που έπεσε στο βάραθρο, παρακαλεί με ταπείνωση Εκείνον που μπορεί να τον οδηγήσει στο βασιλικό δρόμο της αρετής. Ο φρόνιμος όμως, ούτε ανεβαίνει υπερηφανευόμενος και ζητώντας να βλάψει κανένα, ούτε κατεβαίνει ασυλλόγιστα για να τον βλάψει κάποιος άλλος, αλλά συλλέγοντας τα καλύτερα, τα φυλάγει με τη χάρη του Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Αυτός τώρα που έπεσε στο βάραθρο, παρακαλεί με ταπείνωση Εκείνον που μπορεί να τον οδηγήσει στο βασιλικό δρόμο της αρετής. Ο φρόνιμος όμως, ούτε ανεβαίνει υπερηφανευόμενος και ζητώντας να βλάψει κανένα, ούτε κατεβαίνει ασυλλόγιστα για να τον βλάψει κάποιος άλλος, αλλά συλλέγοντας τα καλύτερα, τα φυλάγει με τη χάρη του Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Το σίγμα είναι το δέκατο όγδοο στοιχείο,
κι ο λόγος είναι ο παρών περί της σωφροσύνης.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Σωφροσύνη είναι "σώο φρόνημα", δηλαδή χωρίς έλλειψη. Και ούτε στην ακολασία αφήνει να πέφτει εκείνον που την έχει, ούτε στην ηλιθιότητα· αλλά φυλάει τα καλά που συλλέγει η φρόνηση και αποβάλλει όλα τα χειρότερα και συγκεντρώνει στον εαυτό της το λογισμό, και διά μέσου της τον ανυψώνει στο Θεό.
Σαν καλός ποιμένας περιφρουρεί τα πρόβατα, δηλαδή τα θεία νοήματα, και σκοτώνει την ακολασία, σαν λυσσασμένο σκύλο, με την αποχή των βλαβερών, ενώ την ηλιθιότητα την διώχνει σαν άγριο λύκο που δεν τον αφήνει να απομονώσει και να κατασπαράζει τα πρόβατα, αλλά τον παρατηρεί ακατάπαυστα και τον φανερώνει στο λογιστικό μέρος της ψυχής για να μην κρυφτεί στο σκοτάδι και συναγελάζεται με τα νοήματά του. Η σωφροσύνη γεννιέται από το επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Χωρίς αυτήν δε διατηρείται κανένα αγαθό, ανίσως και πραγματοποιηθεί.
Γιατί χωρίς σωφροσύνη, ή προς τα πάνω στρέφονται τα τρία μέρη της ψυχής, ή προς τα κάτω, δηλαδή προς την ηλιθιότητα ή την ακολασία. Ακολασία δεν εννοώ μόνο το να φροντίζει κανείς για την γαστριμαργία, αλλά για κάθε πάθος και λογισμό, που δε λογίζεται εκουσίως κατά Θεόν. Η σωφροσύνη τα τιμωρεί όλα αυτά και κυριαρχεί στις άλογες ορμές της ψυχής και του σώματος, και τις κατευθύνει προς το Θεό. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Γράμμα το ταυ, για την ανδρεία ο λόγος
που δέκατος ένατος είναι στην τάξη.
Από το θυμικό γεννιέται η ανδρεία,
βρίσκεται δε μεταξύ δειλίας και θράσους.
Και τώρα ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Το ιδίωμα της ανδρείας δεν είναι να νικά κανείς και να καταπιέζει τον πλησίον. Αυτό είναι θρασύτητα και είναι πάνω από την ανδρεία. Ούτε πάλι από φόβο των πειρασμών να αποφεύγει τις κατά Θεόν εργασίες και τις αρετές, γιατί αυτό είναι δειλία και είναι κάτω από την ανδρεία. Αλλά, ανδρεία είναι το να υπομένει κανείς σε κάθε έργο αγαθό και να νικά τα πάθη της ψυχής και του σώματος.
Εμείς δεν έχομε να παλέψομε με "αίμα και σάρκα", δηλαδή με ανθρώπους, όπως παλιά οι Ιουδαίοι, για να θεωρείται ότι κάνει έργο Θεού όποιος νικά τους αλλοφύλους· η πάλη μας είναι προς "τις αρχές και τις εξουσίες"(Εφ. 6, 12), δηλαδή προς τους αόρατους δαίμονες, και εκείνος που νικά, νικά νοερά ή νικιέται από τα πάθη.
Εκείνος ο πόλεμος των Ιουδαίων, ήταν τύπος του δικού μας πολέμου. Γιατί αυτά τα δύο πάθη, αν και φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους, εντούτοις και τα δύο ταράζονται από την αδυναμία. Η θρασύτητα παρασύρει προς τα πάνω και φοβερίζει χτυπώντας τάχα, σαν αδύνατη αρκούδα, ενώ η δειλία φεύγει σαν κυνηγημένο σκυλί.
Γιατί κανείς από εκείνους που έχουν ένα από αυτά τα δύο πάθη, δεν ελπίζει στον Κύριο. Γι' αυτό δεν μπορεί να σταθεί για πόλεμο, επειδή είτε θρασύνεται, είτε δειλιάζει. Όμως ο δίκαιος είναι σαν λιοντάρι έχοντας πεποίθηση(Παροιμ. 28, 1) στον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Ύψιλον το γράμμα και εικοστός ο λόγος
για των αρετών το σύνολο, τη δικαιοσύνη.
Αυτή είναι που απονέμει το ίσο,
κι η ίδια πάλι από το νου γεννιέται.
Τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Ο Θεός υμνείται, λέει ο Μέγας Διονύσιος, και με τη δικαιοσύνη. Και είναι εύλογο. Γιατί δίχως αυτήν όλα είναι άδικα, και χωρίς αυτήν δε στέκονται. Λέγεται διάκριση και απονέμει το ίσο σε κάθε περίπτωση, για να μη γίνει μήτε έλλειψη με τη μειωτική κρίση, μήτε υπερβολή με την πλεονεξία.
Γιατί αν και αυτές οι δύο φαίνονται αντίθετες, αφού βρίσκονται πάνω και κάτω από τη δικαιοσύνη, εντούτοις κλίνουν το ένα τους μέρος στην αδικία και οι δύο. Η γραμμή είτε κύρτωμα έχει, είτε κοίλωμα, φεύγει από την ευθεία.
Και ο δίσκος της ζυγαριάς που γέρνει, πλεονεκτεί από τον άλλο. Εκείνος τώρα που μπορεί να κρατά τη δικαιοσύνη, δεν πέφτει ούτε κάτω, με την αφροσύνη, την ακολασία, τη δειλία και την πλεονεξία, ώστε να σέρνεται με την κοιλιά σαν το φίδι(Γεν. 3, 14), τρώγοντας χώμα και δουλεύοντας στα πάθη της ατιμίας, ούτε πάλι πάνω, με τη δεινότητα, τη θρασύτητα, την ηλιθιότητα και την έλλειψη, ώστε να υπερηφανεύεται και να φρονεί από πονηρία πάνω από ό,τι αξίζει, αλλά έχει φρόνημα σωφροσύνης(Ρωμ. 12, 3) και υπομένει με ταπείνωση, γνωρίζοντας πώς ό,τι έχει, το έλαβε κατά χάρη, κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 4, 7), και δεν το αρνείται.
Γιατί αδικεί τον εαυτό του και τον πλησίον, ή μάλλον το Θεό, όταν νομίζει ότι είναι δικά του τα κατορθώματα. Αλλά αν νομίζει ότι έχει από τον εαυτό του κάποιο αγαθό, θα του αφαιρεθεί και αυτό(Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
για την τέλεια των λογισμών ειρήνη,
όπως από τον Κύριο οι μαθητές την πήραν(Ιω. 14, 27)·
γιατί τέτοια είναι αυτή που ο Θεός παρέχει.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Λέγοντας ο Κύριος προς τους Αποστόλους: «Σας δίνω τη δική μου ειρήνη»(Ιω. 14, 27), πρόσθεσε: «όχι όπως τη δίνει ο κόσμος», δηλαδή όχι με τα λόγια, όπως οι άνθρωποι της χώρας εκείνης χαιρετούν και λένε "ειρήνη σ' εσάς", και όπως είπε η Σωμανίτισσα, "ειρήνη σε σένα"(Δ΄ Βασ. 4, 23)· ή πάλι όπως ο Ελισσαίος είπε στον Γιεζή: «Θα της πεις, έχεις ειρήνη; Δηλαδή, έχει ειρήνη ο άνδρας σου; Έχει ειρήνη το παιδί σου;»(Δ΄ Βασ. 4, 26).
Αλλά ο Κύριος εννοεί την ειρήνη που υπερβαίνει κάθε νου(Φιλιπ. 4, 7), την οποία δίνει ο Θεός σ' εκείνους που τον αγαπούν με όλη τους την ψυχή, για τους πολέμους και τους κινδύνους που δοκίμασαν προηγουμένως. Γι' αυτό πάλι είπε ο Κύριος: «Ενωμένοι μαζί μου, θα έχετε ειρήνη»(Ιω. 16, 33), και πρόσθεσε: «Στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά να έχετε θάρρος, γιατί εγώ έχω νικήσει τον κόσμο».
Δηλαδή και αν αντιμετωπίζει κανείς πολλές θλίψεις και κινδύνους από δαίμονες και ανθρώπους, έχει όμως την ειρήνη του Κυρίου, όλα αυτά τα θεωρεί μηδέν. Και πάλι είπε: «Ειρηνεύετε μεταξύ σας»(Μαρκ. 9, 50). Όλα αυτά τα είπε από πρωτύτερα ο Κύριος στους μαθητές, γιατί ήταν να μπουν σε πολέμους και να υποφέρουν θλίψεις για χάρη Του.
Εφαρμόζοντας τώρα αυτά σ' εμάς, βλέπομε ότι ο καθένας από εμάς τους πιστούς έχει τα πάθη που τον πολεμούν και τον σκανδαλίζουν, και αν έχει ειρήνη με το Θεό και τον πλησίον, νικά τα πάντα.
Γιατί αυτά είναι ο κόσμος, τον οποίο παρήγγειλε ο Ιωάννης ο Θεολόγος να μισούμε(Α΄ Ιω. 2, 15)· όχι τα κτίσματα, αλλά οι κοσμικές επιθυμίες. Η ψυχή έχει ειρήνη με το Θεό, όταν ειρηνεύει μέσα της και γίνει όλη όπως θέλει ο Θεός.
Και γίνεται τέτοια όταν ειρηνεύει με όλους τους ανθρώπους, και ας παθαίνει πολλά κακά απ' αυτούς. Γιατί με την ανεξικακία δεν ταράζεται διόλου, αλλά όλα τα δέχεται, θέλει το καλό όλων και αγαπά όλους τους ανθρώπους για το Θεό και γιατί όλοι έχομε την ίδια φύση.
Και για τους απίστους, που βαδίζουν στην απώλεια, θρηνεί, όπως έκαναν ο Κύριος και οι Απόστολοι, ενώ για τους πιστούς προσεύχεται και κοπιάζει· και έτσι αποκτά την ειρήνη των λογισμών και ζει νοερά μέσα στη θεωρία και στην καθαρή προσευχή προς το Θεό. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Αλλά ο Κύριος εννοεί την ειρήνη που υπερβαίνει κάθε νου(Φιλιπ. 4, 7), την οποία δίνει ο Θεός σ' εκείνους που τον αγαπούν με όλη τους την ψυχή, για τους πολέμους και τους κινδύνους που δοκίμασαν προηγουμένως. Γι' αυτό πάλι είπε ο Κύριος: «Ενωμένοι μαζί μου, θα έχετε ειρήνη»(Ιω. 16, 33), και πρόσθεσε: «Στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά να έχετε θάρρος, γιατί εγώ έχω νικήσει τον κόσμο».
Δηλαδή και αν αντιμετωπίζει κανείς πολλές θλίψεις και κινδύνους από δαίμονες και ανθρώπους, έχει όμως την ειρήνη του Κυρίου, όλα αυτά τα θεωρεί μηδέν. Και πάλι είπε: «Ειρηνεύετε μεταξύ σας»(Μαρκ. 9, 50). Όλα αυτά τα είπε από πρωτύτερα ο Κύριος στους μαθητές, γιατί ήταν να μπουν σε πολέμους και να υποφέρουν θλίψεις για χάρη Του.
Εφαρμόζοντας τώρα αυτά σ' εμάς, βλέπομε ότι ο καθένας από εμάς τους πιστούς έχει τα πάθη που τον πολεμούν και τον σκανδαλίζουν, και αν έχει ειρήνη με το Θεό και τον πλησίον, νικά τα πάντα.
Γιατί αυτά είναι ο κόσμος, τον οποίο παρήγγειλε ο Ιωάννης ο Θεολόγος να μισούμε(Α΄ Ιω. 2, 15)· όχι τα κτίσματα, αλλά οι κοσμικές επιθυμίες. Η ψυχή έχει ειρήνη με το Θεό, όταν ειρηνεύει μέσα της και γίνει όλη όπως θέλει ο Θεός.
Και γίνεται τέτοια όταν ειρηνεύει με όλους τους ανθρώπους, και ας παθαίνει πολλά κακά απ' αυτούς. Γιατί με την ανεξικακία δεν ταράζεται διόλου, αλλά όλα τα δέχεται, θέλει το καλό όλων και αγαπά όλους τους ανθρώπους για το Θεό και γιατί όλοι έχομε την ίδια φύση.
Και για τους απίστους, που βαδίζουν στην απώλεια, θρηνεί, όπως έκαναν ο Κύριος και οι Απόστολοι, ενώ για τους πιστούς προσεύχεται και κοπιάζει· και έτσι αποκτά την ειρήνη των λογισμών και ζει νοερά μέσα στη θεωρία και στην καθαρή προσευχή προς το Θεό. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Λόγος εικοστός δεύτερος, που έχει γράμμα το χι,
και λέει ότι η χαρά γεννιέται απ' την ειρήνη.
Για την οποία λίγα θα πω και σύντομα,
διότι υπάρχει χαρά πνευματική,
υπάρχει όμως και άλλη.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
και λέει ότι η χαρά γεννιέται απ' την ειρήνη.
Για την οποία λίγα θα πω και σύντομα,
διότι υπάρχει χαρά πνευματική,
υπάρχει όμως και άλλη.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Ο Απόστολος λέει: «Να έχετε τη χαρά που δίνει ο Κύριος»(Φιλιπ. 3, 1). Σωστά το διατύπωσε έτσι· γιατί αν η χαρά δεν προέρχεται από τον Κύριο, όχι μόνο δε χαίρεται κανείς, αλλά σχεδόν ποτέ δεν θα χαρεί. Γιατί και ο Ιώβ, εξετάζοντας τον ανθρώπινο βίο, βρήκε ότι περιέχει κάθε θλίψη(Ιώβ 14, 1). Επίσης και ο Μέγας Βασίλειος.
Ο δε Γρηγόριος Νύσσης είπε ότι τα όρνεα και τα άλλα ζώα χαίρονται, επειδή είναι αναίσθητα· ο λογικός όμως άνθρωπος δεν μπορεί διόλου να χαίρεται, εξαιτίας του πένθους. Γιατί, λέει, δεν αξιωθήκαμε να έχομε τη γνώση ούτε αυτών των αγαθών από τα οποία ξεπέσαμε.
Γι' αυτό και η φύση διδάσκει να πενθούμε μάλλον, επειδή η ζωή είναι πολύ οδυνηρή και πολύ κοπιαστική και εξορία γεμάτη αμαρτίες. Αν όμως κανείς έχει ακατάπαυστα τη μνήμη του Θεού, ευφραίνεται, σύμφωνα με τον Ψαλμωδό που λέει: «Έφερα στο νου μου το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76, 4).
Γιατί καθώς ευφραίνεται ο νους από τη μνήμη του Θεού, λησμονεί τις θλίψεις του κόσμου, και ελπίζει σ' Αυτόν, και γίνεται αμέριμνος. Και η αμεριμνία φέρνει χαρά και ευχαριστία. Η δε ευχαριστία που είναι ενωμένη με την ευγνωμοσύνη, αυξάνει τις δωρεές και τα χαρίσματα. Και όσο πληθαίνουν οι ευεργεσίες, αυξάνει η ευχαριστία και η καθαρή προσευχή μαζί με τα δάκρυα της χαράς, και σιγά-σιγά ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τα δάκρυα της λύπης και των παθών και από τα πάθη.
Κατόπιν με κάθε τρόπο φτάνει στην πνευματική χαρά. Για τα ευχάριστα ταπεινώνεται και ευχαριστεί· από τους πειρασμούς γίνεται μέσα του βέβαιη η ελπίδα του μέλλοντος. Και με τα δύο αυτά χαίρεται και αγαπά το Θεό και όλους με φυσικότητα σαν ευεργέτες. και δε βρίσκει σε όλη την κτίση τίποτε που μπορεί να τον βλάψει, αλλά φωτιζόμενος από τη γνώση του Θεού, από όλα τα κτίσματα παίρνει χαρά που εμπνέει ο Κύριος και θαυμάζει την επιμέλεια που έχει για τα κτίσματά Του.
Γιατί όποιος έφτασε σε πνευματική γνώση, δε θαυμάζει μόνο εκείνα που φαίνονται αξιέπαινα, αλλά αισθάνεται και εκείνα που δεν φαίνονται στους απείρους αναγκαία, και καταλαμβάνεται από έκπληξη. Και θαυμάζει όχι μόνο την ημέρα για το φως, αλλά και τη νύχτα.
Γιατί σε όλους είναι ωφέλιμη η νύχτα. Στους πρακτικούς δίνει ησυχία και ευκαιρία προσευχής· τους πενθικούς τους οδηγεί στη μνήμη του θανάτου και του άδη· και εκείνους που επιδιώκουν την ηθική, τους οδηγεί στην ακριβέστερη μελέτη και έρευνα των θείων ευεργεσιών και στην τακτοποίηση των ηθών, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Όσα λέτε μέσα στις καρδιές σας, να τα εξετάζετε με κατάνυξη στην κλίνη σας»(Ψαλμ. 4, 5).
Δηλαδή στην ησυχία της νύχτας να αναλογίζεσθε με κατάνυξη τα ολισθήματα που έγιναν από σας στη σύγχυση της ημέρας. Και να νουθετείτε τον εαυτό σας με ύμνους και πνευματικά άσματα(Κολ. 3, 16), δηλαδή να διδάσκετε τον εαυτό σας να περνά με προσευχές και ψαλμωδίες, προσέχοντας και εμβαθύνοντας στα αναγνώσματα.
Γιατί έτσι κατορθώνεται η ηθική πράξη, με το να μελετά κανείς τα συμβάντα της ημέρας, ώστε να τα συναισθανθεί στην ησυχία της νύχτας και να μπορέσει να πενθεί τις αμαρτίες του. Και όταν με τη χάρη προκόψει και διαπιστώσει, στ' αλήθεια και όχι φανταστικά, ότι κάποιες από τις ηθικές πράξεις της ψυχής ή του σώματός του γίνονται με έργα ή λόγια σύμφωνα με την εντολή του Χριστού, ευχαριστεί με φόβο και ταπείνωση και αγωνίζεται με προσευχή και πολλά δάκρυα προς το Θεό να διατηρεί το χρηστό εκείνο ήθος, συμβουλεύοντας τον εαυτό του να κράτα τη μνήμη του, για να μη χαθεί πάλι αυτό από τη λησμοσύνη. Γιατί με την πολυκαιρία κατορθώνεται μέσα μας το χρηστό ήθος· και εκείνο που κατορθώθηκε με πολύν κόπο και χρόνο, μπορεί σε μιά στιγμή να χαθεί. Αυτά για τους πρακτικούς.
Για τους θεωρητικούς τώρα, η νύχτα έχει πολλές θεωρίες, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κάθε φορά που έρχεται, τους υπενθυμίζει την κοσμοποιΐα, επειδή το σκοτάδι της κάνει αφανή όλη την κτίση, όπως ήταν προηγουμένως.
Όταν πάλι τα σύννεφα κρύβουν τ' αστέρια, ο θεωρητικός οδηγείται σε πνευματική θεωρία, πώς ο ουρανός ήταν πρώτα άδειος και χωρίς αστέρια. Όταν μπεί στο κελί του, και τον τυλίξει το σκοτάδι, θυμάται το σκοτάδι εκείνο που πλανιόταν πάνω από την άβυσσο(Γεν. 1, 2).
Όταν πάλι ο ουρανός ξαφνικά ξαστερώσει, ένας τέτοιος μοναχός, βγαίνοντας από το κελί του, κυριεύεται από έκπληξη για τον άνω κόσμο και δοξολογεί το Θεό, παρόμοια με τους Αγγέλους που, όπως λέει ο Ιώβ, δοξολόγησαν το Θεό μόλις πρωτοείδαν τα άστρα(Ιώβ 38, 7). Θεωρεί ακόμη τη γη αόρατη και ακατασκεύαστη(Γεν. 1, 2), όπως ήταν τότε, και τους ανθρώπους να κοιμούνται σαν να μην υπάρχουν και έχει την αίσθηση ότι είναι μόνος σαν τον Αδάμ, και υμνεί τον Κτίστη και Δημιουργό της κτίσεως με γνώση μαζί με τους Αγγέλους. Όταν γίνονται βροντές και αστραπές συλλογίζεται την ημέρα της Κρίσεως.
Ακούγοντας τις φωνές των ορνέων, είναι σαν ν' ακούει την τότε φωνή της σάλπιγγας(Α΄ Θεσ. 4, 16). Από την ανατολή του αυγερινού και της αυγής κατανοεί τη φανέρωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού(Ματθ. 24, 30). Από το ξύπνημα των ανθρώπων από τον ύπνο, συμπεραίνει την κοινή ανάσταση, ενώ από την ανατολή του ηλίου, την έλευση του Κυρίου.
Παρατηρεί, πώς άλλοι τον προϋπαντούν με ύμνους, όπως πάνω σε σύννεφα(Α΄ Θεσ. 4, 17) οι Άγιοι τότε, ενώ άλλοι αμελούν και κοιμούνται, όπως εκείνοι που μέλλουν τότε να κατακριθούν. Οι πρώτοι ευφραίνονται όλη την ημέρα με τη δοξολογία, τη θεωρία, την προσευχή και τις λοιπές αρετές, και ζουν μέσα στο φως της γνώσεως, όπως οι τότε δίκαιοι, ενώ οι άλλοι μένουν στα πάθη και το σκοτάδι της άγνοιας, όπως οι τότε αμαρτωλοί.
Και γενικά εκείνος που έχει πνευματική γνώση, βρίσκει όλα τα πράγματα να συντελούν στη σωτηρία της ψυχής και τη δόξα του Θεού, για την οποία και δημιουργήθηκαν από τον Κύριο, το Θεό των γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3), όπως είπε η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ.
Γι' αυτό ας μην καυχιέται ο σοφός για τη σοφία του κλπ., αλλά όποιος καυχιέται, να καυχιέται επειδή αντιλαμβάνεται και γνωρίζει τον Κύριο(Α΄ Βασ. 2, 10), δηλαδή για το ότι αντιλαμβάνεται και γνωρίζει καλά τον Κύριο από τα κτίσματά Του και τον μιμείται, κατά το δυνατόν, με τη φύλαξη των θείων Του εντολών, με τις οποίες τον γνωρίζει, και για να μπορέσει να κάνει κρίση και να αποδώσει δικαιοσύνη επάνω στη γη, όπως Εκείνος.
Γιατί τα λόγια αυτά τα είπε η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ προφητεύοντας για τη σταύρωση και την ανάσταση του Κυρίου. Αντίστοιχα λοιπόν και ο πιστός πρέπει να συμμετάσχει στο πάθος του Χριστού με την απόκτηση των αρετών, ώστε να γίνει συμμέτοχος και στη δόξα(Ρωμ. 8, 17) της αναστάσεώς Του με την απάθεια και τη γνώση, και να το έχει καύχημα που αξιώθηκε να γίνει δούλος τέτοιου Κυρίου και μιμητής της ταπεινώσεώς Του, ενώ είναι ανάξιος.
Και τότε θα δοθεί ο έπαινος από τον Κύριο(Α΄ Κορ. 4, 5). Πότε τότε; Όταν θα πεί στους από τα δεξιά Του: «Ελάτε οι ευλογημένοι να κληρονομήσετε τη βασιλεία»(Ματθ. 25, 34). Αυτήν είθε όλοι να αξιωθούμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Για τους θεωρητικούς τώρα, η νύχτα έχει πολλές θεωρίες, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κάθε φορά που έρχεται, τους υπενθυμίζει την κοσμοποιΐα, επειδή το σκοτάδι της κάνει αφανή όλη την κτίση, όπως ήταν προηγουμένως.
Όταν πάλι τα σύννεφα κρύβουν τ' αστέρια, ο θεωρητικός οδηγείται σε πνευματική θεωρία, πώς ο ουρανός ήταν πρώτα άδειος και χωρίς αστέρια. Όταν μπεί στο κελί του, και τον τυλίξει το σκοτάδι, θυμάται το σκοτάδι εκείνο που πλανιόταν πάνω από την άβυσσο(Γεν. 1, 2).
Όταν πάλι ο ουρανός ξαφνικά ξαστερώσει, ένας τέτοιος μοναχός, βγαίνοντας από το κελί του, κυριεύεται από έκπληξη για τον άνω κόσμο και δοξολογεί το Θεό, παρόμοια με τους Αγγέλους που, όπως λέει ο Ιώβ, δοξολόγησαν το Θεό μόλις πρωτοείδαν τα άστρα(Ιώβ 38, 7). Θεωρεί ακόμη τη γη αόρατη και ακατασκεύαστη(Γεν. 1, 2), όπως ήταν τότε, και τους ανθρώπους να κοιμούνται σαν να μην υπάρχουν και έχει την αίσθηση ότι είναι μόνος σαν τον Αδάμ, και υμνεί τον Κτίστη και Δημιουργό της κτίσεως με γνώση μαζί με τους Αγγέλους. Όταν γίνονται βροντές και αστραπές συλλογίζεται την ημέρα της Κρίσεως.
Ακούγοντας τις φωνές των ορνέων, είναι σαν ν' ακούει την τότε φωνή της σάλπιγγας(Α΄ Θεσ. 4, 16). Από την ανατολή του αυγερινού και της αυγής κατανοεί τη φανέρωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού(Ματθ. 24, 30). Από το ξύπνημα των ανθρώπων από τον ύπνο, συμπεραίνει την κοινή ανάσταση, ενώ από την ανατολή του ηλίου, την έλευση του Κυρίου.
Παρατηρεί, πώς άλλοι τον προϋπαντούν με ύμνους, όπως πάνω σε σύννεφα(Α΄ Θεσ. 4, 17) οι Άγιοι τότε, ενώ άλλοι αμελούν και κοιμούνται, όπως εκείνοι που μέλλουν τότε να κατακριθούν. Οι πρώτοι ευφραίνονται όλη την ημέρα με τη δοξολογία, τη θεωρία, την προσευχή και τις λοιπές αρετές, και ζουν μέσα στο φως της γνώσεως, όπως οι τότε δίκαιοι, ενώ οι άλλοι μένουν στα πάθη και το σκοτάδι της άγνοιας, όπως οι τότε αμαρτωλοί.
Και γενικά εκείνος που έχει πνευματική γνώση, βρίσκει όλα τα πράγματα να συντελούν στη σωτηρία της ψυχής και τη δόξα του Θεού, για την οποία και δημιουργήθηκαν από τον Κύριο, το Θεό των γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3), όπως είπε η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ.
Γι' αυτό ας μην καυχιέται ο σοφός για τη σοφία του κλπ., αλλά όποιος καυχιέται, να καυχιέται επειδή αντιλαμβάνεται και γνωρίζει τον Κύριο(Α΄ Βασ. 2, 10), δηλαδή για το ότι αντιλαμβάνεται και γνωρίζει καλά τον Κύριο από τα κτίσματά Του και τον μιμείται, κατά το δυνατόν, με τη φύλαξη των θείων Του εντολών, με τις οποίες τον γνωρίζει, και για να μπορέσει να κάνει κρίση και να αποδώσει δικαιοσύνη επάνω στη γη, όπως Εκείνος.
Γιατί τα λόγια αυτά τα είπε η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ προφητεύοντας για τη σταύρωση και την ανάσταση του Κυρίου. Αντίστοιχα λοιπόν και ο πιστός πρέπει να συμμετάσχει στο πάθος του Χριστού με την απόκτηση των αρετών, ώστε να γίνει συμμέτοχος και στη δόξα(Ρωμ. 8, 17) της αναστάσεώς Του με την απάθεια και τη γνώση, και να το έχει καύχημα που αξιώθηκε να γίνει δούλος τέτοιου Κυρίου και μιμητής της ταπεινώσεώς Του, ενώ είναι ανάξιος.
Και τότε θα δοθεί ο έπαινος από τον Κύριο(Α΄ Κορ. 4, 5). Πότε τότε; Όταν θα πεί στους από τα δεξιά Του: «Ελάτε οι ευλογημένοι να κληρονομήσετε τη βασιλεία»(Ματθ. 25, 34). Αυτήν είθε όλοι να αξιωθούμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
ώστε ολότελα καμιά σ' αυτές διαφωνία,
όσοι θέλουν να ερευνούν, ποτέ να μην ευρίσκουν,
αλλά να τις κατανοούν ορθά και όπως πρέπει.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Να ψάλλετε με σύνεση»(Ψαλμ. 46, 8), λέει ο Προφήτης, και «Να ερευνάτε τις Γραφές»(Ιω. 5, 39) λέει ο Κύριος. Εκείνος λοιπόν που ακούει φωτίζεται, εκείνος που παρακούει σκοτίζεται. Γιατί αν κανείς δεν προσέχει στα λεγόμενα, δεν ωφελείται τόσο από τις θείες Γραφές, και αν ίσως ψάλλει και διαβάζει πολλές φορές. «Σχολάσετε και μάθετε»(Ψαλμ. 45, 11), λέει η Γραφή· γιατί η σχολή συγκεντρώνει το νου, κι αν θελήσει κανείς και να προσέξει λίγο, αποκτά μερική γνώση(Α΄ Κορ. 13, 12), όπως λέει ο Απόστολος, και μάλιστα εκείνος που δεν είναι άμοιρος από ηθική πράξη, γιατί αυτή κάνει το νου πολύπειρο με τον πόλεμο κατά των παθών.
Δε γνωρίζει όμως όλα τα μυστήρια που κρύβει κάθε λόγος της Γραφής, αλλά όσα μπορεί να δέχεται η καθαρότητα του νου του από τη χάρη. Και αυτό γίνεται φανερό από το ότι γνωρίζομε πολλές φορές κάποιο ρητό της Γραφής θεωρητικά, καθώς και ένα ή δύο από τους σκοπούς για τους οποίους έχει γραφεί.
Έπειτα όμως από καιρό, καθώς ίσως γίνεται καθαρότερος ο νους, αξιώνεται και άλλη γνώση για το ρητό, υψηλότερη από την πρώτη, ώστε να απορεί και να θαυμάζει τη χάρη του Θεού και την ανείπωτη σοφία Του και να φτάνει να φρίττει και να τρέμει ενώπιον του Θεού των γνώσεων, όπως είπε η προφήτισσα Άννα, ότι ο Κύριος είναι Θεός γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3).
Δεν εννοώ βέβαια τη γνώση όταν ακούσει κανείς από κάποια Γραφή, ή από έναν άνθρωπο, γιατί αυτό δεν είναι καθαρότητα του νου, ούτε αποκάλυψη· αλλά όταν δεχθεί τη γνώση και δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, μέχρις ότου βρεί τη θεία Γραφή ή κάποιον από τους Αγίους να συμφωνεί με την αυτόματη γνώση που έλαβε περί του ρητού της Γραφής, ή κάποιου αισθητού ή νοητοΰ πράγματος. Και αν ίσως αντί ένα σκοπό βρίσκει πολλούς, ή ακούσει πολλούς από τη θεία Γραφή ή τους αγίους Πατέρες, ας μην απιστήσει και το νομίσει αυτό διαφωνία.
Γιατί συχνά υπάρχουν πολλοί σκοποί του ιδίου πράγματος, όπως για παράδειγμα του ενδύματος. Αν ο ένας λέει ότι το ένδυμα ζεσταίνει, ο άλλος ότι ευπρεπίζει, ο άλλος ότι σκεπάζει, και οι τρεις λένε την αλήθεια, γιατί το ένδυμα είναι και για ζεστασιά, και για σκέπασμα, και για ευπρεπισμό. Και οι τρεις έχουν βρεί το θείο σκοπό του ενδύματος κι έχουν σύμφωνη τη θεία Γραφή και τη φύση των πραγμάτων.
Αν τώρα κανείς είναι άρπαγας ή κλέφτης και πει με το νου του ότι το ένδυμα είναι χρήσιμο για αρπαγή ή κλοπή, οπωσδήποτε ψεύδεται, γιατί ούτε η Γραφή ούτε η φύση των πραγμάτων μαρτυρούν ότι έγινε γι' αυτό το σκοπό, αφού και οι νόμοι τιμωρούν αυτές τις πράξεις.
Το ίδιο ισχύει και για κάθε αισθητό ή νοητό πράγμα ή λόγο της θείας Γραφής. Γιατί οι Άγιοι, ούτε κάθε σκοπό του Θεού για κάθε πράγμα ή γραφικό λόγο γνωρίζουν, ούτε πάλι όσα γνωρίζουν τα γράφουν. Αυτό απ' τη μία οφείλεται στο ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος και η σοφία Του δεν έχει όρια, ώστε να τη χωρέσει όλη ένας άγγελος ή ένας άνθρωπος· όπως λέει ο Χρυσόστομος για κάποια θεωρία: «Εγώ είπα τώρα όσα πρέπει να πω, ο Θεός όμως, εκτός απ' αυτά που είπα, γνωρίζει και άλλα που δεν κατανοούνται».
Και από την άλλη στο ότι δεν συμφέρει να λένε οι Άγιοι όσα γνωρίζουν, εξαιτίας της αδυναμίας των ανθρώπων και για να μη μακραίνει ο λόγος και γίνεται μισητός ή ακατανόητος από τη σύγχυση, αλλά να λέγονται μετρημένα τα λόγια, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Γι' αυτό και βλέπομε έναν Άγιο, για το ίδιο πράγμα άλλά να λέει σήμερα και άλλα αύριο.
Και αυτό δεν είναι διαφωνία, αν ο ακροατής έχει γνώση ή πείρα των λεγομένων. Και πάλι ο ένας λέει τούτα και ο άλλος αλλά για τον ίδιο λόγο της θείας Γραφής, γιατί πολλές φορές η θεία χάρη δώρισε και αυτά και εκείνα κατά τους ανθρώπους και τον καιρό. Εκείνο που απαιτείται είναι το κάθε τι να γίνεται ή να λέγεται κατά τον θείο σκοπό και να στηρίζεται στις θείες Γραφές, για να μην ακούσει από τον Απόστολο το "ανάθεμα", ακόμη και αν είναι άγγελος(Γαλ. 1, 8), αφού διδάσκει άλλο σκοπό, έξω από το θείο σκοπό ή από τη φύση των πραγμάτων, όπως λένε ο Μέγας Διονύσιος, ο Αντώνιος και ο Ομολογητής Μάξιμος. Γι' αυτό λέει ο Χρυσόστομος, δε μας τα παρέδωσαν αυτά οι Έλληνες σοφοί, αλλά η αγία Γραφή.
Δεν είναι π.χ. διαφωνία το να πει η Γραφή για κάποιον ότι δεν είδε την Βαβυλώνα κατά την αιχμαλωσία, και αλλού ότι πήγε και αυτός στη Βαβυλώνα μαζί με τους άλλους. Γιατί όποιος διαβάζει προσεκτικά τη Γραφή, θα βρει σε άλλο μέρος της Γραφής να λέγεται για τον ίδιο ότι τον τύφλωσαν και έτσι τον αιχμαλώτισαν, και άρα πήγε στη Βαβυλώνα, αλλά δεν την είδε(Δ΄ Βασ. 25, 7· Ιερ. 52, 11).
Και πάλι μερικοί από απειρία λένε ότι η προς Εβραίους επιστολή δεν είναι του Αποστόλου Παύλου, ή ότι ένας από τους λόγους του Αγίου Διονυσίου δεν είναι δικός του. Αλλά αν προσέχει κανείς σ' αυτούς τους λόγους, βρίσκει την αλήθεια. Γιατί οι Άγιοι, όταν πρόκειται για φυσικό πράγμα, από τη διόραση (δηλαδή τη φυσική γνώση ή θεωρία των όντων, των κτισμάτων, που πηγάζει από την καθαρότητα του νου), λένε με κάθε ακρίβεια το σκοπό του Θεού, ερευνώντας τις Γραφές, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όμοια μ' εκείνους που ψάχνουν να βρουν στα μεταλλεία της γης το χρυσάφι, και βρίσκουν ακόμη και τις λεπτότατες φλέβες, για να μην χαθεί ούτε ένα "ιώτα ή μία κεραία"(Ματθ. 5, 18) όπως λέει ο Κύριος.
Το ιώτα είναι το δέκατο ψηφίο του αλφαβήτου, και η κεραία είναι η λεγομένη οξεία, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να γράφομε σωστά. Αυτά τα είπαμε περί των φυσικών πραγμάτων· όταν όμως πρόκειται για υπερφυσικό πράγμα, αισθητό ή νοητό, ή για λόγο της Γραφής, τότε οι Άγιοι το γνωρίζουν με την προόραση και την αποκάλυψη, αν τους δοθεί γνώση περί αυτού από το Άγιο Πνεύμα.
Αν ίσως δεν τους δίνεται, αλλά προς το συμφέρον τους μένει ακατάληπτο, δεν ντρέπονται να λένε την αλήθεια και να ομολογούν την ανθρώπινη αδυναμία, λέγοντας σαν τον Απόστολο: «Δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει»(Β΄ Κορ. 12, 2). Ή όπως λέει ο Σολομών: «Τρία αγνοώ και το τέταρτο δεν γνωρίζω»(Παροιμ. 24, 18), και ο Χρυσόστομος: «Εγώ δε γνωρίζω, αλλά αν οι αιρετικοί με πουν άπιστο, ας με πουν και μωρό».
Και γενικά όλοι αυτοί που είχαν και επίγεια και ουράνια σοφία, προτίμησαν την ουράνια, χρησιμοποίησαν όμως και την κοσμική παιδεία σοφά με μέτρο, ακολουθώντας το αποστολικό υπόδειγμα, για να μην καυχηθούν ξεπερνώντας τα μέτρα τους(Β΄ Κορ. 10, 13), όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι εκείνοι που χλεύαζαν την απλότητα του λόγου του Αποστόλου Βαρνάβα, μη γνωρίζοντας ότι το κήρυγμά του περιείχε λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή(Ιω. 6, 68), όπως λένε τα Κλημέντια.
Πολλοί το παθαίνομε αυτό, όταν ακούσομε κανένα να μιλά σε άλλη γλώσσα και γελούμε, ακόμη κι αν εκείνος είναι σοφός στη γλώσσα του, και ομιλεί περί φρικτών μυστηρίων. Αλλ' αυτό γίνεται από απειρία. Οι Πατέρες όμως θεληματικά έγραψαν και απλά, ανάλογα με το χρόνο και τους ανθρώπους προς τους οποίους έγραφαν.
Λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εγκωμιάζοντας τον άγιο Εφραίμ, ότι ενώ ήταν σοφός, έγραψε απλά· λέει ακόμη με θαυμασμό για το πώς ο άγιος Εφραίμ, όντας πολύπειρος στα δόγματα, κόλλησε με επιτηδειότητα τα φύλλα των καταραμένων βιβλίων κάποιου αιρετικού με νηπιώδες φρόνημα, και πώς, από υπερηφάνεια εκείνος μη μπορώντας να υποφέρει την ντροπή, ξεψύχησε.
Γιατί η αγία ταπείνωση είναι υπέρ τη φύση και δεν μπορεί να την έχει ο άπιστος, αλλά τη νομίζει παρά φύση, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος προς τον άγιο Τιμόθεο, γράφοντας ότι «στους παλιούς φαίνεται παρά φύση η ανάσταση των νεκρών σ' εμένα όμως και σε σένα και στην αλήθεια δεν είναι παρά φύση, αλλά υπέρ τη φύση. Και αυτό όσον άφορα σ' εμάς. Όσον αφορά στο Θεό, η ανάσταση δεν είναι υπερφυσική, αλλά φυσική. Γιατί η διαταγή του Θεού, είναι φύση του Θεού».
Οι Πατέρες αγαπούν περισσότερο την ταπείνωση με έργο και με λόγο, όπως για παράδειγμα ο συγγραφέας του Γεροντικού. Αυτός, αν και ήταν επίσκοπος και εξορισμένος για το Χριστό, μιλώντας για κάποια μοναχή λέει ότι «κι εγώ πήρα απ' αυτήν κάποιο κουρέλι, για να ευλογηθώ». Και οι άγιοι πατέρες Δωρόθεος και Κασσιανός έγραψαν απλά, ενώ ήταν σοφοί.
Αυτό το λέω για να μη νομίσει κανείς ότι από υπερηφάνεια μερικοί έγραψαν στρυφνά, ή αντιθέτως άλλοι από αφέλεια, απλά. Αλλά το περιεχόμενο και των δύο είναι ένα και προέρχεται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα· ενώ ο σκοπός ήταν για την ωφέλεια όλων. Αν δηλαδή έγραφαν όλοι απλά, κανένας από τους λογίους δε θα ωφελούνταν ποτέ, γιατί θα τα θεωρούσε ανάξια λόγου για την απλότητά τους.
Ούτε πάλι κανείς από τους πιο απλούς θα ωφελούνταν, αν έγραφαν όλοι στρυφνά, γιατί δε θα κατανοούσε το νόημα των λόγων. Εκείνος τώρα που έχει πείρα των Γραφών, γνωρίζει ότι το περιεχόμενο του πιο απλού ρητού της Γραφής και του πιο σοφού είναι ένα και αποβλέπει στο να σώσει τον άνθρωπο.
Εκείνος όμως που δεν έχει τέτοια πείρα, συχνά σκανδαλίζεται, μη γνωρίζοντας ότι πολύ συνεργεί η κοσμική παιδεία, όταν γίνει όχημα της ουράνιας σοφίας του Πνεύματος. Γιατί η ουράνια δίνει νοήματα φωτεινά, ενώ η επίγεια δίνει δύναμη λόγου, αν κανείς έχει σταθερή φρόνηση και συγκάτοικο την ταπεινοφροσύνη, που τον κάνει να φοβάται την αφροσύνη και την υψηλοφροσύνη και να έχει φρόνημα σωφροσύνης, όπως λέει ο Απόστολος(Ρωμ. 12, 3).
Όπως λοιπόν το "αμήν" (που λέγεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο "αληθώς"(Λουκ. 9, 27)), είναι σταθερός λόγος που βεβαιώνει όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, έτσι και η φρόνηση είναι σταθερή νόηση, η οποία μπορεί να φυλάγει την αλήθεια. Το "αμήν" φανερώνει την μονιμότητα της νέας χάρης, γι' αυτό και στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία ήταν προτύπωση, δεν λέγεται διόλου, ενώ στην Καινή Διαθήκη της χάρης λέγεται παντού, γιατί αυτή μένει στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος.
λόγος ο παρών, που αίσθηση φέρνει
στην καρδιά, για να γνωρίζει κανείς το συμφέρον.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Πόσα δάκρυα μου χρειάζονται, όταν λίγο κοιτάξω τον εαυτό μου!
Γιατί αν δεν αμαρτήσω, υπερηφανεύομαι από αλαζονεία· αν αμαρτήσω και μπορέσω να δω την αμαρτία μου, μικροψυχώ από αμηχανία και απελπίζομαι. Αν καταφύγω στην ελπίδα, πάλι έρχεται η αλαζονεία. Αν κλάψω, αυτό μου φέρνει οίηση· αν δεν κλάψω, ξαναέρχονται τα πάθη. Η ζωή μου είναι θάνατος, και ο θάνατος χειρότερος, για το φόβο της κολάσεως.
Η προσευχή μου μου γίνεται πειρασμός και η απροσεξία, καταστροφή. «Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο»(Εκκλ. 1, 18), λέει ο Σολομών. Απορώ και εξίσταμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Αν ίσως γνωρίζω και δεν κάνω, η γνώση συντελεί στην καταδίκη μου. Αλοίμονο, τι να διαλέξω; Από την άγνοιά μου, τα βλέπω όλα αντίθετα και δεν μπορώ να τα ταιριάσω.
Δε βρίσκω την αρετή και τη σοφία που κρύβονται στους πειρασμούς, γιατί δεν έχω υπομονή. Φεύγοντας από την ησυχία για τους λογισμούς, βρίσκω έξω τα πάθη στον πειρασμό μέσω των αισθήσεων. Αν θελήσω να ασκήσω νηστεία και αγρυπνία, βρίσκω εμπόδιο την οίηση και την ατονία.
Όταν τρώω και κοιμάμαι αφειδώς, έρχομαι στην αμαρτία χωρίς να θέλω. Απ' όλα αποσύρομαι και φεύγω για το φόβο της αμαρτίας, και η ακηδία πάλι με καταπονεί, αν και βλέπω πολλούς να στεφανώνονται από τέτοιους πολέμους και πειρασμούς, γιατί έχουν βέβαιη πίστη, με την οποία απέκτησαν το θείο φόβο, και με το φόβο έφτασαν στην εργασία των λοιπών αρετών.
Αν είχα και εγώ την πίστη όπως εκείνοι, θα αποκτούσα το φόβο, μέσω του οποίου έλαβαν την ευσέβεια και τη γνώση, κατά τον Προφήτη, από την οποία προέρχονται η ισχύς, η βουλή, η σύνεση και η σοφία του Πνεύματος(Ησ. 11, 2) για εκείνους που μένουν κοντά στο Θεό με αμεριμνία και μελέτη των θείων Γραφών με υπομονή, με την οποία εξισώνονται τα άνω και τα κάτω.
Όταν δηλαδή κάποιο πάθος παίρνει σχήμα αρετής, ο χρόνος και η πείρα το ξεσκεπάζουν. Όταν πάλι η αρετή παρεκκλίνει σε πάθος, ο χρόνος και η πείρα συνήθως την ξεχωρίζουν από αυτό με την υπομονή.
Γιατί αν η υπομονή δε γεννηθεί στην ψυχή από την πίστη, αυτή διόλου δεν μπορεί να έχει αρετή. «Με την υπομονή σας σώστε τις ψυχές σας»(Λουκ. 21, 19), λέει ο Κύριος, ο Οποίος μόνος Του έκτισε τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 32, 15), όπως λέει ο Ψαλμωδός.
Και από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνη της κτίζεται η καρδιά, δηλαδή ο νους, με την υπομονή στις θλίψεις. Γιατί όποιος πιστεύει ότι έχει κάποιον άλλο που κυβερνά αόρατα τη ζωή του, πότε πείθεται στο λογισμό του που του λέει, «θέλω τούτο και δεν θέλω εκείνο· αυτό είναι καλό, εκείνο είναι κακό»; Αν έχει άνθρωπο για κυβερνήτη, οφείλει να τον ερωτά σε κάθε ζήτημα και να δέχεται με τ' αυτιά του την απόκριση και να εκπληρώνει με έργο τα λεγόμενα.
Αν όμως δεν έχει κανένα, τότε, κατά τον Ευχαΐτη, έχει το Χριστό, να τον ερωτά με προσευχή από την καρδιά του, και με την πίστη να ελπίζει την απόκριση με έργο και με λόγο, μην τυχόν ο σατανάς, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει με έργο, αποκρίνεται με λόγο, προσποιούμενος ότι είναι κυβερνήτης, και σύρει στην απώλεια εκείνους που δεν έχουν υπομονή.
Γιατί οι τέτοιοι άνθρωποι σπεύδουν από άγνοια να λάβουν εκείνα που ποτέ δεν τους δίνονται· επειδή μία ημέρα στα μάτια του Κυρίου είναι σαν χίλια χρόνια και χίλια χρόνια σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4). Εκείνος όμως που από την υπομονή απέκτησε πείρα των τεχνασμάτων του εχθρού, κάνει ό,τι ο Απόστολος, δηλαδή πυγμαχεί και τρέχει με υπομονή, για να φτάσει το στόχο του(Α΄ Κορ. 9, 24 και 26) και να μπορέσει να πει: «Δεν αγνοούμε τις επιδιώξεις του εχθρού»(Β΄ Κορ. 2, 11), δηλαδή τα αφανή τεχνάσματά του, που οι πολλοί τα αγνοούν.
Γιατί ο εχθρός, όπως λέει ο Απόστολος, παίρνει τη μορφή φωτεινού αγγέλου(Β΄ Κορ. 11, 14), και τούτο δεν είναι παράδοξο· γιατί και οι λογισμοί που αυτός παρουσιάζει στην καρδιά, φαίνονται σαν λογισμοί δικαιοσύνης στους απείρους. Γι' αυτό είναι καλό το "δεν γνωρίζω".
Και έτσι κανείς ούτε στα λεγόμενα του Αγγέλου θα απιστεί, ούτε στις πανουργίες του εχθρού θα πιστεύει, αλλά θ' αποφεύγει με την υπομονή και τους δύο γκρεμούς και θα περιμένει να του δοθεί στην πράξη η απόκριση μετά πολλά χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος ή να το γνωρίζει (αντίστοιχα συμβαίνει, όπως είπε κάποιος, και με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων του Θεού) μέχρις ότου φτάσει σε κάποιο λιμάνι, δηλαδή στην έμπρακτη γνώση. Και όταν τη δει ότι παραμένει πολλά χρόνια, τότε θα μάθει ότι όντως εισακούστηκε η προσευχή του και έλαβε απόκριση αοράτως.
Για παράδειγμα, προσεύχεται κανείς να νικήσει τα πάθη που τον πολεμούν. Και δεν ακούει κανένα λόγο, ούτε βλέπει σχήμα παραπλανητικό. Αλλά και αν ίσως γίνει κάτι τέτοιο στον ύπνο ή και αισθητώς, δεν πιστεύει διόλου. Ύστερα λοιπόν από χρόνια βλέπει τον πόλεμο εκείνο να τερματίζεται από τη χάρη και έρχονται νοήματα που σύρουν το νου του στην ταπείνωση και στη γνώση της αδυναμίας του.
Μα ούτε έτσι δεν πιστεύει, αλλά περιμένει πολλά χρόνια, από φόβο μήπως και αυτό είναι απάτη των δαιμόνων. Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τους Αποστόλους, γι' αυτό ο Κύριος, αφού τους είπε εκείνα τα θλιβερά, στο τέλος πρόσθεσε: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10, 22), για να μην ξενοιάσουν δηλαδή, αλλά να αγωνίζονται από φόβο μην πέσουν. Γιατί δεν ωφελείται κανείς από τις άλλες αρετές, ακόμη κι αν ζει με ουράνιο τρόπο, αν έχει την αλαζονεία, με την οποία ο διάβολος και ο Αδάμ και τόσοι άλλοι έχουν πέσει.
Γι' αυτό δεν πρέπει ποτέ κανείς να αποβάλει το φόβο, μέχρις ότου φτάσει στο λιμάνι της τέλειας αγάπης(Α΄ Ιω. 4, 18) και γίνει ξένος προς τον κόσμο και το σώμα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αφήνει θεληματικά το φόβο, αλλά από τη μεγάλη πίστη που κάνει το νου να μη φροντίζει για ζωή ή θάνατο του σώματος, φτάνει στον αγνό φόβο(Ψαλμ. 18, 10) της αγάπης. Σχετικά μ' αυτόν λέει ο Μέγας Αθανάσιος προς τους τελείους: «Μη φοβάσαι το Θεό σαν τύραννο, αλλά να τον φοβάσαι για την αγάπη Του, για να μη φοβάσαι μόνον επειδή αμαρτάνεις, αλλά και γιατί ο Θεός σε αγαπά και δεν τον αγαπάς, και γιατί ευεργετείσαι αναξίως».
Έτσι με τον φόβο των αγαθών αυτών ωθεί κανείς την ψυχή του να αγαπά και γίνεται άξιος των ευεργεσιών που του γίνονται και μέλλει να του γίνουν, με την ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη· και από τον αγνό φόβο της αγάπης φτάνει στην υπερφυσική ταπείνωση. Γιατί όσο καλό και αν δέχεται και όσα δεινά αν υπομένει, διόλου δεν νομίζει ότι από δική του δύναμη ή φρόνηση έχει την υπομονή ή την καλή ψυχική και σωματική κατάσταση.
Από την ταπεινοφροσύνη δηλαδή, έλαβε τη διάκριση, με την οποία γνωρίζει ότι είναι κτίσμα του Θεού και ότι κανένα αγαθό δεν μπορεί να κάνει από τον εαυτό του, ούτε να το φυλάξει αν του δοθεί από τη χάρη, και ούτε πειρασμό να ανατρέπει, ούτε να υπομένει από τη δική του ανδρεία και φρόνηση.
Και από τη διάκριση έρχεται σε μερική γνώση των πραγμάτων και αρχίζει να βλέπει με το νου του όλα τα όντα, και μη γνωρίζοντας τους λόγους τους ποθεί τον Διδάσκαλο. Κι επειδή δεν τον ανακαλύπτει, γιατί είναι αθέατος, αλλά κι επειδή άλλον που εμφανίζεται ως διδάσκαλος, δεν τον ανέχεται, όπως έμαθε από τη διάκριση, ούτε δέχεται νόημα χωρίς μαρτυρία από τις Γραφές, μένει απορημένος.
Και γι' αυτό όλα όσα κάνει και διδάσκει, τα θεωρεί για τίποτε, βλέποντας πριν από αυτόν τόσο πλήθος ανθρώπων που έπεσαν, με πολλούς κόπους και γνώσεις, από τον Αδάμ κι εδώθε. Και όπως ακούει και δεν εννοεί κάτι από τις θείες Γραφές, αρχίζει να δακρύζει από τη γνώση αυτή, δηλαδή από το ότι γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει όπως πρέπει.
Και το θαυμαστό είναι ότι εκείνος που νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζει(Α΄ Κορ. 8, 2), και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί(Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος, επειδή δηλαδή νομίζει αλλά δεν έχει.
Και αντίθετα, εκείνος που νομίζει ότι είναι ανόητος και ασύνετος, ασθενής και χωρίς γνώση, θρηνεί γι' αυτό και οδύρεται, νομίζοντας ότι λαμβάνει και εκείνα που δεν έχει, με την ευγνωμοσύνη. Γιατί η ταπείνωση γεννιέται από πολλές αρετές, αλλά γεννά κι αυτή τα τελειότερα. Επίσης και η γνώση και η ευχαριστία και η προσευχή και η αγάπη, επειδή πάντοτε δέχονται αύξηση αυτές οι αρετές.
Λόγου χάρη, ταπεινώνεται κανείς και θρηνεί ως αμαρτωλός, και απ' αυτό εγκρατεύεται και υπομένει τις θλίψεις που προκαλούνται εκούσια και ακούσια, από τους δαίμονες και από την άσκηση και από τους ανθρώπους, για να δοκιμαστεί η πίστη του και να φανεί αν έχει την ελπίδα του στο Θεό, ή σε άνθρωπο, ή στη δική του δύναμη και φρόνηση.
Και αφού υποστεί με επιτυχία τις δοκιμασίες με την υπομονή(Ιακ. 1, 12) και με το να αφήσει τα πάντα στο Θεό, λαμβάνει τη μεγάλη πίστη, εκείνην που λέει ο Κύριος: «Αν έρθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρεί την πίστη;»(Λουκ. 18, 8). Με την πίστη λοιπόν αυτή θα επιτύχει τη νίκη κατά των εχθρών.
Και όταν την επιτύχει, συνειδητοποιεί την αδυναμία του και την άγνοια, επειδή έρχεται σ' αυτόν δύναμη και σοφία από το Θεό. Και τότε αρχίζει με ταπείνωση ψυχής να ευχαριστεί και να τρέμει, από φόβο μήπως πάλι όπως πριν πέσει σε παρακοή του Θεού.
Και από τον αγνό αυτό φόβο, που δεν οφείλεται στην αμαρτία, και από την ευχαριστία, την υπομονή και την ταπείνωση που αξιώθηκε από τη γνώση, αρχίζει να ελπίζει ότι κατά χάρη θα βρει έλεος. Από την πείρα πάλι των ευεργεσιών που του γίνονται, περιμένει και φοβάται μήπως βρεθεί ανάξιος για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες του Θεού.
Και απ' αυτό αυξάνονται μέσα του η ταπείνωση και η εγκάρδια προσευχή. Και όσο αυτές αυξάνονται μαζί με την ευχαριστία, δέχεται μεγαλύτερη γνώση. Και έτσι από τη γνώση έρχεται στο φόβο και από το φόβο στην ευχαριστία και στη γνώση που είναι πάνω απ' αυτά. Και απ' αυτό αγαπά τον Ευεργέτη φυσικά και με χαρά ποθεί να τον υπηρετήσει ως χρεώστης λόγω της γνώσεως.
Και αμέσως δέχεται αύξηση στη γνώση και, μαζί με τις ειδικές ευεργεσίες, θεωρεί και τις γενικές. Μην μπορώντας να ευχαριστεί γι' αυτές, πενθεί και, θαυμάζοντας πάλι τη χάρη του Θεού, παρηγορείται. Και άλλοτε έχει επίπονα δάκρυα, ενώ άλλοτε πάλι από την αγάπη χύνει δάκρυα γλυκύτερα και από το μέλι λόγω της πνευματικής χαράς, η οποία προέρχεται από την ανείπωτη ταπείνωση.
Όλα αυτά βέβαια, όταν αληθινά ποθεί κάθε θέλημα του Θεού και μισεί κάθε τιμή και ανάπαυση και έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους, ώστε διόλου να μη σκέφτεται ότι είναι κάποιος, και όταν πιστεύει ότι χρεωστεί τον εαυτό του στο Θεό και σε όλους τους ανθρώπους, και γι' αυτό θεωρεί τους πειρασμούς και τις θλίψεις μεγάλη ευεργεσία, και τη χαρά και ανάπαυση μεγάλη ζημία. Και ποθεί τα πρώτα με όλη του την ψυχή, απ' όπου και αν έρχονται, ενώ φοβάται τα άλλα, ακόμη και αν από το Θεό γίνονται προς δοκιμήν. Και όσο βρίσκεται σ' αυτά τα δάκρυα, αρχίζει ο νους να αποκτά καθαρότητα και έρχεται στην αρχική του κατάσταση, δηλαδή στη φυσική γνώση, την οποία έχασε εξαιτίας των παθών.
Αυτή από μερικούς λέγεται φρόνηση, γιατί βλέπει ο νους τα πράγματα όπως είναι φυσικά, και πάλι από άλλους λέγεται διόραση, γιατί αυτός που την έχει γνωρίζει ένα μέρος από τα κρυμμένα μυστήρια, δηλαδή το σκοπό του Θεού που βρίσκεται στις θείες Γραφές και σε κάθε κτίσμα. Αυτή γεννιέται από τη διάκριση και μπορεί να κατανοεί τους λόγους των αισθητών και νοητών. Γι' αυτό λέγεται θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων, αλλά αυτή είναι φυσική και προέρχεται από την καθαρότητα του νου.
Αν τώρα κανείς καταξιωθεί να φτάσει στην προόραση για την κοινή ωφέλεια, αυτό είναι υπέρ τη φύση. Γιατί μόνο ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα σε κάθε περίπτωση, και το σκοπό κάθε πράγματος που έκανε και κάθε λόγου της θείας Γραφής, και παρέχει κατά χάρη στους άξιους το να γνωρίζουν. Ώστε η μεν θεωρία των αισθητών και νοητών κτισμάτων, που λέγεται φρόνηση, είναι διόραση και φυσική γνώση, γιατί προϋπήρχε στην ανθρώπινη φύση, αλλά τα πάθη σκότισαν το νου· και αν ο Θεός δεν πάρει τα πάθη με την πρακτική αρετή, ο νους δεν μπορεί να βλέπει.
Η δε προόραση δεν είναι έτσι, αλλά είναι χάρη και υπέρ τη φύση. Αλλά και η διόραση χωρίς το Θεό δεν γίνεται, αν και είναι φυσική. Γιατί και οι Έλληνες επινόησαν πολλά, δεν βρήκαν όμως το σκοπό του Θεού στα κτίσματα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αλλ' ούτε και το Θεό, επειδή δεν είχαν την ταπείνωση και την πίστη του Αβραάμ.
Τότε λέγεται κανείς πιστός, όταν από τα ορατά πιστεύει τα αόρατα. Όταν πιστεύει κανείς σ' αυτά που του φαίνονται, δεν πιστεύει σ' εκείνον που διδάσκει ή κηρύττει. Γι' αυτό, για να δοκιμαστεί η πίστη, οι πειρασμοί είναι φανεροί, ενώ οι ενέργειες της θείας βοήθειας αφανείς, για να βρίσκει ο πιστός μετά το τέλος του πειρασμού τη γνώση, και έτσι να μαθαίνει ότι είχε άγνοια και ότι ευεργετείται, και να κερδίζει την ταπείνωση και την αγάπη προς το Θεό ως Ευεργέτη, και προς τον πλησίον για την υπηρεσία του Θεού.
Και αυτό το κάνει με φυσικότητα και το θεωρεί χρέος, για το οποίο και ποθεί να τηρεί τις εντολές. Μισεί τα πάθη ως εχθρούς, και καταφρονεί το σώμα, γιατί το θεωρεί εμπόδιο για την απάθεια και τη γνώση του Θεού, δηλαδή για την κρυμμένη σοφία(Α΄ Κορ. 2, 7). και είναι εύλογα κρυμμένη.
Γιατί εκείνος που έχει επιτυχίες και απολαύσεις και την ανάπαυση και τη δόξα αυτού του κόσμου, είναι φανερά φίλος της σοφίας του κόσμου. Μα αγωνίζεται να κάνει τα αντίθετα απ' αυτά εκείνος που είναι φίλος της σοφίας του Θεού, δηλαδή εκείνος που καταπονείται και εγκρατεύεται κι έχει κάθε θλίψη και ατιμία για τη βασιλεία των ουρανών.
Ο πρώτος ποθεί να προσεγγίσει τα φαινόμενα αγαθά και τις γήινες γνώσεις και τους επίγειους βασιλιάδες, και γι' αυτό πολλές φορές υποφέρει, ενώ ο δεύτερος συμμετέχει στα παθήματα του Χριστού. Ο ένας επιδιώκει να έχει εδώ τις ελπίδες του, αν βέβαια μπορέσει να τις έχει, γιατί τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και δυσεπίτευκτα· ενώ ο άλλος, σ' αυτή τη ζωή κρύβεται από τα μάτια των ανοήτων(Σ. Σολομ. 3, 2), όπως λέει η Γραφή, φανερώνεται όμως στη μέλλουσα, όταν τα κρυφά θα γίνουν φανερά.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και για παρηγοριά αυτών που πενθούν(Ματθ. 5, 4) εδώ δίνεται η γνώση των κρυπτών, κατά τον Χρυσόστομο, δηλαδή η θεωρία των θείων Γραφών και των κτισμάτων. Από την πίστη δηλαδή γεννιέται ο φόβος, από αυτόν το πένθος, μέσω αυτού έρχεται η ταπείνωση, από την οποία έρχεται η διάκριση, και από αυτήν, η διόραση και κατά χάρη η προόραση.
Ο γνωστικός τώρα, δεν πρέπει να στηρίξει ποτέ δικό του νόημα, αλλά να θέλει να έχει πάντοτε μάρτυρα τη θεία Γραφή ή τη φύση του πράγματος. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, δεν είναι αληθινή η γνώση, αλλά πονηρία και πλάνη, όπως λέει κάπου ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τα άστρα. Ότι η θεία Γραφή κάποια λίγα αναφέρει, ενώ οι Έλληνες πλανώμενοι απαριθμούν πολλά. Γιατί ο σκοπός της θείας Γραφής είναι αυτός, να πει όσα συντελούν στο να σώσουν την ψυχή και να αποκαλύψουν σε μερικούς τα μυστήρια των θείων Γραφών και τους λόγους των όντων, δηλαδή το σκοπό, για τον οποίο έγινε κάθε πράγμα, για να φωτίζεται ο νους σχετικά με την αγάπη του Θεού και από την επιμέλειά Του για τα κτίσματα να γνωρίζει τη μεγαλοσύνη Του και την ανείπωτη σοφία και πρόνοιά Του.
Έτσι κανείς από τη γνώση αυτή φοβάται την παράβαση των εντολών του Θεού και κατηγορεί τη δική του αδυναμία και άγνοια, και από αυτό ταπεινοφρονεί και αγαπά το Θεό και δεν καταφρονεί τις εντολές Του, όπως εκείνοι που στερούνται την ενεργό γνώση Του. Πάλι όμως ο Θεός κρατάει απ' αυτόν μερικά μυστήρια, για να ποθεί και να μη νιώσει γρήγορα κόρο, όπως ο Αδάμ, και τον βρει έξω ο εχθρός και τον σύρει προς τη μοχθηρία του. Έτσι βέβαια γίνεται προς τους ενάρετους. Τους αγνώμονες τώρα, τους φοβερίζει με τους πειρασμούς για να απέχουν από την αμαρτία, και τους τονώνει με τις σωματικές ευεργεσίες, για να μην απελπίζονται.
Αυτά λοιπόν με την άπειρη αγαθότητά Του ενεργεί πάντοτε ο Θεός, για να σώσει και να λυτρώσει όλους από τις παγίδες του διαβόλου, είτε δίνοντας, είτε στερώντας μας τις ευεργεσίες και τις γνώσεις, και ανάλογα με την ευγνωμοσύνη του καθενός δίνει τα χαρίσματα και τα νοήματα. Επίσης και τη θεία Γραφή την έκανε σε άλλους να κρύβεται και σε άλλους να γνωρίζεται προς ωφέλειά τους, ανάλογα με την προαίρεση του κάθε αναγνώστη.
Ο σκοπός όμως των σοφιστών του κόσμου δεν ήταν τέτοιος, αλλά ο καθένας φρόντιζε να νικήσει τον άλλον και να φανεί σοφότερος, και γι' αυτό δε βρήκαν τον Κύριο εκείνοι, αλλ' ούτε κι αυτοί που τους μιμούνται, ακόμη και αν κοπιάζουν πολύ. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Θεός δε φανερώνεται στους κόπους, αλλά στην ταπείνωση και στην απλότητα μέσω της πίστεως, δηλαδή της θεωρίας των Γραφών και των κτισμάτων. Σχετικά μ' αυτήν, λέει ο Κύριος: «Πώς μπορείτε να πιστέψετε, αφού ζητάτε δόξα ο ένας από τον άλλο; κλπ.»(Ιω. 5, 44).
Η μεγάλη πίστη είναι εκείνη που μπορεί όλη τη φροντίδα να την αναθέσει στο Θεό. Αυτήν ο Απόστολος την ονομάζει θεμέλιο(Κολ. 1, 23), ο Ιωάννης της Κλίμακος, μητέρα της ησυχίας, και ο άγιος Ισαάκ, πίστη της θεωρίας και θύρα των μυστηρίων. Γιατί εκείνος που έχει αυτή την πίστη είναι αμέριμνος σε όλα, όπως όλοι οι Άγιοι, οι οποίοι και αυτά τα ονόματά τους τα έχουν κατάλληλα, όπως συνέβαινε και με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Πέτρος έχει το όνομα της στερεότητας, ο Παύλος της αναπαύσεως, ο Ιάκωβος σημαίνει "πτερνιστής" επειδή με τη φτέρνα ποδοπάτησε τον Βελίαρ-σατανά. Ο Στέφανος πάλι έχει το όνομα του αμάραντου στεφάνου, ο Αθανάσιος της αθανασίας, ο Βασίλειος της βασιλείας, ο Γρηγόριος της εγρηγόρσεως της σοφίας, δηλαδή της θεολογίας, ο Χρυσόστομος του πολύτιμου χαρίσματος της ρητορείας και της πολυπόθητης χάρης, ο Ισαάκ της αφέσεως.
Και γενικά, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και στην Καινή τα ονόματα είναι κατάλληλα για τον καθένα. Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής. Το α σημαίνει την ανατολή, το δ τη δύση, το άλλο α την άρκτο (το βορρά) και το μ τη μεσημβρία (το νότο). Και πάλι ο άνθρωπος κατά την τότε γλώσσα, δηλαδή τη Συριακή, ονομάζεται φωτιά, γιατί έχει φύση όμοια με αυτή. Από έναν άνθρωπο δηλαδή έγινε όλος ο κόσμος, όπως από μιά λαμπάδα όσες θέλει κανένας ανάβει, χωρίς η πρώτη να εξαντλείται.
Ύστερα όμως από τη σύγχυση των γλωσσών(Γεν. 11, 9), άλλη γλώσσα ετυμολογεί τη λέξη άνθρωπος από τη λήθη που αυτός έχει, και άλλη από άλλες του ιδιότητες. Η Ελληνική γλώσσα πάλι την ετυμολογεί από το "άνω αθρέω" (άνω βλέπω). Αλλά κυρίως η φύση του ανθρώπου είναι ο λόγος, γι' αυτό και λέγεται λογικός, επειδή μόνος αυτός έχει αυτό το ιδίωμα. Γιατί κατά τα αλλά γνωρίσματά του υπάρχουν και άλλα κτίσματα που είναι συνώνυμά του.
Γι' αυτό έχομε χρέος να τα αφήσομε όλα, και ως λογικοί να προτιμήσομε το λόγο, και με το λόγο να προσφέρομε λόγους στο Λόγο του Θεού, ώστε να καταξιωθούμε για τους λόγους μας να λάβομε λόγους Πνεύματος Αγίου σ' αυτή τη ζωή, σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αυτός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο»(Α΄ Βασ. 2, 9), δηλαδή σ' εκείνον που προσεύχεται καλά με σωματική προσευχή, δίνει ο Θεός την προσευχή του νου.
Και σ' εκείνον που ασκεί αυτήν με επιμέλεια, δίνει την προσευχή που είναι ελεύθερη από μορφές και σχήματα και προέρχεται από τον αγνό φόβο του Θεού. Και πάλι σ' εκείνον που τελεί καλά αυτή την τελευταία προσευχή, του δίνει τη θεωρία των κτισμάτων. Και από αυτή, θα χαρίσει την αρπαγή του νου με συνέπεια την θεολογία και την ευεργεσία στη μέλλουσα ζωή σ' εκείνον που σχολάζει από όλα και έχει το Θεό μελέτη του με έργο και λόγο και όχι μόνο με την ακοή.
Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή. Ένα αντίθετο παράδειγμα είναι με κάποιον, του οποίου την ψυχή απέσπασαν με τρίδοντο καμάκι οι μελανοί δαίμονες.
Τι συμφορά! Αυτός είχε μεγάλη φήμη και τόσο τον αγαπούσαν οι άνθρωποι, ώστε θρήνησαν όλοι τον θάνατό του και θεώρησαν μεγάλη ζημία τη στέρησή του. Αλλά για την υπερηφάνεια που είχε κρυμμένη μέσα του, άκουσε κάποιος γι' αυτόν μια φωνή από τον ουρανό: «Μην τον αναπαύσετε, γιατί ούτε μία ώρα δεν με ανέπαυσε».
Αλοίμονο· εκείνος που τον έλεγαν άγιο και πολλοί ήλπιζαν να σωθούν με τις προσευχές του από κάθε λογής πειρασμό, είχε τέτοιο τέλος για την υψηλοφροσύνη του. Το ότι αυτή ήταν η αίτια, είναι ολοφάνερο. Γιατί αν ήταν άλλη αμαρτία, δε θα διέφευγε την προσοχή όλων, ούτε πάλι θα μπορούσε να τη διαπράττει κάθε ώρα.
Αν πούμε ότι ήταν αίρεση, ο αιρετικός παροργίζει βέβαια το Θεό κάθε ώρα με τη βλασφημία της γνώμης του, πλήν όμως ούτε αυτή μένει για πάντα αφανής, αλλά κατ' οικονομίαν Θεού φανερώνεται για τη διόρθωση του αιρετικού, αν θελήσει να μεταστραφεί, ή για την ασφάλεια των άλλων. Επομένως μόνο η υψηλοφροσύνη με την αυταρέσκεια μπορεί να διαφύγει την προσοχή όλων, σχεδόν και εκείνου που την έχει, ακόμη και αν δεν παραχωρείται να πέσει σε πειρασμούς, από τους οποίους έρχεται η ψυχή σε έλεγχο και γνωρίζει την αδυναμία και την άγνοιά της.
Γι' αυτό και το Άγιο Πνεύμα δεν είχε βρεί ούτε μία ώρα ανάπαυση στην άθλια εκείνη ψυχή, γιατί είχε πάντοτε τον ίδιο λογισμό και ένιωθε αγαλλίαση γι' αυτόν, σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα· γι' αυτό και σκοτίσθηκε όπως οι δαίμονες. Δεν φαινόταν βέβαια ποτέ να αμαρτάνει, επειδή ίσως έτρεφε το ένα αυτό πάθος, την υψηλοφροσύνη, αντί για όλα τ' άλλα, και ήταν αρκετό αυτό στους δαίμονες, αφού μπορεί να αναπληρώσει τον τόπο των άλλων κακών, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Δεν βρήκα ο ίδιος τη διάκριση και τη θεωρία για το θέμα αυτό, αλλά την άκουσα από τον άγιο Γέροντα και την έγραψα. Αυτός είπε και για τον άγιο Παύλο τον Απλό, ότι ο λόγος που δεν τον άκουσε αμέσως ο δαίμονας να βγει από τον άνθρωπο, ήταν επειδή δεν υπάκουσε αμέσως να βάλει μετάνοια, όταν ο Μέγας Αντώνιος του είπε: «Αββά Παύλε, βγάλε τον δαίμονα από αυτόν τον άνθρωπο», αλλά κατά κάποιο τρόπο έφερνε αντίρρηση λέγοντας: «Γιατί δεν τον βγάζεις εσύ;». Και όταν άκουσε από τον Αντώνιο ότι «εγώ δεν αδειάζω», τότε υπάκουσε. Και γι' αυτό είπε ο μακάριος Γέροντας ότι δε βγήκε αμέσως ο δαίμονας, αλλά αφού κοπίασε πολύ ο αββάς Παύλος. Η εξήγηση αυτή είναι εύλογη, όχι μόνο γιατί ο Γέροντας ως θεοφόρος είναι αξιόπιστος, αλλά γιατί μαρτυρείται και από το περιστατικό του νιπτήρα,(Ιω. 13, 7-8) και από την αντιλογία του Μωυσή(Εξ. 4, 10), και από την ιστορία του Προφήτη εκείνου που ζητούσε να τον χτυπήσει κάποιος. Αλλά επειδή η ιστορία αυτή(Γ΄ Βασ. 21, 35-42) έχει σημασία και δεν την είπαμε, θα την πούμε τώρα.
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται κάποιος βασιλιάς ότι διοικούσε με τυραννικό τρόπο, ώστε ο φιλάνθρωπος Θεός μη υποφέροντας την τυραννία διέταξε τον Προφήτη να πάει και να ελέγξει τον βασιλιά εκείνο. Ο Προφήτης επειδή γνώριζε ότι ο βασιλιάς ήταν απάνθρωπος, δεν ήθελε να πάει όπως ήταν, μην τυχόν τον δει από μακριά και εννοήσει την αιτία και τον διώξει, και έτσι δεν μπορέσει να τον ελέγξει, ή πάλι αν του έλεγε ότι «για την απανθρωπιά σου με έστειλε ο Θεός», μήπως δεν προσέξει στα λεγόμενα.
Σκέφτηκε λοιπόν να χτυπηθεί από κάποιον και να πάει στο βασιλιά καταματωμένος σαν μυνητής, ώστε έτσι να τον παραπλανήσει και να τον κάνει ν' ακούσει. Και αφού βρήκε στο δρόμο κάποιον που κρατούσε αξίνα, του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, επειδή ήταν θεοσεβής, είπε: «Ποτέ, κύριέ μου· εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, δε θα σηκώσω το χέρι μου σε προφήτη που έχρισε ο Κύριος». Και είπε ο Προφήτης: «Ο Κύριος λέει: επειδή δεν υπάκουσες στη φωνή του Κυρίου, να έρθει λιοντάρι από την έρημο και να σε σπαράξει».
Αυτό δεν ήταν οργή, μη γένοιτο· αλλά έγινε προς ωφέλεια πολλών. Και ήταν άξιος ο αγαθός εκείνος άνθρωπος να μην πεθάνει όπως οι λοιποί άνθρωποι, αλλά, κατά τον λόγο του Κυρίου, να σπαραχθεί από το θηρίο και να στεφανωθεί εξαιτίας του σκληρού αυτού θανάτου.
Κάτι ανάλογο λέγεται στο Γεροντικό για τέσσερις ιερείς που είχαν συμφωνήσει να μείνουν μαζί. Οι δύο πέθαναν και απήλθαν στον Κύριο· ο τέταρτος, που ήταν και διακονητής τους, έπεσε στην πορνεία. Οι δύο λοιπόν ζητούσαν από τον Κύριο να σπαραχθεί ο τέταρτος από θηρίο για να εξιλεωθεί για την αμαρτία του, μα ο Κύριος δεν τους άκουσε· έκρινε πως έπρεπε να ακούσει τον τρίτο ησυχαστή που προσευχόταν για τον διακονητή, να σωθεί από το λιοντάρι.
Στη συνέχεια της ιστορίας, ο Προφήτης βρήκε έναν άλλον υπάκουο και του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, ακούγοντάς το «ο Κύριος διατάζει», χωρίς να εξετάσει, χτύπησε με την αξίνα του τον Προφήτη στο κεφάλι. Τότε ο Προφήτης του είπε, όπως κάποτε ο Μωυσής: «Να έχεις την ευλογία του Κυρίου, γιατί άκουσες το λόγο του Κυρίου»(Εξ. 32, 29).
Ώστε ο πρώτος από πολλή καλωσύνη σεβάστηκε τον Προφήτη και δεν υπάκουσε, όπως ο Πέτρος δεν άφηνε τον Κύριο να του νίψει τα πόδια(Ιω. 13, 8), ενώ ο άλλος χωρίς να εξετάσει έκανε υπακοή, όπως ο λαός του Μωυσή εκπλήρωσε την υπακοή με το να σφάξει ο ένας τον άλλο(Εξ. 32, 27-28).
Και στα φανερά, εκείνος που ακούει το θείο θέλημα, κάνει καλύτερα, γιατί θεωρεί σοφότερη από τη φυσική γνώση την υπερφυσική διαταγή του Κυρίου της φύσεως· ενώ εκείνος που παρακούει, κάνει κάτι κατώτερο, γιατί θεωρεί τα φαινομενικά καλά δικαιότερα απ' όσα ζητεί ο Θεός. Βαθύτερα όμως δεν είναι έτσι, αλλά σημασία έχει ο σκοπός της υπακοής ή της παρακοής.
Εκείνος δηλαδή που έχει σκοπό να αρέσει στο Θεό, αυτός είναι που κάνει το καλύτερο. Και στα φανερά, ο Θεός φαίνεται να οργίζεται εναντίον εκείνου που παράκουσε και να ευλογεί εκείνον που υπάκουσε· στο βάθος όμως δεν είναι έτσι, αλλά όπως είπαμε σύμφωνα με τη φυσική θεωρία, και οι δύο ήταν εξίσου αγαθοί, γιατί ο σκοπός και των δύο ήταν σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Και αυτά μεν έτσι είναι.
Ο δε Προφήτης, αφού πήγε στον βασιλιά και στάθηκε εμπρός του, του είπε: «Βασιλιά, κάνε εκδίκηση, γιατί εκεί που ερχόμουν στο δρόμο, με συνάντησε κάποιος και με χτύπησε στο κεφάλι». Αυτός βλέποντας τα αίματα και την πληγή, θύμωσε κατά τη συνήθειά του, όχι όμως εναντίον του Προφήτη, αλλά νομίζοντας ότι έχει να κρίνει κάποιον άλλο και όχι τον εαυτό του, αποφάσισε βαριά ποινή εναντίον του δράστη.
Και ο Προφήτης, αφού πέτυχε εκείνο που ήθελε, του λέει: «Καλά είπες, βασιλιά. Για τούτο, να τι λέει ο Κύριος: Θα συντρίψω τη βασιλεία σου και θα την αφαιρέσω από σένα και από τους απογόνους σου, επειδή εσύ είσαι εκείνος που έκανε αυτά.» Και έτσι ο Προφήτης ολοκλήρωσε την αποστολή του όπως ήθελε, και με τέχνη έκανε τον βασιλιά να προσέξει στα λεγόμενά του, και έφυγε δοξάζοντας το Θεό.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι ψυχές των Προφητών. Αγαπούσαν το Θεό και ήταν πρόθυμες να υποφέρουν για την εκπλήρωση του θελήματός Του, γιατί είχαν γνώση Θεού. Και είναι εύλογο. Εκείνος που γνωρίζει ακριβώς μία οδό ή μιά τέχνη, την ακολουθεί με κάθε ευκολία και προθυμία και δείχνει και σε άλλους τη διαδρομή ή τα μυστικά και τους τρόπους της τέχνης, ακόμη και αν είναι νέος και απλοϊκός, ενώ οι άλλοι είναι γέροντες και σοφοί σε άλλα θέματα.
Και οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες δεν έμαθαν τη θεογνωσία και τη σοφία εξ ακοής όπως εμείς, αλλά έδωσαν το αίμα τους και έλαβαν πνεύμα, όπως λένε οι Γέροντες: «Δώσε αίμα για να λάβεις πνεύμα».
Γι' αυτό και οι Πατέρες αντί σωματικό μαρτύριο υπέστησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, έχοντας αντί σωματικό θάνατο το θάνατο της προαιρέσεως, για να νικήσει ο νους τα σαρκικά θελήματα και να γίνει βασιλιάς, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία, η τιμή και η προσκύνηση, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 233-243)
Η προσευχή μου μου γίνεται πειρασμός και η απροσεξία, καταστροφή. «Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο»(Εκκλ. 1, 18), λέει ο Σολομών. Απορώ και εξίσταμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Αν ίσως γνωρίζω και δεν κάνω, η γνώση συντελεί στην καταδίκη μου. Αλοίμονο, τι να διαλέξω; Από την άγνοιά μου, τα βλέπω όλα αντίθετα και δεν μπορώ να τα ταιριάσω.
Δε βρίσκω την αρετή και τη σοφία που κρύβονται στους πειρασμούς, γιατί δεν έχω υπομονή. Φεύγοντας από την ησυχία για τους λογισμούς, βρίσκω έξω τα πάθη στον πειρασμό μέσω των αισθήσεων. Αν θελήσω να ασκήσω νηστεία και αγρυπνία, βρίσκω εμπόδιο την οίηση και την ατονία.
Όταν τρώω και κοιμάμαι αφειδώς, έρχομαι στην αμαρτία χωρίς να θέλω. Απ' όλα αποσύρομαι και φεύγω για το φόβο της αμαρτίας, και η ακηδία πάλι με καταπονεί, αν και βλέπω πολλούς να στεφανώνονται από τέτοιους πολέμους και πειρασμούς, γιατί έχουν βέβαιη πίστη, με την οποία απέκτησαν το θείο φόβο, και με το φόβο έφτασαν στην εργασία των λοιπών αρετών.
Αν είχα και εγώ την πίστη όπως εκείνοι, θα αποκτούσα το φόβο, μέσω του οποίου έλαβαν την ευσέβεια και τη γνώση, κατά τον Προφήτη, από την οποία προέρχονται η ισχύς, η βουλή, η σύνεση και η σοφία του Πνεύματος(Ησ. 11, 2) για εκείνους που μένουν κοντά στο Θεό με αμεριμνία και μελέτη των θείων Γραφών με υπομονή, με την οποία εξισώνονται τα άνω και τα κάτω.
Όταν δηλαδή κάποιο πάθος παίρνει σχήμα αρετής, ο χρόνος και η πείρα το ξεσκεπάζουν. Όταν πάλι η αρετή παρεκκλίνει σε πάθος, ο χρόνος και η πείρα συνήθως την ξεχωρίζουν από αυτό με την υπομονή.
Γιατί αν η υπομονή δε γεννηθεί στην ψυχή από την πίστη, αυτή διόλου δεν μπορεί να έχει αρετή. «Με την υπομονή σας σώστε τις ψυχές σας»(Λουκ. 21, 19), λέει ο Κύριος, ο Οποίος μόνος Του έκτισε τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 32, 15), όπως λέει ο Ψαλμωδός.
Και από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνη της κτίζεται η καρδιά, δηλαδή ο νους, με την υπομονή στις θλίψεις. Γιατί όποιος πιστεύει ότι έχει κάποιον άλλο που κυβερνά αόρατα τη ζωή του, πότε πείθεται στο λογισμό του που του λέει, «θέλω τούτο και δεν θέλω εκείνο· αυτό είναι καλό, εκείνο είναι κακό»; Αν έχει άνθρωπο για κυβερνήτη, οφείλει να τον ερωτά σε κάθε ζήτημα και να δέχεται με τ' αυτιά του την απόκριση και να εκπληρώνει με έργο τα λεγόμενα.
Αν όμως δεν έχει κανένα, τότε, κατά τον Ευχαΐτη, έχει το Χριστό, να τον ερωτά με προσευχή από την καρδιά του, και με την πίστη να ελπίζει την απόκριση με έργο και με λόγο, μην τυχόν ο σατανάς, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει με έργο, αποκρίνεται με λόγο, προσποιούμενος ότι είναι κυβερνήτης, και σύρει στην απώλεια εκείνους που δεν έχουν υπομονή.
Γιατί οι τέτοιοι άνθρωποι σπεύδουν από άγνοια να λάβουν εκείνα που ποτέ δεν τους δίνονται· επειδή μία ημέρα στα μάτια του Κυρίου είναι σαν χίλια χρόνια και χίλια χρόνια σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4). Εκείνος όμως που από την υπομονή απέκτησε πείρα των τεχνασμάτων του εχθρού, κάνει ό,τι ο Απόστολος, δηλαδή πυγμαχεί και τρέχει με υπομονή, για να φτάσει το στόχο του(Α΄ Κορ. 9, 24 και 26) και να μπορέσει να πει: «Δεν αγνοούμε τις επιδιώξεις του εχθρού»(Β΄ Κορ. 2, 11), δηλαδή τα αφανή τεχνάσματά του, που οι πολλοί τα αγνοούν.
Γιατί ο εχθρός, όπως λέει ο Απόστολος, παίρνει τη μορφή φωτεινού αγγέλου(Β΄ Κορ. 11, 14), και τούτο δεν είναι παράδοξο· γιατί και οι λογισμοί που αυτός παρουσιάζει στην καρδιά, φαίνονται σαν λογισμοί δικαιοσύνης στους απείρους. Γι' αυτό είναι καλό το "δεν γνωρίζω".
Και έτσι κανείς ούτε στα λεγόμενα του Αγγέλου θα απιστεί, ούτε στις πανουργίες του εχθρού θα πιστεύει, αλλά θ' αποφεύγει με την υπομονή και τους δύο γκρεμούς και θα περιμένει να του δοθεί στην πράξη η απόκριση μετά πολλά χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος ή να το γνωρίζει (αντίστοιχα συμβαίνει, όπως είπε κάποιος, και με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων του Θεού) μέχρις ότου φτάσει σε κάποιο λιμάνι, δηλαδή στην έμπρακτη γνώση. Και όταν τη δει ότι παραμένει πολλά χρόνια, τότε θα μάθει ότι όντως εισακούστηκε η προσευχή του και έλαβε απόκριση αοράτως.
Για παράδειγμα, προσεύχεται κανείς να νικήσει τα πάθη που τον πολεμούν. Και δεν ακούει κανένα λόγο, ούτε βλέπει σχήμα παραπλανητικό. Αλλά και αν ίσως γίνει κάτι τέτοιο στον ύπνο ή και αισθητώς, δεν πιστεύει διόλου. Ύστερα λοιπόν από χρόνια βλέπει τον πόλεμο εκείνο να τερματίζεται από τη χάρη και έρχονται νοήματα που σύρουν το νου του στην ταπείνωση και στη γνώση της αδυναμίας του.
Μα ούτε έτσι δεν πιστεύει, αλλά περιμένει πολλά χρόνια, από φόβο μήπως και αυτό είναι απάτη των δαιμόνων. Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τους Αποστόλους, γι' αυτό ο Κύριος, αφού τους είπε εκείνα τα θλιβερά, στο τέλος πρόσθεσε: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10, 22), για να μην ξενοιάσουν δηλαδή, αλλά να αγωνίζονται από φόβο μην πέσουν. Γιατί δεν ωφελείται κανείς από τις άλλες αρετές, ακόμη κι αν ζει με ουράνιο τρόπο, αν έχει την αλαζονεία, με την οποία ο διάβολος και ο Αδάμ και τόσοι άλλοι έχουν πέσει.
Γι' αυτό δεν πρέπει ποτέ κανείς να αποβάλει το φόβο, μέχρις ότου φτάσει στο λιμάνι της τέλειας αγάπης(Α΄ Ιω. 4, 18) και γίνει ξένος προς τον κόσμο και το σώμα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αφήνει θεληματικά το φόβο, αλλά από τη μεγάλη πίστη που κάνει το νου να μη φροντίζει για ζωή ή θάνατο του σώματος, φτάνει στον αγνό φόβο(Ψαλμ. 18, 10) της αγάπης. Σχετικά μ' αυτόν λέει ο Μέγας Αθανάσιος προς τους τελείους: «Μη φοβάσαι το Θεό σαν τύραννο, αλλά να τον φοβάσαι για την αγάπη Του, για να μη φοβάσαι μόνον επειδή αμαρτάνεις, αλλά και γιατί ο Θεός σε αγαπά και δεν τον αγαπάς, και γιατί ευεργετείσαι αναξίως».
Έτσι με τον φόβο των αγαθών αυτών ωθεί κανείς την ψυχή του να αγαπά και γίνεται άξιος των ευεργεσιών που του γίνονται και μέλλει να του γίνουν, με την ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη· και από τον αγνό φόβο της αγάπης φτάνει στην υπερφυσική ταπείνωση. Γιατί όσο καλό και αν δέχεται και όσα δεινά αν υπομένει, διόλου δεν νομίζει ότι από δική του δύναμη ή φρόνηση έχει την υπομονή ή την καλή ψυχική και σωματική κατάσταση.
Από την ταπεινοφροσύνη δηλαδή, έλαβε τη διάκριση, με την οποία γνωρίζει ότι είναι κτίσμα του Θεού και ότι κανένα αγαθό δεν μπορεί να κάνει από τον εαυτό του, ούτε να το φυλάξει αν του δοθεί από τη χάρη, και ούτε πειρασμό να ανατρέπει, ούτε να υπομένει από τη δική του ανδρεία και φρόνηση.
Και από τη διάκριση έρχεται σε μερική γνώση των πραγμάτων και αρχίζει να βλέπει με το νου του όλα τα όντα, και μη γνωρίζοντας τους λόγους τους ποθεί τον Διδάσκαλο. Κι επειδή δεν τον ανακαλύπτει, γιατί είναι αθέατος, αλλά κι επειδή άλλον που εμφανίζεται ως διδάσκαλος, δεν τον ανέχεται, όπως έμαθε από τη διάκριση, ούτε δέχεται νόημα χωρίς μαρτυρία από τις Γραφές, μένει απορημένος.
Και γι' αυτό όλα όσα κάνει και διδάσκει, τα θεωρεί για τίποτε, βλέποντας πριν από αυτόν τόσο πλήθος ανθρώπων που έπεσαν, με πολλούς κόπους και γνώσεις, από τον Αδάμ κι εδώθε. Και όπως ακούει και δεν εννοεί κάτι από τις θείες Γραφές, αρχίζει να δακρύζει από τη γνώση αυτή, δηλαδή από το ότι γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει όπως πρέπει.
Και το θαυμαστό είναι ότι εκείνος που νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζει(Α΄ Κορ. 8, 2), και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί(Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος, επειδή δηλαδή νομίζει αλλά δεν έχει.
Και αντίθετα, εκείνος που νομίζει ότι είναι ανόητος και ασύνετος, ασθενής και χωρίς γνώση, θρηνεί γι' αυτό και οδύρεται, νομίζοντας ότι λαμβάνει και εκείνα που δεν έχει, με την ευγνωμοσύνη. Γιατί η ταπείνωση γεννιέται από πολλές αρετές, αλλά γεννά κι αυτή τα τελειότερα. Επίσης και η γνώση και η ευχαριστία και η προσευχή και η αγάπη, επειδή πάντοτε δέχονται αύξηση αυτές οι αρετές.
Λόγου χάρη, ταπεινώνεται κανείς και θρηνεί ως αμαρτωλός, και απ' αυτό εγκρατεύεται και υπομένει τις θλίψεις που προκαλούνται εκούσια και ακούσια, από τους δαίμονες και από την άσκηση και από τους ανθρώπους, για να δοκιμαστεί η πίστη του και να φανεί αν έχει την ελπίδα του στο Θεό, ή σε άνθρωπο, ή στη δική του δύναμη και φρόνηση.
Και αφού υποστεί με επιτυχία τις δοκιμασίες με την υπομονή(Ιακ. 1, 12) και με το να αφήσει τα πάντα στο Θεό, λαμβάνει τη μεγάλη πίστη, εκείνην που λέει ο Κύριος: «Αν έρθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρεί την πίστη;»(Λουκ. 18, 8). Με την πίστη λοιπόν αυτή θα επιτύχει τη νίκη κατά των εχθρών.
Και όταν την επιτύχει, συνειδητοποιεί την αδυναμία του και την άγνοια, επειδή έρχεται σ' αυτόν δύναμη και σοφία από το Θεό. Και τότε αρχίζει με ταπείνωση ψυχής να ευχαριστεί και να τρέμει, από φόβο μήπως πάλι όπως πριν πέσει σε παρακοή του Θεού.
Και από τον αγνό αυτό φόβο, που δεν οφείλεται στην αμαρτία, και από την ευχαριστία, την υπομονή και την ταπείνωση που αξιώθηκε από τη γνώση, αρχίζει να ελπίζει ότι κατά χάρη θα βρει έλεος. Από την πείρα πάλι των ευεργεσιών που του γίνονται, περιμένει και φοβάται μήπως βρεθεί ανάξιος για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες του Θεού.
Και απ' αυτό αυξάνονται μέσα του η ταπείνωση και η εγκάρδια προσευχή. Και όσο αυτές αυξάνονται μαζί με την ευχαριστία, δέχεται μεγαλύτερη γνώση. Και έτσι από τη γνώση έρχεται στο φόβο και από το φόβο στην ευχαριστία και στη γνώση που είναι πάνω απ' αυτά. Και απ' αυτό αγαπά τον Ευεργέτη φυσικά και με χαρά ποθεί να τον υπηρετήσει ως χρεώστης λόγω της γνώσεως.
Και αμέσως δέχεται αύξηση στη γνώση και, μαζί με τις ειδικές ευεργεσίες, θεωρεί και τις γενικές. Μην μπορώντας να ευχαριστεί γι' αυτές, πενθεί και, θαυμάζοντας πάλι τη χάρη του Θεού, παρηγορείται. Και άλλοτε έχει επίπονα δάκρυα, ενώ άλλοτε πάλι από την αγάπη χύνει δάκρυα γλυκύτερα και από το μέλι λόγω της πνευματικής χαράς, η οποία προέρχεται από την ανείπωτη ταπείνωση.
Όλα αυτά βέβαια, όταν αληθινά ποθεί κάθε θέλημα του Θεού και μισεί κάθε τιμή και ανάπαυση και έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους, ώστε διόλου να μη σκέφτεται ότι είναι κάποιος, και όταν πιστεύει ότι χρεωστεί τον εαυτό του στο Θεό και σε όλους τους ανθρώπους, και γι' αυτό θεωρεί τους πειρασμούς και τις θλίψεις μεγάλη ευεργεσία, και τη χαρά και ανάπαυση μεγάλη ζημία. Και ποθεί τα πρώτα με όλη του την ψυχή, απ' όπου και αν έρχονται, ενώ φοβάται τα άλλα, ακόμη και αν από το Θεό γίνονται προς δοκιμήν. Και όσο βρίσκεται σ' αυτά τα δάκρυα, αρχίζει ο νους να αποκτά καθαρότητα και έρχεται στην αρχική του κατάσταση, δηλαδή στη φυσική γνώση, την οποία έχασε εξαιτίας των παθών.
Αυτή από μερικούς λέγεται φρόνηση, γιατί βλέπει ο νους τα πράγματα όπως είναι φυσικά, και πάλι από άλλους λέγεται διόραση, γιατί αυτός που την έχει γνωρίζει ένα μέρος από τα κρυμμένα μυστήρια, δηλαδή το σκοπό του Θεού που βρίσκεται στις θείες Γραφές και σε κάθε κτίσμα. Αυτή γεννιέται από τη διάκριση και μπορεί να κατανοεί τους λόγους των αισθητών και νοητών. Γι' αυτό λέγεται θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων, αλλά αυτή είναι φυσική και προέρχεται από την καθαρότητα του νου.
Αν τώρα κανείς καταξιωθεί να φτάσει στην προόραση για την κοινή ωφέλεια, αυτό είναι υπέρ τη φύση. Γιατί μόνο ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα σε κάθε περίπτωση, και το σκοπό κάθε πράγματος που έκανε και κάθε λόγου της θείας Γραφής, και παρέχει κατά χάρη στους άξιους το να γνωρίζουν. Ώστε η μεν θεωρία των αισθητών και νοητών κτισμάτων, που λέγεται φρόνηση, είναι διόραση και φυσική γνώση, γιατί προϋπήρχε στην ανθρώπινη φύση, αλλά τα πάθη σκότισαν το νου· και αν ο Θεός δεν πάρει τα πάθη με την πρακτική αρετή, ο νους δεν μπορεί να βλέπει.
Η δε προόραση δεν είναι έτσι, αλλά είναι χάρη και υπέρ τη φύση. Αλλά και η διόραση χωρίς το Θεό δεν γίνεται, αν και είναι φυσική. Γιατί και οι Έλληνες επινόησαν πολλά, δεν βρήκαν όμως το σκοπό του Θεού στα κτίσματα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αλλ' ούτε και το Θεό, επειδή δεν είχαν την ταπείνωση και την πίστη του Αβραάμ.
Τότε λέγεται κανείς πιστός, όταν από τα ορατά πιστεύει τα αόρατα. Όταν πιστεύει κανείς σ' αυτά που του φαίνονται, δεν πιστεύει σ' εκείνον που διδάσκει ή κηρύττει. Γι' αυτό, για να δοκιμαστεί η πίστη, οι πειρασμοί είναι φανεροί, ενώ οι ενέργειες της θείας βοήθειας αφανείς, για να βρίσκει ο πιστός μετά το τέλος του πειρασμού τη γνώση, και έτσι να μαθαίνει ότι είχε άγνοια και ότι ευεργετείται, και να κερδίζει την ταπείνωση και την αγάπη προς το Θεό ως Ευεργέτη, και προς τον πλησίον για την υπηρεσία του Θεού.
Και αυτό το κάνει με φυσικότητα και το θεωρεί χρέος, για το οποίο και ποθεί να τηρεί τις εντολές. Μισεί τα πάθη ως εχθρούς, και καταφρονεί το σώμα, γιατί το θεωρεί εμπόδιο για την απάθεια και τη γνώση του Θεού, δηλαδή για την κρυμμένη σοφία(Α΄ Κορ. 2, 7). και είναι εύλογα κρυμμένη.
Γιατί εκείνος που έχει επιτυχίες και απολαύσεις και την ανάπαυση και τη δόξα αυτού του κόσμου, είναι φανερά φίλος της σοφίας του κόσμου. Μα αγωνίζεται να κάνει τα αντίθετα απ' αυτά εκείνος που είναι φίλος της σοφίας του Θεού, δηλαδή εκείνος που καταπονείται και εγκρατεύεται κι έχει κάθε θλίψη και ατιμία για τη βασιλεία των ουρανών.
Ο πρώτος ποθεί να προσεγγίσει τα φαινόμενα αγαθά και τις γήινες γνώσεις και τους επίγειους βασιλιάδες, και γι' αυτό πολλές φορές υποφέρει, ενώ ο δεύτερος συμμετέχει στα παθήματα του Χριστού. Ο ένας επιδιώκει να έχει εδώ τις ελπίδες του, αν βέβαια μπορέσει να τις έχει, γιατί τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και δυσεπίτευκτα· ενώ ο άλλος, σ' αυτή τη ζωή κρύβεται από τα μάτια των ανοήτων(Σ. Σολομ. 3, 2), όπως λέει η Γραφή, φανερώνεται όμως στη μέλλουσα, όταν τα κρυφά θα γίνουν φανερά.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και για παρηγοριά αυτών που πενθούν(Ματθ. 5, 4) εδώ δίνεται η γνώση των κρυπτών, κατά τον Χρυσόστομο, δηλαδή η θεωρία των θείων Γραφών και των κτισμάτων. Από την πίστη δηλαδή γεννιέται ο φόβος, από αυτόν το πένθος, μέσω αυτού έρχεται η ταπείνωση, από την οποία έρχεται η διάκριση, και από αυτήν, η διόραση και κατά χάρη η προόραση.
Ο γνωστικός τώρα, δεν πρέπει να στηρίξει ποτέ δικό του νόημα, αλλά να θέλει να έχει πάντοτε μάρτυρα τη θεία Γραφή ή τη φύση του πράγματος. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, δεν είναι αληθινή η γνώση, αλλά πονηρία και πλάνη, όπως λέει κάπου ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τα άστρα. Ότι η θεία Γραφή κάποια λίγα αναφέρει, ενώ οι Έλληνες πλανώμενοι απαριθμούν πολλά. Γιατί ο σκοπός της θείας Γραφής είναι αυτός, να πει όσα συντελούν στο να σώσουν την ψυχή και να αποκαλύψουν σε μερικούς τα μυστήρια των θείων Γραφών και τους λόγους των όντων, δηλαδή το σκοπό, για τον οποίο έγινε κάθε πράγμα, για να φωτίζεται ο νους σχετικά με την αγάπη του Θεού και από την επιμέλειά Του για τα κτίσματα να γνωρίζει τη μεγαλοσύνη Του και την ανείπωτη σοφία και πρόνοιά Του.
Έτσι κανείς από τη γνώση αυτή φοβάται την παράβαση των εντολών του Θεού και κατηγορεί τη δική του αδυναμία και άγνοια, και από αυτό ταπεινοφρονεί και αγαπά το Θεό και δεν καταφρονεί τις εντολές Του, όπως εκείνοι που στερούνται την ενεργό γνώση Του. Πάλι όμως ο Θεός κρατάει απ' αυτόν μερικά μυστήρια, για να ποθεί και να μη νιώσει γρήγορα κόρο, όπως ο Αδάμ, και τον βρει έξω ο εχθρός και τον σύρει προς τη μοχθηρία του. Έτσι βέβαια γίνεται προς τους ενάρετους. Τους αγνώμονες τώρα, τους φοβερίζει με τους πειρασμούς για να απέχουν από την αμαρτία, και τους τονώνει με τις σωματικές ευεργεσίες, για να μην απελπίζονται.
Αυτά λοιπόν με την άπειρη αγαθότητά Του ενεργεί πάντοτε ο Θεός, για να σώσει και να λυτρώσει όλους από τις παγίδες του διαβόλου, είτε δίνοντας, είτε στερώντας μας τις ευεργεσίες και τις γνώσεις, και ανάλογα με την ευγνωμοσύνη του καθενός δίνει τα χαρίσματα και τα νοήματα. Επίσης και τη θεία Γραφή την έκανε σε άλλους να κρύβεται και σε άλλους να γνωρίζεται προς ωφέλειά τους, ανάλογα με την προαίρεση του κάθε αναγνώστη.
Ο σκοπός όμως των σοφιστών του κόσμου δεν ήταν τέτοιος, αλλά ο καθένας φρόντιζε να νικήσει τον άλλον και να φανεί σοφότερος, και γι' αυτό δε βρήκαν τον Κύριο εκείνοι, αλλ' ούτε κι αυτοί που τους μιμούνται, ακόμη και αν κοπιάζουν πολύ. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Θεός δε φανερώνεται στους κόπους, αλλά στην ταπείνωση και στην απλότητα μέσω της πίστεως, δηλαδή της θεωρίας των Γραφών και των κτισμάτων. Σχετικά μ' αυτήν, λέει ο Κύριος: «Πώς μπορείτε να πιστέψετε, αφού ζητάτε δόξα ο ένας από τον άλλο; κλπ.»(Ιω. 5, 44).
Η μεγάλη πίστη είναι εκείνη που μπορεί όλη τη φροντίδα να την αναθέσει στο Θεό. Αυτήν ο Απόστολος την ονομάζει θεμέλιο(Κολ. 1, 23), ο Ιωάννης της Κλίμακος, μητέρα της ησυχίας, και ο άγιος Ισαάκ, πίστη της θεωρίας και θύρα των μυστηρίων. Γιατί εκείνος που έχει αυτή την πίστη είναι αμέριμνος σε όλα, όπως όλοι οι Άγιοι, οι οποίοι και αυτά τα ονόματά τους τα έχουν κατάλληλα, όπως συνέβαινε και με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Πέτρος έχει το όνομα της στερεότητας, ο Παύλος της αναπαύσεως, ο Ιάκωβος σημαίνει "πτερνιστής" επειδή με τη φτέρνα ποδοπάτησε τον Βελίαρ-σατανά. Ο Στέφανος πάλι έχει το όνομα του αμάραντου στεφάνου, ο Αθανάσιος της αθανασίας, ο Βασίλειος της βασιλείας, ο Γρηγόριος της εγρηγόρσεως της σοφίας, δηλαδή της θεολογίας, ο Χρυσόστομος του πολύτιμου χαρίσματος της ρητορείας και της πολυπόθητης χάρης, ο Ισαάκ της αφέσεως.
Και γενικά, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και στην Καινή τα ονόματα είναι κατάλληλα για τον καθένα. Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής. Το α σημαίνει την ανατολή, το δ τη δύση, το άλλο α την άρκτο (το βορρά) και το μ τη μεσημβρία (το νότο). Και πάλι ο άνθρωπος κατά την τότε γλώσσα, δηλαδή τη Συριακή, ονομάζεται φωτιά, γιατί έχει φύση όμοια με αυτή. Από έναν άνθρωπο δηλαδή έγινε όλος ο κόσμος, όπως από μιά λαμπάδα όσες θέλει κανένας ανάβει, χωρίς η πρώτη να εξαντλείται.
Ύστερα όμως από τη σύγχυση των γλωσσών(Γεν. 11, 9), άλλη γλώσσα ετυμολογεί τη λέξη άνθρωπος από τη λήθη που αυτός έχει, και άλλη από άλλες του ιδιότητες. Η Ελληνική γλώσσα πάλι την ετυμολογεί από το "άνω αθρέω" (άνω βλέπω). Αλλά κυρίως η φύση του ανθρώπου είναι ο λόγος, γι' αυτό και λέγεται λογικός, επειδή μόνος αυτός έχει αυτό το ιδίωμα. Γιατί κατά τα αλλά γνωρίσματά του υπάρχουν και άλλα κτίσματα που είναι συνώνυμά του.
Γι' αυτό έχομε χρέος να τα αφήσομε όλα, και ως λογικοί να προτιμήσομε το λόγο, και με το λόγο να προσφέρομε λόγους στο Λόγο του Θεού, ώστε να καταξιωθούμε για τους λόγους μας να λάβομε λόγους Πνεύματος Αγίου σ' αυτή τη ζωή, σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αυτός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο»(Α΄ Βασ. 2, 9), δηλαδή σ' εκείνον που προσεύχεται καλά με σωματική προσευχή, δίνει ο Θεός την προσευχή του νου.
Και σ' εκείνον που ασκεί αυτήν με επιμέλεια, δίνει την προσευχή που είναι ελεύθερη από μορφές και σχήματα και προέρχεται από τον αγνό φόβο του Θεού. Και πάλι σ' εκείνον που τελεί καλά αυτή την τελευταία προσευχή, του δίνει τη θεωρία των κτισμάτων. Και από αυτή, θα χαρίσει την αρπαγή του νου με συνέπεια την θεολογία και την ευεργεσία στη μέλλουσα ζωή σ' εκείνον που σχολάζει από όλα και έχει το Θεό μελέτη του με έργο και λόγο και όχι μόνο με την ακοή.
Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή. Ένα αντίθετο παράδειγμα είναι με κάποιον, του οποίου την ψυχή απέσπασαν με τρίδοντο καμάκι οι μελανοί δαίμονες.
Τι συμφορά! Αυτός είχε μεγάλη φήμη και τόσο τον αγαπούσαν οι άνθρωποι, ώστε θρήνησαν όλοι τον θάνατό του και θεώρησαν μεγάλη ζημία τη στέρησή του. Αλλά για την υπερηφάνεια που είχε κρυμμένη μέσα του, άκουσε κάποιος γι' αυτόν μια φωνή από τον ουρανό: «Μην τον αναπαύσετε, γιατί ούτε μία ώρα δεν με ανέπαυσε».
Αλοίμονο· εκείνος που τον έλεγαν άγιο και πολλοί ήλπιζαν να σωθούν με τις προσευχές του από κάθε λογής πειρασμό, είχε τέτοιο τέλος για την υψηλοφροσύνη του. Το ότι αυτή ήταν η αίτια, είναι ολοφάνερο. Γιατί αν ήταν άλλη αμαρτία, δε θα διέφευγε την προσοχή όλων, ούτε πάλι θα μπορούσε να τη διαπράττει κάθε ώρα.
Αν πούμε ότι ήταν αίρεση, ο αιρετικός παροργίζει βέβαια το Θεό κάθε ώρα με τη βλασφημία της γνώμης του, πλήν όμως ούτε αυτή μένει για πάντα αφανής, αλλά κατ' οικονομίαν Θεού φανερώνεται για τη διόρθωση του αιρετικού, αν θελήσει να μεταστραφεί, ή για την ασφάλεια των άλλων. Επομένως μόνο η υψηλοφροσύνη με την αυταρέσκεια μπορεί να διαφύγει την προσοχή όλων, σχεδόν και εκείνου που την έχει, ακόμη και αν δεν παραχωρείται να πέσει σε πειρασμούς, από τους οποίους έρχεται η ψυχή σε έλεγχο και γνωρίζει την αδυναμία και την άγνοιά της.
Γι' αυτό και το Άγιο Πνεύμα δεν είχε βρεί ούτε μία ώρα ανάπαυση στην άθλια εκείνη ψυχή, γιατί είχε πάντοτε τον ίδιο λογισμό και ένιωθε αγαλλίαση γι' αυτόν, σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα· γι' αυτό και σκοτίσθηκε όπως οι δαίμονες. Δεν φαινόταν βέβαια ποτέ να αμαρτάνει, επειδή ίσως έτρεφε το ένα αυτό πάθος, την υψηλοφροσύνη, αντί για όλα τ' άλλα, και ήταν αρκετό αυτό στους δαίμονες, αφού μπορεί να αναπληρώσει τον τόπο των άλλων κακών, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Δεν βρήκα ο ίδιος τη διάκριση και τη θεωρία για το θέμα αυτό, αλλά την άκουσα από τον άγιο Γέροντα και την έγραψα. Αυτός είπε και για τον άγιο Παύλο τον Απλό, ότι ο λόγος που δεν τον άκουσε αμέσως ο δαίμονας να βγει από τον άνθρωπο, ήταν επειδή δεν υπάκουσε αμέσως να βάλει μετάνοια, όταν ο Μέγας Αντώνιος του είπε: «Αββά Παύλε, βγάλε τον δαίμονα από αυτόν τον άνθρωπο», αλλά κατά κάποιο τρόπο έφερνε αντίρρηση λέγοντας: «Γιατί δεν τον βγάζεις εσύ;». Και όταν άκουσε από τον Αντώνιο ότι «εγώ δεν αδειάζω», τότε υπάκουσε. Και γι' αυτό είπε ο μακάριος Γέροντας ότι δε βγήκε αμέσως ο δαίμονας, αλλά αφού κοπίασε πολύ ο αββάς Παύλος. Η εξήγηση αυτή είναι εύλογη, όχι μόνο γιατί ο Γέροντας ως θεοφόρος είναι αξιόπιστος, αλλά γιατί μαρτυρείται και από το περιστατικό του νιπτήρα,(Ιω. 13, 7-8) και από την αντιλογία του Μωυσή(Εξ. 4, 10), και από την ιστορία του Προφήτη εκείνου που ζητούσε να τον χτυπήσει κάποιος. Αλλά επειδή η ιστορία αυτή(Γ΄ Βασ. 21, 35-42) έχει σημασία και δεν την είπαμε, θα την πούμε τώρα.
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται κάποιος βασιλιάς ότι διοικούσε με τυραννικό τρόπο, ώστε ο φιλάνθρωπος Θεός μη υποφέροντας την τυραννία διέταξε τον Προφήτη να πάει και να ελέγξει τον βασιλιά εκείνο. Ο Προφήτης επειδή γνώριζε ότι ο βασιλιάς ήταν απάνθρωπος, δεν ήθελε να πάει όπως ήταν, μην τυχόν τον δει από μακριά και εννοήσει την αιτία και τον διώξει, και έτσι δεν μπορέσει να τον ελέγξει, ή πάλι αν του έλεγε ότι «για την απανθρωπιά σου με έστειλε ο Θεός», μήπως δεν προσέξει στα λεγόμενα.
Σκέφτηκε λοιπόν να χτυπηθεί από κάποιον και να πάει στο βασιλιά καταματωμένος σαν μυνητής, ώστε έτσι να τον παραπλανήσει και να τον κάνει ν' ακούσει. Και αφού βρήκε στο δρόμο κάποιον που κρατούσε αξίνα, του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, επειδή ήταν θεοσεβής, είπε: «Ποτέ, κύριέ μου· εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, δε θα σηκώσω το χέρι μου σε προφήτη που έχρισε ο Κύριος». Και είπε ο Προφήτης: «Ο Κύριος λέει: επειδή δεν υπάκουσες στη φωνή του Κυρίου, να έρθει λιοντάρι από την έρημο και να σε σπαράξει».
Αυτό δεν ήταν οργή, μη γένοιτο· αλλά έγινε προς ωφέλεια πολλών. Και ήταν άξιος ο αγαθός εκείνος άνθρωπος να μην πεθάνει όπως οι λοιποί άνθρωποι, αλλά, κατά τον λόγο του Κυρίου, να σπαραχθεί από το θηρίο και να στεφανωθεί εξαιτίας του σκληρού αυτού θανάτου.
Κάτι ανάλογο λέγεται στο Γεροντικό για τέσσερις ιερείς που είχαν συμφωνήσει να μείνουν μαζί. Οι δύο πέθαναν και απήλθαν στον Κύριο· ο τέταρτος, που ήταν και διακονητής τους, έπεσε στην πορνεία. Οι δύο λοιπόν ζητούσαν από τον Κύριο να σπαραχθεί ο τέταρτος από θηρίο για να εξιλεωθεί για την αμαρτία του, μα ο Κύριος δεν τους άκουσε· έκρινε πως έπρεπε να ακούσει τον τρίτο ησυχαστή που προσευχόταν για τον διακονητή, να σωθεί από το λιοντάρι.
Στη συνέχεια της ιστορίας, ο Προφήτης βρήκε έναν άλλον υπάκουο και του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, ακούγοντάς το «ο Κύριος διατάζει», χωρίς να εξετάσει, χτύπησε με την αξίνα του τον Προφήτη στο κεφάλι. Τότε ο Προφήτης του είπε, όπως κάποτε ο Μωυσής: «Να έχεις την ευλογία του Κυρίου, γιατί άκουσες το λόγο του Κυρίου»(Εξ. 32, 29).
Ώστε ο πρώτος από πολλή καλωσύνη σεβάστηκε τον Προφήτη και δεν υπάκουσε, όπως ο Πέτρος δεν άφηνε τον Κύριο να του νίψει τα πόδια(Ιω. 13, 8), ενώ ο άλλος χωρίς να εξετάσει έκανε υπακοή, όπως ο λαός του Μωυσή εκπλήρωσε την υπακοή με το να σφάξει ο ένας τον άλλο(Εξ. 32, 27-28).
Και στα φανερά, εκείνος που ακούει το θείο θέλημα, κάνει καλύτερα, γιατί θεωρεί σοφότερη από τη φυσική γνώση την υπερφυσική διαταγή του Κυρίου της φύσεως· ενώ εκείνος που παρακούει, κάνει κάτι κατώτερο, γιατί θεωρεί τα φαινομενικά καλά δικαιότερα απ' όσα ζητεί ο Θεός. Βαθύτερα όμως δεν είναι έτσι, αλλά σημασία έχει ο σκοπός της υπακοής ή της παρακοής.
Εκείνος δηλαδή που έχει σκοπό να αρέσει στο Θεό, αυτός είναι που κάνει το καλύτερο. Και στα φανερά, ο Θεός φαίνεται να οργίζεται εναντίον εκείνου που παράκουσε και να ευλογεί εκείνον που υπάκουσε· στο βάθος όμως δεν είναι έτσι, αλλά όπως είπαμε σύμφωνα με τη φυσική θεωρία, και οι δύο ήταν εξίσου αγαθοί, γιατί ο σκοπός και των δύο ήταν σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Και αυτά μεν έτσι είναι.
Ο δε Προφήτης, αφού πήγε στον βασιλιά και στάθηκε εμπρός του, του είπε: «Βασιλιά, κάνε εκδίκηση, γιατί εκεί που ερχόμουν στο δρόμο, με συνάντησε κάποιος και με χτύπησε στο κεφάλι». Αυτός βλέποντας τα αίματα και την πληγή, θύμωσε κατά τη συνήθειά του, όχι όμως εναντίον του Προφήτη, αλλά νομίζοντας ότι έχει να κρίνει κάποιον άλλο και όχι τον εαυτό του, αποφάσισε βαριά ποινή εναντίον του δράστη.
Και ο Προφήτης, αφού πέτυχε εκείνο που ήθελε, του λέει: «Καλά είπες, βασιλιά. Για τούτο, να τι λέει ο Κύριος: Θα συντρίψω τη βασιλεία σου και θα την αφαιρέσω από σένα και από τους απογόνους σου, επειδή εσύ είσαι εκείνος που έκανε αυτά.» Και έτσι ο Προφήτης ολοκλήρωσε την αποστολή του όπως ήθελε, και με τέχνη έκανε τον βασιλιά να προσέξει στα λεγόμενά του, και έφυγε δοξάζοντας το Θεό.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι ψυχές των Προφητών. Αγαπούσαν το Θεό και ήταν πρόθυμες να υποφέρουν για την εκπλήρωση του θελήματός Του, γιατί είχαν γνώση Θεού. Και είναι εύλογο. Εκείνος που γνωρίζει ακριβώς μία οδό ή μιά τέχνη, την ακολουθεί με κάθε ευκολία και προθυμία και δείχνει και σε άλλους τη διαδρομή ή τα μυστικά και τους τρόπους της τέχνης, ακόμη και αν είναι νέος και απλοϊκός, ενώ οι άλλοι είναι γέροντες και σοφοί σε άλλα θέματα.
Και οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες δεν έμαθαν τη θεογνωσία και τη σοφία εξ ακοής όπως εμείς, αλλά έδωσαν το αίμα τους και έλαβαν πνεύμα, όπως λένε οι Γέροντες: «Δώσε αίμα για να λάβεις πνεύμα».
Γι' αυτό και οι Πατέρες αντί σωματικό μαρτύριο υπέστησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, έχοντας αντί σωματικό θάνατο το θάνατο της προαιρέσεως, για να νικήσει ο νους τα σαρκικά θελήματα και να γίνει βασιλιάς, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία, η τιμή και η προσκύνηση, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 233-243)