Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Θ΄ (Περί Μνησικακίας)
1. ΟΜΟΙΑΖΟΥΝ, οι μέν ευλογημένες και όσιες αρετές με την κλίμακα του Ιακώβ, οι δε ανόσιες κακίες με την αλυσίδα πού έπεσε από τα χέρια του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου (πρβλ. Πράξ. ιβ΄ 7) . Διότι οι μέν πρώτες, καθώς η μία οδηγεί στην άλλη, ανεβάζουν στον ουρανό εκείνον πού το επιθυμεί.
Ενώ οι άλλες, οι κακίες, έχουν τη συνήθεια να γεννούν η μία την άλλη και να συσφίγγωνται μεταξύ τους. Διά τούτο και μόλις προηγουμένως ακούσαμε τον ασύνετο θυμό να ονομάζη ιδικό του τέκνο την μνησικακία. Τώρα λοιπόν πού το καλεί ο καιρός, ας ομιλήσωμε και γι΄αυτήν.2. Μνησικακία σημαίνει κατάληξις του θυμού, φύλαξ των αμαρτημάτων, μίσος της δικαιοσύνης, απώλεια των αρετών, δηλητήριο της ψυχής, σαράκι του νου, εντροπή της προσευχής[1], εκκοπή της δεήσεως, αποξένωσις της αγάπης, καρφί εμπηγμένο στην ψυχή, αίσθησις δυσάρεστη πού αγαπάται μέσα στην γλυκύτητα της πικρίας της, συνεχής αμαρτία, ανύστακτη παρανομία, διαρκής κακία. Και τούτο το σκοτεινό και δύσμορφο πάθος, η μνησικακία δηλαδή, ανήκει στα πάθη πού γεννώνται από άλλα πάθη και όχι σε αυτά πού γεννούν. Γι΄αυτό δεν σκοπεύομε να ομιλήσωμε πολύ περί αυτής.
3. Όποιος κατέπαυσε την οργή, αυτός εφόνευσε την μνησικακία, διότι για να γεννηθούν τέκνα πρέπει να ζή ο πατέρας.
4. Όποιος απέκτησε την αγάπη, έγινε ξένος της οργής. Εκείνος όμως πού διατηρεί την έχθρα, συσσωρεύει στον εαυτόν του άσκοπα ενοχλητικά βάρη.
5. Η τράπεζα και το γεύμα της αγάπης διαλύουν το μίσος, και τα ειλικρινή δώρα μαλακώνουν την ωργισμένη ψυχή. Η απρόσεκτη συμπεριφορά κατά την τράπεζα είναι μητέρα της παρρησίας. Και από το παράθυρο της αγάπης κάνει την εμφάνισί της στην τράπεζα η γαστριμαργία.
6. Είδα μίσος να διασπά πολυχρόνιο πορνικό δεσμό, και είδα -πράγμα παράδοξο!- μνησικακία να τον διατηρή πλέον οριστικά διαλελυμένο. Θαυμαστό πράγματι θέαμα! Ένας δαίμων να θεραπεύη από άλλον δαίμονα! Πρόκειται μάλλον για έργο της προνοίας και επεμβάσεως του Θεού, και όχι της θελήσεως των δαιμόνων.
7. Η μνησικακία ευρίσκεται μακρυά από την φυσική και αυθόρμητη και στερεωμένη αγάπη.
Σ΄ αυτήν όμως την αγάπη πλησιάζει εύκολα η πορνεία, και βλέπεις στο περιστέρι να εισχωρή ανεπαίσθητα η ψείρα.
8. Να μνησικακής πολύ εναντίον των δαιμόνων και να εχθρεύεσαι πολύ και διαρκώς την σάρκα σου. Η σάρκα είναι ένας αχάριστος και δόλιος φίλος, και όσο την περιποιείται κανείς, τόσο περισσότερο αυτή βλάπτει.
9. Η μνησικακία γίνεται και ερμηνευτής των Γραφών, προσαρμόζοντας και εξηγώντας τα λόγια του Αγίου Πνεύματος κατά τις ιδικές της διαθέσεις. Ας την καταισχύνη όμως η προσευχή πού μας παρέδωσε ο Ιησούς, (το «Πάτερ ημών»), την οποία δεν μπορούμε να την ειπούμε όπως αυτός, εάν μνησικακούμε.
10. Αν δεν μπορής, μολονότι επάλαιψες πολύ, να διαλύσης εντελώς το σκάνδαλο της μνησικακίας, δείξε στον εχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετενόησες. Έτσι θα συμβή να εντραπής την παρατεινομένη υποκρισία σου, και να τον αγαπήσης ολοκληρωτικά, κεντώμενος και καιόμενος σαν με πύρ από τις τύψεις της συνειδήσεως.
11. Τότε θα καταλάβης ότι απηλλάγης από αυτήν την «σαπίλα», την μνησικακία δηλαδή, όχι όταν προσεύχεσαι για εκείνον πού σε ελύπησε ούτε όταν του προσφέρης δώρα ούτε όταν του στρώσης τράπεζα, αλλά όταν μάθης πώς του συνέβη κάποια συμφορά, ψυχική ή σωματική, και πονέσης και κλαύσης σαν να επρόκειτο για τον εαυτό σου.
12. Ησυχαστής πού διατηρεί μνησικακία ομοιάζει με εμφωλεύουσα ασπίδα, η οποία περιφέρει μέσα της θανατηφόρο δηλητήριο. Η ανάμνησις των παθημάτων του Ιησού θα θεραπεύση την ψυχή πού μνησικακεί, διότι θα αισθάνεται υπερβολική εντροπή, ενώ θα αναλογίζεται την ιδική Του ανεξικακία.
13. Στο σάπιο ξύλο γεννώνται σκουλήκια. Ομοίως και σε ανθρώπους με πραότατη επιφανειακή συμπεριφορά και νοθευμένη ηρεμία και ησυχία προσκολλάται η οργή. Όποιος την απεδίωξε από μέσα του, ευρήκε την άφεσι των αμαρτιών του. Όποιος αντιθέτως προσκολλάται σ΄ αυτήν, εστερήθηκε τους οικτιρμούς του Θεού.
14. Μερικοί υπέβαλαν τον εαυτό τους σε κόπους και ιδρώτας για να επιτύχουν την συγχώρησι. Ο αμνησίκακος όμως άνδρας τους ξεπέρασε, εφ΄ όσον ασφαλώς είναι αληθινός ο λόγος «άφετε - συντόμως- και αφεθήσεται υμίν - πλουσίως» (πρβλ. Λουκ. στ΄ 37).
15. Η αμνησικακία είναι απόδειξις της γνησίας μετανοίας. Εκείνος δε πού διατηρεί την έχθρα και νομίζει ότι έχει μετάνοια, ομοιάζει μ΄ αυτόν πού του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει.
16. Είδα μνησικάκους να παροτρύνουν άλλους στην αμνησικακία. Και έτσι αισθάνθηκαν εντροπή από τα ίδια τους τα λόγια και απηλλάγησαν από το πάθος τους.
17. Ας μη θεωρήση κανείς ασήμαντο πάθος τούτη την «σκοτομήνη», δηλαδή την μνησικακία. Διότι πολλές φορές συμβαίνει να καταλαμβάνη ακόμη και τους πνευματικούς άνδρας.
Βαθμίς ενάτη! Όποιος την κατέκτησε, ας ζή πλέον με παρρησία την συγχώρησι των πταισμάτων του από τον Σωτήρα Χριστόν.
-------------------------
(1): Η εντροπή έγκειται στο ότι αναφερόμεθα προς τον Θεόν, λέγοντας στο «Πάτερ ημών», «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν…», καθ΄ ήν στιγμήν ούτε συγχωρούμε τους άλλους ούτε λησμονούμε το κακό πού τυχόν μας έχουν κάνεΙωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Ι΄ (Περί Καταλαλιάς)
1. ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ όσους σκέπτονται ορθά δεν θα έχη, νομίζω, αντίρρησι ότι η καταλαλιά γεννάται από το μίσος και την μνησικακία. Γι΄αυτό και την ετοποθετήσαμε στην σειρά της μετά τους προγόνους της. Καταλαλιά σημαίνει γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και παχειά∙ παχειά βδέλλα, κρυμμένη και αφανής, πού απορροφά και εξαφανίζει το αίμα της αγάπης. Σημαίνει υπόκρισις αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφάνισις της αγνότητος.
2. Υπάρχουν κόρες που διαπράττουν αίσχη, χωρίς να κοκκινίζουν. Υπάρχουν και άλλες οι οποίες φαίνονται ντροπαλές, και όμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αίσχη από τις προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και στα πάθη της ατιμίας. Τέτοιες κόρες είναι η υποκρισία, η πονηρία, η λύπη, η μνησικακία, η εσωτερική καταλαλιά της καρδιάς. Άλλη εντύπωσι δημιουργούν εξωτερικά και άλλος είναι ο στόχος τους.
3. Άκουσα μερικούς να καταλαλούν και τους επέπληξα. Και για να δικαιολογηθούν οι εργάτες αυτοί του κακού μου απήντησαν ότι το έκαναν από αγάπη και ενδιαφέρον προς αυτόν που κατέκριναν. Εγώ τότε τους είπα να την αφήσουν αυτού του είδους την αγάπη, για να μη διαψευσθή εκείνος που είπε: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ΄ 5). Εάν ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς τον άλλον, ας προσεύχεσαι μυστικά γι΄ αυτόν και άς μη τον κακολογής. Διότι αυτός ο τρόπος της αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Κύριον.
4. Επί πλέον άς μη λησμονής και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθης και θα παύσης να κρίνης αυτόν πού έσφαλε: Ο Ιούδας ανήκε στην χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στην χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας επήρε την θέσι του άλλου!
5. Όποιος θέλει να νικήση το πνεύμα της καταλαλιάς, ας επιρρίπτη την κατηγορία όχι στον άνθρωπο που αμάρτησε, αλλά στον δαίμονα πού τον έσπρωξε στην αμαρτία. Διότι κανείς δεν θέλει να αμαρτήση στον Θεόν, μολονότι όλοι αυτοπροαίρετα αμαρτάνομε.
6. Είδα άνθρωπο πού φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετενόησε. Και αυτόν πού εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον εθεωρούσε αγνό, διότι με την μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει.
7. Αυτόν που σου κατακρίνει τον πλησίον, ποτέ μη τον σεβασθής, αλλά μάλλον να του ειπής: «Σταμάτησε, αδελφέ. Εγώ καθημερινώς σφάλλω σε χειρότερα, και πώς μπορώ να κατακρίνω τον άλλον»; Έτσι θα έχης δύο οφέλη, με ένα φάρμακο θα θεραπεύσης και τον εαυτό σου και τον πλησίον.
8. Μία οδός, και μάλιστα από τις σύντομες πού οδηγούν στην άφεσι των πταισμάτων, είναι το να μη κρίνωμε, εφ΄ όσον είναι αληθινός ο λόγος του Κυρίου «μη κρίνετε, και ού μη κριθήτε» (Λουκ. στ΄ 37). Όπως δεν συμβιβάζεται η φωτιά με το νερό, έτσι και η κατάκρισις με εκείνον που αγαπά την μετάνοια.
9. Ακόμη και την ώρα του θανάτου του, αν ιδής κάποιον να αμαρτάνη, μήτε τότε να τον κατακρίνης. Διότι η απόφασις του Θεού είναι άγνωστη στους ανθρώπους. Μερικοί έπεσαν φανερά σε μεγάλα αμαρτήματα, κρυφά όμως έπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Έτσι εξαπατήθηκαν οι φιλοκατήγοροι, και εκείνο πού εκρατούσαν στα χέρια τους ήταν καπνός και όχι ήλιος.
10. Ας με ακούσετε, ας με ακούσετε όλοι εσείς οι κακοί κριταί των ξένων αμαρτιών. Εάν είναι αλήθεια, όπως και πράγματι είναι, ότι «έν ώ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ΄ 2), τότε ας είσθε βέβαιοι, ότι για όσα αμαρτήματα κατηγορήσαμε τον πλησίον είτε ψυχικά είτε σωματικά, θα περιπέσωμε σ΄αυτά. Και δεν είναι δυνατόν να γίνη διαφορετικά.
11. Όσοι είναι αυστηροί και σχολαστικοί κριταί των σφαλμάτων του άλλου, νικώνται από αυτό το πάθος, επειδή δεν απέκτησαν ακόμη για τα ιδικά τους αμαρτήματα ολοκληρωτική φροντίδα (γνώσι) και μνήμη. Διότι όποιος αφαιρέση «το περικάλυμμα της φιλαυτίας» και ιδή με ακρίβεια τα ιδικά του κακά, για τίποτε άλλο δεν θα φροντίση πλέον στην ζωή του, αναλογιζόμενος ότι ο χρόνος της ζωής του δεν του επαρκεί για να πενθήση τις ιδικές του αμαρτίες, έστω και αν θα εζούσε εκατό έτη, και αν θα έβλεπε ολόκληρο τον Ιορδάνη ποταμό να βγαίνη από τους οφθαλμούς του ως δάκρυ.
12. Περιεργάσθηκα καλά την κατάστασι του πένθους και δεν ευρήκα σ΄ αυτήν ίχνος καταλαλιάς ή κατακρίσεως.
13. Οι δαίμονες μας σπρώχνουν πιεστικά ή στο να αμαρτήσωμε ή, αν δεν αμαρτήσωμε, στο να κατακρίνωμε όσους αμάρτησαν, ώστε με το δεύτερο να μολύνουν οι κακούργοι το πρώτο. Ας γνωρίζης ότι γνώρισμα των μνησικάκων και φθονερών ανθρώπων είναι και τούτο: Τις διδασκαλίες, τά πράγματα ή τα κατορθώματα του άλλου τα κατηγορούν και τα διαβάλλουν με ευχαρίστησι και ευκολία, (νικημένοι και) καταποντισμένοι άθλια από το πνεύμα του μίσους.
14. Είδα μερικούς οι οποίοι μυστικά και κρυφά διαπράττουν σοβαρώτατα αμαρτήματα, και στηριζόμενοι στην υποκριτική καθαρότητά τους, επιτιμούν με αυστηρότητα αυτούς που υποπίπτουν σε μερικά μικρά σφάλματα, τα οποία και φανερώνουν.
15. Η κρίσις είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκρισις όλεθρος της ψυχής αυτού ο οποίος κατακρίνει.
16. Όπως η «οίησις» και χωρίς να υπάρχη άλλο πάθος, μπορεί να καταστρέψη τον άνθρωπο, έτσι και η κατάκρισις, εάν και μόνη υπάρχη μέσα μας, μπορεί να μας καταστρέψη ολοσχερώς, αφού άλλωστε και ο Φαρισαίος εκείνος της παραβολής εξ αιτίας αυτής κατεδικάσθη.
17. Ο καλός «ραγολόγος» τρώγει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες. Γι΄ αυτόν μάλιστα έχει λεχθή: «Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ΄ 7).
18. Μη κατακρίνης και όταν ακόμη βλέπης κάτι με τους ίδιους τους οφθαλμούς σου, διότι και αυτοί πολλές φορές εξαπατώνται.
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΙΑ΄ (Περί Πολυλογίας και Σιωπής)
Αγία Ελεούσα, Κλεισούρα Αιτωλοακαρνανίας. |
1. ΕΧΟΜΕ ΑΝΑΦΕΡΕΙ με συντομία στα προηγούμενα ότι είναι πολύ επικίνδυνο, και γι΄ αυτούς ακόμη πού θεωρούνται πνευματικοί, να κρίνουν τους άλλους, πράγμα πού υπεισέρχεται ανεπαίσθητα. Και είναι το να κρίνη κανείς τους άλλους σαν να κρίνη τον εαυτόν του και να τιμωρήται από την γλώσσα του. Τώρα λοιπόν η σειρά των λόγων απαιτεί να ομιλήσωμε για την αιτία και την θύρα από όπου εισέρχεται και εξέρχεται το πάθος της πολυλογίας.
2. Η πολυλογία είναι η καθέδρα της κενοδοξίας. Καθισμένη επάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτόν της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, θύρα της καταλαλιάς, οδηγός στα ευτράπελα, πρόξενος της ψευδολογίας, σκορπισμός της κατανύξεως. Είναι αυτή που δημιουργεί και πού προκαλεί την ακηδία. Είναι πρόδρομος του ύπνου, διασκορπισμός της «συννοίας», αφανισμός της φυλακής του νοός, απόψυξις της πνευματικής θερμότητος, αμαύρωσις της προσευχής.
3. Η σιωπή που ασκείται με επίγνωσι και διάκρισι είναι μητέρα της προσευχής, επιστροφή από την αιχμαλωσία, διαφύλαξις του θείου πυρός, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευσις του πένθους, φίλη των δακρύων, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, ζωγράφος της αιωνίου κολάσεως, επίμονος εξεταστής της Κρίσεως, πρόξενος πνευματικής ανησυχίας και λύπης, εχθρός της παρρησίας, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της αγάπης να κάνη τον διδάσκαλο, αύξησις της πνευματικής γνώσεως, δημιουργός θείων θεωρημάτων, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβασις.
4. Όποιος εγνώρισε τα παραπτώματά του, εχαλιναγώγησε την γλώσσα του, ενώ ο πολύλογος δεν εγνώρισε ακόμη καθώς πρέπει τον εαυτόν του. Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεόν και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν. Η σιωπή του Ιησού εδημιούργησε στον Πιλάτο σεβασμό. Και η ηρεμία και η σιωπή ενός (ταπεινού) ανδρός καταργεί την κενόδοξη καυχησιολογία ενός άλλου.
5. Ο Πέτρος, επειδή ωμίλησε, έκλαυσε πικρά. Ελησμόνησε εκείνον πού είπε: «Είπα, φυλάξω τάς οδούς μου, του μη αμαρτάνειν με έν γλώσση μου» (Ψαλμ. λη΄ 1). Και τον άλλον πού είπε: «Κρείσσον πεσείν από ύψους είς γήν ή από γλώσσης» (πρβλ. Σ. Σειράχ κ΄ 18).
6. Αλλά δεν επιθυμώ να γράψω περισσότερα γι΄ αυτά τα θέματα, παρ΄ όλον ότι με προτρέπουν σε αυτό οι πονηρίες των παθών, (με προτρέπουν δηλαδή να χρησιμοποιήσω την πολυλογία, ενώ ομιλώ για την σιωπή). Τούτο μόνο θα προσθέσω: Άκουσα κάποτε έναν μοναχό, πού ήθελε να εξετάση μαζί μου το θέμα της ησυχίας, να λέγη ότι η πολυλογία οπωσδήποτε γεννάται από τις εξής αιτίες: Ή από κακή συναναστροφή και κακή συνήθεια -αφού η γλώσσα, έλεγε, είναι μέλος του σώματος, όπως διαπαιδαγωγηθή, έτσι κατ΄ ανάγκην και θα συνηθίση- ή πάλι από κενοδοξία, πράγμα που συμβαίνει περισσότερο σε όσους έχουν πνευματικό πόλεμο, ή, μερικές φορές, από την γαστριμαργία. Γι΄αυτό πολλοί πολλές φορές δαμάζοντας την κοιλία δεσμεύουν με βία και την γλώσσα και την καθιστούν ανίσχυρη για πολυλογία.
7. Αυτός που φροντίζει για την ώρα του θανάτου του, ωλιγόστευσε τα λόγια του. Και αυτός πού απέκτησε πένθος στην ψυχή του, απέφυγε σαν φωτιά την πολυλογία.
8. Αυτός που αγάπησε την ησυχία, ασφάλισε το στόμα του. Και αυτός που ευχαριστείται να εξέρχεται από το κελλί του, εξέρχεται διότι τον διώχνει απ΄ εκεί το πάθος αυτό, (δηλαδή η πολυλογία).
9. Εκείνος πού εδοκίμασε την οσμή του υψίστου και θείου πυρός, αποφεύγει την συνάντησι των ανθρώπων, όπως η μέλισσα τον καπνό. Την μέλισσα την διώχνει ο καπνός, και αυτόν τον ενοχλεί η συνάντησις των ανθρώπων.
10. Πολύ ολίγοι μπορούν να κρατήσουν το νερό χωρίς κάποιο φράγμα και κάποιο βοηθητικό μέσο. Ολιγώτεροι όμως είναι εκείνοι πού μπορούν να δαμάσουν ένα απύλωτο στόμα.
Βαθμίς ενδεκάτη! Όποιος ενίκησε, περιέκοψε διά μιας πλήθος από κακά.
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΙΒ΄ (Περί Ψεύδους)
I.Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου, Μυρτιά Αιτωλ/νίας |
2. Κανείς συνετός άνθρωπος άς μη θεωρή μικρό το αμάρτημα του ψεύδους, διότι το Πανάγιον Πνεύμα εξέδωσε εναντίον του την πιο φοβερή απόφασι: «Απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος» (Ψαλμ. ε΄ 7), όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεόν. Και εάν συμβή αυτό, τι πρόκειται να πάθουν εκείνοι πού συρράπτουν επί πλέον το ψεύδος με τους όρκους;
3. Εγνώρισα μερικούς που εκαυχώντο για τα ψεύδη τους. Αυτοί κατώρθωναν και έκαναν τους άλλους να γελούν με τις αστειότητες και τις αργολογίες τους, και έτσι εξαφάνιζαν ελεεινά το πένθος των μοναχών πού τους ακροάζονταν.
4. Όταν ιδούν οι δαίμονες ότι, μόλις αρχίση ο άθλιος ομιλητής να διηγήται τα ευτράπελα, προσπαθούμε να φύγωμε σαν από λοιμώδη ασθένεια, επιχειρούν να μας παρασύρουν με δύο απατηλούς λογισμούς: «Μη λυπήσης τον ομιλητή», μας συμβουλεύουν, ή «μη θέλεις να φανής πιο ευλαβής από όλους τους άλλους»! Φεύγε αμέσως, μην αργοπορήσης∙ ειδεμή στην ώρα της προσευχής θα σου έρχωνται στον νου αστεία. Και όχι μόνο να φεύγης, αλλά και να διαλύης με ευσεβή τρόπο το «πονηρόν συνέδριον», φέροντας στο μέσον την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως. Είναι καλύτερο ίσως να σε βρέξουν μερικές σταγόνες κενοδοξίας, προκειμένου να γίνης πρόξενος ωφελείας σε τόσους.
5. Η υποκρισία είναι πολλές φορές μητέρα και αιτία του ψεύδους. Τίποτε άλλο, λέγουν μερικοί, δεν είναι η υποκρισία, παρά μελέτη και δημιουργός του ψεύδους πού έχει μαζί της συμπεπλεγμένο τον ένοχο και άξιο τιμωρίας όρκο. Αυτός πού απέκτησε τον φόβο του Κυρίου, αποξενώθηκε από το ψεύδος, διότι έχει μέσα του ως αδέκαστο δικαστή την συνείδησί του.
6. Όπως σε όλα τα πάθη, έτσι και στο ψεύδος παρατηρούμε διαφορά ως προς την πνευματική βλάβη πού προξενεί. Επί παραδείγματι: Διαφορετική είναι η ενοχή ενός πού ψεύδεται από τον φόβο της τιμωρίας, και διαφορετική όταν δεν υπάρχη κίνδυνος. Άλλος πάλι είπε ψεύδος χάριν της τρυφής, άλλος χάριν της φιληδονίας, κάποιος για να κάνη τους άλλους να γελάσουν και άλλος για να επιβουλευθή και κακοποιήση τον αδελφό του.
7. Με τις τιμωρίες των κοσμικών αρχόντων το ψεύδος μειώνεται πολύ. Με το πλήθος όμως των δακρύων της κατανύξεως, εξαφανίζεται ολοσχερώς. Ο δαίμων πού μας προτρέπει στο ψεύδος προφασίζεται διαφόρους «οικονομικούς» λόγους και έτσι παρουσιάζει σαν μεγάλη αρετή αυτό πού αποτελεί απώλεια της ψυχής. Εκείνος πού πλάθει ψεύδη παρουσιάζεται ότι μιμείται την Ραάβ, (η οποία εχρησιμοποίησε το ψεύδος, για να σώση τους κατασκόπους του Ισραήλ), και νομίζει ότι με την ιδική του απώλεια προξενεί σωτηρία στους άλλους.
8. Όταν καθαρισθούμε τελείως από το πάθος του ψεύδους, τότε, σε μία εξαιρετική περίστασι, άς το χρησιμοποιήσωμε, αλλά και πάλι με φόβο. Το νήπιο δεν γνωρίζει το ψεύδος. Ομοίως και η ψυχή πού δεν έχει πονηρία. Εκείνος πού ευφράνθηκε από τον οίνο (και εμέθυσε), θα ομολογήση ακουσίως κάθε αλήθεια. Και εκείνος πού εμέθυσε από την κατάνυξι, δεν θα μπορέση να ψευσθή.
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΙΓ΄ (Περί ακηδίας)
1. ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ένας από τους κλάδους της πολυλογίας, όπως το είπαμε καί προηγουμένως, είναι καί ο παρών, ο οποίος μάλιστα αποτελεί καί το πρώτο τέκνο της. Εννοώ την ακηδία. Γι΄αυτό καί της εδώσαμε την θέσι πού της αρμόζει μέσα στην αθλία αλυσίδα των παθών.
Ακηδία σημαίνει παράλυσις της ψυχής καί έκλυσις του νου, οκνηρία και αδιαφορία πρός την άσκησι, μίσος πρός τις μοναστικές υποσχέσεις. (Η ακηδία είναι ακόμη) αυτή που μακαρίζει τούς κοσμικούς, πού κατηγορεί τον Θεόν ότι δεν είναι ευσπλαγχνικός και φιλάνθρωπος, πού φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας καί αδυναμία την ώρα της προσευχής. Αυτή πού μας κάνει σιδερένιους στα διακονήματα, αόκνους στο εργόχειρο, σπουδαίους στην πρακτική ζωή της υπακοής (εν αντιθέσει πρός την θεωρητική ζωή της ησυχίας).
2. Άνδρας που ασκεί την ζωή της υπακοής δέν γνωρίζει τί σημαίνει ακηδία, διότι φθάνει στα πνευματικά μέσω των αισθητών, (τα οποία αισθητά δέν φέρνουν ακηδία).
3. Το κοινόβιο είναι εχθρός της ακηδίας, ενώ σ΄ έναν ησυχαστή η ακηδία γίνεται σύζυγος αιώνιος∙ δεν θα τον αποχωρισθή πρίν από τον θάνατό του, καί πρίν έλθη το τέλος του θα τον πολεμά καθημερινά. Μόλις αντίκρυσε το κελλί του ησυχαστού εμειδίασε και αφού τον επλησίασε έστησε κοντά την σκηνή της.
4. Ο ιατρός επισκέπτεται τους ασθενείς το πρωί, ενώ η ακηδία τους ασκητάς το μεσημέρι. Η ακηδία προτρέπει το έργο του ξενοδόχου καί παρακαλεί να γίνωνται εργόχειρα για να προσφέρωνται ελεημοσύνες. Παρακινεί να γίνωνται με προθυμία επισκέψεις στους ασθενείς, υπενθυμίζουσα τον λόγο του Κυρίου: «Ησθένησα καί ήλθετε πρός με» (Ματθ. κε΄ 36). Μας παρακαλεί να πηγαίνωμε στους λυπημένους καί στους ολιγοψύχους. «Παραμυθείσθε τούς ολιγοψύχους» (Α΄ Θεσ. ε΄ 14) μας λέγει αυτή η ολιγόψυχη. Ενώ ιστάμεθα στην προσευχή, μας υπενθυμίζει διάφορα αναγκαία πράγματα και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, ώστε να μας αποτραβήξη από εκεί, σαν με ένα καπίστρι, με κάποια αιτία εύλογη, αυτή η παράλογη.
5. Ο δαίμων της ακηδίας στον μοναχό, τον οποίο έχει καταλάβει, δημιουργεί τις τρείς πρώτες ώρες -πρώτη, τρίτη καί έκτη- μία κατάστασι φρίκης, πονοκέφαλο καί πυρετό και ανακάτωμα του στομάχου. Μόλις φθάση η ενάτη ώρα παρατηρείται κάποια μικρή βελτίωσις. Μόλις στρωθή η τράπεζα, αναπηδά ο μοναχός από το στρώμα του. Μόλις έλθη η επομένη ώρα της προσευχής, αισθάνεται πάλι βεβαρημένο το σώμα του. Μόλις σταθή να προσευχηθή, η ακηδία τον βυθίζει πάλι στον ύπνο καί με άκαιρα χασμουρητά του αρπάζει από το στόμα τον στίχο της προσευχής.
6. Όλα τα άλλα πάθη καταπολεμούνται με μία αντίστοιχη αρετή το καθένα. Η ακηδία όμως είναι για τον μοναχό ένας ψυχικός θάνατος πού περιέχει όλα τα κακά.
7. Η ανδρεία ψυχή κατώρθωσε να αναστήση τον νου πού ήταν νεκρός. Η ακηδία όμως και η οκνηρία κατώρθωσαν να σκορπίσουν όλον τον πλούτο της ψυχής.
8. Εφ΄ όσον και η ακηδία είναι ένα από τα οκτώ πρωταρχικά πάθη της ψυχής, και μάλιστα το βαρύτερο, ας το αντιμετωπίσωμε και αυτό αναλόγως, όπως και τα άλλα. Πλήν ας προσθέσωμε και τούτο: Όταν δεν γίνεται ψαλμωδία και ακολουθία, η ακηδία δεν παρουσιάζεται. Και όταν τελείωσε ο κανών της προσευχής, τότε άνοιξαν οι οφθαλμοί.
9. Τον καιρό της ακηδίας φαίνονται οι βιασταί. Και τίποτε άλλο δεν προξενεί στον μοναχό τόσους στεφάνους όσο η ακηδία. Πρόσεξε καλά και θα την αντιληφθής να μην αφίνη τα πόδια σε ορθία στάσι, και να μας σπρώχνη, όταν καθώμαστε, να γέρνουμε στον τοίχο. Μας προτρέπει επίσης να κοιτάζωμε έξω από το παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικά κτυπήματα και βήματα ποδιών. Εκείνος πού πενθεί τον εαυτό του δεν γνωρίζει τι θα πή ακηδία.
10. Ας δένεται και αυτός ο τύραννος με την μνήμη των πταισμάτων, και ας δέρνεται με το εργόχειρο. Και αφού συρθή με την σκέψι των μελλόντων αγαθών και σταθή εμπρός μας, ας ερωτάται καταλλήλως:
«Λέγε μας λοιπόν και σύ, παράλυτε και έκλυτε, ποιος είναι ο κακός γονεύς σου; Ποια είναι τα τέκνα σου; Ποιοι είναι αυτοί πού σε πολεμούν; Και ποιος ο φονευτής σου»;
Αυτός δε αναγκαζόμενος θα μας αποκρινόταν:
«Εγώ σε αυτούς πού ασκούν πραγματικά την ζωή της υπακοής, «ούκ έχω πού την κεφαλήν κλίναι». Σε όσους έχω τόπο, τους ευρίσκω στην ησυχία και συζώ μαζί τους. Οι ιδικές μου μητέρες είναι πολλές και διάφορες: Άλλοτε η ψυχική αναισθησία, άλλοτε η λησμοσύνη των άνω, και μερικές φορές η υπερβολική κόπωσις (είτε ψυχική είτε σωματική). Τα ιδικά μου τέκνα είναι: Οι μετακινήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο πού γίνονται μαζί μου, η παρακοή στον πνευματικό πατέρα, η λησμοσύνη της Κρίσεως, και μερικές φορές η εγκατάλειψις της μοναχικής ζωής. Ιδικοί μου αντίπαλοι, από τους οποίους τώρα έχω δεθή, είναι η ψαλμωδία και το εργόχειρο. Εχθρική σ΄ εμένα είναι και η σκέψις του θανάτου, αλλά εκείνη πού με θανατώνει τελείως είναι η προσευχή, ενωμένη με την βεβαία ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Για το ποιος όμως εγέννησε την προσευχή ερωτήσατε την ίδια».
(Πρόκειται για) νίκη! Όποιος την κατέκτησε, είναι δόκιμος για κάθε καλό έργο.
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΙΔ΄ (Περί γαστριμαργίας)
1. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ τώρα να ομιλήσωμε περί κοιλίας, απεφασίσαμε πάλι, όπως και σε όλα τα άλλα θέματα, να στρέψωμε την φιλοσοφία μας εναντίον μας. Διότι είναι αξιοθαύμαστο εάν απηλλάγη κανείς από αυτήν, πρίν κατοικήση τον τάφο.
2. Γαστριμαργία είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας, η οποία, ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πώς είναι ενδεής∙ και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι η δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Εσύ έκλεισες την φλέβα (των ηδονικών απαιτήσεών της), αλλά αυτή ξεπρόβαλε από άλλος μέρος. Την έφραξες και τούτη, αλλά καινούργια ανοίχθηκε. Γαστριμαργία είναι μια απάτη των οφθαλμών. Καθ΄ ήν στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται, πώς να ήταν δυνατό να καταβροχθίση διά μιας τα σύμπαντα.
3. Ο χορτασμός από φαγητά είναι πατήρ της πορνείας∙ η θλίψις δε της κοιλίας είναι πρόξενος της αγνότητος. Εκείνος πού εκολάκευσε τον λέοντα, πολλές φορές τον ημέρωσε. Εκείνος όμως πού περιποιήθηκε την σάρκα, περισσότερο την εξαγρίωσε.
4. Χαίρεται ο Ιουδαίος το Σάββατο ή τις εορτές, και ο γαστρίμαργος μοναχός το Σάββατο και την Κυριακή. Από καιρό υπολογίζει το Πάσχα και από πολλές ημέρες ετοιμάζει τα φαγητά. Ο δούλος της κοιλίας σκέπτεται με τι είδους φαγητά θα εορτάση, ο δε δούλος του Θεού με τι χαρίσματα θα πλουτήση. Ο κοιλιόδουλος, όταν έλθη κάποιος ξένος, συνέχεται ολόκληρος από την αγάπη
-αγάπη πού προέρχεται από την γαστριμαργία- και θεωρεί ως αναψυχή του αδελφού την ιδική του κατάλυσι! Επί παρουσία ωρισμένων άλλων απεφάσισε την κατάλυσι οίνου, και νομίζοντας πώς κρύβει την αρετή του, υποδουλώθηκε στο πάθος του.
5. Εχθρεύεται πολλές φορές η κενοδοξία προς την γαστριμαργία και αντιμάχονται για την κατοχή του αθλίου μοναχού σαν να πρόκειται για αγοραστό δούλο. Η μέν γαστριμαργία τον ωθεί στην κατάλυσι, η δε κενοδοξία του συνιστά την επίδειξι της αρετής του, αλλά ο σοφός μοναχός θα τις αποφύγη και τις δύο διώχνοντας στην κατάλληλη ώρα την μία με την βοήθεια της άλλης.
6. Όταν η σάρκα σφριγά, ας φυλάξωμε την εγκράτεια παντού και πάντοτε. Όταν δε ηρεμή -πράγμα πού δεν πιστεύω ότι κατορθώνεται πρό του τάφου-, ας αποκρύψωμε την εργασία μας.
7. Είδα ηλικιωμένους ιερείς να εμπαίζωνται από τους δαίμονες και να δίνουν ευλογία σε νέους, πού δεν εξηρτώντο πνευματικώς από αυτούς, να καταλύσουν σε επίσημο τραπέζι κρασί και ό,τι άλλο. Εάν μέν οι ιερείς αυτοί έχουν έν Κυρίω καλή μαρτυρία, άς κάνωμε μετρία κατάλυσι. Εάν όμως είναι αμελείς, ας μη λάβωμε καθόλου υπ΄ όψιν μας την ευλογία τους, και μάλιστα εάν τύχη και μαχώμεθα εναντίον σαρκικής πυρώσεως.
8. Ενόμισε ο θεήλατος Ευάγριος(1) ότι έγινε σοφώτερος των σοφών και στην μορφή και στο περιεχόμενο των λόγων του. Απατήθηκε όμως ο ταλαίπωρος και φάνηκε ανοητότερος των ανοήτων και σε πολλά άλλα ζητήματα και σ΄ αυτό. Εδίδαξε: «Οσάκις η ψυχή επιθυμεί ποικίλα φαγητά, ας θλίβεται με άρτον μόνο και ύδωρ». Είναι δε η προσταγή του αυτή σαν να προτρέπης ένα παιδί ν΄ ανεβή με ένα βήμα όλη την σκάλα.
Εμείς όμως, αντικρούοντες τον ορισμό του, ως εξής ορίζουμε: Όταν επιθυμούμε τα διάφορα φαγητά, ζητούμε κάτι πού είναι μέσα στην φύσι μας. Γι΄ αυτόν τον λόγο ας χρησιμοποιήσωμε ένα τέχνασμα προς την πολυμήχανη κοιλία, και μάλιστα αν δεν μας απειλή βαρύτατος πόλεμος ή δεν υπάρχη πένθος ή κανών για προηγούμενες σοβαρές πτώσεις. Ας κόψωμε πρώτα τα λιπαρά, έπειτα τα ερεθιστικά και έπειτα τα εύγευστα.
9. Αν σου είναι εύκολο, δίδε στην κοιλία σου τροφή χορταστική και ευκολοχώνευτη, ώστε με τον χορτασμό να ικανοποιήσουμε την αχόρταστη όρεξί της, ενώ με την σύντομη χώνευσι να σωθούμε από την σαρκική πύρωσι σαν από μάστιγα. Ας εξετάσωμε, και θα βρούμε πώς τα περισσότερα από τα φαγητά πού «φουσκώνουν» ερεθίζουν την σάρκα.
10. Να γελάς με τον δαίμονα πού σου υποβάλλει μετά το δείπνο να αφήσης για την επόμενη ημέρα τους κανόνες των προσευχών σου, διότι θα έλθη η ενάτη ώρα της επομένης, και δεν θα έχη τηρηθή η συμφωνία της προηγουμένης.
11. Άλλη είναι η εγκράτεια πού αρμόζει σε όσους δεν έχουν δοκιμάσει μεγάλες πτώσεις και άλλη σε όσους έχουν υποπέσει σ΄ αυτές. Οι μέν πρώτοι έχουν ως γνώμονα την σαρκική κίνησι, οι δε δεύτεροι αντιμετωπίζουν το θέμα με σκληρότητα και αδιαλλαξία μέχρι θανάτου. Και οι μέν προσπαθούν να διαφυλάττουν πάντοτε την σωφροσύνη του νου, ενώ οι δε εξευμενίζουν τον Θεόν με την σκυθρωπότητα της ψυχής και με την θλίψι της σαρκός.
12. Ο καιρός της ευφροσύνης και της «παρακλήσεως» στον τέλειο μοναχό είναι καιρός αμεριμνίας, στον αγωνιστή καιρός πάλης και στον εμπαθή «εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων».
13. Όνειρα γύρω από τροφές και φαγητά συναντώνται στην καρδία των γαστριμάργων, και όνειρα γύρω από την κόλασι και την Κρίσι συναντώνται στην καρδία των μετανοούντων.
14. Κυριάρχησε στην κοιλία σου, πρίν κυριαρχήση αυτή πάνω σου, και τότε θα αναγκασθής να νηστεύης γεμάτος καταισχύνη. Αυτό που είπα το καταλαβαίνουν εκείνοι πού έπεσαν στον ακατανόμαστο βόθρο(2). Όσοι είναι ευνούχοι – (κατά πνεύμα ευνούχοι – πρβλ. Ματθ. ιθ΄12 – δεν εγνώρισαν το αμάρτημα αυτό.
15. Ας περικόψωμε τις απαιτήσεις της κοιλίας με την σκέψι του αιωνίου πυρός. Μερικοί πού υπετάγησαν σ΄ αυτήν έφθασαν στην ανάγκη στο τέλος να αποκόψουν τα μέλη του σώματός τους, και απέθαναν έτσι σωματικά και ψυχικά. Ας ερευνήσωμε, και οπωσδήποτε θα διαπιστώσωμε πώς τα ηθικά μας ναυάγια προέρχονται μόνο από την γαστριμαργία.
16. Ο νούς του νηστευτού προσεύχεται καθαρά και προσεκτικά, του δε ακρατούς είναι γεμάτος από ακάθαρτες εικόνες. Ο χορτασμός της κοιλίας εξήρανε τις πηγές των δακρύων. Όταν όμως αυτή απεξηράνθη, εδημιούργησε τα ύδατα των δακρύων.
17. Εκείνος που περιποιείται την κοιλία του και αγωνίζεται να νικήση το πνεύμα της πορνείας, ομοιάζει με εκείνον πού προσπαθεί να σβήση μεγάλη φωτιά με λάδι. Όταν θλίβεται η κοιλία ταπεινούται η καρδία. Όταν όμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν και αλαζονεύονται οι λογισμοί.
18. Εξέταζε τον εαυτόν σου την πρώτη ώρα της ημέρας και το μεσημέρι και την τελευταία πρό του φαγητού, και θα κατανοήσης έτσι την ωφέλεια της νηστείας. Το πρωί (πού δεν πεινάς) οι λογισμοί σκιρτούν και περιπλανώνται εδώ κι εκεί, κατά την έκτη ώρα ατονούν κάπως, και κατά το ηλιοβασίλεμα έχουν εντελώς ταπεινωθή.
19. Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε θα κλείσης και το στόμα∙ διότι η γλώσσα ισχυροποιείται από τα πολλά φαγητά. Να πυγμαχής συνεχώς εναντίον της και να επαγρυπνής συνεχώς επάνω της. Εάν εσύ κοπιάσης ολίγο, αμέσως και ο Κύριος σε βοηθεί.
20. Όσο χρησιμοποιούνται και μαλακώνουν οι ασκοί, τόσο αυξάνουν στην χωρητικότητα. Όταν όμως μείνουν περιφρονημένοι και αχρησιμοποίητοι, θα μαζέψουν και δεν θα χωρούν τόσο πολύ.
21. Εκείνος που καταπιέζει την κοιλία με πολλά φαγητά, επλάτυνε τα έντερα, ενώ εκείνος πού της εναντιώνεται, τα εστένευσε. Και όταν αυτά εστένευσαν, δεν χρειάζονται πολλά φαγητά, οπότε κατά φυσικό τρόπο μαθαίνομε να νηστεύωμε.
22. Η δίψα πολλές φορές εσταμάτησε την δίψα. Είναι όμως δυσχερές και ακατόρθωτο με την πείνα να περικοπή η πείνα. Όταν σε νικήση η κοιλία, δάμαζέ την με σωματικούς κόπους. Και αν αυτό σου είναι αδύνατο διά λόγους ασθενείας, πάλαιψε εναντίον της με την αγρυπνία.
23. Όταν βαραίνουν οι οφθαλμοί, πιάσε το εργόχειρο. Εάν όμως ο ύπνος έχη φύγει, μη το πιάνης, διότι δεν είναι δυνατόν να προσηλώσης τον νου σου στον Θεόν και στον μαμωνά (Ματθ. στ΄24), δηλαδή στον Θεό και στο εργόχειρο.
24. Γνώριζε ότι πολλές φορές ο δαίμων της γαστριμαργίας έρχεται και κάθεται επάνω στο στομάχι, και κάνει ώστε να μη χορταίνει ο άνθρωπος, έστω και αν φάγη ολόκληρη την Αίγυπτο και πιή ολόκληρο τον Νείλο. Μετά το φαγητό φεύγει ο ανόσιος και μας στέλνει τον δαίμονα της πορνείας, αφού του περιέγραψε το συμβάν. «Να τον συλλάβης, του λέγει, να τον συλλάβης, να τον ζαλίσης. Καθώς η κοιλία του είναι παραφορτωμένη, δεν θα κουρασθής πολύ». Και εκείνος μόλις ήλθε χαμογέλασε. Και αφού μας έδεσε «χειροπόδαρα» με τον ύπνο, έπραξε όλα όσα θέλησε καταλερώνοντας σώμα και ψυχή με μολυσμούς και φαντασίες και εκκρίσεις. Θαυμαστό πράγμα! Να βλέπης ασώματο νού να μολύνεται και να σκοτίζεται από το σώμα∙ και πάλι διά μέσου του πηλίνου σώματος τον άϋλο νού να καθαρίζεται και να λεπτύνεται!
25. Εάν υποσχέθηκες στον Χριστόν να βαδίζης την στενή και τεθλιμμένη οδό, στενοχώρησε την κοιλία. Διότι όταν αυτή δέχεται περιποιήσεις και πλατύνεται, τότε εσύ αθέτησες τις υποσχέσεις.
26. Σύνελθε! Και θα ακούσης τον Χριστόν να λέγη: «Πλατεία και ευρύχωρος η οδός της κοιλίας, η απάγουσα είς την απώλειαν της πορνείας∙ και πολλοί εισίν οι εισπορευόμενοι εν αυτή. Τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός της νηστείας, η εισάγουσα είς την ζωήν της αγνείας∙ και ολίγοι εισίν οι εισερχόμενοι δι΄αυτής» (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 13-14).
27. Αρχηγός των δαιμόνων είναι ο πεσών Εωσφόρος, και αρχηγός των παθών ο λαιμός της κοιλίας.
28. Όταν λάβης θέσι σε πλούσιο τραπέζι, φέρε εμπρός σου την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως∙ ίσως έτσι να συγκρατήσης ολίγο το πάθος. Και ενώ πίνεις, μη παύσης να θυμάσαι το όξεος και την χολή του Δεσπότου σου. Έτσι ή θα εγκρατευθής ή τουλάχιστον, αν δεν εγκρατευθής, θα ταπεινωθής αναστενάζοντας (συγκρίνοντας την πολυφαγία σου με το πάθος του Χριστού).
29. Μη πλανάσαι! Ούτε από την δουλεία του Φαραώ πρόκειται να ελευθερωθής ούτε το άνω Πάσχα θα αντικρύσης, εάν δεν γευθής παντοτεινά πικρίδες και άζυμα. Πικρίδες είναι η βία και κακοπάθεια της νηστείας, και άζυμα το χωρίς φυσίωσι φρόνημα(3).
30. Ας ενωθή με την αναπνοή σου ο λόγος του Ψαλμωδού: «Όταν με ενωχλούσαν οι δαίμονες, εφορούσα πένθιμο ένδυμα και εταπείνωνα με νηστεία την ψυχή μου και η προσευχή μου είχε κολληθή στους κόλπους της ψυχής μου» (πρβλ. Ψαλμ. λδ΄ 13).
31. Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις του νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως, ταπεινός στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής, ελαφρότης του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις του παραδείσου.
32. Ας συλλάβωμε και ας ανακρίνωμε και αυτόν τον εχθρόν -προπαντός αυτόν- πού ευρίσκεται επικεφαλής όλων των επικινδύνων εχθρών μας. Αυτόν πού είναι η θύρα των παθών, η πτώσις του Αδάμ, η απώλεια του Ησαύ, ο όλεθρος των Ισραηλιτών, η ασχημοσύνη του Νώε, η προδοσία των Γομόρρων, η κατηγορία του Λώτ, η εξολόθρευσις των υιών του ιερέως Ηλεί, ο καθοδηγητής προς τους μολυσμούς. Ας την ανακρίνωμε -την γαστριμαργία- από πού γεννάται, ποιοι είναι οι απόγονοί της, ποιος είναι αυτός πού την συντρίβει και ποιος αυτός πού την εξολοθρεύει τελείως.
«Λέγε μας, ώ τύραννε όλων των ανθρώπων, σύ πού τους εξαγοράζεις όλους με το χρυσάφι της απληστίας, από πού εισέρχεσαι μέσα μας; Και τι εν συνεχεία συνηθίζεις να γεννάς εκεί; Και πώς μπορούμε να επιτύχωμε την έξοδό σου και απομάκρυνσι από εμάς»;
Εκείνη δε ταλαιπωρημένη από τις ύβρεις αυτές, γεμάτη μανία και αγριότητα μας αποκρίθηκε τυραννικά:
«Γιατί με ονειδίζετε σείς πού είσθε υπόλογοι απέναντί μου; Και πώς φροντίζετε να με αποχωρισθήτε, ενώ εγώ είμαι εκ φύσεως συνδεδεμένη μαζί σας; Θύρα για μένα είναι η φύσις των φαγητών. Αιτίας της απληστίας μου είναι η συνεχής χρήσις. Αφορμή δε της επικρατήσεως του πάθους μου είναι η προϋπάρχουσα συνήθεια, η αναισθησία της ψυχής και η λησμοσύνη του θανάτου.
» Και πώς ζητείτε να μάθετε τα ονόματα των απογόνων μου; Θα τους απαριθμήσω και θα πληθυνθούν περισσότερο από την άμμο. Ακούστε όμως ποιοι θεωρούνται ως υιοί μου πρωτότοκοι και αγαπητοί: Πρωτότοκός μου υιός είναι ο υπηρέτης της πορνείας. Δεύτερος η σκληροκαρδία. Τρίτος ο ύπνος. Από εμένα επίσης γεννώνται η θάλασσα των λογισμών, τα κύματα των μολυσμών, ο βυθός των κρυπτών και ανεκφράστων ακαθαρσιών.
» Ιδικές μου θυγατέρες είναι η οκνηρία, η πολυλογία, η «παρρησία», τα γέλια, τα αστεία και τα ευτράπελα, η αντιλογία, η σκληροτράχηλη διαγωγή και συμπεριφορά, η ανυπακοή, η αναισθησία, η αιχμαλωσία και υποδούλωσις (στα πάθη), η καύχησις, η θρασύτης. Επίσης και η αγάπη του καλλωπισμού, την οποία διαδέχονται η ρυπαρά προσευχή, ο ρεμβασμός των λογισμών και πολλές φορές συμφορές ανέλπιστες και απροσδόκητες, στις οποίες μάλιστα ακολουθεί η απελπισία πού είναι η πιο φοβερή από όλες.
» Εμένα με πολεμεί, αλλά δεν με νικά, η μνήμη των αμαρτημάτων. Υπερβολικά με εχθρεύεται η σκέψις του θανάτου. Εκείνο δε πού με καταστρέφει τελειωτικά δεν υπάρχει στους ανθρώπους. Όποιος απέκτησε μέσα του Τον Παράκλητο, Τον παρακαλεί εναντίον μου. Και Εκείνος καμφθείς από τις ικεσίες δεν με αφίνει να ενεργώ με εμπάθεια. Αυτοί πού δεν εγεύθηκαν την χάρι του Παρακλήτου, επιζητούν οπωσδήποτε να γλυκαίνωνται από την ιδική μου ηδονή».
Πρόκειται για ανδρεία νίκη! Όποιος την εκέρδησε, προχωρεί σύντομα προς την απάθεια και την κορυφή της σωφροσύνης.
--------------------------------------
[1]: Ο Ευάγριος ο Ποντικός υπήρξε επιφανής μυστικός Θεολόγος, ασκητής και ασκητικός συγγραφεύς του Δ΄ μ.Χ. αιώνος. Εμαθήτευσε στον Θεολόγο Γρηγόριο και σε μεγάλους ασκητάς της αιγυπτιακής ερήμου. Ανεδείχθη σε σπουδαία φυσιογνωμία της Εκκλησίας και εχαρακτηρίσθη ως «η διασημοτέρα προσωπικότης της Χριστιανικής ερήμου της Αιγύπτου, περί τα τέλη του τετάρτου αιώνος» (βλ. Ι. Μωϋσέσκου, Ευάγριος ο Ποντικός, Αθήναι 1937, σελ. 32). Υπέπεσε όμως στις πλάνες του Ωριγένους και κατεδικάσθη από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο. Παρά ταύτα ωρισμένα ασκητικά του συγγράμματα λόγω της αξίας των ετιμήθησαν από τους μεταγενεστέρους μέχρι σημείου να καταχωρηθούν και στην Φιλοκαλία.
Και ο ίδιος ο συγγραφεύς της Κλίμακος επωφελείται του ασκητικού έργου του Ευαγρίου, και μάλιστα στους τελευταίους λόγους (ΚΖ΄-Λ΄), όπου εκτίθεται η υψηλοτέρα πνευματική ζωή.
(2): Εννοεί μάλλον το κατά μόνας αμάρτημα.
[3]: Το χωρίς φυσίωσι φρόνημα αντιστοιχεί προς τα άζυμα. Η παρομοίωσις είναι πολύ επιτυχής, εφ΄ όσον ως γνωστόν με την ζύμη δημιουργείται «φούσκωμα» στο φύραμα.