Γ΄ Τόμος
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
η άλλη από τα έργα τελειοποιείται.
Αυτή μέσα στην ησυχία βρίσκεται,
κατορθώνεται δε μέσω πολλών πολέμων.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Η γαστριμαργία είναι η πρώτη από τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. Ο θείος φόβος, που είναι η πρώτη εντολή, όλα τα νικά. Εκείνος που δεν έχει το θείο φόβο, ούτε άλλο καλό μπορεί να έχει. Γιατί, πώς θα μπορέσει να τηρήσει κάποια εντολή εκείνος που δε φοβάται; Εκτός και αν έχει φτάσει κανείς στην αγάπη. Αλλά και αυτός από το φόβο άρχισε, και αν ακόμη δεν γνωρίζει πώς πέρασε απ' αυτόν ο εισαγωγικός φόβος.
Τώρα ο τέταρτος, για την ευσέβεια είναι
λόγος ο παρών, που έχει γράμμα
το δέλτα, δηλαδή το επόμενο ψηφίο.
Αυτός ο λόγος την εγκράτεια περιέχει,
που είναι η αρχή στους οκτώ αντιπάλους
των οκτώ παθών, μαζί με τη σωφροσύνη.
Αυτές οι δυο της ευσέβειας είναι έργα.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Είναι γνωστό ότι η ευσέβεια είναι λέξη πολύμορφη και πολύτροπη, όπως η κοσμική φιλοσοφία. Γιατί όταν ολοκληρωθούν τα δέκα μαθήματα, τότε λέμε πώς έχομε φιλοσοφία, και δεν ανήκει η ονομασία αυτή σε ένα ή δύο μαθήματα, αλλά στα δέκα.
Έτσι και η ευσέβεια δεν είναι όνομα μιας αρετής, αλλά όλων των αρετών. Προέρχεται από το «εύ + σέβω», δηλαδή υπηρετώ καλώς. Αν τώρα κανείς λέει ότι η λέξη αναφέρεται στην πίστη, στο να σεβόμαστε καλώς το Θεό, ας μας εξηγήσει πώς πρώτα φοβάται κανείς τον Κύριο κι έπειτα τον πιστεύει, και δε συμβαίνει πρώτα μάλλον να τον πιστεύει και έπειτα να τον φοβάται; Ώστε από την πίστη πηγάζει ο φόβος και από αυτόν η ευσέβεια, σύμφωνα με τον Προφήτη, ο οποίος αφού μίλησε πρώτα για τη σοφία, κατεβαίνοντας είπε: «Πνεύμα γνώσεως και ευσέβειας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11, 2-3).
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Ι.Μ. Οσίου Παταπίου, Λουτράκι |
Ιδού ο πρόλογος και το στοιχείο άλφα,
που την πνευματική σοφία περιέχει.
Επειδή, όπως αυτό των γραμμάτων όλων
τυχαίνει να 'ναι η αρχή σ' όλες τις γλώσσες,
έτσι και τούτη από τις αρετές όλες
είναι η αρχή, και σ' όλες είναι πάλι τέλος.
Αλλ' όπως το Αλφάβητο είναι
νηπίων μάθημα, μα δίχως τούτο
αδύνατη είναι η ανθρώπινη παιδεία,
έτσι και με τη γνώση· αν και η αρχή της
είναι πολύ μικρή, αλλά χωρίς ετούτη
διόλου δε γίνεται αρετή να αποκτήσεις.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την αρχή, πατέρα.
Αρχή όλων των γραμμάτων σε κάθε γλώσσα είναι το άλφα, αν και μερικοί δεν το γνωρίζουν. Και αρχή όλων των αρετών είναι η πνευματική σοφία, αν και η ίδια είναι και τέλος των αρετών. Γιατί αν αυτή δεν εισχωρήσει στο νου, δεν μπορεί ο άνθρωπος να πράξει το αγαθό, αφού δεν άκουσε ποτέ γι' αυτό. Και αν αξιώθηκε ν' ακούσει κάτι, αυτό το λίγο είναι σοφία.Αλλά όπως το αλφάβητο είναι μάθημα για τα νήπια, και χωρίς αυτό δεν μπορεί κανείς ν' αποκτήσει τη σοφία των φυσικών μαθημάτων, έτσι και η αρχή της γνώσεως, αν και είναι πολύ μικρή, όμως χωρίς αυτή είναι τελείως αδύνατο να βρει κανείς την αρετή. Γι' αυτό δειλιάζω να γράψω κάτι περί σοφίας, αφού είμαι ολότελα άσοφος.
Καθώς νομίζω, είναι τέσσερις οι τρόποι, με τους οποίους ο νους μπορεί να εκφράζεται: ή από τη χάρη και τη μακαριότητα που έρχεται από άνω υπερφυσικά, ή από την καθαρότητα που προέρχεται από την κατά Θεόν άσκηση κι έχει τη δύναμη να επαναφέρει την ψυχή στο αρχικό της κάλλος, ή από την πείρα των φυσικών γνώσεων που αποκτάται από ανθρώπινη εκπαίδευση και άσκηση στην κοσμική σοφία, ή τέλος από την καταραμένη και σατανική πλάνη που προκαλεί η υπερηφάνεια και η πανουργία των δαιμόνων και αποτελεί εκτροπή της φύσεως.
Εγώ όμως, όντας αμέτοχος απ' όλα αυτά, πώς μπορώ να γράψω; Απορώ. Δεν ξέρω μήπως η πίστη σας που με πιέζετε κατά Θεόν, ελκύσει τη χάρη στη γραφίδα μου. Γιατί ο νους μου και το χέρι μου είναι ανάξια και ακάθαρτα. Το γνωρίζω αυτό καλά από την πείρα μου· γιατί αυτό πολλές φορές μου συνέβη και μου συμβαίνει πάντοτε.
Πιστέψτε με, πατέρες, όσες φορές θέλησα να γράψω κάτι, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πριν πιάσω τη γραφίδα. Αλλά ο νους πολλές φορές έπαιρνε αφορμή από ένα μικρό νόημα της Γραφής ή από την ακοή ή τη θέα κάποιου αισθητού πράγματος του κόσμου, και μόλις έπιανα τη γραφίδα και άρχιζα, αμέσως εύρισκα αυτό που έπρεπε να γράψω, για χάρη κάποιου που μου το ζητούσε επίμονα. Και έκτοτε έτσι γράφω, χωρίς εμπόδιο και φροντίδα, όσο μπορεί το χέρι μου, χωρίς διόλου να καθυστερεί. Ό,τι στέλνει ο Θεός στη σκοτεινή μου καρδιά, αυτό γράφω χωρίς να σκεφτώ. Πιστεύω ότι γίνεται έτσι για να μη νομίζω δικό μου αυτό που έλαβα με τις προσευχές κάποιου άλλου, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ακολουθώντας τα λόγια του Αποστόλου: «Τι έχεις που δεν το έλαβες; Αφού λοιπόν το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην είναι δώρο, αλλά δικό σου κατόρθωμα;»(Α΄ Κορ. 4, 7).
Όπως λέει και ο άγιος Ισαάκ, δεκτές είναι οι έννοιες που έρχονται αυτόματα και χωρίς σκέψη στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν. Το να σκεφτεί όμως κανείς, αποτελεί δικό του νόημα. Και ο άγιος Αντώνιος λέει: «Κάθε έργο ή λόγος πρέπει να έχει μαρτυρία από τις θείες Γραφές». Γι' αυτό λοιπόν, όπως κάποτε μίλησε η όνος του Βαλαάμ(Αρ. 22, 28-30), έτσι κι εγώ θ' αρχίσω τώρα να γράφω. Όχι για να διδάξω, μη γένοιτο· αλλά για έλεγχο της άθλιας ψυχής μου, ώστε τουλάχιστον από ντροπή από τα λόγια του, όπως λέει ο άγιος της Κλίμακος, ν' αρχίσει την εργασία εκείνος που δεν έχει έργο, αλλά μόνο λόγο.
Ποιος ξέρει αν θα ζήσω και αν θα μπορέσω να γράψω; Ή πάλι, αν εσείς θα μπορέσετε να τα τηρήσετε; Αλλά ας αρχίσομε, εγώ κι εσείς, τα λόγια και τα έργα, και όπου μπορέσει ο καθένας να φτάσει. Γιατί είναι άγνωστος ο θάνατός μας και αγνοούμε πότε θα έρθει το τέλος(Ματθ. 24, 14). Στο Θεό όμως, που προγνωρίζει τα πάντα, είναι γνωστά όσα μας αφορούν. Σ' Αυτόν η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Εγώ όμως, όντας αμέτοχος απ' όλα αυτά, πώς μπορώ να γράψω; Απορώ. Δεν ξέρω μήπως η πίστη σας που με πιέζετε κατά Θεόν, ελκύσει τη χάρη στη γραφίδα μου. Γιατί ο νους μου και το χέρι μου είναι ανάξια και ακάθαρτα. Το γνωρίζω αυτό καλά από την πείρα μου· γιατί αυτό πολλές φορές μου συνέβη και μου συμβαίνει πάντοτε.
Πιστέψτε με, πατέρες, όσες φορές θέλησα να γράψω κάτι, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πριν πιάσω τη γραφίδα. Αλλά ο νους πολλές φορές έπαιρνε αφορμή από ένα μικρό νόημα της Γραφής ή από την ακοή ή τη θέα κάποιου αισθητού πράγματος του κόσμου, και μόλις έπιανα τη γραφίδα και άρχιζα, αμέσως εύρισκα αυτό που έπρεπε να γράψω, για χάρη κάποιου που μου το ζητούσε επίμονα. Και έκτοτε έτσι γράφω, χωρίς εμπόδιο και φροντίδα, όσο μπορεί το χέρι μου, χωρίς διόλου να καθυστερεί. Ό,τι στέλνει ο Θεός στη σκοτεινή μου καρδιά, αυτό γράφω χωρίς να σκεφτώ. Πιστεύω ότι γίνεται έτσι για να μη νομίζω δικό μου αυτό που έλαβα με τις προσευχές κάποιου άλλου, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ακολουθώντας τα λόγια του Αποστόλου: «Τι έχεις που δεν το έλαβες; Αφού λοιπόν το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην είναι δώρο, αλλά δικό σου κατόρθωμα;»(Α΄ Κορ. 4, 7).
Όπως λέει και ο άγιος Ισαάκ, δεκτές είναι οι έννοιες που έρχονται αυτόματα και χωρίς σκέψη στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν. Το να σκεφτεί όμως κανείς, αποτελεί δικό του νόημα. Και ο άγιος Αντώνιος λέει: «Κάθε έργο ή λόγος πρέπει να έχει μαρτυρία από τις θείες Γραφές». Γι' αυτό λοιπόν, όπως κάποτε μίλησε η όνος του Βαλαάμ(Αρ. 22, 28-30), έτσι κι εγώ θ' αρχίσω τώρα να γράφω. Όχι για να διδάξω, μη γένοιτο· αλλά για έλεγχο της άθλιας ψυχής μου, ώστε τουλάχιστον από ντροπή από τα λόγια του, όπως λέει ο άγιος της Κλίμακος, ν' αρχίσει την εργασία εκείνος που δεν έχει έργο, αλλά μόνο λόγο.
Ποιος ξέρει αν θα ζήσω και αν θα μπορέσω να γράψω; Ή πάλι, αν εσείς θα μπορέσετε να τα τηρήσετε; Αλλά ας αρχίσομε, εγώ κι εσείς, τα λόγια και τα έργα, και όπου μπορέσει ο καθένας να φτάσει. Γιατί είναι άγνωστος ο θάνατός μας και αγνοούμε πότε θα έρθει το τέλος(Ματθ. 24, 14). Στο Θεό όμως, που προγνωρίζει τα πάντα, είναι γνωστά όσα μας αφορούν. Σ' Αυτόν η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής |
Ο πρόλογος τώρα παρ' ελπίδα ολοκληρώθηκε.
Και πάλι να το δεύτερο στοιχείο,
το βήτα δηλαδή, και ο δεύτερος λόγος
που θα λεχθεί με κάθε συντομία.
Η πίστη είναι που γεννά την άλλη, τη μεγάλη
την πίστη, όπως λέν' οι άγιοι Πατέρες,
που είναι το θεμέλιο των αρετών, ως είπε
αυτός που εκεί την έθεσε, ο Απόστολος Κυρίου(Κολ. 1,23).
Η πρώτη χωρίς τις εργασίες του Νόμου γίνεται, η άλλη από τα έργα τελειοποιείται.
Αυτή μέσα στην ησυχία βρίσκεται,
κατορθώνεται δε μέσω πολλών πολέμων.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Ο όσιος πατέρας μας Ισαάκ θέλησε να δείξει ότι η πίστη, που είπε ο Απόστολος, είναι θεμέλιο των κατά Θεόν εργασιών, δηλαδή η πίστη που λάβαμε από το θείο βάπτισμα με τη χάρη του Χριστού και όχι από τα έργα μας, και ότι αυτή γεννά το φόβο της πίστεως, με τον οποίο οδηγούμαστε στη φύλαξη των εντολών και στην υπομονή των πειρασμών, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος· και ακόμη ότι, αφού εργαστούμε τα καλά, τότε γεννιέται μέσα μας η μεγάλη πίστη της θεωρίας, για την οποία είπε ο Κύριος: «Αν έχετε πίστη σαν ένα κόκκο σιναπιού κλπ.»(Ματθ. 17, 20).
Είπε λοιπόν ότι, άλλη είναι η κοινή πίστη των ορθοδόξων, δηλαδή τα ορθά δόγματα περί του Θεού και των κτισμάτων Του, νοητών και αισθητών, καθώς παρέλαβε, με τη χάρη του Θεού, η αγία καθολική Εκκλησία, και άλλη είναι η πίστη της θεωρίας, δηλαδή της γνώσεως, η οποία δεν είναι διόλου αντίθετη με την πρώτη που την γεννά, αλλά μάλλον την κάνει βεβαιότερη. Γιατί την πρώτη τη μάθαμε εξ ακοής, αφού την κληρονομήσαμε από ευσεβείς γονείς και διδασκάλους της ορθόδοξης πίστεως.
Η πίστη όμως της θεωρίας προέρχεται από την ορθή πίστη και το φόβο του Κυρίου, στον Οποίο πιστέψαμε. Γιατί από το φόβο του Κυρίου αποφασίσαμε να φυλάξομε τις εντολές και γι' αυτό θελήσαμε να εργαστούμε τις σωματικές αρετές, την ησυχία δηλαδή, τη νηστεία, τη σύμμετρη αγρυπνία, την ψαλμωδία, την προσευχή, την ανάγνωση και την ερώτηση των εμπείρων για κάθε λογισμό, λόγο και έργο.
Για να καθαρίζεται με αυτές τις πράξεις το σώμα από τα αισχρότατα πάθη, εννοώ τη γαστριμαργία, την πορνεία και τα περιττά χρήματα, ώστε να αρκούμαστε στα παρόντα(Εβρ. 13,5), κατά τον Απόστολο.
Από εδώ παίρνει δύναμη ο άνθρωπος να μένει κοντά στο Θεό με την αμεριμνία. Μαθαίνει από τις Γραφές και τους έμπειρους ανθρώπους για τα θεία δόγματα και τις εντολές, και απ' αυτά αρχίζει να καταφρονεί τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. και κατανοώντας τις απειλές της Γραφής, φοβάται το Θεό, όχι με συνηθισμένο φόβο, αλλά ως Θεό, κατά τον άγιο Νείλο.
Και από το φόβο αυτό αρχίζει την κατά γνώση φύλαξη των εντολών. Και όσο υποφέρει για κάθε εντολή τον κατά προαίρεση θάνατο, τόσο περισσότερο προχωρεί σε μεγαλύτερη γνώση και θεωρεί όσα γίνονται μέσα του από τη χάρη του Χριστού. Και από αυτό πιστεύει ότι πράγματι είναι μεγάλη η πίστη των ορθοδόξων. Αρχίζει τότε να ποθεί να αρέσει στο Θεό. Και δεν αμφιβάλλει πλέον, όπως πρωτύτερα, για τη βοήθεια του Θεού, αλλά αναθέτει στον Κύριο όλη του τη μέριμνα, όπως λέει ο Προφήτης(Ψαλμ. 54, 23).
Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, εκείνος που θέλει να έχει μέσα του τη μεγάλη πίστη, δεν πρέπει να φροντίζει διόλου για τη ζωή του ή τον θάνατό του, αλλά και αν δει θηρίο, ή εξεγέρσεις δαιμόνων ή κακών ανθρώπων, να μη φοβάται διόλου, γνωρίζοντας ότι ενός και του αυτού Δημιουργού είναι κτίσματα, και δούλοι του Κυρίου όλα, όπως και αυτός, και δεν έχουν εξουσία εναντίον του, αν δεν επιτρέψει ο Θεός.
Το Θεό μόνο να φοβόμαστε, που έχει όλη την εξουσία, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Θα σας υποδείξω ποιόν να φοβηθείτε»(Λουκ. 12, 5), και πρόσθεσε: «Φοβηθείτε Αυτόν που έχει εξουσία να ρίξει στην κόλαση και την ψυχή και το σώμα». Και για να επιβεβαιώσει το λόγο, είπε: «Ναι, σας λέω, Αυτόν να φοβάστε». Και πολύ εύλογα.
Αν υπήρχε άλλος εκτός από το Θεό, που να έχει εξουσία, εκείνον έπρεπε να φοβόμαστε. Επειδή όμως μόνο Αυτός είναι ο Ποιητής και Κύριος των άνω και των κάτω, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς Αυτόν; Κι αν κανείς λέει ότι οι εχθροί μας είναι κτίσματα που έχουν αυτεξουσιότητα, θα απαντήσω ότι έχουν βέβαια οι νοερές δυνάμεις και οι άνθρωποι, καθώς και οι δαίμονες.
Αλλά οι τάξεις των ουρανίων ασωμάτων και οι αγαθοί άνθρωποι δεν ανέχονται να βλάψουν κανένα από τους συνδούλους τους, και ας είναι πολύ κακός· τον σπλαχνίζονται μάλλον και ικετεύουν γι' αυτόν το Θεό, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Οι κακοί όμως άνθρωποι και οι δάσκαλοί τους, οι πονηροί δαίμονες, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν κανένα, εκτός αν δώσει κανείς αφορμή να εγκαταλειφθεί από το Θεό με τα πονηρά έργα του.
Και αυτό όμως γίνεται για παιδαγωγία και σωτηρία του ανθρώπου αυτού από τον υπεράγαθο Θεό, αν βέβαια θέλει και ο ίδιος να διορθωθεί από την κακία του, με την υπομονή και την ευχαριστία προς το Θεό. Ειδεμή, γίνεται προς ωφέλεια άλλου, γιατί ο πανάγαθος Θεός θέλει να σωθούν όλοι(Α΄ Τιμ. 2, 4).
Οι δε πειρασμοί των δικαίων και των αγίων ανθρώπων γίνονται κατά την ευδοκία του Θεού, προς τελειοποίηση των ψυχών τους και αισχύνη των εχθρών τους δαιμόνων.
Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη του ο εργάτης των θείων εντολών του Χριστού, πιστεύει όχι απλώς ότι ο Χριστός είναι Θεός και ότι μπορεί — αυτό το είδαν στην πράξη και οι δαίμονες και έφριξαν(Ιακ. 2, 19)—, αλλά ότι όλα είναι δυνατά σ' Αυτόν και κάθε θέλημά Του είναι αγαθό, και χωρίς Αυτόν δεν μπορεί να γίνει κανένα καλό.
Γι' αυτό ο άνθρωπος αυτός δε θέλει να κάνει κάτι έξω από το θείο θέλημα, ακόμη και αν αυτό το κάτι είναι ζωή. Αν και δεν μπορεί να βρεθεί τέτοιο πράγμα, γιατί μόνο το θέλημα του Θεού είναι ζωή αιώνια(Ιω. 12, 50) και εξαιρετικά αγαθή, και ας φαίνεται σε μερικούς κοπιαστική η εργασία αυτής της ζωής.
Και γι' αυτό είμαι χειρότερος από άπιστο, ο άθλιος, γιατί δε θέλω να εργαστώ για να βρω τη μεγάλη πίστη, και μέσω αυτής να φτάσω στο φόβο του Θεού και στην αρχή της σοφίας(Παροιμ. 1, 7) του Πνεύματος.
Αλλά άλλοτε κλείνω θεληματικά τα μάτια της ψυχής και παραβαίνω το νόμο, κι άλλοτε σκοτίζομαι από τη λησμοσύνη και φτάνω στην τέλεια άγνοια, και έτσι αγνοώ το συμφέρον της ψυχής μου και συνηθίζω στο πονηρό και αποκτώ έξη της κακίας.
Ώστε αν θελήσω να στραφώ εκεί απ' όπου ξέπεσα, δεν μπορώ, γιατί το θέλημά μου γίνεται μεσότοιχος και με χωρίζει από το Θεό, όπως λένε οι Πατέρες, και δε θέλω να κοπιάσω για να γκρεμίσω το μεσότοιχο αυτό.
Γιατί αν είχα την πίστη που προέρχεται από τα έργα της μετάνοιας, θα μπορούσα να πω: «Με τη βοήθεια του Θεού μου θα υπερπηδήσω το τείχος»(Ψαλμ. 17, 30). Δε θα δείλιαζα από αμφιβολία, λέγοντας: «Άραγε τι θα συναντήσω, όταν ορμήσω να φτάσω στο ύψος του τείχους; Μήπως υπάρχει πίσω κανένας λάκκος; Μήπως δεν μπορέσω να ανεβώ και γκρεμιστώ και πέσω κάτω, αφού κοπιάσω;». Και άλλα πολλά τέτοια.
Αυτά, εκείνος που πιστεύει ότι ο Θεός είναι κοντά και όχι μακριά(Ιερ. 23, 23), ποτέ δεν τα σκέφτεται, αλλά τρέχει κατευθείαν προς το Θεό, που έχει όλη τη δύναμη και την εξουσία και κάθε αγαθότητα και φιλανθρωπία, για να κερδίσει το βραβείο(Φιλιπ. 3, 12)· όχι σαν να χτυπά στον αέρα(Α΄ Κορ. 9, 26), αλλά αγωνιζόμενος επιδιώκει τα ουράνια(Κολ. 3,1).
Και αφού αφήσει κάτω κάθε θέλημά του, βαδίζει προς το θείο θέλημα, μέχρις ότου ακούσει και αυτός καινούργιες γλώσσες(Μάρκ. 16, 17) ή ίσως και μιλήσει, αφού μάθει τα μυστήρια, κάνοντας, ή μάλλον παίρνοντας αναβάσεις από δύναμη πρακτική σε δύναμη θεωρίας(Ψαλμ. 83, 6), με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, εκείνος που θέλει να έχει μέσα του τη μεγάλη πίστη, δεν πρέπει να φροντίζει διόλου για τη ζωή του ή τον θάνατό του, αλλά και αν δει θηρίο, ή εξεγέρσεις δαιμόνων ή κακών ανθρώπων, να μη φοβάται διόλου, γνωρίζοντας ότι ενός και του αυτού Δημιουργού είναι κτίσματα, και δούλοι του Κυρίου όλα, όπως και αυτός, και δεν έχουν εξουσία εναντίον του, αν δεν επιτρέψει ο Θεός.
Το Θεό μόνο να φοβόμαστε, που έχει όλη την εξουσία, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Θα σας υποδείξω ποιόν να φοβηθείτε»(Λουκ. 12, 5), και πρόσθεσε: «Φοβηθείτε Αυτόν που έχει εξουσία να ρίξει στην κόλαση και την ψυχή και το σώμα». Και για να επιβεβαιώσει το λόγο, είπε: «Ναι, σας λέω, Αυτόν να φοβάστε». Και πολύ εύλογα.
Αν υπήρχε άλλος εκτός από το Θεό, που να έχει εξουσία, εκείνον έπρεπε να φοβόμαστε. Επειδή όμως μόνο Αυτός είναι ο Ποιητής και Κύριος των άνω και των κάτω, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς Αυτόν; Κι αν κανείς λέει ότι οι εχθροί μας είναι κτίσματα που έχουν αυτεξουσιότητα, θα απαντήσω ότι έχουν βέβαια οι νοερές δυνάμεις και οι άνθρωποι, καθώς και οι δαίμονες.
Αλλά οι τάξεις των ουρανίων ασωμάτων και οι αγαθοί άνθρωποι δεν ανέχονται να βλάψουν κανένα από τους συνδούλους τους, και ας είναι πολύ κακός· τον σπλαχνίζονται μάλλον και ικετεύουν γι' αυτόν το Θεό, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Οι κακοί όμως άνθρωποι και οι δάσκαλοί τους, οι πονηροί δαίμονες, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν κανένα, εκτός αν δώσει κανείς αφορμή να εγκαταλειφθεί από το Θεό με τα πονηρά έργα του.
Και αυτό όμως γίνεται για παιδαγωγία και σωτηρία του ανθρώπου αυτού από τον υπεράγαθο Θεό, αν βέβαια θέλει και ο ίδιος να διορθωθεί από την κακία του, με την υπομονή και την ευχαριστία προς το Θεό. Ειδεμή, γίνεται προς ωφέλεια άλλου, γιατί ο πανάγαθος Θεός θέλει να σωθούν όλοι(Α΄ Τιμ. 2, 4).
Οι δε πειρασμοί των δικαίων και των αγίων ανθρώπων γίνονται κατά την ευδοκία του Θεού, προς τελειοποίηση των ψυχών τους και αισχύνη των εχθρών τους δαιμόνων.
Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη του ο εργάτης των θείων εντολών του Χριστού, πιστεύει όχι απλώς ότι ο Χριστός είναι Θεός και ότι μπορεί — αυτό το είδαν στην πράξη και οι δαίμονες και έφριξαν(Ιακ. 2, 19)—, αλλά ότι όλα είναι δυνατά σ' Αυτόν και κάθε θέλημά Του είναι αγαθό, και χωρίς Αυτόν δεν μπορεί να γίνει κανένα καλό.
Γι' αυτό ο άνθρωπος αυτός δε θέλει να κάνει κάτι έξω από το θείο θέλημα, ακόμη και αν αυτό το κάτι είναι ζωή. Αν και δεν μπορεί να βρεθεί τέτοιο πράγμα, γιατί μόνο το θέλημα του Θεού είναι ζωή αιώνια(Ιω. 12, 50) και εξαιρετικά αγαθή, και ας φαίνεται σε μερικούς κοπιαστική η εργασία αυτής της ζωής.
Και γι' αυτό είμαι χειρότερος από άπιστο, ο άθλιος, γιατί δε θέλω να εργαστώ για να βρω τη μεγάλη πίστη, και μέσω αυτής να φτάσω στο φόβο του Θεού και στην αρχή της σοφίας(Παροιμ. 1, 7) του Πνεύματος.
Αλλά άλλοτε κλείνω θεληματικά τα μάτια της ψυχής και παραβαίνω το νόμο, κι άλλοτε σκοτίζομαι από τη λησμοσύνη και φτάνω στην τέλεια άγνοια, και έτσι αγνοώ το συμφέρον της ψυχής μου και συνηθίζω στο πονηρό και αποκτώ έξη της κακίας.
Ώστε αν θελήσω να στραφώ εκεί απ' όπου ξέπεσα, δεν μπορώ, γιατί το θέλημά μου γίνεται μεσότοιχος και με χωρίζει από το Θεό, όπως λένε οι Πατέρες, και δε θέλω να κοπιάσω για να γκρεμίσω το μεσότοιχο αυτό.
Γιατί αν είχα την πίστη που προέρχεται από τα έργα της μετάνοιας, θα μπορούσα να πω: «Με τη βοήθεια του Θεού μου θα υπερπηδήσω το τείχος»(Ψαλμ. 17, 30). Δε θα δείλιαζα από αμφιβολία, λέγοντας: «Άραγε τι θα συναντήσω, όταν ορμήσω να φτάσω στο ύψος του τείχους; Μήπως υπάρχει πίσω κανένας λάκκος; Μήπως δεν μπορέσω να ανεβώ και γκρεμιστώ και πέσω κάτω, αφού κοπιάσω;». Και άλλα πολλά τέτοια.
Αυτά, εκείνος που πιστεύει ότι ο Θεός είναι κοντά και όχι μακριά(Ιερ. 23, 23), ποτέ δεν τα σκέφτεται, αλλά τρέχει κατευθείαν προς το Θεό, που έχει όλη τη δύναμη και την εξουσία και κάθε αγαθότητα και φιλανθρωπία, για να κερδίσει το βραβείο(Φιλιπ. 3, 12)· όχι σαν να χτυπά στον αέρα(Α΄ Κορ. 9, 26), αλλά αγωνιζόμενος επιδιώκει τα ουράνια(Κολ. 3,1).
Και αφού αφήσει κάτω κάθε θέλημά του, βαδίζει προς το θείο θέλημα, μέχρις ότου ακούσει και αυτός καινούργιες γλώσσες(Μάρκ. 16, 17) ή ίσως και μιλήσει, αφού μάθει τα μυστήρια, κάνοντας, ή μάλλον παίρνοντας αναβάσεις από δύναμη πρακτική σε δύναμη θεωρίας(Ψαλμ. 83, 6), με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
και λόγος ιδού τρίτος για το φόβο.
Είναι δύο ειδών ο φόβος του Κυρίου·
ο ένας εισαγωγικός, φυλάει απ' την κακία,
τέλειος ο άλλος, κι οδηγεί σε πρόθυμη εργασία.
και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Η γαστριμαργία είναι η πρώτη από τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. Ο θείος φόβος, που είναι η πρώτη εντολή, όλα τα νικά. Εκείνος που δεν έχει το θείο φόβο, ούτε άλλο καλό μπορεί να έχει. Γιατί, πώς θα μπορέσει να τηρήσει κάποια εντολή εκείνος που δε φοβάται; Εκτός και αν έχει φτάσει κανείς στην αγάπη. Αλλά και αυτός από το φόβο άρχισε, και αν ακόμη δεν γνωρίζει πώς πέρασε απ' αυτόν ο εισαγωγικός φόβος.
Αν τώρα λέει κανείς ότι από άλλο δρόμο βάδισε προς την αγάπη, αυτός ήταν αιχμάλωτος είτε της πνευματικής χαράς, είτε της αναισθησίας, όπως εκείνοι που τους πέρασαν από τον ποταμό κοιμισμένους, κατά τον άγιο Εφραίμ.
Γιατί βλέποντας ο άνθρωπος αυτός τις πολλές ευεργεσίες που τον αξίωσε η χάρη του Θεού, κυριεύεται από έκπληξη και αγαπά τον Ευεργέτη. Όταν όμως ζει κανείς αναίσθητα με απολαύσεις και τιμές, όπως ο πλούσιος της παραβολής, νομίζει ότι εκείνοι που λιώνουν από το φόβο και περνούν δοκιμασίες πάσχουν λόγω των αμαρτιών τους, και υπερηφανεύεται εις βάρος τους με αλαζονεία, θεωρώντας τον εαυτό του άξιο γι' αυτή την ευμάρεια που έχει χωρίς να την αξίζει, αφού έκανε τον εαυτό του ανάξιο για τη μέλλουσα ζωή.
Έτσι σκοτίζεται με την άλογη φιλία των πρόσκαιρων και νομίζει ίσως ότι έφτασε στην αγάπη και γι' αυτό ευεργετείται παραπάνω από εκείνους που υποφέρουν· και γι' αυτό αγνόησε τη συγκατάβαση του Θεού προς αυτόν.
Γι' αυτό και θα βρεθεί αναπολόγητος στην κρίση και δικαίως θα ακούσει: «Εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου»(Λουκ. 16, 25). Αυτό είναι φανερό από το ότι πολλοί άπιστοι ευεργετούνται με αυτό τον τρόπο ανάξια, και κανένας από τους φρόνιμους δεν τους μακαρίζει, ούτε λέει ότι είναι άξιοι να τους αγαπά ο Θεός, ή ότι αγαπούν το Θεό και γι' αυτό ίσως ευημερούν στη ζωή. Αυτά λοιπόν έτσι είναι.
Ο φόβος του Κυρίου είναι δύο ειδών, όπως και η πίστη. Και στα δύο υπάρχουν τα εισαγωγικά, υπάρχουν και τα τέλεια, που προκύπτουν από τα εισαγωγικά. Εκείνος που φοβάται τις κολάσεις, φοβάται δουλικά και ξεμακραίνει από τα κακά.
Όπως λέει η Γραφή: «Από φόβο του Κυρίου καθένας ξεμακραίνει από το κακό»(Παροιμ. 15, 27), και: «Θα σας διδάξω το φόβο του Κυρίου»(Ψαλμ. 33, 12). Αυτά λοιπόν και τα παρόμοια έχουν ειπωθεί για τον εισαγωγικό φόβο, κατά τον άγιο Δωρόθεο, για να ερχόμαστε από το φόβο των απειλών οι αμαρτωλοί σε μετάνοια, ζητώντας πώς να βρούμε απαλλαγή από τις αμαρτίες μας.
Και πάλι, όταν μένει μέσα μας ο φόβος, μας διδάσκει το δρόμο της ζωής, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Ξεμάκρυνε από το κακό και πράξε το αγαθό»(Ψαλμ. 33, 15). Όσο αγωνίζεται κανείς στο αγαθό, αυξάνει ο φόβος μέσα του, μέχρις ότου του φανερώνει και τα πιο μικρά πταίσματά του, τα οποία δεν τα λογάριαζε για τίποτε, όταν βρισκόταν στο σκοτάδι της άγνοιας.
Και όταν φτάσει ο άνθρωπος στον τέλειο φόβο, τότε φτάνει στην τελειότητα μέσω του πένθους, και δε θα θελήσει πλέον να αμαρτήσει. Αλλά επειδή φοβάται μήπως επιστρέψουν τα πάθη, μένει άτρωτος στον αγνό φόβο. «Ο φόβος του Κυρίου είναι αγνός, λέει η Γραφή, και παραμένει σ' όλους τους αιώνες»(Ψαλμ. 18, 10).
Γιατί ο πρώτος φόβος δεν είναι αγνός, αλλά μάλλον πηγάζει από τις αμαρτίες. Ενώ αυτός που έφτασε στην κάθαρση, φοβάται χωρίς αμαρτία, όχι σαν να φταίει, αλλά γιατί είναι άνθρωπος μεταβλητός και πρόχειρος στο κακό.
Και όσο ψηλότερα ανεβεί με την απόκτηση των αρετών, τόσο περισσότερο φοβάται, από την ταπεινοφροσύνη του. Και εύλογα. Γιατί ο κάθε πλούσιος φοβάται πολύ τη ζημία, την τιμωρία και την ατίμωση, έπειτα από την πτώση του από ψηλά.
Ενώ ο φτωχός είναι το πιο πολύ άφοβος· μόνον φοβάται να μην τον δείρουν. Αυτά όμως ειπώθηκαν για τους πάρα πολύ τέλειους και καθαρούς στην ψυχή και στο σώμα. Αν τώρα κανείς φταίει ακόμη, έστω και σε ελάχιστα και μηδαμινά πταίσματα, ας μην πλανηθεί, ότι τάχα έχει αγνό φόβο. Αυτό είναι πλάνη, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Ο τέτοιος φόβος δεν είναι αγνός, ούτε είναι ταπείνωση, αλλά δουλική ευγνωμοσύνη και φόβος των απειλών. Έχει λοιπόν ανάγκη ο άνθρωπος αυτός να διορθώσει το λογισμό του, για να μάθει σε ποιόν φόβο βρίσκεται και να καθαιρεί με το ακρότατο πένθος και την υπομονή των θλίψεων τις αμαρτίες του, και έτσι να μπορέσει να έρθει στον τέλειο φόβο με την χάρη του Χριστού.
Σημάδι του πρώτου φόβου είναι το να μισεί την αμαρτία και να οργίζεται εναντίον της, όπως εκείνος που πληγώθηκε από θηρίο. Σημάδι του τέλειου φόβου, το να αγαπά την αρετή και να φοβάται την αλλοίωση, γιατί κανείς δεν είναι αμετάβλητος.
Γι' αυτό λοιπόν στο κάθε τι στη ζωή μας οφείλομε πάντοτε να φοβόμαστε την πτώση, βλέποντας τον μέγα Προφήτη και βασιλιά να θρηνεί για δύο αμαρτήματα(Ψαλμ. 50, 1-6), και τον Σολομώντα που ξέπεσε σε τόση κακία(Γ΄ Βασ. 11, 1-10).
Όπως λέει και ο Απόστολος: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται καλά, ας προσέχει να μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12). Κι αν κανείς λέει ότι η αγάπη διώχνει το φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18), σύμφωνα με τον Θεολόγο, ορθά λέει· όμως πρόκειται για τον πρώτο φόβο, τον εισαγωγικό.
Για τον τέλειο φόβο λέει ο Δαβίδ: «Είναι μακάριος ο άνθρωπος που φοβάται τον Κύριο· αυτός θα τηρήσει με σφοδρό πόθο τις εντολές Του»(Ψαλμ. 111, 1), δηλαδή θα αγαπήσει σφοδρά την αρετή.
Αυτός βρίσκεται στην τάξη του υιού, γιατί δεν το κάνει αυτό από το φόβο της κολάσεως, αλλά από την αγάπη εκείνη που διώχνει το φόβο. Γι' αυτό θα τηρήσει τις εντολές με σφοδρό πόθο, κι όχι αναγκαστικά, σαν δούλος, από τον φόβο των κολάσεων. Από αυτές είθε να λυτρωθούμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
Γιατί ο πρώτος φόβος δεν είναι αγνός, αλλά μάλλον πηγάζει από τις αμαρτίες. Ενώ αυτός που έφτασε στην κάθαρση, φοβάται χωρίς αμαρτία, όχι σαν να φταίει, αλλά γιατί είναι άνθρωπος μεταβλητός και πρόχειρος στο κακό.
Και όσο ψηλότερα ανεβεί με την απόκτηση των αρετών, τόσο περισσότερο φοβάται, από την ταπεινοφροσύνη του. Και εύλογα. Γιατί ο κάθε πλούσιος φοβάται πολύ τη ζημία, την τιμωρία και την ατίμωση, έπειτα από την πτώση του από ψηλά.
Ενώ ο φτωχός είναι το πιο πολύ άφοβος· μόνον φοβάται να μην τον δείρουν. Αυτά όμως ειπώθηκαν για τους πάρα πολύ τέλειους και καθαρούς στην ψυχή και στο σώμα. Αν τώρα κανείς φταίει ακόμη, έστω και σε ελάχιστα και μηδαμινά πταίσματα, ας μην πλανηθεί, ότι τάχα έχει αγνό φόβο. Αυτό είναι πλάνη, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Ο τέτοιος φόβος δεν είναι αγνός, ούτε είναι ταπείνωση, αλλά δουλική ευγνωμοσύνη και φόβος των απειλών. Έχει λοιπόν ανάγκη ο άνθρωπος αυτός να διορθώσει το λογισμό του, για να μάθει σε ποιόν φόβο βρίσκεται και να καθαιρεί με το ακρότατο πένθος και την υπομονή των θλίψεων τις αμαρτίες του, και έτσι να μπορέσει να έρθει στον τέλειο φόβο με την χάρη του Χριστού.
Σημάδι του πρώτου φόβου είναι το να μισεί την αμαρτία και να οργίζεται εναντίον της, όπως εκείνος που πληγώθηκε από θηρίο. Σημάδι του τέλειου φόβου, το να αγαπά την αρετή και να φοβάται την αλλοίωση, γιατί κανείς δεν είναι αμετάβλητος.
Γι' αυτό λοιπόν στο κάθε τι στη ζωή μας οφείλομε πάντοτε να φοβόμαστε την πτώση, βλέποντας τον μέγα Προφήτη και βασιλιά να θρηνεί για δύο αμαρτήματα(Ψαλμ. 50, 1-6), και τον Σολομώντα που ξέπεσε σε τόση κακία(Γ΄ Βασ. 11, 1-10).
Όπως λέει και ο Απόστολος: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται καλά, ας προσέχει να μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12). Κι αν κανείς λέει ότι η αγάπη διώχνει το φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18), σύμφωνα με τον Θεολόγο, ορθά λέει· όμως πρόκειται για τον πρώτο φόβο, τον εισαγωγικό.
Για τον τέλειο φόβο λέει ο Δαβίδ: «Είναι μακάριος ο άνθρωπος που φοβάται τον Κύριο· αυτός θα τηρήσει με σφοδρό πόθο τις εντολές Του»(Ψαλμ. 111, 1), δηλαδή θα αγαπήσει σφοδρά την αρετή.
Αυτός βρίσκεται στην τάξη του υιού, γιατί δεν το κάνει αυτό από το φόβο της κολάσεως, αλλά από την αγάπη εκείνη που διώχνει το φόβο. Γι' αυτό θα τηρήσει τις εντολές με σφοδρό πόθο, κι όχι αναγκαστικά, σαν δούλος, από τον φόβο των κολάσεων. Από αυτές είθε να λυτρωθούμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
Μονή Δήμιοβας, Καλαμάτα |
λόγος ο παρών, που έχει γράμμα
το δέλτα, δηλαδή το επόμενο ψηφίο.
Αυτός ο λόγος την εγκράτεια περιέχει,
που είναι η αρχή στους οκτώ αντιπάλους
των οκτώ παθών, μαζί με τη σωφροσύνη.
Αυτές οι δυο της ευσέβειας είναι έργα.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Είναι γνωστό ότι η ευσέβεια είναι λέξη πολύμορφη και πολύτροπη, όπως η κοσμική φιλοσοφία. Γιατί όταν ολοκληρωθούν τα δέκα μαθήματα, τότε λέμε πώς έχομε φιλοσοφία, και δεν ανήκει η ονομασία αυτή σε ένα ή δύο μαθήματα, αλλά στα δέκα.
Έτσι και η ευσέβεια δεν είναι όνομα μιας αρετής, αλλά όλων των αρετών. Προέρχεται από το «εύ + σέβω», δηλαδή υπηρετώ καλώς. Αν τώρα κανείς λέει ότι η λέξη αναφέρεται στην πίστη, στο να σεβόμαστε καλώς το Θεό, ας μας εξηγήσει πώς πρώτα φοβάται κανείς τον Κύριο κι έπειτα τον πιστεύει, και δε συμβαίνει πρώτα μάλλον να τον πιστεύει και έπειτα να τον φοβάται; Ώστε από την πίστη πηγάζει ο φόβος και από αυτόν η ευσέβεια, σύμφωνα με τον Προφήτη, ο οποίος αφού μίλησε πρώτα για τη σοφία, κατεβαίνοντας είπε: «Πνεύμα γνώσεως και ευσέβειας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11, 2-3).
Και ο Κύριος αφού άρχισε από το φόβο, οδήγησε στο πένθος(Ματθ. 5, 3-4) εκείνον που έχει φόβο. Να μιλήσομε τώρα με τάξη για το σύνολο της ευσέβειας, δηλαδή για κάθε πνευματική εργασία, δεν υπάρχει καιρός. Αλλά αφού αφήσομε κατά μέρος τις πριν από τη μεγάλη πίστη και τον αγνό φόβο σωματικές πράξεις, γιατί όλοι τις γνωρίζουν, θα κάνομε λόγο περί των φυτών του νοητού Παραδείσου, δηλαδή περί των ψυχικών αρετών με συντομία, με τη βοήθεια της χάρης.
Από αυτές γεννιέται η γενική εγκράτεια, δηλαδή η αποχή απ' όλα τα πάθη. Υπάρχει βέβαια, μεταξύ των σωματικών πράξεων, και η μερική εγκράτεια, η οποία διδάσκει την ορθή χρήση των φαγητών και ποτών.
Η γενική όμως εγκράτεια συγκρατεί κάθε λογισμό και κάθε κίνηση μελών που δε γίνεται κατά το θέλημα του Θεού, γι' αυτό και λέγεται εγκράτεια των παθών. Εκείνος που έχει αυτή την εγκράτεια, δεν ανέχεται διόλου ούτε λογισμό, ούτε λόγο, ούτε κίνηση ποδιού ή χεριού ή άλλου μέλους του σώματος, έξω από την αναγκαία χρήση του σώματος, δηλαδή για τη σωματική ζωή και την ψυχική σωτηρία.
Και από αυτά πολλαπλασιάζονται οι πειρασμοί από τους δαίμονες, που βλέπουν τον άνθρωπο να γίνεται άγγελος με σώμα από την προθυμία και την εργασία των καλών. Και αυτό είναι το «να εργάζεται κανείς και να φυλάγει»(Γεν. 2, 12)· γιατί πρόκειται για έργο τέλειο που χρειάζεται αδιάλειπτη προσοχή, μην τυχόν και περάσει μέσα χωρίς να το καταλάβει κανένα από τα πάθη που στέκονται απ' έξω.
Και δεν είναι όμοιες οι δύο εγκράτειες και σωφροσύνες. Η πρώτη συγκρατεί την πορνεία και τα αισχρότατα πάθη, ενώ η δεύτερη μαζεύει στον εαυτό της και τον πιο λεπτό και αναμάρτητο λογισμό και διά μέσου της τον ανυψώνει προς τον Θεό.
Γι' αυτό ούτε με το λόγο δεν μπορεί κανείς να μιλάει με ακρίβεια ή να γνωρίζει εξ ακοής, αλλά από την πείρα έρχεται στην πνευματική εργασία και στη γνώση καθεμιάς από αυτές, οι οποίες φέρνουν σε μεγάλη έκπληξη το νου.
Και είναι θαυμαστό, πώς η εγκράτεια, με τόσο απλό όνομα, έχει τόση δύναμη ώστε να ανυψώνει το χώμα —τον άνθρωπο— και να κάνει άυλο τον υλικό. Η κοσμική παιδεία μπορεί να κατανοεί το περιεχόμενο διαφόρων ονομάτων, παίρνοντας αφορμή από την ετυμολογία τους.
Η πείρα όμως και η απόκτηση των αρετών, έχει ανάγκη από το Θεό, και γίνεται με πολύ κόπο κι έπειτα από πολύ χρόνο, και μάλιστα προκειμένου περί των αρετών της ψυχής, γιατί αυτές είναι μυστικότερες και κυρίως αρετές.
Οι σωματικές αρετές θεωρούνται μάλλον εργαλεία των αρετών, και είναι ευκολότερες, αν και χρειάζονται σωματικούς κόπους. Οι αρετές της ψυχής έχουν ανάγκη μόνο από την επιστασία του λογισμού, εντούτοις είναι δυσκολοκατόρθωτη η απόκτησή τους. Γι' αυτό ο Νόμος λέει από την αρχή: «Πρόσεχε στον εαυτό σου»(Εξ. 23, 21). Πάνω σ' αυτό το ρητό, ο Μέγας Βασίλειος έγραψε έναν αξιοθαύμαστο λόγο.
Εμείς τι να πούμε, που δεν προσέχομε διόλου, αλλά είμαστε μερικοί σαν τους Φαρισαίους; Νηστείες και αγρυπνίες και τα όμοια, ίσως έχουν μερικοί, και συχνά με μερική πνευματική γνώση. Διάκριση όμως δεν έχομε, γιατί δε θέλομε να προσέχομε στους εαυτούς μας και να γνωρίζομε τι είναι εκείνο που ζητείται από εμάς.
Ούτε θέλει κανείς να υπομένει στην προσοχή των λογισμών, για να λάβει ίσως πείρα από τους πολλούς πολέμους και πειρασμούς, και να γίνει τουλάχιστον για τους άλλους έμπειρος ναύτης, ή ακόμη και πλοίαρχος.
Αλλά ενώ είμαστε όλοι τυφλοί, λέμε όπως οι Φαρισαίοι(Ιω. 9, 41) ότι βλέπομε· γι' αυτό, όπως λέει ο Κύριος, θα έχομε βαρύτερη καταδίκη(Μάρκ. 12, 40). Γιατί αν ήμαστε τυφλοί, δε θα είχαμε καταδίκη, αλλά θα ήταν αρκετή η ευγνωμοσύνη και η ομολογία της ήττας και της αγνωσίας μας. Τώρα όμως, αλοίμονο! Γι' αυτό έχομε μεγαλύτερη καταδίκη, όμοια με τους ειδωλολάτρες, όπως λέει ο Σολομών(Σ. Σολ. 13, 8-9), οι οποίοι ενώ τόσα σοφίστηκαν, έχασαν το ζητούμενο.
Λοιπόν, θα σωπάσομε, αφού δεν έχομε έργα; Αυτό είναι χειρότερο. Ο Απόστολος συμβουλεύει: «Μάλλον να ελέγχετε· γιατί όσα γίνονται κρυφά,είναι ντροπή και να τα λέμε»(Εφ. 5, 11-12). Έτσι θα σωπάσω γι' αυτό το θέμα, θα αρχίσω όμως να μιλώ για τις αξιοθαύμαστες αρετές. Γιατί η σκοτεινή καρδιά μου δοκιμάζει ηδονή από τη μνήμη και τη γλυκύτητά τους.
Και απ' αυτό λησμονώ την κατάστασή μου και δεν με μέλλει για την καταδίκη που με περιμένει από το να λέω και να μην πράττω. Η εγκράτεια λοιπόν και η σωφροσύνη έχουν την ίδια δύναμη και είναι διπλές, όπως είπαμε· αλλά τώρα θα πούμε για τα τελειότερα.
Εκείνος λοιπόν που με τη χάρη του Θεού έχει τη μεγάλη πίστη και τον αγνό και θείο φόβο και θελήσει έπειτα να έχει την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, οφείλει να κυριαρχεί στον εαυτό του εντελώς, και εσωτερικά και εξωτερικά, και να είναι σαν νεκρός στο σώμα και στην ψυχή προς αυτόν τον κόσμο και τους ανθρώπους, λέγοντας για όλα στο λογισμό του: «Ποιος είμαι εγώ; Και τι είμαι στην πραγματικότητα, παρά ένα σίχαμα; Η αρχή μου είναι από το χώμα(Γεν. 3, 19), το τέλος μου στη σαπίλα, και το ενδιάμεσο είναι γεμάτο από κάθε θρασύτητα και κάτι περισσότερο. Τι είναι η ζωή μου; Και πόση είναι; Μία ώρα, και ύστερα, ο θάνατος. Τι με μέλλει για τούτο ή εκείνο; Όπου να είναι, πεθαίνω· γιατί ο Χριστός κανονίζει τη ζωή και το θάνατο. Εγώ γιατί μεριμνώ και φιλονεικώ μάταια; Λίγο ψωμί χρειάζομαι, το παραπάνω τι το θέλω; Αν έχω αυτό το λίγο, περιττεύει κάθε μέριμνα. "Αν δεν το έχω, ίσως μεριμνήσω μόνο γι' αυτό, από ατέλεια της γνώσεώς μου, αν και ο Θεός είναι εκείνος που προνοεί.»
Όλη λοιπόν η μέριμνα του ανθρώπου ας στρέφεται στη φύλαξη των αισθήσεων και των λογισμών, για να μην πιστέψει ή κάνει τίποτε που δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού. Να ετοιμάζει επίσης τον εαυτό του για να υπομείνει όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα του προξενούν οι δαίμονες ή οι άνθρωποι, ώστε μήτε από αυτά, μήτε από εκείνα να ταραχθεί ή να δοκιμάσει άλογη χαρά και υπερηφάνεια, ή λύπη και απελπισία, και να μη δέχεται κανένα θρασύ λογισμό, μέχρις ότου έρθει ο Κύριος. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Και δεν είναι όμοιες οι δύο εγκράτειες και σωφροσύνες. Η πρώτη συγκρατεί την πορνεία και τα αισχρότατα πάθη, ενώ η δεύτερη μαζεύει στον εαυτό της και τον πιο λεπτό και αναμάρτητο λογισμό και διά μέσου της τον ανυψώνει προς τον Θεό.
Γι' αυτό ούτε με το λόγο δεν μπορεί κανείς να μιλάει με ακρίβεια ή να γνωρίζει εξ ακοής, αλλά από την πείρα έρχεται στην πνευματική εργασία και στη γνώση καθεμιάς από αυτές, οι οποίες φέρνουν σε μεγάλη έκπληξη το νου.
Και είναι θαυμαστό, πώς η εγκράτεια, με τόσο απλό όνομα, έχει τόση δύναμη ώστε να ανυψώνει το χώμα —τον άνθρωπο— και να κάνει άυλο τον υλικό. Η κοσμική παιδεία μπορεί να κατανοεί το περιεχόμενο διαφόρων ονομάτων, παίρνοντας αφορμή από την ετυμολογία τους.
Η πείρα όμως και η απόκτηση των αρετών, έχει ανάγκη από το Θεό, και γίνεται με πολύ κόπο κι έπειτα από πολύ χρόνο, και μάλιστα προκειμένου περί των αρετών της ψυχής, γιατί αυτές είναι μυστικότερες και κυρίως αρετές.
Οι σωματικές αρετές θεωρούνται μάλλον εργαλεία των αρετών, και είναι ευκολότερες, αν και χρειάζονται σωματικούς κόπους. Οι αρετές της ψυχής έχουν ανάγκη μόνο από την επιστασία του λογισμού, εντούτοις είναι δυσκολοκατόρθωτη η απόκτησή τους. Γι' αυτό ο Νόμος λέει από την αρχή: «Πρόσεχε στον εαυτό σου»(Εξ. 23, 21). Πάνω σ' αυτό το ρητό, ο Μέγας Βασίλειος έγραψε έναν αξιοθαύμαστο λόγο.
Εμείς τι να πούμε, που δεν προσέχομε διόλου, αλλά είμαστε μερικοί σαν τους Φαρισαίους; Νηστείες και αγρυπνίες και τα όμοια, ίσως έχουν μερικοί, και συχνά με μερική πνευματική γνώση. Διάκριση όμως δεν έχομε, γιατί δε θέλομε να προσέχομε στους εαυτούς μας και να γνωρίζομε τι είναι εκείνο που ζητείται από εμάς.
Ούτε θέλει κανείς να υπομένει στην προσοχή των λογισμών, για να λάβει ίσως πείρα από τους πολλούς πολέμους και πειρασμούς, και να γίνει τουλάχιστον για τους άλλους έμπειρος ναύτης, ή ακόμη και πλοίαρχος.
Αλλά ενώ είμαστε όλοι τυφλοί, λέμε όπως οι Φαρισαίοι(Ιω. 9, 41) ότι βλέπομε· γι' αυτό, όπως λέει ο Κύριος, θα έχομε βαρύτερη καταδίκη(Μάρκ. 12, 40). Γιατί αν ήμαστε τυφλοί, δε θα είχαμε καταδίκη, αλλά θα ήταν αρκετή η ευγνωμοσύνη και η ομολογία της ήττας και της αγνωσίας μας. Τώρα όμως, αλοίμονο! Γι' αυτό έχομε μεγαλύτερη καταδίκη, όμοια με τους ειδωλολάτρες, όπως λέει ο Σολομών(Σ. Σολ. 13, 8-9), οι οποίοι ενώ τόσα σοφίστηκαν, έχασαν το ζητούμενο.
Λοιπόν, θα σωπάσομε, αφού δεν έχομε έργα; Αυτό είναι χειρότερο. Ο Απόστολος συμβουλεύει: «Μάλλον να ελέγχετε· γιατί όσα γίνονται κρυφά,είναι ντροπή και να τα λέμε»(Εφ. 5, 11-12). Έτσι θα σωπάσω γι' αυτό το θέμα, θα αρχίσω όμως να μιλώ για τις αξιοθαύμαστες αρετές. Γιατί η σκοτεινή καρδιά μου δοκιμάζει ηδονή από τη μνήμη και τη γλυκύτητά τους.
Και απ' αυτό λησμονώ την κατάστασή μου και δεν με μέλλει για την καταδίκη που με περιμένει από το να λέω και να μην πράττω. Η εγκράτεια λοιπόν και η σωφροσύνη έχουν την ίδια δύναμη και είναι διπλές, όπως είπαμε· αλλά τώρα θα πούμε για τα τελειότερα.
Εκείνος λοιπόν που με τη χάρη του Θεού έχει τη μεγάλη πίστη και τον αγνό και θείο φόβο και θελήσει έπειτα να έχει την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, οφείλει να κυριαρχεί στον εαυτό του εντελώς, και εσωτερικά και εξωτερικά, και να είναι σαν νεκρός στο σώμα και στην ψυχή προς αυτόν τον κόσμο και τους ανθρώπους, λέγοντας για όλα στο λογισμό του: «Ποιος είμαι εγώ; Και τι είμαι στην πραγματικότητα, παρά ένα σίχαμα; Η αρχή μου είναι από το χώμα(Γεν. 3, 19), το τέλος μου στη σαπίλα, και το ενδιάμεσο είναι γεμάτο από κάθε θρασύτητα και κάτι περισσότερο. Τι είναι η ζωή μου; Και πόση είναι; Μία ώρα, και ύστερα, ο θάνατος. Τι με μέλλει για τούτο ή εκείνο; Όπου να είναι, πεθαίνω· γιατί ο Χριστός κανονίζει τη ζωή και το θάνατο. Εγώ γιατί μεριμνώ και φιλονεικώ μάταια; Λίγο ψωμί χρειάζομαι, το παραπάνω τι το θέλω; Αν έχω αυτό το λίγο, περιττεύει κάθε μέριμνα. "Αν δεν το έχω, ίσως μεριμνήσω μόνο γι' αυτό, από ατέλεια της γνώσεώς μου, αν και ο Θεός είναι εκείνος που προνοεί.»
Όλη λοιπόν η μέριμνα του ανθρώπου ας στρέφεται στη φύλαξη των αισθήσεων και των λογισμών, για να μην πιστέψει ή κάνει τίποτε που δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού. Να ετοιμάζει επίσης τον εαυτό του για να υπομείνει όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα του προξενούν οι δαίμονες ή οι άνθρωποι, ώστε μήτε από αυτά, μήτε από εκείνα να ταραχθεί ή να δοκιμάσει άλογη χαρά και υπερηφάνεια, ή λύπη και απελπισία, και να μη δέχεται κανένα θρασύ λογισμό, μέχρις ότου έρθει ο Κύριος. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Ο λόγος ευαγγελικό είχε ο πριν το θέμα,
με την ελπίδα αυτός εδώ ασχολείται των μελλόντων.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Η αμέριμνη ελπίδα είναι ζωή και πλούτος, κρυφός μεν στην αίσθηση, μαρτυρούμενος όμως από τη φρόνηση και τη φύση των πραγμάτων. Οι γεωργοί κοπιάζουν σπέρνοντας και φυτεύοντας· οι ναυτικοί επίσης περνούν πολλούς κινδύνους· και τα παιδιά κουράζονται να μαθαίνουν γράμματα και επιστήμες.
με την ελπίδα αυτός εδώ ασχολείται των μελλόντων.
Το ζήτα έκτο έρχεται στην σειρά των ψηφίων,
κι ο νους ζητά κι επιθυμεί αμέριμνος να γίνει.Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Η αμέριμνη ελπίδα είναι ζωή και πλούτος, κρυφός μεν στην αίσθηση, μαρτυρούμενος όμως από τη φρόνηση και τη φύση των πραγμάτων. Οι γεωργοί κοπιάζουν σπέρνοντας και φυτεύοντας· οι ναυτικοί επίσης περνούν πολλούς κινδύνους· και τα παιδιά κουράζονται να μαθαίνουν γράμματα και επιστήμες.
Και όλοι αυτοί στην ελπίδα αποβλέπουν, γι' αυτό και κοπιάζουν με χαρά και πετούν φαινομενικά τα έτοιμα (π.χ. σπόρο, χρήματα κλπ.), ενώ στην πραγματικότητα υπομένουν για να κερδίσουν περισσότερα, και πολλές φορές πληρώνουν με στέρησή τους.
Ίσως όμως πει κανείς ότι αυτοί μαθαίνουν από την πείρα για το κέρδος, ενώ για τα νοητά, δεν αναστήθηκε κανείς εκ νεκρών, για να μας τα πει. Αυτό λοιπόν συμβαίνει από απειρία των πνευματικών χαρισμάτων και γνώσεων, και δεν είναι περίεργο. Γιατί κι εκείνοι που δεν έχουν πείρα σ' αυτά που προείπαμε, δειλιάζουν, μέχρις ότου λάβουν πείρα.
Τα παιδιά, ας πούμε, με το να μη γνωρίζουν την ωφέλεια των γραμμάτων και των λοιπών μαθημάτων, τα αποφεύγουν. Αλλά οι γονείς, επειδή γνωρίζουν το κέρδος, τα πιέζουν και τα αναγκάζουν σ' αυτά· κι όταν έρθει ο καιρός, αποκτούν και τα παιδιά πείρα και αρχίζουν όχι μόνον να αγαπούν και τα γράμματα και τους γονείς που τα εξαναγκάζουν σ' αυτά, αλλά και με χαρά να προσπαθούν όσο μπορούν για τα μαθήματα.
Γι' αυτό και εμείς οφείλομε πρώτα, παρακινημένοι από την πίστη, να τρέχομε με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και να μην αποθαρρυνόμαστε στις θλίψεις, ώστε όταν έρθει ο καιρός, να μάθομε την ωφέλεια όσων γίνονται και έτσι με χαρά και ευφροσύνη θα εργαζόμαστε χωρίς κόπο.
Γιατί βαδίζομε με την πίστη, όχι με την αίσθηση(Β΄ Κορ. 5, 7), όπως λέει ο Απόστολος. Όπως ένας έμπορος του καιρού αυτού δεν μπορεί να βρει αμέσως το κέρδος, έτσι είναι αδύνατο να βρει κανείς την γνώση και την ανάπαυση προτού κοπιάσει με έργο και λόγο στις αρετές.
Και όπως οι έμποροι πάντοτε φοβούνται τη ζημία και ελπίζουν στο κέρδος, έτσι πρέπει να γίνεται και στα πνευματικά, ως την τελευταία πνοή. Και όπως οι έμποροι τρέχουν όχι μόνον όταν κερδίσουν, αλλά και μετά τη ζημιά και τους κινδύνους, έτσι οφείλουν να κάνουν και οι πνευματικοί αγωνιστές, γνωρίζοντας ότι όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει από τους κόπους του, γι' αυτό και γίνεται φτωχός και οφειλέτης ίσως πολλών ταλάντων. Γι' αυτό λέει ο Προφήτης: «Μ' έβαλες να κατοικήσω γεμάτος ελπίδα»(Ψαλμ. 4, 9), και ο Απόστολος: «Έφυγαν από τη ζωή με ελπίδα»(Εβρ. 11, 39, 40).
Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν με συντομία από τα πράγματα της φύσεως και από τις θείες Γραφές. Αν όμως κανείς θέλει να αποκτήσει πείρα, ας εργάζεται όσο μπορεί τις επτά σωματικές πράξεις στο σύνολό τους, σαν να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς περισπασμούς, και να φροντίζει και για την ηθική, δηλαδή την ψυχική εργασία.
Και απ' αυτές αφού φτάσει στην ελπίδα και επιμείνει με καρτερικότητα σ' αυτήν, θα γνωρίσει με ακρίβεια αυτά που λέω, και ότι από την αρχή της μετάνοιας, όταν άρχισε τις επτά πράξεις, από την πρώτη ήδη πράξη, δηλαδή την ησυχία, ήταν ο μισθός της ελπίδας και το κέρδος έτοιμο πριν να κοπιάσει για τις υπόλοιπες έξι, δηλαδή τη νηστεία, την αγρυπνία κλπ.
Αλλά μόλις άρχισε να ασκεί την πρώτη, την ησυχία, που είναι και η αρχή της καθάρσεως της ψυχής, αμέσως είχε ετοιμασθεί και το κέρδος. Επειδή όμως ο μαθητής ήταν άπειρος, δε γνώριζε τη χάρη του Κυρίου, όπως και το νήπιο δε γνωρίζει την ωφέλεια από τους γονείς, αν και προτού γεννηθεί, οι γονείς ήταν κατά την προαίρεση ευεργέτες του, προσευχόμενοι να γεννηθεί και να ζήσει.
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και να τους κληρονομήσει και να έχει όσα προετοίμασαν και όσα ακόμη θα δημιουργήσουν με το μόχθο τους. Το νήπιο όμως, επειδή δεν ξέρει, δεν φροντίζει διόλου γι' αυτά, αλλά το έχει για ενόχληση να υποτάσσεται στους γονείς, και αν δεν ήταν ο δεσμός της φύσεως και η ανάγκη της τροφής, δεν θα είχε καμία ευγνωμοσύνη σ' αυτούς.
Εκείνος τώρα που θέλει να κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών και δεν υπομένει τα θλιβερά, δείχνει μεγαλύτερη αγνωμοσύνη. Γιατί δημιουργήθηκε με τη χάρη, παίρνοντας όλα όσα έχει και ελπίζοντας για τα μέλλοντα, και θα συμβασιλεύει αιώνια με το Χριστό, ο Οποίος τον αξίωσε, αυτόν που δεν είναι τίποτε, τόσο πολλές και μεγάλες δωρεές, αισθητές και νοητές, ώστε να ευδοκήσει ακόμη και το υπέρτιμο αίμα Του να χύσει γι' αυτόν, χωρίς να ζητά τίποτε από αυτόν, εκτός από το να θελήσει να λάβει τα αγαθά Του, και τίποτε άλλο.
Αυτή και μόνη είναι η απαίτηση του Κυρίου, που όποιος μπόρεσε να την εννοήσει, εκπλήττεται. Γιατί λέει η Γραφή: «Τι άλλο ζητά ο Θεός από σένα;»(Μιχ. 6, 8). Τι ανόητοι είμαστε! Πώς, ενώ βλέπομε, δε βλέπομε τα φρικτά Του μυστήρια; Γιατί και αυτό που φαίνεται ότι ζητά, είναι μεγαλύτερο δώρο.
Πώς δεν εννοούμε ότι καλύτερος από όλους είναι εκείνος που φροντίζει για την αρετή και είναι πάνω απ' όλους και πετά ψηλά, και ας είναι φτωχός και άσημος; Μήπως δε μάθαμε για τους Προφήτες σ' αυτόν τον κόσμο, ή για τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες, και γι' αυτό αμφιβάλλομε για τα μέλλοντα; Ας δούμε τους βίους των και τι έκαναν, και από που λένε ότι έπαιρναν τη χάρη και τη δύναμη; Και όχι μόνο αυτά, αλλά και μετά θάνατον θαυματουργούν.
Ας δούμε τους βασιλιάδες και τους πλουσίους, πώς προσκυνούν τις άγιες εικόνες τους; Ας δούμε τους ενάρετους τώρα, πώς ζούνε με κάθε ευχαριστία και αρετή και πνευματική χαρά, ενώ οι πλούσιοι αγανακτούν και πειράζονται περισσότερο από τους ασκητές και ακτήμονες; Και απ' αυτό ελπίζομε ότι η αρετή είναι καλύτερη απ' όλα.
Αλλιώς, ας δούμε, πώς οι άπιστοι, αγνοούν ίσως το Θεό, επαινούν όμως την αρετή, ακόμη και αν ο ενάρετος τους φαίνεται αλλόπιστος. Γιατί συνήθως την αρετή τη σέβεται και ο εχθρός. Και αν πιστεύομε ότι η αρετή είναι αγαθή, κατ' ανάγκην ο Θεός που έκανε την αρετή και τη χάρισε στους ανθρώπους, είναι αγαθός. Και αν είναι αγαθός, κατ' ανάγκην είναι και δίκαιος, γιατί η δικαιοσύνη είναι αρετή, γι' αυτό είναι και αγαθή. Και αν ο Θεός είναι αγαθός και δίκαιος, οπωσδήποτε από αγαθότητα κάνει όσα έκανε και κάνει, ακόμη και αν αυτό δε φαίνεται στους πονηρούς.
Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει όσο η πονηρία. Ο Θεός όμως φανερώνεται στην απλότητα και στην ταπείνωση και όχι με τους κόπους. Φανερώνεται δε, όχι όπως μερικοί από απειρία τους νομίζουν, αλλά με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων Του, και με τις αποκαλύψεις των μυστηρίων Του που περιέχονται στις θείες Γραφές.
Αυτός είναι ο μισθός της ησυχίας και των λοιπών πράξεων σ' αυτή τη ζωή· ενώ στη μέλλουσα, αυτά που μάτια δεν είδαν και αυτιά δεν τ' άκουσαν, ούτε τα διανοήθηκε ποτέ άνθρωπος, τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 9) και εγκαταλείπουν τα θελήματά τους με την υπομονή και την ελπίδα των μελλόντων αγαθών.
Αυτά ευχόμαστε να επιτύχομε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία, στους αιώνες. Αμήν.
Γι' αυτό και εμείς οφείλομε πρώτα, παρακινημένοι από την πίστη, να τρέχομε με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και να μην αποθαρρυνόμαστε στις θλίψεις, ώστε όταν έρθει ο καιρός, να μάθομε την ωφέλεια όσων γίνονται και έτσι με χαρά και ευφροσύνη θα εργαζόμαστε χωρίς κόπο.
Γιατί βαδίζομε με την πίστη, όχι με την αίσθηση(Β΄ Κορ. 5, 7), όπως λέει ο Απόστολος. Όπως ένας έμπορος του καιρού αυτού δεν μπορεί να βρει αμέσως το κέρδος, έτσι είναι αδύνατο να βρει κανείς την γνώση και την ανάπαυση προτού κοπιάσει με έργο και λόγο στις αρετές.
Και όπως οι έμποροι πάντοτε φοβούνται τη ζημία και ελπίζουν στο κέρδος, έτσι πρέπει να γίνεται και στα πνευματικά, ως την τελευταία πνοή. Και όπως οι έμποροι τρέχουν όχι μόνον όταν κερδίσουν, αλλά και μετά τη ζημιά και τους κινδύνους, έτσι οφείλουν να κάνουν και οι πνευματικοί αγωνιστές, γνωρίζοντας ότι όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει από τους κόπους του, γι' αυτό και γίνεται φτωχός και οφειλέτης ίσως πολλών ταλάντων. Γι' αυτό λέει ο Προφήτης: «Μ' έβαλες να κατοικήσω γεμάτος ελπίδα»(Ψαλμ. 4, 9), και ο Απόστολος: «Έφυγαν από τη ζωή με ελπίδα»(Εβρ. 11, 39, 40).
Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν με συντομία από τα πράγματα της φύσεως και από τις θείες Γραφές. Αν όμως κανείς θέλει να αποκτήσει πείρα, ας εργάζεται όσο μπορεί τις επτά σωματικές πράξεις στο σύνολό τους, σαν να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς περισπασμούς, και να φροντίζει και για την ηθική, δηλαδή την ψυχική εργασία.
Και απ' αυτές αφού φτάσει στην ελπίδα και επιμείνει με καρτερικότητα σ' αυτήν, θα γνωρίσει με ακρίβεια αυτά που λέω, και ότι από την αρχή της μετάνοιας, όταν άρχισε τις επτά πράξεις, από την πρώτη ήδη πράξη, δηλαδή την ησυχία, ήταν ο μισθός της ελπίδας και το κέρδος έτοιμο πριν να κοπιάσει για τις υπόλοιπες έξι, δηλαδή τη νηστεία, την αγρυπνία κλπ.
Αλλά μόλις άρχισε να ασκεί την πρώτη, την ησυχία, που είναι και η αρχή της καθάρσεως της ψυχής, αμέσως είχε ετοιμασθεί και το κέρδος. Επειδή όμως ο μαθητής ήταν άπειρος, δε γνώριζε τη χάρη του Κυρίου, όπως και το νήπιο δε γνωρίζει την ωφέλεια από τους γονείς, αν και προτού γεννηθεί, οι γονείς ήταν κατά την προαίρεση ευεργέτες του, προσευχόμενοι να γεννηθεί και να ζήσει.
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και να τους κληρονομήσει και να έχει όσα προετοίμασαν και όσα ακόμη θα δημιουργήσουν με το μόχθο τους. Το νήπιο όμως, επειδή δεν ξέρει, δεν φροντίζει διόλου γι' αυτά, αλλά το έχει για ενόχληση να υποτάσσεται στους γονείς, και αν δεν ήταν ο δεσμός της φύσεως και η ανάγκη της τροφής, δεν θα είχε καμία ευγνωμοσύνη σ' αυτούς.
Εκείνος τώρα που θέλει να κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών και δεν υπομένει τα θλιβερά, δείχνει μεγαλύτερη αγνωμοσύνη. Γιατί δημιουργήθηκε με τη χάρη, παίρνοντας όλα όσα έχει και ελπίζοντας για τα μέλλοντα, και θα συμβασιλεύει αιώνια με το Χριστό, ο Οποίος τον αξίωσε, αυτόν που δεν είναι τίποτε, τόσο πολλές και μεγάλες δωρεές, αισθητές και νοητές, ώστε να ευδοκήσει ακόμη και το υπέρτιμο αίμα Του να χύσει γι' αυτόν, χωρίς να ζητά τίποτε από αυτόν, εκτός από το να θελήσει να λάβει τα αγαθά Του, και τίποτε άλλο.
Αυτή και μόνη είναι η απαίτηση του Κυρίου, που όποιος μπόρεσε να την εννοήσει, εκπλήττεται. Γιατί λέει η Γραφή: «Τι άλλο ζητά ο Θεός από σένα;»(Μιχ. 6, 8). Τι ανόητοι είμαστε! Πώς, ενώ βλέπομε, δε βλέπομε τα φρικτά Του μυστήρια; Γιατί και αυτό που φαίνεται ότι ζητά, είναι μεγαλύτερο δώρο.
Πώς δεν εννοούμε ότι καλύτερος από όλους είναι εκείνος που φροντίζει για την αρετή και είναι πάνω απ' όλους και πετά ψηλά, και ας είναι φτωχός και άσημος; Μήπως δε μάθαμε για τους Προφήτες σ' αυτόν τον κόσμο, ή για τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες, και γι' αυτό αμφιβάλλομε για τα μέλλοντα; Ας δούμε τους βίους των και τι έκαναν, και από που λένε ότι έπαιρναν τη χάρη και τη δύναμη; Και όχι μόνο αυτά, αλλά και μετά θάνατον θαυματουργούν.
Ας δούμε τους βασιλιάδες και τους πλουσίους, πώς προσκυνούν τις άγιες εικόνες τους; Ας δούμε τους ενάρετους τώρα, πώς ζούνε με κάθε ευχαριστία και αρετή και πνευματική χαρά, ενώ οι πλούσιοι αγανακτούν και πειράζονται περισσότερο από τους ασκητές και ακτήμονες; Και απ' αυτό ελπίζομε ότι η αρετή είναι καλύτερη απ' όλα.
Αλλιώς, ας δούμε, πώς οι άπιστοι, αγνοούν ίσως το Θεό, επαινούν όμως την αρετή, ακόμη και αν ο ενάρετος τους φαίνεται αλλόπιστος. Γιατί συνήθως την αρετή τη σέβεται και ο εχθρός. Και αν πιστεύομε ότι η αρετή είναι αγαθή, κατ' ανάγκην ο Θεός που έκανε την αρετή και τη χάρισε στους ανθρώπους, είναι αγαθός. Και αν είναι αγαθός, κατ' ανάγκην είναι και δίκαιος, γιατί η δικαιοσύνη είναι αρετή, γι' αυτό είναι και αγαθή. Και αν ο Θεός είναι αγαθός και δίκαιος, οπωσδήποτε από αγαθότητα κάνει όσα έκανε και κάνει, ακόμη και αν αυτό δε φαίνεται στους πονηρούς.
Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει όσο η πονηρία. Ο Θεός όμως φανερώνεται στην απλότητα και στην ταπείνωση και όχι με τους κόπους. Φανερώνεται δε, όχι όπως μερικοί από απειρία τους νομίζουν, αλλά με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων Του, και με τις αποκαλύψεις των μυστηρίων Του που περιέχονται στις θείες Γραφές.
Αυτός είναι ο μισθός της ησυχίας και των λοιπών πράξεων σ' αυτή τη ζωή· ενώ στη μέλλουσα, αυτά που μάτια δεν είδαν και αυτιά δεν τ' άκουσαν, ούτε τα διανοήθηκε ποτέ άνθρωπος, τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 9) και εγκαταλείπουν τα θελήματά τους με την υπομονή και την ελπίδα των μελλόντων αγαθών.
Αυτά ευχόμαστε να επιτύχομε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία, στους αιώνες. Αμήν.
Σκήτη Αγ. Άννης, Άγ. Όρος |
Το ήτα είναι έβδομο γράμμα του αλφαβήτου,
κι ο λόγος ο αντίστοιχος, περί απροσπαθείας.
Η απροσπάθεια γεννιέται απ' την ελπίδα
κι αποτελεί φυγή από τον κόσμον όλο.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Η απροσπάθεια (ελευθερία από εμπαθείς κλίσεις) πηγάζει από την ελπίδα· επειδή εκείνος που ελπίζει να επιτύχει άλλου αιώνιο πλούτο, εύκολα περιφρονεί αυτόν που έχει στα χέρια του, και αν ακόμη μπορούσε να δώσει κάθε ανάπαυση ο πρόσκαιρος πλούτος.
Αφού όμως ο βίος είναι κοπιαστικός και γεμάτος βάσανα, ποιος πείθει τον λογικό άνθρωπο να προτιμά αυτόν από την αγάπη του Θεού, που δίνει και τον πρόσκαιρο και τον αιώνιο πλούτο σ' εκείνους που τον αγαπούν; Εκτός αν είναι τυφλός ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βλέπει από απιστία ή κακή προαίρεση και πονηρή συνήθεια.
Γιατί αν είχε πιστέψει, θα φωτιζόταν κι αν έπαιρνε λίγο φωτισμό από βέβαιη πίστη, θα είχε αγωνιστεί να εξαλείψει την κακίστη συνήθειά του. Και αν έπαιρνε σταθερή απόφαση, η χάρη θα συνεργούσε και θα αγωνιζόταν μαζί του.
Γι' αυτό λέει ο Κύριος: «Είναι λίγοι οι σωζόμενοι»(Λουκ. 13, 23)· επειδή τα πρόσκαιρα θεωρούνται γλυκά, κι ας είναι πικρά. Ο σκύλος που γλύφει τη λίμα, ματώνει τη γλώσσα του, από τη γλυκύτητα όμως δεν αισθάνεται τον πόνο και ότι πίνει το ίδιο του το αίμα.
Έτσι και ο γαστρίμαργος, τρώγοντας εκείνα που τον βλάπτουν στην ψυχή και στο σώμα, δεν αισθάνεται τη βλάβη. Και όλοι όσοι δουλεύουν στα πάθη, το ίδιο παθαίνουν από αναισθησία. Κι αν ίσως σηκώσουν κεφάλι, πάλι σέρνονται από τη συνήθεια.
Γι' αυτό είπε ο Κύριος: «Η βασιλεία των ουρανών απαιτεί βία από την πλευρά του ανθρώπου»(Ματθ. 11, 12). Και τούτο όχι εκ φύσεως, αλλά εξαιτίας της συνήθειας των παθών. Γιατί αν από τη φύση της απαιτούσε βία, κανένας δεν θα έμπαινε σ' αυτήν.
Αλλά για όσους έχουν την προαίρεση, ο ζυγός του Κυρίου είναι καλός και το φορτίο Του ελαφρό(Ματθ. 11, 30)· ενώ για εκείνους που δε θέλουν, είναι στενή η πύλη και δύσβατος ο δρόμος(Ματθ. 7, 14), και η βασιλεία απαιτεί βία. Για τους πρώτους, η βασιλεία είναι μέσα τους(Λουκ. 17, 21) και κοντά τους, επειδή τη θέλουν και επειδή θέλουν να αποκτήσουν σύντομα την απάθεια.
Γιατί εκείνο που βοηθεί ή εμποδίζει τη σωτηρία είναι η θέληση και τίποτε άλλο. Θέλησες κάποιο αγαθό; Πράξε το. Δεν μπορείς; Έχε τουλάχιστον την προαίρεση, και να, το έχεις, αν και δεν το έχεις. Και έτσι η συνήθεια σιγά-σιγά αυτόματα εργάζεται είτε το καλό, είτε το κακό. Αν δεν ήταν έτσι, τότε κανένας ληστής δεν θα σωζόταν.
Κι όμως, όχι μόνο σώθηκαν, αλλά και έλαμψαν πολλοί από τους ληστές. Κοίταξε πόσο μακρινή είναι η απόσταση από το ληστή στον άγιο· εντούτοις, δεν υπερίσχυσε η συνήθεια, αλλά νίκησε η προαίρεση. Εκείνον τώρα, που με τη χάρη του Χριστού είναι ευλαβής χριστιανός ή και μοναχός, τι τον εμποδίζει να γίνει όπως εκείνοι; Εκείνοι είναι μακριά, αυτός κοντά, και το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου το έλαβε κατά χάρη ή λόγω φυσικής κλίσεως ή επειδή από τους γονείς κληρονόμησε την ευσέβεια και την ευλάβεια.
Άραγε δεν είναι παράδοξο, όταν ληστές και τυμβωρύχοι γίνονται άγιοι, ενώ μοναχοί θα καταδικαστούν; Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Η ντροπή κάλυψε το πρόσωπό μου(Ψαλμ. 43, 16). Οι βασιλιάδες γίνονται φτωχοί, όπως ο άγιος Ιωάσαφ και οι όμοιοί του, και ο φτωχός δεν μπορεί να διατηρήσει την φτώχεια, στην οποία ήταν ανέκαθεν συνηθισμένος, ώστε να μπει χωρίς κόπο στη βασιλεία των ουρανών, με την απροσπάθεια των πραγμάτων, τα οποία δεν είχε από κληρονομία των γονέων του.
Αλλά όταν είπε ότι απαρνείται τον κόσμο, αν και δεν είχε τίποτε (γιατί τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου τα κατέχει άλλος, κι αυτός είχε εξουσία μόνο να τα επιθυμεί), όταν λοιπόν απαρνήθηκε τον κόσμο, τότε βρέθηκε με πολλά. Και λέει, «δεν μπορώ να είμαι ακτήμων, ούτε να υπομένω όσα μου έρχονται». Ποιά, πες μου; Τις φυλακές και τα δεσμά που είχε πρωτύτερα, κι ας ήταν και άρχοντας; Γιατί εκείνοι που έχουν τις αρχές και τα πλούτη, αυτοί τα παθαίνουν αυτά. Αλλά ποιά; Τη στέρηση των αναγκαίων, την γυμνότητα και τα λοιπά που είχε;
Δε θέλω να μιλώ λεπτομερώς και να μακραίνω το λόγο και να καταισχύνω εκείνους που είναι γεμάτοι αισχύνη· είναι αρκετή για μας αυτή ακριβώς η εμπαθής προσκόλληση σε κάτι από τα ορατά, των οποίων την επιθυμία απαρνηθήκαμε, να μας γεμίσει αισχύνη και ντροπή στο μέλλον, όπως έγινε με το Γιεζή(Δ΄ Βασ. 5, 20· και 26, 27) και τον Ιούδα(Ματθ. 26, 15· 27, 5).
Ο πρώτος, ως γνωστόν, επιθύμησε εκείνα που δεν είχε, γι' αυτό μαζί με την πτώση, έλαβε και τη λέπρα από το Θεό. Ο δεύτερος πάλι, αφού απαρνήθηκε εκείνα που είχε, πάλι επιθύμησε να τα έχει· γι' αυτό μαζί με την αγχόνη κληρονόμησε και την απώλεια.
Τι παραπάνω έχει ο μοναχός, αν δεν ασκεί την παρθενία και την ακτημοσύνη; Τις υπόλοιπες εντολές όλοι οι άλλοι χρεωστούν να τις φυλάξουν, γιατί είναι φυσικές. Το να αγαπά το Θεό και τον πλησίον, να υπομένει τους πειρασμούς, να μεταχειρίζεται κατά φύση τα πράγματα, να απέχει από πονηρά έργα, οφείλει κανείς να τα κάνει και μη θέλοντας.
Αν δεν τα τηρεί αυτά, δε βρίσκει ανάπαυση ούτε σ' αυτή τη ζωή. Γιατί και οι νόμοι τιμωρούν τους φταίχτες και οι άρχοντες εξαναγκάζουν στην αρετή, κατά τον Απόστολο. «Δεν έχει, λέει, χωρίς λόγο το σπαθί. Θέλεις εσύ να μην φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και αυτή θα σ' επαινέσει»(Ρωμ. 13, 3-4).
Όλα μεν αυτά, ως φυσικά, όλοι και τα πράττουν και τα θέλουν, αλλά και τιμωρούν την παράβασή τους. Ο κλήρος όμως του μοναχού είναι τα υπέρ φύση, αφού είναι στρατιώτης του Χριστού. Γι' αυτό και έχει χρέος να γευθεί τα παθήματα του Χριστού, για να απολαύσει και τη δόξα Του.
Αλλά και αυτό πάλι είναι φυσικός νόμος που μαρτυρείται από τα αισθητά πράγματα. Οι στρατιώτες του βασιλιά δεν δοξάζονται επειδή υποφέρουν μαζί του; Όσο υποφέρει κανείς εδώ, τόσο έπαινο δεν έχει; Και όσο ανίκανος φανεί, τόσο δεν περιφρονείται; Δε φαίνεται κανείς πιο φίλος του βασιλιά όσο περισσότερο όμοια στολή φορεί με αυτόν; Και όσο πιο ανόμοια στολή φορεί, τόσο περισσότερο δεν φαίνεται ξένος; Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για τον δικό μας Βασιλιά.
Όσο κανείς υποφέρει και μιμείται τη φτώχεια του Χριστού και γεύεται τα παθήματα και τις ύβρεις που Αυτός υπέφερε πριν σταυρωθεί για χάρη μας και ταφεί, τόσο περισσότερο γίνεται οικείος Του και συγκοινωνός της δόξας Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου. «Αν υποφέρομε, λέει, μαζί Του, τότε και θα συνδοξαστούμε »(Ρωμ. 8, 17).
Αλοίμονο, πώς δεν γνωρίζομε ότι για ψωμί μόνο, πόσο υποφέρουν και κοπιάζουν στρατιώτες και ληστές; Και πόσο μακριά πηγαίνουν στην ξενητιά οδοιπόροι και ναυτικοί; Και πόσο κόπο υποφέρουν οι άνθρωποι, χωρίς την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών; Αν και συχνά δεν πετυχαίνουν ούτε το σκοπό για τον οποίο μοχθούν.
Κι εμείς δεν θέλομε, για χάρη της βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, να υποφέρομε λίγο. Αν και αυτό δε γίνεται ίσως τόσο κοπιαστικό, όταν η προαίρεση ευχαριστείται και δε νομίζει φορτική και ανυπόφορη την απόκτηση των αρετών, αλλά μάλλον χαρά και ανάπαυση με την ελπίδα, την αμεριμνία και την ακούσια τιμή που ακολουθεί την αρετή, την οποία συνήθως και ο εχθρός σέβεται και θαυμάζει. Η αρετή καταλήγει στην ευφροσύνη και την αγαλλίαση.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά με την αρετή έχει ενωμένη τη χαρά η απροσπάθεια, όπως τη λύπη με τα πάθη της ατιμίας η υλιστική ζωή. Από την οποία είθε να ελευθερωθούμε και να επιτύχομε την άυλη και αιώνια ζωή μέσω της απροσπάθειας που γεννά τη νέκρωση του σώματος, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 198-200)
Γιατί εκείνο που βοηθεί ή εμποδίζει τη σωτηρία είναι η θέληση και τίποτε άλλο. Θέλησες κάποιο αγαθό; Πράξε το. Δεν μπορείς; Έχε τουλάχιστον την προαίρεση, και να, το έχεις, αν και δεν το έχεις. Και έτσι η συνήθεια σιγά-σιγά αυτόματα εργάζεται είτε το καλό, είτε το κακό. Αν δεν ήταν έτσι, τότε κανένας ληστής δεν θα σωζόταν.
Κι όμως, όχι μόνο σώθηκαν, αλλά και έλαμψαν πολλοί από τους ληστές. Κοίταξε πόσο μακρινή είναι η απόσταση από το ληστή στον άγιο· εντούτοις, δεν υπερίσχυσε η συνήθεια, αλλά νίκησε η προαίρεση. Εκείνον τώρα, που με τη χάρη του Χριστού είναι ευλαβής χριστιανός ή και μοναχός, τι τον εμποδίζει να γίνει όπως εκείνοι; Εκείνοι είναι μακριά, αυτός κοντά, και το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου το έλαβε κατά χάρη ή λόγω φυσικής κλίσεως ή επειδή από τους γονείς κληρονόμησε την ευσέβεια και την ευλάβεια.
Άραγε δεν είναι παράδοξο, όταν ληστές και τυμβωρύχοι γίνονται άγιοι, ενώ μοναχοί θα καταδικαστούν; Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Η ντροπή κάλυψε το πρόσωπό μου(Ψαλμ. 43, 16). Οι βασιλιάδες γίνονται φτωχοί, όπως ο άγιος Ιωάσαφ και οι όμοιοί του, και ο φτωχός δεν μπορεί να διατηρήσει την φτώχεια, στην οποία ήταν ανέκαθεν συνηθισμένος, ώστε να μπει χωρίς κόπο στη βασιλεία των ουρανών, με την απροσπάθεια των πραγμάτων, τα οποία δεν είχε από κληρονομία των γονέων του.
Αλλά όταν είπε ότι απαρνείται τον κόσμο, αν και δεν είχε τίποτε (γιατί τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου τα κατέχει άλλος, κι αυτός είχε εξουσία μόνο να τα επιθυμεί), όταν λοιπόν απαρνήθηκε τον κόσμο, τότε βρέθηκε με πολλά. Και λέει, «δεν μπορώ να είμαι ακτήμων, ούτε να υπομένω όσα μου έρχονται». Ποιά, πες μου; Τις φυλακές και τα δεσμά που είχε πρωτύτερα, κι ας ήταν και άρχοντας; Γιατί εκείνοι που έχουν τις αρχές και τα πλούτη, αυτοί τα παθαίνουν αυτά. Αλλά ποιά; Τη στέρηση των αναγκαίων, την γυμνότητα και τα λοιπά που είχε;
Δε θέλω να μιλώ λεπτομερώς και να μακραίνω το λόγο και να καταισχύνω εκείνους που είναι γεμάτοι αισχύνη· είναι αρκετή για μας αυτή ακριβώς η εμπαθής προσκόλληση σε κάτι από τα ορατά, των οποίων την επιθυμία απαρνηθήκαμε, να μας γεμίσει αισχύνη και ντροπή στο μέλλον, όπως έγινε με το Γιεζή(Δ΄ Βασ. 5, 20· και 26, 27) και τον Ιούδα(Ματθ. 26, 15· 27, 5).
Ο πρώτος, ως γνωστόν, επιθύμησε εκείνα που δεν είχε, γι' αυτό μαζί με την πτώση, έλαβε και τη λέπρα από το Θεό. Ο δεύτερος πάλι, αφού απαρνήθηκε εκείνα που είχε, πάλι επιθύμησε να τα έχει· γι' αυτό μαζί με την αγχόνη κληρονόμησε και την απώλεια.
Τι παραπάνω έχει ο μοναχός, αν δεν ασκεί την παρθενία και την ακτημοσύνη; Τις υπόλοιπες εντολές όλοι οι άλλοι χρεωστούν να τις φυλάξουν, γιατί είναι φυσικές. Το να αγαπά το Θεό και τον πλησίον, να υπομένει τους πειρασμούς, να μεταχειρίζεται κατά φύση τα πράγματα, να απέχει από πονηρά έργα, οφείλει κανείς να τα κάνει και μη θέλοντας.
Αν δεν τα τηρεί αυτά, δε βρίσκει ανάπαυση ούτε σ' αυτή τη ζωή. Γιατί και οι νόμοι τιμωρούν τους φταίχτες και οι άρχοντες εξαναγκάζουν στην αρετή, κατά τον Απόστολο. «Δεν έχει, λέει, χωρίς λόγο το σπαθί. Θέλεις εσύ να μην φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και αυτή θα σ' επαινέσει»(Ρωμ. 13, 3-4).
Όλα μεν αυτά, ως φυσικά, όλοι και τα πράττουν και τα θέλουν, αλλά και τιμωρούν την παράβασή τους. Ο κλήρος όμως του μοναχού είναι τα υπέρ φύση, αφού είναι στρατιώτης του Χριστού. Γι' αυτό και έχει χρέος να γευθεί τα παθήματα του Χριστού, για να απολαύσει και τη δόξα Του.
Αλλά και αυτό πάλι είναι φυσικός νόμος που μαρτυρείται από τα αισθητά πράγματα. Οι στρατιώτες του βασιλιά δεν δοξάζονται επειδή υποφέρουν μαζί του; Όσο υποφέρει κανείς εδώ, τόσο έπαινο δεν έχει; Και όσο ανίκανος φανεί, τόσο δεν περιφρονείται; Δε φαίνεται κανείς πιο φίλος του βασιλιά όσο περισσότερο όμοια στολή φορεί με αυτόν; Και όσο πιο ανόμοια στολή φορεί, τόσο περισσότερο δεν φαίνεται ξένος; Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για τον δικό μας Βασιλιά.
Όσο κανείς υποφέρει και μιμείται τη φτώχεια του Χριστού και γεύεται τα παθήματα και τις ύβρεις που Αυτός υπέφερε πριν σταυρωθεί για χάρη μας και ταφεί, τόσο περισσότερο γίνεται οικείος Του και συγκοινωνός της δόξας Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου. «Αν υποφέρομε, λέει, μαζί Του, τότε και θα συνδοξαστούμε »(Ρωμ. 8, 17).
Αλοίμονο, πώς δεν γνωρίζομε ότι για ψωμί μόνο, πόσο υποφέρουν και κοπιάζουν στρατιώτες και ληστές; Και πόσο μακριά πηγαίνουν στην ξενητιά οδοιπόροι και ναυτικοί; Και πόσο κόπο υποφέρουν οι άνθρωποι, χωρίς την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών; Αν και συχνά δεν πετυχαίνουν ούτε το σκοπό για τον οποίο μοχθούν.
Κι εμείς δεν θέλομε, για χάρη της βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, να υποφέρομε λίγο. Αν και αυτό δε γίνεται ίσως τόσο κοπιαστικό, όταν η προαίρεση ευχαριστείται και δε νομίζει φορτική και ανυπόφορη την απόκτηση των αρετών, αλλά μάλλον χαρά και ανάπαυση με την ελπίδα, την αμεριμνία και την ακούσια τιμή που ακολουθεί την αρετή, την οποία συνήθως και ο εχθρός σέβεται και θαυμάζει. Η αρετή καταλήγει στην ευφροσύνη και την αγαλλίαση.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά με την αρετή έχει ενωμένη τη χαρά η απροσπάθεια, όπως τη λύπη με τα πάθη της ατιμίας η υλιστική ζωή. Από την οποία είθε να ελευθερωθούμε και να επιτύχομε την άυλη και αιώνια ζωή μέσω της απροσπάθειας που γεννά τη νέκρωση του σώματος, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 198-200)