Πηγαίνοντας κάποτε ο Αββάς Αγάθων στην πόλη να δώσει το εργόχειρό του και να προμηθευτεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά ένα πτωχό γέρο ανάπηρο.
–Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσεις κι εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
–Πόσα λεπτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
–Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
–Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάγω.
–Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε καλάθι που πουλούσε εξόδευε τα χρήματα, χάριν του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος, χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάσθηκε να φύγει από την αγορά.
–Φεύγεις λοιπόν; τον ερώτησε ο ανάπηρος.
–Ναι, τελείωσα πια τη δουλειά μου.
–Άϊ, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι κι από κει φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και με πολλή δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε, γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι ετοιμάσθηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκιά φωνή να του λέγει:
–Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από το Θεό και στη γη και στον Ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο Όσιος να ιδεί εκείνον που του μιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από το Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
–Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσεις κι εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
–Πόσα λεπτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
–Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
–Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάγω.
–Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε καλάθι που πουλούσε εξόδευε τα χρήματα, χάριν του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος, χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάσθηκε να φύγει από την αγορά.
–Φεύγεις λοιπόν; τον ερώτησε ο ανάπηρος.
–Ναι, τελείωσα πια τη δουλειά μου.
–Άϊ, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι κι από κει φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και με πολλή δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε, γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι ετοιμάσθηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκιά φωνή να του λέγει:
–Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από το Θεό και στη γη και στον Ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο Όσιος να ιδεί εκείνον που του μιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από το Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
Ιεροί καβγάδες
Ο υποτακτικός κάποιου Γέροντος έμενε σε μια καλύβα δέκα μίλια μακριά από τη σκήτη. Μια μέρα θέλησε να τον ειδοποιήσει ο Γέρων να έλθει να πάρει το ψωμί του. Ύστερα όμως σκέφθηκε: Για λίγα ψωμιά να κάνω τον Αδελφό να περπατήσει δέκα μίλια; Ας του τα πάω μόνος. Έβαλε το ταγάρι στον ώμο και ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σε μια πέτρα κι έκανε τέτοια πληγή στο πόδι, που ήταν αδύνατον να σταματήσει το αίμα. Από τον υπερβολικό πόνο που ένοιωσε άρχισε να κλαίει.
–Γιατί κλαις, Αββά; Άκουσε πίσω του μια γλυκιά φωνή να τον ερωτά.
Έστρεψε το κεφάλι και είδε έναν ωραίον Άγγελο. Δεν φοβήθηκε όμως, αλλά του έδειξε με το δάκτυλο την πληγή.
–Πάψε να κλαις γι’ αυτό το τιποτένιο πράγμα, τον επρόσταξε ο Άγγελος. Τα βήματα που κάνεις για την αγάπη του Αδελφού τα έχω μετρημένα και θα πάρεις την αμοιβή σου από τον Θεό.
Ο Γέροντας πήρε θάρρος και χαρούμενος συνέχισε το δρόμο του. Από τότε προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετεί τους αδελφούς.
Μια μέρα πήρε πάλι ψωμιά να τα πάει σ’ άλλον Ερημίτη που έμενε πολύ πιο μακριά. Συνέβη όμως να έρχεται κι εκείνος με τον ίδιο σκοπό και συναντήθηκαν στο δρόμο.
–Αδελφέ μου, είπε πρώτος ο Γέροντας, με κόπο απέκτησα ένα μικρό θησαυρό και πρόλαβες εσύ να μου τον πάρεις.
–Μήπως η στενή πύλη χωράει μόνο εσένα, Αββά; Κάνε λίγο τόπο να περάσουμε κι εμείς, του αποκρίθηκε ο Αδελφός.
Ενώ έλεγαν αυτά, ήλθε πάλι ο Άγγελος και τους είπε:
–Αυτή εδώ η φιλονικία σαν ευωδιαστό λιβάνι ανεβαίνει στον ουρανό.
–Γιατί κλαις, Αββά; Άκουσε πίσω του μια γλυκιά φωνή να τον ερωτά.
Έστρεψε το κεφάλι και είδε έναν ωραίον Άγγελο. Δεν φοβήθηκε όμως, αλλά του έδειξε με το δάκτυλο την πληγή.
–Πάψε να κλαις γι’ αυτό το τιποτένιο πράγμα, τον επρόσταξε ο Άγγελος. Τα βήματα που κάνεις για την αγάπη του Αδελφού τα έχω μετρημένα και θα πάρεις την αμοιβή σου από τον Θεό.
Ο Γέροντας πήρε θάρρος και χαρούμενος συνέχισε το δρόμο του. Από τότε προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετεί τους αδελφούς.
Μια μέρα πήρε πάλι ψωμιά να τα πάει σ’ άλλον Ερημίτη που έμενε πολύ πιο μακριά. Συνέβη όμως να έρχεται κι εκείνος με τον ίδιο σκοπό και συναντήθηκαν στο δρόμο.
–Αδελφέ μου, είπε πρώτος ο Γέροντας, με κόπο απέκτησα ένα μικρό θησαυρό και πρόλαβες εσύ να μου τον πάρεις.
–Μήπως η στενή πύλη χωράει μόνο εσένα, Αββά; Κάνε λίγο τόπο να περάσουμε κι εμείς, του αποκρίθηκε ο Αδελφός.
Ενώ έλεγαν αυτά, ήλθε πάλι ο Άγγελος και τους είπε:
–Αυτή εδώ η φιλονικία σαν ευωδιαστό λιβάνι ανεβαίνει στον ουρανό.
Πικρά λόγια
Ένας από τους Γέροντες δίνει την ακόλουθη αξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Αν μεταξύ σου και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος, ύστερα από λίγο, αρνηθεί αυτά που είπε, συ μη επιμένεις να του λέγεις: «ναι τα είπες», γιατί σίγουρα θα παρεκτραπεί πάλι και θα σου απαντήσει: «Ναι, τα είπα. Και λοιπόν;». Και έτσι θα μεγαλώσει η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθει μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.
Αν μεταξύ σου και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος, ύστερα από λίγο, αρνηθεί αυτά που είπε, συ μη επιμένεις να του λέγεις: «ναι τα είπες», γιατί σίγουρα θα παρεκτραπεί πάλι και θα σου απαντήσει: «Ναι, τα είπα. Και λοιπόν;». Και έτσι θα μεγαλώσει η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθει μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.
Φιλονικίες
Ένας αδελφός που φιλονίκησε με κάποιον άλλον πήγε στο γείτονά του Γέροντα και του εξομολογήθηκε:
–Ο τάδε αδελφός, Αββά, πολύ μ’ επίκρανε κι ο λογισμός μου με βασανίζει να εκδικηθώ.
–Κλείσου στο κελί σου, Αδελφέ, και μη πάψεις νύκτα-μέρα να προσεύχεσαι για εκείνον. Μ’ αυτόν τον τρόπο μόνο θ’ απαλλαγείς από το πάθος που βράζει μέσα σου, τον συμβούλεψε ο Γέρων.
Ο αδελφός υπήκουσε και σε μια βδομάδα μέσα βρήκε την ψυχική του ηρεμία.
–Ο τάδε αδελφός, Αββά, πολύ μ’ επίκρανε κι ο λογισμός μου με βασανίζει να εκδικηθώ.
–Κλείσου στο κελί σου, Αδελφέ, και μη πάψεις νύκτα-μέρα να προσεύχεσαι για εκείνον. Μ’ αυτόν τον τρόπο μόνο θ’ απαλλαγείς από το πάθος που βράζει μέσα σου, τον συμβούλεψε ο Γέρων.
Ο αδελφός υπήκουσε και σε μια βδομάδα μέσα βρήκε την ψυχική του ηρεμία.
* * *
Όσο φέρνουμε διαρκώς στο νου μας τα κακά που τυχόν μας προξένησαν οι αδελφοί μας, έλεγε ο όσιος Μακάριος, τόσο απομακρύνουμε το Θεό απ’ αυτόν. Όταν τα λησμονούμε παρευθύς, δεν τολμούν οι δαίμονες να μας πειράξουν.
* * *
Αν κανείς σε υβρίσει, λέγει κάποιος Πατήρ, συ ευλόγησέ τον. Αν δεχθεί την ευλογία, είναι καλό και για τους δύο. Αν όμως δεν τη δεχθεί, εσύ παίρνεις από το Θεό την ευλογία και μένει σ’ αυτόν η ύβρις.
Ελεημοσύνη
Όταν ελεήσεις τον φτωχό αδελφό σου, συμβουλεύει ο Αββάς Ησαΐας, μη τον φωνάξεις να σε βοηθήσει στη δουλειά σου, για να μη χάσεις το μισθό της ευεργεσίας.
Άσκηση και κενοδοξία
Ένας αρχάριος μοναχός που είχε βάλει όρο στον εαυτό του να μη τρώει ψωμί, πήγε μια μέρα να επισκεφθεί ένα μεγάλο Γέροντα. Στο κελί του βρήκε κι άλλους επισκέπτες. Ο Γέροντας μαγείρεψε φαγητό για τους ξένους του. Σαν εκάθησαν στην τράπεζα, ο αρχάριος έβγαλε τα βρεγμένα κουκιά που είχε φέρει μαζί του και τα έτρωγε. Ο Γέροντας που τον είδε, τον πήρε ύστερα από το φαγητό παράμερα και τον συμβούλεψε.
–Όταν τρώγεις με άλλους αδελφούς, παιδί μου, απόφευγε όσο μπορείς να δείχνεις την εγκράτειά σου, γιατί παραμονεύει η κενοδοξία να σου αφαιρέσει το μισθό σου. Αν πάλι είσαι αποφασισμένος να μη παραβαίνεις τους όρους σου, μένε στο κελί σου κι απόφευγε τις επισκέψεις.
Υπομονή
Ένας από τους μεγάλους αγωνιστές της ερήμου έβαλε όρο στον εαυτό του σαράντα μέρες να μην πιει νερό. Αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Όταν στο διάστημα εκείνο έκανε ζέστη αφόρητη κι η δίψα του φλόγιζε τα σπλάγχνα, έπλενε το ποτήρι του, το γέμιζε ως επάνω κρυστάλλινο νερό απ’ την πηγή και τ’ άφηνε απέναντί του.
–Γιατί το κάνεις αυτό; τον ρώτησε κάποιος γείτονάς του ερημίτης.
–Για να εξασκηθώ στην υπομονή, απήντησε ο γενναίος αθλητής.
–Γιατί το κάνεις αυτό; τον ρώτησε κάποιος γείτονάς του ερημίτης.
–Για να εξασκηθώ στην υπομονή, απήντησε ο γενναίος αθλητής.
Ταπεινοφροσύνη
Ερώτησαν κάποτε τον Αββά Λογγίνο ποια αρετή θεωρεί σπουδαιότερη απ’ όλες. Ο σοφός Γέροντας αποκρίθηκε:
–Καθώς η υπερηφάνεια είναι το πιο μεγάλο από όλα τα κακά, αφού κατόρθωσε να ρίξει τους Αγγέλους από τον Ουρανό στην άβυσσο, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο μεγάλη απ’ όλες τις αρετές. Αυτή έχει τη δύναμη κι από την άβυσσο ακόμη ν’ ανεβάσει στον Ουρανό τον αμαρτωλό. Για το λόγο αυτό ο Κύριος μακαρίζει πριν απ’ όλους τους «πτωχούς τω πνεύματι».
–Καθώς η υπερηφάνεια είναι το πιο μεγάλο από όλα τα κακά, αφού κατόρθωσε να ρίξει τους Αγγέλους από τον Ουρανό στην άβυσσο, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο μεγάλη απ’ όλες τις αρετές. Αυτή έχει τη δύναμη κι από την άβυσσο ακόμη ν’ ανεβάσει στον Ουρανό τον αμαρτωλό. Για το λόγο αυτό ο Κύριος μακαρίζει πριν απ’ όλους τους «πτωχούς τω πνεύματι».
* * *
Η Οσία Θεοδώρα συνήθιζε να λέγει στις μαθήτριές της πολύ συχνά, πως ούτε η μεγάλη άσκησις, ούτε ο υπερβολικός κόπος, ούτε οποιαδήποτε άλλη κακοπάθεια μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, όσο η αληθινή ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Διηγείτο και το ακόλουθο ανέκδοτο:
Κάποιος Ερημίτης είχε χάρισμα από το Θεό να διώχνει τα πονηρά πνεύματα. Μια φορά ζήτησε να μάθει τι φοβούνται περισσότερο κι αναγκάζονται να φύγουν
–Μήπως τη νηστεία; ρώτησε ένα απ’ αυτά.
–Εμείς, αποκρίθηκε εκείνο, ούτε τρώμε, ούτε πίνομε ποτέ.
–Την αγρυπνία τότε;
–Εμείς δεν κοιμώμεθα καθόλου.
–Τη φυγή του κόσμου;
Το δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά.
–Σπουδαίο πράγμα τάχα. Εμείς περνάμε τον περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στις ερημιές.
–Σ’ εξορκίζω, να ομολογήσεις τι είναι εκείνο που μπορεί να σας δαμάσει, επέμενε ο Γέροντας.
Το πονηρό πνεύμα, αναγκασμένο από υπερκόσμια δύναμη, βιάστηκε να απαντήσει:
–Η ταπείνωσις, που δεν μπορούμε ποτέ ν’ αποκτήσουμε.
* * *
Όποιος έχει μάθει να κατηγορεί τον εαυτό του, λέγει ο Αββάς Ανούβ, βρίσκει εύκολα δικαιολογίες για τα σφάλματα του άλλου.
* * *
Ο σκύλος μου, έλεγε κάποτε ο Αββάς Ισίδωρος, βρίσκεται σε πιο πλεονεκτική θέση από μένα, γιατί και αγάπη έχει και απολογία για τις πράξεις του δεν έχει να δώσει.
* * *
Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος, ο περίφημος διδάσκαλος του ασκητισμού, αποφάσισε κάποτε ν’ αφήσει για λίγο την πολυπόθητη ησυχία του στην έρημο και να κατέβει στην πόλη. Είχε επιθυμία να προσκυνήσει τα άγια λείψανα που βίρκσονταν τότε στην Έδεσσα (της Συρίας), αλλά και να συναντηθεί με εκκλησιαστικούς άνδρες, για να συζητήσει μαζί τους δογματικές αλήθειες. Ζούσε σε μια εποχή, που η ορθή πίστη χτυπιόταν απ’ όλες τις μεριές από φοβερές αιρέσεις.
–Κύριε, προσευχήθηκε προτού ξεκινήσει, στείλε μου μπροστά μου, καθώς θα περνώ την πύλη της πόλεως, έναν άνθρωπο που θα με διδάξει.
Μα τη στιγμή που έμπαινε στην πολυάνθρωπη Έδεσσα, ο πρώτος άνθρωπος που βρέθηκε στο δρόμο του, ήταν μια κοινή γυναίκα, που στάθηκε και τον κοίταζε αδιάντροπα. Ο Όσιος παραπονέθηκε στον Κύριο, που παραχώρησε να βρει το αντίθετο απ’ ό,τι είχε ζητήσει. Ύστερα γύρισε αυστηρό το βλέμμα του στη γυναίκα και της είπε απότομα, για να της προκαλέσει κάποια συστολή:
–Απορώ πώς δεν κοκκινίζεις από ντροπή που τολμάς να με κοιτάζεις με τόση επιμονή.
–Εγώ, του αποκρίθηκε εκείνη με ετοιμότητα, κάνω αυτό που μου ταιριάζει. Από την πλευρά σου πλάστηκα, εσένα πρέπει να κοιτάζω. Του λόγου σου όμως, που πλάστηκες από το χώμα, καλά θα κάνεις να έχεις διαρκώς το βλέμμα σου ριγμένο σ’ αυτό.
Παίρνοντας τόσο σωστή απάντηση ο μέγας Όσιος, ευχαρίστησε μ’ ευγνωμοσύνη το Θεό. Πιο ωφέλιμη διδασκαλία απ’ αυτή δεν του χρειαζόταν πλέον…
Υποταγή
Ο Υποτακτικός κάποιου Γέροντος πήγε να φέρει νερό από το πηγάδι, που ήταν τρεις ώρες μακριά από την καλύβα τους. Σαν έφτασε εκεί, θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το σχοινί μαζί του.
–Κύριε, βοήθησέ με σε τούτη την ανάγκη, δι’ ευχών του αγίου μου Γέροντος, προσευχήθηκε ο νέος με πίστη στο Θεό και εμπιστοσύνη στις ευχές του Αββά του.
Είδε τότε με έκπληξη το νερό του πηγαδιού ν’ ανεβαίνει ως το χείλος. Όταν γέμισε τα δοχεία του, το νερό ξανακατέβηκε πάλι στην κανονική του στάθμη.
–Κύριε, βοήθησέ με σε τούτη την ανάγκη, δι’ ευχών του αγίου μου Γέροντος, προσευχήθηκε ο νέος με πίστη στο Θεό και εμπιστοσύνη στις ευχές του Αββά του.
Είδε τότε με έκπληξη το νερό του πηγαδιού ν’ ανεβαίνει ως το χείλος. Όταν γέμισε τα δοχεία του, το νερό ξανακατέβηκε πάλι στην κανονική του στάθμη.
* * *
Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό οτι είχε ένα μαθητή στη Σκήτη που λεγόταν Μάρκος. Αυτός είχε μεγάλη υπακοή και ήταν καλλιγράφος. Τον αγαπούσε πολύ ο γέροντας για την υπακοή του. Είχε κι άλλους ένδεκα μαθητές και εστεναχωρούντο που ο γέροντας τον αγαπούσε περισσότερο από αυτούς. Όταν το άκουσαν αυτό οι άλλοι γέροντες λυπήθηκαν. Ήρθαν όλοι μαζί σ' αυτόν και τον κατηγορούσαν. Αυτός τους πήρε, βγήκε μαζί τους και κτυπούσε ένα - ένα τα κελλιά λέγοντας το όνομα τους·
" Αδελφέ έλα, γιατί σε χρειάζομαι".
Και ούτε ένας από αυτούς τους έντεκα δεν τον ακολούθησε αμέσως. Όταν ήλθε στο κελλί του Μάρκου, κτύπησε λέγοντας·
" Μάρκε".
" Μάρκε".
Κι εκείνος μόλις άκουσε τη φωνή του γέροντα, αμέσως πετάχτηκε έξω και τον έστειλε ο γέροντας σε διακόνημα. Και λέγει ο Αββάς στους άλλους γέροντες·
" Πατέρες , που είναι οι υπόλοιποι αδελφοί;".
" Πατέρες , που είναι οι υπόλοιποι αδελφοί;".
Μπήκε τότε μέσα στο κελλί του Μάρκου, έψαξε το τετράδιο του και διεπίστωσε οτι είχε αρχίσει να γράφει το γράμμα ω, αλλά μόλις άκουσε τον γέροντα δεν έστρεψε τη γραφίδα για να το συμπληρώσει. Του λέγουν λοιπόν οι γέροντες·
" Πράγματι, αυτόν που εσύ αγαπάς, αββά, και εμείς τον αγαπούμε και ο Θεός τον αγαπά".
" Πράγματι, αυτόν που εσύ αγαπάς, αββά, και εμείς τον αγαπούμε και ο Θεός τον αγαπά".
Εξομολόγησις
Με τίποτε άλλο δε χαίρεται τόσο ο διάβολος, όσο με το μοναχό που κρύβει στη εξομολόγηση τους λογισμούς του, έλεγε κάποιος γέροντας.
* * *
Αν ενοχλείσαι από πονηρούς λογισμούς, συμβουλεύει άλλος Πατήρ, φανέρωσέ τους στην εξομολόγηση, για ν’ απαλλαγείς γρήγορα απ’ αυτούς. Όπως το φίδι εξαφανίζεται, μόλις βγει από τη φωλιά του, έτσι χάνεται κι ο κακός λογισμός μόλις εξαγορευθεί.
Ένας αδελφός πειραζόταν από σαρκική επιθυμία. Πολλά χρόνια κοίταζε μόνος του, αλλά δεν έβλεπε ωφέλεια στον εαυτό του. Για να νικήσει τέλος το πάθος του, στάθηκε μια Κυριακή στη μέση της εκκλησίας, ύστερα από τη Λειτουργία, και είπε δυνατά, για ν’ ακουστεί από όλους τους μοναχούς.
–Προσευχηθείτε για μένα, αδελφοί, να μ’ ελεήσει ο Θεός, γιατί δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια έχω πόλεμο στη σάρκα.
Λέγοντας αυτά, αισθάνθηκε αμέσως να ελευθερώνεται από το πάθος. Ό,τι δεν έκανε χρόνων κόπος και άσκησις, το κατόρθωσε σε μια στιγμή η εξομολόγησις.
* * *
Σε ένα γυναικείο μοναστήρι, πήγε ως δόκιμος Μοναχή μία νέα. Έδειξε τόσο καλή διαγωγή, που γρήγορα την έκαναν μοναχή. Από όλες τις άλλες καλόγριες ξεχώριζε. Διακρινόταν για την αδιάκριτον υπακοή της, τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, την εξυπηρέτιση και ιδιαιτέρος στα δάκρυα - σπανίως εβλέπετο να μη κλαίη. Είχε κατακτήσει την αγάπη ιδίως της ηγουμένης, αλλά και όλων των μοναζουσών. Η ηγουμένη την είχε πάντοτε ως παράδειγμα και έλεγε στις νεώτερες: " Βλέπετε την χαριτωμένη αδελφής και οτι κάμνει, να κάμνετε και σεις". Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια και από την πολύ άσκηση απέθανε., έφυγε από τούτον τον κόσμο η μοναχή αυτή. Εις τα μοναστήρια υπάρχει η ευλογημένη συνήθεια, όταν αποθάνη μέλος της αδελφότητας να του κάνουν σαρανταλείτουργο, δια την ανάπαυση της ψυχής, που έφυγε από τον κόσμο αυτό. Έτσι λοιπόν και στο μοναστήρι αυτό έγινε σαρανταλείτουργο.
Και όταν ετελείωνε, την τελευταία βραδυά, η ηγουμένη βλέπει σε όραμα τη μοναχή, η οποία της είπε:
- Μητέρα μου, όσα μνημόσυνα και αν μου κάμετε, εγώ κολάστηκα, έχασα τη ψυχή μου.
- Μητέρα μου, όσα μνημόσυνα και αν μου κάμετε, εγώ κολάστηκα, έχασα τη ψυχή μου.
- Παιδί μου, λέει η ηγουμένη, .... εάν εσύ κολάστηκες, ποιός θα σωθή; Αλοίμονο στον ταλαίπωρο άνθρωπον!!!
Απαντά η μοναχή:
- Εγώ προτού έλθω εις την ευλογημένη συνοδεία σας, εξαπατήθηκα από ένα νέο, ο οποίος μου υποσχέθηκε, οτι θα με έπερνε, αλλά το φοβερό ήταν οτι με κατέστησε έγκυο. Μετά δε απ' αυτό το φρικτό, φέρθηκε άνανδρα και με εγκατέλειψε την δυστυχισμένη. Τότε εγώ πάνω στην απελπισία μου έκανα έκτρωση, φόνο, σκώτοσα και έρριξα το παιδί, που είχα μέσα μου. Γι' αυτά τα δύο ανόσια αμαρτήματα μου έκλαψα πικρά, μετανόησα, συχάθηκα τότε τον κόσμο και τα του κόσμου, γι' αυτό και αποφάσισα να γίνω μοναχή, να δώσω την καρδιά μου στον Χριστό και εκεί να θρηνώ τις αμαρτίες μου. Γι' αυτές τις αμαρτίες έκλαψα, γι' αυτές έκανα οτι έκανα, για τα οποία όλες σας με μακαρίζατε. Πλήν όμως δεν εξομολογήθηκα τα φρικτά αυτά αμαρτήματα σε ιερέα, απο ντροπή και γι' αυτό κολάσθηκα!
- Εγώ προτού έλθω εις την ευλογημένη συνοδεία σας, εξαπατήθηκα από ένα νέο, ο οποίος μου υποσχέθηκε, οτι θα με έπερνε, αλλά το φοβερό ήταν οτι με κατέστησε έγκυο. Μετά δε απ' αυτό το φρικτό, φέρθηκε άνανδρα και με εγκατέλειψε την δυστυχισμένη. Τότε εγώ πάνω στην απελπισία μου έκανα έκτρωση, φόνο, σκώτοσα και έρριξα το παιδί, που είχα μέσα μου. Γι' αυτά τα δύο ανόσια αμαρτήματα μου έκλαψα πικρά, μετανόησα, συχάθηκα τότε τον κόσμο και τα του κόσμου, γι' αυτό και αποφάσισα να γίνω μοναχή, να δώσω την καρδιά μου στον Χριστό και εκεί να θρηνώ τις αμαρτίες μου. Γι' αυτές τις αμαρτίες έκλαψα, γι' αυτές έκανα οτι έκανα, για τα οποία όλες σας με μακαρίζατε. Πλήν όμως δεν εξομολογήθηκα τα φρικτά αυτά αμαρτήματα σε ιερέα, απο ντροπή και γι' αυτό κολάσθηκα!
Ω! Θεέ μου! Τι φοβερόν! Βλέπεις αναγνώστα μου; Βλέπεις παιδί μου, ούτε τα δάκρυα, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι αγρυπνίες, μηδέ η βασίλισσα των αρετών της Μοναχικής πολιτείας, η υπακοή λέγω, ούτε τίποτε άλλο από όσα καλά έκαμε, δεν την έσωσε - εφ όσον έλλειψε η καθαρά εξομολόγησης. Δεν αρκεί να μετανοήση κανείς για τις πράξεις του και να σωθή, αλλά απαραιτήτωνς θα πρέπει και να εξομολογηθή τα αμαρτήματα για τα οποία μετανόησε.
Χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι με φοβερά ακατονόμαστα και παμπολλα αμαρτήματα, δια της μετάνοιας και καθαρής εξομολογήσεως σώθησαν και μάλιστα πολλοί απ' αυτούς, που απέδωσαν καρπούς μετανοίας άξιους, αγίασαν και τους αντιδόξασεν ο Θεός. Όπως τον άγιο Κυπριανό τον άλλοτε μάγο, τον Μωυσή τον Αιθίοπα τον άλλοτε αρχιληστή, την οσία Μαρία την Αιγυπτία, Πελαγία, Ευδοκία, Μαρίαν του Αβραμίου, που ήσαν πρώτα γυναίκες "κοινές" του υποκόσμου και τόσοι άλλοι που διαβάζουμε στο Συναξαριστή. Ενώ τόσοι, με πάμπολλα αμαρτήματα, ηγίασαν και εθαυματούργησαν διότι καθαρά εξομολογήθηκαν, η δυστυχισμένη εκείνη μοναχή, που αναφέρουμε προηγουμένως, για δύο αμαρτήματα εκολάσθη
Γι' αυτό μη ξεθαρρεύης λοιπόν αδελφέ μου και στηρίζης την ελπίδα σου στις ελεημοσύνες η σε οτι άλλο καλό και αν είναι αυτό και μη ελπίζης να σωθής, εάν δεν καθαρίσης τη ψυχή σου πρωτίστως, στο Μέγα Μυστήριο της εξομολογήσεως, σε ιερέα Ορθοδόξου Εκκλησίας και να τα πεις όλα, χωρίς ν' αφίσης τον παραμικρό λεκέ, που θα σκιάζη την αθάνατη ψυχή σου. Τότε μόνο θα αισθανθής ανακούφιση και τότε μόνο θα δικαιωθής από τον Θεό, όταν τα εξομολογηθής όλα.
Μη διστάζης, εάν είναι πολλά και φοβερά - όσα περισσότερα και μεγαλύτερα είναι τόσο μεγαλύτερη χαρά θα δώσης στον Θεό και στους Αγγέλους.
Η Γραφή μας λέγει, οτι οι Άγγελοι πανυγηρίζουν στον ουρανό " για ένα αμαρτωλόν μετανοημένο".
Υπερηφάνεια
Ένας μοναχός εξομολογήθηκε σε κάποιο Γέροντα πως πειραζόταν από λογισμούς υπερηφανείας.
–Να σου πω, παιδί μου, δεν έχεις κι άδικο να υπερηφανεύεσαι, του αποκρίθηκε εκείνος. Εσύ δεν είσαι εκείνος που δημιούργησε τον Ουρανό και τη γη;
Ντροπιασμένος ο αδελφός από τα λόγια του Γέροντος, έβαλε μετάνοια και είπε.
–Συγχώρεσέ με, Αββά, δε σκέφτηκα ποτέ πως έκανα τίποτε τέτοιο.
–Αν ο δημιουργός του Ουρανού και της γης έζησε ταπεινά σ’ αυτόν τον κόσμο, συ ο πηλός πώς υπερηφανεύεσαι; Ποιο είναι το έργο σου; Του είπε αυστηρά ο σοφός Γέροντας.
–Να σου πω, παιδί μου, δεν έχεις κι άδικο να υπερηφανεύεσαι, του αποκρίθηκε εκείνος. Εσύ δεν είσαι εκείνος που δημιούργησε τον Ουρανό και τη γη;
Ντροπιασμένος ο αδελφός από τα λόγια του Γέροντος, έβαλε μετάνοια και είπε.
–Συγχώρεσέ με, Αββά, δε σκέφτηκα ποτέ πως έκανα τίποτε τέτοιο.
–Αν ο δημιουργός του Ουρανού και της γης έζησε ταπεινά σ’ αυτόν τον κόσμο, συ ο πηλός πώς υπερηφανεύεσαι; Ποιο είναι το έργο σου; Του είπε αυστηρά ο σοφός Γέροντας.
Παρρησία
Ένας νέος που απεφάσισε να γίνει μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, πήγε να συμβουλευτεί προηγουμένως τον Αββά Αγάθωνα.
–Πώς πρέπει, Πάτερ, να συμπεριφέρομαι; τον ερώτησε.
–Όπως την πρώτη μέρα, του αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας. Αν διατηρήσεις αυτή τη συμβουλή, θα είσαι πάντοτε αναπαυμένος. Απόφευγε την παρρησία, που είναι το χειρότερο από όλα τα ελαττώματα και γεννά πολλά άλλα κακά.
–Πώς πρέπει, Πάτερ, να συμπεριφέρομαι; τον ερώτησε.
–Όπως την πρώτη μέρα, του αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας. Αν διατηρήσεις αυτή τη συμβουλή, θα είσαι πάντοτε αναπαυμένος. Απόφευγε την παρρησία, που είναι το χειρότερο από όλα τα ελαττώματα και γεννά πολλά άλλα κακά.
* * *
Ο Όσιος Παμβώ ήταν τόσο μετρημένος κι αυστηρός στον εαυτό του, που λέγουν οι Γέροντες πως αφ’ ότου έγινε μοναχός δεν εγέλασε ούτε μια φορά. Κάποτε οι δαίμονες έβαλαν πείσμα να τον κάνουν να γελάσει. Παρουσιάστηκαν μπροστά του ένα πλήθος απ’ αυτούς κι έκαναν πως δεν μπορούσαν να σηκώσουν όλοι μαζί ένα φτερό. Βλέποντας την πονηρία τους ο Όσιος, μειδίασε. Ενθουσιασμένοι από την επιτυχία τους οι δαίμονες, ξέσπασαν σε δυνατό αλαλαγμό:
–Ο Παμβώ εγέλασε, ο Παμβώ εγέλασε, φώναζαν όλοι μαζί.
–Δε γέλασα, τους είπε τότε περιφρονητικά ο Όσιος. Περιγελώ την αδυναμία σας, που χρειάζεται ολόκληρο πλήθος από σας για να σηκωθεί ένα πούπουλο.
* * *
Η παρρησία καταστρέφει την αρετή, όπως η φωτιά το καλάμι, έλεγαν οι Πατέρες.
* * *
Είπεν ο Γέρον Γερμανός ο Σταυροβουνιότης:
"Ποτέ σου μη ζητήσης αξιώματα. Ποτέ σου μη ζητήσης τιμές από τον κόσμο. Ποτέ σου μη ζητήσης να ακουστή τ' όνομα σου. Να 'σαι πάντα αφανής, άγνωστος στους πολλούς τόσο, ώστε, ει δυνατόν, να μη σε ξέρη κανένας. Και τότε θα σε ξέρη ο Θεός! Εάν ο Θεός θέλη να σε φανερώση, δεν ευθύνεσαι εσύ. Μόνο εσύ να μην φροντίζης να φανείς οτι είσαι έτσι και έτσι, οτι τάχα έχεις αρετή, είσαι άξιος κ.λ.π. Να ζης με αφάνεια, σαν ξένος και παρεπίδημος, " ως αλλόγλωσσος σε ομόγλωσσους εν γνώση καθήμενος ", όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Να μην αποκτήσης ποτέ σου παρρησία, να μη θέλης να φαίνεσαι πως κάτι είσαι. Και τέλος, να μην έχης ποτέ, μα ποτέ σου μνησικακία, ούτε ακόμη με τον χειρότερο σου εχθρό. Αλλά αντίθετα να παρακαλής τον Θεό να τους συγχωρήση όλους, να συγχωρήση όλο τον κόσμο."
"Ποτέ σου μη ζητήσης αξιώματα. Ποτέ σου μη ζητήσης τιμές από τον κόσμο. Ποτέ σου μη ζητήσης να ακουστή τ' όνομα σου. Να 'σαι πάντα αφανής, άγνωστος στους πολλούς τόσο, ώστε, ει δυνατόν, να μη σε ξέρη κανένας. Και τότε θα σε ξέρη ο Θεός! Εάν ο Θεός θέλη να σε φανερώση, δεν ευθύνεσαι εσύ. Μόνο εσύ να μην φροντίζης να φανείς οτι είσαι έτσι και έτσι, οτι τάχα έχεις αρετή, είσαι άξιος κ.λ.π. Να ζης με αφάνεια, σαν ξένος και παρεπίδημος, " ως αλλόγλωσσος σε ομόγλωσσους εν γνώση καθήμενος ", όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Να μην αποκτήσης ποτέ σου παρρησία, να μη θέλης να φαίνεσαι πως κάτι είσαι. Και τέλος, να μην έχης ποτέ, μα ποτέ σου μνησικακία, ούτε ακόμη με τον χειρότερο σου εχθρό. Αλλά αντίθετα να παρακαλής τον Θεό να τους συγχωρήση όλους, να συγχωρήση όλο τον κόσμο."
Ακτημοσύνη
Καθώς γύριζαν μια μέρα στο κελί τους, ο Αββάς Αγάθων με τον υποτακτικό του, ο νέος βρήκε στο δρόμο ένα φρέσκο φασόλι.
–Να το πάρω, Αββά; ρώτησε το Γέροντα.
Εκείνος του έριξε ένα βλέμμα αυστηρό κι ύστερα του είπε:
–Μήπως το έβαλες του λόγου σου εκεί;
–Όχι, Αββά.
–Ε, τότε πώς σου πέρασε από το νου πως μπορείς να το πάρεις;
–Να το πάρω, Αββά; ρώτησε το Γέροντα.
Εκείνος του έριξε ένα βλέμμα αυστηρό κι ύστερα του είπε:
–Μήπως το έβαλες του λόγου σου εκεί;
–Όχι, Αββά.
–Ε, τότε πώς σου πέρασε από το νου πως μπορείς να το πάρεις;
Έπαινοι
Όποιος επαινεί μπροστά του άνθρωπο, έλεγε κάποιος Γέροντας, τον παραδίνει στο διάβολο για να τον πολεμάει.
* * *
Αλλοίμονο σ’ εκείνον που τον τιμούν πιο πολύ από την αξία του, λέγει κάποιος Πατήρ, Η ψυχική ζημία που παθαίνει είναι ανεπανόρθωτη. Ευτυχισμένος εκείνος που καταφρονείται από τους ανθρώπους, γιατί τον περιμένει δόξα στον Ουρανό.
Πνευματική καρποφορία
Κάποιος Αδελφός ρώτησε μια μέρα έναν έμπειρο Γέροντα, με τι τρόπο πρέπει να καλλιεργεί ο άνθρωπος τον εσωτερικό του κόσμο, για να έχει πνευματική καρποφορία.
–Τρία πράγματα είναι απαραίτητα για την καλλιέργεια της ψυχής: Πρώτον, η ησυχία, δεύτερον η προσευχή και τρίτον η αυτογνωσία. Αυτή η τελευταία επιτυγχάνεται, όταν μάθει ο άνθρωπος να μη προσέχει τα σφάλματα του άλλου, παρά μόνο τα δικά του. Αν επιμείνει σ’ αυτά, δε θ’ αργήσει να καρποφορήσει η ψυχή σ’ όλες τις αρετές.
–Τρία πράγματα είναι απαραίτητα για την καλλιέργεια της ψυχής: Πρώτον, η ησυχία, δεύτερον η προσευχή και τρίτον η αυτογνωσία. Αυτή η τελευταία επιτυγχάνεται, όταν μάθει ο άνθρωπος να μη προσέχει τα σφάλματα του άλλου, παρά μόνο τα δικά του. Αν επιμείνει σ’ αυτά, δε θ’ αργήσει να καρποφορήσει η ψυχή σ’ όλες τις αρετές.
* * *
Όταν αποφεύγει ο άνθρωπος τις πολλές κουβέντες, τις διαμάχες, την ταραχή και την σύγχυση, έλεγε ο Αββάς Ποιμήν, το Άγιον Πνεύμα επισκιάζει την ψυχή του και τότε, όσο στείρα κι αν είναι, θα βλαστήσει καρπούς πνευματικούς.
* * *
Ένας αρχάριος Μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη, πως επιθυμούσε μεν να διατηρεί καθαρή την καρδιά του, αλλά δεν το κατόρθωνε πάντοτε.
–Όσο αφήνουμε, παιδί μου, ανοιχτή την πόρτα με τη γλώσσα μας, δεν καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο να κρατήσουμε καθαρή την καρδιά μας; του είπε ο σοφός Αββάς.
Μετάνοια
Ένας αξιωματικός που πριν από λίγο είχε οδηγηθεί στο δρόμο του Θεού κι ακόμα πάλευε με τη συνείδησή του, ρώτησε τον εξομολόγο του, αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα τη μετάνοια του ανθρώπου.
–Αν κατά τύχη σκιστεί κάπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς, σαν άχρηστο;
–Όχι, δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωση.
–Αν εσύ λοιπόν λυπάσαι το φόρεμά σου κι εύκολα δεν το πετάς, πώς δε θα λυπηθεί ο Θεός το πλάσμα Του και δε θα κάνει ό,τι είναι δυνατό για να το διορθώσει; είπε ο καλός Γέροντας κι ανάπαυσε το νέο.
–Αν κατά τύχη σκιστεί κάπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς, σαν άχρηστο;
–Όχι, δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωση.
–Αν εσύ λοιπόν λυπάσαι το φόρεμά σου κι εύκολα δεν το πετάς, πώς δε θα λυπηθεί ο Θεός το πλάσμα Του και δε θα κάνει ό,τι είναι δυνατό για να το διορθώσει; είπε ο καλός Γέροντας κι ανάπαυσε το νέο.
* * *
Κάποιος μοναχός ζήτησε από τον Όσιο Ποιμένα να του εξηγήσει τι ακριβώς είναι η μετάνοια.
–Η μη επανάληψις της ίδιας αμαρτίας, αποκρίθηκε ο Όσιος Ποιμήν.
Φιλαργυρία
Ρώτησαν κάποτε ένα Γέροντα, τι είναι φιλαργυρία.
–Φιλαργυρία, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να μη πιστεύεις πως ο Θεός φροντίζει για σένα, να μην έχεις εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις Του και ν’ αγαπάς το Θεό.
–Φιλαργυρία, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να μη πιστεύεις πως ο Θεός φροντίζει για σένα, να μην έχεις εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις Του και ν’ αγαπάς το Θεό.
Προσευχή
Ο Χριστιανός που θυμάται να συνομιλήσει με το Θεό μόνον όταν φθάσει η ορισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρες.
* * *
Ενώ προσηύχετο κάποιος άγιος Γέροντας, ένας σκορπιός του δάγκωσε το πόδι. Η καρδιά του έσταξε αίμα από τον πόνο, μα δεν διέκοψε την προσευχή του. Στάθηκε ακίνητος ως το τέλος.
* * *
Ακοή αντί ακοής λαμβάνομε, λέγει κάποιος πατήρ.
Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή εκείνου που υπακούει στο θέλημά Του.
* * *
Κάποιος μοναχός σε μια σκήτη ήταν πρόθυμος στην προσευχή, αλλά αμελής σε όλα τ’ άλλα. Μια μέρα πήγε ο διάβολος σ’ ένα από τους εκεί Πατέρες και του είπε με ειρωνεία:
–Τι παραδοξολόγοι που είσαστε σεις οι άνθρωποι.
–Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.
–Να, ο τάδε μοναχός αίφνης με κρατά κάτω από τη μασχάλη του και με σφίγγει δυνατά να μη του φύγω, κάνοντας όλα μου τα θελήματα. Κι ύστερα στέκεται ώρες ολόκληρες και λέγει στο Θεό: «ρύσαι με από του πονηρού».
* * *
Θέλεις ν’ ακούει παρευθύς ο Θεός την προσευχή σου, Αδελφέ; λέγει ο Αββάς Ζήνων. Σαν σηκώνεις τα χέρια στον Ουρανό, προσευχήσου πρώτα απ’ όλα με την καρδιά σου, για τους εχθρούς σου και ο Θεός θα σου δώσει γρήγορα ό,τι άλλο του ζητήσεις.
* * *
Η προσευχή του χριστιανού, λέγει κάποιος Γέροντας, πρέπει να γίνεται, πρώτον, με διάθεση ειρηνική, ύστερα με ησυχία και κοσμιότητα. Όταν προσεύχεται μαζί με άλλους στην εκκλησία, πρέπει να αποφεύγει τις εξωτερικεύσεις της ευλαβείας του και τις δυνατές φωνές που φέρνουν σύγχυση και στον ίδιο και στους άλλους.
Η προσευχή οφείλει να γίνεται με εσωτερικό πόνο της καρδιάς και με ήρεμο νου, αφοσιωμένο στο Θεό.
Υπάρχουν άνθρωποι, που πάσχουν από σωματικές αρρώστιες κι ενώ καυτηριάζονται από το γιατρό, υποφέρουν καρτερικά τον πόνο, χωρίς φωνές και φασαρία, σιωπηλά και υπομονετικά. Άλλοι πάλι ανυπόμονοι χαλούν τον κόσμο από τις φωνές, όταν τους κάνουν θεραπεία. Μήπως όμως έτσι αποφεύγουν τον πόνο; Μάλλον τον αυξάνουν.
Κάτι παρόμοιο γίνεται και με την προσευχή. Οι πνευματικώτεροι άνθρωποι προσεύχονται αθόρυβα με «στεναγμούς αλαλήτους». Έτσι διατηρούν την ψυχική τους γαλήνη. Οι άλλοι δε συγκρατούν τον εαυτό τους. Προσεύχονται μεγαλοφώνως, με εκδηλώσεις εξωτερικές, που συχνά σκανδαλίζουν τους άλλους. Ο πραγματικός χριστιανός πρέπει να αποφεύγει την ακαταστασία και τα εξωτερικά σχήματα. Να προτιμά την τάξη, την ησυχία και την ταπείνωση. Αυτό ζητά και ο Θεός με το στόμα του Προφήτου, που λέγει: «επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον, τον τρέμοντά μου τους λόγους;».
Όσοι χριστιανοί διάλεξαν αυτό το δρόμο, έγινα παράδειγμα και φως για πολλούς άλλους.
Μνήμη Θεού
Ποιος μπορεί να βλάψει τον ευνοούμενο του βασιλέως; Κανείς βέβαια.
Ούτε ο διάβολος μπορεί να βλάψει ψυχή ενωμένη με το Θεό, έλεγε κάποιος Αββάς.
Δυστυχώς όμως ο ανθρώπινος νους σκορπίζεται διαρκώς σ’ εγκόσμιες σκέψεις,
γι’ αυτό εύκολα παρασύρεται από το διάβολο στην αμαρτία.
* * *
Ένας νεαρός μοναχός στάλθηκε από τον γέροντα του σε κάποιον άλλο μοναχό που είχε κήπο στο Σινά για να του φέρει κανένα φρούτο.
Αυτός μόλις μπήκε λέγει στον ιδιοκτήτη του κήπου μοναχό:
“ Έχεις πάτερ κανένα φρούτο, ρωτά ο γέροντας μου;”
Εκείνος του απαντά:
“ Ναι παιδί μου, αν θέλεις κάτι απ' αυτά που υπάρχουν εδώ, πάρτο με την ευχή μου”.
Ρωτά ο νεαρός μοναχός:
“ Άραγε υπάρχει εδώ, γέροντα το έλεος του Θεού;”.
Εκείνος μόλις άκουσε στάθηκε σκεφτικός κοιτάζοντας τη γη και λέει στον νεαρό:
“ Τι είπες παιδί μου;”.
Του ξαναλέει ο νεαρός:
“ Είπα γέροντα, αν υπάρχει εδώ το έλεος του Θεού”.
Και πάλι για δεύτερη και τρίτη φορά του έκανε την ίδια ερώτηση ο νεαρός. Αφού στάθηκε για μια ώρα σιωπηλός ο ιδιοκτήτης του κήπου, δεν έβρισκε τι να απαντήσει στο παιδί και αφού αναστέναξε είπε:
“ Ας μας βοηθήσει ο Θεός παιδί μου”.
Έτσι αφού ξεπροβάδισε τον νεαρό αμέσως πήρε το πανωφόρι του και τράβηξε για την έρημο μονολογώντας εγκαταλείποντας τον μικρό του κήπο: “ Ας ξεκινήσουμε κι ας επιδιώξουμε το έλεος του Θεού. Αφού ένα μικρό παιδί με ρώτησε και δεν μπόρεσα να του δώσω απάντηση, τι θα κάνω όταν θα ερωτηθώ από τον ίδιο τον Θεό;”
* * *
Ένας γέροντας ζούσε στην περιοχή της Ραϊθού και είχε την εξής απασχόληση.
Καθόταν συνέχεια στο κελλί σκεφτικός με το βλέμμα καρφωμένο στη γη και κουνώντας συνεχώς το κεφάλι του έλεγε αναστενάζοντας:
“ Άραγε τι συμβαίνει με μένα;”.
Και πάλι αφού σιωπούσε καμιά ώρα και εργαζότανε το εργόχειρο του, κουνούσε το κεφάλι του και έλεγε:
“ Άραγε τι συμβαίνει με μένα;”.
Έτσι λοιπόν πέρασε ολόκληρη τη ζωή του φροντίζοντας πάντοτε για την αναχώρηση του απ' αυτή τη ζωή.
* * *
Μας διηγήθηκαν μερικοί αδελφοί, όταν μας επισκέφθηκαν στην Ραϊθού, ότι υπήρχε κάποιος φιλόπονος γέροντας, ο οποίος κατοικούσε στις σπηλιές που βρίσκονται πάνω από τη λεγόμενη σπηλιά του Ιωήλ.
Και τέτοια καθαρότητα από τα γήινα είχε ο νους του, ώστε σχεδόν σε κάθε βήμα του όπου πήγαινε, κάθε φορά που σταματούσε, εξέτασε τον λογισμό του και τον ρωτούσε:
“ Τι συμβαίνει αδελφέ μου, που βρισκόμαστε;”.
Και αν έβρισκε το νου του να λέει στίχους από το ψαλτήρι ή να προσεύχεται, πάει καλά. Αν όμως διαπίστωνε να σκέφτεται ο,οτιδήποτε άλλο, αμέσως τον έβριζε λέγοντας του: “Εμπρός από κει, γρήγορα γύρνα στη δουλειά σου”.
Έτσι μέσα του πάντοτε έλεγε ο γέροντας:
“ Αδελφέ πλησιάζει η ώρα του θανάτου και ακόμη δεν τον βλέπω αυτόν στην μέση”.
Κάποτε παρουσιάστηκε ο Σατανάς και του λέει:
“ Τι κοπιάζεις; Να είσαι σίγουρος πως δεν πρόκειται να σωθείς”
Και αυτός του απαντά:
“ Να μη σε νοιάζει εσένα. Κι αν ακόμα δεν σωθώ, πάλι πάνω από το κεφάλι σου θα βρίσκομαι, ενώ εσύ κάτω απ' όλους στην κόλαση”.
ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Αφηγήθηκαν κάποτε οι πατέρες για ένα αδελφό ότι· όταν μια Κυριακή γινόταν ακολουθία ξεκίνησε να έλθει στην εκκλησία σύμφωνα με τη συνήθεια
αλλά τον κοροΐδεψε ο διάβολος λέγοντας του:
“ Πηγαίνεις στην εκκλησία για να μεταλάβεις άρτο και οίνο και για να σου πούνε ότι αυτό είναι σώμα και αίμα Χριστού; Μην κοροϊδεύεσαι”.
Ο αδελφός υπάκουσε στον λογισμό του και δεν πήγε σύμφωνα με τη συνήθεια στην εκκλησία, ενώ οι αδελφοί του τον περίμεναν· γιατί έτσι είναι η συνήθεια σε κείνη την έρημο, να μην τελούν την ακολουθία μέχρις ότου έλθουν όλοι.
Αφού τον περίμεναν αρκετά και κείνος δεν ερχόταν, μερικοί απ' αυτούς πήγαν στο κελλί του σκεπτόμενοι:
“ Μήπως είναι άρρωστος ή πέθανε ο αδελφός;”.
Όταν ήλθαν στο κελλί τον ρωτούσαν:“ Γιατί αδελφέ δεν ήλθες στην εκκλησία;”.
Αυτός ντρεπόταν να τους απαντήσει. Όταν όμως αντιλήφθηκαν το φαύλο τέχνασμα του διαβόλου, οι αδελφοί τον υποχρέωσαν να τους ομολογήσει την επιβουλή του διαβόλου.
Αυτός τους απάντησε:
“ Συγχωρέστε με, αδελφοί, γιατί ενώ ξεκινούσα όπως πάντα να έλθω στην εκκλησία, ο λογισμός μου μου είπε ότι δεν είναι σώμα και το αίμα του Χριστού αυτό που πας να μεταλάβεις, αλλά είναι απλώς άρτος και οίνος. Αν λοιπόν θέλετε να έλθω μαζί σας, διορθώστε μου τον λογισμό για τη θεία λειτουργία”.
Αυτοί του είπαν:
“ Σήκω, έλα μαζί μας και θα παρακαλέσουμε τον Θεό να σου δείξει ζωντανά τη θεϊκή δύναμη”.
Αυτός πήγε στην εκκλησία και εκεί αφού ικέτευσαν πού τον Θεό για τον αδελφό, δηλαδή να του αποκαλυφθεί η δύναμη των μυστηρίων, άρχισαν αμέσως τη θεία λειτουργία, αφού τοποθέτησαν τον αδελφό στη μέση της εκκλησίας, ενώ αυτός ως την απόλυση δεν σταμάτησε να βρέχει με τα δάκρυα του το πρόσωπο του.
Μετά το τέλος της λειτουργίας παρακάλεσαν οι πατέρες τον αδελφό να τους απαντήσει: “ Πες μας αν σου έδειξε κάτι ο Θεός για να ωφεληθούμε και μεις”.
Αυτός κλαίγοντας άρχισε να λέγει:
“ Όταν τελείωσε ο κανόνας της ψαλμωδίας και αναγνώσθηκε η διδαχή των αποστόλων και ετοιμάστηκε ο διάκονος να αναγνώσει το ευαγγέλιο, τότε είδα να ανοίγει η στέγη της εκκλησίας και να φαίνεται ο ουρανός και κάθε λόγος του αγίου ευαγγελίου να γίνεται φωτιά μέχρι τον ουρανό. Όταν τελείωσε η ανάγνωση του ευαγγελίου, ήλθαν οι κληρικοί από το διακονικό κρατώντας την μετάληψη των αγίων μυστηρίων.
Τότε είδα ν' ανοίγουν οι ουρανοί και να κατεβαίνει φωτιά και μαζί της ένα πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και πάνω απ' αυτούς δύο πρόσωπα ενάρετα των οποίων την ομορφιά δεν μπορώ να περιγράψω – γιατί η φεγγοβολή τους ήταν σαν αστραπή – και ανάμεσα του υπήρχε ένα μικρό παιδί. Τότε οι αγγέλοι παρατάχθηκαν γύρω από την αγία Τράπεζα και το παιδί βρισκόταν ανάμεσα τους. Όταν τελείωσαν οι θεϊκές ευχές και άρχισαν οι κληρικοί να τεμαχίζουν τους άρτους της προθέσεως, είδα τα δύο πρόσωπα πάνω στην αγία Τράπεζα να κρατούν τα χέρια και τα πόδια του παιδιού, που ήταν πάνω στην αγία Τράπεζα, και με το μαχαίρι που κρατούσαν έσφαξαν το παιδί και άδειασαν το αίμα του στο Ποτήριο που βρισκόταν πάνω στην αγία Τράπεζα. Αφού έκοψαν σε μικρά τεμάχια το σώμα του παιδιού τα τοποθέτησαν πάνω από τους άρτους και έγιναν και οι άρτοι σώμα.
Τότε ήρθε στο μυαλό μου ο Απόστολος που λέει· Γιατί η δική μας γιορτή του Πάσχα συνίσταται στο γεγονός ότι ο Χριστός θυσιάστηκε για χάρη μας. Όταν όμως πλησίασαν οι αδελφοί να μεταλάβουν την αγία προσφορά, τους προσφερόταν ζωντανό σώμα. Μόλις όμως χρησιμοποιούσαν την επίκληση αμήν γινότανε άρτος στα χέρια τους. Όταν όμως πήγα και 'γω να μεταλάβω μου δόθηκε σώμα και δεν μπορούσα να μεταλάβω.
Τότε άκουσα μια φωνή στ' αυτιά μου να μου λέει:
“ Άνθρωπε γιατί δεν μεταλαβαίνεις αυτό που ζήτησες;”
Τότε είπα:
“Λυπήσουμε Κύριε, δεν μπορώ να μεταλάβω σώμα.”
Πάλι μου είπε:
“Αν μπορούσε ο άνθρωπος να μεταλάβει σώμα, σώμα θα υπήρχε όπως το βρήκες. Κανείς όμως δεν μπορεί να φάει σώμα, γι' αυτό όρισε ο Κύριος τους άρτους της προθέσεως. Γιατί όπως στην αρχή ο Αδάμ με τα χέρια του Θεού έγινε σάρκα και μετά της έδωσε πνεύμα ζωής ο Θεός, κατόπιν η σάρκα χωρίστηκε στη γη, το πνεύμα όμως παρέμεινε, έτσι και τώρα ο Χριστός προσφέρει τη σάρκα του μαζί με το άγιο Πνεύμα. Και η σάρκα δεν είναι τέλεια στον άνθρωπο, το πνεύμα όμως εγκαθίσταται στην καρδιά. Αν λοιπόν πίστεψες, μετάλαβε αυτό που έχεις στο χέρι σου.”
Και μόλις είπα:
“ Πιστεύω Κύριε”,
έγινε το σώμα που είχα στο χέρι μου άρτος. Αφού ευχαρίστησα λοιπόν τον Θεό μετέλαβα την αγία προσφορά. Όταν προχώρησε η λειτουργία και ξαναγύρισαν οι κληρικοί είδα πάλι το μικρό παιδί ανάμεσα στα δύο πρόσωπα και ενώ οι κληρικοί συμμάζευαν τα δώρα, είδα πάλι τη στέγη ν' ανοίγει και οι θείες δυνάμεις να ανυψώνονται στον ουρανό”.
Αυτά αφού άκουσαν οι αδελφοί και αφού ένοιωσαν βαθιά κατάνυξη, αναχώρησαν στα κελιά τους.
* * *
Ο Αββάς Ησαΐας ο αναχωρητής δίνει την ακόλουθη ορθή συμβουλή: “Μη συνηθίζεις να κουβεντιάζεις για πράγματα, που δεν είδες με τα ίδια σου τα μάτια, σαν να τα έχεις δει. Μη βεβαιώνεις με πεποίθηση εκείνα, που έχεις μόνο ακούσει. Συνήθιζε τη γλώσσα σου να λέει πάντα αλήθεια. Το ψέμα γεννιέται συχνά από τη επιθυμία να αρέσουμε στους ανθρώπους κι απομακρύνει από την ψυχή το φόβο του Θεού”.
“Το στόμα του ταπεινόφρονος λέγει πάντοτε αλήθεια”, γράφει κι ο Αββάς Μάρκος ο ασκητής. “’Οποιος αντιλέγει στην αλήθεια, παίρνει τη θέση του δούλου, που ράπισε τον Κύριο”.
“’Οποιος μπαίνει σε μυροπωλείο, έλεγε κάποιος γέροντας, κι αν ακόμη δεν αγοράσει κανένα άρωμα, βγαίνει έξω γεμάτος ευωδία. Το ίδιο συμβαίνει σ’ εκείνους που συναναστρέφονται Αγίους ανθρώπους. Παίρνει επάνω του το πνευματικό άρωμα της αρετής τους”.
Ο Αββάς Παφνούτιος ασκήτευε σ’ ένα απόμερο σπήλαιο δώδεκα μίλια μακριά από τη σκήτη των πατέρων. Είχε όμως τη συνήθεια να επισκέπτεται τη σκήτη δυο φορές το μήνα, για να ωφελείται από τη διδασκαλία τους. Τύπωσε μάλιστα βαθιά στη μνήμη του κι έλεγε αργότερα στους μαθητές του τον λόγο που του έλεγαν συχνότερα οι Γέροντες : “’’Οπου κι αν βρεθείς τέκνον, μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με άλλο πρόσωπο, για να έχεις ανάπαυση στην ψυχή. Διαφορετικά, ο διάβολος μπορεί να σε ξεγελάσει και να νομίζεις ότι είσαι καλύτερος από τους άλλους”.
* * *
«Αν με καλή μετάνοια σηκωθής από την πτώσι σου, λέει κάποιος πατήρ στο γεροντικό, μη παύσης να λυπάσαι γι’ αυτή και να στενάζης ως το τέλος της ζωής σου. Αλλιώς κινδυνεύεις να ξαναπέσης στην ίδια αμαρτία. Η κατά Θεόν λύπη είναι χαλινάρι της ψυχής. Την συγκρατεί από πολλά παραστρατήματα».
«’Οταν πρόκειται ν’ αρχίσης ένα οποιοδήποτε έργο, συμβουλεύει κάποιος γέροντας, κάνε ευσυνείδητα αυτή την ερώτηση στον ευατό σου:
’Αν αυτή τη στιγμή μ’ επισκεφθή ο Κύριός μου, τι γίνεται;
Πρόσεχε ν’ ακούσης καλά τι θα σου αποκριθή η συνείδησίς σου. Αν σε αποδοκιμάζη, παράτησε ευθύς εκείνο που είχες αποφασίσει να κάνης, και άρχισε κάποιο άλλο, που θα το επιδοκιμάζη, για να τελειώσης θαρρετά.
Ο εργάτης της αρετής πρέπει να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να αντικρύση ήρεμα τον θάνατο».
Σοφός Πατήρ συμβουλεύει
Μη συνηθίζης να ελέγχης τον αδελφό σου για τις πράξεις του, αλλά μόνον τον εαυτό σου για τις δικές του και να θυμάσαι κάθε στιγμή πως είσαι υπόλογος γι’ αυτές. Τότε θα γεννηθή στην ψυχή σου ο θείος φόβος.
Αν δε νοιώθης ποτέ να κατανύγεται η ψυχή σου, όταν προσεύχεσαι ή όταν μελετάς τον λόγο του Θεού, έλεγε σ’ ένα νέο κάποιος Γέροντας, πρέπει να γνωρίζης πως πάσχεις ή από κενοδοξία ή από φιληδονία. Αυτά τα δύο θηρία διώχνουν από τον άνθρωπο την κατάνυξι.
Ο χριστιανός, που θυμάται να συνομιλήση με τον Θεόν μόνον όταν φθάση η ορισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρας.
Ακοή αντί ακοής λαμβάνομε, λέγει κάποιος Πατήρ. Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή εκείνου που υπακούει στο θέλημά Του.
- Τρία πράγματα είναι απαραίτητα για την καλλιέργεια της ψυχής: Πρώτον, η ησυχία, δεύτερον, η προσευχή και τρίτον η αυτογνωσία. Αυτή η τελευταία επιτυγχάνεται, όταν μάθη ο άνθρωπος να μη προσέχη τα σφάλματα του άλλου, παρά μόνο τα δικά του. ’Αν επιμείνη σ’ αυτά, δε θ’ αργήση να καρποφορήση η ψυχή σ’ όλες τις άλλες αρετές.
Αββάς Σαρματίας
- Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό, που αναγνωρίζει το σφάλμα του και ταπεινώνεται, παρά ενάρετο με αυταρέσκεια.
Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός
Τι ανόητοι που είμεθα εμείς οι άνθρωποι! Πετάμε μακριά το ελαφρότερο φορτίο, την παραδοχή του λάθους μας και το “συγχώρεσέ με”, και φορτωνόμαστε το πιο βαρύ, τη δικαιολογία.
Αββάς Νείλος
«Πραγματική Βυζαντινή μουσική είναι εκείνη που τα πάθη κατευνάζει και την ακρασίαν του σώματος ηρεμείν απεργάζεται».
Αββάς Ησαίας ο Αναχωρητής
«’Οποιος κατορθώνει να λέγη κάθε μέρα στον εαυτό του: σήμερα είναι η τελευταία ημέρα της ζωής μου, ουδέποτε θ’ αμαρτήση θεληματικά προς τον θεό».
Aββάς Ποιμήν
«Για να διδάξει κανείς τον άλλον, πρέπει ο ίδιος να είναι υγιής ψυχικά και απαθής»
«Η μετάνοια είναι η μη επανάληψις της ιδίας αμαρτίας».
«’Οταν αποφεύγη ο άνθρωπος τις πολλές κουβέντες, τις διαμάχες, την ταραχή και την σύγχυση, το ’Αγιον Πνεύμα επισκιάζει την ψυχή του και τότε, όσο στείρα κι’ άν είναι, θα βλαστήση καρπούς πνευματικούς».
Aββάς Παύλος
Νοιώθω τον εαυτό μου διαρκώς βυθισμένο μέσα στη λάσπη της αμαρτίας ως το λαιμό, έλεγε με ταπεινοφροσύνη ο Αββάς Παύλος, και κλαίω, φωνάζοντας στον Ιησού μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς μου: Κύριε, ελέησόν με.
Αββάς Υπερέχιος
’Οποιος δεν κατορθώνει να συγκρατή τη γλώσσα του, όταν θυμώνη, είναι ανίκανος να συγκρατήση και όλα τα άλλα πάθη.
Αββά Σισόης
«Εάν έπεσες, Σήκω… Εώς ότου σε βρη ο θάνατος ή στην πτώσι ή στην έγερσι. Δεν είναι γραμμένο «όπου ευρώ σε εκεί και κρινώ σε»; Μόνο εύχου στον Θεό να βρεθής την τελευταία σου στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια».