Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Η προφητεία του Αγίου Νήφωνος για την μέλλουσα κρίση



“Ολος ό λαός και ή αναρίθμητη αγγελική παράταξη στάθηκαν και κοίταζαν ψηλά, περιμένοντας με φρίκη και δέος να κατέβει στη γή ή φοβερή θεία εξουσία.

Ξάφνου όμως βροντές και αστραπές έσκισαν τον αέρα, ένώ σεισμός τρομερός συγκλόνισε την κοιλάδα της Δίκης. Σάστισαν όλοι κι άρχισαν να τρέμουν.

Το στερέωμα τ’ ούρανού τραβήχτηκε σαν παραπέτασμα.

Και νά! Φάνηκε πίσω του ό Τίμιος Σταυρός, λάμποντας σαν τον ήλιο και σκορπίζοντας θεϊκές μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν οί άγιοι άγγελοι, ανοίγοντας το δρόμο για τον Κύριο μας Ίησού Χριστό, τον Κριτή της οικουμένης.

Σε λίγο ακούστηκε μια μυριόστομη πρωτάκουστη δοξολογία:

- «Ευλογημένος ό ερχόμενος έν ονόματι Κυρίου87. Θεός Κύριος και έπέφανεν ημίν88, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος89».

Σαν τέλειωσε τουτος ό ζωηρός ύμνος, φανερώθηκε ό Κριτής πάνω στις νεφέλες, καθισμένος σε θρόνο ψηλό και πύρινο, πού με τις υπέρλαμπρες φλόγες του κατάκαιγε τον ουρανό και τη γή. *

Ξαφνικά, μέσ’ άπ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών, μερικοί άρχισαν ν’ αστράφτουν σαν τον ήλιο και ν’ αρπάζονται στον αιθέρα, πάνω σε νεφέλες, για να συναντήσουν τον Κύριο τους. Οί περισσότεροι όμως, αλίμονο, έμειναν κάτω. Θρηνούσαν πικρά, πού δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχτούν κι αυτοί άπ’ τις νεφέλες, κι ήταν φαρμακωμένες οί ψυχές τους άπό τη λύπη και την οδύνη. “Επεσαν στα γόνατα, μπροστά στον Κύριο, μα ξανασηκώθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.

Γύρω άπό το θρόνο της Ετοιμασίας, όπου ήταν καθισμένος ό Μέγας Κριτής, παρατάχθηκαν όλες οί ουράνιες δυνάμεις με φόβο και τρόμο. Στα δεξιά Του στάθηκαν όλοι όσοι είχαν άρπαχθεϊ άπ’ τις νεφέλες. Οί υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’ αριστερά Του, κι ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλιάδες και πολύ πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ταλανίζοντας τους εαυτούς τους και θρηνολογώντας για την απώλεια τους. Στα πρόσωπα τους ήταν ζωγραφισμένη ή καταισχύνη, ή συντριβή, ή αγωνία, ή φρίκη… Πένθος βαρύ είχε απλωθεί άνάμεσά τους. “Αλλοι αναστέναζαν βαθιά. “Αλλοι βογγούσαν με σπαραγμό. “Αλλοι όδύρονταν, χύνοντας ποτάμι τα δάκρυα. Και άλλοι είχαν βυθιστεί σε μιάν απελπισμένη, νεκρική σιωπή. Δεν φαινόταν άπό πουθενά παρηγοριά, άπό πουθενά ελπίδα…

Αντίθετα, όσοι στέκονταν στα δεξιά του Κριτή, ήταν όλοι φαιδροί και φωτεινοί σαν τον ήλιο, όλοι σεμνοί, δοξασμένοι και λαμπεροί σαν το φώς, όλοι φλογισμένοι, θαρρείς, άπό μια θεόφωτη αστραπή, πού τους έκανε να φεγγοβολούν πραγματικά – αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεό τους.

Παρευθύς ό φοβερός Κριτής έριξε το βλέμμα Του κι άπ’ τη μια κι άπ’ την άλλη μεριά. Στα δεξιά κοίταξε με ικανοποίηση, κι ένα γλυκό χαμόγελο άνθισε στα χείλη Του. “Υστερα γύρισε και σ’ αυτούς πού ήταν στ’ αριστερά. Αμέσως ταράχτηκε και πήρε βιαστικά τη ματιά Του από πάνω τους.

Δυνατή κι επιβλητική ακούστηκε τώρα ή φωνή Του να λέει στους πρώτους:

- «Δευτε οί ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην ύμιν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γάρ, και έδώκατέ μοι φαγεϊν, έδίψησα, και έποτίσατέ με, ξένος ή μην, και συνηγ άγετε με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ή σθένη σα και έπεσκέψασθέ με, έν φυλακή ή μην και ήλθετε προς με»90.

Εκείνοι τότε Τον ρώτησαν με απορία:

- «Κύριε, πότε σε ειδομεν πεινώντα και έθρέψαμεν, ή διψώντα και έποτίσαμεν; Πότε δε σε ειδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή έν φυλακή, και ήλθομεν προς σε;»91.

Και Αυτός τους αποκρίθηκε:

- «Αμήν λέγω υμίν,εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»92.

“Υστερα στράφηκε οργισμένος στους άλλους, στ’ αριστερά Του, και τους είπε με αυστηρότητα και αποστροφή:

- «Πορεύεσθε άπ’ έμου οί κατηραμένοι εις το πυρ το αίώνιον το ήτοιμασμένον τω διαβάλω και τοις αγγέλοις αύτου. Επείνασα γάρ, και ουκ έδώκατέ μοι φαγείν, έδίψησα και ούκ έποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ού συναγάγετε με, γυμνός, και ού περιεβάλετέ με, ασθενής και έν φυλακή, και ούκ έπεσκέψασθέ με»93.

Παραξενεμένοι κι αυτοί Τον ρώτησαν:

- «Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή έν φυλακή, και ού διηκονήσαμεν σοι;»94.

- «Αμήν λέγω ύμίν, έφ’ όσον ούκ έποιήσατε ένί τούτων των ελαχίστων, ουδέ έμοί έποιήσατε»95. Χαθείτε άπό μπροστά μου, «οί έσκοτισμένοι της γης»96! Στον τάρταρο! Έκεί πού είναι «ό κλαυθμός και ό βρυγμός των οδόντων»97! Εκεί πού θα τυραννιέστε και θα θρηνείτε αιώνια!

Μόλις ό Κριτής ανήγγειλε τη μεγάλη απόφαση Του, ξεχύθηκε, ξαφνικά, άπό τ’ ανατολικά ένας τερά¬στιος πύρινος ποταμός, πού κυλούσε ορμητικά προς τη δύση. Ηταν πλατύς σαν θάλασσα. Βλέποντας τον οί αμαρτωλοί άπ’ τ’ αριστερά, ζάρωσαν και κιτρίνισαν άπό τον τρόμο.

Αμέσως o Κριτής πρόσταξε να περάσουν μέσ’ απ’ το ποτάμι εκείνο όλοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, για να τους δοκιμάσει η φωτιά.

Πρώτα μπήκαν αυτοί πού στέκονταν στα δεξιά. Πέρασαν όλοι και δοκιμάστηκαν και βγήκαν σαν χρυσάφι καθαρό μέσ’ άπό τις φλόγες. Τα έργα τους όχι μόνο δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο λαμπερά και καθαρά με τη δοκιμασία. Με απερίγραπτη αγαλλίαση είδαν οι δίκαιοι να μή βρίσκεται στα καλά τους έργα κανένας ρύπος.

Μετά ακολούθησαν αυτοί που στέκονταν στ’ αριστερά, για να δοκιμαστούν και τα δικά τους έργα. Μα σαν περνούσαν μεσ’ άπό τη φωτιά, οι φλόγες τους έκαιγαν, επειδή ήταν αμαρτωλοί, και τους παγίδευαν καταμεσίς του ποταμού. Τα έργα τους λαμπάδιασαν αμέσως σαν άχυρα. Αλλά τα σώματα τους έμειναν απείραχτα, για να καίγονται αιώνια μαζί με το διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας τους δεν κατόρθωσε να βγει από το πύρινο εκείνο ποτάμι. Σαν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας, αιχμαλωτίστηκαν όλοι από τη φωτιά.

Aφού οι αμαρτωλοί ρίχτηκαν στην κόλαση και πετάχτηκαν από τις φλόγες στους διάφορους τόπους των τιμωριών, ο φοβερός Κριτής σηκώθηκε από το θρόνο Του και κίνησε για τον επουράνιο νυμφώνα Του. Τον ακολουθούσαν όλοι οι άγιοί Του. Και τον περικύκλωναν με φόβο και τρόμο οι δυνάμεις των ουρανών, ψάλλοντας:
- «Αρατε πύλας, οι άρχοντες ημών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης»98, ο Κύριος και Θεός, μαζί με τους αγίους Του, που τους χαρίζει αιώνια κληρονομιά!
Αλλο τάγμα απαντούσε:
- «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!… Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν»99, μαζί με τους υιούς της νέας Σιών, αυτούς που αξιώθηκαν να γίνουν χαρισματικά παιδιά του Θεου!

Και οι αρχάγγελοι, που πήγαιναν μπροστά απ’ τον Κύριο, έψαλλαν κι εκείνοι αντιφωνικά ένα ουράνιο μέλος:

- «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ, τω σωτήρι ημών· προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ»100.

Και απαντουσε άλλο τάγμα, μελωδώντας γλυκά:

- «Ότι Θεός μέγας Κύριος και βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γήν ότι εν τη χειρί αύτου τα πέρατα της γής και τα ύψη των ορέων αυτού εισιν» !

Αυτούς και άλλους υπέροχους ύμνους έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, προξενώντας ανέκφραστη αγαλλίαση σ’ όσους τους άκουγαν.

Ψάλλοντας έτσι λοιπόν μπήκαν μαζί με τον Κύριο και τους άγιους Του στους επουράνιους θαλάμους του θεϊκού νυμφώνα, σκιρτώντας από χαρά. Και παρευθύς οί πύλες κλείστηκαν.

Τότε κάλεσε ο Ιησούς τους αρχηγούς των αγγελικών ταγμάτων. Πρώτοι παρουσιάστηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ, κι έπειτα οι άλλοι.

Ύστερα κλήθηκαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι άγιοι απόστολοι. Ο Κύριος τους χαρίτωσε με δόξα λαμπρή, τους έδωσε δώδεκα πυρίμορφους κι αστροστόλιστους θρόνους και τους έβαλε να καθήσουν κοντά σ’ Αυτόν, το Δάσκαλο τους, με τιμές πολλές. Η δόξα τους ήταν ένα φως αιώνιο, απερίγραπτο και απρόσιτο. Οι χιτώνες τους ήταν χρυσοκίτρινοι κι αστραφτεροί σαν κεχριμπάρι. Ακόμα κι οι αρχάγγελοι τους κοίταζαν με θαυμασμό. Τέλος, ο Χριστός τους έδωσε και δώδεκα κρυσταλλόμορφα στεφάνια, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες, που άστραφταν εκτυφλωτικά, καθώς τα βαστούσαν ένδοξοι άγγελοι πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

Έφεραν μετά μπροστά στον ουράνιο Βασιλιά τους εβδομήντα μαθητές και αποστόλους Του. Δόθηκαν και σ’ αυτούς όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια τους ήταν λιγότερο λαμπρά από τ’ άλλα, των δώδεκα.

Έπειτα παρουσιάστηκαν οι άγιοι μάρτυρες, στρατιά ολόκληρη. Σ’ αυτούς δόθηκε το αξίωμα και η θέση του μεγάλου αγγελικού τάγματος, που είχε πέσει άπό τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Αμέσως τους έφεραν αναρίθμητα στεφάνια, που ακτινοβολούσαν σαν τον ήλιο, και στόλισαν μ’ αυτά τ’ αγιασμένα κεφάλια τους. Κι εκείνοι, θεωμένοι, χαίρονταν κι αγάλλονταν ανείπωτα.

Ακολούθησε ή ιερή χορεία των αγίων ιεραρχών, ιερέων και διακόνων. Στεφανώθηκαν κι αυτοί με στεφάνια αιώνια και αμαράντινα, άλλά διαφορετικά σε λάμψη και δόξα - ο καθένας ανάλογα με το έργο, το ζήλο, την υπομονή και την αγάπη του. Έτσι, έβλεπες πολλούς ιερείς να είναι ενδοξότεροι από αρχιερείς, αλλά και πολλούς διακόνους να είναι λαμπρότεροι από ιερείς και αρχιερείς. Τα πρόσωπα όμως όλων έλαμπαν από τη χάρη, την ευφροσύνη και την αγαλλίαση. Σ’ αυτούς μάλιστα παραχωρήθηκε και το νοερό επουράνιο θυσιαστήριο, για να προσφέρουν αιώνια πια την τέλεια και ευάρεστη στο Θεό θυσία τους.

Τώρα ήρθε η σειρά των ευλαβών μοναχών. Από την οσιακή χορεία τους ξεχυνόταν μια ευωδία πνευματική. Και τα δοξασμένα πρόσωπα τους άστραφταν σαν ήλιοι, σκορπίζοντας θεόφωτες μαρμαρυγές. Δόθηκαν στον καθένα άπό έξι φτερά, κι έτσι, με τη δύναμη του Άγιου Πνεύματος, έγιναν όλοι σαν τα φρικτά Χερουβείμ και Σεραφείμ. Άρχισαν τότε να ψάλλουν δυνατά:

- «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού»102.

Η δόξα τους ήταν τρισμέγιστη και τα καταστόλιστα στεφάνια τους ανάλογα με τους αγώνες και τους ιδρώτες του καθενός.

Πίσω από τους οσίους μοναχούς μπήκε ο χορός των αγίων προφητών. Σ’ αυτούς δόθηκαν το άσμα των ασμάτων, ή ψαλμική κινύρα του Δαβίδ με τύμπανα και με χορούς, φως άστραποβόλο, κάλλος ουράνιο, αγαλλίαση απέραντη και η δοξολογία του Άγιου Πνεύματος. Τα δικά τους στεφάνια ήταν ολόχρυσα κι αστραφτερά. Ο Δεσπότης του θείου νυμφώνα τους ζήτησε να ψάλουν κάτι. Κι εκείνοι Τον ύμνησαν μ’ ένα άσμα τόσο τερπνό, που σκίρτησαν άπό ευφροσύνη όλοι οι συναγμένοι άγιοι.

Αφου όλοι πια είχαν πάρει τα δώρα τους από τ’ άχραντο χέρι του Σωτήρα, περίμεναν ακόμα τ’ αγαθά εκείνα, «ά οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη»103.

Τότε όμως μπήκε ο χορός των ανθρώπων που σώθηκαν μέσα στον κόσμο – φτωχοί και πλούσιοι, κυβερνήτες και υπήκοοι, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι μπροστά στον θείο Νυμφίο, τον Κύριο.

Πρώτα-πρώτα Εκείνος ξεχώρισε αυτούς που ήταν ελεήμονες 104, και τους χάρισε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια κι ολόφωτα, στεφάνια πολύτιμα, αγιασμό ευφρόσυνο, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους φωτεινούς να τους υπηρετούν.

Ακολούθησαν όσοι έγιναν για το Χριστό «πτωχοί τω πνεύματι»105. Αυτοί υψώθηκαν τώρα υπερβολικά. Πήραν από το χέρι του Κυρίου στεφάνια πανέμορφα και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών.

Ηρθαν έπειτα «οι πενθουντες»106, αυτοί που έκλαψαν για τις αμαρτίες τους με μετάνοια θερμή, και τους δόθηκε ή μεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος και η πάντερπνη χαρά του παραδείσου.

Να τώρα κι «οι πραείς»107 και άκακοι, που κληρονόμησαν τη γή της επαγγελίας, όπου το Πνεύμα του Θεού αποστάζει το γλυκασμό και την ευωδία Του. Πόση τέρψη και αγαλλίαση δοκίμασαν, βλέποντας πως κέρδισαν τη μακαριότητα! Και πώς σκίρτησε από ηδονή η ψυχή τους, όταν ο Κύριος τους στόλιζε με στεφάνια ροδόχρωμα, περίτεχνα, αστραφτερά!

Μετά απ’ αυτούς ήρθαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην»108. Τους δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης πλούσιος, για να χορτάσουν. Και με την αγαθή τους προαίρεση ευφράνθηκαν, βλέποντας το βασιλιά Χριστό να υμνείται και να τιμάται και να δοξάζεται από τους άγιους αγγέλους. Τα δικά τους στεφάνια ήταν περίλαμπρα και καλαίσθητα, καμωμένα με πολλή τέχνη.

Ύστερα ξεχωρίστηκαν από τον Κύριο «οι καθαροί τη καρδία»109. Σ’ αυτούς έδωσε πανίσχυρα μυστικά μάτια και όραση πνευματική, πιο δυνατή κι από το φως, για να βλέπουν καθαρά το πρόσωπο του Θεου στους αιώνες των αιώνων. Τους έδωσε και στεφάνια ιδιόμορφα, που πίσω και μπροστά είχαν κρυστάλλινους σταυρούς, ενώ δεξιά κι αριστερά ζωγραφισμένους χερουβικούς οφθαλμούς.

Έπειτα μαζεύτηκαν σε μια ομάδα «οι ειρηνοποιοί»110. Τους δόθηκαν η ειρήνη και η σοφία και το Πνεύμα του Θεού και ευδοκία και έλεος και φωτισμός από το φώς του Χριστού. Έν’ αόρατο χέρι, που κρατουσε μιαν ουράνια γραφίδα, τους πλησίασε κι έγραψε στα μέτωπα τους: Ιησούς Χριστός, Υιός του Θεου του ζώντος. Τέλος, τους δόθηκαν και στεφάνια αστραφτερά, που είχαν πάνω τους γραμμένα τα ονόματα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Μετά ήρθαν «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης»111. Τους δόθηκαν θείος αίνος και πολυθαύμαστη ζωή και θρόνοι άφραστοι της βασιλείας των ουρανών. Τα στεφάνια τους ήταν από θεϊκό, άυλο χρυσάφι, που η λάμψη του έκανε τους χορούς των αγγέλων να ευφραίνονται.

Ακολούθησαν εκείνοι που υπέμειναν ονειδισμούς και διωγμούς και κακολογίες για χάρη του Χριστού112. Αυτοί πήραν τον άγιο μακαρισμό του Θεου και τον έπαινο των αγγέλων Του και περισσότερη τιμή και δόξα. Τους χαρίστηκαν και θρόνοι ποικιλοστόλιστοι και σκήπτρα βασιλικά και στεφάνια πανέμορφα.

Ύστερ’ απ’ όλους αυτούς, οδηγήθηκαν μπροστά στον Κύριο εκείνοι πού άπό τη μια μετανόησαν για τις αμαρτίες τους, άπό την άλλη όμως δεν έκαναν συνεπή πνευματική ζωή, με προσευχές και με νηστείες και μ’ ό,τι άλλο ορίζει η Εκκλησία μας. Ξεμάκρυναν βέβαια άπό τα πονηρά έργα, δεν εργάστηκαν όμως με ζήλο και ακρίβεια τ’ αγαθά.

- Και που γλυτώσατε την κόλαση, πολύ σάς είναι, τους είπε ο Νυμφίος, και τους έδωσε μονάχα από μια βέργα – το σημάδι ότι δεν θα κολάζονταν – για να μή ρίχτουν στο πύρ, άλλά να ταχθουν σε τόπο άφεγγο, ούτε φωτεινό ούτε ζοφερό.

Πίσω τους ήρθαν άλλοι, που είχαν κάνει πολλές αγαθοεργίες κι αμέτρητες ελεημοσύνες, επειδή όμως έπεφταν είτε σε κατάκριση και καταλαλιά των συνανθρώπων τους είτε σε σαρκικά αμαρτήματα, τάχθηκαν κι αυτοί στο κατώτατο σκότος, με την ομίχλη και την υγρασία, όπου μόλις φτάνουν κάποιες αμυδρές ανταύγειες φωτός.

Μετά απ’ αυτούς μπήκαν οι ειδωλολάτρες, πλήθος πολύ, που δεν γνώρισαν το νόμο του Χρίστου, άλλ’ οδηγήθηκαν άπό τη συνείδηση τους και τον τήρησαν άνεπίγνωστα. Ήταν εκείνοι, που είχαν να δείξουν «το έργον τον νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως»”3. Πολλοί απ’ αυτούς έλαμπαν σαν τον ήλιο από την αγνότητα και την καθαρότητα τους. Αυτοί αξιώθηκαν να κληρονομήσουν την ουράνια βασιλεία και την απόλαυση του Θεού. Στεφανώθηκαν και με στεφάνια υπέροχα, πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Ένα μονάχα έφερναν βαριά, το ότι, σαν άβάπτιστοι, ήταν τυφλοί, και δεν μπορούσαν να δουν τη δόξα και το φως του Θεου γιατί είναι φως και μάτι της ψυχής το άγιο βάπτισμα, κι όποιος το στερηθεί, όσα καλά κι αν κάνει, κληρονομεί βέβαια τον παράδεισο και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα του, αλλά δεν βλέπει τίποτα.

Τους ειδωλολάτρες ακολούθησε ένα άλλο τάγμα αγίων. Ήταν παιδιά χριστιανών, που έφυγαν άπό τη ζωή πρόωρα. Όλοι φαίνονταν τριάντα χρονών πάνω-κάτω. Ο Νυμφίος τούς έριξε βλέμμα συμπαθητικό και είπε:

- Ο χιτώνας του βαπτίσματος σας είν’ άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τί να κάνω λοιπόν μ’ εσάς;

Τότε λένε κι αυτοί θαρρετά:

- Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά Σου. Μή μάς στερήσεις τουλάχιστο και τα επουράνια.

Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα αιώνια αγαθά. Τους έδωσε στεφάνια πίστεως και άγνείας και ακακίας και μακαριότητας. Με πολύ θαυμασμό τους κοίταζαν οί ουράνιες στρατιές. Μα κι οί ίδιοι με χαρά φορουσαν τ’ άφθαρτα στεφάνια τους.

Ηταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγγέλους, που, βλέποντας συγκεντρωμένα τα τάγματα όλων των άγιων, έψαλλαν άσματα πανευφρόσυνα, γεμάτοι αγαλλίαση και θάμπος και θεία ηδονή.

Όταν λοιπόν όλοι αυτοί είχαν πιά μπει στο νυμφώνα κι είχαν στεφανωθεί, είδε ο δίκαιος Νήφων να πλησιάζει το Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Είχε όψη αστραφτερή και φοβερή και σεβάσμια μαζί. Μόλις την είδαν οι άγιοι άγγελοι, σκίρτησαν από χαρά κι ευδαιμονία. Από τα πόδια της, καθώς βάδιζε, ξεχύνονταν άστραποβολιές. Τα μάτια της φεγγοβολούσαν. Στο πέρασμα της σκόρπιζε ουράνια εύωδία, σαν άπό θεϊκά αρώματα. Ηταν ντυμένη με φορέματα βασιλικά, απ’ έξω κατακόκκινη πορφύρα κι από μέσα λευκό λινό χιτώνα. Στην πανώρια κεφαλή της φορούσε στέμμα θεϊκό, πού όμοιο του δεν είχε σε λαμπρότητα και ομορφιά. Κατάπληκτοι οι άγγελοι και θαμπωμένοι οι άγιοι παρατηρούσαν τις θείες ακτίνες, που σκορπίζονταν ολόγυρα άπό το ουράνιο εκείνο διάδημα.

Καθώς η Νύμφη μπήκε στο νυμφώνα, φάνηκε πίσω της πλήθος αναρίθμητο παρθένων, που την ακολου¬θούσαν ψάλλοντας και δοξολογώντας τα μεγαλεία του Θεου.

Όταν πιά ήρθε κοντά στο Νυμφίο, Τον προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις άγιες εκείνες παρθένες. Κι Αυτός, χαμογελώντας ευφρόσυνα, έσκυψε το κεφάλι Του και την τίμησε σαν άσπιλη Μητέρα Του. Τότε εκείνη, σταυρώνοντας τα χέρια της με συστολή, Τον πλησίασε με πολλή ευλάβεια και χάρη και φίλησε τ’ αθάνατα κι ακοίμητα μάτια Του, καθώς και τα σπλαχνικά Του χέρια.

Μετά τον θείο εκείνο ασπασμό, ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και άχραντα στεφάνια. Έπειτα ήρθαν οι νοερές δυνάμεις και οι χοροί των αγίων, προσκύνησαν όλοι πασίχαροι τη Θεομήτορα και της έψαλαν ύμνους και μακαρισμούς και μεγαλυνάρια, με τα χέρια υψωμένα άπό ιερό ενθουσιασμό.

Ύστερα σηκώθηκε ο Νυμφίος άπ’ το θρόνο Του, και, έχοντας στα δεξιά την πανάχραντη Μητέρα Του και στ’ αριστερά τον μεγάλο και θαυμαστό προφήτη και Πρόδρομο, πέρασε άπό το νυμφώνα στον θεϊκό θάλαμο, εκεί όπου βρίσκονται τα άγνωστα κι ανήκουστα και άφραστα αγαθά, τα ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν το Θεό. Μαζί Του μπήκαν στον όλοφώτεινο και θαυμαστό εκείνο θάλαμο όλοι οι άγιοι, που, μόλις είδαν τα αγαθά εκείνα, κυριεύθηκαν από ανείπωτη αγαλλίαση και ευθυμία. Άρχισαν τότε, μέσα σ’ ένα παραλήρημα ουράνιας χαράς, να χορεύουν και να τραγουδούν και να πανηγυρίζουν…

(Αυτά όμως δεν μπόρεσε ο φιλόθεος Νήφων να μου τα περιγράψει. Μολονότι τον πίεσα πολύ, δεν μου είπε το παραμικρό.

- Δεν μπορώ, έλεγε μόνο αναστενάζοντας, να παραστήσω με τη γλώσσα μου ή να παρομοιάσω με κάποια επίγεια πράγματα τα ουράνια. Ηταν πέρα άπό κάθε φαντασία και σύγκριση, πέρα άπό κάθε σκέψη και όραση, πέρα απ’ όλα τα ορατά και τα αόρατα.)

Όταν λοιπόν ο Κύριος μοίρασε στους αγίους Του τα αγαθά που ήταν εκεί, πρόσταξε τα Χερουβείμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο, όπως κυκλώνει το τείχος μια πόλη. Έδωσε έπειτα διαταγή, τα Σεραφείμ να κυκλώσουν τα Χερουβείμ, οι Θρόνοι τα Σεραφείμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και οι Δυνάμεις τις Εξουσίες. Έτσι, όπως το τείχος κυκλώνει μια πόλη, το ένα τάγμα κύκλωσε το άλλο, σχηματίζοντας επτά επάλληλα διαζώματα.

Στα δεξιά του αιώνιου θαλάμου στάθηκαν, σε τέλεια παράταξη, ο Μιχαήλ και το τάγμα του. Στ’ αριστερά παρατάχθηκαν με πολλή ευλάβεια ο Γαβριήλ και το δικό του τάγμα. Ο Ραφαήλ στ’ ανατολικά και ο Ουριήλ στα δυτικά με τα δικά τους. Τις θέσεις αυτές πήραν με προσταγή του Κυρίου. Οι παρατάξεις τους ήταν τεράστιες, και μαζί με τα τάγματα των άχραντων δυνάμεων κύκλωναν το θάλαμο του Θεου με πολλή λαμπρότητα.

Μετά απ’ όλα αυτά, και ο Κύριος, ο Υιός του Θεου, υποτάχθηκε στον Πατέρα Του, που είχε υποτάξει σ’ Αυτόν τα πάντα, και Του παρέδωσε όλη τη βασιλεία και την κυριαρχία και την εξουσία, που Εκείνος Του είχε δώσει4. Ο ίδιος πάλι μπήκε στον θείο και απρόσιτο θάλαμο, κληρονόμος του Πατέρα Του και Βασιλιάς και Αρχιερέας αιώνιος, μαζί με όλους τους συγκληρονόμους Του αγίους.

Στο τέλος των μυστηρίων, που αξιώθηκε ν’ αντικρύσει ό δίκαιος Νήφων, είδε και τούτη τη φοβερή αποκάλυψη:

Ο ίδιος ο Πατέρας και Γεννητής του μονογενούς Υιού, το Φώς το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά, λάμποντας πάνω από τον απέραντο εκείνο θάλαμο της θείας ευπρέπειας και πάνω από τις κυκλικές παρατάξεις των αγγελικών ταγμάτων. Φώτιζε το θάλαμο όπως ο ήλιος φωτίζει τον κόσμο, ευφραίνοντας με την άφραστη θεότητα Του και τη γλυκεία θερμότητα του φωτός Του όλους τους αγίους. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το νερό, έτσι και οί άγιοι άπορροφούσαν την Πατρική θεότητα και ενώνονταν μαζί Της, για να ζήσουν αιώνια με το Θεό στη βασιλεία Του.

Από τότε πιά δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Υπήρχε μόνο Θεός και Πατέρας, Υιός και Πνεύμα, φως και τρυφή, ζωή και αίγλη, ηδονή και τέρψη.

Τώρα απλώθηκε απόλυτη σιγή.

Στα μάτια του μακάριου Νήφωνα δόθηκε όραση ουράνια, για να δει τα έσχατα μυστήρια:

Το πρώτο τάγμα πού κύκλωνε το θάλαμο, έλαβε σαν κληρονομιά αιώνια ένα άσμα πάντερπνο, πανίερο, μεθυστικό. Παρευθύς λοιπόν το θείο και φοβερό εκείνο τάγμα άρχισε την άφραστη δοξολογία του, ενώ οί άγιοι σκιρτούσαν από χαρά και παρακινούνταν κι αυτοί σε ευχαριστία και αίνεση του Κυρίου.

Από το πρώτο τάγμα ο απερίγραπτος εκείνος ύμνος μεταδόθηκε στο δεύτερο, στα Σεραφείμ. Και άρχισαν κι εκείνα να ψάλλουν ύμνο παναρμόνιο και ακατάληπτο, που σαν μέλι γλυκύτατο εύφραινε όλες τις αισθήσεις των αγίων: Με τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Με την όσφρηση τους οσφραίνονταν την ευωδία του Θεου. Με τ’ αυτιά τους άκουγαν τη θεία υμνωδία των αχράντων δυνάμεων. Με το στόμα τους γεύονταν καινούργιο το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού5. Με τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά. Και με τα πόδια τους χόρευαν μέσα στην απερίγραπτη ομορφιά του ουράνιου θαλάμου. Μέγιστη τρυφή!… Ακατάληπτη ηδονή!… Ανερμήνευτη χαρά!…

Έπειτα μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος από το δεύτερο στο τρίτο τάγμα κι από το τρίτο στο τέταρτο και σ’ όλα τα επόμενα με τη σειρά, ώσπου έγινε απειρόστομος. Μα δεν μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια τη μελιχρότητα και την αρμονικότητα και την ευρυθμία και τη μεγαλοπρέπεια της μελωδίας εκείνης. Το πιο εξαίσιο ήταν, ότι δεν έψαλλαν τον ίδιο ύμνο όλα τα τάγματα, αλλά πολλούς και ποικίλους, άγνωστους και πρωτάκουστους, επουράνιους και θεσπέσιους ύμνους – το κάθε τάγμα τον δικό του – που συμπλέκονταν όμως και δένονταν μεταξύ τους τέλεια. Έτσι καλοταίριαστα συνάρμοζαν τα μέλη τους τ’ αγγελικά στρατεύματα, δοξολογώντας το Θεό και τέρποντας τους άγιους Του.

Όταν η πανστρατιά των ασωμάτων δυνάμεων συμπλήρωσε την αιθέρια δοξολογία της, τα τέσσερα τάγματα των Αρχαγγέλων άρχισαν τον τρισάγιο ύμνο. Έψαλλε το τάγμα του Μιχαήλ κι αντιφωνούσε το τάγμα του Γαβριήλ. Όμοια πάλι υμνολογούσε το άλλο, του Ραφαήλ, και ολοκλήρωνε εκείνο του Ούριήλ. Και η δική τους ψαλμωδία ήταν υπέροχη και πρωτάκουστη. Οι φωνές των τεσσάρων αρχιστρατήγων ξεχώριζαν μέσ’ από τις αναρίθμητες άλλες των δυνάμεων τους, κι ήταν πιο γλυκείες μα και πιο επιβλητικές.

Παρακινημένοι από την άπειρη εκείνη ευφροσύνη και τρυφή οί Άγιοι Πάντες, άρχισαν τότε κι αυτοί μέσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλλουν και να υμνούν τα μεγαλεία του Θεου.

Έτσι λοιπόν άντηχούσαν ύμνοι μέσα, ύμνοι έξω, ύμνοι παντού, ύμνοι που φλόγιζαν τις καρδιές των άγιων με την πάναγνη και τρισμακάρια ηδονή. Και τα υπέρλογα και υπέροχα εκείνα άσματα ξεχύνονταν στα επουράνια σκηνώματα ακατάπαυστα, στους ατελεύτητους αιώνες…

Μετά απ’ όλα αυτά που είδε ο μακάριος Νήφων,

έχοντας πέσει σε έκσταση, άκουσε τη φωνή του Θεου να του λέει:

- Νήφων, Νήφων! Ωραία ήταν η προφητική σου οπτασία και θεωρία. Γράψε λοιπόν με κάθε ακρίβεια όσα είδες και άκουσες, γιατί έτσι θαυμαστά θα γίνουν όλα. Τα φανέρωσα σ5 εσένα, σαν πιστό φίλο και αγαπητό γιό και κληρονόμο της βασιλείας μου, για να καταλάβεις πόσο σ’ αγαπώ. Διαπίστωσε λοιπόν τώρα, που γνώρισες τουτα τα φρικτά μυστήρια όπως ακριβώς θα πραγματοποιηθούν, τη μεγάλη μου φιλανθρωπία για σένα και όλους όσοι προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί εγώ πάντα χαίρομαι να «επιβλέπω επί τον ταπεινόν και ήσύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου»”6.

Και μ’ αυτά τα λόγια τον έλυσε ο Κύριος από τη φοβερή και πολυθαύμαστη θεωρία, που κράτησε δυο ολόκληρες εβδομάδες!

Όταν πιά ήρθε στον εαυτό του, σωριάστηκε κάτω τρομοκρατημένος κι άρχισε να κλαίει και να οδύρεται και να ταλανίζει τον εαυτό του, λέγοντας:

-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! Τί περιμένει την τρισάθλια ψυχή μου! Αλίμονο μου, του ελεεινού! Σε ποιά κατάσταση θα βρεθώ εκεί άραγε, ο άσωτος; Τί θ’ απολογηθώ στον Κριτή; Τί λόγο θα δώσω για τις ανομίες μου; Που θα κρύψω το πλήθος των αμαρτιών μου; Συμφορά μου, του βέβηλου και άθλιου! Στεναγμό δεν έχω! Δάκρυα πολλά δεν αναβλύζουν απ’ τα μάτια μου! Μετάνοια δεν μου βρίσκεται! Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη ούτε στάλα! Η ακακία κι η πραότητα είν’ άσχετες μ’ εμένα!… Άχ! Τί θα κάνω ο ελεεινός και μολυσμένος; Από πού να πιαστώ για να σωθεί η ψυχή μου; Το βάπτισμα το μίανα, το χιτώνα μου τον λέρωσα, την ψυχή μου τη βύθισα στο βούρκο, το νου μου τον σκότισα, την καρδιά μου την πώρωσα με την κραιπάλη… Ωιμένα, τον αμαρτωλό! Τί να κάνω, δεν ξέρω. Τα μάτια μου βλέπουν τις αισχρότητες. Τ’ αυτιά μου γλυκαίνονται με τα δαιμονικά τραγούδια. Η μύτη μου ζητάει γαργαλιστικές μυρωδιές. Το στόμα μου ορμάει στην πολυφαγία. Τα χέρια μου οδηγούνται στην αμαρτία. Το σώμα μου τρέχει να κυλιστεί στο βόρβορο της ακολασίας κι αποζητάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία. Η προαίρεση μου ποθεί την ασωτία. Άχ, ο άνομος, ο σκοτισμένος, ο βρωμερός! Που να πάω, δεν ξέρω. Ποιος θα με βγάλει, τον ταλαίπωρο, από την πικρή εκείνη φωτιά; Ποιος θα με γλυτώσει απ’ το ζοφερό σκοτάδι και τον φρικτό τάρταρο; Ποιος θα μ’ απαλλάξει άπ’ το βρυγμό των οδόντων; Αλίμονο, αλίμονο σ’ εμένα, τον σιχαμερό! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!… Πώ πώ! Τί δόξα θα στερηθώ, ο μαυρος! Τί τιμή, τί στεφάνια, τί χαρά, τί ηδονή θα χάσω, επειδή έγινα δουλος της αμαρτίας!… Ταλαίπωρη ψυχή μου! Που είναι η κατάνυξη σου; Που είναι η μετάνοια σου; Που είναι οι αρετές σου; Κακόμοιρε! Που θα τοποθετηθείς τη φοβερή εκείνη μέρα; Έκανες κανένα καλό, πού ν’ αρέσει στο Θεό; Πώς θα μπεις στο καμίνι; Πώς θ’ αντέξουν τα ελεεινά σου μάτια το ατέλειωτο κλάμα και τον αιώνιο θρήνο; Πώς θ’ αντέξει η συνείδηση σου την άπειρη πίκρα της θεϊκής καταδίκης;… Ω ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που υπηρετούσες πάντα την κοιλιά! Με τί μάτια θ’ αντικρύσεις, άνομη και διεφθαρμένη, το γλυκύτατο πρόσωπο του Χριστού; Πώς θα παρουσιαστείς μπροστά Του; Πές μου! Πές μου!… Είδες όλα εκείνα τα φοβερά, πού θα πραγματοποιήσει στις έσχατες ήμερες ο Κύριος. Πές μου λοιπόν, ψυχή, έχεις έργα αντάξια της θείας εκείνης δόξας; Πώς θα μπεις εκεί, άφου μόλυνες το άγιο βάπτισμα; Αλίμονο σου τότε, μιασμένη ψυχή μου! Έχεις να κληρονομήσεις το αιώνιο πύρ. Και που θα ‘ναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της, ο διάβολος, για να σε σώσουν; Άλλά…

… Κύριε, Κύριε,σώσε την ψυχή μου απ’ τη φωτιά, απ’ των οδόντων το βρυγμό κι απ’ το δεινό τον τάρταρο.

Μ’ αυτά τα λόγια προσευχόταν, ελέγχοντας τον εαυτό του ο μακάριος, ενώ τα μάτια του έτρεχαν σαν βρύσες.

Τις επόμενες μέρες τον έβλεπες να βαδίζει με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του, χύνοντας ποταμούς πικρών δακρύων και στενάζοντας βαθιά. Αναλογιζόταν τα φοβερά μυστήρια που είχε δει και βιαζόταν να τα κατακτήσει, αφήνοντας τον κόσμο και τα γήινα. Πολλές φορές, που ξανάφερνε καθαρά και ζωντανά στο νου του τη θεωρία εκείνη, λες και του σάλευαν τα λογικά απ’ την αβάσταχτη πύρωση του Άγιου Πνεύματος.

- Ώ, τί χαρά, φώναζε, τί δόξα, τί λαμπρότητα περιμένει τους άγιους στον ουρανό! Πόσο φοβάμαι μην τα στερηθώ!

Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:

- Κύριε, βοήθησε και σώσε τη σκοτισμένη ψυχή μου!

http://vatopaidi.wordpress.com