Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Η προφητεία του Αγίου Νήφωνος για την μέλλουσα κρίση



- Έδώ γράφει: Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο ‘Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε από τον παντοκράτορα Θεό, το δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων, μια προ­σταγή, ένας νόμος. Η τήρηση του νόμου τούτου θα εί­ναι η ασφάλεια της μακάριας ζωής του άνθρωπου, γιατί θα του θυμίζει πάντα πώς υπάρχει ό Θεός άπό πάνω του.

Το βλέμμα Του πήγε παρακάτω.

- Εδώ γράφει για την παράβαση, που έκανε η εικό­να τού Θεού, ο άνθρωπος. Εξαπατήθηκε και έπεσε.

“Η μάλλον έπεσε άπό δική του αμέλεια και απροσεξία. Διώχτηκε λοιπόν από τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεου, γιατί, σαν αχρείος παραβά­της, δεν έπρεπε να ζει μέσα σε τόσα αγαθά.

Προχώρησε πάλι λίγο.

- Ο Κάιν, είπε, έκανε τη βουλή του διαβόλου και σκότωσε τον Άβελ. Θα κατακαεί εξάπαντος στη φω­τιά της γέεννας,(κόλασης) γιατί έμεινε αμετανόητος. Ο Άβελ ό­μως θα ζήσει αιώνια.

Και πιο κάτω διάβασε:

- Μορφή της ευλογίας ο Σήθ. Εικόνα του αγιασμού ο Ενώς. Και προτύπωση της αναλήψεως μου ή ανάλη­ψη του Ενώχ78.

Γυρίζοντας έτσι μιά-μιά σελίδα, έφτασε στο τέλος του βιβλίου και είπε:

- Βιβλίο του πρώτου αιώνα: Εδώ έχουν γραφτεί η ζωή και ο θάνατος, η δικαιοσύνη και η ανομία, η τα­πείνωση και η έπαρση των ανθρώπων, που γεννήθη­καν στα χρόνια του. Ο καθένας τους θα κριθεί σύμφω­να με τα έργα του.

Με τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε και τα βιβλία των επό­μενων πέντε αιώνων. Μετά πήρε στα χέρια Του το τε­λευταίο και είπε:

- Άρχή του έβδομου αιώνα: Τέλος των αιώνων και αρχή της κακίας, της πονηρίας, της φιλαργυρίας και της άσπλαχνίας. Οι άνθρωποι γίνονται τώρα περισσό­τερο από ποτέ πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, υποκριτές, φιλόδοξοι, φιλήδονοι και σ’ όλα τα κακά υποδουλω­μένοι.

Προχώρησε λίγο παρακάτω στο βιβλίο, κάτι διάβα­σε, κι έπειτα σήκωσε τα μάτια Του ψηλά. Χτύπησε με το χέρι το μέτωπο Του, σκέπασε με την παλάμη τα μά­τια Του κι έμεινε έτσι ακίνητος για πολύ. Ξαφνικά, σά να συνήλθε…

- Αλήθεια, μονολόγησε, o έβδομος αυτός αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία τους προηγούμενους έξι!

Κοίταξε πάλι πιο κάτω στο βιβλίο και είπε:

- Οι εθνικοί και τα είδωλα τους γκρεμίστηκαν με το Σταυρό μου και συντρίφτηκαν με τη λόγχη και τα καρφιά, που μπήχτηκαν στο ζωηφόρο Σώμα μου.Σώπασε λίγο, κι ύστερα έσκυψε πάλι στο βιβλίο.

- Δώδεκα άρχοντες τοΰ Μεγάλου Βασιλιά, είπε, λευκοί σαν το φώς, τάραξαν τη θάλασσα, εξουδετέρωσαν θηρία, έπνιξαν δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους, φτώχυναν πλούσιους καί, προπαντός, ψάρεψαν και αναγέννησαν πολλούς ανθρώπους. Μεγάλος ο μισθός τους!

Παρακάτω διάβασε:

- Εγώ, ο Αγαπητός, διάλεξα και μάρτυρες για μένα. Η φιλία τους ανέβηκε ως τον ουρανό. αγάπη τους έφτασε ώς το θρόνο μου. Ό πόθος τους μπήκε στην καρδιά μου. Ό έρωτας τους με φλογίζει. Η δόξα μου και η δύναμη μου είναι μαζί τους!

Γύρισε ύστερα πολλά φύλλα και χαμογέλασε.

-Ο άνθρωπος πού κράτησε μ’ ευσέβεια το πηδάλιο της Επτάλοφης και πήρε τη βασιλεία της, έγινε υπηρέτης της αγάπης μου και στάθηκε ζηλωτής και μιμητής μου. Γι’ αυτό του πρέπει ή βασιλεία των ουρανών.

Μετά πέρασε κι άλλα φύλλα βιαστικά. Μα σε μια σελίδα στάθηκε και φώναξε:

- Νύμφη μου πανώρια και πολυτίμητη! Πόσοι κάπηλοι προσπάθησαν να σ’ εξευτελίσουν και να σ’ ατιμάσουν! Εσύ όμως δεν πρόδωσες έμενα, τον μοναδικό Εραστή σου! Μύριες αιρέσεις έπεσαν πάνω σου, άλλά ή πέτρα, όπου θεμελιώθηκες, δεν σαλεύτηκε, γιατί «πύλαι άδου ου κατισχύσουσίν αυτής»79.

Προχωρώντας σε επόμενες σελίδες ό Κύριος είπε:

- Εδώ είναι γραμμένα όλα τα λόγια των ανθρώπων, και τα καλά και τα κακά, όσα πρόλαβε ό θάνατος να μην έχουν σβηστεί με τη μετάνοια.

Παρακάτω ηταν γραμμένες και όλες οί άλλες αμαρτίες τους – πολλές, αναρίθμητες, σαν την άμμο της θάλασσας! Τις διάβαζε ό Κύριος κουνώντας κάθε τόσο το κεφάλι Του και βαριαναστενάζοντας, ενώ το πλήθος των αγγέλων στεκόταν εκστατικό και έντρομο άπό τη φοβερή εκείνη ανάγνωση.

Είχε φτάσει πιά στη μέση του έβδομου αιώνα, όταν έβγαλε μια φωνή άγανακτήσεως.

- Φτάνει πιά! Τουτο ‘δώ το τελευταίο βιβλίο είναι γεμάτο άπό δυσωδία αμαρτιών. Τί ψεύδη, τί κακίες, τί έχθρες, τί φόνοι!… Βρώμα και ακαθαρσία. Φτάνει! Θα το κόψω στη μέση! Να καταργηθεί μια για πάντα ή αμαρτία!

Αμέσως έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση.

Παρευθύς εκείνος πλησίασε με το τάγμα του – τάγμα πολυάριθμο τόσο, πού ούτε η γη το χωρούσε! Σήκωσαν τον απερίγραπτο θρόνο του Κυρίου και αποχώρησαν. Φεύγοντας έψαλλαν:

- “Αγιος, άγιος, άγιος, Κύριος, φοβερός, μέγας, υψηλός, θαυμαστός και δοξασμένος στους αιώνες των αιώνων.

“Υστερα αποχώρησε ό αρχιστράτηγος Γαβριήλ με το δικό του τάγμα, μελωδώντας δυνατά τον έπινίκιο ύμνο:

- «”Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα ή γη της δόξης αύτου»80.

Κι άπό τη φοβερή εκείνη μυριόστομη αγγελική ύμνωδία σείονταν ό ουρανός και ή γη.

Τρίτος απολύθηκε ό αρχιστράτηγος Ραφαήλ με το δικό του τάγμα, ψάλλοντας:

- «Εις άγιος, εις Κύριος, Ίησους Χριστός, εις δόξαν Θεου Πατρός. Αμήν»*.

Τελευταία αποχώρησε ή τέταρτη παράταξη. Ό αρχηγός της, ό Ούριήλ, ήταν λευκός σαν το χιόνι, όλο-φώτεινος, σαγηνευτικός. Αναχωρώντας, έψαλλε κι αυτός ενθουσιαστικά:

- «Θεός Θεών Κύριος έλάλησε και έκάλεαε την γη ν άπό ανατολών ήλιου μέχρι δυσμών. Έκ Σιών ή ευπρέπεια της ώραιότητος αύτου- ό Θεός εμφανώς ήξει, ό Θεός ημών, και ου παρασιωπήσεται πυρ ενώπιον αύτου καυθήσεται και κύκλω αύτου καταιγίς σφόδρα…», και τους υπόλοιπους στίχους τοΰ ψαλμού81.

Οί αξιωματούχοι του πάλι έκραζαν:

- «Ανάστα, ό Θεός, κρίνον την γη ν, ότι σύ κατα-κληρονομήσεις έν πάσι τοις έθνεσιν»82. Ευλογημένος ό ερχόμενος, «ότι έρχεται κρΐναι την γην και την οίκουμένην έν άληθεία και δικαιοσύνη»83.

Έπειτα έφεραν μπροστά στον Κύριο τον δοξασμένο Του Σταυρό, πού έλαμπε σαν αστραπή και εύωδία-ζε άρρητα. Τον κρατούσαν με πολλή ευλάβεια και τιμή δύο τάγματα, οί Εξουσίες και οί Δυνάμεις. Το θέαμα ήταν φοβερό, συγκλονιστικό.

Καθώς προχωρούσαν αργά οι Δυνάμεις, έψαλλαν:

- «Ύιρώσω σε, ό Θεός μου, ό βασιλεύς μου, και ευλογήσω το όνομα σου εις τον αιώνα και είς τον αιώνα του αιώνος»84.

Και οί Εξουσίες άντιφωνικά έλεγαν:

- «Ύψουτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αύτου, ότι άγιος έστι»85. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια!

“Υστερα δόθηκε θεία προσταγή να έρθει πάλι ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ. Αμέσως εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά στον Κύριο μαζί μ’ έναν άλλον άγγελο, που κρατούσε κάτι σαν τόξο. Ηταν λευκό προς το ρόδινο, και στην άκρη του κρεμόταν μια μεγάλη σάλπιγγα. Η σάλπιγγα εκείνη ήταν άπ’ έξω σκεπασμένη με χνούδι κι από μέσα επιστρωμένη με κάτι σαν στάχτη. Στην εξωτερική της επιφάνεια έγραφε «ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» και στην εσωτερική «ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ».

Την πήρε ό Κύριος στα χέρια Του, σάλπισε τρεις φορές και είπε τρεις μυστικούς λόγους. Μετά την έδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ και του είπε:

- Πάρε τούτη τη σάλπιγγα και πήγαινε στο Γολγοθά, όπου άπλωσα στο Σταυρό τ’ άχραντα χέρια μου. Έκεϊ να σαλπίσεις τρεις φορές και να περιμένεις.

Έπειτα κάλεσε άλλο τάγμα, τις Αρχές, και λέει στον αρχηγό τους:

- Πάρε το ιερό τάγμα σου και σκορπιστείτε σ’ όλο τον κόσμο. Σηκώστε πάνω σε νεφέλες τους άγιους, άπ’ την ανατολή και τη δύση, το βορρά και το νότο, και φέρτε τους να με προυπαντήσουν μόλις ακουστεί ή σάλπιγγα.

Μ’ έναν άλλον άγγελο πρόσταξε να μεταλλαχθούν ό ουρανός και ή γή άπό τη φθορά στην αφθαρσία* να σκοτεινιάσουν ό ήλιος και ή σελήνη- να πέσουν τ’ αστέρια- να ξεραθούν τα ποτάμια και οί θάλασσες να νεκρωθούν τα πάντα…

Έριξε μετά τη ματιά Του στη γή ό δίκαιος Κριτής και παρατήρησε προσεκτικά: Όμίχλη και σκοτάδι παντού, θρήνος και όδυρμός πολύς, ανθρώπινες φωνές και στεναγμοί άπ’ τη βαρειά τυραννία του σατανά. Φρύαζε και μάνιαζε ό δράκοντας. Κατέστρεφε τα πάντα, τσαλαπατώντας τα σαν χορτάρι, καθώς έβλεπε τους αγγέλους το Θεου να τού ετοιμάζουν το αιώνιο πύρ.

Βλέποντας όλο τούτο το κακό ό Ίησούς, καλεί έναν άγγελο φλογερό. Είχε όψη αυστηρή, βλέμμα σκληρό και έκφραση ανελέητη. Ηταν αρχηγός των αγγέλων πού επιβλέπουν τη φωτιά της κολάσεως. Και τού λέει:

- Πήγαινε και πάρε το ραβδί μου πού συντρίβει και δένει. Πάρε και μύριους αγγέλους άπ’ το τάγμα σου, τους πιο ικανούς και διαλεχτούς, αυτούς πού τάχθηκαν να επιβάλλουν τις τιμωρίες. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, θα βρείτε τα ίχνη τού Δράκοντα, θα τον αρπάξετε εξουσιαστικά και θα τον δείρετε με το ραβδί αλύπητα, μέχρι να σάς παραδώσει το τάγμα των ακάθαρτων πνευμάτων του. Και τότε θα τους σφιχτοδέσετε όλους με τη δύναμη τού ραβδίου μου και θα τους ρίξετε στα πιο σκληρά βασανιστήρια!

“Οταν το αγγελικό τάγμα έφυγε για να συλλάβει τον άρχοντα τού σκότους, δόθηκε θεϊκή προσταγή στον αρχάγγελο, πού κρατούσε τη σάλπιγγα, να σαλπίσει.

Απόλυτη σιγή απλώθηκε παντού, σά να νεκρώθηκαν τα πάντα.

Ακούστηκε το πρώτο σάλπισμα, και τα σώματα των νεκρών αποκαταστάθηκαν.

Ακούστηκε δεύτερο σάλπισμα, και σά να βγήκε Πνεύμα Κυρίου άπό τη σάλπιγγα, πού έβαλε πάλι κάθε ψυχή μέσα στο νεκρό σώμα της. Δέος και φόβος κυρίεψε κάθε ύπαρξη. Τρόμος και φρίκη απλώθηκαν στα ουράνια και στα επίγεια.

Ακούστηκε και τρίτο σάλπισμα, φοβερότερο, πού συγκλόνισε τα σύμπαντα. Οί νεκροί αναστήθηκαν άπό τα μνήματα αστραπιαία. Θέαμα φρικτό! Στάθηκαν όλοι όρθιοι – κι ήταν αναρίθμητοι, περισσότεροι άπό τους κόκκους πού έχει όλο το χώμα της γής. Συνάμα σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν τα ουράνια αγγελικά τάγματα προς το Θρόνο της Ετοιμασίας, ψάλλοντας δυνατά:

- «”Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα ή γη φόβου και τρόμου»16.