Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΑΞΙΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΞΙΟΙ

Ο παρήκοος οσιομάρτυρας

ΣΤΙΣ 15 Οκτωβρίου ή εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός ανώνυμου μάρτυρα μοναχού.
Ο μοναχός αυτός ζούσε σε μία σκήτη της Αιγύπτου, και για αρκετά χρόνια έκανε υπακοή σε γέροντα.
Από φθόνο όμως του μισόκαλου δαίμονα αθέτησε την υπακοή του κι έφυγε από την καθοδήγηση του γέροντα, χωρίς να υπάρχει εύλογη και βλαπτική για την ψυχή του αιτία. Καταφρόνησε μάλιστα και το επιτίμιο, με το όποίο τον κανόνισε ο γέροντάς του.
Έφυγε λοιπόν και κατέβηκε στην 'Αλεξάνδρεια.
Αλλά εκεί τον έπιασε ο ειδωλολάτρης άρχοντας του έβγαλε το μοναχικό σχήμα και τον πίεζε νά θυσιάσει στα είδωλα.
Καθώς όμως με κανένα τρόπο δεν τον έπειθε νά το κάνει, πρόσταξε πρώτα νά τον δείρουν αλύπητα με βούρδουλα, κι έπειτα νά τον αποκεφαλίσουν με ξίφος. 'Έτσι κι έγινε. Άρπαξαν το μοναχό οι ειδωλολάτρες, του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν Το σώμα του έξω από την πόλη για νά το φάνε τα σκυλιά.
Μερικοί όμως ευσεβείς χριστιανοί ήρθαν τη νύχτα και το σήκωσαν.
Το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν με σεντόνια και το έβαλαν μέσα σε λάρνακα.
Ύστερα το τοποθέτησαν στο άγιο βήμα ενός ναού της πολιτείας για νά τιμάται σαν μαρτυρικό λείψανο.
Κάθε φορά όμως πού γινόταν θεία λειτουργία και ο διάκονος εκφωνούσε το « Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε», έβλεπαν όλοι τη λάρνακα νά βγαίνει μόνη της έξω από το ιερό!
Χωρίς νά την αγγίζει ανθρώπινο χέρι, έφτανε μέχρι το νάρθηκα της εκκλησίας κι έμενε εκεί μέχρι την απόλυση. '
Έπειτα γυρνούσε πάλι μόνη της πίσω στο ιερό!
Όλοι έμεναν εκστατικοί μ' αυτό πού γινόταν. Το πληροφορήθηκε κι ένας από τούς διακριτικούς πατέρες, και παρακάλεσε το Θεό νά του δώσει εξήγηση.
Δεν άργησε νά του φανερωθεί ή αιτία του θαύματος. 'Άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του και του λέει:
Γιατί θαυμάζεις και απορείς γι' αυτό πού συμβαίνει; δεν έλαβαν οι απόστολοι του Χριστού, καθώς γνωρίζεις, εξουσία «του δεσμείν και λύειν»;
Κι από κείνους πάλι οι διάδοχοί τους, κ.ο.κ.;
Αυτόν λοιπόν τον αδελφό, πού αξιώθηκε νά χύσει Το αίμα του για Το Χριστό και όμως δεν του επιτρέπεται νά βρίσκεται μέσα στο ιερό βήμα όσο τελείται ή αναίμακτη θυσία, μάθε πώς άγγελος τον διώχνει μέχρι Το νάρθηκα. Γιατί, ενώ ήταν υποτακτικός του τάδε συνασκητή σου, αθέτησε την υπακοή. Κι όταν ο γέροντάς του εύλογα τον επιτίμησε με κανόνα, εκείνος τον άφησε κι έφυγε δεμένος με το επιτίμιο. και, σαν μάρτυρας μεν, έλαβε Το μαρτυρικό στεφάνι. σαν δεμένος όμως με επιτίμιο από το γέροντά του, δεν μπορεί νά βρίσκεται μέσα στο ιερό, όταν τελείται ή θεία λειτουργία.
Έκτός κι αν του λύσει τον κανόνα ο γέροντας πού τον έδεσε. σαν τα 'μαθε αυτά ο άγιος εκείνος ασκητής, πήρε Το ραβδί του, πήγε στο γέροντα του μάρτυρα και του διηγήθηκε τα πάντα. 'Έπειτα τον πήρε και κατέβηκαν μαζί στην 'Αλεξάνδρεια.
Πήγαν στο ναό, όπου βρισκόταν το μαρτυρικό λείψανο. Άνοιξαν τη θήκη, πού περιείχε Το σώμα του μάρτυρα, και του έδωσαν κι οι δύο τη συγχώρηση. Έπειτα, αφού τον ασπάστηκαν, στάθηκαν και προσευχήθηκαν δοξολογώντας Το Θεό.
Από τότε, όταν γινόταν θεία λειτουργία, παρέμενε ο μάρτυρας μοναχός ασάλευτος στη θέση του μέσα στο άγιο βήμα.


«Αξίως προσέλθετε»
ΤΟΝ 4ο αιώνα στις ερήμους της Θηβαϊδος και της Νιτρίας ζούσαν περίφημοι και πνευματοφόροι ασκητές.
Ένας απ' αυτούς ήταν και ο πρεσβύτερος Ευλόγιος. Αυτός, όταν λειτουργούσε, έπαιρνε τόση χάρη γνώσεως, ώστε καταλάβαινε την ψυχική κατάσταση κάθε μοναχού, πού πλησίαζε για νά μεταλάβει, και ανάλογα τον συμβούλευε:
Πώς τόλμησες νά προσέλθει ς στα άγια Μυστήρια έχοντας τη διάνοια μολυσμένη; Εσύ αυτή τη νύχτα είχες λογισμούς πορνείας". Εσύ πάλι", έλεγε σε κάποιον άλλο, "σκεφτόσουνα πώς δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον αμαρτωλό και στο δίκαιο, όταν προσέρχεται στη θεία χάρη". Κι εσύ", παρατηρούσε έναν τρίτο, "αμφέβαλλες αν θα σε αγιάσει ή θεία Κοινωνία".
Απομακρυνθείτε λοιπόν από τα άγια Μυστήρια και μετανοήστε ολόψυχα, για νά συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας και νά γίνετε άξιοι της Κοινωνίας τού Χριστού. "Αν δεν καθαρίσετε τις ψυχές σας, δεν μπορείτε νά πλησιάσετε τη χάρη τού Θεού".
Ένας άλλος πρεσβύτερος, ο Πιαμμωνάς, πού κατοικούσε κοντά στη Διολκόπολη, πολύ ταπεινός και ενάρετος, έβλεπε συνεχώς οπτασίες.
Μία μέρα, ενώ πρόσφερε Την αναίμακτη θυσία, είδε έναν άγγελο νά στέκεται στα δεξιά τού άγίου θυσιαστηρίου και νά γράφει σε βιβλίο τα ονόματα των αδελφών πού πλησίαζαν για νά μεταλάβουν.
Είδε επίσης τον άγγελο νά σβήνει τα ονόματα μερικών μοναχών πού δεν είχαν έρθει στη σύναξη. Αυτοί μετά από δεκατρείς μέρες πέθαναν!
Τον Πιαμμώνα τον βασάνισαν πολύ οι δαίμονες και τον κατάντησαν τόσο αδύναμο, πού δεν μπορούσε νά σταθεί και νά λειτουργήσει. Κάποτε όμως τον πλησίασε άγιος άγγελος, τον έπιασε απ' Το χέρι, τον δυνάμωσε και τον οδήγησε πάλι υγιή μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο.


Το πάθημα του διακόνου

ΚΑΘΕ φορά πού ο άγιος Επιφάνιος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου (4ος αι). πρόσφερε την αναίμακτη θυσία και έλεγε το «ποίησον τον μεν αρτον τούτον... », αν δεν έβλεπε κάποια οπτασία, δεν ολοκλήρωνε τη θεία λειτουργία. Τι είδους οπτασία ήταν άραγε αυτή;
Πιθανόν νά ήταν ή κίνηση του ξύλινου περιστεριού, πού κρεμόταν πάνω από Την άγία τράπεζα στους ναούς της εποχής εκείνης. Ίσως πάλι νά ήταν κάποια άρρητη ενέργεια Τι εμφάνιση του Άγίου Πνεύματος Την ώρα του καθαγιασμού, πράγμα πού συνέβαινε και σε άλλους άξιους λειτουργούς.
Σε μία λειτουργία του ο άγιος Έπιφάνιος επανέλαβε τρεις φορές την ευχή του καθαγιασμού, αλλά δεν είδε την οπτασία. Κι ενώ παρακαλούσε με δάκρυα Το Θεό νά του φανερώσει την αιτία, έριξε μία μάτια στο διάκονο, που στεκόταν αριστερά του κρατώντας το ριπίδιο, και παρατήρησε πώς είχε στο μέτωπο λέπρα.
Κατάλαβε αμέσως πώς εκείνος ήταν ή αιτία.
Πήρε λοιπόν από τα χέρια του το ριπίδιο και του είπε με πραότητα: -Πήγαινε, παιδί μου, στο σπίτι σου και μη μεταλάβεις σήμερα.
Ύστερα επανέλαβε την ευχή, κι αμέσως είδε την οπτασία Μετά την απόλυση κάλεσε το διάκονο, για νά τον εξετάσει και νά πληροφορηθεί την πνευματική του κατάσταση. εκείνος τότε ομολόγησε, πώς την προηγούμενη νύχτα είχε συνευρεθεί με τη γυναίκα του, με την αφορμή αυτή ο άγιος κάλεσε όλους τούς κληρικούς και τούς νουθέτησε:
Όσοι, παιδιά μου, αξιωθήκατε νά λάβετε το χάρισμα της ιεροσύνης, πρέπει νά φυλάτε τον εαυτό σας καθαρό από κάθε μολυσμο «σαρκός και πνεύματος», για νά τελείτε άξια τα θεία Μυστήρια.


Η καθαρτική θεία δύναμη
Ο ΑΒΒΑΣ Μάρκος ο Αιγύπτιος παρέμενε για τριάντα χρόνια έγκλειστος, χωρίς νά βγαίνει καθόλου από το κελί του. για χάρη του, ο πρεσβύτερος της Σκήτης πήγαινε έκεί και τελούσε τη θεία λειτουργία. 
Ο διάβολος, ενοχλημένος από την υπομονή και την αρετή του όσίου, θέλησε νά τον πειράξει. του έστειλε λοιπόν κάποιον δαιμονισμένο, πού του είπε:
-Αββά, ο πρεσβύτερός σου βρωμάει από την αμαρτία. Γι' αυτό μην τον ξαναβάλεις στο κελί σου.
Όλοι, απάντησε ο όσιος, αφήνουν απ' έξω την ακαθαρσία. Εσύ μόνο Την έφερες μέσα.
μην ξεχνάς τι λέει ή Γραφή: «Μή κρίνετε ίνα μη κριθείτε». Κι αν είναι ο πρεσβύτερός μου αμαρτωλός, ο Θεός θα τον σώσει. Όταν ήρθε πάλι ο ιερέας, ο αββάς τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά.
Και ο Θεός, βλέποντας την ακακία του γέροντα, του έδειξε αποκαλυπτικό σημείο:
Ενώ ο ιερέας ετοιμαζόταν νά σταθεί μπροστά στην άγία τράπεζα για νά τελέσει τη θεία μυσταγωγία, άγγελος Κυρίου κατέβηκε κι έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του από τη στιγμή εκείνη ο ιερέας έγινε σαν πύρινος στύλος.
'Έκπληκτος ο όσιος από το όραμα, άκουσε μία φωνή νά του λέει:
"Γιατί θαυμάζεις, άνθρωπε; "Αν ένας επίγειος βασιλιάς δεν αφήνει νά εμφανίζονται ρυπαροί μπροστά του οι μεγιστάνες του, πολύ περισσότερο ή θεία δύναμη δεν θα καθαρίσει από κάθε ρύπο τούς λειτουργούς των άγίων μυστηρίων, όταν στέκονται μπροστά στο Βασιλιά της δόξας;"


Ό λειτουργός, αγωγός της χάριτος
ΣΧΕΤΙΚΟ περιστατικό είναι και το ακόλουθο:
'Ένας πρεσβύτερος επισκεπτόταν κάποιον έγκλειστο αναχωρητή στο ασκητήριό του και τελούσε εκεί τη θεία λειτουργία.
Κάποτε όμως ένας επισκέπτης συκοφάντησε τον πρεσβύτερο στον ασκητή μ' ένα σωρό κατηγορίες.
Ό ασκητής επηρεάστηκε κι ένιωσε αντιπάθεια για τον πρεσβύτερο. 'Όταν λοιπόν ήρθε νά λειτουργήσει, δεν του άνοιξε. Αμέσως τότε ακούει ο αναχωρητής μία φωνή να του λέει: 'οι άνθρωποι μου αφήρεσαν Το δικαίωμα της κρίσεως.
Συγχρόνως ήρθε σε έκσταση και είδε το έξης όραμα:
Ένας λεπρός στεκόταν πάνω από ένα χρυσό πηγάδι και αντλούσε μ' ένα χρυσό κουβά πεντακάθαρο νερό. 'Ο αναχωρητής, αν και διψούσε, δίσταζε να πιει, επειδή το αντλούσε ο λεπρός.
Ακούει τότε μία δεύτερη φωνή νά του λέει: "Γιατί δεν πίνεις; δεν βλέπεις Τι δοχείο χρησιμοποιεί ο λεπρός; " Άλλωστε ο ίδιος Το αντλεί μόνο κι ύστερα Το αδειάζει" .'Όταν ο ασκητής συνήλθε, κατάλαβε τη σημασία του οράματος, κι αφού κάλεσε τον πρεσβύτερο, τον παρακάλεσε νά τελέσει τη θεία λειτουργία όπως πάντα.


Φωτεινά και κατάμαυρα πρόσωπα
ΣΧΕΤΙΚΑ με την προετοιμασία για την προσέλευση ατό μυστήριο της θείας ευχαριστίας διαβάζουμε στο Γεροντικό το έξης:
'Ένας άγιος επίσκοπος, όταν έβγαινε στην ωραία πύλη για νά κοινωνήσει το λαό, έβλεπε νά πλησιάζουν μερικοί με κατάμαυρο πρόσωπο ή με εξογκωμένα μάτια. Αυτοί, μόλις έπαιρναν τα άχραντα Μυστήρια, καίγονταν.
Άλλοι όμως πλησίαζαν με ολόλευκα φορέματα και φωτεινό πρόσωπο, κι έπαιρναν Το Σώμα του Κυρίου με προσοχή κι ευλάβεια. Αυτούς ή θεία Κοινωνία τούς λάμπρυνε περισσότερο.
'0 επίσκοπος παρακάλεσε Το Θεό νά του εξηγήσει αυτό Το μυστήριο. Τότε άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε και του είπε:
Όσοι κοινωνούν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, είναι αγνοί και καθαροί, δίκαιοι και σπλαχνικοί.
Αυτοί πλησιάζουν με καθαρή συνείδηση, γι' αυτό τούς επισκιάζει ή θεία χάρη.
Αντίθετα, όσοι φαίνονται κατάμαυροι, είναι βυθισμένοι ατή λάσπη των σαρκικών επιθυμιών.
Όσοι έχουν ερεθισμένα κι εξογκωμένα μάτια, είναι πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι.
Αυτοί όχι μόνο δεν ωφελούνται από τη θεία Κοινωνία, αλλά καταδικάζονται, γιατί τολμούν νά πλησιάσουν με ένοχη συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ο ενάρετος επίσκοπος κήρυξε μετάνοια στο ποίμνιό του κι εμπόδιζε τούς ανάξιους από τη θεία Κοινωνία.



«Μη παίζετε εν ου, παικτοίς»
ΜΙΑ χαρακτηριστική περίπτωση θεϊκής τιμωρίας σε ανάξιο ιερέα μάς διηγείται ο Παλλάδιος στο Λαυσαϊκό:
Επισκέφθηκα κάποτε τον άγιο Μακάριο τον Αλεξανδρινό. 'Έξω από Το κελί του βρήκα νά κείτεται ο πρεσβύτερος ενός χωριού. Το κεφάλι του ήταν όλο φαγωμένο από τον καρκίνο.
Φαινόταν ακόμα και το κόκαλο της κορυφής. Είχε έρθει στον όσιο για νά τον θεραπεύσει, μα εκείνος δεν ήθελε να τον δει. Τον πλησιάζω τότε και του λέω:
Σε παρακαλώ, λυπήσου αυτόν τον άνθρωπο και δώσε του κάποιον απάντηση. Είναι ανάξιος νά γιατρευτεί, μου απαντά ο αββάς. Τού έχει στείλει ο Θεός τιμωρία, επειδή, ενώ πόρνευε, λειτουργούσε.
Αν όμως επιθυμείς νά γιατρευτεί, πείσε τον ν' απέχει από τη θεία λειτουργία. Τότε ο Θεός θα τον ελεήσει.
Πλησίασα αμέσως τον άρρωστο ιερέα, μίλησα μαζί του κι εκείνος μου υποσχέθηκε με όρκο που θα έπαυε να ιερουργεί.
Τότε τον δέχτηκε ο όσιος και του είπε -Πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός; Πιστεύω. Μήπως κατάφερες νά παίξεις μαζί Του; Όχι. Αν λοιπόν αναγνωρίζεις την αμαρτία σου και την τιμωρία πού σου έδωσε γι' αυτήν ο Θεός, φρόντισε νά διορθωθείς. Αμέσως ο ένοχος εξομολογήθηκε την αμαρτία του και υποσχέθηκε πώς δεν θα την ξανάκανε ούτε. Θα λειτουργούσε πια, αλλά θα επέστρεφε στην τάξη των λαϊκών.
Τότε ο όσιος ακούμπησε πάνω του Το χέρι, τον θεράπευσε και τον άφησε νά φύγει για την πατρίδα του".


Ό αετός
ΟΤΑΝ στη Σκήτη τελούσαν τη θεία ευχαριστία, το άγιο Πνεύμα κατέ6αινε σαν αετός πάνω στην προσφορά, αλλά κανείς άλλος δεν το έβλεπε έκτός από τούς κληρικούς. μία μέρα ένας μοναχός ζήτησε κάποια εξυπηρέτηση από τον διάκονο, μα εκείνος του μίλησε απότομα:
Δεν ευκαιρώ τώρα, πήγαινε!
'Όταν λοιπόν την επόμενη φορά λειτουργούσαν, δεν είδε κανείς από τούς κληρικούς νά κατεβαίνει ο αετός ατή συνηθισμένη του ώρα. Τότε ο πρεσβύτερος απευθύνεται στον διάκονο και του λέει:
Τι συμβαίνει; Γιατί ο αετός δεν εμφανίστηκε σήμερα; για νά συμβεί αυτό, η εγώ είμαι ο φταίχτης η εσύ.
Κάθισε λίγο στην άκρη, κι αν κατεβεί τώρα πού θα λείπεις εσύ από το θυσιαστήριο, σημαίνει πώς εσύ είσαι ο φταίχτης αλλιώς θα είμαι εγώ.
Μόλις απομακρύνθηκε ο διάκονος, αμέσως Φτερούγισε ο αετός πάνω από την άγία τράπεζα! Μετά τη θεία λειτουργία ρωτάει ο πρεσβύτερος τον διάκονο:-για πες μου, Τι έκανες; δεν θυμάμαι ν' αμάρτησα σε κάτι, απάντησε εκείνος, εκτός από τούτο: Ένας αδελφός ήρθε και μου ζήτησε μία χάρη, κι εγώ του είπα πώς δεν ευκαιρώ. Σίγουρα αυτός είναι ο λόγος πού δεν κατέβηκε ο αετός, απάντησε ο πρεσβύτερος, επειδή λύπησες τον αδελφό. Έφυγε τότε ο διάκονος και πήγε νά βάλει μετάνοια στον αδελφό και νά ζητήσει συγγνώμη.


Οι δύο χήρες

ΕΝΑΣ επίσκοπος πληροφορήθηκε για δύο χριστιανές χήρες πώς δεν ζούσαν με σωφροσύνη.
Παρακάλεσε τότε Το Θεό νά τον πληροφορήσει κι 'Εκείνος για Το θέμα αυτό, ώστε ν' αποφασίσει ύστερα Τι θα κάνει.
Πραγματικά, ο Θεός χάρισε στο δούλο Του ό,τι του ζήτησε. στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, την ώρα πού κοινωνούσαν οι πιστοί, έβλεπε ο επίσκοπος στο πρόσωπο του καθενός τις αμαρτίες πού είχε διαπράξει και τον βασάνιζαν.
Μερικά πρόσωπα φαίνονταν σαν βαμμένα με καπνιά." Άλλα έμοιαζαν ολότελα καμένα, με μάτια ματωμένα και φλογισμένα.
Προσέρχονταν όμως και χριστιανοί, πού είχαν την όψη λαμπρή και τα ρούχα κατάλευκα. Όταν κοινωνούσαν οι πρώτοι, τούς έβλεπε νά κυκλώνονται από φλόγες και νά καίγονται.
Αντίθετα, στους άλλους ο Μαργαρίτης πού έπαιρναν γινόταν δυνατό Φως, πού τύλιγε με τη λάμψη του όλο τους το σώμα. Μετά τούς άνδρες άρχισε ο επίσκοπος νά μεταδίδει τα τίμια Δώρα στις γυναίκες. και σ' αυτές παρατηρούσε τις ίδιες εικόνες. Άλλα πρόσωπα φαίνονταν μαύρα, άλλα κατακόκκινα σαν αίμα, άλλα Φλογισμένα κι άλλα κατάλευκα.
Κάποια στιγμή πλησίασαν για νά μεταλάβουν και οι δύο εκείνες κακόφημες χήρες.
Τις βλέπει τότε νά είναι ντυμένες με κατάλευκα φορέματα και νά έχουν πρόσωπα λαμπρά και σεμνά. "Όταν κοινώνησαν τα άχραντα Μυστήρια, τις είδε νά περιλούζονται μ' ένα εκθαμβωτικό Φως. 
Τελείωσε ή λειτουργία και ο επίσκοπος άρχισε πάλι νά προσεύχεται, ζητώντας από Το Θεό την εξήγηση των αποκαλύψεων Παρουσιάζεται τότε μπροστά του ένας άγιος άγγελος.
Άραγε είναι αληθινά ή ψεύτικα όσα λέει ο κόσμος για τις δύο εκείνες γυναίκες; τον ρωτάει ο επίσκοπος.
Ναι, είναι  αληθινά.
Γιατί όμως όταν κοινωνούσαν είχαν τα πρόσωπα λαμπρά, φορούσαν κατάλευκα φορέματα και αστραποβολούσαν μέσα σ' εκθαμβωτικό φως; αυτό συνέβη γιατί οι γυναίκες συναισθάνθηκαν την αμαρτωλή ζωή τους, μετανόησαν με δάκρυα, στεναγμούς, ελεημοσύνη και εξομολόγηση και υποσχέθηκαν νά μην ξαναπέσουν στις ίδιες αμαρτίες. Έτσι ο Θεός τις συγχώρησε, κι από τότε ζουν με σωφροσύνη και ευσέβεια.


Οι κακότροπες ασκήτριες

ΣΤΑ μέσα του 6ου αιώνα ασκήτευαν στα περίχωρα της Ρώμης δύο παρθένες.
Προέρχονταν από αρχοντική οικογένεια και έμεναν κοντά στο μοναστήρι του όσίου Βενεδίκτου.
Κάποιος ευσεβής χριστιανός φρόντιζε νά τις προμηθεύει ό,τι είχαν ανάγκη.
Αυτές όμως, με την έπαρση της αριστοκρατικής τους καταγωγής, καθημερινά ειρωνεύονταν, έβριζαν και πρόσβαλλαν τον καλό εκείνον άνθρωπο.
Κάποτε πια δεν άντεξε άλλο τη συμπεριφορά τους, πού είχε γίνει πραγματικά αφόρητη, και πήγε
να παραπονεθεί στον όσιο Βενέδικτο.
Μετά απ' αυτό ο όσιος κάλεσε τις δύο κόρες και τις μάλωσε αυστηρά:
Νά διορθωθείτε και νά περιορίσετε τη γλώσσα σας, γιατί αλλιώς δεν θα σας μεταλάβω.
Μα εκείνες δεν άλλαξαν καθόλου. και δυστυχώς, μετά από λίγο καιρό πέθαναν και οι δύο.
Τις έθαψαν μέσα στην εκκλησία, όπως συνηθιζόταν τότε.
Από τη μέρα της ταφής τους όμως άρχισε νά γίνεται κάτι φοβερό: σε κάθε θεία λειτουργία, τη στιγμή πού ο διάκονος καλούσε όσους δεν θα κοινωνούσαν νά βγουν από το ναό, μία ευσεβής γυναίκα- είχε υπηρετήσει σαν παραμάνα τους και έφερνε πάντα προσφορές για τις ψυχές τους - έβλεπε τις δύο παρθένες νά σηκώνονται από τούς τάφους τους και νά βγαίνουν έξω!
Όταν αυτό έγινε αρκετές φορές, τρέχει με κλάματα ή γυναίκα στον όσιο Βενέδικτο, πέφτει ατά πόδια του και του φανερώνει την τρομακτική οπτασία. . Αμέσως ο όσιος της δίνει μία προσφορά και της λέει:
Πήγαινέ την στον ιερέα και παρακάλεσέ τον νά λειτουργήσει για την ανάπαυση των ψυχών τους. 'Έτσι θα λυθούν από Το επιτίμιο της ακοινωνησίας και πραγματικά, αυτό έγινε!
Ό ιερέας τέλεσε για χάρη τους τη θεία λειτουργία με την προσφορά του όσίου Βενεδίκτου, κι από τότε ή γυναίκα δεν τις ξαναείδε νά βγαίνουν από την εκκλησία.


Ή τιμωρία και ή λύτρωση
ΣΤΑ χρόνια τού βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου τού νέου πλήθος από Σκύθες με δική του διαταγή ξεκίνησαν για την Ανατολή.
Κάποτε έφτασαν και στην Τραπεζούντα. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος δεμένος με αλυσίδες, γιατί είχε μέσα του ολόκληρη λεγεώνα πονηρών πνευμάτων.
Οι άλλοι Σκύθες τον πρόσεχαν νύχτα-μέρα, από φόβο μήπως οι δαίμονες τον ρίξουν στή φωτιά και τον κάψουν η τον πνίξουν στο νερό η τον γκρεμίσουν σε κανένα βάραθρο.
Πριν δαιμονιστεί ο Σκύθης αυτός, από νέος ακόμα, έκανε τα θελήματα των δαιμόνων και ζούσε ζωή ακόλαστη.
Κάποτε όμως έκανε και μία φρικτή ασέβεια στη Βασιλεύουσα, όπου είχε πάει μαζί με άλλους ομόφυλους του, επισκέφθηκε μίαν εκκλησία.
Εκεί, μολονότι αβάπτιστος και ακάθαρτος, τόλμησε νά πλησιάσει στο άγιο ποτήριο την ώρα της θείας μεταλήψεως και νά κοινωνήσει! την ίδια όμως στιγμή παραδόθηκε στους απάνθρωπους δαίμονες, πού άρχισαν από τότε νά τον βασανίζουν αλύπητα.
Σ' αυτή λοιπόν την κατάσταση έφτασε στην Τραπεζούντα. οι σύντροφοί του, μαθαίνοντας για τα πολλά θαύματα τού αγίου Ευγενίου, τον έφεραν στο ναό του. Στο μεταξύ ή σατανική λεγεώνα τον έκανε να σπαράζει και ν' αφρίζει.
Πώς τόλμησες, τον φοβέριζαν τα δαιμόνια, νά μεταλάβεις το Χριστό, αφού είσαι δικός μας; Θα σ' εξαφανίσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο! Κανένας δεν Θα σε γλιτώσει άπ' τα χέρια μας!...
Ενώ όμως κόμπαζαν και απειλούσαν οι μιαροί δαίμονες, τι κάνει ο γρήγορος βοηθός των ανθρώπων, ο ένδοξος Ευγένιος;
Παρακαλεί τον φιλάνθρωπο Δεσπότη νά σπλαχνιστεί Το πλάσμα Του και νά το απαλλάξει από την τυραννία του σατανά. Και με τις παρακλήσεις του λυγίζει τον πολυέλεο Κύριο.
Καθώς στεκόταν λοιπόν ο δαιμονισμένος μπροστά στο λείψανο του άγίου, ήρθε σε έκσταση. του φάνηκε πώς είδε Το Χριστό νά κατεβαίνει από τον ουρανό μέσα στην εκκλησία.
'Εκεί, αφού του θύμισε τις βέβηλες πράξεις, πού από νέος είχε κάνει, άρχισε νά τον ελέγχει αυστηρά.
Μ' όλες τούτες τις παρανομίες σου, κατέληξε ο Κύριος, με λύπησες πάρα πολύ. δεν είσαι άξιος ελέους. για χάρη όμως του αγαπητού μου Ευγένιου σε λυπήθηκα και Θα σ' ελεήσω. Και γυρίζοντας στο μάρτυρα, πού στεκόταν δίπλα Του ικετευτικά, συνέχισε:
Γιάτρεψέ τον, Ευγένιε, αφού κατέφυγε στην προστασία σου.
Αμέσως ο Ιησούς εξαφανίστηκε. Ό άγιος είπε τότε στον δαιμονισμένο: Αυτό το κακό το έπαθες επειδή κοινώνησες τα άχραντα Μυστήρια, ενώ ήσουν αβάπτιστος και βουτηγμένος στις αμαρτίες.
Ο Σκύθης συνήλθε από την έκσταση.
Είδε τότε, αισθητά πια, νά βγαίνει φωτιά από τα άγια λείψανα, νά μπαίνει στο στόμα του και νά κατακαίγει - έτσι του φάνηκε - τα σωθικά του.
Όσοι ήταν εκεί κοντά μπόρεσαν νά δουν με τα ίδια τους τα μάτια τη δύναμη του άγίου Ευγενίου, πού βασάνιζε και τιμωρούσε εξουσιαστικά τούς πονηρούς δαίμονες, διώχνοντάς τους βίαια μέσ' από τον ταλαίπωρο άνθρωπο.
Άφριζε και ίδρωνε και χτυπιόταν ο Σκύθης, ώσπου ελευθερώθηκε εντελώς από τ' ακάθαρτα πνεύματα.
Ειρηνικός πια και ανενόχλητος, σιχάθηκε την παλιά του ζωή, και δεν έπαψε ποτέ νά ευχαριστεί τον θαυματουργό μάρτυρα πού τον ευεργέτησε.


Ο λειτουργός άγγελος
ΣΤΗΝ Κύπρο, στο χωριό Τραχιάδες, δέκα χρόνια πριν από την άλωση του νησιού (1571), ζούσε κάποιος ανάξιος ιερέας. Με τη συνεργεία του πονηρού είχε πλανεύει και είχε μάθει στην εντέλεια τη μαγική τέχνη.
Είχε φτάσει μάλιστα στο κατάντημα νά τρώει και νά πίνει σε ιερά σκεύη μαζί με πόρνες!
Ή θεία δίκη όμως σύντομα τον τιμώρησε.
Μόλις πληροφορήθηκε ο άρχοντας της περιοχής την πολιτεία του, τον καταδίκασε σε θάνατο.
Κι όταν ο μελλοθάνατος οδηγήθηκε στη μέση του αμφιθεάτρου, κάποιος σύμβουλος του άρχοντα τον ρώτησε:
Πες μου, μιαρέ, με τι καρδιά, με τι χείλη, με τι χέρια τολμούσες νά πλησιάζεις τον Αμόλυντο;
Δεν έτρεμες μήπως σε κάψει κεραυνός, μήπως σε καταπιεί ή γη;
Πώς τολμούσες Εσύ, πού προσκυνούσες το διάολο, νά μεταδίδεις στους χριστιανούς τα θεία Μυστήρια;
Ορκίζομαι στο Θεό πού πρόκειται νά με κολάσει, απάντησε τότε εκείνος, πώς άπ' την ώρα πού έγινα μάγος και φαρμακός, δεν λειτουργούσα εγώ. Μόλις έμπαινα στο άγιο βήμα, κατέβαινε άγγελος από τον ουρανό, με έδενε πισθάγκωνα στην κολόνα και τελούσε εκείνος τη λειτουργία. Τέλος, αφού κοινωνούσε το λαό, μ' έλυνε και έφευγα.


Ή αμετανόητη γυναίκα
ΚΑΠΟΤΕ, μία γυναίκα ζούσε με νηστείες και προσευχές.
Φαινόταν εξωτερικά ευλαβής, είχε όμως πολλή υπερηφάνεια και πίστευε πώς ήταν άγία.
Είχε επίσης τόση μνησικακία, πού, αν μάλωνε με κάποια άλλη, όχι μόνο δεν τη συγχωρούσε, μα ούτε ήθελε νά την ξαναδεί στα μάτια της.
Κάποτε αρρώστησε και κάλεσε τον πνευματικό, άλλά δεν εξομολογήθηκε καθαρά. αυτό
Το συνηθίζουν μερικοί επιπόλαιοι χριστιανοί, πού κρύβουν τις μεγάλες αμαρτίες και φανερώνουν τις μικρές.
Τέλος, όταν ο ιερέας έφερε τα 'Άγια για νά την κοινωνήσει, εκείνη γύρισε στον τοίχο το πρόσωπο και δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει τον Θειο μαργαρίτη.
Την ίδια στιγμή, με θεία παραχώρηση, ομολόγησε με δυνατή φωνή:
Όπως εγώ από υπερηφάνεια δεν συγχωρούσα όσους μου έφταιγαν, αλλά τούς αποστρεφόμουν, έτσι τώρα αποστρέφει και ο Κύριος Το πρόσωπό Του από μένα και δεν θέλει νά μπει στην ανάξια ψυχή μου. δεν θα τον δω στην ουράνια βασιλεία, αλλά θα καίγομαι στην αιώνια κόλαση! και μ' αυτά τα λόγια ξεψύχησε...


«πυρ καταναλίσκον»

ΦΟΒΕΡΗ είναι ή επόμενη διήγηση του παπα Δημήτρη Γκαγκαστάθη (1902-1975) γι' αυτούς πού κοινωνούν ανάξια τα άχραντα Μυστήρια:
Κάποια φορά με ειδοποίησαν νά πάω νά κοινωνήσω μία γριά, τη Ζωή Γκαγκαστάθη, 85 ετών, από καιρό κατάκοιτη.
Μόλις την κοινώνησα, φώναξε: 'Μ' έκαψε ή κοινωνία, έχω φωτιά, δώστε μου νερό, καίγομαι!
Έζησε ακόμα λίγες ώρες, ενώ διαρκώς φώναζε: 'Κάηκα ή καημένη!'.
Ή γυναίκα αυτή υπέφερε από Το δαιμόνιο της καταλαλιάς. Το στόμα της δεν σταματούσε νά κατακρίνει.
'Υπέφερε κι απ' το δαιμόνιο της γαστριμαργίας. Κοινώνησε ανάξια, κι όταν πέθανε, το στόμα της έμεινε ανοιχτό, σαν νά ήθελε νά λέει ακόμα".


Ή άδεια λαβίδα
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ 'Ιάκωβος Τσαλίκης (1991) εξομολόγησε κάποτε μία γερόντισσα και της έβαλε κανόνα νά μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της. Μου έβαλε κανόνα ο π. 'Ιάκωβος, απάντησε
Εκείνη, και του είπε την αιτία. Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος.
Εγώ είμαι μορφωμένος και σόι λύνω τον κανόνα. Νά έρθεις την Κυριακή νά σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε ή γιαγιά νά μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την άγία λαβίδα άδεια και κρύα, δεν κατάλαβε τη γεύση της-θείας Κοινωνίας.
Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, όπότε ή γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα 'Ιάκωβο.
Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει νά κάνεις τον κανόνα πού σου έβαλα.
Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε νά κοινωνήσει.
Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη.
Όταν όμως πλησίασε νά κοινωνήσει, ή άγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της.
Αυτό ο παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, όπότε ή κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγαινα εξομολογηθεί πάλι στον π. 'Ιάκωβο.



Θαυμαστές αλλοιώσεις
ΟΤΑΝ κοινωνώ τούς ανθρώπους, διηγιόταν χαρακτηριστικά άλλοτε ο μακαριστός γέροντας
Ιάκωβος, ποτέ δεν κοιτάζω τα πρόσωπά τους.
Μερικές φορές όμως μου λέει ο λογισμός νά τα κοιτάξω.
Τότε βλέπω μερικά πρόσωπα νά έχουν μορφή σκύλου, πιθήκου ή άλλων ζώων.
Είναι φοβερή ή μορφή τους. Βλέπω όμως και μερικά ήρεμα και ιλαρά πού μετά τη θεία μετάληψη λάμπουν σαν τον ήλιο.
μία φορά του είπε κάποιος συλλειτουργός του:
Μ' έκαψε ή θεία Κοινωνία!...
Εγώ, απάντησε ο γέροντας, δεν αισθάνθηκα νά με καίει.
Αντίθετα, ζούσε τόσο έντονα τη μέθεξη του δεσποτικού Σώματος, ώστε ανακαινιζόταν ψυχικά και σωματικά.
Σήμερα πού κοινώνησες, είπε σ' ένα πνευματικό του παιδί, βλέπεις πώς αισθάνεσαι; Εγώ αισθάνομαι έτσι πάντοτε. Ό Χριστός βρίσκεται μέσα μου πάντα.


Ο ανάξιος ετοιμοθάνατος
ΕΝΑΣ Ρώσος ιερέας καταθέτει την ακόλουθη προσωπική του μαρτυρία: με κάλεσαν νά εξομολογήσω και νά κοινωνήσω έναν βαριά άρρωστο.
Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσα απ' το δωμάτιό του φωνές και κατάρες. Αναρωτήθηκα ποίος ορίζει με τέτοιο τρόπο και ταράζει τη γαλήνη, πού πρέπει νά επικρατεί στις κρίσιμες αυτές ώρες.
Έκπληκτος όμως διαπίστωσα πώς ήταν ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος.
Σκεφτόμουν με τι τρόπο νά επικοινωνήσω μ αυτόν τον άνθρωπο, πού λίγο πριν πεθάνει ορίζει και καταριέται.
Αφού προσευχήθηκα, μπήκα τέλος στο δωμάτιό του, αποφασισμένος νά κάνω Το καθήκον μου. τον εξομολόγησα πρώτα, και ύστερα τον κοινώνησα.
Όταν γύρισα στο ναό, στάθηκα νά τακτοποιήσω το άγιο ποτήριο πού είχα πάρει μαζί μου. Τότε ένιωσα νά με διαπερνά ένα ρίγος. Διαπίστωσα πώς τα τίμια Δώρα βρίσκονταν μέσα, όπως όταν ξεκίνησα για νά πάω στον άρρωστο.
Ήταν σαν νά μην κοινώνησε! Ο Κύριος σκέπασε και τα δικά μου μάτια και του μελλοθάνατου, και ή μετάδοση του δεσποτικού Σώματος και Αίματος δεν πραγματοποιήθηκε.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ανάξιος νά κοινωνήσει στις τελευταίες του στιγμές".