Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Η προσευχή ή η ευχή του Ιησού, όπως λέγεται, είναι η μεγάλη άσκηση του νοός και της καρδιάς, η κατ’ εξοχήν πνευματική εργασία και το μέσο αγιασμού των μοναχών, αλλά και όλων των ορθοδόξων Χριστιανών. Είναι η σύντομη και μονολόγιστη επίκληση, πού επαναλαμβάνεται αδιάλειπτα από τους πιστούς στο όνομα του Κυρίου Ιησού : Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησαν με, τον αμαρτωλό. Στο πρώτο μέρος της ευχής “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού” περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού, αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή. Το Όνομα Ιησούς δόθηκε με αποκάλυψη Άνωθεν. Προέρχεται από την άναρχη ενέργεια του θείου Όντως και δεν είναι καθόλου ανθρώπινη επινόηση. Η αποκάλυψη αυτή είναι ενέργεια της θεότητας και προσδίδει στο όνομα υπερκόσμια δόξα. Το όνομα αυτό συνδέεται οντολογικά με το ονομαζόμενο Πρόσωπο, τον Χριστό. Η προσευχή δια του ονόματος αυτού έχει ως θεμέλιο λίθο τους λόγους του Κυρίου πού πρόφερε λίγο πριν ανέβει στο Γολγοθά : έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου· αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη … αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσατε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δώσει υμίν”. Οι λόγοι αυτοί του Χριστού είναι ταυτόχρονα εντολή και υπόσχεση. Η επάξια επίκληση του ονόματος Του εκπληρώνει την εντολή και ζωοποιεί την παρουσία Του. Ό προσευχόμενος αδιάλειπτα τοποθετεί τον εαυτό του στην οδό των εντολών, στην οδό του Κυρίου, και οδός είναι ο Ίδιος. Συνεπώς βρίσκει Αυτόν ως συνοδοιπόρο και ενώνεται μαζί Του. Το όνομα του Ιησού Χριστού γίνεται ο τρόπος και ο τόπος της ενώσεως του πιστού με τον Σωτήρα Θεό. Όταν επικαλείται το όνομα αυτό θεοπρεπώς, αποκομίζει την ευδοκία του Αγίου Πνεύματος και ζει “διαπαντός” ενώπιον του Προσώπου του Κυρίου. Στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Σολομών τελείωσε την οικοδομή του Ναού και με υψηλό πνεύμα προσευχής τον καθιέρωσε στη δόξα του Θεού του Ισραήλ, ο Κύριος εμφανίστηκε στο Βασιλιά και του είπε : “Ηκουσα της φωνής της προσευχής σου και της δεήσεώς σου, ης εδεήθης ενώπιον μου· πεποίηκά σοι κατά πάσαν την προσευχή σου, ηγίακα τον οίκον τούτον, όν ώκοδόμησας του θέσθαι το όνομα μου εκεί εις τον αιώνα, και έσονται οι οφθαλμοί εκεί και η καρδία μου πάσας τάς ημέρας”. Και τότε εκπληρώθηκε η υπόσχεση του Θεού προς το Σολομώντα : “Και κατασκηνώσω εν μέσω υιών Ισραήλ και ουκ εγκαταλείψω τον λαόν μου Ισραήλ”. Με άλλα λόγια, η τοποθέτηση του ονόματος του Κυρίου στο Ναό προσέδωσε σ’ αυτόν ιδιαίτερη τιμή, ώστε να ελκύεται εκεί το ιλαρό βλέμμα και η ευδοκία της καρδιάς του Θεού. Η επισφράγιση του Ναού με το θείο όνομα, τον κατέστησε πολύτιμο τόπο της χαρισματικής παρουσίας του Πνεύματος του Κυρίου. Έπλησε δόξα Κυρίου τον οίκον” Κυρίου. Στην Καινή Διαθήκη όμως όλα έγιναν καινά και ασυγκρίτως περισσότερο ψηλαφητά. Ό Ύψιστος δεν κατοικεί πλέον σε χειροποίητους ναούς, αλλά το Σώμα Του είναι ο Ναός, στον όποιο “κατοικεί το πλήρωμα της θεότητας”. Τον Ναό αυτό κατήρτισε ο Κύριος προς χάρη μας. Με το άγιο Βάπτισμα μεταδίδεται και σε μας η δωρεά να ενδυθούμε τη θεότητα του Κυρίου και να γίνομε και εμείς ναός Θεού, ώστε το Πνεύμα του Θεού να “οίκή εν ημίν”. Η είσοδος όμως στη χάρη του αγίου βαπτίσματος γίνεται με την πίστη στο όνομα του Ιησού Χριστού. Το όνομα αυτό στην ιστορία της αποκαλύψεως των θείων ονομάτων, είναι το νέο, το άγιο, το παντοδύναμο, το “διαφορώτατον”, “το υπέρ πάν όνομα”. Ή κλήση τώρα του Νέου Ισραήλ γίνεται “εις υπακοή ν πίστεως … υπέρ του ονόματος Αυτού”. Η αποστολή των εκλεκτών του Κυρίου συνίσταται στο να βαστάζουν το όνομα αυτό, να πάσχουν υπέρ αυτού, να θεωρούν προνόμιο τον ονειδισμό, γι’ αυτό και να είναι έτοιμοι να πεθάνουν για το όνομα του Κυρίου Ιησού. Μέλη του σώματος του Χριστού είναι εκείνοι πάνω από τους οποίους έχει επικληθεί το όνομα Του, και οι ίδιοι επικαλούνται το όνομα του Ιησού Χρίστου. Με ένα λόγο, το όνομα του Κυρίου Ιησού σφραγίζει τον πιστό και τον απεργάζεται ναό της θεότητας, τόπο της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Το όνομα Ιησούς Χριστός συνδέεται οντολογικά με το Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού. Βαστάζοντας το ο πιστός φέρει μέσα του τον Ίδιο τον Θεό, αλλά στην ενεργητική Του μορφή, γιατί η Ουσία Του είναι υπερώνυμος και αμέθεκτος. Το επιζητούμενο για την καρποφόρο άσκηση της ευχής είναι η ένωση του νου και της καρδιάς. Η ένωση αυτή είναι αδύνατο να επιτευχθεί με τεχνητή μέθοδο. Τα τεχνητά μέσα μπορούν μόνον να βοηθήσουν στην προσοχή του νου να ανεύρει την είσοδο της καρδιάς, όχι όμως και να εγκατασταθεί σ’ αυτήν. Ωστόσο ο κίνδυνος της υπερβολικής εκτιμήσεως των μέσων είναι πολύ μεγάλος για τους αρχαρίους και άπειρους ασκητές, και μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωση της πνευματικής ζωής. Στην άσκηση της ευχής είναι απαραίτητοι δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η πιστή προσπάθεια του ανθρώπου να συγκεντρωθεί στην καρδιά του και να προδιαθέσει ταπεινά το πνεύμα του. Ό δεύτερος και απείρως σπουδαιότερος είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, χωρίς την οποία τίποτε δεν ευοδώνεται. Όλα τα χαρίσματα ήρθαν στον κόσμο με την κατάβαση του Μονογενούς στη γη και στα καταχθόνια, και ακολούθως με την ανάβαση Του. Την ίδια οδό, κατά κάποιον τρόπο, επαναλαμβάνει και ο άνθρωπος. Κατεβάζει τον νου του στα βάθη της καρδιάς του, και εκεί ανακαλύπτει και συναντά τον Σωτήρα Θεό. Αφού ενισχυθεί με τη χάρη ο νους, ηγεμονεύει της καρδιάς, δηλαδή όλου του είναι του ανθρώπου, και αναφέρει όλη την ύπαρξη του στο Θεό. Τότε λειτουργούν αρμονικά όλες οι δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής. Άλλα για να καταφέρει ο νους την κατάβαση αυτή στην καρδιά και να ενωθεί εκεί με αυτήν, χρειάζεται τη χάρη του Θεού. Δεν κατεβαίνει με τεχνητά μέσα, όπως είναι η στάση του σώματος η χρήση της ελεγχόμενης αναπνοής. Αυτά είναι δευτερεύοντα. Ό νους μολυσμένος από την εωσφορική πτώση και εγκαταλελειμμένος στον εαυτό του δεν είναι σε θέση να πορευθεί προς τα κάτω. Πραγματοποιεί κατάβαση, όταν σταυρωθεί από τη σοφία του Εσταυρωμένου Θεού, στον αγώνα για την τήρηση των ευαγγελικών προσταγμάτων. Τότε γνωρίζει τη δύναμη του Θεού στην καρδιά του. Τότε μπορεί να σταθεί στην καρδιά με ευκτική προσοχή, επικαλούμενος το άγιο όνομα. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τη σύγχρονη ησυχαστική εμπειρία, τονίζεται ότι βάση για κάθε πνευματική ανάβαση είναι η μετάνοια, η πορεία προς τα κάτω, πού προϋποθέτει πίστη στη θεότητα του Χριστού και επίγνωση της αμαρτωλότητας του άνθρωπου. Στην προοπτική της πορείας αυτής για την εύρεση και κατάκτηση της καρδιάς η μοναχική υπακοή είναι άκρως πολύτιμη και ανεκτίμητη δωρεά. Σκοπός της μονολόγιστη ευχής του Ιησού είναι να παραμείνει ο πιστός στη ζώσα παρουσία του Θεού. Αυτή η παρουσία είναι εξαιρετικά ευεργετική και θεραπευτική. Είναι δύναμη πού απαλείφει τη σκουριά της πτώσεως, αφανίζει το πνεύμα της πονηρίας και θεραπεύει το νου και την καρδιά του ανθρώπου. “Ολοκληρώνει και ενοποιεί την ύπαρξη του. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει μία σκέψη, μία κατεύθυνση του πνεύματος του, μία επιθυμία, και αγωνίζεται να λατρεύει “εν πνεύματι και αλήθεια” τον ένα Θεό εν τη Αγία Τριόδι. Το μυστικό πού κάνει την προσευχή του Ιησού αποτελεσματική είναι η έντονη προσοχή του νου και ή ταπείνωση, τα όποια βρίσκει ο προσευχόμενος με το κλάμα της μετανοίας. Κατά την διάρκεια του αγώνα της αδιάλειπτης και μονολόγιστη ευχής, διδασκόμαστε πολλά φαινόμενα της μυστικής εν Χριστώ ζωής. Πρώτον, λόγω του οντολογικού συνδέσμου του ονόματος με το πρόσωπο του Ιησού, η ενέργεια της θεότητας μεταδίδεται στην ψυχή και το σώμα. Ό όλος άνθρωπος ελευθερώνεται σταδιακά από το σαρκικό φρόνημα και την εξουσία της αμαρτίας και γίνεται στόχος της “επισκοπής” του Κυρίου. Αρχίζει δηλαδή να αποκτά υπόσταση. Δεύτερον, προσπαθώντας ο ασκητής να κρατήσει το νου στην καρδιά, επικεντρώνοντας την προσοχή αποκλειστικά στη σκέψη του Θεού, μαθαίνει σιγά- σιγά να μην αγνοεί τα νοήματα του σατανά, πού βίαια επιδιώκουν να παρεισφρήσουν και συνεπώς να παρεμποδίσουν την ιερά εργασία της προσευχής. Τρίτον, προσευχόμενος εξασκείται με θετικό τρόπο να αρπάζει από τον Θεό εκείνα τα νοήματα πού διευρύνουν την καρδιά “και αιχμαλωτίζουν πάν νόημα εις την υπακοή του Χριστού”. Τότε το καθετί λειτουργεί με τρόπο, ώστε να συντελεί στον αγιασμό δια της αγάπης εν Πνεύματι. Τέταρτον, η νίψη του νου πραγματοποιείται φυσιολογικά, γιατί Εκείνος πού βασιλεύει στην καρδιά είναι “μείζων” αυτού πού είναι στον κόσμο. Η όλη εργασία της νοερός προσευχής είναι άκρως δημιουργική. Στην αρχή της δημιουργίας το Πνεύμα του Θεού επιφερόταν πάνω από την άβυσσο και σε μία δεδομένη στιγμή, με τρόπο εκρηκτικό ωοτόκησε όλη την κτίση. Κατά παρόμοιο τρόπο, και κατά την πράξη της νοεράς ησυχίας, ο ασκητής της ευσέβειας προσηλώνει το νου στην καρδιά του και το όνομα του Κυρίου Ιησού επωάζει την άβυσσο της. Η θεία ενέργεια του ονόματος αυτού μεταδίδεται στην καρδιά, πού γίνεται ικανή να ελέγχει κάθε κίνηση της, να βλέπει τους εχθρούς όταν προσεγγίζουν από έξω και να τους εκδιώκει με την δύναμη του ονόματος του Χριστού. Με την εσωτερική αυτή νίψη περιορίζονται οι αμαρτίες στο ελάχιστο δυνατό. Όταν τέλος έλθει ή στιγμή της ευδοκίας του Θεού, και φθάσει η ενέργεια της ευχής στο πλήρωμα της, γίνεται το συγκλονιστικό άνοιγμα της καρδιάς : ο άνθρωπος δέχεται την πείρα της αιωνιότητας. Εκεί εισέρχεται και κατοικεί ο Θεός, εργαζόμενος την αληθινή ανακαίνιση του ανθρώπου στο οντολογικό επίπεδο της αγάπης Του. Η άσκηση της ευχής του Ιησού είναι πλούσια σε αλλοιώσεις και καρδιακά αισθήματα, πού είναι κατ’ ουσία γεγονότα του πνευματικού κόσμου. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Θεού, ο άνθρωπος είναι “καρδία βαθιά”, με “αίσθησιν” νοερά και θεία. Εμπνέεται, δηλαδή, από τις αγαθές αλλοιώσεις του Πνεύματος και καταξιώνεται της επεξεργασίας του Θεού, ωσότου φθάσει να παρασταθεί ενώπιον Του με όλη την ύπαρξη του, έχοντας καθαρά προσευχή και εκπληρώνοντας τον νόμο των εντολών της αγάπης. Έτσι πραγματοποιείται και ο προαιώνιος προορισμός του. Ωστόσο ή οδός αυτή της ασκήσεως, παρά την πλούσια περιποίηση και το έλεος του Θεού με τα όποια περιβάλλεται, συνοδεύεται επίσης και με υπεράνθρωπη πάλη προς τις εχθρικές δυνάμεις, ορατές και αόρατες, κοσμικών διαστάσεων. Η πάλη αυτή προηγείται της αρπαγής και της ελλάμψεως από το άκτιστο Φως, γεγονός πού αποτελεί επίσης νίκη με υπερκόσμιες προεκτάσεις. Η μακροχρόνια και ακατάπαυστη επίκληση του θείου ονόματος του Ιησού και η εσωτερική φυλακή του νου, στοχεύουν να ενισχύσουν μία μόνιμη έλξη για την προσευχή της μετανοίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ιμάτιο της ψυχής και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοερός προσευχής αποβαίνει προπόνηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε ή γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να γίνει όσο το δυνατόν ανώδυνα και ακίνδυνα. Κατά τη Θεία Ευχαριστία γίνεται αναφορά όλης της φθαρτής και πρόσκαιρου υπάρξεως στο Θεό, και ανταλλαγή της με την άφθαρτη και ουράνια ζωή του Υιού Του. Αναλογικά και κατά την αδιάλειπτη ευχή, ο πιστός μετέχει συνεχώς στην άκτιστη ενέργεια και χάρη του Χριστού, και ζει τον απερίγραπτο πλατυσμό του Αγίου Πνεύματος. Γίνεται μέτοχος της παγκοσμιότητος του Νέου Αδάμ, και ανακαλεί στο Θεό ολόκληρη τη δημιουργία Αποτελεί τη συνδετική αρχή μεταξύ Θεού και της υπόλοιπης δημιουργίας. Αποβαίνει υπηρέτης του μεγαλύτερου θαύματος της υπάρξεως μας : της ενώσεως της με το Θεό. Με άλλα λόγια, η ευχή του Ιησού προσφέρεται ως η καταλληλότερη προϋπόθεση για την απόκτηση της υπέρ του κόσμου προσευχής, πού είναι η μεσιτεία των Αγίων. Ό λόγος του Θεού απογυμνώνει και εμάς και όλη την κτίση ενώπιον Του. “Έτσι και η ακατάπαυστη επίκληση του ονόματος του Ιησού μας καθιστά διαφανείς στην Παρουσία Του και ικανούς να συμμετάσχουμε στον ύμνο πού αναπέμπει στον Θεό όλη η κτίση. Στην υπέροχη αυτή ασκητική καλλιέργεια της ευχής του Ιησού υπάρχει μεταξύ άλλων και ένας μεγάλος κίνδυνος : η υπερηφάνεια. Για να φθάσει ο Χριστιανός στην ύψιστη μορφή της προσευχής αυτής και τελικά να κληρονομήσει με άφατο τρόπο τη μεγαλειώδη και άγια ζωή στην αιωνιότητα, έχει ανάγκη από πνευματικό καθοδηγητή και “άγγελον πιστόν οδηγόν”. Δεν παύει επίσης να μέμφεται τον εαυτό του σε όλα ως ανάξιο του Θεού. Πολλές φορές συναντούμε μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας τη σύγχυση και την πλάνη, πού έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον “υπερβατικό διαλογισμό”, και τα όμοια με αυτά απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως πού υπάρχει ανάμεσα τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η ευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου. Στον ανατολικό ασκητισμό προβάλλεται η άσκηση της νοερός άπεκδύσεως από κάθε απρόσωπο Απόλυτο, με το όποιο πιστεύεται ότι είναι του ίδιου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά ερχόμενος στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στην θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει προς το ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο, και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ανθρώπινη υπόσταση του στον ανώνυμο ωκεανό του Καθαρού αυτού Είναι. Η θεωρία όμως αυτή δεν είναι θεωρία Θεού, αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού, ούτε εγγίζει το Πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ή άσκηση του είδους αυτού να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά “το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί” και “Θεώ άρεσε ου δύναται”. Η πιο τέλεια απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση του στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας : Ό καρδιακός πόνος πού γεννάται από τη χάρη της μετανοίας όχι μόνο αποδεσμεύει το νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει με τα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στο Χριστιανισμό όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη χάρη του Θεού πού ακολουθεί και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου. Πολλοί θαυμάζουν το Βούδα καί τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ο Βούδας σπλαγχνίσθηκε την ανθρώπινη δυστυχία, και με ωραία λόγια δίδαξε την δυνατότητα και τον τρόπο να αποσυνδέεται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, το Σταυρό, το θάνατο και την Ανάσταση Του, προσέλαβε εκούσια και αναμάρτητα τον πόνο και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τελείας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε “καινήν κτίσιν”. Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και ή παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και αγία οδό. [Χωρίς την πείρα του πόνου δεν γνωρίζει ο Χριστιανός τα βάθη του είναι και μένει ξένος προς την αγάπη πού νικά την αμαρτία και το θάνατο]. Αμέσως μετά την Ανάσταση του Χριστού και την εμφάνιση της Εκκλησίας, ως Χριστιανοί διακρίνονταν “οι επικαλούμενοι το όνομα” του Χριστού, και η νέα πια “εκλογή” του Θεού ταυτιζόταν με τον αγώνα “του βαστάσαι το όνομα” του. Όπως ο Κύριος είπε ότι δεν μπορούμε να “ζήσωμεν εις τον αιώνα”, αν δεν “φάγωμεν την σάρκα του Υιού του Άνθρωπου και πίωμεν Αυτού το αίμα”, έτσι και οι μάρτυρες της Αναστάσεως Του, πολύ νωρίς βεβαίωσαν ότι “ουδέν όνομα εστίν υπό τον ουρανόν το δεδομένων εν άνθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς”. Ή επίκληση, λοιπόν, του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, και η μετοχή στο σώμα και το αίμα Του, έγιναν οι δύο κεντρικοί πόλοι ζωής γύρω από τους οποίους πραγματοποιείται η σωτηρία του νέου λαού, πού εξαγοράσθηκε με “το πάθημα του θανάτου” Του. Άρχιμ. Ζαχαρίου Ζαχάρου Ιεράς Πατριαρχικής Μονής Τιμίου Προδρόμου Εsseχ Αγγλίας