Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΓΗ

Φως και φωτιά

Ο ΑΓΙΟΣ Παγκράτιος (9 'Ιουλίου) καταγόταν από την 'Αντιόχεια κι έζησε στα αποστολικά χρόνια.
Νεαρός ακόμα επισκέφθηκε με τούς γονείς του τα Ιεροσόλυμα, όπου και βαπτίστηκε.
Μετά το θάνατο των γονιών του, απελευθέρωσε τούς δούλους, μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και αφιερώθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου.
Με εντολή του αποστόλου Πέτρου πήγε στη Σικελία, όπου αργότερα αναδείχθηκε σε επίσκοπο Ταυρομενίου.
Έκεί, με τον θεόπνευστο λόγο του και τα θαύματά του, τράβηξε πλήθη λαού στην πίστη του Χριστού, ακόμα και τον ηγεμόνα του νησιού Βονυφάτιο.
O τελευταίος, ακούγοντας για τα υπερφυσικά σημεία πού έκανε ο άγιος με τη δύναμη του Κυρίου, πήγε νά τον συναντήσει. τον αντίκρυ σε ντυμένο την ιερατική του στολή και λουσμένο σε θείο φως.
Στη συνέχεια, ο άγιος τέλεσε τη θεία λειτουργία σ' ένα δωμάτιο του οικήματος, όπότε στο «Δόξα Πατρί...» του τρισάγιου ύμνου άνοιξε θαυματουργικά ή στέγη, και μία φοβερή αστραπή κατέβηκε πάνω στον ηγεμόνα και την ακολουθία του.
Όλοι έπεσαν κάτω έντρομοι. Μετά άπ' αυτό πίστεψαν ολόψυχα στο Χριστό.
Πολύ σύντομα χτίστηκε και ο πρώτος χριστιανικός ναός της Σικελίας.
Όταν ολοκληρώθηκε, ο άγιος Παγκράτιος ήρθε νά τελέσει την πρώτη θεία λειτουργία.
Όσοι ήταν τότε μέσα στην εκκλησία, έ6λεπαν κάτι σαν ,φωτιά φοβερή, σαν αστραπή εκτυφλωτική και άσβηστη, νά φωτίζει όλο το χώρο με τρόπο εξαίσιο.
Αλλά, παράλληλα, συνέβη και κάτι άλλο, πιο θαυμαστό: Όταν ο άγιος τελείωσε την ιερουργία, όλα τα είδωλα των ειδωλολατρικών ναών του Ταυρομενίου έπεσαν από τις θέσεις τους κι έγιναν συντρίμμια!
Λίγο καιρό αργότερα, ο άγιος βάπτισε μέσα σε μία μέρα οχτώ χιλιάδες άνδρες, έκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά τους!
Έπειτα θέλησε νά τελέσει γι' αυτούς τη θεία λειτουργία. τη στιγμή πού ο άγιος ύψωνε τα τίμια Δώρα, ή εκκλησία άνοιξε από πάνω, κι ένα ουράνιο φως κατέβηκε και τον περιέλουσε. οι πιστοί τα έχασαν, φο6ήθηκαν.
Όταν ήρθε ή ώρα νά κοινωνήσουν, κανείς δεν τολμούσε νά πλησιάσει, γιατί έβλεπαν το πρόσωπο του άγίου αλλοιωμένο και πύρινο! Τότε εκείνος τούς είπε:
Ελατέ, παιδιά μου, μη φοβάστε. Η φωτιά αύτή δεν καίει, άλλά φωτίζει όσους μεταλαμ6άνουν με πίστη το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.
Έτσι, με δέος πλησίασαν οι βαπτισμένόι νά κοινωνήσουν, Ενώ οι αβάπτιστοι κατηχήθηκαν από τον άγιο και βαπτίστηκαν μετά από μερικές ήμέρες.



Ουράνιοι φύλακες

Ο ΦΩΣΤΗΡΑΣ της οικουμένης, ο ιερός Χρυσόστομος (40ς αί.), με το διορατικό του χάρισμα είδε πολλές φορές τούς άγίους αγγέλους νά επιτηρούν και νά φυλάνε ακατάπαυστα την εκκλησία, και μάλιστα την ώρα της αναίμακτης θυσίας.
Όταν αρχίζει ο ιερέας νά προσκομίζει", διηγήθηκε ο άγιος στους πνευματικούς του φίλους, "κατεβαίνουν αμέσως Αγγελικές δυνάμεις από τον ουρανό με λαμπρές και θαυμαστές ενδυμασίες. με πόδια γυμνά και σκυμμένο πρόσωπο περιτριγυρίζουν το άγιο θυσιαστήριο, και στέκονται έκει ήσυχοι και σιωπηλοί μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας.
Ύστερα σκορπίζονται σ' όλο το ναό, 60ηθουν τούς κληρικούς πού μεταδίδουν ατό λαό τ' άχραντα Μυστήρια, και τούς δυναμώνουν στην πίστη".


«Φλεγόμενος και μη καταφλεγόμενος»

ΗΤΑΝ ήμέρα Κυριακή.
Ένας επίσκοπος επισκέφθηκε με τη συνοδεία του κάποιο χωριό της επαρχίας του.
Έκεί αναζήτησε τον εφημέριο και του ζήτησε νά τελέσει τη θεία μυσταγωγία.
Ο ιερέας ήταν ένας απλός και αγράμματος χωρικός. από τη στιγμή όμως πού στάθηκε μπροστά στην αγία τράπεζα, τον κύκλωσαν πύρινες φλόγες χωρίς όμως νά τον καίνε!
Έκπληκτος από το θέαμα ο επίσκοπος, τον καλεί μετά τη λειτουργία και του λέει:
Ευλόγησε με, άξιε δούλε του Θεού! ο εφημέριος σάστισε.
Πώς είναι δυνατόν νά ευλογηθεί ο επίσκοπος από τον ιερέα; ρώτησε.
Δεν είμαι άξιος νά ευλογήσω ιερέα, πού προσκομίζει στο Θεό τα τίμια Δώρα «φλεγόμενος» από υπερφυσικό πυρ «και μη καταφλεγόμενος».
Όπως λέει ο άγιος απόστολος, «το έλαττον ύπό του κρείττονος ευλογείται».
Είναι ποτέ δυνατόν, απάντησε ταπεινά ο πρεσβύτερος, νά τελεί τα φρικτά μυστήρια ο κληρικός, χωρίς νά περιβάλλεται από θεϊκή φωτιά;
Ο επίσκοπος θαύμασε την ψυχική καθαρότητα του ιερέα και την ανεπιτήδευτη συμπεριφορά του, και αναχώρησε ωφελημένος.



Ή πύρινη σκέπη

ΣΤΟ βίο τού άγίου Ευθυμίου τού μεγάλου (4ος αι) αναφέρεται μία εντυπωσιακή εμφάνιση θεϊκής φωτιάς σε ώρα θείας λειτουργίας.
Μια Κυριακή λειτουργούσε ο όσιος με το μαθητή του Δομετιανό. Κάποια στιγμή ο Τερέβωνας, πού ήταν πριν Σαρακηνός και στεκόταν εκεί κοντά, βλέπει νά κατεβαίνει φωτιά από τον ουρανό, ν' απλώνεται πάνω στο θυσιαστήριο σαν ένα μεγάλο λευκόϋφασμα και νά σκεπάζει τον μεγάλο Ευθύμιο και το Δομετιανό. Βλέποντας το εξαίσιο θαύμα ο Τερέβωνας φοβήθηκε κι έκανε πίσω. Η θεϊκή φωτιά διατηρήθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος τού τρισάγιου ύμνου.
Έκτός από τον μεγάλο Ευθύμιο και το Δομετιανό, πού βρέθηκαν μέσα ατή φωτιά, το θαύμα το είδε και ο μοναχός Γαρβιήλιος, πού είχε τότε είκοσι πέντε χρόνια στο μοναστήρι και διακρινόταν για την ψυχική του καθαρότητα.
Πολλές φορές, όταν λειτουργούσε ο όσιος Ευθύμιος, έβλεπε άγίους αγγέλους νά συλλειτουργούν μαζί του.
Συχνά επίσης, όταν μετέδιδε στους μοναχούς τη θεία Κοινωνία, έβλεπε άλλους νά φωτίζονται και άλλους νά κατακρίνονται απ' αυτήν σαν ανάξιοι τού θείου φωτισμού.
Γι' αυτό τούς συνιστούσε πάντοτε προσοχή, δοκιμασία και μετάνοια πριν προσέλθουν στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας.


Άγγελοι συλλειτουργοί

ΑΓΙΟΣ Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε νά δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του.
Κάποτε, σε Μια θεία λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη ή βασιλεία... », ο άγιος
είδε φωτιά νά κατεβαίνει από τον ουρανό και νά καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος νά καταλάβει τίποτα.
Αργότερα, όταν άρχισε νά ψάλετε ο τρισάγιος ύμνος από το λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους. Στον 'Απόστολο, φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος νά καθοδηγεί τον αναγνώστη.
Στο «Αλληλούια», μετά τον' Απόστολο, οι φωνές του λαού ανέβαιναν ενωμένες στον ουρανό σαν ένα πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί.
Και ατό Ευαγγέλιο, κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.
Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο όσιος ν' ανοίγει ο ουρανός και νά ξεχύνεται
Μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. "Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον 'Αμνό, το Χριστό και Υιό του Θεού και νά!
Παρουσιάστηκε τότε ένα κατακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος!
Το κρατούσαν ατά χέρια τους άγγελοι, πού το έφεραν και το απέθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, πού ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά.
Ήρθε ή στιγμή της μεγάλης εισόδου.
Ο λειτουργός πλησίασε για νά πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο ποτήριο.
τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. 'Όταν βγήκαν τα 'Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε ο όσιος αγγέλους νά φτερουγίζουν κυκλικά πάνω απ' το λειτουργό.
Δύο Χερουβείμ και Δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος άλλων αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους.
Όταν ο ιερέας έφτασε στην άγία τράπεζα κι ακούμπησε τα τίμια Δώρα, οι άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. τα Δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα Δύο Σεραφείμ στ' αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος νά τα βλέπει.
Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε.
Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων.
Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνευματι σου τω Άγίω. Αμήν' Αμήν' Αμήν». Τότε βλέπει πάλι ο δίκαιος έναν άγγελο νά παίρνει μαχαίρι και νά σφάζει το Βρέφος. το αίμα Του το έχυσε στο άγιο ποτήριο, ενώ το σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.
Ύστερα αποτραβήχτηκε πάλι στη θέση του και στάθηκε σεμνά κι ευλαβικά.
'Όταν ο λειτουργός ύψωσε τον άγιο" Άρτο εκφωνώντας «τα αγια τοις άγίοις», ενώ ο λαός έψαλλε«ΕΙς άγιος, εις Κύριος...», κάποιος από το εκκλησίασμα στράφηκε στον άγιο και τον ρώτησε σιγανά: Γιατί, πάτερ, ο ιερέας λέει «τα αγια τοις άγίοις»; -για μας όλους το λέει, παιδί μου. και σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού νά προσέλθει όποιος είναι άγιος!
και τι είναι αγιοσύνη, πάτερ; ξαναρώτησε ο άλλος, πού ήταν απλοϊκός.
Νά... Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις νά γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. " Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις." Αν περιγελάς η ορίζεις η κατακρίνεις το συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε." Αν όμως δεν είσαι, φύγε….
Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετα φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Ό άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. "Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν, μόλις έπαιρναν τα θεία Μυστήρια, ενώ άλλων έλαμπαν σαν τον ήλιο.
Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη μετάληψη. 'Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.
Τότε τα άχραντα Μυστήρια σαν νά εξαφανίζονταν από την αγία λαβίδα, έτσι πού ο αμαρτωλός φαινόταν νά μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης, με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του. Όταν τελείωσε ή λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των άγίων αγγέλων!
Ξαφνικά ή στέγη του ναού σαν νά σχίστηκε στα δύο. 'Από κεί οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδί στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία ξεχύθηκε και πάλι ολόγυρα.


Ισοδύναμες αμαρτίες

ΟΙ ΔΑΔΕΣ (το σημερινό Κίτιο) ήταν εμπορικός σταθμός της Κύπρου. 'Εκεί κοντά βρισκόταν ή μονή του Φιλοξένου.
Στο μοναστήρι αυτό ζούσε τον 60 αιώνα ένας μοναχός, ο γέροντας 'Ισίδωρος, πού έκλαιγε ακατάπαυστα με λυγμούς. Σ' όποιον τον πλησίαζε και τον παρηγορούσε, ώστε νά χαλαρώσει λίγο το πένθος, έλεγε:
"Είμαι πολύ αμαρτωλός. Δεν υπήρξε άλλος σαν και μένα απ' τον 'Αδάμ μέχρι σήμερα. και μη νομίζετε πώς υπερβάλλω.
Δεν βρήκα πουθενά σε άνθρωπο αμαρτία σαν αύτή πού έκανα εγώ".
Κι ύστερα διηγιόταν την ιστορία του:
Όταν ήμουνα στον κόσμο, είχα γυναίκα χριστιανή και θεοφοβούμενη, ενώ εγώ άνηκα στην αίρεση του Σεβήρου.
Μια μέρα έμαθα πώς ή γυναίκα μου πήγε νά μεταλάβει στη γειτονική εκκλησία.
'Έτρεξα νά την εμποδίσω, αλλά τη βρήκα νά έχει κοινωνήσει και νά επιστρέφει στο σπίτι.
'Αμέσως την έπιασα απ' το λαιμό και την έκανα νά ξεράσει την άγία μερίδα, την όποία πήρα και πέταξα έξω από το παράθυρο, κάτω στο βούρκο. Βλέπω τότε ένα περιστέρι νά κατεβαίνει και νά παίρνει τη θεία Κοινωνία
Μετά από δύο μέρες παρουσιάζεται μπροστά μου ένας αράπης ντυμένος με κουρέλια, και μου λέει:
Εγώ κι εσύ καταδικαστήκαμε στην ίδια τιμωρία ,
Ποιος είσαι συ; τον ρωτάω.
Εγώ, μου απαντάει, είμαι εκείνος πού ράπισε στο σαγόνι τον Κύριό μας 'Ιησού Χριστό τον καιρό του πάθους Του.
Κι αμέσως έγινε άφαντος για τούτο λοιπόν, κατέληξε ο μοναχός, δεν μπορώ νά σταματήσω το θρηνώ.


«Των θυρών κεκλεισμένων»

ΑΒΒΑΣ Ματθίας, ένας από τούς άγίους πατέρες της σιναϊτικής ερήμου, διηγήθηκε τα έξης:
Όταν κατοικούσα στον Άρανδουλά, φύλαγα την άγία Κοινωνία στο σκευοφόριο της εκκλησίας ασφαλισμένη και κλειδωμένη. . Συνήθιζα κάθε Κυριακή νά μεταδίδω το δεσποτικό Σώμα στους αιχμαλώτους εκείνης της ερήμου.
Πολλές φορές όμως πήγαινα την Κυριακή στην εκκλησία κι έβρισκα το σκευοφόριο ανοιχτό.
Λυπόμουν γι' αυτό το γεγονός, και αποφάσισα κάποτε νά ασφαλίσω με κερί και σφραγίδα αφού πρώτα είχα μετρήσει τις άγιες μερίδες. Την επόμενη Κυριακή λοιπόν, βρήκα ανέπαφη τη σφραγίδα.
Άλλ' ανοίγοντας το ντουλάπι, διαπίστωσα πώς έλειπαν τρεις μερίδες.
Άρχισαν νά με βασανίζουν οι λογισμοί. την άλλη Κυριακή παρουσιάστηκαν στον ύπνο μου τρεις μοναχοί, κι αφού με ξύπνησαν μου είπαν:
Σήκω, είναι ώρα για προσευχή!
Ποιοι είστε, πατέρες, κι από που έρχεστε; τούς ρώτησα.
Εμείς, μου αποκρίθηκαν, είμαστε οι αμαρτωλοί, πού ερχόμαστε πολλές φορές και κοινωνάμε.
Από δω και πέρα νά μην ασχοληθείς μ' αυτό το θέμα.
Τότε κατάλαβα πώς ήταν αναχωρητές, και ευχαρίστησα το Θεό πού χάρισε ατή γενιά μας τέτοιες μαρτυρίες.


«Διά χειρός αγγέλου»

Ο ΟΣΙΟΣ Μακάριος ο Αλεξανδρινός (19 Ιανουαρίου), ο ασκητής και πρεσβύτερος των λεγομένων Κελιών, έστησε με την Αγγελική του ζωή τρόπαια κατά των δαιμόνων, τα όποία καταγράφει ο Παλλάδιος στο Λαυσαϊκό.
Σαν ιερέας-λειτουργός είχε θαυμαστές εμπειρίες. Ανάμεσα στις άλλες, ήταν κι εκείνη πού είχε σχέση με τον ασκητή Μάρκο.
Παρατηρούσα με προσοχή", αναφέρει ο όσιος, "ότι κάθε φορά πού μετέδιδα τη θεία Κοινωνία στον ασκητή Μάρκο, ποτέ δεν του πρόσφερα εγώ ο ίδιος το δεσποτικό Σώμα. του το πρόσφερε ένας άγγελος από την άγία τράπεζα.
Έβλεπα μάλιστα τον καρπό του χεριού του, καθώς μετέδιδε ατό μοναχό τη θεία Κοινωνία" .


Ή θεία Κοινωνία πού βλάστησε στάχυα

ΣΤΗΝ πόλη Σελεύκεια της Συρίας, όταν επίσκοπος ήταν ο Διονύσιος (6ος αΙ), ζούσε ένας πραματευτής πολύ πλούσιος και ευλαβής. Ήταν όμως αιρετικός και πίστευε ατά δόγματα του Σεβήρου.
Αυτός είχε έναν υπάλληλο, πού ήταν ορθόδοξος κι ακολουθούσε την άγία και αποστολική Εκκλησία.
Ο ορθόδοξος, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, πήρε τη Μεγάλη Πέμπτη τη θεία Κοινωνία, την τοποθέτησε σε Μια μικρή θήκη και την ασφάλισε σ' ένα ντουλάπι.
Μετά το Πάσχα έφυγε για εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη, ξεχνώντας ατό ντουλάπι τις άγιες μερίδες. Είχε όμως αφήσει το κλειδί στο αφεντικό του.
Κάποια μέρα ο αιρετικός άνοιξε το ντουλάπι και βρήκε μέσα το κουτί με τις άγιες μερίδες. Λυπήθηκε γι`' αυτό και
δεν ήξερε τι νά τις κάνει, γιατί ανήκαν στην ορθόδοξη Εκκλησία, και ο ιδίως δεν ήθελε νά μεταλάβει από αυτές.
Τις άφησε λοιπόν στο ντουλάπι με την σκέψη ότι όπου νάνε έρχεται ο υπάλληλος του και μεταλαμβάνει.
Πέρασε ένας χρόνος.
Ήρθε πάλι ή Μεγάλη Πέμπτη, αλλά ο υπάλληλος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. το αφεντικό αποφάσισε τότε νά κάψει τις μερίδες για νά μη μείνουν και δεύτερο χρόνο.
Ανοίγει το ντουλάπι, και τι νά δει! 'Όλες είχαν βλαστήσει στάχυα!
Φόβος και τρόμος τον κυρίεψε. τις πήρε αμέσως κι έτρεξε στον επίσκοπο Διονύσιο, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησαν».
Το θαύμα το είδαν όλοι οι ορθόδοξοι και δόξασαν το Θεό. Αυτό μάλιστα έγινε αφορμή νά πιστέψουν πολλοί και νά προσέλθουν στην άγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία.


«Δικαίω νόμος ού κείται»

ΔΕΚΑ μίλια από την πόλη Αιγαιές της Κιλικίας, στο χωριό Μάρδαρδος, κατοικούσε ένας γέροντας λευίτης, φημισμένος για την αρετή του
Κάποτε όμως οι χωρικοί πήγαν και παραπονεθεί καν στον επίσκοπο Αιγαιών λέγοντας:
Πάρε αυτόν τον ιερέα από το χωριό μας, γιατί μας στενοχωρεί.
Κάθε Κυριακή τελεί τη θεία λειτουργία στις 3 το απόγευμα και δεν τηρεί την καθιερωμένη τάξη.
Καλεί αμέσως ο επίσκοπος τον εφημέριο και του λέει ιδιαιτέρως:
Γιατί, γέροντα, κάνεις τέτοιο πράγμα; Δεν γνωρίζεις την τάξη της Εκκλησίας μας;
Τη γνωρίζω, δέσποτα, κι έχεις δίκιο. Αλλά νά τι συμβαίνει:
Μετά τη νυχτερινή ακολουθία της Κυριακής, κάθόμαι κοντά στο άγιο θυσιαστήριο περιμένοντας την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος.
Κι όταν δω τον Παράκλητο νά το επισκιάζει, τότε αρχίζω τη λειτουργία.
Ο επίσκοπος θαύμασε την αρετή του γέροντα και πληροφόρησε σχετικά τούς χωρικούς, πού έφυγαν ειρηνικά δοξάζοντας το Θεό.


Ο συκοφαντημένος επίσκοπος

ΣΕ ΤΡΙΑΝΤΑ μίλια απόσταση από τη Ρώμη βρισκόταν ή μικρή πόλη Ρωμίλλα.
Κάποτε μερικοί κάτοικοι της Ρωμίλλας κατηγόρησαν τον ενάρετο επίσκοπό τους στον πάπα της Ρώμης Αγαπητό (535-536), λέγοντας ότι χρησιμοποιεί για το φαγητό τούτο άγιο δισκάριο.
Αμέσως ο πάπας, έκπληκτος απ' αυτό πού άκουσε, έστειλε κι έφεραν τον επίσκοπό δεμένο και πεζό στη Ρώμη Τον έκλεισε αμέσως στη φυλακή.
Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Τη νύχτα του Σαββάτου ο πάπας βλέπει κάποιον στον ύπνο του νά του λέει:
Αύτή την Κυριακή δεν θα λειτουργήσεις ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος, αλλά ο φυλακισμένος επίσκοπος. Εκείνος θέλω νά λειτουργήσει".
Επειδή ο πάπας δυσπιστούσε, ή φωνή ακούστηκε για δεύτερη και για τρίτη φορά: "Σου είπα πώς ο φυλακισμένος επίσκοπος θα λειτουργήσει"!
Όταν ξύπνησε ο πάπας, κάλεσε τον επίσκοπο και τον ρώτησε:
Ποια εΙναι ή πνευματική σου εργασία; Είμαι αμαρτωλός, απάντησε εκείνος. Επειδή δεν φανέρωνε τίποτ' άλλο, ο πάπας του είπε:
Σήμερα εσύ θα λειτουργήσεις. Ο επίσκοπος υπάκουσε.
Όταν λοιπόν παραστάθηκε στο ιερό θυσιαστήριο και συμπλήρωσε την ευχή της προσκομιδής, πριν νά πει την τελική αγιαστική ευχή άρχισε για δεύτερη, για τρίτη και για τέταρτη φορά την άγία αναφορά. Τι συμβαίνει; ρώτησε ο πάπας.
Γιατί άρχισες τέσσερις φορές την ευχή και δεν την ολοκλήρωσες;
Συγχώρεσέ με, απάντησε ο επίσκοπος, αλλά δεν είδα, όπως συνήθως, την επιφοίτηση του Άγίου Πνεύματος. "Αν θέλεις, απομάκρυνε από το θυσιαστήριο το διάκονο πού κρατάει το ριπίδιο, γιατί εγώ δεν τολμώ νά το! το πω.
'Όταν ο διάκονος απομακρύνθηκε, τότε και ο πάπας και ο επίσκοπος είδαν αμέσως την παρουσία του Άγίου Πνεύματος. Άλλά συνέβη και τούτο: το καταπέτασμα, πού βρισκόταν πάνω από το ιερό θυσιαστήριο, σηκώθηκε μόνο του και σκέπασε τον πάπα, τον επίσκοπο και όλους τούς διακόνους μαζί με το άγιο θυσιαστήριο για τρεις ώρες!
Τότε κατάλαβε ο ιερός Αγαπητός πώς ο επίσκοπος ήταν πολύ ενάρετος και πώς είχε συκοφαντηθεί.


Η διόρθωση της παρατυπίας

ΚΑΠΟΙΟΣ γέροντας, καθαρός και άγιος, κάθε φορά πού λειτουργούσε, έβλεπε αγγέλους δεξιά κι αριστερά του.
Αυτός είχε παραλάβει την τάξη της λειτουργίας από τούς αιρετικούς, κι επειδή ήταν άπειρος στα θεία δόγματα,
έλεγε τις ευχές της αναφοράς με απλότητα και ακακία, χωρίς νά ξέρει ότι τις λέει εσφαλμένα.
Κάποτε όμως, από οικονομία Θεού, τον επισκέφθηκε ένας αδελφός πού γνώριζε καλά τα θεία δόγματα.
Ο αδελφός ήταν διάκονος, κι έτυχε νά παρευρεθεί την ώρα πού ο γέροντας λειτουργούσε.
Διαπίστωσε λοιπόν το λάθος και του είπε:
Αυτά πού λες, πάτερ, στη λειτουργία δεν είναι της ορθοδόξου πίστεως.
Ο γέροντας όμως, επειδή έβλεπε την ώρα εκείνη αγγέλους, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια του.
μα ο διάκονος επέμενε νά ελέγχει την κακοδοξία:
Σφάλλεις, καλόγερε. .Η Εκκλησία δεν τα παραδέχεται αυτά.
Τότε ο γέροντας, βλέποντας την επιμονή του διακόνου, ρώτησε σε κάποια λειτουργία τούς αγγέλους πού τον παράστεκαν: Τι είναι αυτά πού μου λέει ο διάκονος;
Καλά σου λέει, απάντησαν εκείνοι, νά τα παραδεχθείς.
και γιατί τόσον καιρό δεν μου το λέγατε εσείς; - Γιατί ο Θεός έτσι οικονόμησε: ο άνθρωπος να διορθώνεται από ανθρώπους.
Από τότε ο γέροντας διορθώθηκε, ευχαριστώντας το Θεό και το διάκονο.


Η δοξολογία της κτίσεως

ΣΤΟ όρος Σινά, στην Αγία Κορυφή, γινόταν κάποτε, την ήμέρα της Πεντηκοστής, ή θεία λειτουργία του άγίου Ιακώβου.
Πολλοί μοναχοί είχαν συγκεντρωθεί για νά τιμήσουν την εορτή.
Την ώρα πού εκφώνησε ο ιερέας «τον επινίκιο ύμνον της μεγαλοπρεπούς σου δόξης λαμπρά. τn φωνή άδοντα, βοώντα, δοξολογούντα, κεκραγότα και λέγοντα», ακούστηκε μια βοή, στην όποία απάντησαν όλα τα βουνά με κάποιον ήχο και μ' άλλη βοή φοβερή το «'Άγιος, 'Άγιος, 'Άγιος Κύριος Σαβαώθ...».
Η βοή αυτή και ο ήχος παρατάθηκαν για μισή ώρα. δεν τ' άκουσαν όμως όλοι, αλλά όσοι είχαν αυτιά κατάλληλα για ν' ακούνε τον ύμνο των αγγέλων.


Ο όσιος Θεόδωρος και ο άγιος Άρτος

ΤΗΝ ήμέρα της μνήμης του άγίου μάρτυρος Άντιόχου, ο όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης (6ος-7ος αΙ) λειτουργούσε στον ομώνυμο ναό.
Την ώρα πού εκφωνούσε «τα αγια τοις άγίοις», σήκωσε, σύμφωνα με την τοπική συνήθεια, το δισκάριο ψηλά, για νά υψώσει τον άγιο" Άρτο. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό:
Ο άγιος Άρτος, σαν νά σκιρτούσε από χαρά, υψωνόταν για πολλή ώρα πάνω από το δισκάριο, κι ύστερα κατέβαινε χτυπώντας πάνω του. 'Όλοι το έβλεπαν και το άκουγαν Με τον τρόπο αυτό ο άγιος Άρτος φανέρωνε πώς ή θυσία του ιερουργού ήταν ευπρόσδεκτη.
Οι πιστοί παρακολουθούσαν το θαύμα φοβισμένοι και κατάπληκτοι, ενώ ο όσιος, πλημμυρισμένος από χαρά και δάκρυα κατανύξεως, δόξαζε το Θεό για την αγαθότητά Του.
Άλλοτε πάλι ο όσιος τελούσε τη θεία λειτουργία στο ναό του άγίου Γεωργίου χρησιμοποιώντας ένα ξερό πρόσφορο.
Κάποιος πιστός από το εκκλησίασμα, ο πατρίκιος Φώτιος, καθώς παρατηρούσε τον άγιο" Άρτο πού προσφερόταν,
πρόσεξε πώς έβγαινε άπ' αυτόν πολλή θερμότητα. "το πρόσφορο θα είναι φαίνεται φρεσκοψημένο", συλλογίστηκε.
'Όταν όμως πλησίασε για νά κοινωνήσει, παραξενεύτηκε, γιατί ή μερίδα πού έλαβε ήταν πολύ ξερή. Μετά την απόλυση ανέφερε όσα είδε στον όσιο και του ζήτησε κάποιον εξήγηση. Το θαύμα αυτό, αποκρίθηκε εκείνος αποκαλύφθηκε σε σένα παιδί μου γιατί είσαι άξιος.
Η χάρη των Δώρων συστέλλεται και ανεβαίνει από μας στους ουρανούς, ώστε, για την αναξιότητα και τις αμαρτίες μας, νά δοκιμαστούμε ατή ζωή μας με πολλές θλίψεις και κινδύνους.
Ας προσευχηθούμε όμως στον οικτίρμονα Θεό νά γίνουν όσα προστάζει με φιλανθρωπία.


Η όσία Αθανασία Αιγίνης

Η ΟΣΙΑ Αθανασία, της όποίας ή μνήμη εορτάζεται στις 18 Απριλίου, γεννήθηκε και ασκήτεψε στην Αίγινα στους χρόνους της ειδωλολατρίας.
Για τη μεγάλη της αρετή αναδείχθηκε ηγουμένη μιας ομάδας μοναζουσών, πού ως φροντιστή και πνευματικό οδηγό είχε τον πρεσβύτερο Ματθία, ηγούμενο μιας ασκητικής συνοδείας.
Ο φιλόθεος αυτός άνδρας δοκίμαζε τόση κατάνυξη όταν τελούσε τη θεία λειτουργία, ώστε αυτοί πού τον έβλεπαν αποκόμιζαν μεγάλη ωφελεία.
Ο Ματθίας έτρεφε πολύ μεγάλη αγάπη στον απόστολο και ευαγγελιστή 'Ιωάννη.
Κάποια χρονιά, στη μνήμη τού άγίου, κι ενώ ετοιμαζόταν νά τελέσει την αναίμακτη λατρεία, γέμισε από άφατη κατάνυξη.
Άραγε, ρώτησε κάποιον δίπλα του, υπάρχει σήμερα άνθρωπος πού είναι άξιος νά πάει στην "Έφεσο και νά δει τον απόστολο Ιωάννη;
Η λειτουργία άρχισε. και ο μακάριος Ματθίας, για την πίστη και την αγάπη του στον άγιο, αξιώθηκε νά τον βλέπει παρόντα ατό άγιο θυσιαστήριο από την αρχή μέχρι το τέλος της θείας μυσταγωγίας.
Και δεν τον είδε μόνο αυτός τον είδαν κι άλλοι δύο πού ήταν κοντά του στη διάρκεια του μυστηρίου για τρεις μέρες ένιωθε τέτοια κατάνυξη, ώστε δεν μπορούσε νά δοκιμάσει υλική τροφή.
'Αντάξια μαθήτρια ενός τέτοιου πνευματικού διδασκάλου υπήρξε ή όσία . Αθανασία. την άγία της βιωτή επισφράγισε μ' έναν οσιακό θάνατο.
Κι όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες από την εκδημία της, συνέβη το έξης θαυμαστό:
Ενώ ή θεία λειτουργία είχε αρχίσει, ο Κύριος άνοιξε τα μάτια της ψυχής στις δύο κορυφαίες του χορού των μοναζουσών, και τι νά δουν! στο κέντρο του ναού δύο φοβεροί άνδρες με αστραφτερή στολή είχαν ανάμεσά τους την Αθανασία.
Αμέσως έβγαλαν μια πορφύρα στολισμένη με πετράδια και μαργαριτάρια, και την έντυσαν σαν βασίλισσα.
Ύστερα στόλισαν το κεφάλι της με στεφάνι πού είχε μπρος και πίσω σταυρούς, κι αφού της έδωσαν ατό χέρι Μια ράβδο κοσμημένη με πολύτιμα πετράδια, την οδήγησαν στο άγιο θυσιαστήριο.
Την ίδια ώρα ή λάρνακα, πού περιείχε το λείψανο της όσίας, άρχισε νά τρίζει. Κι Αυτός ο τριγμός συνεχίστηκε, μέχρι πού συμπληρώθηκε ολόκληρος χρόνος


«Ως φλοξ πυρός»

Ο ΟΣΙΟΣ Σέργιος του Ραντονέζ (1392) είναι ο ιδρυτής της περίφημης Λαύρας της Αγίας Τριάδος, ατό Ζαγκόρσκ της Μόσχας, κι ένας από τούς πιο αγαπημένους άγίους του ρωσικού λαού.
Κάθε φορά πού λειτουργούσε, τον αξίωνε ο Θεός νά έχει συλλειτουργό έναν άγγελο.
Κάποτε ο π. Συμεών, πού υπηρετούσε σαν εκκλησιαστικός_ είδε μια φλόγα νά βγαίνει από την άγία τράπεζα και νά περιβάλλει τον όσιο τον είδε ολόκληρο λουσμένο σ' αυτό το υπερκόσμιο Φως.
Όταν ο όσιος ετοιμάστηκε νά μεταλάβει, ή φλόγα υψώθηκε, μαζεύτηκε σαν ένα πέπλο και βυθίστηκε ατό άγιο ποτήριο.
Αφού κοινώνησε, απομακρύνθηκε από την άγία τράπεζα και ρώτησε τον κατάπληκτο μοναχό:
Γιατί, παιδί μου, φαίνεσαι τόσο ταραγμένος; - αξιώθηκα, γέροντα, νά δω τη χάρη του Αγίου Πνεύματος νά σε περιβάλλει!...
Τότε ο όσιος του είπε επιτακτικά:. Όσο ζώ, νά μη φανερώσεις σε κανέναν αυτό πού είδες!


Η μεταστροφή ενός άπίστου

ΑΝΑΜΕΣΑ στους άγίους μάρτυρες της Εκκλησίας μας συγκαταλέγεται και ο νεομάρτυρας Αχμέτ (17ος αΙ-). ήταν Τούρκος και καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη.
Στο σπίτι του είχε δούλες δύο αιχμάλωτες Ρωσίδες.
Μια νέα και μίαν ηλικιωμένη. και οι δύο ήταν ευσεβείς. Ή τελευταία συνήθιζε νά πηγαίνει στην εκκλησία σε κάθε γιορτή.
Εκεί έπαιρνε αντίδωρα και αγιασμό, κι έφερνε απ' αυτά και στη νέα.
'Αλλά κάθε φορά πού γινόταν αυτό, ο Αχμέτ ένιωθε να βγαίνει από το στόμα της κοπέλας μια υπέροχη ευωδία.
τι είναι αυτό πού τρως, κι ευωδιάζει το στόμα σου; τη ρωτούσε.
Τίποτα ιδιαίτερο, απαντούσε εκείνη. Δεν μπορεί. Κάτι συμβαίνει, επέμενε ο Τούρκος.
Νά τι συμβαίνει, διευκρίνισε ή νέα.
Συνηθίζω νά τρώω ευλογημένο άρτο, πού μου φέρνει ή γερόντισσα από την εκκλησία των χριστιανών.
Τότε ο Αχμέτ θέλησε από περιέργεια νά δει πώς λειτουργούν οι χριστιανοί στις εκκλησίες τους.
Ντύθηκε λοιπόν σαν χριστιανός και πήγε στην εκκλησία του Πατριαρχείου, όπου παρακολούθησε τη θεία λειτουργία.
Στη διάρκειά της ο Δεσπότης Χριστός επέτρεψε και δεύτερο θαύμα:
Την ώρα πού βάδιζε ο ιερέας προς την ωραία πύλη, τον είδε ο 'Αχμέτ υψωμένο στον αέρα και ολόφωτο.
Φωτεινές ακτίνες έπεφταν από το σώμα του και φώτιζαν τα κεφάλια των χριστιανών.
Δεν φώτιζαν όμως το κεφάλι του 'Αχμέτ. Συγκλονίστηκε με Όσα είδε ο αλλόθρησκος.
Τα μάτια της ψυχής του άνοιξαν και πίστεψε χωρίς δισταγμό στον αληθινό Θεό. Ζήτησε από τον ιερέα να τον βαπτίσει. και αργότερα, στις 3 Μαΐου 1682, ομολόγησε την πίστη του σε μια συνάθροιση μεγιστάνων, όπότε αξιώθηκε νά λάβει και το βάπτισμα του μαρτυρίου.


Ο ολόφωτος λειτουργός

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ άγιος Ιάκωβος ο αγιορείτης (lη Νοεμ6ρίου) διηγήθηκε κάποτε στο μαθητή του Μαρκιανό όσα θαυμαστά είδε στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας:
Καθώς φορούσε ο ιερέας την ιερατική του στολή, έφεξε μπροστά του το φως των αγγέλων, ‘όπως φέγγει ο ήλιος την αυγή, πριν ανατείλει. όταν άρχισε νά προσκομίζει, τέσσερα αγγελικά τάγματα πήγαν και στάθηκαν στα τέσσερα σημεία του ναού.
Τελειώνοντας την προσκομιδή, σκέπασε με τα ιερά καλύμματα τα τίμια Δώρα, πού συνάμα καλύφθηκαν από μια λάμψη.
Την ώρα της μεγάλης εισόδου, όταν βγήκαν τα Αγια, προπορευόταν ένα φως, πού σκέπαζε το λαό. το ίδιο φως περικύκλωσε αργότερα την άγία τράπεζα, όταν τοποθετήθηκε το δισκοπότηρο πάνω σ' αυτήν. 'Έξω από τον φωτεινό αυτό κύκλο στέκονταν οι άγγελοι ευλαβικά, χωρίς να τολμούν νά πλησιάσουν. το φως δεν έφυγε από τον ιερέα σ` όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. .
Από το στόμα του έβγαινε αόρατη φλόγα, όταν εκφωνούσε τις ευχές και διάβαζε το Ευαγγέλιο.
Επίσης, όταν ύψωνε τα χέρια του, από τα δάχτυλά του ξεχυνόταν φως.
Μετά τον καθαγιασμό, είδα τον Κύριο, ως βρέφος καθισμένο ατό δισκάριο μέσα σε φωτεινή δόξα. 'Ο ιερέας τον μέλισε σε τέσσερα μέρη, και το τίμιο Αίμα Του χύθηκε στο άγιο ποτήριο, από το όποίο μετάλαβε ο λειτουργός.
Όταν τελείωσε ή μυσταγωγία, είδα πάλι το θείο Βρέφος ακέραιο ν' ανεβαίνει με δόξα και τιμή στον ουρανό, συνοδευόμενο από τούς άγίους αγγέλους".


Ό Κύριος «εν δόξη»

Ο ΟΣΙΟΣ Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833), ο τόσο προσφιλής αυτός άγιος των 'Ορθοδόξων, ενισχυόταν στους αγώνες
του από τη θεία πρόνοια με πνευματικά οράματα, πού παρηγορούσαν την ψυχή του.
Σαν διάκονος έβλεπε κατά καιρούς στις ακολουθίες τούς άγίους αγγέλους νά ψάλλουν και να διακονούν μαζί με τούς μοναχούς.
Κάποτε, διηγείται ο ίδιος, λειτουργούσα τη Μεγάλη Πέμπτη.
Μετά τη μικρή είσοδο και τα αναγνώσματα, είπα, ο ταπεινός, πλάι ατό άγιο θυσιαστήριο την εκφώνηση: «Κύριε, σώσον τούς ευσεβείς και επάκουσον ημών».
Ύστερα βγήκα στην ωραία πύλη και, υψώνοντας το οράριο προς το εκκλησίασμα, συμπλήρωσα την ευχή του Τρισάγιου ύμνου: «και εις τους αιώνας των αιώνων».
Τη στιγμή εκείνη έλαμψε μπροστά μου ένα φως.
Κοιτάζω προς τα εκεί, και βλέπω τον Κύριό μας 'Ιησού Χριστό, με τη μορφή του γιου του ανθρώπου ν' αστράφτει πιο πολύ κι απ' τον ήλιο μέσα σε άπλετο φως.
Τον τριγύριζαν σαν σμήνος από μέλισσες οι ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, αρχαγγέλων, χερουβείμ και σεραφείμ.
Είχε μπει από τη δυτική πύλη, και βαδίζοντας ανάερα στάθηκε απέναντι από τον άμβωνα.
Υψώνοντας μάλιστα το χέρι Του Ευλόγησε τούς λειτουργούς και τούς προσευχομένους.
Τέλος, μπήκε στη θέση πού βρίσκεται ή εικόνα Του, πλάι στην ωραία πύλη.
Η καρδιά μου σκίρτησε από αγαλλίαση, από γλυκύτατη αγάπη για τον Κύριο".
Αξιοσημείωτο είναι ότι το όραμα σύνεση την ώρα της εισόδου των ιερέων στο άγιο βήμα, πού συμβολίζει την είσοδό τους στον ίδιο τον ουρανό.
«Ποίησον, Κύριε», δέεται χαμηλόφωνα τη στιγμή εκείνη ο ιερέας, «συν τη είσόδω ημών είσοδον άγίων αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σήν αγαθότητα». Έξάλλου, μετά την είσοδο ψάλετε και ο αγγελικός ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησαν ημάς».
Το όραμα αυτό φανερώνει πώς οι ουράνιες δυνάμεις συλλειτουργούν αόρατα μαζί μας.
Γι' αυτό κάθε πιστός ας γνωρίζει ότι προσεύχεται ανάμεσα στους αγγέλους, σαν νά βρίσκεται στον ουρανό.


Ο παράξενος λειτουργός

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ Θεόφιλος (1788-1853), ένας δια Χριστόν σαλός ιερομόναχος του ρωσικού βορρά, πού ασκήθηκε σε διάφορα μοναστήρια και ερημητήρια του Κιέβου, δεν έπαυε, ακόμα και όταν λειτουργούσε, νά σκανδαλίζει τούς άλλους αδελφούς με την παράξενη συμπεριφορά του.
Ό τότε μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος, ενοχλημένος απ' όλ' αυτά, κάλεσε τούς συμβούλους του, για νά εξετάσει μαζί τους την περίπτωση του ιερομόναχου. Σύντομα όμως έριξε φως στην υπόθεση ένας αδελφός, στον όποίο ο στάρετς είχε δώσει εξηγήσεις για την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του στη διάρκεια των ιερών ακολουθιών:
Ο Θεός, του είχε πει εμπιστευτικά, βλέπει την απλότητά μου.
Λειτουργώ σύμφωνα με τη σωστή τάξη, διαβάζω όλες τις απαιτούμενες ευχές και τιμώ τον προεξάρχοντα ως ανώτερό μου.
Όσο όμως βυθίζομαι στη θεωρία της τελέσεως του μυστηρίου, ξεχνώ τον εαυτό μου και ότι ειναι γύρω μου.
στη διάρκεια της θείας λειτουργίας βλέπω μια σταυρόσχημη ακτίνα νά κατεβαίνει από ψηλά και νά αιωρείται πάνω από τούς λειτουργούς.
Βλέπω επίσης κάποια δροσιά νά κατεβαίνει στα τίμια Δώρα, και λαμπρούς αγγέλους νά πετάνε πάνω από την άγία τράπεζα ψάλλοντας: « άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ' πλήρης ο ουρανός και ή γη της δόξης σου». Τότε όλη μου ή ύπαρξη αρπάζεται ανέκφραστα, και μου είναι αδύνατον νά τραβήξω την προσοχή μου από το πάντερπνο όραμα.
Αδελφέ, δεν σου λέω δικαιολογίες, άλλά την καθαρή αλήθεια. σε παρακαλώ όμως νά μη φανερώσεις όσα σου είπα, για νά μη σκανδαλιστούν οι άλλοι από μένα, τον βρωμερό αμαρτωλό".


Ή άγία τράπεζα στις φλόγες

ΤΟΝ περασμένο αιώνα στη Μικρασία έζησε ένας άγιος άλλ' αφανής λευίτης, ο π. 'Ιωάννης. Ήταν έγγαμος, οικογενειάρχης, από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας.
Τις καθημερινές εργαζόταν ατά χωράφια, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία.
Στη θεία λειτουργία σχεδόν πάντοτε ξεσπούσε σε δάκρυα και αναστεναγμούς.
Την ώρα μάλιστα τού καθαγιασμού ή κατάνυξή του κορυφωνόταν. οι ψάλτες έψαλλαν το «σε υμνούμε...» όσο πιο αργά μπορούσαν, άλλά εκείνος καθυστερούσε πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά η και περισσότερο. 'Έτσι κι εκείνοι επαναλάμβαναν τον ύμνο μέχρι πέντε ή έξι φορές.
Τελικά, πλησίασαν κάποτε τούς επιτρόπους και τούς είπαν το πρόβλημά τους. 'Εκείνοι με τη σειρά τους το διαβίβασαν στο λειτουργό.
Πάτερ 'Ιωάννη, συχνά καθυστερείς την ώρα τού καθαγιασμού. Οι ψάλτες και ο λαός έξω σε περιμένουν πολλή ώρα. δεν μπορείς νά λες πιο σύντομα την ευχή, για νά μη γίνεται χασμωδία;
-Πώς θα γίνει αυτό;
Ειναι εύκολο. Εκεί πού είσαι πεσμένος μπρούμυτα, νά σηκώνεσαι, νά σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, νά λες την ευχή και νά τελειώνεις. την ευχή τη γνωρίζω, ειναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ. Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσέ μας,
αλλά δεν είναι δύσκολο!
Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. 'Ιωάννης. Μόλις αρχίσω νά διαβάζω την ευχή, ή άγία τράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά πού φτάνει τα δύο-τρία μέτρα ύψος.
'Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω για νά σφραγίσω τα τίμια Δώρα. με πιάνει φόβος και τρόμος. δεν ξέρω τι νά κάνω.
Πέφτω τότε στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο νά παραμερίσει τις φλόγες για νά συνεχίσω.
Ύστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.
Αν. όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι νά σβήσει ή φωτιά η νά βρεθεί άλλος τρόπος
πού θα μου επιτρέψει νά μην καώ.
Πότε-πότε σβήνει ή φωτιά και γίνονται όλα όπως πριν ο
'Άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, όπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα. ,
'Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά. Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε. Γι' αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες
για νά φτάσουν. Μερικές φορές έρχονταν ατή λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν
στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!



«Προσφέρων και Προσφερόμενος»

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ησυχαστής, συγγραφέας του βιβλίου «Νηπτική θεωρία», διηγείται την ακόλουθη θαυμαστή εμπειρία του:
Ενώ λειτουργούσα μαζί με το γέροντά μου, είδα σε όραμα τον Κύριο 'Ιησού Χριστό.
Φορούσε αρχιερατική στολή και ιερουργούσε σύμφωνα με την τάξη της 'Εκκλησίας.
Παραδόξως όμως, αυτός ήταν και «ο Προσφέρων και ο προσφερόμενος». στη λειτουργία συμμετείχαν και μερικοί από τη συνοδεία του γέροντά μου.
Δύο απ' αυτούς είχαν τα πρόσωπα ολόλαμπρα από τη θεία χάρη, σαν πρόσωπα αγγέλων. Το σχήμα, το πολυσταύρι και ο σταυρός πού κρατούσαν, άστραφταν πιο δυνατά κι από την αστραπή!
Λειτουργούσε μαζί μας κι ένας διάκονος. την ώρα πού ο διάκονος μνημόνευε τα ονόματα των χριστιανών, έσκυψε σπλαχνικά προς το μέρος του ο Χριστός και είπε: ", Ας είναι κι αυτοί μαζί μου στη βασιλεία μου'.
"Βλέποντας μπροστά μου τον γλυκύτατο 'Ιησού, έκλαιγα από χαρά και θαύμαζα, γιατί αξιώθηκα ν' απολαύσω τη θέα Του.
Κι όταν τον ασπάσθηκα ατό πανάχραντο στήθος Του, ένιωσα νά λειώνω σαν κερί από την πολλή κατάνυξη και τα δάκρυα.
Πήρα τότε θάρρος και του είπα κλαίγοντας: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Κι αμέσως ακούω τον 'Ιησού με τη μελίρρυτη γλώσσα Του νά μου λέει: '" Ας γίνει όπως είπες'.
Ύστερα συνήλθα από το όραμα. Εκείνη όμως τη μέρα, κάθε φορά πού το θυμόμουν, ή καρδιά μου πλημμύριζε από κατάνυξη".



Ένας σύγχρονος λειτουργός άγιος.

ΑΓΙΟΣ Νικόλαος ο Πλανάς (1932), ένας άγιος των ήμερων μας, λειτουργούσε καθημερινά, χωρίς διακοπή, σε διάστημα μισού αιώνα. στο διάστημα αυτό τύχαινε κάποτε νά μην έχει πρόσφορο.
Πάντοτε όμως εξοικονομούσε είτε από τούς πιστούς είτε από τούς γύρω φούρνους.
Κάποια μέρα είχε προχωρήσει ο όρθρος αρκετά, αλλά πρόσφορο δεν φαινόταν πουθενά.
Έστειλε νά ψάξουν στους φούρνους και στις νοικοκυρές πού πάντα είχαν.
Κοίταξε και ατά ντουλάπια του ιερού, μήπως είχε αφήσει άλλος ιερέας.
Μα κανένα αποτέλεσμα. Στενοχωρήθηκε μέχρι δακρύων.
Κάποια στιγμή τον βλέπουν νά βγαίνει στην ωραία πύλη κρατώντας ένα πρόσφορο φρέσκο-φρέσκο. το είχε βρει πάνω στην άγία τράπεζα!
Κοιτάξτε, παιδιά μου, τι σημείο μου έκανε ο Θεός, είπε συγκινημένος και χαρούμενος.
'Όλα τα θαύματα, σημεία τα έλεγε. τα θεωρούσε φυσικά, γιατί είχε μεγάλη πίστη.
Στα συναξάρια συναντάμε ασκητές πού τούς υπηρετούσε άγγελος Κυρίου. Πολύ φυσικό λοιπόν νά υπηρετούσε άγγελος Κυρίου και τον παπα-Νικόλα, τον «εντός του κόσμου διαβιούντα αληθινό ασκητή».
Αρκετοί ενορίτες του, κυρίως μικρά παιδιά, τον έβλεπαν όταν λειτουργούσε κυριολεκτικά μεταρσιωμένο.
H φήμη τού παπα-Νικόλα, διηγείται σεβαστή γυναίκα, είχε απλωθεί σ' όλη την Αθήνα.
Κάποτε, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκίνησα με τα εγγονάκια μου για νά κοινωνήσω από τ' αγιασμένα χέρια του.
Τότε στη Βουλιαγμένη ήταν ακόμα ερημιά.
Είκοσι χαμόσπιτα σκόρπια εδώ κι εκεί και τριγύρω χωράφια. στη θέση της σημερινής εκκλησίας υπήρχε ένα παλιό βυζαντινό εκκλησάκι, μικρό σαν κουβούκλιο, χαμηλό και μισοσκότεινο.
είχαν έρθει και άλλες οικογένειες με τα παιδάκια τους. Κάποια στιγμή πού ο παπα-Νικόλας εμφανίστηκε στην ωραία πύλη κρατώντας το άγιο ποτήριο, το εγγονάκι μου φώναξε:
Γιαγιά, ο παπάς περπατάει στον αέρα! Πάψε, τού λέω, ενώ συγχρόνως σταυροκοπήθηκα. Πώς περπατάει στον αέρα;- τον βλέπω κι εγώ, φώναξε άλλο παιδάκι. Δεν πατάει κάτω.
Στο «Μετα φόβου...» πλησιάσαμε όλες οι' γυναίκες και τα παιδάκια νά κοινωνήσουμε.
Ό παπα-Νικόλας δεν είχε ακούσει τίποτε, αλλά, κι αν είχε ακούσει, δεν έδωσε καθόλου προσοχή.
Από τότε ερχόμουν πάντοτε εδώ και κοινωνούσα. και κάθε φορά ήταν αδύνατον νά μην ακούσω παιδάκια νά φωνάζουν:
Ό παπάς περπατάει στον αέρα!"
Το 1920, ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο όσιος λειτουργούσε στον άγιο 'Ιωάννη Βουλιαγμένης.
'Όταν βγήκε νά κοινωνήσει τούς πιστούς, πλησίασε και μια γυναίκα με το μωρό της.
Αφού κοινώνησε το μικρό, το έδωσε σε Μια κοπέλα, την 'Ιουλία, νά το κρατάει.
Ή 'Ιουλία, καθώς το κρατούσε, γύρισε και κοίταξε τον Ιερέα. Τότε παρά λίγο νά της πέσει το παιδί από τα χέρια.
Πρόσεξε! τι έπαθες; της φωνάζει ή γυναίκα. - Βλέπω τον παπά νά στέκεται πάνω σ' ένα σύννεφο, απάντησε εκείνη εκστατική.
Άλλοτε πάλι, ενώ λειτουργούσε ο όσιος στον προφήτη Ελισαίο, έγινε και τούτο:
'Ένα οκτάχρονο παιδάκι βγαίνει κάτωχρο από το Ιερό και λέει στη μητέρα του:
Μαμά, ο παπα-Νικόλας εΙναι τόσο ψηλά από τη γη! και της έδειξε μισό πήχη με το χεράκι του.


Λειτουργικά βιώματα

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ 'Ιωακείμ Σπετσιέρης (1858-1943) διηγείται τις ακόλουθες εμπειρίες του από την περίοδο της παραμονής του στη μονή του άγίου Σάββα, στα .Ιεροσόλυμα:
Την τέταρτη Κυριακή της μεγάλης σαρακοστής του 1888 λειτουργούσε ατό καθολικό ο ιερομόναχος Γερμανός.
Ήταν τύπος αληθινού μοναχού, απλός, άκακος, απονήρευτος, μειλίχιος και ταπεινός.
Μετά τη μεγάλη είσοδο, όταν βγήκε ατή ωραία πύλη για νά ευλογήσει το εκκλησίασμα, μου φάνηκε
το πρόσωπό του σαν μια πύρινη Φλόγα.
Τι έπαθε ο παπα-Γερμανός; ρώτησα τον π. Κύριλλο, νομίζοντας ότι κάτι δυσάρεστο του συνέβη.
Σώπα, μου λέει, μεταρσιώθηκε από τη θεία χάρη.
Πνευματικά δεν ζει πλέον στον κόσμο, βρίσκεται στον ουρανό. δεν βλέπεις πού κινείται μηχανικά σαν νά είναι αφηρημένος; Αυτό
συμβαίνει κάθε φορά πού λειτουργεί.
Όταν έγινα ιερέας, Μια μέρα ρώτησα τον παπα-Γερμανό:
Πάτερ Γερμανέ, έχω διαβάσει ότι παλαιότερα πολλοί ιερείς, όταν έκαναν τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα τίμια Δώρα, δεν πατούσαν ατή γη. Υπάρχουν τέτοιοι ιερείς σήμερα; Μην αμφιβάλλεις, μου είπε, μήπως συμβεί και Σε σένα κάτι τέτοιο!
Πραγματικά, την επόμενη Κυριακή ήμουν εφημέριος.
'Όταν λοιπόν βγήκα για τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα 'Άγια, σήκωνα τα πόδια μου, γιατί δεν εύρισκα στερεό έδαφος νά πατήσω. Αργότερα με επισκέφθηκε στο κελί μου ο παπα-Γερμανός και με ρώτησε:
Γιατί σήμερα, την ώρα της μεγάλης εισόδου, σήκωνες τα πόδια σου; δεν ξέρω τι έπαθα, δεν εύρισκα στερεό έδαφος νά πατήσω.
Ακριβώς. Βρισκόσουν στον αέρα, γιατί σε κρατούσαν θείοι Άγγελοι. Πίστευε λοιπόν και μη έρεύνα, γιατί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας είναι μεγάλο.
Μόνο στη μεγάλη είσοδο κρατούν το λειτουργό οι θείοι Άγγελοι στον αέρα;
Ναι, γιατί τότε φέρει επάνω του τα τίμια Δώρα.
'Όταν τα αποθέσει, τότε ή χάρη ενεργεί στο πνεύμα του, πού το μεταρσιώνει στον φωτεινό και ουράνιο κόσμο.


Παράδοξο σημείο

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ μας άγιος Σάββας (1862-1948), προστάτης και πολιούχος της Καλύμνου, τελούσε τη θεία λειτουργία με τέλεια προσήλωση στο μυστήριο.
Πολλές φορές συλλειτουργούσε και συνομιλούσε με άγίους, κάποτε μάλιστα με τούς τρεις Ιεράρχες, ενώ συγχρόνως τον περιέβαλλαν χοροί αγγέλων.
Την ώρα της θείας μεταλήψεως, όπως είχαν παρατηρήσει συλλειτουργοί του ή και άλλοι πιστοί, φούσκωνε και ξεχείλιζε το άγιο ποτήριο, χωρίς όμως νά χύνεται ή θεία Κοινωνία.
Η Νίκη Κουτελαίνα, αργότερα μοναχή Σαλώμη, είδε κάποτε τον όσιο στην προσκομιδή πολύ υψωμένο, ενώ τριγύρω παραστέκονταν αγγελικά τάγματα. Παρατήρησε μάλιστα κι αύτή ότι το άγιο ποτήριο φούσκωνε.
Φοβήθηκε ή γυναίκα, αλλά δεν μίλησε. 'Αργότερα φανέρωσε στον άγιο Σάββα αυτά πού είδε. 'Εκείνος όμως της είπε:
Ω, παιδί μου, μη προς Θεού! μην τα πεις πουθενά!


Χαρισματικές καταστάσεις

ΑΠΩ το 1931 ο μακαριστός ηγούμενος της αγιορείτικης μονής ΣΙΜΩΝΟΣ Πέτρας, ΑΡΧΙΜ. Ιερώνυμος (1871-1957), υπηρετούσε ως πνευματικός σ' ένα μετόχι της μόνης, στην 'Ανάληψη της 'Αθήνας.
Ήταν αυτό οικονομία Θεού, για νά λάμψει και στην πρωτεύουσα ή αγιότητα του μακαριστού γέροντα και νά οδηγηθούν έτσι πολλές ψυχές στη σωτηρία.
Ως λειτουργό τον χαρακτήριζε απερίσπαστη αφοσίωση ατό μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Όταν ιερουργούσε, φαινόταν εξαϋλωμένος.
'Από τούς πιστούς πού συνέρεαν στις ιερές του μυσταγωγίες, πολλά παιδιά τον έβλεπαν υπερυψωμένο από το έδαφος και φώναζαν
Ο παππούλης πετάει! Κοιτάξτε, ο γέροντας δεν πατάει στη γη!
Μία μοναχή επίσης τον είδε, καθώς έβγαινε για τη μεγάλη είσοδο, νά μην κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της βορινής πύλης του ιερού, αλλά νά βαδίζει στον αέρα.
Άλλη μοναχή αναφέρει ότι πολλές φορές, σε ώρα θείας λειτουργίας, έβλεπαν το γέροντα μπροστά στην άγία τράπεζα μία σπιθαμή υψωμένο από το έδαφος.
Η μικρή Βενετία, πού αργότερα έγινε μοναχή, όταν ήταν πέντε περίπου ετών τον είδε σε μία λειτουργία του με τα αθώα μάτια της νά βρίσκεται μαζί με τούς αγγέλους γύρω από το άγιο θυσιαστήριο. τις ήμέρες εκείνες ή όψη του γέροντα ήταν αλλοιωμένη, και για μεγάλο διάστημα ή μικρή δεν έμπαινε στο ναό, αλλά κοίταζε με δέος από την εξώπορτα.
Κάποια χειμωνιάτικη νύχτα, πού ή βροχή έπεφτε ραγδαία, ειδοποίησαν το γέροντα νά πάει νά κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Έφυγε αμέσως για το σπίτι του ασθενούς κρατώντας τα άχραντα Μυστήρια. Το θαυμαστό είναι ότι στο δρόμο δεν βράχηκε καθόλου!



Συλλειτουργός άγίων

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ Γεώργιος ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ (1901-1959), Πόντιος στην καταγωγή, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Δράμας το 1930, όπου ανέπτυξε ως ιερομόναχος και εξομολόγος μεγάλη πνευματική δραστηριότητα.
Ως λειτουργός ζούσε υπερφυσικές καταστάσεις, πού ήταν απόρροια της οσιακή του βιωτής.
Δυναμώστε την πίστη σας", συμβούλευε τα πνευματικά του παιδιά,
και προσπαθήστε νά προσηλώνεστε στα τελούμενα κατά τη θεία λειτουργία, ώστε ν' αξιώνεστε νά βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού, το Άγιο Πνεύμα νά κατεβαίνει στην άγία τράπεζα...".
Όταν θα λειτουργούσε, σηκωνόταν γύρω στα μεσάνυχτα για νά προσευχηθεί και νά ετοιμαστεί για το μέγα μυστήριο.
Ήταν ακούραστος και ιεροπρεπής. δεν βιαζόταν, και στεκόταν μπροστά στην άγία τράπεζα σαν αναμμένη λαμπάδα.
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην άγία πρόθεση, μία χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές νά επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα.
Ήταν οι δαίμονες, πού θορυβούσαν για νά σταματήσει ή μνημόνευση στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα.
Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τούς συγγενείς τους για τα προβλήματά τους η για τον τρόπο πού πέθαναν, ώστε νά τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες.
Σε μίαν αγρυπνία, στο ναό του άγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη, πνευματικά του παιδιά είδαν τον γέροντα Γεώργιο, αν και ήταν απών να συλλειτουργεί με τον εφημέριο του ναού.
Θαύμασαν οι πιστοί για τη μυστική παρουσία του, με την όποία ήθελε να τούς ενισχύσει στον κόπο της αγρυπνίας.
Ο πατήρ Γεώργιος επικοινωνούσε με τον αόρατο πνευματικό κόσμο.
Η επαφή του αυτή με τούς άγίους ήταν εντονότερη την ώρα της θείας λατρείας.
Συχνά συλλειτουργούσε με άγίους. "Σπάνια λειτουργώ μόνος", έλεγε με απλότητα.
Σήμερα είχαμε τον τάδε άγιο συλλειτουργούντα.
Σε μια λειτουργία όλο το εκκλησίασμα άκουσε έναν δυνατό θόρυβο στο άγιο βήμα. στη συνέχεια είδαν το πρόσωπο του γέροντα αλλοιωμένο και φωτεινό.
Είχαμε ουράνιους επισκέπτες", εξήγησε αργότερα. "τον άγιο Μηνά, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Νικόλαο...".
Άλλη φορά, στο τέλος της θείας μυσταγωγίας, είπε συγκινημένος: "Είχαμε μουσαφιρέους, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο 'Ιωάννη. αυστηρός μουσαφίρης ο τίμιος Πρόδρομος". Κάθε φορά πού θύμιαζε την εικόνα του, έτρεμε το χέρι του.
Όταν συλλειτουργούσε με άγίους, στην απόλυση συνήθιζε νά τούς μνημονεύει, και τότε ή συγκίνηση και η χαρά του ήταν απερίγραπτες.
την παραμονή του ελληνοιταλικού πολέμου έκλαιγε συνεχώς
Τι έχεις γέροντα και κλαις; τον ρωτούσαν. - 'Έμεινα ορφανός, απαντούσε εκείνος.
Έφυγε ή Παναγία με τον άγιο Γεώργιο στο μέτωπο.
Ευλαβείς χριστιανοί τον έβλεπαν την ώρα της θείας λειτουργίας νά μην πατάει στη γη.
'Έτσι, σε μία νυχτερινή λειτουργία, την ώρα πού διάβαζε το Ευαγγέλιο, τον είδαν νά είναι υψωμένος από το έδαφος. σε άλλη θεία λειτουργία, την ώρα της μεγάλης εισόδου, τον είδαν πάλι νά βαδίζει στον αέρα, να σταματάει στο κέντρο του ναού μία σπιθαμή ψηλότερα από το δάπεδο και τέλος, μπαίνοντας στο άγιο βήμα, v ακουμπάει στο έδαφος.
Κάποτε ένας επισκέπτης, αυτόπτης μάρτυρας παρόμοιων γεγονότων, τα διηγήθηκε στους άλλους πιστούς. τον κάλεσε τότε ο γέροντας, του έδωσε ένα χαστούκι(!) και του είπε αυστηρά:
Ότι βλέπεις δεν θα το λες σε άλλον! Μία γυναίκα, μετά από κάποια μυσταγωγία, του είπε.
σε είδα, γέροντα, νά λάμπεις δυνατά.
Κι εκείνος ταπεινά αποκρίθηκε: Είμαι άξιος εγώ νά λάμπω; 'Ο Χριστός είναι άξιος. 'Ίσως ή δική του λάμψη νά έπεφτε πάνω μου...



Ο ουράνιος διάκος

Ο ΠΑΤΗΡ Αθανάσιος Χαμακιώτης (1967), ο σεμνός λευίτης της «Νεραντζιώτισσας» Αμαρουσίου, λειτουργούσε κάποια μέρα στο παρεκκλήσι της Παναγίας μία γυναίκα από το εκκλησίασμα, ή Ε.Μ., πού στεκόταν μπροστά στο ιερό βλέπει έναν ξανθό διάκονο με λευκή στολή νά υπηρετεί τον π. 'Αθανάσιο μπροστά στην άγία τράπεζα.
Μάλιστα στεκόταν πάντα στα δεξιά του στη διάρκεια της θείας λειτουργίας δεν βγήκε καθόλου από το άγιο βήμα.
Σκέφτηκε ή γυναίκα πώς θα ήταν νεοχειροτονημένος, και του μάθαινε ο ιερέας τη λειτουργική τάξη.
Ή λειτουργία τελείωσε και ο κόσμος έφυγε. Εκείνη όμως παρέμεινε για νά ικανοποιήσει την περιέργειά της, νά δει
Ποίος ήταν ο διάκονος. ο π. ' Αθανάσιος κατέλυσε κι έφυγε, αλλά ο διάκονος δεν έβγαινε από το ιερό.
Τότε ή γυναίκα άνοιξε το παραπέτασμα. Μα δεν είδε κανέναν. Ο διάκονος είχε εξαφανιστεί. και άλλη έξοδος δεν υπήρχε!
Όταν αργότερα διηγήθηκε στον π. Αθανάσιο το περιστατικό, εκείνος με απλότητα της είπε:
Αυτά, παιδί μου, συμβαίνουν, αλλά μη λες πουθενά τίποτα".



Θαυμαστή θεοπτία

Ο ΠΑΠΑ-ΤΥΧΩΝ, ο γνωστός Ρώσος αγιορείτης ησυχαστής της Καψάλας (1968), όταν λειτουργούσε, έλεγε στον ψάλτη νά στέκεται έξω από το εκκλησάκι, στον μικρό διάδρομο, κι από κεί να εκφωνεί το «Κύριε ελέησον».
'Ήθελε να είναι τελείως μόνος και νά κινείται άνετα στην προσευχή του.
Την ώρα του χερουβικού, ο παπα- Τύχων μεταφερόταν σε ουράνιους κόσμους, και παρέμενε εκεί για είκοσι εως τριάντα λεπτά:
Ο ψάλτης έπρεπε νά επαναλάβει τον ύμνο πολλές φορές μέχρι τη μεγάλη είσοδο.
Τι έβλεπες και Τι άκουγες, γέροντα, τη μισή εκείνη ώρα; τον ρωτούσε μετά την λειτουργία. και ο γέροντας απαντούσε με τα χαριτωμένα. σπασμένα ελληνικά του: .
Χερουβείμ-Σεραφείμ δοξολογούσε Θεό. 'Εγώ πετάω, Πα, πά, πά! την ώρα του χερουβικού φύλακας άγγελος ανεβάσει.
Μετά από μισή ώρα φύλακας άγγελος κατεβάσει... πω, πω, εγώ λειτουργήσει...
Ο παπα-Τύχων κοινωνούσε καθημερινά από τον άγιο" Άρτο. Ο ίδιος δεν έψελνε ποτέ, πάντα λειτουργούσε.



Εμπειρίες ενός Ταπεινού λευίτη

Ο ΠΑΠΑ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γκαγκαστάθης (1902-1975), ένας απλοϊκός και άγιος κληρικός του αιώνα μας, όταν λειτουργούσε είχε θείες θεωρίες και εμπειρίες. Διηγείται ο ίδιος:
Κάποτε, στη μεγάλη είσοδο, κι ενώ πλησίαζα στην ωραία πύλη, είδα αριστερά μου ένα όμορφο παιδάκι, πού χάθηκε σαν σκιά. Συγχρόνως ακούστηκε κρότος από το καντήλι της Παναγίας, πού άρχισε νά κουνιέται μέχρι το τέλος της λειτουργίας. Σε μία νυχτερινή λειτουργία μου στο ναό των Ταξιαρχών, είδα την ώρα της δοξολογίας το ίδιο εκείνο παιδάκι νά στέκεται μπροστά στην προσκομιδή, και να εξαφανίζεται πάλι σαν καπνός" .
Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος λειτούργησα στην ιερά μονή Αγίας Τριάδος Μετεώρων. Τι ευλογία Θεού!
Εκείνη ή λειτουργία θα μου μείνει αλησμόνητη. στη μεγάλη είσοδω κατέβηκε από αριστερά μία γυναίκα, από δεξιά ένας άνδρας μ' ένα μικρό παιδί, ενώ πλήθος από άλλα παιδάκια ακολουθούσαν τα τίμια Δώρα".
Κάτι ανάλογο συνέβη στις 8 Αυγούστου 1954. στις 5 το πρωί ξεκίνησα για το χωριό' Αρδάνι.
Περπατούσα κι έψαλλα κατανυκτικούς ύμνους για να ευχαριστήσω τον Κύριο και τη Θεοτόκο. Φτάνοντας στην εκκλησία του χωριού, άρχισα τον όρθρο, και στη συνέχεια μπήκα στη θεία λειτουργία



Ο άρτος που έγινε πέτρα

ΣΤΗΝ εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.) ζούσε κάποιος πλούσιος, πού ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του άγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, άγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ή γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μία μεγάλη γιορτή λοιπόν της Εκκλησίας, πού συνήθιζαν νά κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το έξής περιστατικό:
Ή γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για νά κοινωνήσει.
Δεν κοινώνησε όμως, αλλ` αφού πήρε στα χέρι της τον άρτο τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει χωρίς κανείς άλλος ν' αντιληφθεί κανείς αυτό που έκανε.
'Όταν αργότερα γινόταν ή θεία λειτουργία των ορθοδόξων, ή γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για νά κοινωνήσει.
Σαν ήρθε ή σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι τού ιερού Χρυσοστόμου, άλλά δεν τον έβαλε στο στόμα της μετάλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών.
Αμέσως όμως συγκλονίστηκε από ένα θαύμα: '0 άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Ή γυναίκα φοβήθηκε. με δυνατή φωνή διηγήθηκε σ` όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην ορθόδοξη εκκλησία.
'0 άγιος 'Ιωάννης τοποθέτησε την πέτρα εκείνη στο σκευοφυλάκιο, για νά θυμίζει το θαύμα.



'Η ευχή της αναφοράς

ΣΤΑ μέρη της Απάμειας, στη δεύτερη επαρχία των Σύρων, υπήρχε ένα χωριό πού λεγόταν Γοναγόν
Κάποτε, σε απόσταση ενός μιλίου από το χωριό, μερικά παιδιά έβοσκαν τα ζώα τους. Ενώ έπαιζαν, συμφώνησαν μεταξύ τους νά τελέσουν τη θεία λειτουργία, όπως έβλεπαν νά γίνεται από τον ιερέα στο ναό. ' Ανέδειξαν λοιπόν έναν «πρεσβύτερο» και δύο άλλους «διακόνους». 'Ύστερα πλησίασαν σ' ένα λείο βράχο, όπου σαν σε θυσιαστήριο τοποθέτησαν άρτους κι ένα πήλινο δοχείο με κρασί.
Ό «πρεσβύτερος» στάθηκε ατή μέση και οι «διάκονοι» δεξιά κι αριστερά του. " Άρχισε λοιπόν νά λέει την ευχή της αναφοράς , ενώ οι «διάκονοι» έκαναν αέρα με τα φακιόλια τους αντί για ριπίδια ο μικρός «πρεσβύτερος» ήξερε την ευχή της αναφοράς, γιατί συνήθιζε στις άγιες συνάξεις
νά στέκεται όπως όλα τα παιδιά - μπροστά στο άγιο βήμα, κι έτσι ν' ακούει και νά μαθαίνει τις ευχές.
Αφού έγιναν όλα σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη κι ενώ ετοιμάζονταν νά τεμαχίσουν τούς άρτους, συνέβη κάτι φοβερό: "Έπεσε φωτιά από τον ουρανό κι έκανε στάχτη όλα όσα είχαν προσκομίσει και τον ίδιο το βράχο. Δεν έμεινε το παραμικρό ίχνος!
Τα παιδιά από τον τρόμο τους έπεσαν κάτω κι έμειναν εκεί μισοπεθαμένα, χωρίς νά μπορούν ν' αρθρώσουν λέξη. Οι γονείς ανησύχησαν με την καθυστέρησή τους. Ψάχνοντας, τα βρήκαν σ' αύτή την κατάσταση και τα μετέφεραν στο χωριό. Ρωτούσαν επίμονα νά μάθουν ποία ήταν ή αιτία της εκστάσεώς τους, άλλά Δεν έπαιρναν απάντηση.
Όταν αργότερα τα παιδιά συνήλθαν, διηγήθηκαν όσα έκαναν και έπαθαν. Σύντομα πληροφορήθηκε το θαυμαστό γεγονός ο επίσκοπος, πού πήγε με όλους τούς κληρικούς στον τόπο τού θαύματος και είδε τα σημάδια της ουράνιας φωτιάς. Τότε λοιπόν έβαλε τα παιδιά σε μοναστήρι, ενώ πάνω στον τόπο της φωτιάς έχτισε εκκλησία και γύρω άπ' αυτήν μία ωραία μονή.




Η αναγκαιότητα της θείας μεταλήψεως

ΚΑΠΟΙΟΣ Αιγύπτιος, άνθρωπος άσωτος, ερωτεύθηκε μία γυναίκα παντρεμένη και σώφρονα.
Δεν μπορούσε όμως νά τη δελεάσει διαφορετικά, γι' αυτό κατέφυγε σ' ένα μάγο. ' Αφού τον πλήρωσε, τού ζήτησε νά κάνει με την τέχνη του τον άνδρα της νά τη διώξει.
Ό μάγος προσπάθησε, άλλά επειδή Δεν κατάφερε νά στρέψει το λογισμό της γυναίκας, την έκανε με τις μαγγανείες του νά φαίνεται σαν φοράδα.
Ό άνδρας της άρχισε νά κλαίει και νά οδύρεται. Για τρεις μέρες ή φοράδα δεν έβγαλε μιλιά ούτε κι έφαγε τίποτα.
Τελικά, της φόρεσε καπίστρι και την οδήγησε στον όσιο Μακάριο.
Γιατί μας έφερες εδώ αύτή τη φοράδα; ρώτησαν ενοχλημένοι οι μοναχοί, πού βρίσκονταν κοντά στο κελί του όσίου.
Για νά ελεηθεί με την προσευχή του άββα Μακαρίου, απάντησε εκείνος. Τι κακό έκανε;
Αύτή πού βλέπετε, εξήγησε εκείνος, ήταν γυναίκα μου, άλλά, δεν ξέρω πώς, μετα6λήθηκε σε φοράδα. 'Έχει μάλιστα τρεις μέρες νηστική.
Οι μοναχοί πλησίασαν στον όσιο και του είπαν: - Κάποιος άνθρωπος έφερε εδώ ένα άλογο. - Εσείς είστε άλογα, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί έχετε μάτια άλόγων. Εκείνη όμως είναι γυναίκα, όπως πλάστηκε.
Ύστερα ευλόγησε νερό, το έριξε στο κεφάλι της φοράδας και προσευχήθηκε γι' αυτήν. 'Έτσι την έκανε νά φανεί σε όλους και πάλι γυναίκα. κι αφού της έδωσε νά φάει, την άφησε νά φύγει μαζί με τον άνδρα της.
Καθώς όμως έφευγε, τη συμβούλεψε νά μη λείπει ποτέ από την εκκλησία ούτε νά μένει μακριά από τη θεία Κοινωνία. "Αυτό", της τόνισε, "το έπαθες, γιατί είχες πέντε εβδομάδες νά μεταλάβεις τα άχραντα Μυστήρια" .



Ο άγιος Τύχων και τα σταφύλια

ΑΓΙΟΣ Τύχων, επίσκοπος Αμαθούντος (4ος 5ος αϊ-), είναι ένας από τούς πιο γνωστούς άγίους της Κύπρου. Πήρε την προσωνυμία του θαυματουργού για τα πολλά θαύματα πού έκανε και όσο ζούσε, άλλά και μετά την κοίμησή του. 'Ένα άπ' αυτά, εντυπωσιακό και παράδοξο, είναι και τούτο:
Κάποτε μερικοί εργάτες φύτευαν αμπέλι σ; ένα χωράφι. Πάνω ατή δουλειά ένας άπ' αυτούς πέταξε, σαν άχρηστα, μερικά ξερά κλήματα. 'Ο άγιος πήρε ένα τέτοιο κλήμα κι αφού προσευχήθηκε στο Θεό, παρακαλώντας τον νά του δώσει ζωή και βλάστηση και καρπούς, το φύτεψε στο όνομα της 'Αγίας Τριάδος. και, ω του θαύματος! το ξερό εκείνο κλήμα αμέσως ρίζωσε, έβγαλε φύλλα, άνθισε κι έκανε σταφύλια ώριμα και γλυκά!
Κι ας ήταν μήνες πριν από την εποχή των σταφυλιών!
Από τότε κάθε χρόνο το θαύμα επαναλαμ6άνεται. Στις 16 'Ιουνίου, ήμέρα της μνήμης του άγίου, το κλήμα παρουσιάζει πρώιμα σταφύλια, ώριμα και γλυκά, πού προσφέρονται σαν ευλογία στους πιστούς. για πολλά χρόνια μάλιστα μετά την κοίμησή του, γινόταν και τούτο το απίστευτο: τα σταφύλια ήταν πράσινα και ξινά, ως τη στιγμή πού άρχιζε ή θεία λειτουργία της εορτής. Τότε άρχιζαν και τα σταφύλια νά μαυρίζουν και νά γλυκαίνουν. 'Όταν τελείωνε ή λειτουργία, τότε και τα σταφύλια γίνονταν μαύρα και γλυκύτατα. 'Όσοι τα γεύονταν, ένιωθαν μία παράξενη σωματική ευεξία και μίαν απέραντη ψυχική γαλήνη.
το ίδιο συμβαίνει μέχρι σήμερα σε όλους, όσοι τιμούν και πανηγυρίζουν τη μνήμη του άγίου.