Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012
Ο Άγιος Αντώνιος συναντά τον Όσιο Παύλο
Ο Μέγας Αντώνιος, πολλές φορές σκεπτόταν αν υπήρχε άλλος μοναχός στο βάθος της ερήμου της Θηβαΐδος στην Αίγυπτο. Τότε Άγγελος Κυρίου του απεκάλυψε ότι στα βάθη της ερήμου ασκήτευε επί 91 έτη ο Αββάς Παύλος και παρά το γήρας του (ήταν 90 ετών) και τον καύσωνα του ήλιου, τόλμησε να προχωρήσει στα ενδότερα της ερήμου αναζητώντας τον Άγιο εκείνο Ασκητή. Περιπατώντας τρεις ημέρες και αντιμετωπίζοντας τους πειρασμούς των δαιμόνων, είδε ένα λιοντάρι που εκλαμβάνοντάς το ως σημείο του Θεού, το ακολούθησε και είδε ότι εισήλθε σ’ ένα σπήλαιο, όπου πράγματι διέμενε ο ηλικίας 114 ετών Όσιος Παύλος, που όταν αντιλήφθηκε τον ερχομό του Αγίου, έκλεισε την πόρτα για να τον δοκιμάσει. Ο Μέγας Αντώνιος περίμενε έξι ώρες δεόμενος να του ανοίξει για δει την σεβάσμια μορφή του και να απολαύσει τους γλυκύτατους λόγους του...
Ανοίγοντας την πόρτα και υποδεχόμενος τον Άγιο, συνομίλησαν πνευματικούς λόγους, ώσπου ήρθε κόρακας και απέθεσε ανάμεσά τους έναν άρτο. Ο Όσιος Παύλος είπε τότε στον Άγιο Αντώνιο, ότι ο κόρακας αυτός επί εξήντα χρόνια του φέρνει καθημερινά μισό άρτο, αλλά εκείνη την ημέρα για την δική του παρουσία, διπλασίασε ο Θεός την τροφή! Αφού έφαγαν ευχαριστώντας τον Κύριο, ο Όσιος διηγήθηκε τον βίο του και εποίησαν ολονύκτια αγρυπνία δοξολογώντας τον Θεό. Το πρωί απεκάλυψε στον Μέγα Αντώνιο ότι πριν από πολλές ημέρες του φανέρωσε ο Κύριος ότι κατοικεί και εκείνος σ’ αυτή την έρημο και ήξερε ότι θα τον απέστελνε για να ενταφιάσει το σώμα του! Για να μην βρεθεί όμως εκεί κατά την ώρα του θανάτου του, παρεκάλεσε τον Μέγα Αντώνιο να φέρει τον μανδύα που του είχε δώσει ο Μέγας Αθανάσιος, και να τον ντύσει με εκείνον για να τον ενταφιάσει! Θαυμάζοντας τότε ο Άγιος το προορατικό χάρισμα του Οσίου Παύλου, επέστρεψε στο κελί του και είπε στους μαθητές του ότι ψευδώς φορεί το σχήμα του Μοναχού, συνεπαρμένος από την αγιότητα του Οσίου, καθότι τον θεωρούσε ως άλλον Ηλία, Ιωάννη Πρόδρομο και Απόστολο Παύλο που ζούσε στην έρημο σαν να ήταν στον Παράδεισο. Κατόπιν πήρε τον μανδύα και έτρεξε παρά το γήρας του να εκπληρώσει την επιθυμία του Οσίου.
Αφού είχε περπατήσει δύο ημέρες, είδε τάγματα Αγγέλων, Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων και Οσίων να οδηγούν την ψυχή του Οσίου Παύλου στα ουράνια. Τότε ο Μέγας Αντώνιος έκλαψε πολλή ώρα, και όταν έφθασε στο σπήλαιο, βρήκε τον Όσιο γονατιστό με τα χέρια και το πρόσωπο υψωμένα στον ουρανό. Νομίζοντας ότι προσευχόταν, περίμενε αρκετή ώρα και αφού είδε ότι δεν κινήθηκε κατάλαβε ότι εκοιμήθη προσευχόμενος. Αγκάλιασε τότε ευλαβικά το Άγιο Λείψανο καταφιλώντας το, και το τύλιξε με τον μανδύα του Αγίου Αθανασίου. Όμως, δεν ήξερε πώς να σκάψει την γη και καθώς συλλογιζόταν λυπημένος, βλέπει να έρχονται δύο φοβερά λιοντάρια που έπεσαν στα πόδια του Οσίου σαν να ήταν ζωντανός και αφού γνώρισαν ότι ήταν κεκοιμημένος, βρυχήθηκαν και ύστερα έσκαψαν με τα νύχια τους την γη, ανοίγοντας λάκκο όσο ήταν το Λείψανό του, και αφού τον ασπάσθηκαν αναχώρησαν για να τον ενταφιάσει ο Μέγας Αντώνιος. Επιστρέφοντας εκείνος στο Μοναστήρι του, διηγήθηκε στους μοναχούς όσα θαυμάσια αξιώθηκε να ιδεί.