Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Ερμηνεία στην Αποκάλυψη (Γ')

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΘΑΝ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ) ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ Όμιλία 3η (Άποκ. 1, 1-4β) ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (ΜΕΡΟΣ Α') ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β') (Ό μακαρισμός των αναγνωστων, ακροατων και τηρητων του θείου λόγου. - Χαιρετισμός προς τίς επτα Εκκλησίες.) Αποκάλυψις Ίησου Χριστου, ήν έδωκεν αύτω ο Θεός, δεΐξαι τοις δούλοις αύτου α δει γενέ­σθαι εν ταχει, και έσήμανεν άποστείλας δια του αγγέλου αυτόύ τωδούλω αύτου Ιωάννη, »ος έμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ίησου Χρίστου, οσα είδε. «μακάριος ο άναγινωσκων και οί ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρουντες τα εν αυτή γεγραμμενα ο γαρ καιρός έγγύς» «Και εσήμανεν άποστείλας δια του αγγέλου αύτου τω δούλω αύτου Ιωάννη, ος εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ίησου Χρι­στου, οσα είδε.»2. Δηλαδή: Και ηρμηνευσεν ο Χρι­στος, άφου έστειλε δια του Αγγέλου Του προς τον δουλον Του Ιωάννην, ο οποιος έμαρτηρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν του Ιησού Χρι­στου και όσα αποκαλυπτομενα είδε. «Τω δούλω αυτoύ Ιωάννη.» Προκειται δια τον εύαγγελιστην Ιωάννην, ο οποίος δια το εξαιρετικόν των αποκαλύψεων καταγράφει το ονομα του -πράγμα το οποιον δεν κά­μνει εις το εύαγγέλιόν του-, διότι έγνώριζε οτι μετα απο αυτόν θα ετίθετο θέμα, οπως και ετέθη: ποιος ο συγγραφεύς του βιβλίου της Αποκαλύψεως; Έτσι καταγράφεται το ονομα του Αποστόλου και ίερού Εύαγγελιστου, δια να καταδεικνύεται οτι το βιβλίον αυτό δεν είναι ψευδεπίγραφον, δεν είναι νόθον, αλ­λά είναι γνήσιον, είναι έργον του ευαγγελιστου Ιω­άννου. Δεν είναι μικρής σημασίας αυτό, αγαπητοί μου· είναι μεγίστης σημασίας· διότι, άν είναι του Ι­ωάννου, τοτε πόσον πρέπει να το προσεξωμε το βιβλίον αυτό!... Και πραγματικά η Εκκλησία έκρινε οτι το βιβλίον της Αποκαλύψεως είναι του Ιωάν­νου, του Εύαγγελιστου και Μαθητου του Χριστου. Συνεπώς δικαιως και επαξίως κατέλαβε την θέσι εις τον Κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης· δηλαδή είναι βιβλίον που είναι πιά Αγία Γραφή. Είναι αλήθεια οτι στο σημείον αυτό η Εκκλη­σία έσταθη φειδωλοτατη. Έργα αποστολικών Πα­τέρων, δηλαδή διαδόχων των Αποστολων, οπως του Βαρναβα επί παραδείγματι μία φερομενη έπι­στολή, η εί τινος ετέρου, δεν κατεχωρήθησαν εις την Καινή Διαθήκη, δεν αποτελούν Καινή Διαθήκη. Η Εκκλησία μετα πολλής προσοχής και σε συνέ­χεια ετων καθόρισε ποιά βιβλία είναι της πρώτης σειρας, δηλαδή εκείνα τα οποία είναι γραμμενα απο το χέρι αυτόπτων μαρτύρων του Λόγου, οπως λέγει ο Ωριγενης, οι οποίοι είδαν, άκουσαν, εψηλάφησαν τον Θεόν Λόγον που ενηνθρώπησε. Συνεπώς ο συγγραφεύς του βιβλίου της Απο­καλύψεως είναι ο Ιωάννης. Ό χαρακτηρισμός «δούλος» είναι ο συνήθης των Αποστολων, οταν γράφουν μίαν έπιστολήν των. Αλλά η απλή καταγραφή του ονόματος, «Ιω­άννης», χωρίς τίτλους, χωρίς να βάλη «ο Μαθητης του Ιησού», χωρίς να βάλη «ό Απόστολος», χωρίς να προσθεση κάποιο χαρακτηριστικό επί πλέον του ονόματος του, δείχνει οτι οί παραλήπται και άναγνωςται του βιβλίου του ήσαν πολύ γνωστοί εις τον Ιωάννην. Ακόμη παρατηρείται οτι το βιβλίον της Απο­καλύψεως παραδίδεται εις την Εκκλησίαν απο τον Θεόν Πατέρα, δια του Ιησου Χριστου, δια του Αγ­γέλου, δια του Ιωάννου. Έχομε εδώ δηλαδή μία ζωντανή αλυσίδα παραδόσεως: ο Θεός Πατήρ πα­ραδίδει εις τον Υιόν τον ενανθρωπήσαντα -όχι τον μη ενανθρωπήσαντα, αλλά εις τον Ιησούν Χριστον τον ενανθρωπήσαντα!-, Εκείνος είς τον Άγγελο, ο Άγγελος είς τον Ιωάννη, και ο Ιωάννης είς την Έκκλησίαν. Βλέπομε λοιπόν εδώ αυτην πραγματι­κά την θαυμαστη ζωντανή Παράδοσι. Γι' αυτό, αγαπητοί μου, η Παράδοσις, μαζί με την Αγίαν Γραφήν, αποτελεί την βαςιν της Εκκλη­σίας. Εξ αλλού η Παράδοσις διασώζει τον γνώμο­να έγκυρότητος και της Αγίας Γραφής. Αυτή μας είπε ποιό βιβλίον είναι γνήσιον και ποιό δεν είναι γνήσιον. Το λέγω αυτό για 'κείνους που απορρίπτουν την Παράδοσιν της Εκκλησίας, είτε Προτεστανται λέγονται αυτόί είτε Ορθόδοξοι οί οποίοι έχουν επηρεασθή απο τους Προτεσταντας. Το κλειδί -σας το έχω πή πολλάκις, και πάντα θα το λέγω- το κλειδί της ερμηνείας της Αγίας Γραφής είναι κατα­τεθειμενο είς το ντουλάπι της Παραδόσεως. Εάν δεν κρατας αυτό το κλειδί που σου δίδει η Παράδοσις, δεν θα μπόρεσης ποτέ να ερμηνεύσης την Α­γία Γραφή ορθα. Γι' αυτό και οι Προτεστανται άλλοπροσάλλως ερμηνεύουν την Γραφήν, με αποτέ­λεσμα να έχουν κατακερματισθή απο πλευρας πί­στεως. Δεν ξέρουν και αυτόί τι πιστεύουν σημέρα, τι πίστευαν χθες και τι θα πιστεύουν αύριο! «Και εσήμανεν αποστείλας δια του αγγέλου αυτόύ τω δούλω αυτύ Ιωάννη, ος έμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ίησου Χριστου, οσα είδε.» «Όσα είδε.» Συνεπώς ο Ιωάννης είδε οράματα, είδε εικόνες και σύμβολα. Αυτα συνεπώς τα είδε. Άρα ολα αυτα δεν είναι ούτε αποκυήματα της φαντασί­ας του ούτε ακόμη προϊόντα ενός ενδιαθέτου λό­γου× είναι πραγματικά εκείνα που είδε. Θα του πή ο Χριστος: «Γράψε αυτα που βλέ­πεις. Γράψε αυτα που άκους.». «Μη γράψης αυτα που άκους» του λέγει σε μιά συγκεκριμενη περίπτωσι, «αυτα είναι για σενα, σφράγισε τα δεν θα τα γράψης. Αυτα, τα άλλα, γράψε τα.». Έτσι βλέπει κανείς καθαρά οτι ο Απόστολος με παςαν απλότητα θα μας δωςη, θα μας καταγράψη, εκείνα που άκουσε κι εκείνα που είδε× ούτε θα προσθεση, ούτε θα αφαίρεση. Μάλιστα κύριο χαρακτηριστικό ενός γνησίου έργου είναι το οτι δεν είναι ρετουσαρισμενο, οπως είναι συνήθως τα νόθα έργα γιατί σκοπός των νό­θων έργων είναι να δημιουργήσουν μιάν εντύπωσι στον άναγνωςτην, και για τουτο, επειδή είναι νό­θα, θέλουν να προσελκύσουν την προσοχή του ε­νώ το αληθινό βιβλίο, το οποιο καταγράφει σωστα πράγματα, εκείνα τα οποία είναι πραγματικά απο τον Θεό, τέτοια αναγκη δεν έχει. Ό ιερός συγγραφεύς γράφει αυτα που βλέπει, αυτα που ακούει τίποτα παραπάνω, τίποτα παρα­κάτω. Αν γράψη παρακάτω, δηλαδή δεν γράψη με­ρικά πράγματα, καθίσταται ενοχος απεναντι στον Θεό εάν γράψη παραπάνω, πάλι ενοχος απεναντι στον Θεό× ούτε παραπάνω λοιπόν ούτε παρακά­τω. Μάλιστα το βιβλίον της Αποκαλύψεως τελει­ώνει ως εξής: «Και εκείνος που κάτι θα αφαίρεση η θα προσθέση», δηλαδή θα αλλοίωση το ιερόν κείμενον, «να του άφαιρεθή η μερίδα του απο το δενδρον της ζωής.» · δηλαδή να μη μπή στη Βασιλεία του Θεού. Εάν ο ίδιος ο Ευαγγελιστης γράφη αυτα για οποιον θα επιχειρούσε ποτέ με βέβηλο χέρι να δημιουργήση άλλοίωσιν, πόσο περισσότερο για τον εαυτόν του! Συνεπώς πράγματι είναι καταγεγραμ­μενα «όσα είδε». «Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρουντες τα εν αυτη γεγραμμενα· ο γαρ καιρός εγγύς.». Δηλαδή: Μακάριος, ευτυχισμενος είναι αυτός που άναγινώσκει και αυτόί που ακούουν τους λόγους του προ­φητικού αυτόύ βιβλίου και εφαρμόζουν οσα είναι γραμμενα εις αυτό, διότι ο καιρός είναι πλησίον, εί­ναι κοντα. Αυτή η εισαγωγική επιγραφή του βιβλίου, για την οποία μιλήσαμε στο προηγούμενο θέμα μας, α­γαπητοί, κλείει με τον μακαρισμόν των αναγνω­στών και των ακροατών, ειδικά μεν του βιβλίου της Αποκαλύψεως, γενικά δε του λόγου του Θεού. Αυτός ο μακαρισμός είναι ο πρώτος απο τους επτά καταχωρημενους μακαρισμούς του βιβλίου της Α­ποκαλύψεως. Θα ενθυμείσθε οτι κάποια παλιότερη εποχή είναι κοντά δεκαπεντε χρόνια ίσως και λιγώτερο είχαμε κάνει μίαν ανάλυσιν μόνον αυτών των επτά μακαρισμών της Αποκαλύψεως. Είναι η τρίτη φο­ρά που προσεγγίζουμε το βιβλίον της Αποκαλύψεως. Την πρώτη φορά είχαμε μιλήσει μόνο δια τους επτά εγκατεσπαρμενους μέσα στο βιβλίον αυτό μακαρισμούς προ δεκαετίας μιλήσαμε άναλύοντες μόνο τα τρία πρώτα κεφάλαια της Αποκαλύψεως× και τώρα, αν θέλη ο Θεός, προχωρούμε σιγά-σιγά, όσο ο Θεός δωσει και επιτρέψει, να δούμε απο πιό κοντά το βιβλίο αυτό. Αλλά ας μείνωμε, αγαπητοί μου, εδώ, σ' αυτόν τον μακαρισμόν: «Μακάριος», ευτυχής, «ό αναγινώσκων και οι ακούοντες.». «Ο αναγινώσκων»· ενικός αριθμός. «Οι ακού­οντες»· πληθυντικός αριθμός. Αυτό τί δείχνει; Δείχνει οτι ενας διαβάζει και πολλοί ακούνε. Που μπορεί να συμβαίνη αυτό, ενας να διαβάζη και πολλοί να ακούουν; Που αλλού, αγαπητοί μου, παρά εις την δημοσίαν λατρείαν, όπου το βιβλίον αυτό -προσεξα­τε!- ήτο εν χρήσει. οπως εχρησιμοποιείτο το εύαγγέλιον και οί επιστολές των Αποστόλων, έτσι εχρη­σιμοποιείτο και το βιβλίον της Αποκαλύψεως· γι' αυτό λέγει «6 άναγινωσκων και οι ακούοντες». Σκοπός της αναγνώσεως του βιβλίου εις την δημοσίαν λατρεία ήτο αφ' ενός η παραμυθία, δηλαδή η παρηγοριά και ενίσχυσις των πιστών, αφ' ετέρου δε η συμμόρφωσις αυτών ως προς το περιεχόμενον του βιβλίου της Αποκαλύψεως. Μιά πολύ ωραία και πανάρχαια εικόνα ανα­γνώσεως των βιβλίων των Αποστόλων, είτε ευαγγελίων είτε επιστολών, μας διασώζει ο άγιος Ιουστίνος -που είναι κάπου στα μέσα, λίγο πρίν απο τα μέσα του 2ου αιώνος- και αναφέρεται εις τους «ακούοντας» και τον «αναγινωσκοντα» σε δημοσία λατρεία -είναι στην πρώτη του Απολογία. Γράφει: «Και τη του ήλιου λεγομένη ημέρα», κατα την ημέραν την λεγομένην του ηλίου, δηλαδή την Κυ­ριακή,... Ελέγετο ημέρα του ηλίου- έτσι την ονόμα­ζαν οί ειδωλολάτραι. Γι' αυτό και διετηρήθη αυτή η ονομασία απο τους Λατίνους κυρίως στίς γλωςσες τις ευρωπαϊκές. Λέμε Sunday είναι η ημέρα του η­λίου. Βλέπετε;... «και πάντων κατα πόλεις η α­γρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται», όλοι αυτοί που μένουν είτε εις τας πόλεις είτε εις την επαρχία γύρω, εμαζεύοντο εις μίαν κοινήν σύναξιν, «και τα απομνημονεύματα των αποστολων -«απομνημονεύματα» είναι τα ευαγγέλια- ή τα συγγράμματα των προφητων αναγινώσκεται μέ­χρις εκχωρεί. Είτα», έπειτα, «παυσαμενου του αναγινώσκοντος», αφού θα σταματήση εκείνος που διαβάζει,... Υπήρχε λοιπόν ο «άναγινωσκων» και οί «ακούοντες». Βλέπει κανεις πως απηχείται θαυμάσια η πράξι της Εκκλησίας με την παραγγελία αυ­τή που δίδει ο ιερός Ευαγγελιστής, στο βιβλίον της Αποκαλύψεως. «ο προεστώς», ο προϊστάμενος, ο επίσκοπος, «δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τουτων μιμησεως ποιείται», δηλαδή έβγαζε λόγο ο επίσκοπος, κάνοντας ανάλυσιν εκείνων τα οποία διαβάστηκαν. Γι' αυτό, βλέπετε, κάνω και έγώ την άναγνωσι εδώ. Κάνω μικτή εργασία πρέπει να αναγνωσθή το κείμενο, να ακουσθή, να μεταφρασθή και μετα να αναλυθή. Έτσι πρέπει. Να έχωμε επαφή με το ιερόν κείμενον, ώστε σιγά-σιγά το αυτί μας να το συνηθίζη, να είναι οικείον να μην είναι ξένο. Αλλά χρειάζεται και να δημιουργηθούν λόγοι νουθετικοί, που να προτρέπουν εις την μίμησιν καλών έργων. Αλλά η Εκκλησία μας, ένεκα των πολλών πα­ρερμηνειών που οι αιρετικοί είχαν δημιουργήσει εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως, απέφυγε να ορίση άποστολικόν αναγνωσμα απο το βιβλίον αυτό. Παράδειγμα μιας τέτοιας παρερμηνείας είναι το περί της χιλιετους Βασιλείας του Χριστου. Ξέρε­τε τί σάλο δημιούργησε;... Ξέρετε οτι ζώντος του ιερού συγγραφέως, του αποστόλου και ευαγγελι­στου Ιωάννου -ζώντος!-, είχε ήδη παρερμηνευθή το βιβλίον του;... Και μάλιστα ο πρώτος που το παρερμήνευσε ήταν ο Κήρινθος· ο Γνωστικός Κήρινθος. Αυτός δεν ήταν Χριστιανός· ήταν Γνωστικός, που είχε ανακατέψει φιλοσοφίες, ξένες θρη­σκείες,... και Χριστιανισμό. Ο Κήρινθος λοιπόν είχε πάρει αυτό το χωρίο της Αποκαλύψεως και άρχι­σε να ομιλή περί χιλιετους Βασιλείας· και είχε θορυβηθή ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης. Κά­ποτε είχε μάθει οτι σ' ένα δημόσιο λουτρό στην Έφεσο, που είχε πάει, υπήρχε και ο Κήρινθος· και εί­πε ο άγιος Ευαγγελιστης: «Πάμε να φύγωμε απο 'δώ, μηπως πέση η σκεπή του λουτρού και μας σκοτώση!», έξ αιτίας εννοείται του αιρετικού. Γι αυτό οι Απόστολοι, όσα απο 'κείνα τα στοιχεία της χριστιανικής διδασκαλίας μπορούσαν να παρεξηγηθούν, τα επεσήμαιναν. όπως, επί πα­ραδείγματι, λέγει ο απόστολος Παύλος: «Ξέρω ότι μετα την αναχώρησι μου θα αναφανούν πολλοί που θα παρανοήσουν τα πράγματα και αυτοί θα είναι έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι.». Επίσης ο απόστολος Πέτρος λέγει για τον απόστολο Παύλο: «Υ­πάρχουν αστήρικτοι άνθρωποι, οι οποιοι ερμηνεύ­ουν τον απόστολον Παύλον διεστραμμενα.». Μη­πως δεν είχαν διαστρέψει ο Υμένεος και ο Φιλητός το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου γύρω απο το θέμα της αναστάσεως των νεκρών, και έλεγαν οτι είχε γίνει η άναστασις; Αλλά, αγαπητοί, μη μου πήτε ότι τούτο οφεί­λεται εις τους συγγραφείς των ιερών κειμενων όχι στον εγωισμό των ανθρώπων οφείλεται. Γιατί; Διό­τι, απλούστατα: Κύριε, θέλεις να ερμηνεύσης; Έ­χεις το κλειδί; Ποιό είναι; Σας το είπα: είναι η Παράδοσις της Εκκλησίας. Πως ερμηνεύει η Εκκλησί­α; η Εκκλησία ερμηνεύει έτσι. Αν εσύ θέλης, απο υπερηφάνεια εωσφορικήν, να ερμηνεύσης οπως ε­σύ θέλεις, έ, τοτε να το ξέρης: θα ξεπέσης, θα γίνης αιρετικός. Αίρεσις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λο­γική ερμηνεία του δόγματος· Οταν προσπαθώ με λογικούς τρόπους, με λογικά σχήματα, να ερμηνεύ­σω εκείνο το οποιον δεν ερμηνεύεται, εκείνο το ο­ποίον μένει μυστήριο. όταν λοιπόν προσπαθώ με λογικόν τρόπον, με λογικά σχήματα να ερμηνεύσω την διδασκαλία της Εκκλησίας, αυτομάτως βρί­σκομαι εις τον χώρον της αιρέσεως. Δεν φταίνε λοιπόν οι ιεροί συγγραφείς· φταίει ο εγωισμός και η υπερηφάνεια των πιστών μεσα στην Εκκλησία. Πάντως η Εκκλησία μας, για να άποφύγη ολες αυτές τίς καταστασεις, αγαπητοί, αναγκαστη­κε -κάτι που δεν συνέβη εις την «Εκκλησίαν» της Δύσεως και δεν συνέβη, διότι εκεί δεν εσημειώθησαν τέτοιες αιρέσεις- αναγκαστηκε η Εκκλησία της Ανατολής να βγάλη απο την λατρεία το βιβλίον της Αποκαλύψεως. Το οτι είναι γνήσιον, απόδειξις οτι το διατηρεί στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ας ευχηθούμε όμως, σε μια αληθινά ορθόδοξη Σύ­νοδο, η Εκκλησία κάποτε να ξαναβάλη στη λα­τρεία το βιβλίον της Αποκαλύψεως, και να ακούγε­ται απο τον άμβωνα, οπως ακριβώς ακούγονται και οί επιστολές του αποστόλου Παύλου και των λοιπών Αποστολων. Είθε! το εύχομαι! Αυτό φυσι­κά δεν εμποδίζει απο το να κάνη κανείς ερμηνεία και κήρυγμα απο το βιβλίον της Αποκαλύψεως, η ακόμη να επιστρατεύη χωρία απο το βιβλίον αυτό, προκειμενου να κατοχύρωση κάτι το οποιον διδάσκει ο ομιλητης εις τον λαό του Θεού. «Αναγινώσκων», «ακούοντες» και «τηρούντες». Αυτά τα τρία, που εδώ σημειώνει ο ευαγγελι­στής Ιωάννης, θυμίζουν τους λόγους του Κυρίου: «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν.». Ο Κύριος είπε τον λόγον αυτόν, οταν κάποια γυναίκα απο το πλήθος φώ­ναξε και Του είπε: «Μακάρια η κοιλία η βαστάσα­σά σε και μαστοί ους έθήλασας.». Κι Εκείνος ανταπήντησε: Ευτυχισμένοι είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούν, τον εφαρμό­ζουν.». Αυτές οί τρεις ενεστωτικές μετοχές, «άναγινώσκων», «ακούοντες», «τηρούντες», εκφράζουν το αδιάλειπτον της αναγνώσεως, της ακροάσεως και της τηρήσεως του λόγου του Θεού. Πάντα πρέπει να διαβάζω, πάντα πρέπει να ακούω τον λόγον του Θεού και πάντα πρέπει να τον τηρώ. Δεν λέγει οί ακούσαντες, Αλλά «οι ακούοντες». Μην πής: «Ά­κουσα κηρύγματα, χόρτασα, έφτασα- τί να πάω να ξανακούσω πιά;»! «Οί ακούοντες»! οχι οι ακού­σαντες. «Οί αναγινώσκοντες»! όχι οι αναγνώσαντες. «Οι τηρούντες»! οχι οι τηρήσαντες. Αυτό δεί­χνει ακριβώς οτι πρέπει να υπάρχη αδιάλειπτο αυτό το τρίπτυχον. Αλλά ας πούμε λίγες σκέψεις πάνω σ' αυτά τα τρία: ανάγνωσις, ακρόασις, τήρησις του λόγου του Θεού. 1. Και ως προς την ανάγνωσιν, θα είχα να σας πώ τα εξής. Πρώτον: Προκειμένου να εννοήσουμε τον λό­γον του Θεού, πρέπει να είμεθα εν Θεώ, δηλαδή να είμεθα μεσα εις τον Θεόν αλλιώτικα δεν είναι δυ­νατόν ποτέ να κατανοήσωμε τον λόγον του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Λέγει ο άγιος Διαδοχος Φωτικής: «Ουδεν γαρ πτωχότερον διανοίας εκτός Θεού φιλοσοφούσης τα του Θεού.». Δεν υπάρχει πιό μεγάλη φτώχεια απο το να μιλάς για τον Θεό, και να είσαι έξω απο τον Θεό. Αυτό, αγαπητοί μου, το βλέπει κανείς πάρα πολύ καθαρά στους ανθρώπους οι οποίοι δεν ζουν πνευματική ζωή, και μιλούν για πνευματικά θέματα! προδίδονται. Γι' αυτό ακριβώς βλέπετε να κά­νουν λάθη, να είναι εκτός πραγματικότητος, να προσπαθούν να συμπληρωσουν με το μυαλό τους μερικά πράγματα. Δεν είναι μέσα στον Θεόν, δεν ζουν πνευματική ζωή. ο άνθρωπος που δεν ζή πνευματική ζωή δεν μπορεί να ομιλή για τον Θεό· δεν είναι δυνατον. Και δεν μπορεί ποτέ να καταλάβη αυτό που γράφει ο λόγος του Θεού, επειδή η κατανόησις του λόγου του Θεού δεν είναι γραμμα­τική ούτε συντακτική, μ' άλλα λόγια δεν είναι φιλο­λογική· η κατανόησις του λόγου του Θεού έχει μιάν άλλη διαστασι. Δεν θέλω να πω οτι η φιλολογική γνώσις είναι απορριπτέα. οχι. Βλέπετε εδώ πόσες φορές την χρησιμοποιούμε; Να, προηγουμένως τί σας είπα; Σας είπα ενεστωτικές μετοχές. Άμα κανεις δεν ξέρη και λίγο ας πουμε Φιλολογία, έ, πως θα το καταλάβη αυτό; Στοιχειώδη πράγματα· οχι πολλά. Δεν θέ­λω να πώ οτι είναι απορριπτέο αυτό το στοιχείο ο­χι Αλλά δεν είναι αρκετο. Δεν μπορείς να πης «Ε­γώ έχω φιλολογικές γνωσεις, και θα καταλάβω.». Δεν θα καταλάβης τίποτε! Το πνεύμα πάντα θα σου διαφεύγη θα σου μένη μόνο το γράμμα. Δεύτερον: Πρέπει να υπάρχη πάντοτε ενα λει­τουργικό κλίμα, μια λειτουργική ατμόσφαιρα, προ­κειμένου να μελετήσωμε και να καταλάβωμε τον λόγο του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η με­λέτη ή η ακρόασις του λόγου του Θεού δεν μπορεί να είναι μία υπόθεσις των σαλονιών η ύπόθεσις ακαδημαϊκή. Να σας το αναλύσω περισσότερο. Υπάρχει μια τάσις στους ανθρώπους -υπήρ­χε πάντοτε· και στην εποχή μας υπάρχει- να κου­βεντιάζουν υψηλά θεολογικά θέματα, Αλλά ...στο σαλόνι με ολα τα γνωστα συμπαρομαρτούντα του σαλονιού, όπου μπορούν να πουν και τ' αστεία τους, και δεν ξέρω τί άλλο... όμως η συζήτησις να είναι καθαρώς ακαδημαϊκή. Μπορεί να είναι υψη­λή, θεολογική- Αλλά όμως, αγαπητοί, δεν εγγίζη τον Λόγον -με λάμδα κεφαλαίο-, τον Λόγον του Θεού- μένει εις τα σπάργανα, εκείνα που φόρεσε ο Θεός Λόγος οταν γεννήθηκε, και Του τα φόρεσε η Θεοτοκος. Τα ρουχαλάκια! Αυτά εγγίζουν οι άν­θρωποι αυτοί- οχι το βάθος· τον Θεόν Λόγον ποτέ. Δεν είναι λοιπόν ο λόγος του Θεού μιά ύπόθεσις που μπορώ να κουβεντιάζω έξω απο τον χώρο τον λειτουργικό. Γι' αυτόν τον λόγο ο λόγος του Θεού πρέπει πάντα να συνδέεται με τον λειτουργι­κόν χώρον. Βλέπετε; το κήρυγμα γίνεται μεσα στον ναό. Όχι οτι απαγορεύεται να ακουσθή κάπου αλλού, ούτε απαγορεύεται να ειπωθή στον δρόμο η στο βουνό· όχι· Αλλά πρέπει να συνδέεται με τον λειτουργικόν χώρον. Είδατε οτι έγινε ενας Εσπερι­νός· άλλοτε γίνεται θεία Λειτουργία. Είναι σπου­δαίο αυτό. Πάντα όταν ο λόγος του Θεού συνδεε­ται λειτουργικά, επιδρά διαφορετικά εις τις καρδιές των ανθρώπων. Τρίτον: Προκειμένου να καταλάβη κανεις τον λόγον του Θεού, χρειάζεται να υπάρχη μια ησυχία εξωτερική και εσωτερική. Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος οτι το θείον σιγή βιούται. Για να βιωσης τον Θεόν, να Τον καταλάβης μέσα σου, να νοιώσης αυτό που διαβά­ζεις και να σκιρτήση η καρδιά σου, χρειάζεσαι μια σιγή. Αυτή η σιγή είναι και εξωτερική και, προπαν­τός, εσωτερική. Για να έχης σιγή εξωτερική, πρέπει να διαλέ­ξης μιαν ώρα που να υπάρχη ησυχία- προπαντος όμως πρέπει να έχης ειρήνη μέσα στην καρδιά σου. Δεν θέλω να πώ οτι δεν πρέπει να διαβάζουμε τον λόγο του Θεού όταν έχωμε ταραχή· οφείλομε, για να γαληνεύωμε· άλλ' όμως, για να μπουμε, για να καταδυθούμε στα βαθέα νοήματα του λόγου του Θεού, θα πρέπει οπωσδήποτε να ύπάρχη μεσα μας ειρήνη και σιγή, ησυχία, να έχουν σιγήσει ολες οι άλλες υποθέσεις μας. Τέταρτον: οταν μελετουμε τον λόγο του Θεού, πρέπει να αίσθανώμεθα οτι είναι για μας- οχι για τους αλλούς. Ποσάκις έχει είπωθή αυτό... Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Ό ταπεινόφρων και έργον έχων πνευματικόν, αναγινώσκων τας Θείας Γραφάς, πάντα εις εαυτόν νοήσει και ουκ εις έτερον.». ο ταπεινός άνθρωπος, όταν μελε­τά τη Γραφή, ότι βγάζει απο μέσα και ότι καταλα­βαίνει, ποτέ δεν λέγει «Αυτα είναι για τους άλλους.»· οχι! αλλά τί; «Αυτα είναι για μένα! Αυτα τα λέγει ο λόγος του Θεού για μένα!». Γι' αυτό ακόμη, αν θέλετε, αγαπητοί μου, κι ε­δώ που ακούγεται ο λόγος του Θεού, πολλές φο­ρές οί άνθρωποι λένε: «Μηπως ξέρει ο ομιλητής τί­ποτε απο τή ζωή μου, και αναφέρθηκε σ' αυτό που απασχολεί έμενα;». Δεν ξέρει τίποτα ο ομιλητής απο τή ζωή σου× τον λόγον του Θεού τον κατευθύνει ο Θεός. Βέβαια έχω προετοιμάσει το τι θα σας πω× αλλά εκείνο όμως που έχει προετοιμασθή και που ήδη εκφέρεται ως λόγος του Θεού, αυτό, στο βάθος, ο ίδιος ο Θε­ός το κατευθύνει, ώστε ο λόγος Του να προσεγγίζη διαφοροτρόπως τίς πολυποίκιλες καρδιές. Βλέπετε ο λόγος είναι ενας· κι όμως για τον καθενα είναι δι­αφορετικός. Λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Το νε­ρό, που ποτίζει τα λουλούδια, είναι το ίδιο για όλα τα λουλούδια. Για τουτο το λουλούδι το νερό γίνε­ται κόκκινο χρώμα- για εκείνο γίνεται άσπρο χρώ­μα× για το άλλο γίνεται κίτρινο χρώμα. Και όμως το νερό είναι το ίδιο!». Έτσι ο ομιλητής δεν λέγει κάτι που απασχολεί κάποιον× απλώς ο λόγος του Θεού βρίσκει απήχησι μέσα στην καρδιά του κάθε ακροατού, του σω­στού ακροατού. Υπογραμμίζω: του σωστου ακρο­ατού! Οπότε ο ακροατής που θα ακούση, και είναι ταπεινός άνθρωπος, θα πη: «Όλα αυτα είναι για μενα! δεν είναι για τον πλαϊνό μου, που κάθεται στην καρέκλα, και που μπορεί ενδεχομένως να ξέ­ρω τή ζωή του.». Να μην πή: «Χμ!... ο ομιλητής κα­λά τα λέει' ο δίπλα ας τ' ακούη τώρα!». Να μην το πή αυτό αυτό είναι υπερηφάνεια, και μάλιστα λαμπικαρισμενη, γνησία υπερηφάνεια! Αλλά να πή: «Αυτά είναι για μένα: μόνο για μένα! και δεν έχω παρά να διορθωθώ.». Και τέλος, πέμπτον: Να προσεγγίζωμε την άναγνωσι με προσευχή. Λέγει πολύ ωραία πάλι ο άγιος Ισαάκ ο Σύ­ρος: «Τοις λόγοις των μυστηρίων, των εν τη θεία Γραφή, μη προσεγγίσης χωρίς ευχής», μην άνοιξης την Αγία σου Γραφή, μη διαβάσης λόγον Θεού, εάν προηγουμένως δεν έκανες ευχή, δεν έκανες προ­σευχή, «και αιτήσεως της παρά του Θεού βοηθεί­ας», να ζητας απο τον Θεόν την βοήθεια Του, «άλλ' ευχόμενος, λέγε», και, οταν θα προσεύχεσαι, να λές: «Κύριε, δός μοι λαβείν αίσθησιν της δυνάμεως της εν αυταίς.», δός μου, Κύριε, την αίσθησι να κα­ταλάβω τη δύναμι που βρίσκεται μέσα στα λόγια Σου. «Την γαρ ευχήν λογίζου είναι κλείδα των νο­ημάτων των αληθινών των εν ταις θείαις ησφαλισμένων Γραφαίς.». Να θεωρής οτι η προσευχή εί­ναι το κλειδί για να καταλάβης το βαθύτερο νόημα της Γραφής. 2. Αλλά και δια την ακρόασιν, αγαπητοί μου, ας πουμε δυό λόγια- μόνο δυό λόγια. Πολλοί δεν γνωρίζουν γράμματα. Μάλιστα σε παλαιότερες εποχές οί μη γνωρίζοντες γράμματα ήταν η πλειονότης. Ελάχιστοι εγνώριζαν γράμματα σε πολύ παλιές εποχές. Σήμερα ελάχιστοι δεν γνω­ρίζουν οι πιο πολλοί ξέρουν τουλάχιστον να δια­βάζουν και να γράφουν. Οπότε η ακρόασις ήτο βασική πηγή γνώσεως αληθειών του Θεού. Διότι, αφού δεν ήξεραν να διαβάσουν, πως θα μπορού­σαν να μάθουν; Θα μάθαιναν μόνον εάν ήκουαν. Άλλ' όμως η ακρόασις, αγαπητοί μου, είναι βασική για ολους τους ανθρώπους. Ο λόγος προ­σφέρεται δια ζώσης γλώσσης, οπως και ο Λόγος -με λάμδα κεφαλαίο- είναι ζωντανός- και συνεπώς, οταν ακούεται ο λόγος του Θεού δια ζώσης γλώσσης, αυτό έχει μίαν ιδιαίτερη χάρι. Ακόμη συνοδεύεται ο λόγος του Θεού με προσωπικά βιώματα του ομιλητού, και συνεπώς, με τον τρόπο αυτόν, δίδεται μια ενθάρρυνσις εις τους ακροατάς δια την εφαρμογήν του λόγου του Θεού. Δεν είναι το ίδιο το να ακούσης τον λόγο του Θεού απο το ραδιόφωνο ή να τον διαβάσης σ' ένα βιβλίο, με το να τον ακούσης ζωντανά είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Γι' αυτόν τον λόγο πάμε να ακούσωμε λόγον Θεού- όχι μόνο να διαβάσουμε. Δηλαδή ούτε η ανάγνωσις αντικαθιστά την άκρόασιν, ούτε η ακρόασις αντικαθιστά την ανάγνωσιν είναι δυό πράγματα παράλληλα, εξίσου σπουδαία. Αλλά πρέπει να σας πώ ότι η ακρόασις προϋ­ποθέτει και την παρουσία των άλλων. Βλέπετε πόσοι άνθρωποι είμεθα εδώ; Τί σημαίνει αυτό; οτι ο λόγος του Θεού δενεται με την θεωρία των προσώ­πων, δηλαδή με την όρασι των προσώπων -αυτό θα πή θεωρία" το να βλέπω- δηλαδή δενεται με την Εκκλησία. Κι αυτό, το να ακούεται ο λόγος του Θεού μεσα στην Εκκλησία, είναι πάρα πολύ σπου­δαίο- είναι πάρα πολύ σημαντικό, μεγίστης αξίας! αλλιώτικα θα μπορούσα να κάθωμαι στο σπίτι μου να ακούω απο μιά κασετα, που λέγεται κονσέρβα -Οπως την ώνόμασε ο άγιος Φλωρίνης- κονσέρβα του λόγου του Θεού! Αλλά η κονσέρβα δεν έχει την δροσερότητα του φρέσκου φαγητου. Χρήσιμη είναι, αλλά... αλλά κονσέρβα! Όμως προσέξατε: θα ακούσω και την κασέτα, θα διαβάσω και το βι­βλίο, αλλά θα πρέπει να πάω να ακούσω εκεί που είναι και οι άλλοι πιστοί, για να αποτελέσω και να αναδείξω την Εκκλησία, όχι μόνο στον λειτουργικό της χώρο, αλλά και στην ακρόασι του λόγου του Θεού. 3. Και τέλος ας πούμε κάτι ως προς την εφαρ­μογήν του λόγου του Θεού. Αυτό το οποίο διατυπώνει ο ιερός Ευαγγελι­στής, «και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα» οπως λέγει, εκφράζει οτι ο λόγος του Θεού πρέπει να βιούται, να τον ζούμε, αλλά και να βιούται ολόκλη­ρος. Προσεξτε: ολόκληρος! Μην πούμε: «Αυτό ναί, κι εκείνο όχι.». «Ό γαρ καιρός εγγύς.»× γιατί ο καιρός είναι κοντα. Πώ πώ!... οταν ακούτε αυτό το «ο γαρ και­ρός εγγύς», αισθάνεσθε τίποτε μέσα σας; Να σας πώ κάτι που το είχα ζήσει κάποτε εντελώς βιωμα­τικά. Ήταν Κατοχή, και γράφαμε εξετάσεις καθι­σμένοι στα θρανία τρείς-τρείς, χωρίς να αφήνωμε κενά -ένα κενό θρανίο, ένα γεμάτο, ένα κενό... και τα λοιπά. Σε όλα τα θρανία καθισμένοι μαθηταί, και στο κάθε θρανίο τρείς-τρείς -χαράς ευαγγέλια για τους μαθητάς! Λοιπόν. Οι συμμαθηταί μου δεν είχαν διαβάσει. Δίναμε δε εξετάσεις μόνον Αρχαία, Νέα και Μαθηματικά τίποτε άλλο. Αυτοί είπαν με­ταξύ τους: «Παιδιά, Αρχαία δεν θα διαβάσουμε.»· εγώ διάβασα. Κάθισα στο πρότελευταίο θρανίο και βοηθούσα τους τρεις απο πίσω μου, τους τρεις μπροστά και τους δύο εκατέρωθεν. Αλλά, με το να βοηθώ αυτούς και να λέγω «Εσύ, τι έγραψες;» και Εσύ, τι έγραψες;» -επιτήρησις δεν υπήρχε εις την τάξιν-, εγώ δεν έγραφα- κοιτούσα οι άλλοι να γρά­ψουν. Για μια στιγμή μπαίνει ο οικείος καθηγητής και λέγει: «Παιδια, σε πεντε λεπτά μαζεύω τις κόλ­λες.»! οσοι ζήσατε στα μαθητικά σας χρόνια τέ­τοιες καταστάσεις μπορείτε να με καταλάβετε. Έ­παθα... Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έπαθα. Ί­δρωσα, κοκκίνισα, παρέλυσα! και αυθορμητως έ­βγαλα μια φωνή: «Όχι ακόμα, κύριε καθηγητά!...», γιατί δεν είχα γράψει τίποτα. Οι άλλοι εσηκώνοντο να παραδώσουν τις κόλλες τους, κι εγώ που είχα διαβάσει δεν είχα γράψει! Και πήγαινα μετά σαν σκυλάκι στο γραφείο να παρακαλώ τον καθηγητή να με περάση... Αυτό το αίσθημα αισθάνεται ο άνθρωπος, ό­ταν άντιληφθή ότι η ώρα έφθασε. Είναι φοβερόν αίσθημα. Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι εάν δεν έχης ζήσει σωστά στη ζωή σου, οταν ιδής να έρχεται η ώρα του θανάτου, θα θορυβηθής. Αλλά και οταν κανείς μέσα του αληθινά έχη βάλει την αίσθησι ότι ο καιρός είναι κοντά, όταν διαβάζη αυτην την φράσι, «ο γαρ καιρός εγγύς», αισθάνεται αυτό το αίσθημα που προηγουμένως σας περιέγραψα ότι έ­ζησα στα μαθητικά μου χρόνια. Αλλά ο λόγος αυτός, «ο γαρ καιρός εγγύς», εί­ναι της αυτής εννοίας με εκείνον που προαναφέρα­με την περασμένη φορά και τον είχαμε αναλύσει -είναι λίγο πιο πάνω-, εκείνο το «α δει γενέσθαι εν τάχει», εκείνα τα οποία πρέπει να γίνουν γρήγορα. Χαρακτηριστικόν είναι ότι για μια ακόμη φο­ρά αναφέρεται αυτό το γρήγορο, το «εν ταχει», το «εγγύς», εκ προοιμίων εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως, και τονίζεται το καλπάζον «τέλος», το «τέ­λος» δηλαδή που έρχεται με καλπασμό. Αλλά σε τι ο καιρός είναι «εγγύς»; σε τί ο και­ρός είναι πλησίον; Ό καιρός είναι «εγγύς» εις την πλήρωσιν των λόγων της προφητείας× και συνεπώς ευτυχισμενος είναι αυτός που τηρεί αυτούς, γιατί ο καιρός δεν θα βραδύνη. Απο την εκκλησιαστική μας πράξι μου έχει κάνει εμένα προσωπικά εντύπωσι το έξης -εάν εί­ναι σωστό δεν ξέρω- εγώ θα σας το καταθέσω: Μεχρι τον 15ον αιώνα εκείνοι οι πιστοί που έ­δωσαν το αίμα τους και ετελείωσαν μαρτυρικά α­ποκαλούνται απλώς Μάρτυρες η ακόμη, αν ετε­λείωσαν οσίως την ζωήν των, αποκαλούνται α­πλώς Άγιοι. Αυτό μεχρι τον 15ον αιώνα. Μετα τον 15ον αιώνα οι Μάρτυρες αποκαλούνται Νέοι, και έχουμε τους Νεομάρτυρας. Μάλιστα, αν θέλετε, απο ιστορικής πλευράς, που συνήθως χωρίζουμε την Ιστορία σε μεγάλες περιόδους, έχομε αυτόν τον χαρακτηρισμόν μετά το 1453, την πτώσι της Κωνσταντινουπόλεως. Όσοι δηλαδή Μάρτυρες εί­ναι μετα την πτώσι της Κωνσταντινουπόλεως ονο­μάζονται Νεομάρτυρες -βάζουμε μπροστα αυτό το Νέο-· και εκείνοι που ειρηνικώς και οσίως ετελείωσαν τη ζωή τους καλούνται και αυτοί Νέοι. Φερ' ει­πείν: ο Όσιος πατήρ ημών... τάδε, ο Νέος· ή: ο και­νοφανής Άγιος. Καινοφανής θα πη αυτός που εμ­φανίσθηκε τώρα, καινούργια. Λέμε: ο άγιος Νε­κτάριος, ο καινοφανής Άγιος. Λοιπόν αυτός ο χα­ρακτηρισμός, Νέος, Καινοφανής και λοιπά, που εί­ναι κοινός και δια τους Μάρτυρες και δια τους Ο­σίους, είναι ενας χαρακτηρισμός ο οποιος σαν να βάζη ένα όριο. Όμως, αν θα έρθη μια άλλη εποχή, ύστερα πάλι απο πεντακόσια χρόνια, που οι ιστορικοί θα πρέπει να κατανείμουν την Ιστορία, πως θα πρέπει η Εκκλησία να ονομάζη τους τοτε Μάρτυρας και Αγίους; Εάν χρησιμοποιή τώρα τον χαρακτηρι­σμόν Νέος, τότε πως; Νεώτατος;... Αλλά οταν ομιλή περί Νέου, ξέρετε τί σημαίνει αυτό, αγαπητοί μου; σημαίνει ότι είχαμε τους πα­λαιούς Αγίους και τους Νέους μετα τους Νέους δεν υπάρχουν άλλοι, Νεώτεροι Νέοι απλώς. Δηλα­δή ξέρετε τι συμβαίνει εδώ; Νομίζω οτι εις την κα­θολικήν συνείδησιν της Εκκλησίας υποβόσκει το αίσθημα ότι το τέλος είναι «εγγύς»· γι' αυτό η Εκ­κλησία τώρα ονομάζει τους Αγίους της με τον χα­ρακτηρισμόν Νέος. Δεν έχομε τίποτα άλλο να προ­σθέσουμε παρακάτω. Πρώτα απλώς: Άγιος, ή: Μάρτυς. Γιατί; Διότι το τέλος ήταν μακρυά, παρ' οτι πάντα προ οφθαλμών της Εκκλησίας υπήρχε το τέλος. * * * Μετα άπ' αυτην την εισαγωγικήν επιγραφήν, η οποία κλείει εδώ με αυτόν τον μακαρισμόν που αναφέραμε, αγαπητοί μου, ακολουθεί το προοίμιον του όλου βιβλίου, που επεκτείνεται μεταξύ των στί­χων 4 έως 8. Να σας το διαβάσω: «Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις ταις εν τη Α­σία· χάρις υμίν και ειρήνη απο Θεού, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, και απο των επτά πνευμάτων, α ενώπιον του θρόνου αυτού, »και απο Ιησού Χριστού, ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και ο άρχων των βασι­λέων της γης. τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι η­μάς απο των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού, »και εποίησεν ημάς βασιλείαν, ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού, αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. »Ιδού έρχεται μετα των νεφελών, και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν, και κόψονται επ' αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης. ναί, αμήν. »Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ.» Αυτοί, αγαπητοί μου, οι τέσσερις στίχοι -οί πεντε γιατί συμπεριλαμβάνεται και ο τέταρτος- εί­ναι το προοίμιον του βιβλίου της Αποκαλύψεως. Έως εδώ, είδατε, είχαμε την εισαγωγικήν επιγραφήν. Εις αυτό το προοίμιον, που είναι πάρα πολύ σπουδαίο και θεολογικώτατον, βλέπομε να φαίνεται ο επιστολικός χαρακτήρ του βιβλίου, οτι το βι­βλίο της Αποκαλύψεως αποτελεί επιστολήν, είναι μία επιστολή. Άν το θέλετε, και το Κατά Λουκάν ευαγγέλιον είναι μία επιστολή. Θυμάσθε που γρά­φει εκεί ο Λουκάς προς τον «κράτιστον Θεόφιλον» «Σου στέλνω... -δεν αναφέρει βέβαια την ονομασία επιστολή- σου στέλνω τούτο το κείμενο, τρόπον τι­νά, για να μάθης την ακρίβεια της Πίστεως σου.»; Συνεπώς αναφέρεται και αυτό κατα τρόπον επι-στολικόν. Έτσι και η Αποκάλυψις- έχει διαστάσεις επιστολής- οχι μόνο διότι περιέχει τις επτά επιστο­λές που στέλνει ο Χριστος στις επτά Εκκλησίες της Μικρας Ασίας, αλλά και διότι το όλο βιβλίον είναι επιστολιμαίας μορφής και διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία μιας επιστολής αρχαίου επιστολικού τύ­που. Δηλαδή: δηλούται ο συγγραφεύς -ό Ιωάν­νης-, οι παραλήπται -οι επτά Εκκλησίες της Μι­κρας Ασίας-, ο χαιρετισμός -«χάρις υμίν και ειρή­νη απο Θεού...» και τα λοιπά- και η δοξολογία ως συνήθως -«αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αι­ώνας των αιώνων αμην.». Ώστε λοιπόν η Αποκά­λυψις, αγαπητοί μου, είναι μία επιστολή. Και, όπως σας είπα, είθε ο Θεός να δώση κάποτε να ακούεται και ως επιστολικόν ανάγνωσμα εις την Εκκλησίαν. «Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις ταις εν τη Α­σία.». Ο Ιωάννης, ο στέλλων την επιστολήν, ο συντάκτης της επιστολής, προς τις επτά Εκκλησίες που είναι στην Ασία, που θα είναι οι αποδέκται της επιστολής. Ο αποστέλλων και οι αποδέκται. Πάλι βλέπομε εδώ για δεύτερη φορά -θα σημειωθή και για τρίτη φορά λίγο παρακάτω- ότι προτάσσεται το όνομα του συγγραφέως, «Ιωάν­νης», χωρίς επίθετον η προσδιορισμόν, ως πασίγνωστον, οπως σας είπα προηγουμένως, εις τους αναγνώστας. Ποιές είναι αυτές οι επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, προς τις οποίες αποτείνεται το βιβλίον της Αποκαλύψεως, και μάλιστα με μίαν ιδιαιτέραν επιστολήν για την κάθε μια απ' αυτές; Είναι: η Εκκλησία της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου,... Ιστορικές Εκκλησίες είναι, προ­σεξτε! Δεν είναι νοερά πράγματα, δεν είναι συμβο­λικά× ιστορικές Εκκλησίες είναι! Επαναλαμβάνω: της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου, των Θυατείρων, των Σάρδεων, της Φιλαδελφείας και της Λαοδικείας× που είναι και πόλεις της Μικρας Ασί­ας× παλιές, αρχαίες πόλεις! εκεί όπου ήκμασε ο υλι­σμός, έγιναν επισκοπές, δηλαδή Ιδρύθηκαν Εκκλη­σίες. Προς αυτές τώρα τίς επτά Εκκλησίες αποτεί­νεται το βιβλίον της Αποκαλύψεως, με ξεχωριστή ε­πί μέρους επιστολή για την κάθε μιά απ' αυτές Εκ­κλησία. Αλλά θα 'λεγε κανεις: Γιατί μόνο προς αυτές τις επτά Εκκλησίες αποτείνονται οι επί μέρους επιστολές; Θα πη ο Χριστός στον Ιωάννη: «Γράψε στην Εκκλησία, στον άγγελον -στον επίσκοπο δη­λαδή- στον άγγελο της Εκκλησίας των Εφεσίων: ...», ή «...της Εκκλησίας της Σμύρνης: ...». Γιατί; Μηπως οι λοιπές Εκκλησίες, όπως των Ιεροσολύ­μων, της Αντιοχείας, της Κορίνθου ή της Ρώμης, δεν ήσαν Εκκλησίες πολύ μεγάλες, πολύ σπουδαί­ες;... Άν θέλετε, μόνον η της Εφέσου θα μπορούσε να παραβληθή με τίς αναφερθείσες Εκκλησίες. Της Ρώμης;... Της Κορίνθου;... Της Αντιοχείας, της με­γάλης Αντιοχείας;... Μόνον η της Εφέσου Ολες οί άλλες Εκκλησίες της Μικρας Ασίας ήταν μικρές. Γιατί λοιπόν αναφέρονται οι επιστολές σ' αυτές τις επτά, και οχι και στίς άλλες, που ήσαν εύσημες και μεγάλες; Διότι ο αριθμός επτά είναι σχηματικός και εκ­φράζει την ποικιλίαν, ταυτοχρόνως και την πλη­ρότητα. Δηλαδή πρόκειται για ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας, το τότε και το μέχρι της συν­τέλειας των αιώνων -συνεπώς και το σημέρα-, που εκφράζεται με αυτούς τους επτά αντιπροσω­πευτικούς τύπους των εν λόγω Εκκλησιών. Με άλ­λα λόγια οι επτά αυτές Εκκλησίες είναι επτά πτυ­χές, με επτά πραγματικότητες, της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Έχομε λοιπόν εδώ δυό διαστάσεις συμπε0λεγμένες. η μία είναι οτι η κάθε μιά επιστολή α­ποτείνεται προς συγκεκριμένη, ιστορικήν -υπο­γραμμίζω το ιστορικήν- συγκεκριμένη, ιστορικήν Εκκλησίαν, και αναφέρεται σε συγκεκριμενες περι­πτώσεις της κάθε Εκκλησίας. Όταν, επί παραδείγ­ματι, λέγη «Δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός" είσαι χλιαρός.» ή «Άφησες την πρώτη σου αγάπη... Δες απο που ξέπεσες.», αυτά είναι συγκεκριμενα κου­σούρια, ελαττώματα, της άλφα η βήτα Εκκλησίας. Επομένως οι επιστολές αυτές, στο πρώτο πλάνο, βλέπουμε οτι έχουν ιστορικόν χαρακτήρα είναι πραγματικά αυτό που είναι. Στο δεύτερο όμως πλάνο βλέπουμε οτι τα στοιχεία αυτών των ε­πιστολών αποτείνονται εις την όλην Έκκλησίαν. Συνεπώς έχουμε συμπεπλεγμένες δυό διαστάσεις: την ιστορικήν, που είναι τοπικά και χρονικά συγκε­κριμένη, και την άλλη διάστασι, που είναι απλωμέ­νη σ' ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας, και δεν περιορίζεται σ' ένα συγκεκριμένο τόπο- αναφέρεται δηλαδή σε ολόκληρη την Εκκλησία. Έτσι, άμα δια­βάσουμε τι γράφει ο Χριστός δια την Εκκλησία των Εφεσίων η δια την Εκκλησία των Σμυρναίων, βλέ­πουμε οτι όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία του Χρίστου. Θα ξαναπώ για άλλη μιά φορά, γιατί είμεθα Έλληνες, και οι Εκκλησίες αυτές ήσαν σε ελληνικές πόλεις, και η Μικρά Ασία ήταν ελληνική: ταυτοχρόνως είναι και ιστορικές Εκκλησίες και ιστορι­κές επιστολές, με ιστορικό υπόβαθρο. Το γιατί; οταν θα 'ρθη η ώρα, θα σας το πώ ξανά- Αλλά θα σας το πώ και τώρα. Θα πή ο Χρι­στος σε κάποιον επίσκοπο: «Θα σου κινήσω την λυχνία.»- κάθε Εκκλησία συμβολίζεται με μίαν «λυχνίαν», μ' ένα κηροπήγιο, μ' ένα κερί, με μία λαμπάδα. «Θα σου κινήσω την λυχνία.»! Ξέρετε τι θα πη; «Θα σε μεταθέσω.»! Και τις πήρε και τις επτά και τις μετέθεσε!... Ποιά ιστορική Εκκλησία σημέρα υπάρχει στη Μικρά Ασία; Ούτε μία! Οΰτε της Εφέσου -της με­γάλης Εφέσου!- ούτε της Σμύρνης ούτε της Λαοδικείας ούτε της Φιλαδελφείας... Καμμία Εκκλησία άπ' αυτές δεν υπάρχει- οί «λυχνίες» κινήθηκαν ορι­στικως το 1922. Οριστικώς! Αλλά ας είναι. Γι' αυτό σας έτονισα το ιστορικόν στοιχείον είναι πάρα πο­λύ σπουδαίο. Θα επανέλθω όμως τοτε που θα μι­λήσουμε για κάθε μιά απο τις επιμέρους επιστολές. Ώστε λοιπόν εδώ βλέπομε οτι έχομε την ποικι­λία και ταυτοχρόνως την πληρότητα- δηλαδή έχο­με πολλές πτυχές αλλά και ταυτόχρόνως όλες τίς περιπτώσεις που υπάρχουν μέσα εις την Εκκλησία. Λέγει ο άγιος Ανδρέας Καισαρείας: «Δια του εβδοματικού αριθμού, το μυστικόν των απαντα­χού εκκλησιών σημαίνει» -«των απανταχού Εκκλησιών»! Με τις επτά Εκκλησίες, εννοεί όλες τίς Εκκλησίες, «και το τω παρόντι βίω σύστοιχον, εν ω και η εβδοματική περίοδος γίνεται.». Όπως ακριβώς θεωρείται η εβδομάς ως ενα σύμβολον της δημιουργίας του κόσμου ή της ζωής μας, κατα παρόμοιον τρόπον και ως εβδομάς εδώ συμβολίζεται, με τον αριθμό επτά, η πληρότητα της Εκκλησίας. Γι' αυτό, θα παρακαλέσω, ο,τι θα αναλύσωμε στις επτά αυτές επιστολές -που είναι πολύ σπου­δαίες- σπουδαιότατες!- μη νομίσετε ότι αναφέρον­ται μόνο στις τοτε ιστορικές Εκκλησίες- αναφέρον­ται και εις την πάντοτε υπάρχουσαν έως της συν­τέλειας των αιώνων Έκκλησίαν. «Χάρις υμίν και ειρήνη.». Χάρις σε σας και είρήνη. Είναι ενας χριστιανικός χαιρετισμός έντονου λειτουργικού χαρακτήρος. «Χάρις σε σας και ειρή­νη.»! Αυτός ο χαιρετισμός του Ιωάννου του Ευαγγελιστού, εις την Αποκάλυψι, είναι συντόμευσις του χαιρετισμού του αποστόλου Παύλου, στη Β' Προς Κορινθίους επιστολήν του, 13, 13, που λέγει: «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος-βλέ­πετε λοιπόν; τριαδικός ο Θεός!- μετα πάντων υ­μών× αμην.», να είναι μαζί με όλους εσάς. Αυτόν τον τύπον του χαιρετισμού δεν τον παίρνει ο Ιωάννης απο τον Παύλο, ούτε ο Παύλος απο τον Ιωάννη· φαίνεται πως υπήρχε εις την Έκκλησίαν και είχε λειτουργικόν χαρακτήρα- και έτσι απο την Εκκλησία παίρνει και ο Ιωάννης και ο Παύλος και ο απόστολος Πέτρος και ο απόστολος Ιούδας. Αυτός δε ο τύπος υπάρχει μέχρι σημέρα× ανα­φέρεται εις το προοίμιον της ευχής της αγίας Ανα­φορας, όταν βγαίνη ο ιερεύς να ευλόγηση τον λαόν. Αυτός ο ίδιος τύπος υπάρχει. Συνεπώς, αγα­πητοί μου, είναι ένας χαιρετισμός με έντονον λει­τουργικόν χαρακτήρα. Επειδή δε η «χάρις», ως ευμένεια του Θεού, που πηγάζει απο τον ιλαστήριον Θάνατον του Χρι­στού, αλλά και η «ειρήνη» προέρχονται απο τον Θεόν Πατέρα -όπως λέγει λίγο πιό κάτω, «απο ο ών και ο ήν και ο ερχόμενος»-, απο το Πνεύμα το Άγιον -«απο των επτά πνευμάτων», που θα πη πιό κάτω- και απο τον Υιόν -«και απο Ιησού Χρι­στού», επίσης πιό κάτω-, ο χαιρετισμός αυτός με­τατρέπεται εις λειτουργικήν ομολογίαν Πίστεως× ταυτοχρόνως είναι ένα σύμβολον Πίστεως. Είναι αυτό που ο Φίλιππος ο Διάκονος είπε εις τον Αιθίοπα τον ευνούχον: Εάν ομολογής οτι ο Ι­ησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, τίποτα δεν σε εμποδίζει να βαπτισθής.»· κι εκείνος άπεκρίθη: «Πιστεύω οτι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού.». Είδατε;... ομολογία Πίστεως. Αργότερα, οταν θα εμφανισθούν πολλές αιρέ­σεις, το σύμβολον της Πίστεως θα γίνη πιό λεπτο­μερές. Είναι το γνωστο σύμβολον της Πίστεως που έχομε, της Νικαίας: «Πιστεύω εις ενα Θεόν, Πατέ­ρα, Παντοκράτορα...» και τα λοιπά. Ώστε βλέπουμε λοιπόν εδώ οτι έχομε ενα πα­νάρχαιο στοιχείο λειτουργικής ομολογίας Πίστεως-δηλαδή ομολογώ την Πίστι μου μέσα εις τον λειτουργικόν χώρον. Είδατε;... το «Πιστεύω» που το λέμε; Το λέμε μέσα εις τον λειτουργικόν χώρον. Προκειμενου να τελέσωμε τη θεία Λειτουργία, προ­κειμενου να κοινωνήσουμε, πρέπει να ομολογή­σουμε τη σωστή μας Πίστι. Συνεπώς, αγαπητοί μου, αυτός ο χαιρετισμός του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού είναι ένας χαιρετισμός, οπως σας εί­πα, με έντονον λειτουργικόν χαρακτήρα.