Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ  



ΕΥΛΑΒΗΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ

Ό Παπα - Χρυσόστομος είχε στη συνοδεία του, δυο αδέρφια ανίψια του, πού έγιναν Μοναχοί στο Κελί του «Αγίου Δημητρίου» και έλαβαν τα ονόματα, ό πρώτος Μιχαήλ πού έγινε και ιερέας και ό δεύτερος Γαβριήλ, ό οποίος στον κόσμο είχε κάνει γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, όταν όμως έγινε Μοναχός, ήταν ευλαβέστατος, ταπεινός, λιγόλογος και είχε μνήμη θανάτου παντοτινή.

Ό Παπα - Χρυσόστομος για να έχει ζωντανή τη μνήμη του θανάτου, έφτιαξε μόνος του τον τάφο του, τον όποιον όμως αντί να επισκέπτεται αυτός, πήγαινε ό νεαρός ανιψιός του Μοναχός Γαβριήλ συχνά, έμπαινε μέσα, έβαζε ξερά χόρτα και αφού έκανε την προσευχή του —τον Κανόνα— μετάνοιες και κομβοσχοίνια, μετά ξάπλωνε κι έκανε τον πεθαμένο.
Επειδή όμως το μέρος είναι πολύ υγρό και ή δίαιτα τους πολύ πενιχρή και λιτή, δεν άργησε, ό νεαρός Μοναχός, αλλά καλός υποτακτικός να προσβληθεί από πλευρίτιδα, ή οποία σε συνέχεια εξελίχθηκε σε φυματίωση και έτσι δεν άργησε τελικά να εγκαινιάσει στην πραγματικότητα αυτός τον τάφο, σε πολλή νεαρή ηλικία μόλις 25 ετών, αντί για το θείο και γέροντα του Παπα - Χρυσόστομο, πού προορίζονται ό τάφος και ό οποίος διακρίνονταν για την σκληρότητα και αδιακρισία του, γι' αυτό και τον βίον κατέλυσε στον κόσμο και όχι στο Άγιο Όρος.
Άλλ' ό νέος και καλός υποτακτικός κέρδισε μέσα σε λίγα χρόνια τον Παράδεισο και την αιώνια μακαριότητα, γιατί αξιώθηκε να καταταγεί με τους οσίους Αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.

ΤΡΕΙΣ ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΧΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΑΣΙΑ

Στην ίδια περιφέρεια της Κερασιάς, ήρθαν από Μοναστήρι των Ψαρών, τρεις ενάρετοι Μοναχοί Χιώτες την καταγωγή, ό Γέρων Ιερόθεος, ό Παπα - Θανάσης κι ό Διάκο - Συμεών και οι τρεις ήταν κατά πάντα εγκρατείς και ασκητικότατοι.

Αγόρασαν το μικρό Κελί, πού είχαν οί Ιωασαφαίοι, έκτισαν καινούργιο σπίτι, για νάχουν σχετική ευρυχωρία, γιατί μετά προσετέθη στη συνοδεία τους κι άλλος αδελφός, ό πάτερ Κοσμάς επίσης Χιώτης. Οι Πατέρες αυτοί, απλοί και φιλήσυχοι, σ' όλη τους τη ζωή δε γεύτηκαν ποτέ λάδι και διατήρησαν την ενάρετη καλογερική ζωή τους, πού από παλιά παράδοση είχαν στο πρώτο Μοναστήρι, πού ήταν στα Ψαρά, κι έτσι ζούσαν με ταπείνωση, άκρα υπακοή και συνέπεια στη πνευματική ζωή, με καθημερινή εξομολόγηση και τακτικά κοινωνούσαν τα Άχραντα Μυστήρια.
Δεν παραμελούσαν τη ζωή τους αυτή και εκ παραλλήλου εργάζονταν σκληρά στην καλλιέργεια και ανάπτυξη του Κελιού, πού σε λίγο χρονικό διάστημα το ανέδειξαν μεγάλο και αξιόλογο με πολλά καρποφόρα δέντρα, ελιές και αμπέλια.

Μετά από λίγα χρόνια, οι Γέροντες αυτοί, είχαν πάει στην αγρυπνία γειτονικού Κελλιου, και από τον καπνοδόχο πήρε φωτιά το σπίτι τους και ως το πρωί πού γύρισαν είχε τελείως αποτεφρωθεί και τα πάντα είχαν Ισοπεδωθεί.

Τότε και πάλι από την αρχή κτίσανε πολύ μεγαλύτερο και ευρυχωρότερο σπίτι. Μετά από αρκετά χρόνια προστέθηκαν στη συνοδεία τους κι άλλοι Πατέρες Χιώτες κι αυτοί, ό Πάτερ Ιάκωβος, ό Γέρο - Κοσμάς και ό Πάτερ Ιωακείμ, οι οποίοι συνέχισαν και αφομοιώθηκαν με την παράδοση των Γεροντάδων τους.


ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Ό Γέρων Ιερόθεος, είχε προχωρήσει πολύ στην πνευματική ζωή, τόσο, πού αξιώθηκε και προφητικού χαρίσματος.
Λίγο πριν να πεθάνει, με την χάρι του Θεού, προείπε απόπειρα δολοφονίας του τότε Τσάρου της Ρωσίας, στους Ρώσους αδελφούς πού βρίσκονταν στο Άγιο Όρος, οι οποίοι έγκαιρα ειδοποίησαν την Τσαρική οικογένεια και έλαβαν τα κατάλληλα προφυλακτικά μέτρα, κι έτσι απέτυχε ή απόπειρα, ή οποία πράγματι, μετά το θάνατο του Γέροντα Ιερόθεου, έλαβε χώραν.

Μετά το θάνατο του Γέρο - Ιερόθεου, προσλήφθηκε νέος από τη Σμύρνη, ό οποίος μετά την υποχρεωτική δοκιμασία, έγινε Μοναχός κι έλαβε το όνομα Ιερόθεος ό νέος, ό οποίος έγινε ιερέας και πνευματικός εξομολόγος.
Επί των ημερών, του νέου τούτου Ιεροθέου, κτίστηκε από τα θεμέλια ή καινούργια εκκλησία, έπ' ονόματι των
«Εισοδίων της Θεοτόκου»,
την οποίαν και εγκαινίασαν το έτος 1934.


ΟΙ ΚΡΥΦΟΔΟΥΛΕΙΕΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΟΛΕΘΡΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Πολλοί άνθρωποι επικαλούμενοι το ρητό του ευαγγελίου, πού λέγει: «Ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ΙΗ' 19) και παρερμηνεύοντες αυτό, κατά τη δική τους επιθυμία, προκαλούν και κατεργάζονται μόνοι τους την καταστροφή τους.

Έτσι πριν από αρκετά χρόνια έγινε στην Κερασιά, με δυο νέους Μοναχούς. Ό ένας από το Κελί του Χατζηγιώργη «Άγιος Δημήτριος» με το όνομα Δημήτριος, κι ό άλλος από το Κελί του «Αγίου Νικολάου» Αυξέντιος.

Οι νέοι αυτοί Μοναχοί, είχαν αγάπη μεταξύ τους και ορκίστηκαν φιλία αιώνια. Στην αρχή είχαν συμφωνήσει να προσεύχονται, να νηστεύουν, να αγρυπνούν και να κάνουν ότι καλό έργο και καλή πράξη θα μπορούσαν, χωρίς να ρωτούν κανένα.

Με τον τρόπο αυτόν, ό πολύπειρος Σατανάς, κατόρθωσε να βρίσκονται πάντοτε ό ένας κοντά στον άλλο και ό ένας στο Κελί του άλλου, πράγμα το όποιον απαγορεύεται στους νέους Μοναχούς, σύμφωνα με την υπόσχεση πού δίνουν όταν γίνονται Μοναχοί, πού λέγει ότι απαγορεύεται... μερική φιλία... και για να μη συναντιόνται και έχουν κρυφές συναναστροφές. 'Αλλά και κανένα έργο έστω και καλό, όταν γίνεται χωρίς τη γνώμη και γνώση του Γέροντα και του Πνευματικού, δεν γίνεται δεκτό από τον Πανάγαθο Θεό, όπως λέγει και το Πατερικό ρητό «το καλόν ουκ εστί καλόν εάν μη καλώς γένηται».

Άλλά οι δυο αυτοί φίλοι, νεαροί Μοναχοί, που ως εκ του αποτελέσματος φαίνεται, πώς δεν είχαν και καλούς Γέροντες και πνευματικούς για να τους επιμελούνται και να τους φροντίζουν, θέλησαν να φάνουν περισσότερο του δέοντος καλοί και εναρετώτεροι από τους άλλους, από ψευτοευλάβεια κινούμενοι και από σατανική ενέργεια. Έκαναν κρυφά προσευχές και ψευτοεγκράτειες και με το καιρό ό Σατανάς τους έφερε κει πού ήθελε, οί δυο τους παρεξηγήσανε τη λέξη αγάπη και άρχισαν να συμφωνούν και σ' όλα τα κακά θελήματα θεμιτά και αθέμιτα κι έτσι ξέπεσαν και στα «εν κρύπτω και παραβύστω γινόμενα», για τα όποια αναφέρει ό απόστολος Παύλος «αισχρόν εστί και λέγειν» (Έφεσ. Ε' 12).

Κατά εγκατάλειψι Θεού ενεργήσαντες, σε τόση πώρωσι ψυχική και σωματική αμετανοησία φθάσανε, πού αποφάσισαν, να είναι πάντα μαζί και να μη τους χωρίσει ούτε αυτός ό θάνατος.
Έτσι φόρεσαν τα καλά και καινούργια τους ράσα, έβαλαν τα σχήματα, γιατί και οί δυο τους ήταν «μεγαλόσχημοι» Καλόγεροι, φόρεσαν τα επανοκαλύμμαυχά τους, πήγαν στη θάλασσα κοντά, κει που πήγαιναν πολλές φορές κι έκαναν κρυφά τα θαλάσσια λουτρά τους. Πήραν μια φλοκάτη κουβέρτα, μπήκαν μέσα, ράφτηκαν και σιγά - σιγά όπως ήταν αγκαλιασμένοι, πέσανε στη θάλασσα, ή οποία με τη συνεργασία του δαίμονα, πού τους έδειξε τον τρόπο αυτό, να πάνε δήθεν αγκαλιασμένοι στην άλλη ζωή, στον «Παράδεισο», αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε να τους στείλει στην αιώνια Κόλαση, για να καιγονται αιώνια μαζί του.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΙΩΝΙΟ ΝΑΥΑΓΙΟ

Μετά καιρό, υστέρα από μεγάλη θαλασσοταραχή, ή θάλασσα στην παραλία του Παγασητικού κόλπου μπροστά από το Βόλο, ξέβρασε ένα μπόγο με τα σώματα, τα όποια ανακαλύψανε ψαράδες της περιοχής.

Άνοιξαν το μεγάλο μακάβριο και παράξενο εκείνο δέμα και είδαν φρικτό θέαμα! Οί δυστυχισμένοι αυτοί Καλόγεροι, από την αγωνία και τη φρίκη του πνιγμού, πού δοκίμασαν για να σωθούνε, είχαν βγάλει ό ένας τα μάτια του άλλου και ήσαν πιασμένοι από τα μαλλιά, αλλά ήταν αδύνατο να γλιτώσουν τον πνιγμό, έτσι πού τους είχε καταφέρει ό διάβολος να ραφτούν μόνοι τους από μέσα και να παραδοθούν στα χέρια του Σατανά!

Αυτά τα καταστρεπτικά αποτελέσματα έχουν οί κρυφοδουλειές, πού γίνονται στο σκοτάδι και δεν φανερώνονται έγκαιρα, οί κρυφοί λογισμοί, οί όποιοι μοιάζουν με τις μικρές τρύπες, πού ανοίγονται στο πλοίο και όσο δεν γίνονται φανερές, δεν τις βλέπει ό τεχνίτης να τις κλείσει, σιγά - σιγά γίνονται και πιο πολλές και ένα ωραίο πρωί βυθίζουν το πλοίο της ψυχής «αύτανδρο» με όλο του το περιεχόμενο και το εμπόρευμα καλό και κακό.
Ενώ αν έγκαιρα ανακαλυφθούν, φανερωθούν, εξομολογηθούν, να τις δει ό μάστορας - Πνευματικός, ό όποιος με τη βοήθεια και χάρι του Θεού και την εμπειρία του θα τις κλείσει και θα θεραπεύσει τις πληγές της καρδίας, διότι κατά το λόγο της Αγίας Γραφής «Παν γαρ το φανερούμενον φως εστί» (Έφεσ. Ε' 13), και το φως δεν αφήνει ποτέ τον άνθρωπο να πλανηθή και να χαθεί στα σκοτάδια των πονηρών λογισμών του Σατανά, και να φθάσει στην καταστροφή.
Προσοχή λοιπόν, όσοι επιθυμούμε, με την υπακοή να φθάσομε σύντομα και χωρίς περίσσιο κόπο στη βασιλεία των ουρανών, καθώς ό Αββας Δοσίθεος, πού αναφέρει στο βιβλίο του Άββα Δωροθέου, ό όποιος σε πέντε χρόνια μόνον, αδιάκριτης και τυφλής υπακοής και κοπής του ίδιου θελήματος, κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών, την οποίαν άλλοι, με 60 και 70 ακόμη χρόνια ασκητικής ζωής, δεν μπόρεσαν να κληρονομήσουν, γιατί ξεθάρρεψαν και πέθαναν στο θέλημα τους.

ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟΥ

Στην ίδια περιοχή στα Κελλιά της Κερασιάς και συγκεκριμένα, στο Κελί του «Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου», τριάντα περίπου χρόνια μετά από το αναφερόμενο αποτρόπαιο γεγονός, έζησε ένας ευλαβής, απλός και ταπεινός Μοναχός, αληθινός υποτακτικός με το όνομα Παντελεήμων, κατά κόσμον Θεοφιλής Θεοφιλόπουλος, από το Λογκανίκο της Σπάρτης καταγόμενος ό όποιος αφού με προσοχή μελέτησε τον βίο του Αββά Δοσίθεου, πού αναφέρει ό Αββάς Δωρόθεος στο βιβλίο του και ό όποιος έζησε τον Ε' αιώνα στη Μονή του Αββά Σερίδου στην Ανατολή, θέλησε να τον μιμηθεί.

Το βιβλίο αυτό και ό τρόπος ζωής του Αββά Δοσίθεου, έκαναν τόση εντύπωση, στον Πατέρα Παντελεήμονα, πού ολόψυχα απεφάσισε να τον μιμηθεί και πράγματι αντέγραψε σε όλα τη ζωή εκείνου, και όπως εκείνος δε θέλησε να φάει αυγά, πού ήταν απαραίτητα για την ασθένεια του, διότι τα είχε ζητήσει μόνος του και για να κόψει το θέλημα του δεν τα έφαγε. Έτσι και ό Πάτερ Παντελεήμων δε θέλησε σε κανένα πράγμα να γίνεται το θέλημα του, άλλα έπρεπε να γίνεται ακριβώς όπως έδωκε εντολή ό Γέροντας.

Είχε τέλεια αυταπάρνηση, δεν έπινε ούτε νερό χωρίς την αδεία και ευλογία του Γέροντα. Είχε τακτική εξομολόγηση και εξαγόρευσει των κρυφών διαλογισμών, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, χωρίς να εξαγόρευσει κάθε βράδυ τους διαλογισμούς και τον πνευματικό πόλεμο της ημέρας.

Από παλιά Παράδοση, των πνευματικών Πατέρων και Γεροντάδων, είχε καθιερώσει και ό Γέροντας μας Ιωακείμ Μοναχός, κι έπρεπε κάθε βράδυ απαραίτητα να ασχολούμεθα μισή έως μία ώρα να εξομολογηθούμε πώς περάσαμε την ήμερα και να ανταλλάξομε σκέψεις, γνώμες και να δεχτούμε συμβουλές ανάλογες για την νύκτα και για την άλλη ήμερα. Αυτό υπαγορεύει ή Καλογερική και ή άγρυπνη παρακολούθηση των πνευματικών ηγητόρων, ηγουμένων και Γεροντάδων, «ως λόγον αποδόσοντες» για την ψυχική σωτηρία των πνευματικών των τέκνων.
Από την Παράδοση, πού έγινε συνείδηση, κι ό πάτερ Παντελεήμων, έκανε ανελλιπώς τον Κανόνα της προσευχής του εικοσιτετραώρου —μετάνοιες και κομβοσχοίνια— και ακατάπαυστα πρόφερε με το νου και με τα χείλη τις προσευχές «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελεησόν με», «Υπεραγία Θεοτόκε σώσε με»' «Βαπτιστά του Χριστού πρέσβευε υπέρ εμού και βοήθει μοι τω άμαρτωλω», «Άγιοι Πατέρες πρεσβεύσατε για όλον τον κόσμον και δι' έμέ τον αμαρτωλό».
Με την άδεια του Γέροντα και του Πνευματικού, εκτός από τις καθημερινές σκληρές και βαριές εργασίες του Κελλιου και τις δικές του πνευματικές υποχρεώσεις και προσευχές, έκανε ορισμένη προσευχή για τους γονείς και συγγενείς του, κατά σάρκα και κατά πνεύμα, και για όλον τον κόσμο.

είχε τόση ακρίβεια και προσοχή στη ζωή του γενικά και στις καθημερινές υποχρεώσεις της ατομικής του προσευχής, των ιερών Ακολουθιών και λειτουργιών, πού όταν το 1931 θα τον έστελνε ό Γέροντας στην Ιερισσό, στο γιατρό να του θεραπεύσει το δεξί του χέρι, που από μικρό παιδάκι είχε βγαλμένο και στραβοτοποθετημένο, από πρακτικό γιατρό, και επειδή επί 15 ήμερες έως ότου να αποθεραπευτεί, δε θα μπορούσε να κάνει μετάνοιες και κομβοσχοίνια, κανόνισε μια βδομάδα ενωρίτερα να κάνει τόση προσευχή και μετάνοιες, πού να καλύψει την έλλειψη της προσευχής, κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του, κι έτσι έφτανε να κάνει 500-1000 μετάνοιες και 50 - 60 κομβοσχοίνια το 24ωρο.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα κοπής του ιδίου θελήματος, θα αναφέρομαι ένα από τα πολλά γεγονότα, τα οποία ζήσαμε.

Ήταν καλοκαίρι,, εποχή των σύκων. Στο Κελί μας αυτό είχαμε αρκετές συκιές μπροστά στο σπίτι και συκιές κάτω στους κήπους, περισσότερο από 100 μέτρα κάτω από το σπίτι. Στις συκιές του σπιτιού είχαν αρχίσει τα σύκα να φουσκώνουν, δεν είχαν όμως ωριμάσει. Την άλλη μέρα, πήγαμε με τον αδελφό μου κάτω στο κήπο να σκάψομε, αρχίσαμε την εργασία, κι όταν καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε στον ίσκιο της συκιάς, με χαρά είδα αρκετά σύκα να είναι ώριμα και δοκίμασα να κόψω για να φάμε.

Ό πάτερ και αδελφός Παντελεήμων είπε: — "Ε Ι Τι κάνεις εκεί αδελφέ; Χωρίς να υποπτευθώ ότι θα έκανα κάτι το άτοπο, απάντησα με απλότητα: — Αδελφέ, βλέπω εδώ τα σύκα να είναι ώριμα και έφ' όσον δεν έχομε πάρει τίποτε για πρωινό, θα κόψω λίγα σύκα για να φάμε. Κι εκείνος με πράο τρόπο και ύφος μου είπε: «Αδελφέ, πήρες ευλογία από τον Γέροντα;» Εγώ για να δικαιολογηθώ είπα: «Δεν ήξερα αδελφέ, ότι εδώ έχουν γίνει τα σύκα, για να πάρω προκαταβολικά την άδεια και ευλογία, πού νομίζω δε θα αρνιότανε ό Γέροντας να δώσει, αλλά να κόψω τώρα να φάμε και μετά να το πούμε στον Γέροντα».
Αυτός τότε μου είπε: «Ωραία σκέψη είναι αυτή αδελφέ, να κάνεις πρώτα τη λαθροφαγία και μετά να ζητήσεις συγχώρεση. Αυτό είναι και λέγεται προμελετημένη πράξη και τιμωρείται, θα πρέπει λοιπόν, πρώτα να πάρεις την άδεια για κείνο πού θα κάνεις, για να είναι με την ευλογία του Θεού, προς ψυχική και σωματική σου ωφέλεια». Μ' αυτόν τον γνώμονα κανόνιζε πάντα τη ζωή του και έτσι δεν έπεφτε ποτέ έξω, επειδή την ευθύνη για κάθε πράξη του, είχε ό Γέροντας, πού λάβαινε πρώτα γνώση για το κάθε τι, πού θα επρόκειτο να κάνει, και έτσι είχε πάντα την συνείδηση του ήσυχη, καθαρή και αναπαυμένη, γιατί έκανε το καθήκον του.

ΠΡΟΕΙΔΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΠΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ

15 ήμερες πριν, προείδε το θάνατο του, είπε στο Γέροντα και τον προετοίμαζε για να μη λυπηθεί, επειδή αυτός, διότι ήταν καλός υποτακτικός, τον υπεραγαπούσε. Και ό Γέροντας γνώριζε πώς ό καιρός της έκδημίας του ήρθε, αλλά του έδινε θάρρος, θα γίνεις καλά του έλεγε, θα έρθει ό αδελφός σου και θα πάτε στην πατρίδα να αλλάξεις κλίμα και δεν έχεις τίποτα κ.λπ.

Στις 15 Μαρτίου 1935 Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, στο γειτονικό Κελί «Άγιος Νικόλαος», γίνονταν αγρυπνία και κούρα νέου αδελφού —του Χριστόφορου—. Από τις γειτονικές Σκήτες 'Αγιάννα και Καυσοκαλύβια, είχαν έρθει ασκητές φίλοι, για να παρευρεθούν στην Καλογερική.
Λίγο πριν να ξημερώσει, κάλεσε ό ασθενής πάτερ Παντελεήμων, τον Γέροντα και του είπε: «Πέστε στον Ιερέα να συντομεύσει τη θεία λειτουργία, για να κοινωνήσω τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού, διότι διάζομαι, πρέπει να φύγω από τον κόσμο τούτο, τηλεγραφήστε και στον αδελφό μου ναρθει».

Έμενα, λόγω της ασθένειας του αδελφού μου —φυματίωση— κατόπιν συμφωνίας γιατρού και πνευματικού, με είχαν στείλει στους -πνευματικούς μας συγγενείς Στις Καρυές.

Ειδοποιήθηκε ό εφημέριος ιερέας κι όταν ήρθε να τον κοινωνήσει, μαζί του ακολούθησαν και πολλοί φίλοι Ασκητές και αγαπητοί αδελφοί, να συμπαρασταθούν Στις τελευταίες στιγμές του αδελφού μου Παντελεήμονα, μεταξύ των οποίων ήταν, ό Γέρων Ζαχαρίας αγιογράφος και Γέρων Παντελεήμων από την Άγιάννα και άλλοι Πατέρες και αδελφοί από τα Καυσοκαλύβια, αλλά και πολλοί Πατέρες και γείτονες μας από τα Κελλιά της Κερασιάς.

Μετά τη θεία Κοινωνία, ο αδελφός μου Παντελεήμων, από την εξάντληση της ασθένειας του, είχε γύρη το κεφάλι τόσο, πού ακουμπούσε στο στήθος και δεν ήταν δυνατόν να ιδεί Τι γίνεται μπροστά του, μόνον κάτω έβλεπε. Σε μια στιγμή ζήτησε τον Γέροντα, προς τον όποιον είπε ψιθυριστά: «Γέροντα δώσε μου την ευχή σου, γιατί απέρχομαι από τη ζωή αυτή». Ό Γέροντας στο άκουσμα των λόγων τούτων, από την πολύ λύπη και στενοχώρια, έπεσε λιπόθυμος. Οί άλλοι Πατέρες πού παρευρίσκονταν εκεί, έβγαλαν τον Γέροντα έξω από το δωμάτιο του ασθενούς και όταν τον συνέφεραν -πήγε πάλι κοντά στον ετοιμοθάνατο.

Ό αδελφός Παντελεήμων, κάπως εντονότερα τώρα, μόλις που ακούγονταν, για δεύτερη φορά είπε: «Γέροντα, δώσε μου την ευχή σου και μη λυπάσαι, μη με καθυστερείς, γιατί ήρθε ό Τίμιος Πρόδρομος να με πάρει». Ό Γέροντας με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά είπε: «Έχε την ευχή μου και την ευχή και ευλογία όλων των αγίων Πατέρων» και με το λόγο αυτόν, ό αδελφός Παντελεήμων, παρέδωκε το πνεύμα στα χέρια του προστάτη, του Κελιού μας εκείνου, πού τιμόταν εν ονόματι του «Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου». Κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, σε ηλικία 23 ετών, ήμερα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως το 1935, είχε ακριβώς πέντε χρόνια στην Καλογερική, όσα έκαμε και το ίνδαλμα του, ό Αββάς Δοσίθεος, του Αββά Δωροθέου, τον όποιον, όπως είπαμε, κατά πάντα μιμήθηκε.

θέλομε δε να πιστεύομε, πώς ό Πανάγαθος θεός, τον εργάτη αυτόν της υπακοής, τον κατέταξε στη χορεία των Όσιων Πατέρων ημών, των αγιορειτών, των οποίων τον βίον κατά πάντα αντέγραψε, γενόμενος και ό ίδιος υπόδειγμα σιωπής, βαθιάς ταπεινώσεως και πάσης αρετής.
Προς τούτο μας πείθει και το γεγονός, πού ακολούθησε μετά. το θάνατο του αδελφού Παντελεήμονα, δηλαδή, κατά την επικρατούσα ταξί και ιερή Παράδοση, όταν ό Μοναχός ξεψυχήσει, αφού τον αλλάξουν και του φορέσουν όλα τα ενδύματα, το σχήμα, το κομβοσχοίνι στα χέρια, τα σανδάλια στα πόδια και το επανοκαλύμμαυχο στο κεφάλι, τότε τον περιτυλίγουν με το ράσο, το οποίο ράβουν και εξωτερικά κάνουν σταυρούς από λευκές ή κόκκινες λουρίδες υφάσματος. Τότε τον μεταφέρουν στην εκκλησία και βάζουν επάνω στο στήθος μια εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας.

ένας σεβάσμιος Γέροντας, από γειτονικό Κελί των «Αγίων Πάντων», ό αγαπητός μας Γέρο - Γρηγόρης, ανέλαβε να βοηθήσει τον Γέροντα στο ράψιμο του ράσου του νεκρού. Όταν τελείωσε το ράψιμο είδε ότι ή σκούφια στο κεφάλι, με το ράψιμο, είχε λίγο στραβώσει, τότε είπε στο Γέροντα μας: «Πάτερ Ιωακείμ, να ξηλώσουμε το ράψιμο και να διορθώσουμε τη σκούφια, γιατί φαίνεται άσχημα».

Ό Γέροντας είπε: «Σεβαστέ μου Γέρο - Γρηγόρη, κάμε όπως θέλεις και νομίζεις καλύτερα», ό Γέρο - Γρηγόρης μόλις ξήλωσε και άνοιξε το ράσο, φάνηκε το πρόσωπο του αδελφού Παντελεήμονα, από ισχνό και αδυνατισμένο πού ήταν πριν, είχε γίνει στρογγυλό και έφεγγε όπως το φεγγάρι πού είναι γεμάτο «πανσέληνο». Ό Γέροντας μας κάλυψε τότε το πρόσωπο και δόξασε το Θεό, πού έδειξε το σημείο αυτό για πληροφορία της άκρας ταπεινώσεως και υπακοής του μεταστάντος αδελφού.

Αυτοί είναι οί καρποί πού τρυγάει, ό αληθινός υποτακτικός, από τον αγωνοθέτη και πλουσιοπάροχο μισθαποδότη Δεσπότη Χριστό, προς δόξαν Θεού Πατρός και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.


ΟΥΡΑΝΙΑ ΕΥΩΔΙΑ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Σε όλη την περιφέρεια εκείνη, από τη Νέα Σκήτη μέχρι τη Μεγίστη Λαύρα, έχουν πολλοί Πατέρες και ευλαβείς προσκυνητές χριστιανοί, αισθανθεί να αναδίνει ουράνια ευωδία και άρωμα μοσχολίβανου.

Από τη Σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα λεγόμενα «Καυσοκαλύβια» ανεβαίναμε με τον αδελφό μου Παντελεήμονα Μοναχό, στα Κελλιά της Κερασιάς.
Στο σημείο πού λέγεται «Χαΐρι», σε μια στροφή του δρόμου, αισθανθήκαμε έντονη ουράνια ευωδία.
Σταθήκαμε για λίγο, δεν μπορέσαμε να προχωρήσομε επί δέκα λεπτά (ΙΟ') της ώρας, με ένα λεπτό αεράκι ή ευωδία από πάνω, σαν να κατέβαινε από τον Άθωνα. Πώς να καταλάβει όμως κανείς, από που ερχότανε αυτό το θείο άρωμα;
Κάναμε το σταυρό μας, ξεκινήσαμε συνεχίζοντες την πορεία μας και σε λίγο χάθηκε ή ευωδία εκείνη.

Μετά άπ' αυτό πολλές φορές περάσαμε από το μέρος εκείνο, αλλά άλλη φορά δεν αισθανθήκαμε τίποτε και θέλομε να πιστεύομε, πώς στο ευλογημένο εκείνο μέρος του Αγίου Όρους, από τη θάλασσα μέχρι την κορυφή του Άθωνα, είναι γεμάτο από αγία Λείψανα οσίων Πατέρων, πού κατά καιρούς έχουν κοιμηθεί τον μακάριο και φυσίζωον ύπνο, κατόπιν σκληρού ασκητικού αγώνα, μέσα σε καλύβες και σπηλιές, των οποίων, σε πολλά μέρη σώζονται ακόμη ίχνη και ερείπια, όπως είναι οί Σκήτες πού παρήκμασαν και δεν υπάρχουν σήμερα σαν Σκήτες, όπως ήταν ή παλιά Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, πού βρίσκονταν μεταξύ Καυσοκαλυβίων και της τοποθεσίας «Κρύα νερά», ή οποία, επειδή εκεί έκανε πολύ κρύο, μεταφέρθηκε στη νοτιοδυτική πλευρά του Καρμύλιου Όρους, πού οι ίδιοι Ασκητές συνέστησαν την νεώτερη αυτή Σκήτη, ή οποία όμως κι αυτή, σα Σκήτη, παρήκμασε και σώζονται σήμερα πολύ λίγες Καλύβες.
Και σε πολλά μέρη του Αγίου Όρους υπάρχουν ερείπια ασκητικών ησυχαστηρίων και Καλυβών.

Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗΣ

Ό Παπα - Χρυσόστομος μας διηγήθηκε, πώς, πριν από πολλά χρόνια, είχε μεταβεί σαν πνευματικός στην Κεφαλληνία και επισκέφθηκε το γυναικείο Μοναστήρι εκεί του Αγίου Γερασίμου του Νέου. Όταν έφθασε κει ήταν μεσημέρι και στην είσοδο του Μοναστηρίου βρέθηκε μια γυναίκα. Ό πνευματικός ρώτησε τη γυναίκα, πού ήταν στην είσοδο: «Δεν είναι 'δώ κανείς άλλος;» Εκείνη απάντησε: «Όχι, εδώ είμαι μόνον εγώ! Οι άλλοι πάνε όλοι στο Αγιον Όρος».

Ό πνευματικός άμα άκουσε αυτά, ξαφνιάστηκε και ρώτησε πάλι τη γυναίκα:
— Και τι πάνε να κάνουν οι άλλοι εκεί; Ή γυναίκα με πολλή παρρησία και αναίδεια του είπε:
— εκεί, σε λίγο, θα κάνουν κάθε Μοναστήρι Μητρόπολη, κάθε Κελί Σύνοδο και κάθε Καλύβα Πατριαρχείο!

Όταν έλεγε αυτά ή γυναίκα εκείνη στον Παπα - Χρυσόστομο, φάνηκε στο βάθος της αυλής της Μονής εκείνης, να άρχεται βιαστικά μια Μοναχή προς την είσοδο, ή οποία διέκοψε την συζήτηση και είπε στον πνευματικό, ότι ή γυναίκα αυτή έχει φοβερό δαιμόνιο και να μη δίνει σημασία σ' αυτά πού του λέγει.

Στην πραγματικότητα όμως, βγήκαν όλα όσα είπε ή δαιμονισμένη εκείνη σωστά, διότι, κατά παραχώρηση θεού, είπε αυτά το δαιμόνιο στον Παπα - Χρυσόστομο, γιατί υστέρα από λίγο το 1924-25 φύτρωσε το ημερολογιακό ζήτημα, πού κατατάραξε κυριολεκτικά το Άγιο Όρος, κι έγιναν οι λεγόμενοι «ζηλωταί» με πολλά κόμματα και διαιρέσεις.


ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΟΘΕΟΣ

Στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου» εκεί, πού είναι και το Σπήλαιο του αγίου Ακάκιου, κι όπου έζησε και ασκήτευσε ό μεγάλος αυτός Δάσκαλος της αρετής. Ό ακάματος αυτός εργάτης, πού με την άκρα ταπείνωση έφτασε από την πράξη στη θεωρία και από τη θεωρία στην πράξη της αρετής, επειδή κατά το αποστολικό λόγιο, «Πολύ Ισχύει δέησης δικαίου ενεργούμενη» (Ιακώβ. Ε' 16), με την ευχή και πρεσβεία του αγίου Ακάκιου, οί διάδοχοί του, Ίωνας ό πνευματικός και μετ' αυτόν ό υποτακτικός του Πελάγιος ιερομόναχος, Ακάκιος ό νεώτερος ως το 1880, εξακολούθησαν ασκητικά αγωνιζόμενοι, με άκρα υπακοή, αυταπάρνηση και ταπείνωση, συνέχισαν την ιερή Παράδοση της ασκητικής ζωής του οσίου Ακάκιου και των Αγίων Πατέρων.
Μετ' αυτούς, Ίωνας ό δεύτερος με τον Γέροντα Διονύσιο και Ακάκιο συνέχισαν την πορεία της πνευματικής ζωής των προκατόχων των, μέχρι το 1910, οπόταν δύο αδελφοί Κακούνη από το Καστόριον της Πελοποννήσου καταγόμενοι, ξεκίνησαν από το LINN της Ν. Υόρκης και ήλθαν κατ' ευθείαν στο Άγιο Όρος για να μονάσουν.

Οι δύο αυτοί αδελφοί, αφού επισκέφθηκαν και προσκύνησαν τα ιερά Μοναστήρια και τις Σκήτες, ό μικρότερος εξ αυτών έμεινε στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», όπου το σπήλαιο του αγίου Ακάκιου, έγινε Μοναχός από το Γέροντα Διονύσιο και ονομάστηκε Ιερόθεος.

Ό δε μεγαλύτερος αδελφός κοινοβίασε στο ησυχαστήριο της κάτω Παναγίας «Κοίμησης της Θεοτόκου» στη Μικρή Άγιάννα, υπό τη συνοδεία του πνευματικού Παπα - Στεφάνου και του Παπα -Θεοδοσίου, εκεί έγινε Μοναχός μετονομασθείς Θεόδωρος.

Ό Μοναχός Θεόδωρος, από ήμερα σε ήμερα προόδευε στην υπακοή και την πνευματική ζωή και γενικά είχε επίδοση στις αρετές, έγινε δεκτός της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος και από το ταπεινό του φρονήματος, πού τον χαρακτήριζε, ό Γέροντας του Παπα - Στέφανος, κατόπιν σχετικής ευλογίας της Σκήτης της Αγίας Αννης και της Κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας, τον προχείρισε ιεροδιάκονο.

Την ιερή διακονία του αυτή, με ευλάβεια υπηρετούσε μέχρις ότου κοιμήθηκε ό Γέροντας του Παπα - Στέφανος, μετά το θάνατο του οποίου, ό Διάκονος εκλήθη να υπηρετήσει στις τάξεις των Μοναχών του Ιερού Κοινοβίου του Όσιου Γρηγορίου.

Εκεί έγινε υπόδειγμα υπακοής και με ταπείνωση και υπομονή υπηρετούσε πάντας. Υπό την καθοδήγηση δε, του κατά πάντα θεοφοβούμενου και ενάρετου πνευματικού αρχηγός και Καθηγούμενου της Μονής αυτής αρχιμανδρίτη Αθανασίου, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος.

Ό Πρεσβύτερος Θεόδωρος, παρ' όλο ότι στη Μονή αυτή υπήρχαν πέντε άλλοι Πρεσβύτεροι: Ό προηγούμενος Γεώργιος, ο Παπα - Στέφανος, ό Παπα - Κωνσταντίνος, ο Παπα - Δημήτριος κι ό Παπα - Διονύσιος, ό ένας καλύτερος από τον άλλον, παρά ταύτα όλοι υπέδειξαν για διάδοχο στην ηγουμενία, τον Πρεσβύτερο Θεόδωρο, περισσότερο υπομονετικό από τους άλλους και έτσι «ψηφώ κανονική» εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς αυτής Μονής του Όσιου Γρηγορίου.

Ό τούτου αυτάδελφος, Παναγιώτης Κακούνης, όπως είπαμε, έγινε Ιερόθεος Μοναχός στα Καυσοκαλύβια στη Σπηλιά του αγίου Ακάκιου, όπου διαδέχθηκε τους προ αυτού Γέροντες Διονύσιο και Ακάκιο.




ΤΡΟΜΕΡΟ ΘΕΑΜΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Οι δυο αυτοί αυτάδελφοι, στο LINN της Αμερικής, όταν εργαζόντουσαν, ήταν μαζί με ένα αδελφικό τους φίλο από τη Δημητσάνα καταγόμενο Δημήτριο. Και οι τρεις αυτοί ευσεβείς νέοι και ευλαβείς χριστιανοί ,είχαν πάει στην Αμερική να εργαστούν, να βγάλουν μερικές οικονομικές υποχρεώσεις των οικείων τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα για να ζήσουν κάπως πιο άνετη ζωή. Πλην όμως «άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων και άλλα ό Θεός κελεύει», όπως λέγει και ή Αγία Γραφή.

Στην αμερικανική πολιτεία πού εργαζόντουσαν, μια μέρα σαν νέοι πού ήταν κι αυτοί, μετά από την καθημερινή εργασία τους θέλησαν κάπως να ψυχαγωγηθούν και απεφάσισαν να πάνε σε ένα μεγάλο θέατρο.

Το θέατρο αυτό, ήταν ένα μεγάλο κτίριο ολόκληρο τετράγωνο, έξω από την πολιτεία κτισμένο πάνω στη θάλασσα. Εκεί μέρα -νύχτα έπαιζαν διάφορα θεατρικά έργα, τα όποια διαρκούσαν όλο το 24ωρο. Ένα μεγάλο διάστημα από το όποιο, επί τέσσερες και πλέον ώρες έδειχναν μια παράσταση πολλή ζωντανή, πώς είναι ή Κόλαση με τους δαίμονες κι όλα τα κολαστήρια, και πήγαινε ό κόσμος να ιδεί όλα αυτά τα παράξενα πράγματα.

Όπως πήγαιναν, οι αγαθοί αυτοί φίλοι και θεοφοβούμενοι άνθρωποι, προς το κτίριο εκείνο, βλέπουν από μακριά, στο πάνω -πάνω μέρος του κτιρίου, πού ήταν και ή φωτεινή επιγραφή, να γυρίζουν χορεύοντας στον αέρα, γύρω - γύρω από το θέατρο, κατάμαυροι δαίμονες με κέρατα και τεράστιες ουρές, μαλλιαρά κατσικίσια πόδια και βουβαλίσια πρόσωπα. Είχαν πιασμένα χέρι το χέρι από μια κοπέλα θεόγυμνη, κι από έναν άντρα κουρελιάρη και μεθυσμένο. Από τα μάτια τους, οι δαίμονες, βγάζανε φωτιές και σε κάθε βόλτα πού κάνανε γύρω από το κτίριο, γκρέμιζαν κάτω σε μεγάλο βάραθρο πότε μια κοπέλα και πότε ένα άντρα και τη θέση τους παίρνανε άλλοι νέοι και νέες.

Το τρομερό αυτό θέαμα, πού συνέχεια γίνονταν με εναλλασσόμενα πρόσωπα, τους καθήλωσε περισσότερο από τρεις ώρες, κι. από το φόβο και την τρομάρα πού πήραν, δεν μπορούσαν να κάνουν βήμα.

Τότε σαν από λήθαργο ξύπνησαν, κι είπαν ό ένας στον άλλο: «Βρε αδελφέ, αυτό είναι το σπίτι των Δαιμόνων κι εμείς πάμε κει να διασκεδάσουμε; Για κοιτάξτε πώς γκρεμίζουν τους ανθρώπους οι Δαίμονες και καταστρέφουν τη ζωή των νέων και των νεανίδων !»
Τούτο ήταν αρκετό και στάθηκε αφορμή, οι τρεις αυτοί νέοι, να πάρουν την απόφαση και να φύγουν από την Αμερική. Συμφώνησαν δε να πάνε στο Αγιον Όρος, να γίνουν Μοναχοί για να σώσουν την ψυχή τους και με το θέλημα του Θεού να ζήσουν εκεί σαν χριστιανοί ελεύθεροι από κάθε επήρεια των ψυχοφθόρων Δαιμόνων.

Τη σκέψη τους αυτή, την έκαναν απόφαση «άμ' έπος, άμ' έργον», «το γοργόν και χάριν έχει» είπαν τα φιλοσοφικά αυτά ρητά και συμφώνησαν να αναχωρήσουν και οί τρεις το συντομότερο.
Τα δυο αδέλφια, παιδιά του Γέρο - Κακουνη από το Καστόρια της Λακωνίας, έφυγαν αμέσως από την Αμερική, και αφού με αλληλογραφία τακτοποίησαν τις υποχρεώσεις με τους συγγενείς τους, - ΠΗΓΑΝ ΚΑΤ` ευθείαν στο Αγιον Όρος και όπως είπαμε ανωτέρω, ό ένας έμεινε στη Σκήτη της Αγίας Τριάδος στα Καυσοκαλύβια με το όνομα Ιερόθεος κι ό άλλος με το όνομα Θεόδωρος έγινε ηγούμενος στην Ιερά Μονή Γρηγορίου.

Μετά από δυο χρόνια, ό Μοναχός Ιερόθεος, αφού γεύτηκε αυτός το μέλι της ησυχίας και της αρετής, σκέφτηκε πώς πρέπει να υπενθύμιση την υπόσχεση πού είχε δώσει κι ό φίλος του στην Αμερική και να τον καλέσει να έρθει κι εκείνος, για να δοκιμάσει και να μετέχει στα αγαθά και πνευματικά χαρίσματα της Μοναχικής ζωής, πού αυτός με ανέκφραστη χαρά και ευχαρίστηση γευότανε.

Έτσι κι αυτός υστέρα από λίγο άφησε την Αμερική και ήρθε στη συνοδεία του Γέροντα Διονυσίου, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου» στο σπήλαιο του αγίου Ακάκιου.
Μετά τριετή δοκιμασία, έγινε κι ό Δημήτρης Μοναχός, κι έλαβε το όνομα Τιμόθεος. Ό Μοναχός Τιμόθεος έδειξε μεγάλη υπομονή στη σκληρή δοκιμασία της Καλογερικής ζωής, απεριόριστη εγκράτεια, τυφλή υπακοή και μέχρι θανάτου αυταπάρνηση. Φαγητό γευόταν τόσο λίγο, όσο χρειάζονταν για να διατηρείται στη ζωή και σχεδόν αλάδωτο.

Ύστερα από λίγα χρόνια, ό Γέροντας τους Διονύσιος, έφυγε από τα πρόσκαιρα γήινα, για να μεταβεί στα αιώνια θεία και επουράνια σκηνώματα της βασιλείας των ουρανών και κατά την αγιορείτικη Παράδοση Γέροντας έγινε ό πάτερ Ιερόθεος.

Ιερόθεος και Τιμόθεος, όπως και στον κόσμο, έτσι και στην Καλογερική, ήταν μια ψυχή σε δυο σώματα, συμφωνούσαν καθ' όλα στην πνευματική ζωή και πρόοδο, καίτοι ήταν της αυτής ηλικίας και πολλά χρόνια στην Αμερική, τους διέκρινε χριστιανική αγάπη και συνεργασία, έτσι και στην Καλογερική ζωή, ό πάτερ Τιμόθεος, μεγαλύτερος κατά τι στα χρόνια από τον πατέρα Ιερόθεο, έδειξε υπακοή και κοπή του ίδιου θελήματος, στον Γέροντα του πλέον Ιερόθεο.
Και οι δυο αυτοί τελευταίοι διάδοχοι στο ασκητήριο του αγίου Ακάκιου, παρόλο πού ήταν ολιγογράμματοι, σε λίγο διάστημα, έγιναν εγκρατείς της, εκ Παραδόσεως, Μοναχικής φιλοσοφίας. Έδειξαν αγάπη και φιλαδελφία προς όλους τους συνασκητές τους και άφησαν ίχνη πνευματικής ζωής, έγιναν φωτεινό παράδειγμα στους επιγενόμενους Μοναχούς και άφησαν πολλά πνευματικά παραγγέλματα σ' αυτούς.

Εκ διαμέτρου, κέρδισαν κι αυτοί την αγάπη και το σεβασμό, από τους συνασκητές τους και από όλους τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, πού είχαν την τιμή να τους γνωρίσουν και να τους ζήσουν από κοντά.

Στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων έζησαν πολλοί πνευματικοί και έμπειροι ξομολόγοι, Όπως ήταν, ό εκ Σμύρνης καταγόμενος, Πνευματικός Νικόδημος στην Καλύβα της «Ζωοδόχου Πηγής». Γέροντας του πνευματικού τούτου υπήρξε ό μεγαλύτερος καλλιτέχνης της ξυλογλυπτικής τέχνης, ό Γέρων Αρσένιος, από την Μυτιλήνη καταγόμενος, Μοναχός σεμνός, ταπεινός και λιγόλογος. Την τέχνη και τα έργα του θαύμασαν και θα θαυμάζουν οί αιώνες στο Αγιον Όρος, στην Ελλάδα και στην Αμερική. Μέχρι σήμερα σώζονται, τα μεγάλα και θαυμάσια αυτά έργα, πού παριστάνουν, το ένα τη «Σταύρωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», το άλλο την «Ανάστασι των νεκρών» και το τρίτο τη «Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου». Αυτά για να κατασκευαστούν χρειάστηκαν 15 χρόνια και πλέον για το κάθε ένα. Κρίθηκαν από τους ειδικούς, σαν έργα υπομονής και από τη συμμετρία και ωραιότητα τους «έργα αριστουργηματικής καλλιτεχνίας».

Στην ίδια Σκήτη, εποχή πνευματικής ακτινοβολίας και ενάρετης πολιτείας, άφησαν και οί ξομολόγοι: Ό Παπα - Ίωάσαφ, εκ του αγιογραφικού οίκου των αδελφών Ίωασαφαίων. Ή αδελφότης αυτή με πρώτο Γέροντα τον εκ Καππαδοκίας καταγόμενο Μοναχό Ίωάσαφ, στην αρχή ασκήτευαν στην Κερασιά, πού είχαν το Κελί των «Εισοδίων της Θεοτόκου». Όταν ή αδελφότης αυτή έγινε πολυάριθμη, λόγω της δυσκολίας του τόπου, μεταφέρθηκε στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, ή οποία είναι παραθαλάσσια και έχει ευκολίες για τη μετακίνηση του εργόχειρου, των εικόνων και των αγαθών. Εκεί κτίσανε διώροφη κατοικία με θαυμάσια εκκλησία, στο όνομα του «Αγίου Γεωργίου». Όλα αυτά, καθώς μου είπαν, σπίτι και εκκλησία, στοίχισαν τότε το 1880 έτος, δυο χιλιάδες χρυσές λίρες, τις όποιες κατά την ομολογία των ιδίων, σε διάστημα ενός χρόνου τις ξεχρέωσαν με το εργόχειρο της αγιογραφίας, στο οποίο δούλευαν έντεκα, από τους δώδεκα Μοναχούς πού αποτελούσαν τότε το μικρό αυτό κοινόβιο των Ιωασαφαίων. Τούτο μαρτυρεί την εργατικότητα και την μέχρι θανάτου αυταπάρνηση της αδελφότητας αυτής.

Στην ωραία αυτή Καλύβα των Ιωασαφαίων, πολλές φορές έμενε ό Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ό Γ', όταν επί δυο φορές εξόριστος του θρόνου του, ησύχαζε στο Αγιον Όρος, με ενέργειες του οποίου, κτίστηκε το Καμπαναριό του Κυριακού της Σκήτης.

Ό Πατριάρχης Ιωακείμ ό Γ' εκινείτο από τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, μέχρι τη Σκήτη των Καύσοκαλυβιών, διότι, όπως έλεγε, του άρεσε υπερβολικά ή συναναστροφή με τους Πατέρες της περιοχής αυτής.

Επίσης και ό εθνομάρτυρας Γρηγόριος ό Ε', δέκα χρόνια πού παρέμεινε στο Αγιον Όρος, τον περισσότερο καιρό, έμενε στη Μονή των Ιβήρων στο ησυχαστήριο του «Προφήτη Ηλία», στο Μυλοπόταμο, στη Μεγίστη Λαύρα και στα Καυσοκαλύβια, στην ασκητική αύτη Καλύβα των Ιωασαφαίων. Συχνά πήγαινε και προσκυνούσε στη σπηλιά και το ησυχαστήριο του αγίου Ακάκιου του νέου. Πολλοί επιφανείς και μορφωμένοι αγιορείτες Μοναχοί, όπως ό Εύλόγιος ό Κορίλλας, αδελφός της Μεγίστης Λαύρας, πού έγινε καθηγητής του Καποδιστρίου Πανεπιστημίου Αθηνών και πέθανε ως Μητροπολίτης Κορυτσάς, ό οποίος στο πολύτιμο βιβλίο του «Τα Ασκητικά» έχει γράψει για τον ασκητισμό των Καυσοκαλυβίων. Επίσης ό ιατρός Σπυρίδων - Αθανάσιος Καμπανάου, κι αυτός αδελφός της Μεγ. Λαύρας, ό Παντοκρατορινός Αθανάσιος σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής και άλλοι επισκέπτονταν τακτικά τα μέρη αυτά, πού έχουν χαρακτηριστεί ανέκαθεν και μέχρι σήμερα, σαν τα ησυχαστικότερα και πνευματικότερα του Αγίου Όρους.

Στο χώρο αυτόν ασκήτευαν κι άλλοι αξιόλογοι πνευματικοί ξομολόγοι, όπως ό Παπα - Παύλος από την Καλύβα «Κοίμησης της Αγίας Αννης», ό παπα - Παντελεήμων από τον «Άγιο Γεώργιο» και πολλοί άλλοι τους οποίους δεν αξιωθήκαμε να τους γνωρίσουμε κατά το δεκαετές χρονικό διάστημα πού ζήσαμε στην περιφέρεια εκείνη.


Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΦΕΡΝΕΙ ΣΥΓΧΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» ασκήτευε ό Γέροντας Αγάπιος Μοναχός με τη συνοδεία του, το Μοναχό Πηγάσιο, πού περνούσαν πολύ φτωχικά και στερημένα.

Κατά το έτος 1935 - 6, ό υποτακτικός Πηγάσιος, θύμισε στον Γέροντα του Αγάπιο, πώς καλά θα ήταν, άμα τελειώσει την άλλη μέρα το πρωί ή προσευχή της Ακολουθίας, να γυρίσει με ένα γράμμα, της Κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας, πού το λένε «Απανταχούσα» στα άλλα Καλύβια της Σκήτης για να μαζέψει ελεημοσύνες και οικονομική ενίσχυση να μπορέσουν να διορθώσουν το Καλύβι τους πού ήταν ερειπωμένο.

Ό Γέρο - Αγάπιος βρήκε καλή τη γνώμη του υποτακτικού του, κι ετοιμάστηκε να φύγει, αφού τελείωσε ή Ακολουθία του Όρθρου. Ό αδελφός Πηγάσιος θα συνέχιζε την προσευχή, με την ανάγνωση των Ωρών, των Τυπικών, της Παρακλήσεως και λοιπής Ακολουθίας.

αφού τελείωσε την πρώτη, τρίτη και έκτη Ώρα, ό αδελφός Πηγάσιος του φάνηκε πώς κινιόταν μια σκιά μέσα στο ιερό, ή οποία πολλές φορές κοιτούσε προς το αναλόγιο. Πρόσεξε λίγο και του φάνηκε πώς ήταν ό Γέροντας του, προς τον όποιο είπε ό Πηγάσιος: «Καλά Γέροντα δεν έφυγες; Γιατί δε θέλεις να πας, αφού ξέρεις πώς είναι ανάγκη, έφ' όσον όμως δεν θέλεις να πας για την Απανταχούσα, τι να σου ειπώ, κάτσε φτού, αφού σου αρέσει να είσαι φυλακή». Κι όταν είπε αυτά, συνέχισε την προσευχή του.

Όταν τελείωσε όλη την Ακολουθία κι ετοιμαζότανε να βγει από την εκκλησία, δ Μοναχός Πηγάσιος βλέπει και πάλι τη σκιά να είναι προσηλωμένη στη θέση της, πού από την αρχή του φάνηκε πώς είδε. Τότε πλησίασε να βεβαιωθεί περί τίνος πρόκειται, και είδε πώς δεν ήταν ό Γέροντας του και το φαινόμενο μεγάλωνε τόσο πολύ, πού έφτασε στο ύψος το ταβάνι της εκκλησίας.

Ό αδελφός Πηγάσιος κατάλαβε πώς δεν ήταν ό Γέροντας του, αλλά ήταν ακάθαρτο πνεύμα και τον κατέλαβε αόρατος φόβος και τρόμος τόσο πολύ, πού άρχισε να τρέμει και να παρακαλεί τον Κύριο να τον απαλλάξει από την παρουσία του. Με τη χάρι του Θεού, το μεν ακάθαρτο πνεύμα εξαφανίστηκε, ό δε Πηγάσιος έφυγε από την εκκλησία κι από το σπίτι ακόμη και πήγε στο γείτονα του, τον Γέρο - Νικόδημο στην Καλύβα πού είναι δίπλα από τον Ευαγγελισμό «Μεταμόρφωσις του Σωτήρος».

Ό Γέρο - Νικόδημος, άμα είδε τρομαγμένο τον αδελφό Πηγάσιο, πήγε μαζί του στην εκκλησία της Καλύβης τους και διαπίστωσαν και οί δυο, πώς δεν υπήρχε τίποτα, γιατί είχε εξαφανιστεί ό Δαίμονας, πού με τη μηχανή του αύτη, θέλησε να συγχύσει τον αδελφό, να διακόψει την προσευχή του και να αφαιρέσει το νου του Μονάχου από τη θεία θεωρία και πνευματική προσήλωση, αλλά και να του δημιουργήσει αίσθημα φοβίας, πράγμα πού σε πολλούς μοναχούς επιχειρεί και μάλιστα στους αρχάριους κάνει θορύβους με φανταστικές κινήσεις, αλλόκοτους κρότους και άναρθρες κραυγές, στις όποιες δεν πρέπει ποτέ να δίνομαι σημασία, διότι ό Δαίμονας χωρίς την άδεια και παραχώρηση του Θεού δεν μπορεί ποτέ να βλάψει το πλάσμα του Θεού τον άνθρωπο.
 


ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΙΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Ό Γέροντας της Καλύβας του αγίου Ακάκιου του νέου, Ιερόθεος Μοναχός, μας διηγήθηκε, ότι μεταξύ της Μονής Μεγίστης Λαύρας και της Σκήτης των Καύσο καλυβιών, στην περιφέρεια αυτή, ασκήτευε ένας ερημίτης, γνωστός με το όνομα Πανάρετος, ό όποιος μια μέρα, μετά από την καθιερωμένη προσευχή και τον κανόνα του, του ήρθε ή ιδέα να φτιάξει, μπροστά στη σπηλιά του, ένα μικρό κηπάκι, για να έχει σωματική άσκηση και απασχόληση και λίγη παράκληση από τα κηπευτικά πού θα καλλιεργούσε.

Μετά από πολλές μέρες αγώνα και με πολύ κόπο, επειδή τα μέρη εκείνα είναι πετρώδη, έσκαψε αρκετό μέρος και έφτασε σε ένα σημείο πού βρήκε μια πλάκα, ή οποία τον δυσκόλευε να προχωρήσει. Ήταν βραδάκι, ό Γέροντας αυτός, από την πολλή εργασία κουράστηκε και είπε με τη σκέψη του να σταματήσει ως εκεί το σκάψιμο. Ή περιέργεια όμως να μάθει, τι πλάκα είναι εκείνη και τι κρύβει μέσα, δεν τον άφηνε ήσυχο κι έτσι πήρε ένα σίδερο, το έβαλε σε μια γωνιά κι όταν σήκωσε λίγο την πλάκα, βγήκε από μέσα εύωδία άρρητη, πλημμύρισε όλος ό τόπος από ουράνιο άρωμα.

Ό ήλιος, από ώρα είχε βασιλέψει κι έπαιρνε να σκοτεινιάζει, τότε ό Γέροντας ερημίτης εκείνος, ξέχασε την κούραση πού είχε και βάλθηκε να σηκώσει όλη την πλάκα, την οποία τελικά κατόρθωσε να σηκώσει και τι να δει μέσα; Ή πλάκα έκρυβε κανονικό τάφο μέσα στον όποιον ήταν σώμα σε σχήμα κοιμωμένου άνθρωπου, πού ήταν ντυμένος Ιερά άμφια, ποιος ξέρει από πόσα χρόνια και φαινόταν σαν να είχε πεθάνει και ενταφιασθεί την προηγούμενη μέρα.

Στο μέρος εκείνο, μόνο ό Γέρων Πανάρετος είχε πολλά χρόνια πού ασκήτευε και δεν έτυχε να γνωρίζει κανείς εκεί γύρω, πού είχανε, άλλος 50 κι άλλος 60 χρόνια ασκητική ζωή και κανείς τους δε γνώριζε τίποτα για την άσκηση ή το θάνατο μεγάλου ασκητή και ερημίτη, όπως έδειχνε να ήταν ό ευλογημένος αυτός Άγιος.

Ό ερημίτης αυτός Μοναχός Πανάρετος, από τη χαρά για το εύρημα του κι από την πολλή εύωδία πού έβγαινε από το άγιο εκείνο λείψανο, έμεινε για πολλή ώρα ακίνητος, κατάπληκτος, κι όταν συνήλθε, από την πρώτη αυτή συγκίνηση, άρχισε με δάκρυα να προσεύχεται, να παρακαλεί και να λέγει: «Άγιε του Θεού σε ευχαριστώ πού φανερώθηκες σε μένα τον ανάξιο και αμαρτωλό, παρακαλώ την αγιοσύνη σου, πες μου ποιος είσαι; και πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε πού τελείωσες τον Ιερό αγώνα σου; Πού αφήκες τον έρημο τούτο τόπο και βρίσκεσαι στην αιώνια μακαριότητα; Έφ' όσον ευδόκησε ό Θεός να σε βρω κι αξιώθηκα να δω την όψη σου, πες μου σε παρακαλώ ποιο είναι τ' όνομά σου;»

Για μια στιγμή σκέφτηκε πώς πρέπει να πάει στο Μοναστήρι της Λαύρας, να αναφέρει το γεγονός και να 'ρθουν οι Πατέρες της Μονής να παραλάβουν το άγιο αυτό λείψανο, με δόξες και τιμές όπως πρέπει σε έναν τέτοιο μεγάλο άγιο.

Μ' αύτη τη σκέψη, προσευχόμενος, έμεινε πολλές ώρες ό Γέρων Πανάρετος. Κόντευε να ξημερώσει, από τον πολύ κόπο και την αγρυπνία, απόκαμε, τον πήρε για λίγο ένας ελαφρός ύπνος και τότε βλέπει τον Άγιο αυτόν να παρουσιάζεται μπρος του και με πολύ θυμωμένο πρόσωπο και αυστηρό ύφος να του λέγει:
«— Δε μου λες αββά, τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
~Ό Γέρων, με πολύ φόβο απάντησε:
«— Άγιε του Θεού, σκέφτηκα να ειδοποιήσω, άμα φέξει ό θεός την ήμερα, το Μοναστήρι της Λαύρας, για ναρθούν να σε πάρουν και να μην είσαι 'δώ στην έρημο περιφρονημένος!»

Ό άγιος, πού ή στολή του έλαμπε σαν τον ήλιο, του είπε με αυστηρό και πάλι ύφος:
«— Δε μου λες Γέροντα, μαζί κάναμε εδώ τους αγώνες και την υπομονή, πού θέλεις εσύ να κανονίσεις για μένα και το λείψανο μου; Πώς θέλεις τώρα να με πάρουν από τον άγιο τούτο τόπο, στον όποιον, με τη δύναμη και τη χάρι του Θεού, αγωνίστηκα να -τον αποκτήσω περισσότερα από 50 χρόνια σκληρής και στερημένης ζωής; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να διαταράξεις τη μακαριά ησυχία, πού με τη δωρεά του Θεού το σώμα μου απολαμβάνει εδώ, ως την ήμερα τη μεγάλη εκείνη και επιφανή, της δευτέρας του Χριστού ενδόξου παρουσίας, πού θα λάβει ή ψυχή με το σώμα την αιώνια αμοιβή, από τον δίκαιο μισθαποδότη και κριτή Δεσπότη Χριστό και Θεό μας. Και τώρα σε παρακαλώ να βάλεις πάλι την πλάκα στη θέση της, όπως τη βρήκες και μέχρι την ήμερα πού θα σε πάρει ό Κύριος από τη ζωή αυτή, δε θα φανερώσεις τίποτα, από όσα είδες και άκουσες! Πρόσεξε, αν παρακούσεις θα πάθεις μεγάλο κακό από τον Κύριο».

Μ' αυτά ξύπνησε ό Γέρο - Πανάρετος τρομαγμένος και παρακάλεσε τον άγνωστο και ανώνυμο εκείνον άγιο, να τον συγχωρέσει και θα κάνει κατά την επιθυμία του. Κάλυψε αμέσως τον τάφο, όπως του είπε ό άγιος και όταν γέρασε πολύ, άφησε το μέρος εκείνο και πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων οπού έζησε αρκετά χρόνια.

Ό Γέρο - Πανάρετος, πού είδε με τα μάτια του και έζησε το γεγονός αυτό, όταν προείδε το θάνατο του, τις τελευταίες μέρες της ζωής του, κάλεσε τους Πατέρες της Σκήτης, στους οποίους έκαμε γνωστό το γεγονός αυτό, χωρίς να φανερώσει λεπτομέρειες και την τοποθεσία.. Έτσι από το επιτίμιο αυτό του αγίου εκείνου ερημίτη, έμεινε και θα μείνει για πάντα άγνωστος, ό ευλογημένος και χαριτωμένος εκείνος Μοναχός και άγιος Ασκητής, στους ανθρώπους, αλλά γνωστός και με μεγάλη παρρησία στο Θεό.