Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ  


Ο ΣΟΦΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΣΤΑ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΑ


Ό Γέροντας αυτός Δανιήλ, κατά κόσμο λέγονταν Δημήτριος Ισιδώρου και κατάγονταν από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, αφού τελείωσε τη λεγόμενη «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, από υπερβολικό ζήλο στην αρετή και τον Μοναχισμό, νέος ακόμη σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έφυγε κρυφά από τους γονείς και συγγενείς του και πήγε στην Πάρο. Στο νησί 'κείνο βρήκε τον άγιο Αρσένιο, ό οποίος είχε κάνει χρόνια στο Άγιο Όρος, από το όποιον εξαναγκάσθηκε να φύγει λόγω των πολλών τότε σκανδάλων και κατά τις θείες βουλές του Υψίστου ήταν ηγούμενος στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ή οποία ήταν μετόχι της εν Νάξο Ιεράς Μονής «Φανερωμένης». Στην Πάρο κοντά στον άγιο Αρσένιο δεν έμεινε πολύ, διότι αυτός προέτρεψε τον Δημήτριο να μεταβεί το συντομότερο στο Άγιο Όρος, εφόσον θέλει να γίνει και να είναι πραγματικός Καλόγερος.

Έτσι ό Δημήτριος Ισιδώρου, με την ευχή και ευλογία του αγίου Αρσενίου ήλθε στο Άγιο Όρος κατά το σωτήριον έτος 1864' Στην αρχή κοινοβίασε στην ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, ή οποία είχε στους κόλπους της πολλούς σοφούς και ενάρετους Μοναχούς, από διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας, φλογερούς Μοναχούς με μεγάλη πίστη και αυταπάρνηση.
Ό Δημήτριος, ακολούθησε όλους τους Κανόνες και την τυπική διάταξη του Ιερού αυτού Κοινοβίου και υστέρα από σκληρή δοκιμή, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Δανιήλ. Πολύ σύντομα όμως ξέσπασε ό πόλεμος και τα σκάνδαλα στο Κοινόβιο αυτό, όταν από το 1850 άρχισαν να κοινοβιάζουν σ' αυτό Ρώσοι ορθόδοξοι χριστιανοί και να γίνονται Μοναχοί, τόσοι δε πολλοί εισέρευσαν στο Μοναστήρι αυτό Ρώσοι, ώστε σε λίγο χρονικό διάστημα πέρασαν σε αριθμό τους Έλληνες Μοναχούς και ακολούθησαν μετά τα γνωστά γεγονότα, κατά τα οποία με την επέμβαση του Πατριαρχείου ξεδιώχθηκαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες Μοναχοί και ή Μονή έγινε Έλληνορωσική.

Ένας από τους εκδιωχθέντες, από την Μονή αυτή Έλληνας Μοναχούς, ήταν και ό Γέρων Δανιήλ, διότι σαν μορφωμένος είχε γίνει Γραμματέας του Κοινοβίου και ήταν δυναμικό στέλεχος των Ελλήνων Μοναχών. Έτσι στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έμεινε οκτώ περίπου χρόνια και άπ' αυτήν βρήκε καταφύγιο στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου, οι αδελφοί της οποίας με πολλή χαρά δέχθηκαν να κοινοβιάζουν το Μοναχό Δανιήλ και στην αρχή τον διόρισαν Γέροντα και διευθυντή στον Ξενώνα της Μονής, πού λέγεται «Αρχονταρίκι.

Στο διακόνημα αυτό, πού τον τοποθέτησαν οί Βατοπαιδινοί Γέροντες, λόγω της ενάρετης ζωής και του σοβαρού χαρακτήρα, επιβλήθηκε τόσο πού το μετέβαλε σε Κοινόβιο, να διαβάζουν όλοι κοινή Ακολουθία, να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία και το Απόδειπνο να προσεύχονται όλοι μαζί και έκανε το Αρχονταρίκι σαν ένα. μικρό Κοινόβιο. Στο Μοναστήρι αυτό παρέμεινε περίπου άλλα οκτώ χρόνια και ήταν πολύ αγαπητός σε όλους και από όλους.
Ό πόθος όμως, για ησυχία και ό ζήλος για την απόκτηση της νοερας - καρδιακής προσευχής δεν τον άφηνε ήσυχο να παραμείνει στη Μονή αυτή, οπού ό κόσμος ήταν πολύς και ό θόρυβος μεγάλος. Γι' αυτό απεφάσισε να φύγει και να πάει στην έρημο του Αθω, όπου θα ησύχαζε και θα ηρεμούσε το πνεύμα του. Οί Βατοπαιδινοί του πρότειναν να τον κάνουν προϊστάμενο της Μονής, αλλά αυτός δε δέχθηκε και αναχώρησε πράγματι για την έρημο.
Έτσι έφθασε στην έρημο των Κατουνακίων και εκεί πού -μέχρι σήμερα βρίσκεται το θαυμάσιο οικοδόμημα των Δανιηλαίων, έκτισε στην αρχή μικρό Καλυβάκι με ωραιότατη εκκλησία έπ' ονόματι των «Αγιορειτών Πατέρων», τους οποίους είχε σε πολύ μεγάλη ευλάβεια και ήθελε να μιμηθεί τη ζωή τους.

Από την πολλή δε πίστη, αφοσίωση και αγάπη πού είχε στο Θεό, τη μελέτη της Αγίας Γραφής και την εμπειρία πού είχε στην Καλογερική ζωή, έλαβε τη χάρι και τη δύναμη να ανέβει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής και της θεογνωσίας.
Στην έρημο αυτή, σκληρά δοκιμάστηκε από ορατούς και αόρατους δαίμονες, από συκοφαντίες και καταλαλιές αδύνατων και φθονερών ανθρώπων, από τους οποίους δέχονταν και διάφορες ύβρεις. Επειδή όμως ήταν φύσει πράος, ταπεινός, άκακος κι αγαθός, αγαπούσε και πάντοτε κέρδιζε την αγάπη όλων των αδελφών, συνασκητών του και ησυχαστών Πατέρων και σιγά σιγά, σα φιλόπονη μέλισσα με τη συνεχή μελέτη, την εγκράτεια και την αδιάλειπτη προσευχή, έγινε φωτεινός φάρος διακρίσεως και αρετής.

Ό σφοδρός ερωτάς της ησυχίας και ή ευλάβεια με το σεβασμό, προς το θεόσδοτο χάρισμα της ιεροσύνης, δεν του επέτρεψαν να ιερωθεί, αλλά ή νοερά προσευχή με τη διάκριση της πνευματικής καταστάσεως, τον έκαμαν να γίνει όχι μόνον στους Μοναχούς οδηγός και ποδηγέτης της πνευματικής ζωής, αλλά και πολύτιμος σύμβουλος, σε πολλούς πνευματικούς ξομολόγους, πού ζητούσαν πάντα τη γνώμη του, για σοβαρά πνευματικά ζητήματα, τα οποία, σαν τα μανιτάρια φύτρωναν μεταξύ των Μοναχών και των ιερών Μονών ακόμη, την εποχή εκείνη.

Έτσι το μέλι της ησυχαστικής ζωής δεν το έτρωγε μόνος του, ό Γέρο - Δανιήλ, αλλά πρόσφερε τις σοφές συμβουλές του σε όσους περνούσαν από το Ιερό ησυχαστήριο του. Όσοι είχαν την ευκαιρία και την τιμή να τον γνωρίσουν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν, όπως οι ίδιοι μου διηγήθηκαν, το μειλίχιο και χαρούμενο πρόσωπο του, πού ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Με την ενάρετη ζωή του, σα μαγνήτης τράβηξε κοντά του και κατάρτισε πνευματική κυψέλη με το όνομα «Αδελφότης Δανιηλαίων», διότι στη συνοδεία του ήταν ό καλλίφωνος ψάλτης και μελοποιός Παπα - Δανιήλ ό πνευματικός, ό οποίος τον διεδέχθη στην αρετή και την ηγουμενία της αδελφότητας.

Ό Παπα - Δανιήλ με τον παραδελφό του Μοναχό Γερόντιο, αποτελούσαν το καλύτερο πνευματικό «ντουέτο», ήταν οι καλύτεροι ψάλτες του Αγίου Όρους, τόσο πού όταν νέοι ακόμη στην ηλικία, σαν έψαλαν, νόμιζες πώς ήταν άγγελοι Θεού και όχι άνθρωποι. Και οι δυο αυτοί, έκτος από μουσικοί ψάλτες, ήσαν και άριστοι καλλιτέχνες αγιογράφοι.
Ό Γέρο - Δανιήλ, κληροδότησε στη συνοδεία του, το πνεύμα της προσευχής και της φιλοξενίας ου μην αλλά και της αγάπης προς όλους τους Πατέρες και χριστιανούς κοσμικούς ακόμη.
Ή φήμη της αρετής, τόσο του Γέρο - Δανιήλ όσο και της συνοδείας του, κίνησε το ενδιαφέρον και την επιθυμία να τον γνωρίσουν και να λάβουν τη συμβουλή του πολλοί χριστιανοί, αλλά και οι Πατέρες του Όρους τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη.

Μεταξύ του πλήθους των προσερχόμενων, στο ασκητικό ησυχαστήριο του, ήταν και ό τότε Μητροπολίτης Πενταπόλεως, που τον επισκέφθηκε σα Διευθυντής της Ριζαρείου θεολογικής Σχολής και σήμερα τιμώμενος, από τη Μητέρα Εκκλησία και από όλο το χριστιανικό κόσμο σα θαυματουργός άγιος Νεκτάριος.

Ό άγιος Νεκτάριος τόσο ενθουσιάστηκε από τη γνωριμία του με το Γέροντα Δανιήλ, πού δώρισε πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων, ολόκληρη τη σειρά των συγγραμμάτων του θείου Χρυσοστόμου, αποσκοπών να ενταχθεί κι ό ίδιος στη συνοδεία του.

Ό Γέρο - Δανιήλ, έγραψε ωραία βιβλία:

α) με τον τίτλο «Οί πλάνες του Αποστόλου Μακράκη», στο όποιο με κάθε λεπτομέρεια φανερώνει και ελέγχει την έκταση της κακοδοξίας του «Μακρακισμού» και διαφωτίζει τους πιστούς να φυλάγονται από τα γεμάτα ματαιοδοξία, κακόδοξα και αιρετικά φρονήματα και την ελεεινή διδασκαλία του αιρεσιάρχου Αποστόλου Μακράκη.
β) Με τίτλο «Ό εκρωσισμός της Ιεράς Μονής του Άγιου Παντελεήμονος» στο όποιο εκθέτει με λεπτομέρεια τον εκρωσισμό της Ελληνικής ταύτης Μονής,
γ) Σα φωτισμένος και μορφωμένος Μοναχός πού ήταν έγραψε κι αλλά βιβλία, με σπουδαίο πνευματικό περιεχόμενο, τα οποία δεν είδαν ακόμη το φως της δημοσιότητας, αλλά παραμένουν χειρόγραφο:

Σήμερα ή συνοδεία του αείμνηστου αυτού Γέροντα Δανιήλ, με Γέροντα τον πνευματικό Παπα - Μόδεστο και εκλεκτή άλλη εξαμελή ομήγυρη ευλαβών νέων ιερομόναχων και Μοναχών, συνεχίζει την Ιερά Παράδοση τόσο της Βυζαντινής Μουσικής σαν καλλίφωνοι Ιεροψάλτες, όσο και την ανάπτυξη και καλλιέργεια της αγιογραφίας σε Βυζαντινή τεχνοτροπία, αλλά και σε άριστη καλλιτεχνία της Αναγεννήσεως.

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΦΟΡΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ

Έλεγε ό Γέρο - Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ό Γέροντας της Καλύβας «Εισοδια της Θεοτόκου» Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, θεοφύλακτο ονομαζόμενο.
Ό Μοναχός θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων, πού γίνεται ό μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τίς ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων...», του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα - Γρηγόρη : «Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων...», πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;»
Ό Γέροντας του Παπα - Γρηγόρης σ' αυτά απάντησε: — Αδελφέ Θεοφύλακτε, ό Πανάγαθος θεός, με τίς προσευχές των ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ' αυτά τους πιστούς δούλους Του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει θυσία των χριστιανών ό Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί - Σώμα κι από κρασί - Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ' αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και ή φύση των υδάτων.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και είπε:
Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
Ναι αδελφέ, άκουσε και γι' αυτό: Όταν ό πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Αδη, τότε πέφτοντας αυτός, παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ό αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ό μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών τής Γης και• της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου «Άπ' αρχής, ό διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η' 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ό Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα «τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού είχε, πριν να σαρκωθή ό Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ό αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Ή ήμερα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ό Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται ή ανάμνησης της του Χριστού παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ό ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ό οποίος με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ' αυτό δείχνοντας μας το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός ενώ ηυδόκησα...» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ό μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ' αυτόν και το Αγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ό κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.

ΓΛΥΚΥΤΕΡΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ό απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, ή οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαριστήσει. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντα του, τον όποιον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ' 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ό Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ήμερων, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ό υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ήμερα των Θεοφανίων, νερό από τη θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, ό Πάτερ θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το «Κυριάκο» βλέπουν τον αδελφό θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: — Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πας να ξεκουραστείς στο σπίτι σου;
Ό πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς δηλαδή την ήμερα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ό αδελφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. — Άιντε καημένε να ξεκουραστείς και πας μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε... θάλασσα! Ό πάτερ Θεοφύλακτος δεν έδωκε καμιά σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό πού ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιουν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ό αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!

Ο ΓΕΡΟ - ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΧΕ ΧΑΡΙΣΜΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Πολλά Μοναστήρια του Αγίου Όρους, για πνευματικό τους σύμβολο, είχανε τον πεπειραμένο σε πράξη και θεωρία της αρετής, το διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια.
Χαρακτηριστικά αναφέρομε ένα από τα πολλά γεγονότα και τις μεσολαβήσεις πού είχε κάνει ό αείμνηστος εκείνος Γέροντας, για να καταλάβουμε την πείρα πού διέθετε και τη χάρι πού από τον Πανάγαθο Θεό είχε να διακρίνει τον πνευματικό πόλεμο του Σατανά και κυρίως από τα δεξιά, πού είναι και ό πιο επικίνδυνος, γιατί μας φαίνεται πώς κάνουμε αρετές.
Στην Ιερά Μονή του Κωνσταμονίτου, ή κοινοβιακή ταξί ήταν κατά πάντα ακριβής και όλοι οι Πατέρες και αδελφοί αυτής πορευόντουσαν σύμφωνα με το τυπικό και τις παραδόσεις των αγίων Πατέρων.
Ένας από τους αδελφούς, Δαμασκηνός το όνομα, μέσα σε λίγα χρόνια υπακοής, νόμισε πώς έγινε δυνατότερος από τους άλλους αδελφούς και ότι μπορεί να ανέβει σε ύψη αρετής, υπομονής και καρτερικότητας περισσότερο από τους άλλους αδελφούς της Μετανοίας του.
Ό ενθουσιασμός στους νέους Μοναχούς κι ό αυθορμητισμός για την απόκτηση υψηλής ζωής και αρετής και αγιότητας, είναι σύνηθες φαινόμενο, γι' αυτό, οί αγιορείτες Πατέρες, έχουν κληροδοτήσει ένα ρητό πού ισχύει για όλους τους Μοναχούς, λέγουν λοιπόν, πώς «ό αρχάριος, Δόκιμος και νέος Μοναχός, όταν προσέρχεται να καταταγεί στις τάξεις των Μοναχών, θα πρέπει να έχει πίστη και ευλάβεια όσο είναι το βουνό του Άθωνα, για να του μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, όσο είναι ένα ρεβίθι ή μια φακή».
Ό δε κοινός εχθρός και πολέμιος των ανθρώπων Σατανάς, και κυρίως πολέμιος των Μοναχών, οί οποίοι, κατά τους Πατέρες, διεκδικούν να του πάρουν τη θέση, που είχε αυτός πρώτα και να γίνουν άγιοι Άγγελοι του Θεού, επειδή γνωρίζει ότι το εκπεσόν Εωσφορικό Τάγμα των Αγγέλων θα συμπληρωθεί και αναπληρωθεί, από αγνούς αρχιερείς, ιερείς, Μοναχούς και Μοναχάς και κατά πάντα αγνούς και καθαρούς χριστιανούς, βάνει σ' ενέργεια εναντίον τους όλα τα σατανικά του σχέδια και τεχνεύεται μηχανές ό παμμήχανος, περισσότερο με τις φαινομενικές αρετές, τις δήθεν καλοσύνες, ψεύτικες ελεημοσύνες, επαίνους και κολακείες και πολύ λιγότερα σχέδια με τις φανερές κακίες, εγκλήματα κ.λπ. αμαρτήματα, από τα όποια, μπορεί ευκολότερα π χριστιανός ή ό μοναχός κ.λπ. να ανανήψει, να μετανοήσει και να διορθωθεί. Ενώ με τις φαινομενικές ψευτοαρετές και διάφορες πλάνες από τα δεξιά, πολύ δύσκολα ό άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί και να σωθεί.
Γι' αυτό το Πνεύμα το Άγιο, εις τους Ψαλμούς του Προφ. Δαυίδ μας λέγει: «Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου» (Ψαλμ. 90, 7), δηλαδή από τις φανερές αμαρτίες και κακίες θα μας πολεμήσουν χίλιοι δαίμονες, από τα αριστερά πού λέγεται «κλίτος» και από τα δεξιά, πού είναι, οί υποκριτικές και ψεύτικες αρετές, τις όποιες τις κάνει κρυφά ό άνθρωπος, δήθεν από προαίρεση δική του, άπ' εκεί, λέγει ό Προφήτης, θα μας πολεμήσουν δέκα χιλιάδες (10.000) Δαίμονες.
Έτσι και στο μυαλό του υποτακτικού Δαμασκηνού, της Ιεράς Μονής του Κωνσταμονίτου, έβαλαν οί δαίμονες να γίνει έγκλειστος, δηλαδή να μη βγαίνει έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και επειδή άκουγε πώς άλλοι Μοναχοί έκαναν 20, 30, 50 και περισσότερα ακόμη χρόνια να βγουν έξω από το Μοναστήρι τους, όπως ό άγιος Λεόντιος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, ό οποίος επί 75 χρόνια πού έζησε στο Μοναστήρι αυτό δεν ήξερε που είναι ή πόρτα της εξόδου έως ότου τον έβγαλαν από το Μοναστήρι όταν κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο.
Ναι, αυτό είναι αληθές, άλλα αυτός ό ευλογημένος όπως και άλλοι πολλοί Μοναχοί έκαναν την αρετή αυτή με γνώμη και ευλογία του Καθηγουμένου και του πνευματικού τους και όχι από μόνοι τους.
Ό καημένος όμως ό Δαμασκηνός ήθελε από μόνος του, κατόπιν συμβουλής του Σατανά, να κάνει αυτή την αρετή. Και το αποτέλεσμα ήταν υστέρα από λίγα χρόνια να φουσκώνει από κρυφή υπερηφάνεια, γιατί αυτή είναι ή τέχνη του Σατανά, να ρίξει τον Μοναχό σε πλάνη. Έτσι τον κατέλαβε εγωισμός, πίστεψε πώς κάνει μεγάλη αρετή και σιγά σιγά, άρχισε να περιφρονεί τους άλλους Πατέρες πού έβγαιναν έξω στο προαύλιο της Μονής, έβγαιναν έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου, πήγαιναν στις Καρυές και όπου άλλου τους έστελναν, ό ηγούμενος και οι Γέροντες και Προεστοί της Μονής.
Ενώ αυτός, από την εκκλησία πήγαινε στην τράπεζα και άπ' εκεί στο δωμάτιο του ή στο διακόνημα πού έκανε με το θέλημα του μόνον μέσα στη Μονή, διότι έξω δεν δέχονταν να βγει.
Άρχισε λοιπόν μετά καιρόν να καυχιέται και να φιλονικεί με τους άλλους Πατέρες, πού βγαίνανε έξω από το Μοναστήρι, άρχισε να γίνεται νευρικός, να βρίζει τους άλλους και κατήντησε να είναι σε όλους ενοχλητικός και να μην υπακούει ούτε και στον ηγούμενο ακόμη.
αφού το κακό έγινε ανυπόφορο, ό ηγούμενος και οι Γέροντες της Μονής, κάλεσαν τον πνευματικό τους σύμβουλο, πού ήταν, ό φωτισμένος Γέροντας Δανιήλ από τα Κατουνάκια.
Ό Γέρο - Δανιήλ έτοιμος πάντα να βοηθήσει κάθε αδύνατο και παραστρατημένο Μοναχό, άμα έλαβε την πρόσκληση της Μονής, έτρεξε και αφού έμαθε τα διατρέξαντα, κάλεσε τον αδελφό Δαμασκηνό και με μειλίχιο τρόπο τον ρώτησε πώς περνάει. — Έμαθα, του είπε, αδελφέ, πώς έφτασες σε μεγάλα μέτρα αρετής και μάλιστα έλαβες τη χάρι να είσαι έγκλειστος και ότι δε βγαίνεις έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και επιδίδεσαι πολύ στη νοερά προσευχή!!

Ό Μοναχός Δαμασκηνός, με υποκριτική ταπεινοφροσύνη απαντώντας στο Γέρο - Δανιήλ, είπε:
— Ναι, Γέροντα, με την ευχή σας αξιώθηκα να έχω αυτή τη χάρι και επί δέκα χρόνια τώρα δεν έχω βγει από την πόρτα του Μοναστηρίου, και πάντα προσεύχομαι μόνος μου.
Ό Γέρο - Δανιήλ, σαν πολύπειρος από τις πλάνες του Σατανά και τα πονηρά σχέδια του, στην κρυφοεγωιστική αύτη απάντηση του Μονάχου Δαμάσκηνου, τον ρώτησε και πάλι:
— Δε μου λες, αδελφέ Δαμασκηνέ, αυτό πού κάνεις, είναι με την ευχή, και ευλογία του ηγούμενου και των Γερόντων της Μονής; Ό Δαμασκηνός στην ερώτηση αυτή, σκυθρώπιασε, κατέβασε το κεφάλι και πειραγμένος κάπως απήντησε στο Γέροντα Δανιήλ:
«Αυτοί όλοι Γέροντα, κι ό ηγούμενος και οί Προϊστάμενοι δε θέλουν την προκοπή και πρόοδο μου και με πολεμούν διαρκώς, για όλα τα πνευματικά μου κατορθώματα και με εμποδίζουν από κάθε καλό έργο πού θέλω να κάνω».
Ό Γέρο - Δανιήλ, βρήκε τότε την ευκαιρία και είπε στον πλανηθέντα αυτόν αδελφό τα έξης:
— Αδελφέ Δαμασκηνέ, από την Αγία Γραφή μαθαίνουμε ότι, όταν ό λαός των Εβραίων αμάρτησε στο Θεό, τότε στάθηκε μεσίτης ό Μωυσής και συγχώρεσε, ό Θεός, το λαό Του Ισραήλ. Όταν όμως ό λαός αμάρτησε στο Μωϋσή και τον στενοχώρησε με τις παρανομίες του, τότε επειδή δεν είχανε ποιος να μεσιτεύσει γι' αυ τούς, τιμωρήθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν από τους γειτονικούς ασεβείς και αλλοεθνικούς λαούς.
»Ό Κύριος μας στο ιερό Ευαγγέλιο μας λέγει ότι: «Ό άκούων υμών εμού ακούει, και ό αθετών υμάς έμέ αθετεί" ό δε έμέ αθετών αθετεί τον άποστείλαντά με» (Λουκ. Ι' 16).
»Για τον λόγο αυτόν, μετά την εις ουρανούς θεία Ανάληψί Του, άφησε τους μαθητές και αγίους Αποστόλους του, για να τον εκπροσωπούν, να τον αντιπροσωπεύουν επί της γης, να μας δίνουν τις εντολές του Θεού και τα ιερά παραγγέλματα.
»Οί άγιοι Απόστολοι, άφησαν τους Επισκόπους, οί Επίσκοποι διαδόχους των, άφησαν τους ιερείς και καθηγούμενους του λάου, προς τους οποίους οφείλαμε, μετά δοκιμή βέβαια, να κάνουμε αδιάκριτη υπακοή, όπως ακριβώς θα κάναμε στον αρχηγό της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, Κύριο και θεό και Σωτήρα ημών Ίήσουν Χριστόν.
Όποιος λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού, δεν κάνει υπακοή στους κατά Θεόν αρχηγούς του, πού, στην προκειμένη περίπτωση τη δική μας, είναι ό ηγούμενος και οί Γέροντες του Μοναστηρίου, αυτός, είναι σαν να μη κάνει υπακοή σ' Αυτόν τον Κύριο μας Ίησουν Χριστόν, και επομένως ότι και να κάνει οποιαδήποτε φαινομενική αρετή κατορθώσει, ό Μοναχός αυτός, και γενικά κάθε άνθρωπος, χωρίς γνώση και γνώμη του αρχηγού, του Γέροντα του, σε αυτόν ή παντός είδους αρετή και πνευματική προκοπή, μπροστά στα μάτια του Θεού, γίνεται και είναι διαβολική κακία, όπως λέγει και ή Αγία Γραφή «Και ή προσευχή αυτού γενέσθω εις άμαρτίαν» (Ψαλμ. ΡΗ', 7), γιατί προέρχεται από το θέλημα του, και όχι μόνον δεν τη δέχεται ό Θεός, άλλα παραχωρεί να πέσει, ό άνθρωπος αυτός, είτε Μοναχός είναι ή ότι αξίωμα και ιδιότητα κι αν έχει, σε αδόκιμο νου, σε πλάνη του διαβόλου και τότε ό άνθρωπος αυτός, βλέπει το μαύρο άσπρο, το πικρό γλυκύ και τ' αντίθετο. Τα βλέπει όλα από την ανάποδη μεριά κι όχι από την πραγματική τους όψη.
Άλλα μπορεί ό τοιούτος υποτακτικός αν εξακολουθήσει να κάνει το θέλημα του, να θρηνήσει και χειρότερη πνευματική κατάπτωση και καταστροφή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου των Εθνών πρωτοκορυφαίου Παύλου, που λέγουν: «Δι' α έρχεται ή οργή του θεού επί τους υιούς της απείθειας» (Κολασ. Γ' 6).
Για αυτό, αδελφέ Δαμασκηνέ, είπεν ό φωτισμένος Γέρο - Δανιήλ, θα πρέπει για να είναι ευπρόσδεκτη ή αρετή σου αυτή, μπροστά στα μάτια του Θεού, να πάς αμέσως να την εξομολογηθείς στο Πνευματικό, να σταματήσεις αυτή την αρετή πού κάνεις με το θέλημα σου και να υπακούσεις σε όλα και χωρίς διάκριση στη θέληση του ηγούμενου και των Γερόντων της Μετάνοιας σου.
Έτσι ή προκοπή σου αυτή, θα είναι αληθινή και πραγματική αρετή και ευπρόσδεκτη στο Θεό, και να είσαι βέβαιος πώς θα γλιτώσεις από το φούσκωμα πού σου φέρνει ό διάβολος και τη φαντασία, πώς δήθεν κάνεις αρετή.
Τότε ό καλοπροαίρετος αυτός υποτακτικός, πάτερ Δαμασκηνός, έτρεξε στον ηγούμενο από τον όποιο ζήτησε συγχώρεση και είπε ότι του λοιπού θα συμμορφώνεται με το θέλημα των Πατέρων και θα κάνει υπακοή. Αυτή είναι ή πρόοδος και πραγματική προκοπή


ΜΕ ΜΑΝΙΑ ΠΟΛΕΜΑΕΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΟΝ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟ

Ό ηγούμενος, κατά συμβουλή του Γέροντα Δανιήλ, για να δοκιμάσει τον αδελφό Δαμασκηνό αν όντως μετανόησε αληθινά και θέλει να διορθωθεί και να κάνει υπακοή, του είπε: «Αδελφέ Δαμασκηνέ, αν θέλεις να κόψεις το θέλημα σου και κατά Θεόν να προκόψεις από σήμερα σου δίνω εντολή, σύμφωνα με την οποία, δε θα βγαίνεις έξω στο προαύλιο του Μοναστηρίου και δε θα διαβείς την εξώπορτα του Μοναστηρίου για κανένα λόγο.
Ό αδελφός Δαμασκηνός, με χαρά δέχθηκε την εντολή αύτη, εφόσον μάλιστα, ήταν σύμφωνη και με το θέλημα του, πού έκανε και πρώτα. Άπ' εκείνη την ήμερα δεν έβγαινε έξω από το Μοναστήρι για αρκετό χρονικό διάστημα.
Άλλα τι συνέβη όμως, ενώ με το θέλημα του, ό Πάτερ Δαμασκηνός, έκανε 10 χρόνια να βγει έξω από το Μοναστήρι, και τώρα πού έλαβε εντολή να μη βγαίνει έξω, δεν πέρασε ούτε ένας μήνας από την ήμερα πού έλαβε την εντολή αυτή, κι ό εχθρός της υπακοής διάβολος κίνησε τέτοιο πόλεμο, εναντίον του αδελφού αυτού, που δεν μπορούσε πουθενά να σταθεί ήσυχος, ούτε στην εκκλησία, ούτε στην προσευχή, ούτε στο φαγητό, ούτε στον ύπνο ακόμη, του βαλε σφοδρή επιθυμία να βγει οπωσδήποτε έξω από το Μοναστήρι.
Πήγε στον ηγούμενο, έπεσε στα πόδια του, τον παρεκάλεσε θερμά να του λύσει το επιτίμιο και την εντολή αυτή, για να μπορεί να βγαίνει κι αυτός έξω στο προαύλιο και στον περίβολο της Μονής.
Ό ηγούμενος, αρχιμανδρίτης Στέφανος, κάλεσε πάλι τον Γέροντα Δανιήλ, να πάει στο Μοναστήρι του το συντομότερο γιατί το κακό έγινε ανυπόφορο.
Ό Μοναχός Δαμασκηνός, μόλις είδε το Γέροντα Δανιήλ στο Μοναστήρι, έπεσε στα πόδια του και με κλάματα τον παρεκάλεσε να μεσιτεύσει στον ηγούμενο να λύσει το επιτίμιο, διότι του είπε, «θα πέσω από το παράθυρο έξω και θα σκοτωθώ, δεν μπορώ να υποφέρω τον πόλεμο αυτόν, νομίζω πώς μ' έχουν φυλακισμένο, θα σκάσω, δεν αντέχω άλλο».
Ό Γέρο - Δανιήλ, παρεκάλεσε τον ηγούμενο, ό οποίος έλυσε το επιτίμιο και έδωκε την άδεια στον Μοναχό Δαμασκηνό, να κάνει και να πορεύεται κι αυτός όπως και οι άλλοι Πατέρες.
Τότε, ό Γέρο - Δανιήλ, με την γαλήνη της ψυχής του ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, είπε στον αδελφό Δαμασκηνό: «Τώρα βλέπεις αδελφέ, ποια είναι ή πραγματική και ποια ή ψεύτικη αρετή, μπροστά στα μάτια του Θεού; Γι' αυτό μην έχεις ποτέ εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Να κόβεις το θέλημα σου και να λες και συ με 'κείνους τους ευλογημένους Πατέρες, τον Άββα Δωρόθεο και τους άλλους, πού όταν τους έλεγε ό λογισμός να κάνουν κανένα κρυφό πράγμα, καμιά κρυφή αρετή και προκοπή, τότε λέγανε στον εαυτό τους: «Ανάθεμα σε λογισμέ εσύ κι ή γνώσις σου». Να κόβεις πάντα το θέλημα σου και να κάνεις υπακοή, για να αποκτήσεις τη χάρι του Θεού, ή οποία θα σου χαρίσει ειρήνη λογισμών, γαλήνη ψυχής, καθαρό νου, αδιάλειπτη προσευχή και άκρα ταπείνωση και τότε κάθε κίνηση, κάθε διάδημα σου, θα είναι έργο υπακοής, πού θα σε παραστήσει ενώπιον του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού, για να λάβεις το πολύτιμο στεφάνι της υπακοής και να ζεις αιώνια με τον αιώνιο και πλουσιοπάροχο μισθαποδότη θεό, τον Δεσπότη Χριστό και πρωτεργάτη της υπακοής Ιησούν Χριστόν τον Κύριον και Θεόν ημών».
Με τα λόγια αυτά του θεοφώτιστου Γέρο - Δανιήλ και την εργασία της υπακοής, ό αδελφός Δαμασκηνός, απέκτησε την μακάρια ησυχία των λογισμών και επιδόθηκε στην κατά Θεόν προκοπή, προς δόξαν Θεού, Πατρός, Υιού και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.

ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΑΚΙ

Στα λεγόμενα σκαλοπάτια, μικρό δρομάκι πού είναι όλο σκαλοπάτια —σχεδόν από τη θάλασσα της Αγίας Άννης ως τη Μικρή Αγιάννα— εκεί λίγο κάτω από την Καλύβη, του περίφημου Πνευματικού Παπα - Σάββα, «Ή Ανάστασης του Κυρίου», σε ένα δέντρο βρίσκεται μικρή εικόνα, προ της οποίας παλαιότερα έκαιγε κλειστό φαναράκι. εκεί ό Μοναχός Μελέτιος των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια, περνούσε φορτωμένος με διάφορα τρόφιμα και ενώ έλεγε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του Θεού ελέησον με», ευχή πού παντοτινά συνοδεύει κάθε μοναχό όπως και ή αναπνοή του, παραπάτησε και ξέφυγε από το στενό και δύσβατο δρομάκι και έπεσε με το φορτίο του γύρω στα τέσσερα μέτρα, όπου βρήκε στήριγμα το δέντρο αυτό, χωρίς να πάθει το παραμικρό, και χωρίς το στόμα του να σταματήσει προς στιγμή τη θεία εκείνη προσευχή. Και επειδή διαφυλάχθηκε αβλαβής, από την ενέργεια αυτή του ανθρωποκτόνου Σατανά, πού όπως του φάνηκε, σαν να τον έσπρωξαν, έφτιαξε και τοποθέτησε εκεί την εικόνα της Παναγίας με το φαναράκι, προς δόξαν Θεού και φύλαξη των διερχομένων από εκείνο το δύσκολο μονοπάτι, ήταν δε μαζί του και ό Παπα - Θεοδόσιος από τη Μικρή Αγιάννα

 




ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ - ΜΙΚΡΗ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ


Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας Αννης, περί τα τέλη του 15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, Ο άγιος Διονύσιος «ό Ρήτωρ» και ό υποτακτικός του άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.

α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος, δεν έχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε πότε ήρθε στο Άγιο Όρος, μόνο ξέραμε πώς ήταν νηπτικός Πατήρ, πλήρης χάριτος Θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν στην περιοχή αυτή της Μικρής Αγιάννας και ότι εκοιμήθη το έτος 1606, που όμως εκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.
β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, οί χριστιανοί σ' όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οί προύχοντες, ζητούσαν από τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους να τους στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό εξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.

Ό «Πρώτος» του Αγίου Όρους, πιεζόμενος συχνά από όλα σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής, και μη γνωρίζων τι να κάμει, ζήτησε τη γνώμη και συμβουλή για την προκειμένη περίπτωση του αγίου Διονυσίου του Ρήτορας, ό όποιος ασκήτευε στο σπήλαιο του, στην έρημο του Άθωνα και του οποίου ή ασκητική μορφή και φήμη αγίου ήταν διάχυτη σ' όλο το Άγιο Όρος.
Ό άγιος Διονύσιος, επειδή γνώριζε την πνευματική δύναμη, κατάρτιση και διακριτικότητα του μαθητού και συνασκητού του, αγίου Μητροφάνη, υπέδειξε στον «Πρώτο» του Όρους, σαν πιο κατάλληλο, για τη διακονία αυτή, να στείλει τον άγιο Μητροφάνη, ό όποιος με προθυμία δέχτηκε και με τη χάρη και θεία δύναμη πού ήταν προικισμένος, από τον Πανάγαθο Θεό, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες και βοήθησε πολύ τους χριστιανούς σ' ολόκληρη τη Χαλκιδική.
Κέντρο της παραμονής του, είχε τον Ισβορο, πού σήμερα λέγεται Στρατώνι, και το ονομάζει ο άγιος Μητροφάνης «Χωράν μεγάλην».

Κατά το διάστημα της ιεράς αυτής αποστολής και ευαγγελικής περιοδείας του, «ενήργησε ό Θεός» πολλά σημεία και θαύματα.
Ένα άπ' αυτά είναι και ή φοβερή οπτασία, ενός ευλαβούς χωρικού Εκεί Δημητρίου, την οποία ό ίδιος έγραψε στην καθαρεύουσα, κατόπιν εντολής και προτροπής, του Γέροντος του αγίου Διονυσίου. Εδώ όμως, για να γίνει περισσότερο καταληπτή, αποδίδεται σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη γλώσσα:
«Στην κωμόπολη Ισβορο, κοντά στα σημερινά Μεταλλεία του Μποδοσάκη, το έτος 1520 ζούσε ευσεβής χριστιανός, με το όνομα Δημήτριος, ό όποιος εργάζονταν στα Μεταλλεία, για να συντηρεί την οικογένειά του.
Από τα μέλη της οικογένειας του, είχε απομείνει, ή γυναίκα του και ένα αγοράκι, πού στα δώδεκα του χρόνια πέθανε κι αυτό, όπως κι άλλα τρία πού του είχαν πεθάνει πρωτύτερα.
Το αγοράκι αυτό, σαν μονάκριβο πού τους είχε μείνει, επειδή ήταν πολύ φρόνιμο, συνετό και υπάκουο, το αγαπούσαν πολύ, ό πατέρας και ή μητέρα του. Άλλα ό Πανάγαθος Θεός, που έχει την εξουσία της ζωής και του θανάτου, τα κρίματα του Όποιου είναι ανεξιχνίαστη άβυσσος, θέλησε να πάρει πρόωρα την ψυχή του, έπεσε βαρεία άρρωστο και σε δεκαπέντε μέρες πέθανε.
Τούτο λύπησε πολύ τους γονείς του παιδιού, πού έκλαιγαν απαρηγόρητα, περισσότερο δε ό πατέρας του Δημήτριος, ό όποιος από την πολλή θλίψη έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος και δεν ήθελε ούτε να φάει ούτε να πιει τίποτε επί δεκαπέντε μέρες.
Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, ό Δημήτριος, τη δέκατη πέμπτη μέρα λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Τότε ή γυναίκα του και ή πεθερά του, πού βρίσκονταν κι αυτή στο σπίτι τους άρχισαν τους θρήνους, οδυρμούς και αναστεναγμούς τόσο, πού μαζεύτηκαν όλοι οι γείτονες και συγγενείς τους κι έκλαιγαν κι αυτοί απαρηγόρητα το θάνατο του Δημήτρη, και κατά τη συνήθεια του κόσμου, άρχισαν να ετοιμάζουν τα κόλλυβα, σαβανώματα, θυμιάματα, κεριά και ότι άλλο θεωρείται απαραίτητο για την κηδεία και την ταφή. Εκεί όμως, πού κατά την τάξη τον άλλαζαν, παρατήρησαν, πώς τα μεν άκρα —χέρια και πόδια— και όλο το κορμί ήταν νεκρωμένα και κρύα, κοντά δε στο στέρνο και την καρδιά ήταν ακόμη ζεστός και ό σφυγμός διετηρείτο πολύ αραιός κι αδύνατος, πλην όμως δεν είχε σταματήσει τελείως και γι' αυτό αποφάσισαν να μην τον θάψουν, αν δεν νεκρωθεί όλο το σώμα.
Πέρασαν πολλές ώρες, ήρθαν τα μεσάνυχτα και ή κατάσταση του Δημήτρη εξακολουθούσε να παραμένει ή ίδια. Τότε όλοι νύσταξαν κι αποσύρθηκαν λίγο ν' αναπαυθούν.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, ό Δημήτρης, αναστέναξε βαθιά κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Εκείνοι πού τον παράστεκαν, βεβαρημένοι από τη νύστα, σαν άκουσαν τον αναστεναγμό ξύπνησαν και είδαν το Δημήτρη να ζωντανεύει, θαύμασαν κι χάρηκαν όλοι τους και πιο πολύ ή γυναίκα και ή πεθερά του, οι όποιες τον ρώταγαν να τους ειπεί τι του συνέβη.
Ό Δημήτρης καθιστός στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι στο μέτωπο του κι έβλεπε κάτω, ήταν πολύ σκεφτικός, φαινόταν αφηρημένος και τρεις μέρες δεν έτρωγε, δεν έπινε και δε μίλαγε σε κανέναν.
Ή γυναίκα του, είδε από το σπίτι έξω στο δρόμο παιδιά, συνομήλικα με το δικό της, να παίζουν, θυμήθηκε το παιδί της κι άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα και να χύνει πικρά δάκρυα. Τότε ό Δημήτρης, σαν είδε τη γυναίκα του να κλαίει, έλυσε τη σιωπή του και της είπε: «Γιατί κλαις και κόπτεσαι γυναίκα μου χωρίς να ξέρεις τι κάνεις και τι λες; Το παιδί μας δεν πέθανε όπως νομίζαμε πριν, ούτε αφανίστηκε ούτε σάπισε στον τάφο, αλλά ζει και είναι σε τόπο λαμπρό, φωτεινό, ψηλό και ωραίο, σε φως πού δε λέγεται, δε μοιάζει ούτε παριστάνεται με τα φώτα του κόσμου τούτου. Μακάρι ν' αξιωθούμε να πάμε κι εμείς στο μέρος εκείνο πού είναι τα παιδιά μας, να ζούμε κι εμείς τη μακαριά εκείνη ζωή, στην οποία δεν υπάρχει θλίψη, πόνος και αναστεναγμός, αλλά είναι φως το αιώνιο και ζωή χωρίς αρχή και τέλος —ατελεύτητη.
Ή γυναίκα του, από τη πολλή θλίψη, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια αυτά του συζύγου της, αλλά ή γριά μάνα της, σαν άκουσε τα λόγια αυτά, ρώτησε το γαμπρό της λέγουσα: «Παιδί μου, Δημήτρη, πώς γνωρίζεις ότι ζει το παιδί σου και βρίσκεται στη μακαρία, όπως λες, ζωή;» Κι ό Δημήτρης, στην πεθερά του, είπε: «Είδα εγώ με τα μάτια μου σε ποιο χαρούμενο και φωτεινό τόπο βρίσκονται τα παιδιά μας!» «Πες μου, Δημήτρη, σε παρακαλώ, εξακολούθησε να λέγει με αγωνία ή γριά, εκείνα που είδες και άκουσες και μη μας κρύψεις τίποτα».

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΟΠΤΑΣΙΑ

«Όταν κοιμόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, σε μια στιγμή, βλέπω μπροστά μου ένα λαμπροφορεμένο άντρα, πού έμοιαζε με αστραπή, το κάλλος και ή ομορφιά του είναι απερίγραπτη. Τα φορέματα του χρυσοΰφαντα και ποικιλόχρωμα, ακτινοβολούσαν από λαμπρότητα, θείο φωτισμό και χάρη πού σου φέρνει ουράνια γαλήνη και χαρά.
»από τη στιγμή πού τον είδα, κάθε σκέψη και νόημα, για τα πράγματα της ζωής αυτής, χάθηκαν από το μυαλό μου και τη θύμηση μου, και προσηλώθηκα εξ ολοκλήρου σ' αυτόν.
»Εκεί πού ήμουν αφοσιωμένος στη θεωρία του, μου φάνηκε πώς χωρίστηκα από τα ανθρώπινα και βρέθηκα στην αγκαλιά του, με πήρε και πετάξαμε μαζί στους ουρανούς. Όταν ανεβαίναμε μου φάνηκε πώς περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Οι κύκλοι αυτοί φαίνονταν από κάτω προς τα άνω εως ότου τους περάσαμε όλους.
»Ανεβαίνοντας συναντούσαμε φως με ομίχλη, όταν φτάσαμε ψηλότερα είδα φως λαμπρότερο και γη ωραία και θαυμαστή, ομαλή και καθαρή με φώτα και παντός είδους ανθισμένα δέντρα, των οποίων την ευωδιά και το κάλλος δεν μπορεί ανθρώπινη γλώσσα να διηγηθεί.
»Όταν περάσαμε την ωραία εκείνη γη, βρεθήκαμε μπροστά σε δυο σιδερένιες και καλά σφραγισμένες πόρτες. Στην δεξιά πόρτα φύλαγαν ωραίοι λευκοφόροι νέοι και την αριστερή τη φύλαγαν άνδρες μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φτάσαμε μπροστά στις πόρτες εκείνες, ό συνοδός μου Άγγελος, μου είπε σκύψε σύντομα και προσκύνησε, κι εγώ αμέσως έσκυψα και προσκύνησα. Σκυφτός όπως ήμουνα στη γη, άκουσα νάρχεται από μακριά φωνή και να λέγει: «τι έφερες αυτόν εδώ; Δεν σοι ειπόν να φέρεις τούτον, αλλά τον γείτονα του Νικόλαο, αυτός δε, έχει να ζήσει ακόμη επί της γης».
»Μετά από τη φωνή αυτή, ό οδηγός μου με σήκωσε κι αμέσως με πήρε και πήγαμε κατά ανατολάς, προχωρήσαμε και βρεθήκαμε σε ανθισμένη και απέραντη πεδιάδα, με πολύ ωραία δέντρα διαφόρων κατηγοριών.
»Στον ίσκιο κάθε δέντρου, κάθονταν κι από ένας άνθρωπος, οί δε άνθρωποι εκείνοι ήταν όλοι μιας ηλικίας, αλλά τα πρόσωπα τους, άλλων ήσαν λαμπρά και ωραία κι ακτινοβολούσαν από χαρά, άλλων τα πρόσωπα ήσαν στυγνά και λίγο μαύρα, και άλλων κατάμαυρα και σκοτεινά, κι ό καθένας άπ' αυτούς είχε φανερά τα σημεία των πράξεων τους, είτε καλά είτε κακά, κι άπ' αυτά φαίνονταν καθαρά σε όλους τα έργα πού κάνανε στη ζωή αυτή, κι γνώριζε ό ένας τον άλλον.
»Όταν διαβαίναμε την ωραία εκείνη πεδιάδα, κοίταζα δεξιά κι αριστερά, είδα πολλούς, πού τους γνώριζα στη ζωή αυτή και οί όποιοι έχουν πεθάνει από πολύν καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές γυναίκες. Είδα κει και μια γνωστή γυναίκα πόρνη, πού από την εξωτερική εμφάνιση διακρινόταν ή ζωή της πού έκανε δω στη γη. Είδα κι άλλους πολλούς κακοποιούς, πού στη ζωή αυτή είχαν καταδικασθεί σε κρεμάλα, κι άλλους πού έκαναν διάφορες αμαρτίες, να έχουν φανερά τα σημεία των κακών πράξεων τους, όπως διακρίνονταν και τα καλά έργα. Είδα επίσης και πολλούς φίλους και συγγενείς μας να βρίσκονται στον τόπο εκείνον.
»Κει πού βαδίζαμε, με το συνοδό μου Άγγελο, στην ωραία κι ανθοστολισμένη εκείνη πεδιάδα, καθώς παρατηρούσα τα ωραία τοπία, τα δροσερά λιβάδια, τα πανύψηλα δέντρα, κι άλλα ωραία και απερίγραπτα πράγματα, είδα να κάθονται τέσσερα λαμπροφορεμένα παιδάκια πολύ όμορφα πού έλαμπαν σαν τον ήλιο. Στάθηκα και θαύμαζα τα ωραία εκείνα μέρη και κοίταζα αχόρταγα τα όμορφα εκείνα παιδάκια. Ό συνοδός μου Άγγελος τότε μου είπε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τα ωραία παιδάκια; Μήπως ξέρεις τίνος είναι;» Τότε πήγα πιο κοντά, κοίταξα με προσοχή και είδα ότι τα παιδιά εκείνα ήταν τα δικά μας. Είδα τα τρία πού μας είχαν από χρόνια πεθάνει και το τελευταίο δωδεκάχρονο να το έχουν στη μέση. Στον Άγγελο είπα: «Ναι, κύριε μου, πολύ καλά τα γνωρίζω, είναι τα παιδιά τα δικά μου». Ή χαρά μου ήταν απερίγραπτη πού γνώρισα και είδα τα παιδιά μας να είναι σε τόση χαρά, δόξα και λαμπρότητα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου Άγγελο, να μου επιτρέψει να μείνω κι εγώ Εκεί κοντά στα παιδιά μου για πάντα, να αισθάνομαι τη χαρά τους και να μην τα αποχωριστώ ποτέ! Κι ό Άγγελος μου αποκρίθηκε πώς δεν ήρθε ακόμη ό καιρός για να μείνεις κι εσύ εδώ και με πήρε αμέσως από τον τόπο εκείνον.
»Όταν φεύγαμε, από την ωραία εκείνη πεδιάδα με τα ευώδη άνθη, τον ουράνιο φωτισμό και την αιώνια λαμπρότητα, ρώτησα το συνοδό μου: «Κύριε μου, τούτος ό ωραίος τόπος, είναι ό λεγόμενος Παράδεισος του Θεού ή, ή βασιλεία των ουρανών;» Εκείνος είπε: «Αυτός ό τόπος, ούτε ό Παράδεισος, ούτε ή βασιλεία των ουρανών είναι, αλλά είναι αυτό πού λέγει ή αγία Γραφή, ή γη των «Πραέων» και ό τόπος της αναπαύσεως των ψυχών των δικαιων και ορθοδόξων χριστιανών, τον όποιον ώρισε ό Πανάγαθος Θεός, να αναπαύονται οι ψυχές ως την ήμερα της «Δευτέρας του Χριστού παρουσίας», του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Δίκαιου Κριτή, πού θα 'ρθει να κρίνει τον κόσμο και να αποδώσει στον καθένα κατά τις πράξεις και τα έργα πού έχει κάνει. Ή δε βασιλεία των ουρανών και τα αιώνια αγαθά, πού θα απολαύσουν οι Δίκαιοι, όπως και τα αιώνια κολαστήρια και οι τιμωρίες πού είναι γι' αυτούς, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και τους αμετανόητους αμαρτωλούς, είναι εκεί πού είδες τις δυο κλεισμένες και σφραγισμένες πόρτες, τη χρυσή και λαμπρή πόρτα, πού οδηγεί στη βασιλεία του Θεού και τη σιδερένια και φλογερή, πού οδηγεί στην Κόλαση, πού είναι φτιαγμένη για τους δαίμονες και τα όργανα τους, πού είναι- όλοι οί κακοί και αμετανόητοι άνθρωποι».
»Τότε ρώτησα τον Άγγελο: «Τώρα, Κύριε μου, ποιοι είναι στη βασιλεία των ουρανών, και ποιοι είναι στην Κόλαση;» Κι εκείνος μου απεκρίθη : «Τώρα κανένας δεν έχει πάει στη Βασιλεία των ουρανών, ούτε στην Κόλαση, αλλά οί μεν Δίκαιοι απολαμβάνουν μέρος από τα αιώνια αγαθά, στο διορισμένο από το Θεό τόπο και οί αμαρτωλοί πάλι, μέρος από τις τιμωρίες υφίστανται, και όπως είπαμε, οί Δίκαιοι και οί Αμαρτωλοί την τέλεια απολαβή των αιωνίων αγαθών ή των αιωνίων τιμωριών θα πάρουν μετά την Δεύτερη ένδοξη του Κυρίου Παρουσία, πού θα γίνει τότε, ή αιώνια πληρωμή ή, ή αιώνια καταδίκη.
»Οί ψυχές όμως των μεγάλων Αγίων, εξακολούθησε να μου λέγει ό οδηγός μου, από τώρα βρίσκονται σε πολύ ψηλότερο, ωραιότερο και φωτεινότερο τόπο από τούτον εδώ, εκεί πού είναι μεγάλο και πολύ λαμπρότερο φως, από το όποιο φως, έρχονται εδώ οί ακτίνες και λαμπηδόνες, πού φωτίζουν τον τόπο τούτον».
»Όταν είπε αυτά, ό οδηγός μου Άγγελος, ξεκινήσαμε να πάμε κατά το Νοτιά, βγήκαμε από το φωτεινό και λαμπρό εκείνο μέρος και φτάσαμε σε σκοτεινό και καλυμμένο από μούχλα και σαπίλα τόπο, από τον όποιον έβγαινε πολύ βρώμα και δυσωδία. Εκεί είδαμε πολύ πλήθος ανθρώπων, πού είχανε ηλιοκαμένοι και πολύ λυπημένη όψη. Ρώτησα, τι άνθρωποι είναι αυτοί πού βρίσκονται εδώ μέσα; Κι αυτός μου είπε: «Αυτοί πού βλέπεις εδώ, είναι οί Εβραίοι πού δεν πίστεψαν στο Δεσπότη Χριστό».
»Προχωρήσαμε πιο πέρα. Εκεί βρήκαμε πιο σκοτεινό και βρωμερότερο μέρος, είχε μέσα κι αυτό πλήθος πολύ λάου, πού φαίνονταν σαν μικροί ανθρωπίσκοι, σαν μικρά παιδιά και σκουλήκια, πού κυλιόντουσαν μέσα σε λάσπη από κοπριά. Ρώτησα τον οδηγό μου γι' αυτούς και μου είπε, πώς αυτοί είναι οί Τούρκοι και άπιστοι Αγαρηνοί, και όλοι οί αιρετικοί και κακόδοξοι άνθρωποι. Εκεί γνώρισα και πολλούς από τους Αθίγγανους —Γύφτους— πού τους ήξερα από τη ζωή αυτή κι είχανε τα πρόσωπα τους πολύ μελανά.
»Όταν βγήκαμε άπ' εκεί, γυρίσαμε κι άλλους τέτοιους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους, γεμάτους από ανθρώπους κάθε θρησκείας, κάθε αιρέσεως, άθεους, ειδωλολάτρες και λαούς από διάφορα έθνη. Σε ερώτηση μου αν αυτή είναι ή Κόλαση, ό οδηγός μου είπε: Όπως και πρωτύτερα σου είπα αυτά πού είδες, δεν είναι ούτε ή Κόλαση, ούτε ό Παράδεισος, άλλα όλα αυτά είναι προσωρινά μέχρι τη δεύτερη του Χριστού Παρουσία. Πρέπει να ξέρεις και τούτο πως η Κόλαση είναι μια άλλα τα βάσανα και οι τιμωρίες είναι πολλές και διάφορες όπως και η Βασιλεία των ουρανών είναι μια άλλα έχει κι αυτή διαφορά στις κατοικίες και τις απολαύσεις για τους Δικαιους, ανάλογα με τις αρετές και την προσφορά της θυσίας του καθενός στη ζωή τούτη, όπως λέγει κι ό Δεσπότης Χριστός στο ιερό ευαγγέλιο Του: «Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί είσιν» (Ίωάν. ΙΔ' 2).
Εκεί που ο οδηγός μου έλεγε αυτά άκουσα να έρχεται από κάτω βαθιά τρομακτική και βροντερή, φωνή βρυχωμένου δράκοντα και αγρίου θεριού, και να βγαίνει βρώμα και δυσωδία ανυπόφορη. Από τη φωνή αυτή τραβήχτηκα και τρόμαξα τόσο, πού προσπάθησα να κρυφτώ στην αγκαλιά του φύλακα συνόδου μου και τρέμων από το φόβο μου, τον ρώτησα: «τι φωνή είναι αυτή, Κύριε μου και ή πολλή αυτή βρώμα πούθε έρχεται;» Κα! κείνος μου είπε: «Αυτός πού φωνάζει και βρυχιέται είναι ό παμφάγος Άδης, ό όποιος δέχεται όλους τους άπιστους και περιφρονητές αμαρτωλούς κατ' εξακολούθηση, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και δε μετανοήσαν ποτέ για ότι κακό έκαναν στη ζωή τους. Όποιος άπ' αυτούς πεθάνει, περνάει από τον Αδη, ό όποιος τους ξερνάει, στους τόπους της καταδίκης πού είδες και δε χορταίνει ποτέ».
»Αμέσως άκουσα άλλη φωνή πούρχονταν από ψηλά και έλεγε : «τι φωνάζεις, τι κλαις και στενοχωριέσαι; Περίμενε λίγο και θα χορτάσεις από ανάξιους ιερείς, αρχιερείς, επίσκοπους και μοναχούς, δόκιμους κα! χριστιανούς αμελείς και περιφρονητές στην καλοσύνη και πρόθυμους για το κακό».
»Και Κει πού ή φοβερή αυτή φωνή σφύριζε ακόμη στα αυτιά μου, βρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου, είδα το σώμα μου νεκρό, άσχημο και παγωμένο, δεν ήθελα να μπω μέσα σ' αυτό, αλλά ό οδηγός μου μ' έβαλε με το ζόρι χωρίς να θέλω να μπω μέσα, κι αισθάνθηκα δριμύ πόνο και να σαλεύουν όλα τα νεύρα, οι αρθρώσεις και τα κόκκαλα».
Ή γυναίκα του Δημήτρη και ή πεθερά του, άμα άκουσαν αυτά, έμειναν κατάπληκτες και διηγούμενες αυτά, από στόμα σε στόμα διαδόθηκαν όχι μόνο στον Ισβορο, άλλα και σ' όλη τη Χαλκιδική.
Τούτο έφτασε κα! στα αυτιά του αγίου Μητροφάνη, ό όποιος πήγε στο σπίτι του Δημήτρη, από τον όποιον βεβαιώθηκε για την αλήθεια της θείας αυτής οπτασίας, την οποίαν ό Δημήτρης επανέλαβε και διηγήθηκε στον Άγιο δυο και τρεις φορές, ακριβώς όπως μας την περιέγραψε ό ίδιος, ό άγιος Μητροφάνης.
Ή οπτασία αύτη του Δημήτρη, βεβαιώθηκε κι από το γεγονός, που ακολούθησε, γιατί όταν άκουσε τη θεία εκείνη φωνή, πού έλεγε στον οδηγό του Άγγελο: «Δεν σοί ειπόν να φέρεις αυτόν, άλλα το γείτονα του Νικόλαο», τούτο πραγματοποιήθηκε, γιατί δυο μέρες μετά την οπτασία, πού είδε ό Δημήτρης, ό γείτονας του Νικόλαος καίτοι ήταν πολύ καλά στην υγεία του, ξάφνου χωρίς νάχει καμιά αρρώστια πέθανε και τις ετοιμασίες πού είχαν για την κηδεία του Δημήτρη, τις χρησιμοποίησαν για την ταφή του Νικόλαου.

Μερικοί αρχιερείς και ιερείς, από φθόνο του διαβόλου, κινήθηκαν να διασύρουν την οπτασία αύτη σαν ψεύτικη, προσπάθησαν να σπείρουν απιστία και αμφιβολία, με τη δικαιολογία, ότι, ή φωνή πού άκουσε, ό Δημήτρης, άνωθεν να λέγει στον Άδη, ότι θα χορτάσει από αρχιερείς, ιερείς και μοναχούς αμελείς και ράθυμους, προς τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τους και ότι δεν θα έπρεπε να λέγει γι' αυτούς, αλλά να έλεγε, πώς θα γεμίσει από άπιστους, ασεβείς και αμαρτωλούς, αν ήταν αληθινή!

Ταλαίπωροι άνθρωποι, σ' όποια τάξη κι αν ανήκετε, όποιο βαθμό και αξίωμα φέρετε, γιατί «προφασίζεσθε προφάσεις εν άμαρτίαις»; «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία, ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψευδός;» «Πώς θέλετε ό καθένας σας να δικαιολογείστε και να κρύβεστε πίσω από το δάκτυλο σας»; Αυτά είπε προς αυτούς,, ό άγιος Μητροφάνης, και επιπροσθέτως έλεγε: «Αδελφοί, εμείς οί κληρικοί, πού ταχθήκαμε να υπηρετούμε τον Κύριο, να γνωρίζουμε καλά, πώς πρέπει να είμαστε τύπος και υπόδειγμα ενάρετης ζωής, να είμαστε φως και οδηγοί στους ανθρώπους, όπως λέγει και ό Κύριος μας: «Υμείς έστε το φως του κόσμου, υμείς έστε το άλας της γης» (Ματθ. Ε' 13, 14) και ως τοιούτοι θα πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να χύνομαι περισσότερο φως και όχι να συσκοτίζαμε πιο πολύ τα απλά και θεια αυτά πράγματα, πού ό Θεός αποκαλύπτει στους πιστούς, για να διορθωθούμε και να διορθώσουμε και τον κόσμο, πού έχει σκοτάδι και άγνοια μεγάλη, του θείου νόμου και των εντολών του Θεού. Αντί, με τα καλά μας λόγια, με τα καλά μας έργα και την καθαρή πολιτεία της ζωής μας να γινόμαστε το καλό παράδειγμα, να φάνουμε άξιοι εργάτες της κλήσεως μας και καλοί οικονόμοι να μεταδίδομαι τη χάρη, πού από το Θεό μας δόθηκε, εμείς γινόμαστε προσκόμματα του καλού, αιτία σκανδάλου και κακό παράδειγμα, στους πιστούς με την απιστία και την αμφιβολία πού μεταδίδουμε στον πιστό και απλό λαό και με τον τρόπο αυτόν βλάπτουμε τις ψυχές τους, για τις όποιες, ό Χριστός, επάνω στο Σταυρό, θυσιάστηκε και παρέδωκε την ψυχή του «λύτρον αντί πολλών». Αντί να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ωφελήσομε τον πλησίον μας, εμείς με κάθε τρόπο τον βλάπτομε, με το να λέμε και να διαδίδομε πώς οί οπτασίες αυτές και αποκαλύψεις, οί όποιες μας φέρνουν σε αίσθηση, σε φόβο Θεού, σε μετάνοια και επίγνωση του εαυτού μας, να λέμε δεν είναι αληθινές; Δεν είναι πραγματικές; Μήπως γιατί αποκαλύπτουν τα κακά έργα του καθενός; Και φανερώνουν τις τιμωρίες πού μας περιμένουν; Η την δίκαιη αντιμισθία και ανταμοιβή που θα λάβουν από τον Δίκαιο Κριτή εκείνοι πού εργάστηκαν το καλό και την αρετή; Πρέπει να ξέρουμε πώς οποίοι κι αν είναι αυτοί, απλοί άνθρωποι, ή ιερείς, αρχιερείς, Πατριάρχες, Βασιλείς, Στρατηγοί ή Στρατιώτες, όλοι όμοια και δίκαια θα κριθούν, από τον-απροσωπόληπτο Κριτή, το Θεό. Και συνέχισε ό άγιος Μητροφάνης, να διδάσκει και να λέγει στο λαό: «Ας ξυπνήσομε, αδελφοί, ας έλθομε στον εαυτό μας όσον είναι ακόμη καιρός, γιατί το κουδούνι του κινδύνου, για τον καθένα μας, κάθε λίγο κτυπάει, δεν ξέρουμε πότε το τέλος και σε μας θα έλθει. Ας προσπαθήσαμε να μιμηθούμε τους καλούς ιερείς, αρχιερείς, μοναχούς και όλους εκείνους τους καλούς χριστιανούς, οί όποιοι εργάζονται το καλό, την αρετή και τη δικαιοσύνη, για να γίνωμεν κι εμείς φώτα σωστικά, παραδείγματα αρετής και καλοσύνης στους πιστούς αδελφούς μας, όπως μας παραγγέλλει ό Κύριος λέγων: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. Ε' 16) για να λάβουμε κι εμείς τη δίκαιη ανταμοιβή και να ζήσομαι αιώνια με το Θεό στη βασιλεία των ουρανών. Αμήν».

Άγνωστο επίσης σε μας είναι, που κοιμήθηκαν οί άγιοι Πατέρες αυτοί, Διονύσιος ό ρήτωρ και Μητροφάνης και μέχρι σήμερα δε βρέθηκαν τα αγία Λείψανα τους.

Επί των ημερών μας ήτοι το 1956 έτος, ό ευλαβέστατος υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με την επίσης ευλαβέστατη συνοδεία του, με πολλούς κόπους και πόνους, κατόπιν εμφανίσεως και αποκαλύψεως των αγίων αυτών, κατόρθωσε να καθαρίσει το σπήλαιο εντός του οποίου έφτιαξε ωραία εκκλησία στο όνομα τους Εκεί πού πέρασαν οί άγιοι Διονύσιος και Μητροφάνης την ασκητική ζωή τους, Ή εκκλησία αυτή, αντί για σκέπη της έχει την -προέκταση του βράχου, πού σκεπάζει το σπήλαιο, και από ένα σημείο στάζει συνέχεια άγιασμα, το όποιο μαζεύουν οι Πατέρες και δίδεται στους ευλαβείς προσκυνητές προς αγιασμό. Στη μνήμη των αγίων αυτών την 9ην Ιουλίου εκάστου έτους, γίνεται ολονύκτια αγρυπνία, στην οποία προσέρχονται πολλοί Μοναχοί και ευσεβείς χριστιανοί προσκυνητές.

Στην τοποθεσία πού βρίσκεται το σπήλαιο, πολλοί μοναχοί και ευλαβείς προσκυνητές, καθώς και ό γράφων τις γραμμές αυτές, κατά καιρούς έχουν αισθανθεί να βγαίνει θεία ευωδιά και αυτό μας πείθει, πώς κάπου κει κοντά στο σπήλαιο θα πρέπει να βρίσκονται τα άγια λείψανα των ευλογημένων αυτών Αγίων Πατέρων




Ο ΓΕΡΩΝ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΣΤΑ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΑ


Στο Άγιο Όρος, από το δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο αιώνα, καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε ή νηπτική προσευχή, σ' όλη την περιοχή, Ιδιαίτερα δε ξεκίνησε από τη Σκήτη της Γλωσσίας, εκεί πού σήμερα είναι ή περιφέρεια της Προβάτας, στη Βίγλα, στα Καυσοκαλύβια, στα Κατουνάκια, στη Μικρή και μεγάλη Αγιάννα, στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και σε διαφορά άλλα μέρη.

Στη Σκήτη της Γλωσσίας και στη Βίγλα, τη νηπτική ή νοερά προσευχή, δίδαξαν ό άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, οι αδελφοί Ξανθόπουλοι Ιγνάτιος και Κάλλιστος και πολλοί άλλοι πατέρες αγιορείτες, οι εκείνων μαθητές και διάδοχοι.
Στη Βίγλα ό Γέρων Κορνήλιος, ό οποίος έγραψε και μέθοδο νηπτικής θεωρίας και πρακτικής εξασκήσεως, για τη νοερά και καρδιακή προσευχή.

Στα Κατουνάκια, πολλοί ήσαν πού είχαν το χάρισμα αυτής της προσευχής, αλλά μέχρι των ήμερων μας, έφτασε ή φήμη της μεγάλης αρετής και πνευματικής διακρίσεως δύο από τους πλέον σπουδαίους εργάτες του είδους αυτού:
Α' Τον προαναφερθέντα θεωρητικό και σοφό Γέροντα των Δανιηλαίων Δανιήλ και
Β' Τον ησυχαστικώτατο Γέροντα Καλλίνικο, ό οποίος επί 55 και πλέον χρόνια αγωνίστηκε, στην ερημική Καλύβη του «Αγίου Γερασίμου του Νέου», στα λεγόμενα κάτω Κατουνάκια.

Ό Γέρων Καλλίνικος, καθώς μας διηγήθηκαν οι Γεροντάδες μας και οι εκείνου διάδοχοι: Ό ευλαβέστατος Γέρων Χριστόδουλος και ό υποτακτικός του πάτερ Καλλίνικος ό νέος, πού βρίσκονται ακόμη αγωνιζόμενοι στην ησυχαστική Καλύβα του «Αγίου Γερασίμου» και οι όποιοι έζησαν από πολύ κοντά τον άγιο αυτόν ησυχαστή και νηπτικό πατέρα. Αυτός, μας είπαν, ήταν μια μεγάλη ασκητική μορφή, πού αφοσιώθηκε κυριολεκτικά στη νηπτική προσευχή και έγινε για πολλά χρόνια έγκλειστος.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1853, από γονείς ευσεβείς και ενάρετους. Από νέος είχε τάσι και διάθεση για μοναστική ζωή και ησυχασμό. Έτσι αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα και για την εποχή εκείνη μορφώθηκε αρκετά, γεννήθηκε μέσα του ή επιθυμία να φύγει και να απομακρυνθεί από τον κόσμο και ξεδηλώθηκε έντονα, ό πόθος του να γίνει Μοναχός.
Χρόνια παιδεύονταν με την ιδέα αυτή, όπου μια μέρα, ό Κώστας Θειάσπρης, αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα, πληροφορήθηκε και έμαθε, με ποιο τρόπο μπορεί να μεταβεί στο Άγιο Όρος.
Τελικά, σε ηλικία περίπου 22 ετών, με καΐκι πού μετέφερε ξυλεία, έφυγε από τον Πειραιά κι έφτασε στο Άγιο Όρος. Μόλις βγήκε στη Δάφνη, πληροφορήθηκε ότι στα μέρη της Αγιάννας και την έρημο των Κατουνακίων υπάρχουν μεγάλοι ασκητές και ερημίτες. Έφυγε αμέσως και πήγε στη Σκήτη της Αγίας Αννης. Εκεί έμαθε πώς στα Κατουνάκια υπάρχουν πολλοί ενάρετοι, ησυχαστές. Πήγε στα Κατουνάκια, ζήτησε και βρήκε τον Γέροντα Παπα-Δανιήλ, ό οποίος πράγματι ήταν ένα ευλαβέστατο γεροντάκι, πού είχε κτίσει την Καλύβα και το εκκλησάκι του «Αγίου Γερασίμου του Νέου», στα Κάτω Κατουνάκια.

Ό Γέροντας του ησυχαστηρίου αυτού Παπα - Δανιήλ, στην αρχή δεν ήθελε να τον κρατήσει και πρόβαλλε αντιρρήσεις στον ενθουσιώδη αυτόν νέο, προς τον όποιον είπε: «— Παιδί μου, εδώ ή ζωή είναι πολύ σκληρή και απαράκλητη. Εδώ τρώμε μια φορά την ήμερα και κείνο ξεροφαγία. Κάθε Σαββατοκύριακο και τις μεγάλες εορτές βάζομε λίγο λαδάκι. Νερό δεν υπάρχει τρεχούμενο, με μεγάλη οικονομία περνάμε με βρόχινο νερό πού το μαζεύουμε στις στέρνες. Φρούτα και κηπουρικά είδη δεν υπάρχουν. Εσύ είσαι νέος και καλομαθημένος από την Αθήνα, πού βρίσκονται όλα τα αγαθά, γι' αυτό εμείς δεν μπορούμε εδώ να σε βαστήξομε. Αν θέλεις να γίνεις Μοναχός, πήγαινε σε κανένα από τα Κοινόβια Μοναστήρια, πού έχουν άφθονα νερά τρεχούμενα, έχουν ωραίους κήπους μ' όλα τα αγαθά, εδώ είσαι πολύ νέος και δε θα αντέξεις.

Ό Κώστας, σ' όλες αυτές τις αντιρρήσεις του Γέροντος Παπα -Δανιήλ, με παρακλητικό τρόπο απάντησε και είπε: «Σεβαστέ Γέροντα, εδώ δεν ήρθα να βρω αγαθά και αναπαύσεις, μελέτησα καλά τη ζωή πού κάνετε και με τη βοήθεια του Θεού και τις ευχές σας, απεφάσισα να μείνω εδώ κοντά σας και παρακαλώ να με δεχθείτε και να με δοκιμάσετε κι αν δεν κάνω υπομονή σ' ό,τι μου αναθέσετε, τότε με διώχνετε».

Ό Γέροντας Παπα - Δανιήλ, στην επιμονή και τις παρακλήσεις,, του Κώστα, κάμφθηκε και υπό δοκιμήν τον κράτησε κοντά στην άλλη συνοδεία πού είχε. Ύστερα από σκληρή δοκιμασία τον έκειρε Μοναχό και τον ονόμασε Καλλίνικο.
Ό Μοναχός Καλλίνικος, έδειξε τόση προθυμία στην υπακοή, στην τέλεια αυταπάρνηση και γενικά σ' όλα τα διακονήματα πού τον ανέθεταν, πού προβλημάτισε τον Γέροντα του κι όλη τη συνοδεία, διότι ήταν περισσότερο εγκρατής από όλους τους άλλους και σε λίγο χρονικό διάστημα πολλά και μεγάλα χαρίσματα έλαβε. Ήταν ταπεινός, λιγόλογος και από πολύ νέος δόθηκε, μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του στην καρδιακή νοερά προσευχή.

Το 1884 κοιμήθηκε, ό Γέροντας του Παπα - Δανιήλ και τότε επιδόθηκε περισσότερο στην πνευματική θεωρία και τη νοερά προσευχή. Έμεινε όμως πιστός στις αρχές που παραδόθηκε από τον Γέροντα του.

Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, πήγαν και κάθισαν κοντά του δυο υποτακτικοί ό Νεόφυτος και ό Δανιήλ, ό νεώτερος, ό οποίος έγινε Ιερομόναχος και τότε πλέον ό Γέρο - Καλλίνικος έλαβε τη μεγάλη απόφαση να γίνει έγκλειστος. Τούτο τον βοήθησε να απαλλαγεί από τις πολλές φροντίδες και ενοχλήσεις πού είχε από τους διάφορους Μοναχούς και ευλαβείς προσκυνητές, και επιδόθηκε πιο πολύ στην εργασία της νοεράς προσευχής. Μετά προσετέθη στη συνοδεία του και ό νυν ευλαβέστατος Γέροντας Χριστόδουλος Μοναχός.

Ό Γέρων Καλλίνικος, τόσο πολύ προχώρησε στην αρετή, έγινε περίφημος, και από την υπερβολική ταπείνωση πού τον διέκρινε, απόκτησε το χάρισμα της διακρίσεως των λογισμών και μ' αυτό ειρήνευε τους πάντας, όσοι τον επισκέφτηκαν και τον γνώρισαν, έφευγαν ενθουσιασμένοι και πληροφορημένοι από τις σοφές συμβουλές του. Επί πλέον φημίζονταν πώς είχε λάβει από το Θεό το χάρισμα να βγάζει και τα δαιμόνια ακόμη.
 


Ο ΧΗΜΙΚΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΕΝΑΓΙΑΣ

Όταν με το Γέροντα μου είμαστε στα Κελιά της Κερασιάς, ως το 1942, γνωριστήκαμε με τον μακαρίτη Γέροντα Γεράσιμο Μοναχό τον Μενάγια, Κεφαλληνία την καταγωγή, ό οποίος μας διηγήθηκε το αξιοπερίεργο και σπουδαίο γεγονός.

Όταν οι γονείς του, πλούσιοι και ευκατάστατοι Κεφαλλήνες, τον στείλανε να σπουδάσει στη Γερμανία χημικός, από νέος ήταν πολύ ευλαβής και διακρίνονταν για την ευσέβεια του, αλλά δεν έπαυε κι αυτός να έχει τις διάφορες νεανικές επιθυμίες και αδυναμίες της εποχής του.

Σαν φοιτητής, στο δωμάτιο πού έμενε, κάθε βράδυ έκανε την προσευχή του, διάβαζε Απόδειπνο, πως είχε διδαχθεί από τους ευσεβείς γονείς του. Μετά άρχιζε τη μελέτη των διαφόρων μαθημάτων της επιστήμης του.
Με την πάροδο του χρόνου, καταλάβαινε, πριν να ανάψουν τα ηλεκτρικά φώτα, να φωτίζεται το δωμάτιο του με ένα παράξενο φως. Στην αρχή λίγο και με τον καιρό γίνονταν τόσο πολύ, πού δε χρειάζονταν να ανάψει άλλο φως.
Στην αρχή δεν έδωσε σημασία στο φαινόμενο αυτό, αλλά, όπως ό ίδιος μας έλεγε, άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός διαφέρει από τους άλλους νέους της εποχής του, τόσο πού λίγο, λίγο αραίωνε τις συναναστροφές τους και έτσι σίγα - σιγά, απομακρύνθηκε από κάθε φίλο και γνωστό.

Σημείωσε μεγάλη πρόοδο στην επιστήμη του, αρίστευε σε όλα τα μαθήματα και έγινε ένας από τους καλύτερους χημικούς της εποχής του. Άμα πήρε το πτυχίο του, προσλήφθηκε αμέσως σα χημικός και διορίστηκε διευθυντής στα εργοστάσια του Μπενάκη, στο Κάιρο της Αιγύπτου.

Το περίεργο εκείνο φως τον ακολούθησε και στο Κάϊρο. Εκεί τον κυρίευσε ή ιδέα του εγωισμού και της υπερηφάνειας κι πίστευε ότι αυτός είναι και κανένας άλλος ανώτερος του δεν υπάρχει. Έγινα, μας είπε, δύστροπος, τόσο πού δε δεχόμουν από κανένα κουβέντα και άρχισα να συναναστρέφομαι τους Πνευματιστές. Τελικά δαιμονίστηκε και υπέφερε πολύ από το δαιμόνιο πού τον τυραννούσε.

Από το εργοστάσιο δεν τον άφηναν να παραιτηθεί, γιατί ήταν αγαπητός και απαραίτητος. Ό πνευματικός του όμως, του σύστησε ότι πρέπει να φύγει αμέσως και να πάει στο Άγιο Όρος.
Πήγε στη Μονή του Αγίου Παύλου, πού είχε συμπολίτες, οι όποιοι τον δέχθηκαν με χαρά και προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν. Αφού προχώρησε πολύ ή ασθένειά του, τον έστειλαν, με ένα αδελφό της Μονής, στο Γέροντα Καλλίνικο στα Κατουνάκια, ό οποίος όπως είπαμε είχε φήμη, πώς έχει το χάρισμα από το θεό να βγάζει δαιμόνια και γενικά φημίζονταν για τις αρετές του.

Ό Γέρο - Καλλίνικος, πρακτικός Μοναχός, ταπεινός, απλούς, στο ήθος άπλαστος και στους τρόπους άκακος, στην αρχή απέφευγε να τον δεχθεί, προφασιζόμενος και λέγοντας πώς είναι πολύ αμαρτωλός και ανάξιος για ένα τέτοιο επιχείρημα, αλλά για την υπακοή, στους Πατέρες της Μονής του Αγίου Παύλου, τον δέχθηκε και τον έβαλε σε ένα δωμάτιο επί έξι μήνες να ακολουθεί τη σειρά, τις προσευχές και ιερές Ακολουθίες, στα κομβοσχοίνια και τις μετάνοιες, με τους άλλους πατέρες της συνοδείας του, από τους αδελφούς της οποίας, βρίσκεται ακόμη εν τη ζωή ό Γέρων Χριστόδουλος ηλικίας περίπου 80 ετών.

Μετά τους έξι μήνες, ό Γέρο - Καλλίνικος, τον έντυσε τα ράσα, όπως επιθυμούσε, τον έκειρε Μοναχό και του έδωκε το όνομα Γεράσιμο, αντί του πρώτου ονόματος που ήταν Σπυρίδων και τότε του είπε: «Αδελφέ, τώρα θα κάμομε μαζί έναν αγώνα, σαράντα ήμερες και σαράντα νύχτες, θα κάνομε αδιάκοπη προσευχή, θα παρακαλέσομε τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν, την Παναγία Αυτού Μητέρα να μεσιτεύσει στον Υιόν της και Θεόν, τον Τίμιο Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, τον άγιο Γεράσιμο και όλους τους Αγίους, να πρεσβεύσουν και αυτοί στο Δεσπότη Χριστό, να κάμει το έλεος Του και να σε απαλλάξει από την τυραννία του Σατανά.

Θα εξομολογηθείς καθαρά και ειλικρινά στον πνευματικό και θα εξευτελίζεις τον εαυτό σου ενώπιον Θεού και ανθρώπων, θα θεωρείς τον εαυτό σου σαν το χειρότερο άνθρωπο, θα έχεις όλους τους άλλους ανθρώπους καλύτερους σου και να το πιστεύεις αυτό μετά πεποιθήσεως μεγάλης.

Επί σαράντα ήμερες δε βάλαμε, μας είπε, ό Π. Γεράσιμος μπουκιά στο στόμα μας, παρά μόνον κάθε δυο μέρες πού κάναμε λειτουργίες, τρώγαμε μόνον αντίδωρο και πίναμε αγιασμό.

Στο διάστημα αυτό, μας είπε, με πείραξε τόσο πολύ ό Σατανάς, πού πέντε φορές δοκίμασα να φύγω από το ησυχαστήριο, άλλα με προλάβαινε ή συνοδεία του Γέροντα Καλλίνικου και με γύριζε πίσω.

Την Τεσσαρακοστή ήμερα αισθάνθηκα ένα μεγάλο φούσκωμα και βάρος ασήκωτο στην κοιλιά μου, μου έρχονταν να κάνω εμετό, αλλά δεν μπορούσα. Μετά τον Εσπερινό, όταν ό Γέρο - Καλλίνικος είπε τον ύμνον «Φως ίλαρόν, αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός ουρανίου αγίου Μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ίδόντες φως εσπερινών, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα Θεόν. Άξιον σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς οσίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ό διδούς, διό, ό κόσμος σε δοξάζει», τον ύμνον αυτόν ό Γέρο - Καλλίνικος έψαλλε με πολλή κατάνυξη και δάκρυα, κι όταν έφτασε στο μέσον του ύμνου, πού λέγει «υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και αγιον Πνεύμα Θεόν...», μου ήρθε και πάλι να κάμω εμετό, και τότε είδα να βγαίνει από το στόμα μου ένα πράγμα σαν Αλεπού, βγήκε και άφησε πολλή βρώμα και δυσωδία, αμέσως έπέσα κάτω, ήρθαν οι αδελφοί με σήκωσαν και αλάφρωσα λίγο, όταν τελείωσε σχεδόν ό Εσπερινός και είπε ό Γέρο - Καλλίνικος τον ύμνον «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα...» τότε λευτερώθηκα τελείως και αισθανόμουνα τον εαυτό μου σαν πουλάκι έλαφρόν. Καθάρισε ό νους μου, έφυγαν οι ζάλες, και οι διαρκείς πονοκέφαλοι πού είχα και από τότε οριστικά ελευθερώθηκα από το φοβερό δαιμόνιο πού με τυραννούσε τόσο. Δεν φοβόμουνα πλέον να μείνω μόνος μου.

Μετά άπ' αυτό, ό Γέρο - Καλλίνικος έδωκε ρητή εντολή στον. Γεράσιμο, όσο βρίσκεται στη ζωή να μην αναφέρει σε κανέναν το θαύμα πού ό Θεός έκαμε σ' αυτόν και τον ελευθέρωσε από το δαιμόνιο.
Με την ευλογία του Γέροντα Καλλίνικου, Αφού αποθεραπεύτηκε έφυγε και πήγε στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου. Εκεί έμεινε, ό Πάτερ Γεράσιμος, μέχρι τα χρόνια της Κατοχής, των Γερμανών, οπόταν δημιουργήθηκαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες στη ζωή, αλλά και ό κίνδυνος ακόμη στην ερημιά ήταν μεγάλος, οπόταν το 1944, τον πήραν οί αδελφοί, στη Μονή του Αγίου Παύλου. Εκεί έζησε βίο ενάρετο και σε βαρύ γήρας, παρέδωκε την ψυχή του, στο Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν.

Ό Γέρο - Καλλίνικος, για το Αγιον Όρος αποτελούσε μια ξεχωριστή μορφή, με τις αρετές και τα χαρίσματα πού ήταν πλουτισμένος από τον Πανάγαθο Θεό, σαν αντιμισθία της μεγάλης Πίστεως και αγάπης πού είχε στο Θεό, αλλά με την αυταπάρνηση και την υψοποιό ταπείνωση έλαμπε σαν πύρινος στύλος, ό όποιος καίτοι βρίσκονταν στη μεγάλη ερημική χαράδρα των κάτω Κατουνακίων, ή λάμψη του έφτανε στο ύψος του ουρανομήκη Άθωνα.
Την αρετή του ξετίμησαν εξέχοντα πρόσωπα, βασιλικά, στρατιωτικά και πολιτικά, τα οποία κατά καιρούς τον επισκέπτονταν και έφυγαν ενθουσιασμένα από τη σοφία και το άρωμα της αρετής πού αλύπητα σκορπούσε σ' όλους τους γύρω και πλησίον του. Ό Ρώσος ασκητής, από τα Καρούλια, παπα - Παρθένιος, πρώην στρατηγός του Τσαρικού στρατού και ό επίσης Καρουλιώτης Ιερομόναχος Θεοδόσιος, πρώην Πρύτανης του Ρωσικού Πανεπιστημίου της Μόσχας τον επισκέπτονταν και τακτικά τον συμβουλεύονταν για να τους καθοδηγεί στην πνευματική ζωή και στη νοερά προσευχή.

Ή επίδρασης του στον επιφανή νεοέλληνα λογοτέχνη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη ήταν τόση, πού όταν ό Βασιλιάς Κωνσταντίνος ό Α' καταγοητευμένος από τα θαυμάσια λογοτεχνικά του έργα ηθέλησε να τον παρασημοφορήσει, ό λογοτέχνης Μωραϊτίδης, μέσω του μαθητού και υποτακτικού του Γέροντα Καλλίνικου, πατρός Γερασίμου Μενάγια, ζήτησε τη γνώμη του Γέρο - Καλλίνικου για να δεχθεί ή όχι το προσφερόμενο παράσημο από τον Βασιλέα, και όταν έλαβε καταφατική απάντηση τότε και μόνον το δέχθηκε.

Ό Γέρο - Καλλίνικος, είχε μάθει πολύ καλά τη Ρωσική γλώσσα και τούτο βοηθούσε πολύ τους αδελφούς Ρώσους, οί όποιοι κατά χιλιάδες τον επισκέπτονταν, για αυτό και ο Ρώσος καθηγητής της θεολογίας, στην Ακαδημία του Αγίου Σεργίου, όταν το Ί912 με 13 επισκέφθηκε το Άγιο Όρος και παρέμεινε σ' αυτό περίπου έξι μήνες, κι όταν επέστρεψε δημοσίευε στο Ρωσικό περιοδικό «ό χριστιανός» πολλά, μεταξύ των οποίων, έγραφε και για τον Γέροντα Καλλίνικο; «... Εγνώρισε και ένα θαυμάσιο Γέροντα τον λεγόμενο Καλλίνικο Μοναχό, πού κατά τρόπο θαυμαστό συνενώνει πνευματική εμπειρία και περίσκεψη με σπάνια αγάπη και προσήνεια προς τους Μοναχούς και όλους τους ανθρώπους. Τον πνευματικό του πλούτο, με πολλή δαψίλεια τον σκορπίζει και προς τους Ρώσους Μοναχούς, πού του ζητούν λόγους διδασκαλίας, συμβουλής και παρακλήσεως».

Όλοι ανεξαιρέτως όσοι τον επισκέπτονταν έφευγαν με την εντύπωση πώς είδαν ένα πνευματοφόρο Μοναχό, που ή χάρις του Θεού τον έχει επισκιάσει και επαναπαύεται σ' αυτόν. Όλοι ομολογούν πώς είναι μια μορφή οσιακή, επιβλητική και αγία, πραγματικός ασκητής, της έρημου πολίτης ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος.


 
ΟΣΙΑΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗ

«Τίμιος εναντίον Κυρίου ό θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. ΡΙΕ' δ).


Ό Αββάς Δανιήλ, ό νεώτερος των Δανιηλαίων, από τα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, μου διηγήθηκε κατά τις τελευταίες αυτές ήμερες μας, πώς κοιμήθηκε, τον αιώνιο ύπνο, ό αββάς Γαβριήλ ό Καρουλιώτης.
Με τον αββά αυτόν μας συνέδεε απλή γνωριμία, ήταν τύπος καλού Μονάχου και τέλειου υποτακτικού. Έμεινε περισσότερα από 20 χρόνια στο Γέροντα του Σεραφείμ Μοναχό, στην ησυχαστική Καλύβα «των Αρχαγγέλων» στο επάνω μέρος των Καρουλιών.

Εκεί έμαθε, από την υπακοή στο γέροντά του, να είναι λιγόλογος, ταπεινός, να λέγει ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του θεού ελέησόν με», να είναι εγκρατής και άκρως ασκητικός, τόσον ώστε δεν έτρωγε λάδι ούτε και την ήμερα του Πάσχα, καθ' όλη την ασκητική του ζωή. Κοινωνούσε δε πολύ συχνά και μετείχε, με πλήρη επίγνωση της αναξιότητας του, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όπου τακτικότατα μεταλάμβανε των Άχραντων Μυστηρίων —το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Ή πολλή άσκηση και στέρηση του οργανισμού του, από τις απαραίτητες τροφές, επειδή ήταν φύσεως καχεκτικής και αδύνατης κράσεως, βοήθησε να πάθει αβιταμίνωση και καθίζηση των οστών από την έλλειψη ασβεστίου, είτε κατά παραχώρηση Θεού για δοκιμασία, πολύ αδυνάτισε και οι αδελφοί Δανιηλαίοι, παρέλαβαν αυτόν στο ησυχαστήριο τους, οπού τον φρόντιζαν να έχει όλα τα απαραίτητα. Αυτός ό ευλογημένος, πάτερ Γαβριήλ, αφού πρόθυμα δέχθηκε να συμμορφωθεί με όλη την πνευματική σειρά πού έχει καθιερώσει ή Αδελφότητα των Δανιηλαίων στην κοινοβιακή ζωή τους, ζήτησε επίμονα να του επιτρέψουν να μη καταλύσει ελαιον, επειδή σ' όλο το διάστημα, όπως είπαμε, με το γέροντα του Σεραφείμ, δεν είχε χαλάσει τη σειρά τους αυτή, δηλαδή να μη τρώνε ούτε το Πάσχα λάδι, και προ της επιμονής του, οι Πατέρες Δανιηλαίοι υπεχώρησαν στο θέμα αυτό της υπερβολικής εγκράτειας.

Στην κατάσταση αυτή έμεινε κλινήρης 22 ήμερες. 3 Νοεμβρίου ήταν ή εορτή ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου, μετ τα από τη θεία λειτουργία, πού τέλεσε, ό ιερομόναχος της συνοδείας των Δανιηλαίων Γρηγόριος και κοινώνησαν όλοι, ό νεώτερος πατήρ Δανιήλ είπε στον Άββα Γαβριήλ Καρουλιώτη, πού ήταν ασθενής:
«— Πάτερ Γαβριήλ, μετά πέντε ήμερες έχομε την εορτή των Αρχαγγέλων, πού είναι και ή ονομαστική σου εορτή, τότε θα κάνουμε λουκουμάδες και προς τιμή των Αρχαγγέλων θα πρέπει και συ πάτερ Γαβριήλ να κάμεις εξαίρεση και να καταλύσεις, δηλ. να φας έστω και δυο λουκουμάδες.
Ό Πάτερ Γαβριήλ, στον πατέρα Δανιήλ, με χαμόγελο στα χείλη είπε: «Πάτερ Δανιήλ, εσείς να φτιάξετε λουκουμάδες και προς δόξαν θεού και τιμή των Αρχαγγέλων να φάτε, άλλα εγώ δεν θα φάω μαζί σας, γιατί μέχρι τότε θα έχω φύγει άπ' εδώ!»

Ό Πατήρ Δανιήλ, δεν έδωκε τότε σημασία στα λόγια αυτά, διότι νόμισε πώς αστειεύεται ή ότι θέλει να επιστρέψει στο ησυχαστήριο του.
Μετά δυο μέρες βάρυνε πολύ ή κατάσταση της υγείας του Πατέρα Γαβριήλ και οι επισκέψεις μας στο κελλάκι του ήταν συχνότερες. Την τρίτη μέρα 6 Νοεμβρίου, ό νυν Γέροντας των Δανιηλαίων, Π. Μόδεστος, όταν σηκώθηκε από τον ύπνο, πριν από την Ακολουθία του Όρθρου να κάμει την ατομική του προσευχή —τον κανόνα—, έκανε τη σκέψη να δει πρώτα τον ασθενή αδελφό και μετά να κάμει την προσευχή του.

Όταν πήγε στο δωμάτιο του Π. Γαβριήλ, τον βρήκε να προσεύχεται, αλλά να είναι πολύ καταβεβλημένος, αμέσως έτρεξε στο δωμάτιο, του τότε Γέροντα Γερόντιου Μοναχού, προς τον όποιον είπε ότι ό Πάτερ Γαβριήλ δεν αισθάνεται καλά.

Ό Γέρων Γερόντιος με το Μοναχό Νήφωνα, πήγαν στο δωμάτιο του ασθενή. _ Αυτός με καλοσύνη τους δέχθηκε χαμογελαστός όπως συνήθιζε πάντα, αλλά έδειχνε όψη μελλοθάνατου. Τον ρώτησαν αν θέλει τίποτα, αν θέλει να κοινωνήσει, κι αυτός τους απήντησε ότι θέλει να κοινωνήσει, αν άρχισε ή θεία λειτουργία, εάν όμως δεν άρχισε ακόμη, τότε είπε, να μου φέρεται Αγιον Άρτο να κοινωνήσω. Αμέσως του φέρανε τα Άχραντα Μυστήρια και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια όπως συνήθιζε πάντα να κοινωνεί με δάκρυα στα μάτια.

Ό Γέρων Γερόντιος είπε στον πατέρα Νήφωνα, κάθισε συ δω και πρόσεχε μήπως θελήσει τίποτα ό αδελφός, κι εμείς θ' αρχίσω με την Ακολουθία.

Ό Πάτερ Νήφων άμα είδε την κατάσταση του Π. Γαβριήλ πού βάραινε, για το ενδεχόμενο του θανάτου, άφησε για λίγο τον ασθενή και πήγε στην κουζίνα, κατέβασε το προζύμι και το έβαλε στο νερό, για να ζυμώσουν ψωμί την επαύριον πού θα χρειαζόταν να μοιράσουν στην κηδεία. αφού έβαλε το προζύμι στο νερό, γύρισε στον ασθενή, και κείνη την ώρα, πήγαινε στο δωμάτιο του ασθενή κι ό Πάτερ Δανιήλ, ό όποιος περισσότερο αϊτό τους άλλους φρόντιζε για τη δίαιτα του αδελφού, διότι σαν πιο επιτήδειος, έχει το διακόνημα του νοσοκόμου, στο μικρό κοινόβιο τους, γι' αυτό περιποιούνταν και τον ασθενή.

Τότε και οι δυο μαζί είδαν τον Άββα Γαβριήλ να βρίσκεται σε έκσταση —να είναι εκτός εαυτού— να έχει τα βλέμματα στραμμένα προς τα επάνω, στην οροφή του δωματίου και να λέγει: «Λουλούδια, πολλά λουλούδια, α! Τι ωραία πού είναι στον Παράδεισο! ό Παράδεισος αχ! είναι άξια ή ψυχή να απολαύσει αυτά τα ωραία αγαθά;!

Ό Γέρο - Νήφων κι ό Πάτερ Δανιήλ έμειναν κι αυτοί με την ανάσα κομμένη, άκουγαν αυτά και περίμεναν να συνέλθει, ό Π. Γαβριήλ, υστέρα από λίγο συνήλθε και έλαμπε από χαρά. Όταν τον ρώτησαν οι Πατέρες, Τι ήταν αυτά πού έλεγες Π. Γαβριήλ; Τι έβλεπες; Αυτός τους είπε: «— "Α! Δεν ήταν τίποτα πατέρες μου και αδελφοί μου, έκαμα αχ και έλεγα για τις πολλές μου αμαρτίες. Είμαι καλά και δε θέλω τίποτα. Έτσι τους είπε, γιατί δεν ήθελε να είναι κανείς εκεί την ώρα πού θα πέθαινε. Το θάνατο τον περίμενε με πολλή χαρά και λαχτάρα, όπως μου είπαν οι Πατέρες.

Τότε ό Πάτερ Νήφων πήγε για λίγο στην κουζίνα, επειδή ήταν μάγειρας και να φροντίσει για το προζύμι, κι ό Πατήρ Δανιήλ πήγε στην Ακολουθία του Όρθρου.

Δεν πέρασαν ούτε 10' λεπτά της ώρας κι αφού τακτοποίησε τα πράγματα εκεί, ό Π. Νήφων γύρισε και πάλι κοντά στον ασθενή, αλλά τη φορά αυτή βρήκε τον αββά Γαβριήλ να έχει τά χέρια σταυρωμένα στο στήθος το δεξί πάνω στο αριστερό, τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται, και να έχει παραδώσει το πνεύμα —τη μακαρία του ψυχή— στα χέρια του Πανάγαθου θεού, με την ειρήνη και γαλήνη απλωμένη στο πρόσωπο του. Ξεψύχησε και πέταξε σαν πουλάκι στους ουρανούς, την παραμονή των Αρχαγγέλων το σωτήριο έτος 1963.
Τον υπεδέχθηκαν στα ουράνια Σκηνώματα οι άγιοι Άγγελοι και οι Όσιοι αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.


ΡΩΣΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ

Κατά διήγηση, του αείμνηστου Γέροντα Καλλίνικου από τα Κατουνάκια, στους Γεροντάδες μας, το σωτήριο έτος 1912 - 13 μια νύχτα παρουσιάστηκε στο Γέροντα Καλλίνικο, ό Ρώσος Ιερομόναχος Σεραπίων, από το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, ο οποίος χρόνια συνέχιζε να συμβουλεύεται το Γέροντα Καλλίνικο και να παρακολουθεί μαθήματα της νοερας προσευχής, άλλα τη βραδιά εκείνη, παρακάλεσε το Γέροντα, να του δώσει την άδεια και ευλογία, να φύγει από το Μοναστήρι και να επιδοθεί κατά μονάς, μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του, στη νοερά προσευχή.

Ό Γέροντας Καλλίνικος, στην αρχή είπε στο Ρώσο Ιερομόναχο, πώς αυτό πού θέλει να κάνει είναι επικίνδυνο, δηλαδή να απομονωθεί από κάθε ανθρώπινη επικοινωνία και συμπαράσταση, και πώς τα άκρα, είναι δίκοπο μαχαίρι, διότι ό εχθρός και πολέμιος του ανθρώπινου γένους Σατανάς, θα τον πολεμήσει πολύ σκληρά, γι' αυτό, καλά θα έκανε να μην απομακρυνθεί πολύ από τους ανθρώπους και «εν Χριστώ» αδελφούς και να παραμείνει στη μετάνοια του, στο Μοναστήρι.

Στην επιμονή και θερμή παράκληση του Ρώσου ιερομόναχου, υπεχώρησε ό Γέρο - Καλλίνικος και συγκατατέθηκε, να πάει μεν στην έρημο, αλλά να τον επισκέπτεται συχνά, για να τον παρακολουθεί' μη τυχόν παραπλανηθεί ή μπλεχτεί σε καμιά πλεκτάνη του δόλιου Δαίμονα, πού με πολλή μανία πολεμεί τους εργάτες της νοερας προσευχής.
Ο παπα - Σεραπίων, από την φλόγα της προς Θεόν αγάπης και την επιθυμία της καρδίας του από την επίμονη κλίση του Αγίου Πνεύματος, πού ακατάπαυστα του έλεγε: «Υιέ δός μου σήν καρδίαν», αλλά και από την πρώτη εντολή του δεκάλογου, πού λέγει: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου» (Λουκ. Γ 27), εφοδιασμένος με την ευχή και ευλογία του καθοδηγητού του, Γέροντα Καλλίνικου, τέλεσε τη θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του αγίου Γεράσιμου, κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και αναχώρησε προς την έρημο του Άθωνα. Ό Γέρων Καλλίνικος, δεν έπαυσε μέρα - νύχτα να προσεύχεται στον αρχηγό και τελειωτή κάθε κάλου και της αρετής, Κύριο ημών 'Ιησούν Χριστόν, για τη θεία βοήθεια και σκέπη του αδελφού και μαθητού του Παπα - Σεραπίωνα, πού βγήκε να παλέψει με το Σατανά, στήθος με στήθος στη μοναξιά και στην έρημο.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Είχαν περάσει, από τη βραδιά εκείνη, δώδεκα ολόκληρα χρόνια, κι ό Πάτερ Σεραπίων δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Μια βραδιά, όπως είπε ό Γέρο - Καλλίνικος, μετά το μεσονύκτιο, άκουσε να κτυπούν την πόρτα του ησυχαστηρίου του. Στην ερώτηση ποιος είναι; "Άκουσε γνωστή φωνή, αλλά πολύ αδύνατη, να του λέγει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ίησοΰ Χριστέ ό Θεός ελέησον ημάς», ό Γέρων είπε το «Αμήν» άλλ' επανέλαβε την ερώτηση, ποιος είσαι και τι θέλεις τέτοια ώρα; Τότε άκουσε τη φωνή να του λέγει: «Γέροντα, είμαι ό δούλος του Θεού και μαθητής σας Παπα - Σεραπίων».
Ό Γέρο - Καλλίνικος φοβούμενος την πλάνη του Σατανά, του είπε να αποστηθίσει το Σύμβολο της Πίστεως «Το Πιστεύω» και κείνος με δάκρυα είπε το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» και το «Εις Άγιος, Εις Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός και Πνεύματος Αγίου Αμήν».
Τότε ό Γέρο - Καλλίνικος άνοιξε την πόρτα, αγκάλιασε τον αδελφό Παπα - Σεραπίωνα, ό όποιος, από την άκρα ασιτία και εξαντλητική άσκηση, ήταν σκελετωμένος, ισχνόφωνος και με φωνή παλλόμενη από τη συγκίνηση, ρώτησε:
— Που ήσουν αδελφέ τόσα χρόνια, και γιατί δε φάνηκες να σε ιδώ; Πίστεψε με σε είχα για χαμένο. Που έμενες μέχρι τώρα; Τι έτρωγες τόσον καιρό;
Ό Πάτερ Σεραπίων, στο Γέρο - Καλλίνικο είπε: «— Πάτερ άγιε από τότε πού μου έδωσες την ευχή σου, πήγα πάνω στην κορυφή του Άθωνα και κει έμεινα τρεις μέρες και τρεις νύχτες. 'Αλλά μη μπορώντας να βαστήξω το πολύ κρύο της νύχτας, κατέβηκα στην «Παναγία» εκεί έμεινα λίγο και πιο κάτω βρήκα μια σπηλιά στην οποία μέχρι σήμερα εμένα
Ό Γέρο - Καλλίνικος και πάλι ρώτησε τον Παπα - Σεραπίωνα: «— Καλά αδελφέ, εγώ ξέρω πώς σ' αυτά τα μέρη βόσκουν πάνω από 500 τραγιά της Λαύρας και γυρίζουν πάντα δύο και περισσότεροι βοσκοί, αυτοί, πώς δε σε είδαν; Δε σε ενοχλούσαν; Δεν περνούσαν άπ' εκεί;»

ΠΡΟΕΙΔΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

Ό Ρώσος ασκητής σ' αυτά απάντησε:
«— Γέροντα, όταν πήγα, δοκίμασα να μείνω στην «Παναγία» άλλ' επειδή περνούσαν άπ' εκεί πολλοί προσκυνητές και μ' ενοχλούσαν, ανακάλυψα μια σπηλιά πιο κάτω, μπροστά από την οποία κάθε μέρα περνούσαν τα τραγιά και οί βοσκοί της Λαύρας, αλλά στο στόμιο της σπηλιάς που εμένα, κρέμασα το ράσο μου κι έτσι με τη σκέπη του Θεού, σ' όλο αυτό το διάστημα δεν με είδε κανείς ποτέ.
Έβγαινα από τη σπηλιά, μάζευα κάστανα, διάφορα χόρτα, βλασταράκια, βαλάνια και καμιά φορά έβγανα ρίζες και βολβούς. Αυτά όλα αποτελούσαν την τροφή μου. Νερό έπινα από το σπιτάκι πού είναι το πηγάδι στην «Παναγία». Εκείνο πού με ευχαριστούσε και με γέμιζε χαρά μέρα - νύχτα ήταν ή αδιάκοπη προσευχή, αυτό μου έδινε πολλή και ανείπωτη ευφροσύνη, κάθε επιθυμία ξένη προς την προσευχή δεν μπορούσε να σταθεί, γιατί δεν άφηνα ούτε στιγμή το μυαλό μου να σκεφθεί τίποτε άλλο εκτός από την προσευχή, πού με ανέβαζε σε θειες θεωρίες και βλέποντας τα μυστήρια του Θεού δεν ήθελα τίποτε άλλο. Όταν μπαίνει, Γέροντα, εκείνο το Θείο φως μέσα στην καρδιά, τη θερμαίνει και τη φωτίζει και τόση γλύκα και χαρά αισθάνεσαι, πού δεν έρχεται ούτε χωράει άλλη επιθυμία, αλλά τι λέγω, ξεχάστηκα, συγχώρεσε με, Γέροντα μου, πού σου λέω τέτοια πράγματα, συ είσαι ό Δάσκαλος μου, κι αυτά τα πράγματα τα γνώρισες πολύ πριν από μένα. Ό Γερο - Καλλίνικος, σαν άκουσε αυτά, θαύμασε και συγκινημένος είπε στον Ρώσο: «— Πέσε μου Πάτερ κι άλλα τέτοια, διότι σε αξίωσε ό Θεός να δεις και να γνωρίσεις κείνα, πού πολλοί πεθύμησαν και δεν είδαν!» Κα! τότε είπε ό Π. Σεραπίων: «— Ένα μόνον πεθύμησα, Πάτερ άγιε, τη θεία Κοινωνία, θέλω να μεταλάβω το Σώμα και Αίμα του Δεσπότη Χριστού και γι' αυτό ήρθα να πάρω τη θεία Κοινωνία κα! την άγια ευχή και ευλογία Σας, γιατί ό καιρός της εμή αναλύσεως πλησίασε και δε θέλω να φύγω από τον κόσμο τούτο χωρίς τα θεία αυτά κα! ψυχοσωτήρια εφόδια».
Όταν είπε αυτά, ό Ρώσος ασκητής, την ίδια ήμερα τελέσαμε τη θεία λειτουργία και κοινώνησε τα Άχραντα και πανάγια μυστήρια, φάγαμε λίγο παξιμάδι με λάχανα και αναχώρησε πάλι, για την αγαπημένη του έρημο. Αυτή ήταν και ή τελευταία φορά πού τον είδαμε, διότι φαίνεται τον πήρε ό Κύριος και αγαπημένος Νυμφίος Δεσπότης Χριστός, στη βασιλεία των ουρανών, να χαίρεται αιώνια με το Θεό και όλους τους Αγίους Του.

ΟΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ

Δεν πέρασε πολύς καιρός, ίσως δύο ή τρία χρόνια, μετά την εμφάνιση του Ρώσου Ασκητή και ό Γέρο - Καλλίνικος έπεσε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι. Ήταν μήνας Ιούλιος πού κυκλοφόρησε ή είδηση αυτή και οι Πατέρες γνωστοί και άγνωστοι, έτρεξαν να επισκεφθούν τον ασθενή και να πάρουν την ευχή του.
Από την ίδια ασθένεια είχε προσβληθεί και ό μακαρίτης Γέροντας του Παπα - Δανιήλ, με τη διαφορά πώς εκείνου ή ασθένεια βάστηξε δέκα πέντε ήμερες, ενώ του Γέροντα Καλλίνικου, επειδή ή κράσης του ήταν πολύ γερή, βάστηξε περίπου σαράντα ήμερες και έτσι μια ήμερα μετά την εορτή της του Χριστού «Μεταμορφώσεως», ό Γέρο - Καλλίνικος έκλεισε για πάντα τα μάτια του σώματος και με ολάνοιχτα μάτια της ψυχής, αφού είδε επί της γης το «άκτιστο θαβώριο Φως» του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, κατηξιώθη να βλέπει εις αιώνας αιώνων και το Τρισήλιον Σέλας της Υπερούσιου και Τρισυπόστατου Θεότητας, του Πατρός και του Υιού και του Παναγίου Πνεύματος, του Ενός και μόνου Θεού και Ποιητού των Όλων, στις επτά (7) Αυγούστου του 1930.

Λίγες ώρες πριν να κοιμηθεί για πάντα, για πληροφορία της αιωνίας ζωής και μακαριότητας και των αιωνίων αγαθών «α ητοίμασεν ό Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», ό Μακάριος Γέρων, Καλλίνικος είδε σε θεία οπτασία τους Αγιορείτες Όσιους να τον περιμένουν λαμπαδοφορούντες και έλαμψε το πρόσωπο του από χαρά και φώναξε τον υποτακτικό του, προς τον όποιον είπε:
— «Αδελφέ Δανιήλ, πήγαινε με τον παραδελφό σου Χριστόδουλο, να ετοιμάσετε την εκκλησία, γιατί ήρθαν οι Όσιοι αγιορείτες Πατέρες, να με παραλάβουν, επειδή σ' όλη μου τη ζωή τους παρακαλούσα να συμπαρασταθούν τούτη την ώρα και ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου, που συγκατέβη να ακούσει τη φωνή της δεήσεώς μου και να στείλει τους αγίους Πατέρες. Κα! έτσι παρέδωκε την τελευταία του πνοή, με τα λόγια τούτα στο στόμα: «Σε ευχαριστώ Θεέ μου, διότι αν και δεν έκανα τίποτε το αξιόλογο σ' όλη μου τη ζωή, για να σε ευχαριστήσω, άλλα πεθαίνω Θεέ μου χριστιανός ορθόδοξος».

Το θάνατο του Όσίου τούτου πατρός πένθησαν όλοι οι αγιορείτες Πατέρες, διότι όσοι τουλάχιστον ευτύχησαν να τον γνωρίσουν είχαν και μετά θάνατο, τα αθάνατα λόγια του και τις συμβουλές παντοτινή παρηγοριά, και πνευματικό στήριγμα.