Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ  


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ


Αφού τέλειωσε τη θερμή προσευχή του αυτή, τότε, όπως μου αφηγήθηκε ό αδελφός Δανιήλ, άρχισε να κάνει διδαχή με θείες θεωρίες, με υποθήκες αρετής και με θεια επιτεύγματα.
Δηλαδή μας είπε, πώς, και με ποιο τρόπο μπορούμε να αρχίσομε τη νοερά προσευχή, με ποιο τρόπο να αποφεύγομε τις πλάνες του διαβόλου, ό οποίος με τέχνη σπέρνει τα ζιζάνια του εγωισμού και της υπερηφάνειας στο μυαλό και στην καρδιά εκείνων, πού θέλουν να αγωνιστούν και να προκόψουν στη θεία αύτη αρετή και να μπουν στον πνευματικό αγώνα, και ότι αυτοί, θα πρέπει να παλέψουν στήθος με στήθος με το διάβολο, θα συναντήσουν, μας είπε, πολλές δυσκολίες, αλλά δεν πρέπει να δειλιάσουν, παρά με ταπείνωση να επιμείνουν και να λένε όσες περισσότερες ώρες το 24ωρο μπορούνε τη θεία προσευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με», άλλα παιδιά μου, προσέξτε αυτό πού θα σας ειπώ: «Την προσευχή αυτή, να τη λέτε ολόκληρη και όχι όπως συνηθίζουν μερικοί και την κόβουν, δήθεν για συντομία, και λένε τη μισή, αυτό είναι πλάνη και απαράδεκτο από τους αγίους Πατέρες, διότι με το να παραλείπομε το «Υιέ του Θεού» αφαιρούμε τη θεολογική έννοια της προσευχής αυτής, ή οποία είναι μεν απλή, αλλά είναι θεολογική και συμπεριλαμβάνει ολόκληρο το Μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού, όπως λέγει κι ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης, και πρέπει να ξέρετε πώς ή πλάνη του διαβόλου από το σημείο αυτό αρχίζει, στους αγωνιζόμενους να αποκτήσουν τη θεία και ουράνια αύτη προσευχή, ή οποία πρέπει να γίνει ένα με την αναπνοή μας, κι όταν συνηθίσομε να την λέμε σωστά από την αρχή, τότε ό νους μας θα καθαρίσει από κάθε γήινη έννοια, εύκολα τότε θα μπαίνει ό νους μας στην καρδιά, ή οποία στην αρχή θα αρχίζει να πιέζεται, να πονεί, θα μας φέρνει δύσπνοια, στενοχώρια, αν επιμείνομε να λέμε έντονα την ευχή, επιμένω ολόκληρη και όχι τη μισή, τότε θα αρχίζουν να υποχωρούν τα πάθη και οι ανθρώπινες αδυναμίες, πού μόνιμα φωλιάζουν στην καρδιά μας, ή οποία άμα καθαρίσει τότε θα ανάψει το λυχνάρι του θείου φωτός, δηλαδή θα αρχίσουν οι ουράνιες ελλάμψεις, θα στηθεί ό θρόνος του Θεού και Αφού γίνουν όλα αυτά κι άλλα πολλά τα όποια με την πράξη θα τα βρείτε μόνοι σας, τότε θα αρχίσουν οι αποκαλύψεις και τα μυστικά επιτεύγματα της πνευματικής ζωής, πού άμα σας αξιώσει ό Πανάγαθος Θεός θα δείτε, τότε μόνοι σας πλέον, με καθοδηγητή τη θεία χάρι του Παναγίου Πνεύματος, θα προχωρήσετε άφοβα στην προκοπή και πρόοδο της πραγματικής πνευματικής ζωής και θα σας αποκαλυφθούν μυστήρια Θεού, τα οποία δεν λέγονται, παρά μόνον νοούνται και αποκαλύπτονται».

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΜΕ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ

Όταν τελείωσε αυτά και πολλά άλλα πού μας είπε και τα οποια δεν μπορέσαμε να συγκρατήσομε, γιατί ήταν θεωρήματα με πολύ ψηλές έννοιες πού καλά - καλά δεν καταλαβαίναμε, άλλα θαυμάζαμε και είπαμε μέσα μας: Τι πνευματικός θησαυρός κρύβεται μέσα στο οστράκινο τούτο σκεύος! Όπως λέγει κι ό απόστολος Παύλος: Εχομεν δε τον θησαυρόν τούτον —του αγίου Πνεύματος— εν οστρακίνοις σκεύεσιν...» (Β' Κορ. Δ' 7). Μετά άπ' αυτά μας είπε: «Και τώρα, παιδιά μου, σας παρακαλώ να μου ψάλλετε τον «Εθνικό ύμνο του Άθωνα», τον ύμνο της Παναγίας μας, πού είναι το «Άξιον εστίν». Όταν το ψάλλαμε κι αυτό, τότε μας αγκάλιασε, μας έδωκε τον «εν Χριστώ» ασπασμό και προφητικά μας είπε: «Αδέλφια μου και αγγελούδια της Παναγίας, δεν πρόκειται να σας ξαναειδώ με τα μάτια του σώματος μου, γιατί με κάλεσε ό Κύριος, με την πρεσβεία της Παναγίας και των αγιορειτών Πατέρων, να με πάρει στα ουράνια θεία Σκηνώματα».

Κι άμα είπε αυτά μας έβγαλε έξω μέχρι την εξώπορτα της ασκητικής του Καλύβας, και την άλλη μέρα, που πήγαμε να τον δούμε και να πάρουμε την ευχή του, είχε οριστικά αναχωρήσει, όπως μας είπε, από τα γήινα, ήταν σχηματισμένος πάνω στο ξύλινο κρεβάτι, είχε σταυρωμένα τα χέρια και τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμόταν τον φυσικό ύπνο, αλλά ή μακαριά του ψυχή, είχε πετάξει στα ουράνια και έτσι με οσιακό τέλος κοιμήθηκε τον ύπνο των Μακάρων, Όπως «εδίψησε και επεπόθησεν ή ψυχή του εις τάς αυλάς του Κυρίου».

Μετά το θάνατό του ανακαλύψαμε, πώς, κάτω από το ξύλινο κρεβάτι, ό Γέρο - Φιλάρετος, είχε ένα μεγάλο ροζιάρικο κούτσουρο —ξύλο— επάνω στο όποιο κοιμότανε, εκείνο τον λίγο ύπνο που επέτρεπε στο σώμα του. Το κρεβάτι ήταν πάντα στρωμένο και ή μόνη φορά πού ξάπλωσε σ' αυτό ήταν όταν πέθανε.
Αυτό λέγεται «χαμαικοιτία» και τυραννία του σώματος. Το ξύλο αυτό κανείς δεν το είχε δει, γιατί την ήμερα το είχε κρυμμένο και σκεπασμένο κάτω από το κρεβάτι.


ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΣΤΟ ΓΗΡΑΣ ΤΟΥ

Λίγα χρόνια, πριν να φύγει από τον κόσμο τούτο, ένας κακοποιός άνθρωπος έκλεψε ότι πολύτιμο είχε ό Γέρο - Φιλάρετος στην Καλύβα του, δηλαδή όλα τα Πατερικα βιβλία πού είχε και μελετούσε, του τα έκλεψε. Ή Αστυνομική Αρχή, συνέλαβε τον κλέφτη με τα βιβλία στη Θεσσαλονίκη.

Ό κλέφτης, για να δικαιολογηθεί στην Αστυνομία, είπε πώς αγόρασε τα βιβλία από το Γέρο - Φιλάρετο, που μένει στα Καρούλια. Ή Αστυνομική Αρχή αυτεπάγγελτα κατήγγειλε το Γέρο -Φιλάρετο για αρχαιοκαπηλία, πώς πούλησε τα βιβλία πού είχαν αρχαιολογική αξία και θεωρούνται Κειμήλια. Ήρθαν οι κλήσεις κι έπρεπε να παρουσιαστεί σαν κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Οι αδελφοί Δανιηλαίοι έμαθαν το λυπηρό αυτό γεγονός και φρόντισαν αμέσως να ντύσουν με κάπως ευπρεπή ρούχα, να του βγάλουν τα κουρελιασμένα, μπαλωμένα άλλα πεντακάθαρα ρούχα, που φορούσε σ Γέρο - Φιλάρετος. Τέλος τον συνόδευσε ένας από την αδελφότητα μέχρι το δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρουσιάστηκε στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο.

Ό κακοποιός διέθετε κάποιο, Ιωάννη Λαδά, πολύ δυνατό δικηγόρο, ό οποίος με φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές να είναι με το μέρος του κακοποιού. Δυστυχώς πολλές φορές γίνεται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη εύκολα να πείθεται στο κακό και πολύ δύσκολα να παραδέχεται το καλό και να απονείμει δικαιοσύνη στο σωστό, γι' αυτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες και δικαστικές πλάνες.

Ένας ευσεβής δικηγόρος, πού παρακολουθούσε την υπόθεση, και κατάλαβε την απάτη του κλέφτη και την ψεύτικη ρητορεία του κατηγορούντος δικηγόρου, ό οποίος γνώριζε την αλήθεια, αλλά διέστρεφε αυτήν, ανέλαβε την υπεράσπιση του Γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, και αγόρευσε υπέρ του αγίου και ευλαβέστατου Γέροντα, ό οποίος ήταν τόσο απλός και αγαθός, πού όταν άκουσε το Δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει και να υπερασπίζεται το δίκιο του, θαύμαζε και έλεγε: «Που τα ξέρει όλα αυτά πού λέει, ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θα έχει χάρι του Αγίου Πνεύματος, για να τα λέει τόσο ωραία και μάλιστα τα λέει όπως ακριβώς Έγιναν!»

Όταν ό πρόεδρος του δικαστηρίου, κάλεσε το Γέρο - Φιλάρετο να ορκιστεί, τότε αυτός σηκώθηκε από το εδώλιο του κατηγορούμενου, πλησίασε το ιερό ευαγγέλιο, έκαμε το σταυρό του τρεις φορές και ασπάσθηκε με ευλάβεια το ευαγγέλιο.

Ό πρόεδρος τότε, με αυστηρό ύφος είπε στον Γέροντα, ότι πρέπει να βάλει το χέρι του επάνω στο Ευαγγέλιο και να ορκιστεί. Ό Γέρων Φιλάρετος ρώτησε τον πρόεδρο, Τι είναι αυτό το βιβλίο κι ό πρόεδρος του είπε: «Αυτό είναι το ευαγγέλιο, στο οποίο βάνουν, οί πιστοί χριστιανοί το χέρι και ορκίζονται για να μας βεβαιώσουν πώς λένε την αλήθεια».

Ό Γέρο - Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Αν αυτό όπως λέτε είναι το ιερό Ευαγγέλιο, τότε σας παρακαλώ να ανοίξετε το Ε' κεφάλαιο παράγραφος 34 στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και θα ιδείτε ότι λέγει επί λέξει: «Εγώ δε —δηλαδή ό Χριστός— λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ούρανω, ότι θρόνος εστί του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιο εστί των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκή ή μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. Ε' 34 - 37).
Ό πρόεδρος διέταξε τον Κλητήρα να ανοίξει το Ευαγγέλιο, αλλά όταν το άνοιξε διεπιστώθη ότι έλειπε όλο εκείνο το φύλλο πού είχε την περικοπή αυτή της διδασκαλίας του Κυρίου που αναφέρεται στον όρκο και τότε με θάρρος ό Γέρο-Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, με τη χάρι του Θεού, -προσπαθούμε να φυλάμε αυτά πού ορίζει το Ιερό ευαγγέλιο του Δεσπότη Χριστού, σαν γνήσιοι χριστιανοί, και έφ' όσον ό ίδιος ό Χριστός μας λέγει να μην ορκιζόμαστε, πώς εμείς να παραβούμε του Θεού την εντολή, για να φυλάξομε «τα εντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιέ' 9), πού είναι οι δικές σας εντολές, να ορκίζονται οΐ άνθρωποι -πού λένε, πώς είναι πιστοί χριστιανοί, και οι οποίοι καταπατούν και αθετούν την εντολή Του αυτή, άλλα και. σεις ό ίδιος ορκίζεστε, λυπούμαι κ. πρόεδρε, πού λέγεστε μόνον χριστιανοί, αλλά δεν φυλάττεται τις εντολές του Χριστού.

Ό πρόεδρος και οι δικαστές θίχθηκαν από τα καυτερά λόγια της αλήθειας πού τους είπε ό Γέρο - Φιλάρετος, και για την άρνηση του όρκου τον δίκασαν σε 9 μήνες φυλάκιση.

Ό Γέρων με χαρά δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και ήταν έτοιμος να πάει στη φυλακή, αλλά οι παρευρισκόμενοι στο δικαστήριο ακροατές, αγανακτισμένοι για την άδικη αύτη κρίση του δικαστηρίου, πού δε θέλησε να τιμωρήσει τον κλέφτη και άδικα καταδίκασε τον οσιότατο και άγιο Γέροντα, ενέργησαν αμέσως έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν το δικαστήριο και γύρισε ό Γέρων, αδικημένος μεν, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δε και τροπαιούχος και υπέρμαχος της αλήθειας στην ασκητική του Καλύβα, στα Καρούλια.

Όταν ήρθε στα Καρούλια, λέγει ό πάτερ Δανιήλ, τον ρωτήσαμε: «Πώς τα πέρασες Γέροντα στη Θεσσαλονίκη; Πώς είδες τον κόσμο; Τι έγινε με το δικαστήριο;»

Ό Γέρο - Φιλάρετος, με χαρούμενο πρόσωπο και το χαμόγελο στα χείλη, όπως συνήθιζε να είναι πάντα, είπε : «Αδελφοί μου, όλος ό κόσμος τρέχει και προσπαθεί για τη σωτηρία του, εκτός από μένα τον αμαρτωλό», τίποτε άλλο δεν μας είπε και κλείστηκε στον εαυτό του.





ΦΟΒΕΡΗ ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ

Στα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, προς τη θάλασσα έμενε ενάρετος Γέροντας, με έναν επίσης ευλαβέστατο υποτακτικό, ό όποιος στην αρχή έκανε υπακοή, άλλα με μια μικρή δώσει υποκρισίας. Ή υποκρισία του έφερε ψευτοταπείνωσι, και ενώ στην αρχή, όπως είπαμε, πράγματι υποτάζονταν στο θέλημα του Γέροντα του και του Πνευματικού του και ήταν πράος και ήσυχος, με τον καιρό όμως, επειδή δεν είχε ειλικρίνεια, άρχισε να κάνει κρυφά το θέλημα του.

Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της ερήμου αυτής, το όνομα του Γέροντα του δεν ενθυμούνται, άλλα πολύ καλά ενθυμούνται, πώς ό Μοναχός αυτός, πνευματικό είχε τον ξακουστό και ενάρετο Παπα - Γρηγόρη, ό όποιος ησύχαζε στη Μικρή Άγιάννα, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», πού είναι στο ψηλότερο μέρος.

Στους δοκίμους και αρχαρίους Μοναχούς, από τον Πνευματικό έξομολόγο, σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός, δίδεται ανάλογος Κανόνας προσευχής και νηστείας. Συνήθως στην αρχή ορίζονται 50 γονυκλισίες—Μετάνοιες— και έξι κομβοσχοίνια. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μονοφαγία, δηλαδή μια φορά την ήμερα φαγητό χωρίς λάδι ή τίποτε το λιπαρό. Αν ό οργανισμός αντέχει, με την πάροδο του χρόνου, αυξάνει ό Κανόνας της προσευχής και της νηστείας. Οι Μετάνοιες γίνονται 100 και 10 κομβοσχοίνια την ήμερα και δυο φορές την εβδομάδα απόλυτη ξηροφαγία ή τέλεια νηστεία.

Όταν γίνει Μοναχός μεγαλόσχημος, οι μετάνοιες γίνονται 300 και τα κομβοσχοίνια 15 την ήμερα, ανάλογα γίνεται και με την νηστεία. Αυτή ή προσευχή πού κάνει ό κάθε αδελφός μόνος του είναι ό καθορισμένος Κανόνας, ό όποιος θα πρέπει να γίνεται, εκτός από τις καθιερωμένες κοινές προσευχές με όλους τους αδελφούς, δηλαδή την προσευχή του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου, των Ωρών, της θείας Λειτουργίας, των Τυπικών και του Απόδειπνου, ή οποία είναι κοινή για όλους τους αδελφούς και υποχρεωτική, εκτός ασθενείας ή αναγκαιας υπηρεσίας —διακονήματος— το όποιο θα διακρίνει και θα καθορίζει ό Γέροντας ή ό ηγούμενος και ό Πνευματικός.

Έκτος, λοιπόν, άπ' αυτά, που είναι καθορισμένα και συνεχίζονται από την ιερή Παράδοση, ότι άλλο κάνει ιδιαίτερο ό Μοναχός, χωρίς την άδεια ή ευλογία από το Γέροντα του ή τον Πνευματικό του, αυτό λογίζεται θέλημα κι όταν μάλιστα γίνεται κρυφά είναι αμαρτία μεγάλη. Ό υποτακτικός αυτός, πού το όνομά του, καθώς με βεβαίωσαν ήταν «Σπυρίδων» είχε πολλά χρόνια στην Καλογερική και στην υπακοή, πού στην αρχή ακολουθούσε τη σειρά των Πατέρων, αλλά σιγά ,σιγά τον πλάνεψε ό διάβολος κι άρχισε να κάνει κρυφά νηστείες και προσευχές περισσότερες άπ' εκείνες πού του είχαν ορίσει.

Από το θέλημα αυτό, αισθάνονταν μέσα του ικανοποίηση και άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός έβαλε κάποια καλύτερη σειρά, άπ' εκείνη πού είχανε οι άλλοι Πατέρες. Νήστευε πιο πολύ και έτσι λίγο - λίγο χωρίς να το καταλάβει έπεσε σε υπερηφάνεια κι είχε τον εαυτό του σε υπόληψη και τους άλλους θεωρούσε κατώτερους του, στην αρετή και σ' όλα τ' άλλα, πώς δεν τον έφτανε στην αρετή, ούτε αυτός ό Γέροντας του. Τον δε Πνευματικό του θεωρούσε στενοκέφαλο, όπως και ό ίδιος διηγόταν αργότερα, στους Πατέρες, μετά το πάθημα του.

Πνευματικός του ήταν ό Παπα - Γρηγόρης, πού με τα καλογέρια του, Κοσμά και Δαμιανό τους Μοναχούς, έμενε στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», όπως είπαμε, στη Μικρή Άγιάννα.

ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Μια νύχτα του Γενάρη, τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα του δωματίου του, αφού είπαν δυο λέξεις μόνον από το «Δι' ευχών».
Ό Μοναχός Σπυρίδων άνοιξε την πόρτα και βλέπει μπροστά του έναν Άγγελο. Μόλις τον είδε ταράχτηκε τόσο πού δεν ήξερε τι να ειπεί, μόνον έτριβε τα μάτια του και του φάνηκε ο Άγγελος πολύ κόκκινος.

Ό φαινόμενος Άγγελος, δεν του έδωκε καιρό να σκεφθεί, άρχισε να του λέει επαίνους και κολακείες: «— Αδελφέ, ό Θεός δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, σα θυμίαμα και επειδή ευχαριστήθηκε πολύ από αυτά πού κάνεις, από τον εαυτό σου και την προαίρεση σου, με έστειλε να σε πάρω νάρθεις ν' ανέβουμε μαζί στην κορυφή του Άθωνα, και κείνος θα κατέβει με όλους τους αγίους, για να τον προσκυνήσεις, να πάρεις θάρρος και δύναμη, για να κάνεις μεγαλύτερες και περισσότερες αρετές. Εμπρός να φύγουμε, έχω εντολή να σε πάρω αμέσως, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεση μας, ό Δεσπότης Χριστός θα είναι στο θρόνο να τον προσκυνήσεις και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα». Ό Μοναχός Σπυρίδων, από τη φαντασία και την υπερηφάνεια σκοτισμένος, δε σκέφτηκε ούτε μια φορά να ειπεί την προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» ή καν να κάνει έστω και μια φορά το σταυρό του, χωρίς να σκεφθεί τίποτε το πονηρό, ακολούθησε τον φαινόμενο Άγγελο και πήραν τον ανήφορο να πάνε στην κορυφή του Άθωνα από τα Κατουνάκια, μες την καρδιά του χειμώνα. Ό δρόμος ήταν καλυμμένος με πολλά χιόνια, πολλές φορές ό Μοναχός βούλιαζε μέχρι τη μέση στα χιόνια, παραπονιόταν πώς κουράστηκε, κι έλεγε να καθίσουν λίγο, αλλά ό φαινόμενος Άγγελος του απαντούσε: «Κάνε κουράγιο, αδελφέ, δεν είδες ότι τα καλά έργα «κόποις κτώνται και μόχθοις κατωρθούνται λίγο ακόμη φθάνουμε».

Ό Μοναχός άλλου έπεφτε κι άλλου σηκωνότανε, με πολλή ταλαιπωρία και κόπο, σε τρεις ώρες φτάσανε επί τέλους στην κορυφή !

Ό φαινόμενος Άγγελος όλος χαρά, λέγει στο Μοναχό Σπυρίδωνα: Κοίταξε άββά προς τα εκεί. Ό Μοναχός σαστισμένος από την πολλή κούραση, γύρισε προς τα δυτικά της Κορυφής και είδε μέσα σε ένα μεγάλο στρογγυλό δίσκο πού είχε πολύ φως κόκκινο σα φωτιά, στη μέση φαινότανε σαν το Δεσπότη Χριστό φορεμένο αρχιερατικά άμφια, να κάθεται σε θρόνο, γύρω - γύρω να είναι Άγγελοι. Μετά βλέπει να έρχονται κύματα - κύματα οι άγιοι σε Τάγματα. Τότε άρχισε να διακρίνει, πώς ερχόντουσαν τα διάφορα Τάγματα των Αγγέλων, των Αποστόλων, των Όσίων, των Ιεραρχών και των Δικαιων ανδρών και γυναικών, ακριβώς όπως παριστάνονται στην εικόνα των Αγίων Πάντων.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Από τους ιεράρχες, μπροστά - μπροστά φαινόταν να έρχεται ό Άγιος Σπυρίδων, τότε ό φαινόμενος Άγγελος προστακτικά είπε στο μοναχό Σπυρίδωνα: «τι κάθεσαι και βλέπεις σα χαζός και κοιτάς έτσι περίεργα; Δε βλέπεις το Δεσπότη Χριστό πού σε περιμένει; Πήγαινε σύντομα να τον προσκυνήσεις».

Ό Μοναχός Σπυρίδων, επηρεασμένος από τη φαντασία της υπερηφάνειας, φούσκωνε πιο πολύ σαν το Παγώνι και προχώρησε λίγο, αλλά σιγά - σιγά πήγαινε με δισταγμό κάπως, σαν να του έλεγε κάτι από μέσα του, μην προχωρείς άλλο! τι να ήταν άραγε ; Να ήταν ή φωνή της συνειδήσεως ή ό φύλακας Άγγελος του; Σε μια στιγμή, ό πάτερ Σπυρίδων, πρόσεξε τον Άγιο Σπυρίδωνα, πού ερχότανε μπροστά, πώς στο κεφάλι του φορούσε ένα μεγάλο σκούφο, πού, το ύψος του έφτανε το ένα μέτρο. Τον άγιο Σπυρίδωνα, επειδή έφερε το όνομά του, σαν προστάτη του, τον είχε περισσότερη ευλάβεια και σεβασμό και επειδή συνήθως οι αγιογράφοι στις εικόνες, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον παριστάνουν αντίθετα από εκείνο πού αυτός έβλεπε, με πολύ μικρή σκούφια, ό πάτερ Σπυρίδων, παραξενεύτηκε βλέποντας τόσο μεγάλη και ψηλή σκούφια να φορεί ό άγιος του και κάνοντας το σταυρό του είπε φωναχτά: «Κύριε ελέησον, ό άγιος μου Σπυρίδωνας να έχει τόσο μεγάλη σκούφια, πολύ περίεργο πράγμα! !»

Μόλις έκαμε το σημείο του σταυρού, χάθηκαν όλα τα φαινόμενα και οι απάτες του Σατανά έγιναν άφαντες, αλλά ό ίδιος, είδε πώς βρισκότανε στο χείλος του γκρεμού, ευτυχώς το ένα πόδι ήταν βουλιαγμένο στο χιόνι και το άλλο πού είχε σηκωμένο, γιο: να προχωρήσει, βρίσκονταν στο κενό, δηλαδή δεν είχε μέρος να το πατήσει, γιατί αν έκανε μισό βήμα ακόμη, θα έπεφτε στο κενό πού είναι περισσότερο από χίλια μέτρα βάθος. Τον λυπήθηκε όμως ό Θεός, γιατί αντί να πέσει μπροστά, έγειρε προς τα πίσω και έμεινε εκεί από το φόβο και τη φρίκη πού δοκίμασε περισσότερο από τρεις ώρες λιπόθυμος και συνήλθε σαν πήρε για καλά ή ήμερα και, τον ζέστανε ό ήλιος.

Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΙΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Πήρε το δρόμο του γυρισμού, άλλα τα πόδια κι όλο το σώμα πονούσαν φρικτά και έτρεμαν από το φόβο και την υπερβολική νηστεία. Ταλαιπωρημένος όπως ήταν, έκαμε 12 ολόκληρες ώρες να κατέβει από τον Άθωνα και με πολύ κόπο πήγε στο ησυχαστήριο, κτύπησε την πόρτα του Γέροντα του, άνοιξε και τον βρήκε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια και να παρακαλεί το Θεό.
στην ερώτηση τι του συνέβη, ό Πάτερ Σπυρίδων, αντί απαντήσεως έπεσε στα πόδια του Γέροντα του, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια το φρικτό πάθημα του και την απάτη πού του έκαναν οι Δαίμονες.

Ό Γέροντας του, απλός και ενάρετος άνθρωπος, ζήτησε να μάθει την αίτια και αφού έμαθε τα κρυφά θελήματα, τις επί πλέον προσευχές, νηστείες και γονυκλισίες, του έδωκε επιτίμιο και αυστηρό κανόνα και εν συνεχεία τον έστειλε στον Πνευματικό του Παπα - Γρηγόρη, ό όποιος με τη σειρά του, επειδή ό πάτερ Σπυρίδων, πίστεψε στις φαντασίες του Σατανά και τον ακολούθησε, χωρίς να ρωτήσει το Γέροντα του ή καν να κάνει το σταυρό του, κίνησε και πήγε στο άγνωστο, τον έπετίμησε και τον τιμώρησε επί τρία χρόνια να μη κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Του επέβαλε αποκλεισμό από την κοινή προσευχή και υποχρεωτικά, για τις κρυφές νηστείες πού έκανε με το θέλημα του, θα κατέλυε κάθε μέρα αρτύσιμοι τροφή και για να του ταπεινώσει το φρόνημα, τον έστειλε στο ιερό Κοινόβιο της Μονής του αγίου Διονυσίου, πού ήταν ένα από τα αυστηρότερα Μοναστήρια, να πλένει υποχρεωτικά τα πιάτα στο μαγειρείο του Κοινοβίου και να λέγει αύτη την προσευχή συνέχεια: «ελέησον με ό Θεός το βδέλυγμα».

Τρία χρόνια έμεινε στον κανόνα αυτό στο Μοναστήρι του Διονυσίου και μετά γύρισε και πάλι στο Γέροντα του, ό όποιος με χαρά τον δέχτηκε μετανοημένο και διορθωμένο.
Ό αδελφός Σπυρίδων, έλεγε το πάθημα του αυτό, σ' όλους τους Πατέρες, τους οποίους παρακαλούσε να προσεύχονται και γι' αυτόν. Σ' όλη δε τη ζωή του, δεν έλειψαν ποτέ τα δάκρυα από τα μάτια του. Για την υπακοή του δε αυτή, πού ακολούθησε κατά γράμμα τον κανόνα του Γέροντα και του Πνευματικού -του, τον αξίωσε ό Θεός να αποκτήσει ταπείνωση πλέον αληθινή και όχι ψεύτικη και να τελειωθεί με μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση, γενόμενος υπόδειγμα κάλου υποτακτικού και τέλειου Μονάχου.

Ο ΘΕΟΣ ΔΕ ΔΕΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΑΡΕΤΕΣ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΘΕΛΗΜΑΤΑ
Λίγα χρόνια μετά από το συμβάν αυτό, σε μια από τις ησυχαστικές Καλύβες στα Κατουνάκια, ασκήτευε ένας Ιερομόναχος σαν υποτακτικός σε έναν ευλαβέστατο και διακριτικό Γέροντα Σεραφείμ.
Ό υποτακτικός νέος Ιερεύς τότε, με πολλή προθυμία και ευλάβεια στα πνευματικά καθήκοντα, από τον μισόκαλο διάβολο παρακινούμενος, έκανε κρυφά προσευχές και νηστείες, χωρίς να έχει τη γνώμη και συγκατάθεση του Γέροντα του.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, με τη νοθευμένη, από το θέλημα του, αύτη ευλάβεια, πού του έδωσε και μια ψευτοταπείνωσι στα μάτια των άλλων αδελφών να φαίνεται αγαθός και άκακος.
Μια βραδιά τα μεσάνυχτα, όπως έκανε την κρυφή προσευχή του αυτή, βλέπει στη γωνιά της οροφής του Κελιού του, να κατεβαίνει από το ταβάνι ένας κατακόκκινος άγγελος πού έμοιαζε σαν φωτιά (παίρνει ό Σατανάς το σχήμα του αγγέλου, αλλά το διακριτικό πού τον ξεχωρίζει από τον πραγματικό άγγελο είναι πώς φαίνεται κατακόκκινος σα φωτιά και φέρνει ταραχή και φρίκη στην ψυχή εκείνου πού τον βλέπει), ό όποιος αφού κατέβηκε δήθεν από τον ουρανό χωρίς να πιάνεται από πουθενά, για να κατέβει στο δωμάτιο του αδελφού, πιανότανε από τα ξυλοπάταρα του ταβανιού, όπως έχουν εκεί τα παλιά σπίτια και Καλύβια, πιανότανε λοιπόν ό φαινόμενος άγγελος για να μην πέσει στο κενό.

Ό Ιερομόναχος όταν τον είδε τρόμαξε και άρχισε με το δεξί του χέρι να σταυρώνει τον αέρα και να φωνάζει: «Κύριος επιτίμησε σε διάβολε, φύγε από το δωμάτιο μου καταραμένε» και συνέχιζε να σταυρώνει.
Ό φαινόμενος άγγελος όμως δεν έφευγε, άλλα με κολακευτικό τρόπο, του έλεγε: «Αδελφέ, μην ενοχλείσαι από την παρουσία μου, γιατί μ' έστειλε ό Θεός να σου ειπώ, πώς δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, ευχαριστήθηκε πολύ άπ' αυτές και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα».
Ό Ιερομόναχος υστέρα άπ' αυτά άρχισε να υποχωρεί και να παίρνει θάρρος, άλλ' ό φανείς άγγελος έγινε άφαντος, αφού συνέχιζε να σταυρώνει τον αέρα και επειδή έδωκε βάση κάπως σ' αυτά πού άκουσε, φαίνεται πίστεψε στα κολακευτικά λόγια του Σατανά, διότι άρχισε από μέσα του να φουσκώνει από εγωισμό και δεν είπε σε κανέναν τίποτε.

Δεν πέρασαν όμως ούτε 15 ήμερες και επειδή δεν φανέρωσε σε κανέναν τη σατανική παγίδα, ό δαίμονας πείραξε τον Ιερομόναχο με πολύ σκληρό σαρκικό πόλεμο, τόσο πού δεν έβρισκε ησυχία μέρα - νύχτα επί σαράντα ή μερόνυχτα. Τότε εξαναγκάστηκε να το εξομολογηθεί στο Γέροντα του και στο πνευματικό του, Παπα - Συμεών, ό όποιος ήταν καλός και διακριτικός, τον κανόνισε περισσότερο για την απόκρυψη των κρυφών αυτών ενεργειών του και του επέβαλε αυστηρή τιμωρία.

Στην αρχή του επέβαλε, να εξευτελίζει τον εαυτό του ενώπιον όλων των Πατέρων και να λογαριάζει πώς είναι ό αμαρτωλότερος άνθρωπος της γης. Σε συνέχεια του λοιπού δε θα κάνει τίποτε χωρίς τη γνώμη και γνώση του Γέροντα και του Πνευματικού, δε θα κάνει ούτε προσευχή πέραν της κεκανονισμένης ούτε θα λειτουργήσει επί αρκετό χρονικό διάστημα.
Έτσι αφού εξομολογηθεί και ταπεινώθηκε ζητώντας συγχώρεση από το Θεό και τους ανθρώπους, άρχισε να υποχωρεί ό σαρκικός πόλεμος, ό οποίος κυρίως τρέφεται με τον εγωισμό, την πολυφαγία και τη φαντασία των αισχρών λογισμών και πραγμάτων, και ανάλογα ό άνθρωπος γίνεται θύμα του πολέμου ή νικητής και στεφανώνεται από τον αγωνοθέτη Δεσπότη Χριστό, πού βραβεύει τις καλές μας πράξεις και τιμωρεί τίς κακές και κρυφές ενέργειες μας.

Εις δε τους ανθρώπους που επιμένουν να κάνουν το θέλημα τους αυτά και χειρότερα παραχωρεί ό Πανάγαθος θεός, πού θέλει με κάθε τρόπο να μας σώσει και να μας παραλάβει καθαρούς και αγνούς στη βασιλεία των ουρανών, όπως έγινε με τον εν λόγω ιερομόναχο, πού για παραδειγματισμό όλων ημών παραχώρησε να πάθει αυτά για να προσέχομε εμείς.



ΤΑ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΟΥΛΙΩΝ ΣΑΝ ΑΗΤΟΦΩΛΙΕΣ
Ο ΓΕΡΟ - ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ

Καθώς μου διηγήθηκε, ό Πατήρ Δανιήλ των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια, ό Γέρο Φιλάρετος ήταν προϊστάμενος στην Ιερά Μονή του Σταυρονικήτα. Έφυγε δε άπ' αυτήν, διότι τότε ήταν Ιδιόρρυθμη και ή ζωή των Πατέρων σ' αυτήν δεν ήτανε κείνη πού είχε ό Πατήρ Φιλάρετος στη φαντασία του, γι' αυτό έφυγε άπ' αυτήν για να βρει περισσότερη ησυχία και ψυχική γαλήνη. Για να βρει ολοκληρωμένη ηρεμία του νου και να επιδοθεί σ' αυτό πού επιθυμούσε ή ψυχή του, στη νοερά προσευχή. Έφυγε λοιπόν στην έρημο, πήγε στα Καρούλια κι έμεινε σε μια απομονωμένη Καλύβα.

Είχε κατά κόσμον μόρφωση, γιατί στην Καλογερική ήρθε σε μεγάλη ηλικία και με επίγνωση προτίμησε το Μοναχικό βίο, από τον έγγαμο, πού έχει πολλές φροντίδες και μέριμνες, και πολλές φορές απομακρύνεται από το Θεό.

Ήταν εγκρατής, λιγόλογος και σοβαρός, είχε την αδιάλειπτη προσευχή και συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατερικών συγγραμμάτων και αδιάκοπη μελέτη στα θεια θεωρήματα της ζωής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Νύχτα - μέρα, αναλογίζονταν το μέγεθος της αγάπης του Θεού και Πατρός, προς τον αποστάτη και αχάριστο άνθρωπο, ώστε για χάρι του να θυσιάσει τον Μονογενή Υίόν Του, ό οποίος πρόθυμα δέχθηκε να κάνει τη θυσία αυτή, με την ενσαρκη θεία οικονομία Αυτού, για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από τη σκλαβιά της αμαρτίας. Έφερνε μπροστά του σε ζωντανή εικόνα, την άκρα συγκατάβαση, την άκρα ταπείνωση, τα φρικτά πάθη, τους ονειδισμούς και τα ανείπωτα τρομερά μαρτύρια, πού, ως άνθρωπος τέλειος, έπαθε ό Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, και την αγάπη πού έδειξε, δείχνει και θα δείχνει προς τον αχάριστο, κακούργο και εγκληματία άνθρωπο, θαύμαζε μεσάτου τη μεγαλοπρέπεια, τη δόξα, τη χαρά και την ειρήνη του νου, πού κατεσκεύασεν, ό Κύριος ημών 'Ιησούς Χριστός, μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, μετά την ένδοξη τριήμερη Ανάστασή Του, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές και αγίους αποστόλους Του και είπε«Ειρήνη υμίν, ειρήνη την εμήν δίδομι υμίν» (Ίωάν. ΙΔ' 27) και «λάβετε πνεύμα Αγιον αν τίνων άφήτε τάς αμαρτίας άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται». (Ίωάν. Κ' 23). Έτσι ετοίμασε με το εμφύσημα την κατοικία του τελεταρχικού, καθαρκτικού και αγιαστικού Παρακλήτου του Παναγίου Πνεύματος και Θεού των όλων, όπως ό ίδιος είπε: «Ό δε Παράκλητος το Πνεύμα το Αγιον ο πέμψει ό Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ίωάν. ΙΔ' 28).

Με τη μελέτη και αδολεσχία αυτή, πού όλο το 24ωρο ειχεν ό - Φιλάρετος, θεωρούσε τον άνθρωπο σαν ιδανική κατοικία του Πανάγαθου, τρισηλίου και τρισυπόστατου Θεού, του Πατρός, του Υιού και του αγίου Πνεύματος, όπως αναφέρει ό ίδιος ό Θεός στην αγία Γραφή: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν έλευσόμεθα και μονήν παρ' ούτω ποιήσομεν» (Αυτόθι ΙΔ' 23).
Άπ' αυτά και αλλά πνευματικά θεωρήματα θερμαινότανε ή καρδιά του, άναβε ή φλόγα του θείου ερωτά και δινότανε ολόψυχα στη νοερά προσευχή και σαν αποτέλεσμα πλημμύριζε ή καρδιά του από αγάπη προς όλους τους αδελφούς, προς όλους τους ανθρώπους, προς όλον τον κόσμο, ορατό και αόρατο.

Από τα αισθήματα αυτά κινούμενος, για να ικανοποιήσει και αισθητά, με την πράξη και να βοηθήσει τους συνασκητές του, φύτευε σε κάτι ξεροπέζουλα πατάτες, οι οποίες, από την έλλειψη του νερού, γίνονταν μικρές και καχεκτικές μεν, αλλά πολύ νόστιμες και γευστικές. Τις πρόσφερε όλες στους γύρω του Ασκητές και ερημίτες, λέγοντας τους, ότι Πατέρες και αδελφοί, φέτος ό Θεός τις ευλόγησε και έγιναν πολλές και ότι δεν μπορεί να τις φάει μόνος του, ενώ για τον εαυτό του δεν κρατούσε ούτε μία, γιατί ήθελε από τους κόπους του να τρώνε οι άλλοι, για νάχει κι αυτός μισθό μιμούμενος τον Απόστολο Παύλο, πού έλεγε: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταίς χρείαις μου και τοις ούσι μετ' εμού υπηρέτη σαν αϊ χείρες αύται... ότι ούτω κοπιώντες δει αντιλαμβάνεστε των άσθενούντων... μακαριόν εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. Κ' 34, 35). Το ίδιο έκανε και με τα λάχανα, τα ραδίκια και τα μαρούλια πού φύτευε και όσα άπ' αυτά γίνονταν, τα μοίραζε όλα στους Πατέρες, αυτός δε, έτρωγε τα πιο τραχεία χόρτα, τα οποία έβραζε, τα ανακάτευε με πίτουρα κι αυτό αποτελούσε την πιο ιδανική γι' αυτόν τροφή.

Για να τιμωρεί τον εαυτό του δε φορούσε ποτέ παπούτσια ή αλλά υποδήματα, αλλά στα ανώμαλα και κακοτράχαλα εκείνα μέρη του Αγίου Όρους, περπατούσε με γυμνά πόδια, τελείως ανυπόδητος. Τα δε πόδια του, από τα πολλά κτυπήματα στις πέτρες και την αφόρητη ζέστη, πού κάνει στα μέρη αυτά το καλοκαίρι, είχαν σκληρυνθεί κι είχαν γίνει σαν το όστρακο της χελώνας.

Έτσι γύριζε σ' όλους τους ερημίτες, μοίραζε τα λάχανα, τις πατάτες και το παξιμάδι πού του στέλνανε από τα πλησιέστερα Μοναστήρια κι έλεγε: «Πάρτε Πατέρες και αδελφοί, φάτε από την ευλογία και τα δώρα πού μας έδωκε φέτος ό Θεός».

Πολλές φορές, για να τον περάσουν για τρελό, έλεγε πολλά και ασυνάρτητα πράγματα, κι αυτό το έκανε με τόση φυσικότητα, πού πολλοί τον νόμιζαν για τρελό ή χαζό! Αυτός δε χαίρονταν και αισθάνονταν ικανοποιήσει, πού πολλοί αδελφοί είχαν πιστέψει πώς πράγματι είναι τρελός.
Εκ του λόγου τούτου, πολλοί τον κορόιδευαν, τον περιφρονούσαν ή και τον βρίζουνε ακόμη. Άλλοι πάλι τον δοκίμαζαν να δουν με ποιο σκοπό κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Έτσι μια μέρα, ό Γέροντας των Δανιηλαίων Γερόντιος Μοναχός, ένας από τους πιο πρακτικούς και πεπειραμένους Μοναχούς, καλός αγιογράφος και άριστος μουσικός και ψάλτης, με πολλή σοβαρότητα, είπε στο Γέρο - Φιλάρετο: «— Αδελφέ Φιλάρετε, συγχώρεσε με άλλα είσαι υποκριτής και ψεύστης, γυρίζεις ξυπόλυτος και μας κάνεις τον άγιο, θέλεις με τον τρόπο αυτό να εντυπωσιάζεις τους ανθρώπους, για να πιστεύουν και να σε εγκωμιάζουν πώς είσαι άγιος άνθρωπος. Και συ πιστεύεις στα εγκώμια τους, φουσκώνεις και γεμίζεις από υπερηφάνεια και κενοδοξία. Ταλαίπωρε, δεν ξέρεις πώς θα κολασθείς πού κάνεις αυτά τα πράγματα και σκανδαλίζεις τους αδελφούς;»

Τούτο έκαμε ό Γέρο - Γερόντιος, μπροστά στο Μοναχό Δανιήλ τον νεώτερο, ό όποιος μου είπε και με βεβαίωσε πώς είδε το Γέρο -Φιλάρετο αμέσως μετά, από τα λόγια αυτά πού του είπε ό Γέρο -Γερόντιος, να βάνει μετάνοια, ζήτησε συγχώρεση και αφού σκανταλίστηκε ό Γέρο - Γερόντιος, του λοιπού όταν πήγαινε στο ησυχαστήριο των Δανιηλαίων φορούσε κάτι παλιά και πολύ μεγάλα παπούτσια, τα οποία είχε πάντα στο ντορβά του κι όταν πλησίαζε στο σπίτι τα έβαζε στα πόδια του, για να μη σκανδαλίζει τους αδελφούς.

Το τακτικό φαγητό του ήταν φραγκόσυκα, πού στην περιοχή των Καρουλιών βρίσκονται πολλά σαν φυσικά, διότι φαίνεται από πολύ παλιά χρόνια τα έχουν φυτέψει κι έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο πού έχουν γεμίσει τα βράχια. Τα φραγκόσυκα λοιπόν φρέσκα ή ξερά τα 'τριβε όπως είναι με τ' αγκάθια, τα ανακάτευε με πίτουρα και τα έτρωγε άλλοτε ωμά κι άλλοτε ψημένα.

Είχε πολλή ευλάβεια στην Παναγία Θεοτόκο, κι όταν πρόφερε το όνομά της, τα μάτια του τρέχανε σα βρύσες τα δάκρυα. Όταν άκουγε ψαλμωδίες και μάλιστα να ψάλετε το «Άξιον εστίν» έκλαιγε και γέμιζε χαρά και ευφροσύνη ή καρδιά του.

Μια μέρα, ό πάτερ Δανιήλ, ρώτησε το Γέρο - Φιλάρετο: — Γέροντα Φιλάρετε, πολύν καιρό έχω πού σε παρακολουθώ, και βλέπω πώς όταν ψάλλουμε, αντί να χαίρεσαι όπως όλοι μας, εσύ κλαις, γιατί; Τι είναι εκείνο πού σε κάνει και κλαις; Αυτός τότε με δισταγμό είπε: «Πάτερ Δανιήλ, όταν ακούω να ψάλλουν οι αδελφοί, μεταφέρεται ό λογισμός μου, από τα γήινα στα ουράνια και μου φαίνεται πώς ακούω τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν, τότε ευφραίνεται ή ψυχή μου και από τη χαρά μου τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Άλλοτε πάλι, αισθάνομαι την αμαρτωλότητά μου και κλαίω που δεν μπορώ κι εγώ να ψάλλω με τους επίγειους αυτούς Αγγέλους του Θεού, τότε και πάλι τρέχουν τα δάκρυα μου, γιατί λογίζομαι, πώς αν, με τους αδελφούς αυτούς εδώ στη γη, δεν μπορώ να συμψάλλω, τότε πώς θα αξιωθώ κι εγώ να δοξολογώ και να ψάλλω το όνομα Κυρίου του Θεού μας, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων να δοξολογώ και υμνώ τον Κύριο; Εγώ ό ανάξιος και αμαρτωλός; Και άπ' αυτές όλες τις σκέψεις μου αδελφέ, τρέχουν τα μάτια μου δάκρυα χαράς και λύπης μαζί κι αρχίζω μέσα μου να δοξολογώ το πάντιμο, πανάγιο και μεγαλοπρεπές όνομα Κυρίου του Θεού μας».

ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ
Όταν είχε περάσει σχεδόν τα 80 χρόνια της ηλικίας του, υστέρα από τη σκληρή άσκηση πού έκανε, ό Γέρο - Φιλάρετος, ήρθε σε φυσιολογική αδυναμία και το μεν σώμα του αδυνάτισε, ή δε ψυχή του, το φρόνημα και ή προθυμία για την πνευματική ζωή δυνάμωνε- και θέριευε πιο πολύ αντί να αδυνατίζει, και όπως λέγει ό απόστολος Παύλος: «Άλλ' ει και ό έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, άλλ' ό έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» και «Οίδαμεν γαρ οτι εάν ή επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον εν τοις ουρανοίς» (Β' Κορ. Δ' 16 και Ε' 1) και «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, ή δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. ΚΣΤ' 41).

Διαισθανόμενος και ό αββας Φιλάρετος ότι ό καιρός της εκδημίας του πλησίαζε, παρεκάλεσε τον Γέροντα των αδελφών Δανιηλαίων, Γερόντιο Μοναχό, να δώσει άδεια και ευλογία στα Καλογέρια Δανιήλ και Ακάκιο, να πάνε στην ερημική Καλύβα του, για να ψάλλουν προς δόξαν Θεού, διάφορους εκκλησιαστικούς ύμνους.

Ό Γέρων Γερόντιος, επειδή γνώριζε την πνευματική κατάσταση του Γέροντα Φιλάρετου, έδωκε ευλογία και στους δυο αυτούς καλλίφωνους ψάλτες, οι όποιοι, επειδή αγαπούσαν και ευλαβούτο το Γέροντα Φιλάρετο και για να πάρουν την ευχή του, με προθυμία πολλή και ευλάβεια, πήγαν στην Καλύβα του Γέροντα Φιλάρετου στα Καρούλια και με κατάνυξη έψαλλαν το «Παναγία Δέσποινα...», το «Μη καταπιστεύσης με...», «Τους του Αθω Πατέρας...» και άλλους ωραίους Αθωνικούς ύμνους.

Ό Γέρων Φιλάρετος, από τη χαρά του, τα δάκρυα, σαν δυο βρύσες τρέχανε, από τα μάτια του. Δόξασε μεγαλόφωνα το Θεό, ευχαριστούσε την Παναγία μητέρα του Χριστού και Θεοτόκο Μαρία και αφού γονάτισε, έκαμε θερμή προσευχή στο Δεσπότη Χριστό, προς τον όποιον είπε: «Να φυλάξεις Θεέ μου, αυτά τα αγγελούδια της ερήμου, τη συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων και να σκεπάζεις σε παρακαλώ, Χριστέ μου, όλα τα Καλογέρια, πού για την αγάπη σου από θείο ερωτά, αφήκαν τον κόσμο και τα εγκόσμια, μίσησαν τα ψεύτικα αγαθά της γης και ζητούν να απολαύσουν εκείνα τα επηγγελμένα αγαθά της μελλούσης ζωής τα αιώνια, τα οποία, με το στόμα του αποστόλου Σου Παύλου, μας είπες πώς: «Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβει, ό ητοίμασεν ό Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α' Κορ. Β' 9).
Αυτά τα Καλογέρια, πού με τη δύναμη και χάρι σου, ήρθαν εδώ στον ιερό αυτόν τόπο, το Αγιον Όρος, σκέπασε τα από τις πλάνες και παγίδες του Σατανά, αλλά και όλους εκείνους πού ζήτησαν καταφύγιο στο λιμάνι αυτό, πού λέγεται «Περιβόλι της Παναγίας» και χάρισε τους νίψη στο νου, καθαρότητα και αγνότητα στην καρδιά και ψυχική σωτηρία σ' όλο τον κόσμο. Σε ευχαριστώ Θεέ μου».


Ο ΑΓΑΠΗΤΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ


Ό αγαπητός μου εν Χριστώ αδελφός, Μοναχός Δανιήλ, εκ της Αδελφότητας των Δανιηλαίων στα Κατουνάκια, μου διηγήθηκε, πώς πριν από 15 χρόνια, είχε πάει στην Κορυφή του Άθωνα, να βρει και να μαζέψει «αμάραντα» τα οποία αφθονούν μεν, αλλά φυτρώνουν σε απόκρημνα και επικίνδυνα βράχια. Ξαφνικά όπως προσπαθούσε να ανέβει σε ένα βράχο, βλέπει μπροστά του να βγαίνει μέσα από μια σπηλιά ένας σεβάσμιος Ασκητής, ό όποιος με τη δεξιά του τον ευλόγησε και σταύρωσε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και τον Πατέρα Δανιήλ και του είπε, σε τόνο κάπως αυστηρό :

«— Αδελφέ Δανιήλ, αυτό πού κάνεις είναι επικίνδυνο, διότι τα βράχια πού βγαίνουν τα αμάραντα, έχουν σχισμές και εύκολα ξεκόβονται και κατά καιρούς έχουν γίνει πολλά δυστυχήματα, αλλά υπάρχει αδελφέ και άλλος κίνδυνος εξ ίσου μεγάλος, διότι με τον ήλιο ζεσταίνονται και βγαίνουν φαρμακερά φίδια από τις πέτρες και ό Σατανάς ζητεί να βρει τέτοιες ευκαιρίες, να πάθει δυστύχημα ό Μοναχός και να κολασθεί, Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες, με επιτίμια απαγορεύουν να μαζεύομαι αμάραντα και σαλιγκάρια. Μην ξεφεύγετε από την υπακοή των αγίων Πατέρων, που θα σας χαρίσει ταπείνωση, κι εκείνη με τη σειρά της θα σας εξασφαλίσει τη σωτηρία και την αιώνια ζωή».

Ό αδελφός Δανιήλ, ζήτησε να μάθει το όνομα, του σεβάσμιου εκείνου Γέροντα και Ασκητή, και πόσα χρόνια έχει που ασκητεύει στα μέρη εκείνα, αλλά ό Ασκητής έφυγε ανατολικά και χάθηκε στα βράχια, χωρίς να δώσει καμιά απόκριση, στα ερωτήματα του πατρός Δανιήλ, το μόνο πού άκουσε ότι είπε, είναι: «Συγχώρεσέ με αδελφέ Δανιήλ, και παρακαλεί τον Κύριο να με ελεήσει» και μόλις είπε αυτά έγινε άφαντος.
Το δε θαυμαστό και περίεργο είναι ότι χωρίς να ξέρει ποιος είναι, κάλεσε τον αδελφό Δανιήλ με το όνομά του, χωρίς να τον ξέρει ή να τον είχε ιδεί άλλη φορά.
Αυτό και μόνον πείθει ημάς πώς ό Γέροντας αυτός ήταν θεοφόρος με διορατικό και προορατικό χάρισμα, αλλά αποφεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων, δια της ταπεινώσεως, ομολόγησε τον εαυτό του αμαρτωλό, για να δώσει υπόδειγμα και δίδαγμα στον αδελφό, πώς και τι πρέπει να φρονούμε για τον εαυτό μας, για να τύχομε και εμείς του ελέους του Θεού και να βρούμε ψυχική σωτηρία, όπως και αυτός ασφαλώς θα ήταν Ελεημένος παρά Κυρίου και άγιος Μοναχός ή και Ιερομόναχος, εφόσον ευλόγησε τον αδελφό Δανιήλ και σταυροειδώς την οικουμένη όλη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Πολλές φορές, ό Π. Δανιήλ, πήγε στα μέρη εκείνα, αλλά δεν συνάντησε άλλη φορά το Γέροντα εκείνον!

ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΡΩΣΟΙ

Α. Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ

Ό Γέρων Παρθένιος, κατάγονταν από πριγκηπική οικογένεια των Τσάρων της Ρωσίας, 18 χρόνων έγινε Μοναχός στο Κελί «Άγιος Νικόλαος Βουραζέρη», ασκήθηκε στην υπακοή, στην ταπείνωση και εξουθένωση της κοινοβιακής Καλογερικής, αλλά ό πόθος της τέλειας ησυχίας τον εξανάγκασε να φύγει από το Κελί και να πάει στα Καρούλια, όπου έδειξε τέλεια αυταπάρνηση και μεγάλη αγάπη προς όλους τους ερημίτες Πατέρες, τους οποίους έβλεπε σαν αγίους και επίγειους αγγέλους του Θεού.

Βοηθούσε όλους γενικά και δεν άφηνε κανένα να μπει στο δωμάτιο του, για να μην δει που κοιμόταν κάτω στο σπήλαιο και ποτέ σε κρεβάτι. Είχε βιβλική μορφή, ήταν σεβάσμιος και μόνη ή όψη του φανέρωνε την ευγενική του καταγωγή.

Το κομβοσχοίνι από Το χέρι και ή ευχή από Το στόμα δεν έλειπαν -ποτέ και μόνο που τον έβλεπες προκαλούσε Το δέος και Το σεβασμό και ήταν πολύ αγαπητός. Από την πολλή άσκηση δεν άντεξε για πολλά χρόνια και τον κάλεσε ό Κύριος στους ουράνιους θαλάμους να χαίρεται αιώνια με τον αιώνιο Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και Το Άγιο Πνεύμα.

Β. Ο ΓΕΡΩΝ ΖΩΣΙΜΑΣ Ο ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ

Άλλος σπουδαίος και πολύ ενάρετος Ρώσος ήταν ό Γέρων Ζωσιμάς, μεγάλος αξιωματικός του Τσαρικού Στρατού και μετά την κατάρρευση του Τσαρικού καθεστώτος, ήρθε στην Ιερά Μονή του Άγιου Παντελεήμονος, επισκέφθηκε και προσκύνησε στη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα στο «Σαράι» τη Σκήτη του Προφήτη Ηλίου, πού και οί δυο αυτές Σκήτες ήταν κατασκευασμένες και επανδρωμένες από αδελφούς Μοναχούς Ρωσικής καταγωγής. Δεν έμεινε σε καμιά άπ' Αυτές πού επισκέφθηκε αλλά Το πνεύμα του αναπαύθηκε στα απότομα και Βραχώδη Καρούλια.

Στα Καρούλια ήταν από όλους αγαπητός, άλλα για να μη δίνει σε κανένα βάρος και γίνεται ενοχλητικός, έμαθε και Έφτιαχνε καλάθια. Αυτό είχε για εργόχειρο και μαζί με Το κομβοσχοίνι έκανε και Το εργόχειρο για να έχει του Θεού την ευλογία με Το κομβοσχοίνι και να εξοικονομεί τα προς Το ζείν με το εργόχειρο.

Είχε πάντα την ευχή στο στόμα, όπως και όλοι οί Μοναχοί, άλλα και την μνήμη του θανάτου πάντα μπροστά στα μάτια του, κατόπιν και των όσων είχαν δει τα μάτια του κατά τα χρόνια της επαναστάσεως και του πολέμου στην Πατρίδα του τη Ρωσία.

Τέλος, ήταν από όλους αγαπητός και σε μεγάλη ηλικία τον πήρε ό Πανάγαθος Θεός στη βασιλεία των ουρανών.


Ο ΛΗΣΤΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΚΑΡΟΥΛΙΩΝ

Ό Ληστής αυτός Σταμάτης είχε μεγάλη δράση στα περίχωρα της Χαλκιδικής και κατά καιρούς φαίνεται πώς έκανε ληστείες και μέσα στο Άγιο Όρος.

Μια μέρα αποφάσισε, με δυο παλικάρια του, να ληστέψει ένα από τα Κελλιά, πού βρίσκεται σε κάπως μακρινή απόσταση από τις Καρυές και είναι μεμονωμένο από τα άλλα γύρω Κελιά. Το Κελί αυτό ανήκει σαν εξάρτημα στην Ιερά Μονή του Παντοκράτορα κι έχει εκκλησία έπ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου του «Φανερωμένου», είναι πολύ παλιό και όπως μου διηγήθηκαν: Ό σεβαστός Γέροντας μου Ιωακείμ Μοναχός, και τελευταία με βεβαίωσαν και ή συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων, πού κι αυτοί είχαν ακούσει την υπόθεση αυτή από τους Γεροντάδες τους, κι εκείνοι από τον πάππου τους, Γέροντα Δανιήλ τον πρώτον, ότι πριν από 200 χρόνια πήγε ό Ληστής αυτός να ληστέψει το Κελί αυτό πού είχε φήμη πώς ήταν ένα από τα πιο πλούσια Κελιά των Καρυών.

Όπως είναι γνωστό, στα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς, όλα τα βουνά της Πατρίδας μας ήταν γεμάτα από Ληστές και ληστοσυμμορίες.
Οι ληστές αυτοί κατασκόπευσαν και έμαθαν πώς στο Κελί αυτό μένουν δυο Γεροντάκια αδύνατα και έχουν χρήμα πολύ. Τούτο παρακίνησε τους ληστές να κάνουν την επιχείρηση της ληστείας τους.
Τα μεσάνυχτα πήγαν στο Κελί αυτό, χτύπησαν την πόρτα. Μια φωνή ακούστηκε από μέσα να ρωτάει ποιος είναι πού κτυπά την πόρτα; και τι θέλει τέτοια ώρα; Οι ληστές δε μίλησαν –παρά επέμεναν να χτυπούν την πόρτα και προστακτικά ό αρχηγός τους Σταμάτης είπε: Ανοιχτέ μας είμαστε ξένοι και θέλουμε να φιλοξενηθούμε.

Ένα παλικάρι τους άνοιξε την πόρτα και τους ρώτησε τι θέλετε τέτοια ώρα; Γιατί ήρθατε εδώ; Αυτοί όπως ήταν αρματωμένοι είπανε θέλουμε το Γέροντα, είναι ανάγκη, παραξενεύτηκαν όμως πού είδαν πώς στο Κελί αυτό υπάρχει και νέος, διότι αυτοί γνώριζαν πώς μόνο δύο γέροι άρρωστοι μένουν εκεί, ό νέος που βρέθηκε; Το παλικάρι τους οδήγησε στον Ξενώνα, το λεγόμενο «Αρχονταρίκι» και τους είπε: «Καθίστε κει ώσπου να φωνάξω το Γέροντα».

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ
Οΐ ληστές κάθισαν και περίμεναν για ναρθει ό Γέροντας. Πέρασε μια ώρα, πέρασαν δυο, μα ό Γέροντας δε φαινόταν ναρθει, ούτε άλλος κανείς, αλλά βασίλευε απόλυτη σιγή και ησυχία σ' όλο το σπίτι. Τότε οι ληστές έχασαν την υπομονή τους και δοκίμασαν να σηκωθούν, για να ληστέψουν όπως αρχικά είχαν αποφασίσει και να πάρουν ότι πολύτιμο υπήρχε από χρήμα μέχρι κανδήλια ασημικά κι ότι άλλο θα έβρισκαν, αλλά δεν μπορούσαν να κουνηθούν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε χέρια ούτε πόδια μπορούσαν να κουνήσουν και σαν να ήταν δεμένοι χεροπόδαρα, δεν μπορούσαν καθόλου να σαλέψουν από τη θέση τους.

Άρχισαν τότε να φωνάζουν και να ζητούν βοήθεια, οι πάνοπλοι ληστές από τους αδύνατους και άρρωστους Γεροντάδες. Από τίς φωνές τους ξύπνησαν τα Γεροντάκια, πετάχτηκαν τρομαγμένα από τον ύπνο, έτρεξαν κει πού ακούγονταν οι φωνές —στο Αρχονταρίκι— και τι να ιδούν! Οί ληστές φαίνονταν μεν ελεύθεροι, αλλά δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τις θέσεις τους. Οί Γέροντες τους ρώτησαν: Ποιοι είσθε σεις; τι θέλετε δω; Πώς ήρθατε, πώς μπήκατε μέσα στο σπίτι μας; Ποιος σας άνοιξε την πόρτα και σας έβαλε μέσα;

Οί ληστές στην αρχή φώναζαν, απειλούσαν Κι έλεγαν: «θα σας σφάξουμε σαν τα κατσίκια, μας κάματε μαγεία για να μη μπορούμε να κουνηθούμε, λύστε μας αν θέλετε το καλό σας, γιατί μας δέσατε; Εμείς είμαστε καλοί άνθρωποι, δεν ήρθαμε να σας κάνουμε κακό.

Τέλος, αφού κατάλαβαν πώς ήταν πιο αδύνατοι από τα Γεροντάκια και δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, άρχισαν με κλάματα να παρακαλούν για να τους λύσουν.

Οί Γέροντες πάλι, με ήρεμο και ταπεινό τρόπο, τους ρώτησαν: «Πώς βρεθήκατε αδελφοί μέσα στο σπίτι μας; Ποιος σας άνοιξε, και τι θέλετε από μας;»

Οι ληστές απάντησαν κλαίγοντας, για το κακό πού τους βρήκε, και είπαν, με παρακλητικό τώρα τρόπο: «Γεροντάδες Ένα παλικάρι μας άνοιξε την πόρτα, μας έβαλε δω να καθίσουμε και μας είπε να περιμένουμε ώσπου νά έρθετε και σεις».

Οί Γέροντες κατάλαβαν πώς κάποιο θαύμα πρέπει νά έγινε, τρέξανε στην εκκλησία, πήραν την εικόνα του αγίου μεγαλομάρτυρας Γεωργίου και την έδειξαν στους Ληστές. Έντρομοι τότε εκείνοι, ,άμα είδαν την εικόνα, με ένα στόμα είπαν: «Ναι, αυτός είναι πού μας άνοιξε» κι αμέσως μετανοιωμένοι αναπήδησαν από τις θέσεις τους, έπεσαν και προσκύνησαν την εικόνα του αγίου Γεωργίου και με χαρά αναφώνησαν ότι αυτός είναι, πού μας φανερώθηκε και τώρα μας λευτέρωσε από τα αόρατα δεσμά μας. Μετανόησαν για τις πράξεις τους, έκαμαν πολλά δώρα και εικόνα στο Κελί αυτό, του Αγίου Γεωργίου, και από τότε πήρε το όνομα «Άγιος Γεώργιος ό Φανερωμένος».

Ό ληστής αυτός, μετά από το μεγάλο αυτό θαύμα πού του συνέβη, και όπως με βεβαίωσε ή Συνοδεία των Δανιηλαίων, μετανοιωμένος άφησε το επάγγελμα του ληστή και πήγε στα Καρούλια. Εκεί έκτισε μικρή ασκητική Καλύβα και εκκλησάκι έπ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου. έγινε Μοναχός με το όνομα Σταμάτης. Λέγουν ότι αυτός είναι ό πρώτος πού κατοίκησε στα Καρούλια. Βρήκε τη γαλήνη στην έρημο αυτή, βρήκε την ειρήνη της ψυχής του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με ειλικρινή μετάνοια και συντριβή, εξομολογούμενος καθ' ήμερα τα αμαρτήματα του, προχώρησε στην πνευματική ζωή τόσο, πού καθώς έγραφε στο Γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη, ό Λαυριώτης Μοναχός και μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσάς και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύλόγιος Κουρίλας, ότι βρήκε στα πρακτικά της Μεγίστης Λαύρας, να γράφουν πως «ο Γέρων Σταμάτης, πρώην ληστής στα Καρούλια, είχε τέλος όσιακό και ήταν άγιος Μοναχός».
 


ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Τη Σκήτη αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια του βιβλίου τούτου, συνέστησαν αναχωρητές της πολύ -παλιάς Σκήτης του Αγίου Βασιλείου, πού την καταγωγή είχαν από την πατρίδα του την Καισαρεία.
Τελευταία, όταν μέναμε στα Κελλιά της Κερασιάς, γνωρίσαμε στα ησυχαστήρια αυτά, των Καρουλιών, Κατουνακίων και Αγίου Βασιλείου, Πατέρες με αγωνιστικό πνεύμα, εγκρατείς, ταπεινούς, ασκητικότατους με τέλεια αυταπάρνηση και προσήλωση στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατερικών συγγραμμάτων και κύριο μέλημα της ζωής τους ήταν, πώς να καθαρίσουν το περιβόλι της καρδίας τους, από τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς, και όταν με τη βοήθεια του Θεού κατόρθωναν να απαλλαγούν από τις ανθρώπινες αδυναμίες και κουτοπονηριές, τότε πολλοί εξ αυτών προχωρούσαν στην πνευματική προκοπή και πρόοδο, στη νοερή προσευχή, από την οποία έφθαναν σε ανώτερα μέτρα αρετής και θείου φωτισμού.

ΕΦΡΑΙΜ Ο ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ - ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

Και τώρα στη πνευματική μας πορεία, στο επάνω μέρος των Κατουνακίων γνωρίσαμε ενάρετους ησυχαστές και ερημίτες, όπως τον ταπεινό Μοναχό Εφραίμ τον ταλαίπωρο. Αυτός ό ευλογημένος κατάγοντονταν από τα χωριά της Θεσσαλίας και ήρθε μεγάλος στην Καλογερική, αλλά είχε καλλιεργημένη χριστιανική συνείδηση και πολύ καλή προαίρεση, διότι έτρεχε στα Μοναστήρια, κι ότι ελεημοσύνες και βοηθήματα του δίνανε, παξιμάδι, ρύζι, ζάχαρη και κηπουρικά είδη, πήγαινε και τροφοδοτούσε όλους τους άλλους ερημίτες, πού ήταν άρρωστοι ή γεροντάκια και ανάπηροι, βοηθούσε πάντας αδιάκριτα, με πραγματική χριστιανική αδελφική αγάπη.

Ό Μοναχός αυτός συνήθιζε να ελεεινολογεί τον εαυτό του κι όταν τον ρωτούσαν, τι κάνεις πάτερ Εφραίμ, πώς πάει ή πνευματική προκοπή, σημειώνουμε πρόοδο ή μένουμε στάσιμοι στις εξετάσεις της Καλογερικής; Αυτός στερεότυπα απαντούσε, τι να κάνω ό ταλαίπωρος εγώ, μόνο αμαρτίες Πατέρες κάνω. Και επειδή έδινε πάντα την ίδια απάντηση, ό Γέροντας μου, ό οποίος τον αγαπούσε, όπως και κάθε αδελφό αγωνιζόμενο, για να σωθεί, μια μέρα για να τον δοκιμάσει, αν από πραγματική ταπείνωση το λέγει αυτό ή από απλή συνήθεια, όταν σε μια εορταστική εκδήλωση, μετά από τη θεία λειτουργία, ήταν όλοι οί Πατέρες, 30 περίπου Μοναχοί και παπάδες στο Αρχονταρίκι, για το τυπικό κέρασμα, στην είσοδο της αίθουσας αυτής, καθόταν ό Πάτερ Εφραίμ διστακτικός. Τότε ό Γέροντας μου του φώναξε εις επήκοον πάντων και είπε: «Έλα ταλαίπωρε και συ μέσα, τι κάθεσαι έξω από την πόρτα; Αυτός ό ευλογημένος μπήκε μέσα, αλλά είχε γίνει κατακόκκινος από ντροπή.

Την άλλη μέρα, ό Πάτερ Εφραίμ, ήρθε στο Κελί μας στην Κερασιά, όπου τακτικά μας επισκέπτονταν, διότι μας ήταν αγαπητός αδελφός, κι αυτός μας αγαπούσε και πολλές φορές συμβουλεύονταν το Γέροντα σε δύσκολα πνευματικά ζητήματα. Τότε ό Γέροντας μου ρώτησε τον πατέρα Εφραίμ:
— Αδελφέ, πώς σου φάνηκε χθες, πού σε φώναξα μπροστά σε όλους «ταλαίπωρε»; Εκείνος τότε απάντησε: «τι να σου ειπώ, σεβαστέ μου Γέροντα Ιωακείμ, αισθάνθηκα τόση ντροπή και προσβολή σαν με φώναξες έτσι και δάγκασα τη γλωσσά μου για να μη παραφερθώ και εκφραστώ άσχημα. Αν Γέροντα δε σε αγαπούσα και σεβόμουν, ασφαλώς θα σ' έβριζα. Και ό Γέροντας Ιωακείμ πρόσθεσε:
— Βλέπεις αδελφέ, πόσο εύκολα είναι κανείς να βρίζει και να εξευτελίζει τον εαυτό του μόνος του, άλλα πόσο δύσκολο και απαράδεκτο είναι να σε βρίζει και εξευτελίζει άλλος, γι' αυτό αγαπητέ μου, πάτερ Έφραίμ, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να χαιρόμαστε όταν μας ταπεινώνουν οι άλλοι και μας βρίζουν, γιατί τότε έχομε μισθό όταν υπομείνουμε των άλλων τα εξευτελιστικά λόγια, αρκεί να μην ανταποκρίνονται αυτά στην πραγματικότητα και να μην είναι αλήθεια, τότε, αν τα υπομείνομε, για την αγάπη του Χριστού, θα έχομε μισθό αιώνιον, από τον μισθαποδότη Δεσπότη Χριστό, όπως μας λέγει ό ίδιος στους Μακαρισμούς «Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και ειπωσι παν πονηρον ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. Ε' 11).

Ό Πάτερ Εφραίμ, έφυγε από το Κελί, πολύ ευχαριστημένος για το μάθημα πού οδηγεί τον Μοναχό στη ταπείνωση, πού είναι ή βάση όλων των αρετών και από τότε έμεινε να αποκαλούν τον αδελφό αυτόν «Ταλαίπωρο», ό οποίος του λοιπού ευχαριστιόταν να το ακούει από όλους τους Μοναχούς.

Έτσι διακρίναμε τον πατέρα Εφραίμ «ταλαίπωρο», από τον άλλο επίσης αγαπητό μας, εν Χριστώ αδελφόν, Μοναχό Εφραίμ, του Γέροντα Ιωσήφ Φραγκίσκου από τον Άγιο Βασίλη, τον όποιο επειδή ήταν από την πολλή εγκράτεια αποξηραμένος και Ισχνός στη σάρκα, αλλά δυνατός και πνευματώδης στη ψυχή, τον αποκαλούσαμε Εφραίμ τον «Σύρο». Ήταν και οι δυο εξ ίσου καλοί και ενάρετοι και ερχόντουσαν τακτικά στο Κελί μας και τους προμηθεύαμε διάφορα κηπευτικά και φρούτα.

Καλοί Μοναχοί και ενάρετοι, στα ησυχαστήρια του Αγίου Βασιλείου, ήταν και ό Γέρο - Χερουβείμ, ό Γέρο - Ιωσήφ, ό Γέρο -παπα - Βαρθολομαίος με την ευλαβέστατη συνοδεία τους, όλοι αυτοί αγωνίζονταν για την ψυχική σωτηρία και με τη χάρι του Θεού έγιναν ζωντανά παραδείγματα αρετής και πνευματικής προκοπής, με σημαντικές προόδους στη νοερά προσευχή, και αφήκαν οι περισσότεροι διαδόχους πού ακόμη επιδίδονται στην καλλιέργεια της νοεράς καρδιακής προσευχής με το να λέγουν ακατάπαυστα την ιερά προσευχή, να ασκούνται στην θεοδώρητη ταπείνωση, υπακοή και κάθε είδους αρετή.

ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΑΣΙΑΣ

Μετά από τον Άγιο Βασίλη βαδίζοντες την πορεία μας, φθάνουμε στα Κελιά και ησυχαστήρια της Κερασιάς. Εδώ βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο εννέα (9) Κελιά, πού τα χωρίζουν οι περιοχές τους και τρεις ησυχαστικές Καλύβες.
Σ' ολόκληρο το Άγιο Όρος υπήρχαν και υπάρχουν Μοναχοί βιαστές και ενάρετοι με τέλεια αυταπάρνηση.

Ο ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΑΣΙΑ

Πριν από εκατό και πλέον χρόνια, στο Κελί «Άγιος Δημήτριος» στην Κερασιά έζησε ασκητικά ένας ονομαστός, για την αρετή του, Γέροντας με το όνομα «Χατζηγιώργης», του οποίου το κατά κόσμον όνομα ήταν Γαβριήλ.

Ό «Χατζηγιώργης» από νέος, αρχάριος ακόμη Γαβριήλ, έδειξε σημεία πώς θα γίνονταν μέγας στην αρετή, διότι όταν κάποτε, ό Γέροντας του Παπα - Νεόφυτος, τον χειμώνα με μεγάλη κακοκαιρία γύριζε από ταξίδι κι ανέβαινε από την Άγιάννα στην Κερασιά, για να πάει στα Καυσοκαλύβια όπου τότε μένανε.

Πριν να φτάσει στο ζυγό πού είναι ό σταυρός, ό Γέροντας του Χατζηγιώργη, από τα πολλά χιόνια, κουράστηκε κι απόκαμε, δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε βήμα ποδός.
Ό δόκιμος Γαβριήλ - Χατζηγιώργης, στην Καλύβα του «αγίου Γεωργίου» στα Καυσοκαλύβια, έκανε την κατά μονάς προσευχή του, τον λεγόμενον «Κανόνα» και κατά την Παράδοση, όταν ό Γέροντας βρίσκεται σε ταξίδι, όλοι οι υποτακτικοί του, προσεύχονται και γι' αυτόν.
Πάνω λοιπόν στη προσευχή του αυτή, άκουσε τη φωνή του Γέροντα του να του λέγει. «Καλογέρια μου σωστέ με πεθαίνω». Το χιόνι έξω είχε περάσει το μέτρο σε ύψος. Ό δόκιμος Γαβριήλ έτρεξε αμέσως στον παραδελφό του και του είπε για τη φωνή πού άκουσε. Αυτός δε, τον μάλωσε λέγοντας του: — Πήγαινε πλανεμένε να κάνεις τον Κανόνα σου, πού άκουσες τη φωνή του Γέροντα! Ό Γαβριήλ έκανε υπακοή στον μεγαλύτερο του και γύρισε στο δωμάτιο του να συνεχίσει την προσευχή του, αλλά ή φωνή του Γέροντα του ακούστηκε πάλι εντονότερα τώρα και κάπως επιτακτικά να λέγει: «— Παιδιά μου βρίσκομαι κοντά στο Σταυρό πού είναι στο ζυγό πριν από την Κερασιά και κινδυνεύω, βοηθήστε με».

Τότε και πάλι πήγε, ό Γαβριήλ, στο μεγαλύτερο του παραδελφό και του είπε, πώς και πάλι άκουσε το Γέροντα να του λέγει που βρίσκεται και πώς κινδυνεύει. Ό παραδελφός του και πάλι επέπληξε τον Γαβριήλ και του είπε: «Μα επί τέλους είσαι τόσο πλανεμένος, είναι δυνατόν να ακουστεί ή φωνή του Γέροντα από τόσο μακριά;» Τότε ό Γαβριήλ εξαναγκάστηκε να ειπεί στον παραδελφό του: «Πάτερ μου, κάμε το σταυρό σου, δώσε προσοχή και θα ακούσεις και συ τη φωνή».
Πράγματι, όταν έδωκε βάση και πίστη στα λόγια του αρχάριου Γαβριήλ, άκουσε κι αυτός τη φωνή του Γέροντα τους, πού ζητούσε βοήθεια. Αμέσως κατασκεύασαν πλεκτά πέδιλα από κλαδιά, είδους κύκλα, για να μη βουλιάζουν στο χιόνι, πού είχε περάσει στο ύψος το ένα μέτρο. Αναχώρησαν, πέρασαν στην Κερασιά, πήραν κι από κει ανθρώπους και κατευθύνθηκαν στο μέρος πού τους προσδιόριζε ή φωνή του Γέροντα τους, και απεγνωσμένα τους καλούσε να τον βοηθήσουν.
Όταν φτάσανε στο Σταυρό μετά από την Κερασιά, εκεί πού αρχίζει να κατηφορίζει για τη Σκήτη της Αγίας Αννης, λίγο μετά το Σταυρό, βρήκαν τον Γέροντα τους πεσμένο στο χιόνι, να είναι λιπόθυμος, από την πολλή κούραση, πού προσπαθούσε να βγει στον ανήφορο μέσα στο χιόνι.

Όλοι μαζί τον παρέλαβαν, τον μετέφεραν στην Κερασιά, όπου του παρασχέθηκαν οί πρώτες βοήθειες και έτσι με την προσευχή του Γαβριήλ, πού ήταν ακόμη αρχάριος, σώθηκε ό Γέροντας του Παπα - Νεόφυτος από βέβαιο θάνατο.

Ό Γαβριήλ, έγινε Μοναχός στην Καλύβα του «Άγιου Γεωργίου» στα Καυσοκαλύβια, όχι των Ίωσαφαιων, άλλα σ' άλλη Καλύβα, πού είναι ψηλότερα στα δεξιά όπως ανεβαίνουμε από τη θάλασσα. Εκεί πήρε το όνομα Γεώργιος, κι όταν μετά από χρόνια πήγε στα Ιεροσόλυμα κι έγινε προσκυνητής των Αγίων Τόπων, πήρε και το όνομα Χατζής - Γεώργιος κι έτσι έγινε «Χατζηγιώργης».

Ό Γέροντας του Χατζηγιώργη Παπα - Νεόφυτος, άφησε τον Χατζηγιώργη διάδοχο του στην Καλύβα αυτή, διότι αυτός έφυγε κι εγκαταστάθηκε στις Καρυές στο Σιμωνοπετρίτικο Κελί «"Άγιος Νικόλαος». Ό Χατζηγιώργης έμεινε κι αυτός μερικά χρόνια σ' αυτή την Καλύβα, άλλ' επειδή μαζεύτηκε πολλή συνοδεία κοντά, για τη φήμη της αρετής του, και δεν τους χωρούσε ή Καλύβα, έφυγε με τη συνοδεία του κι αγόρασε από τη Λαύρα το Κελί «Άγιος Δημήτριος» και «"Άγιος Μήνας» στην Κερασιά.

Στο Κελί αυτό, μαζεύτηκαν περισσότεροι από 20 μοναχοί. "Έτσι στο μικρό αυτό χώρο του Κελιού αυτού, με στενότητα και πολλές στερήσεις ζούσαν με ,αυταπάρνηση και τυφλή υπακοή, για την αγάπη του Κυρίου, οί μοναχοί αυτοί. Λάδι ή αρτυμένη τροφή δεν τρώγανε ούτε το Πάσχα. Μερικές ξεροελιές τρώγανε κι αυτές μόνο σε Δεσποτικές, θεομητορικές ή εορταζόμενου Αγίου μνήμη, πού ή εκκλησία όριζε κατάλυση. Το Πάσχα για το έθιμο βάφανε πατάτες κόκκινες, αντί για αυγά.

όταν κανείς από τους αδελφούς κρυολογούσε ή παρουσίαζε ό,τιδήποτε ανωμαλία στην υγεία του, τον βάνανε στο φούρνο, πού ήταν ζεστός, μετά από το ψήσιμο του ψωμιού και γίνονταν καλά. Αν κανείς από την αδελφότητα παρουσίαζε βαρείας μορφής ασθένεια, τον τοποθετούσε στην εκκλησία, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, του Αγίου Δημητρίου ή του Αγίου Μηνά νηστικό. Όλη ή αδελφότητα έκανε γι' αυτόν προσευχή και αγρυπνία, και σε 24 ώρες ή θα γινόταν καλά ό ασθενής και θα σηκωνόταν μόνος του, ή θα του έπαιρνε την ψυχή ό Κύριος στα ουράνια Αυτού σκηνώματα και θα τον σήκωναν τέσσερις...

Όλοι οι αδελφοί είχαν τέλεια πίστη και αφοσίωση στο Γέροντα, στην Πρόνοια του Θεού και την πρεσβεία της Κυρίας Θεοτόκου και άειπαρθένου Μαρίας.

Κάποτε λένε, πώς μεταξύ της συνοδείας, βρέθηκε ένας αδελφός αδύνατος στο λογισμό και επειδή δεν υπέφερε την παντελή στέρηση του ελαιόλαδου, πήγαινε κρυφά στην εκκλησία και με μια καλαμιά ρουφούσε το λάδι από τα κανδήλια και έτσι τα καντήλια σβήνανε πριν την ώρα τους.

Και επειδή ό καντηλανάφτης πήγαινε κάθε λίγο στο Γέροντα και ζητούσε λάδι για τα καντήλια, ό Χατζηγιώργης, ρώτησε πώς τόσο σύντομα σώνεται το λάδι από τα καντήλια; Και γιατί αυτά τις περισσότερες φορές τα βρίσκω σβηστά, τι συμβαίνει; Ό καντηλανάφτης είπε: «Ίσως Γέροντα να το πίνουν τα ποντίκια». Αυτό έδωσε αφορμή να παρακολουθήσει ό Γέροντας και να πιάσει το δράστη, τον όποιον και αυστηρά τιμώρησε. Ό δράστης φαίνεται να είχε και συνενόχους, γιατί όταν έγινε γνωστό πώς τιμωρήθηκε ό τάδε αδελφός, τότε όλοι οι άλλοι έκαμαν γραπτή αναφορά στο Γέροντα «Χατζηγιώργη» για να επιτρέψει τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα να βάζουν στο φαγητό λάδι.

Μεταξύ της αδελφότητας γεννήθηκε θέμα, ποιος θα υπογράψει την αναφορά. Επειδή υπήρχε φόβος, για κείνων πού θα υπέγραφε, να αποβληθεί και να διωχθεί ακόμη από την αδελφότητα.
Τότε, ένας από τους Μοναχούς του Χατζηγιώργη, πού ήταν πρώτα γραμματέας του ηγεμόνα της Ούγγροβλαχίας Κούζα, σοφιστικέ κι έφτιαξε την αναφορά σε σχήμα κύκλου, την οποία υπέγραψαν Όλοι γύρω - γύρω κι έτσι δεν υπήρχε πρώτος ούτε τελευταίος.

Ό Χατζηγιώργης, όταν πήρε στα χέρια του την αναφορά αύτη, για πολλή ώρα την περιεργάστηκε και επειδή δεν βρήκε άκρη ποιόν να τιμωρήσει, εξαναγκάστηκε να υποχωρήσει και καθιέρωσε του λοιπού κάθε Σάββατο - Κυριάκο να χρησιμοποιούν λίγο λάδι στο φαγητό και τίποτε άλλο πέραν αυτού.

Ό Χατζηγιώργης ήταν Καραμαλλής την καταγωγή από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, άλλ' επειδή στη συνοδεία του είχε ξένους μοναχούς, Ρώσους κ.λπ., και συνεργάζονταν μαζί τους, τον κατηγόρησαν για ξένη προπαγάνδα και εξαναγκάστηκε να φύγει από την Κερασιά και πήγε στην περιοχή της Ιεράς Μονής του Αγίου Γρηγορίου, οπού άνωθεν της Μονής έκτισε περικαλέστατη εκκλησία, έπ' ονόματι του αγίου Πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονου Στεφάνου, με αρκετά ευρύχωρο ησυχαστήριο για τη συνοδεία του, πού από τη μεγάλη φήμη της ενάρετης ζωής και πολιτείας, του Χατζηγιώργη, είχαν μαζευτεί πολλοί Ρώσοι κυρίως, οί όποιοι έκαμαν και παραθαλάσσιο σπίτι — άρσανά— για να μεταφέρουν εύκολα τα τρόφιμα τους αγαθά στο βουνό που είχαν κτίσει το ησυχαστήριο του αγίου Στεφάνου.

Οί Πατέρες της Μονής Γρηγορίου, όταν είδαν την τόσο μεγάλη αυτή κίνηση του Χατζηγιώργη, φοβηθέντες μήπως μαζευτεί πολύ ξένο στοιχείο (ήταν ή περίοδος πού γίνονταν αθρόα προσέλευσης στο Αγιον Όρος πολλών Ρώσων κυρίως, άλλα και άλλων λαών ορθοδόξων και μη) στη συνοδεία του, εξεδίωξαν, τον Χατζηγιώργη με τη συνοδεία του από τα όρια της Μονής, και κατάστρεψαν όλα τα κτίρια πού είχε φτιάξει αυτός με ρωσικά χρήματα, εκ θεμελίων, ώστε σήμερα να μην υπάρχει ίχνος αυτών.

Έτσι έφυγε κι άπ' Εκεί ό Χατζηγιώργης. Ή συνοδεία του σκορπίστηκε σε πέντε διάφορα Κελλιά των Καρυών, στον Άγιο Νικόλαο, στον όποιον για λόγους ασφαλείας, μετέφεραν την αρχαία και θαυματουργή εικόνα του Άγιου Μηνά, την οποία φυλάσσει μέχρι σήμερα ή Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας στο αντιπροσωπεία της στις Καρυές. Άλλοι μαθητές του Χατζηγιώργη πήραν το Κελί «Λιαστρή», άλλοι το λεγόμενο του «Χατζούδα», άλλοι πήγαν στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και τελικά ό ίδιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη στον "Άγιο Στέφανο, οπού με τη βοήθεια Ρώσων, έκτισε μεγάλο Μοναστήρι, στο όποιο και τον
τον κατέλυσε.

Στην Πόλη επισκέφθηκε τον Χατζηγιώργη ένας από τους διαδόχους του, πού είχε μείνει στην Κερασιά, ό Γέρο - Συμεών, στον όποιον έδωκε για οικονομική ενίσχυση 500 λίρες χρυσές, για να διορθώσουν και διατηρήσουν το ερειπωμένο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μήνα.
Αυτά όλα πού αναφέραμε για τον Χατζηγιώργη, έχομε από Παράδοση των διαδόχων του Χατζηγιώργη, το Γέρο - Βικέντιο και τους εκείνου διαδόχους Γέρο - Νέστορα, Μάξιμο και Βικέντιο τον β', τους οποίους προφθάσαμε και επί πολλά έτη ζήσαμε σαν γείτονες στην Κερασιά.

Τον Γέρο - Νέστορα και Μάξιμο, οι όποιοι μετά το θάνατο του Γέρο - Συμεών και Γέροντα Βικέντιου, μετοίκησαν στην Σκήτη της Αγίας Αννης, διεδέχθη στο Χατζηγιωργίτικο Κελί, «Άγιος Δημήτριος και Άγιος Μήνας», ό εξ Αρτης καταγόμενος ιερομόναχος και πνευματικός έξομολόγος Χρυσόστομος, επίσης αυστηρός, προερχόμενος από το Κάθισμα των «Αρχαγγέλων» της Λαύρας
 




ΘΕΙΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ

Ό άγιος Ακάκιος, όπως αναφέρει ό διάδοχος αυτού Παπα-Ίωνάς, είδε τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη κατά την ώρα της Ιεράς Ακολουθίας στο Κυριάκο, να θυμιάζει φορώντας ιερατική στολή, περιφέρονταν θυμιάζοντας το Ναό και τους Πατέρες και τον ακολουθούσαν κι άλλοι σαράντα ιεροπρεπείς και όσιοι με τα επανοκαλύμμαυχο τους.

Όταν είδε αυτούς ό άγιος Ακάκιος, ρώτησε τον όσιο Μάξιμο: «Ποιοι είναι αυτοί, πού ακολουθούν θυμιάζοντας;» Και του ήλθε απάντηση, πώς είναι οί σεσωσμένοι δια του αγίου Μαξίμου όσιοι από την περιφέρεια των Καυσοκαλυβίων.

Ό ιστοριογράφος του Κυριάκου της Σκήτης αυτής, στο Νάρθηκα της εκκλησίας έχει ανιστορήσει, προς επιβεβαιώσει της αποκαλύψεως του Αγίου Ακάκιου, με τη σειρά τους Αγίους: Αθανάσιο τον κτήτορα της Μεγίστης Λαύρας, Πέτρον τον Αθωνίτη, Νείλο τον όσιο, Μάξιμο τον υπόπτερο, Νήφωνα τον όσιο και άλλους να είναι γονατιστοί με τον όσιο Ακάκιο τον νέο, προ του θρόνου της Παναγίας Τριάδος και πρεσβεύουν για όλους τους Πατέρες και αδελφούς πού θα τελειώσουν το βίο θεάρεστα στον ιερό αυτόν και ευλογημένο τόπο, το «Περιβόλι της Παναγίας».

ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ Ο ΣΑΛΟΣ

Στο ασκητήριο του Αγίου Νήφωνος, πολλά χρόνια έμεινε αγωνιζόμενος ό Πάτερ Θεοφύλακτος, πού είχε γίνει Μοναχός στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», καθώς μας διηγήθηκε ό Γέρο - Μιχαήλ από την ίδια Καλύβα «Ευαγγελισμός», δυο μέρες προ του θανάτου του, ό όποιος συνέβη ότι απροσδόκητα στις αρχές του μηνός Ιουνίου του 1979, κατά το χρονικό διάστημα πού γράφαμε το ανά χείρας βιβλίο, στο Νοσοκομείο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ» των Αθηνών.
Ό Γέρων αυτός Θεοφύλακτος, προσποιούνταν το σάλο και τον κουφό, για να μη τον ενοχλούν οί άλλοι Μοναχοί, το 1924 ήμερα Σάββατο κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τη θεία λειτουργία πού έφυγαν οί άλλοι Πατέρες, από τους οποίους είχε ζητήσει χωριστά από τον καθένα συγχώρεση, σταύρωσε τα χέρια και παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Δεσπότη Χριστού, χαρούμενος, διότι μετά τρεις μέρες πού τον επισκέφθηκαν οί Πατέρες τον βρήκαν στη στάση αυτή σχηματισμένο μέσα στο σπήλαιο του Αγίου Νήφωνος με το χαμόγελο στα χείλη.