Εκείνος που έχει συμμαζεμένο το νου του, όταν προσεύχεται, και προσέχει σ' αυτά που λέγει, απομακρύνει με τη φλόγα της προσευχής του τους δαίμονες, λέγει ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Εκείνος όμως που μετερωρίζεται (σκορπίζει το νου του σε ανώφελες σκέψεις) περιπαίζεται απ' αυτούς.
Ένα Άγιος Ερημίτης, πολλά χρόνια κλεισμένος μέσα σε μια σπηλιά στη ρίζα ενός απόκρημνου βράχου, είχε μοναδική του απασχόληση την προσευχή. Ο Ουράνιος Πατήρ, προνοώντας γι' αυτόν, όπως και τα πετεινά τ' ουρανού, τον έτρεφε μ' αυτό το θαυμαστό τρόπο: Κάθε βράδυ, ύστερα από τη δύση του ηλίου, έβρισκε ένα ζεστό ψωμί, που έλεγες πως μόλις είχε βγει από το φούρνο, στην είσοδο της σπηλιάς του. Χρόνια γινότανε αυτό!
Μια μέρα όμως πήγε να δει τον Ερημίτη μας ένας συνασκητής του και καθώς συνομιλούσαν, του υπέδειξε πως δεν ήταν σωστό να κάθεται αργός. Τον βοήθησε να κόψει καλάμια από το έλος και τον έμαθε να πλέκει πανέρια.
Σαν βράδιασε, κουρασμένος από τη δουλειά και πεινασμένος ο Γέροντας, πήγε στη σπηλιά του να πάρει το ψωμί του. Με πόση ανακούφιση θα το έτρωγε! Δε βρήκε όμως τίποτε. Έτσι κοιμήθηκε νηστικός. Την άλλη μέρα ασχολήθηκε πάλι με ζήλο στο εργόχειρο, αλλά δε βρήκε πάλι στη θέση το βράδυ το ευλογημένο ψωμάκι, με το οποίο τόσα χρόνια τον έτρεφε ο Θεός. Στενοχωρημένος τότε προσευχήθηκε και παρακάλεσε τον Κύριο να του φανερώσει σε τι είχε σφάλει, ώστε να πάψει να φροντίζει πια γι' αυτόν. Άκουσε τότε θεία φωνή να του λέει:
-Όταν ήσουν απασχολημένος μόνο με μένα, σε έτρεφα. Τώρα που έμαθες εργόχειρο, δίκαιο είναι να σε τρέφει αυτό.
Ένας αρχάριος Μοναχός ζήτησε από τον Όσιο Σισώη συμβουλές. Αν θέλεις, παιδί μου, ν' αρέσεις στον Θεό, απομάκρυνε πρώτα τον εαυτό σου ψυχικά από τον κόσμο, αποκρίθηκε ο σοφός Πατήρ. Μη απασχολείς το νου σου με τα γήινα. Ανέβα από τα κτίσματα στο Δημιουργό τους. Η προσευχή και το κατανυκτικό δάκρυ ας φτιάξουνε ένα ισχυρό δεσμό ανάμεσα σε σένα και τον Πλάστη σου. Τότε μόνο θα βρει η ψυχή σου ανάπαυση στον πρόσκαιρο κόσμο και στην αιωνιότητα.
Η προσευχή είναι ο καθρέφτης του χριστιανού, λέγουν οι Πατέρες.
Αν η προσευχή μας δε συμφωνεί με τα έργα μας, άδικα κοπιάζουμε σ' αυτήν, έλεγε συχνά στους νεότερους Αδελφούς ο Αββάς Μωυσής.
-Πώς θα κατορθώσουμε μια τέτοια συμφωνία; Ρώτησαν μια μέρα εκείνοι.
Όταν εφαρμόζουμε εκείνα που γυρεύουμε με την προσευχή μας, εξήγησε ο Όσιος. Τότε μόνο μπορεί να συμφιλιωθεί η ψυχή με το Δημιουργό της και να γίνεται δεκτή η προσευχή της, όταν αφήσει κατά μέρος όλα της τα κακά θελήματα.
Ακοή αντί ακοής λαμβάνουμε, λέει κάποιος Πατήρ. Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή εκείνου που υπακούει στο θέλημά Του.
Όταν προσεύχεται με ταπεινοφροσύνη, έχοντας βαθιά συναίσθηση της αναξιότητας σου, γράφει ο Αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής, η προσευχή σου γίνεται αμέσως δεκτή από τον Θεό. Αν όμως, ενώ προσεύχεται, σου έλθει στο νου πως ο τάδε Αδελφός την ώρα αυτή κοιμάται η ο δείνα είναι αμελής κι αρχίζεις έτσι την κατάκριση, τότε ο κόπος σου πηγαίνει εντελώς χαμένος.
«Πρόσεχε, χριστιανέ, να μην αδικήσεις ποτέ τον αδελφό σου, για να γίνεται δεκτή από τον Θεό η προσευχή σου. Αν όμως αδικήσεις, η προσευχή σου είναι απαράδεκτη. Οι αναστεναγμοί του αδικημένου δεν την αφήνουν να φθάσει στον Ουρανό. Αν μάθεις πως κάποιος σε κακολογεί και έλθει καμιά φορά να σ' επισκεφθεί, μη του δείξεις με τον τρόπο σου πως τα γνωρίζεις όλα και είσαι στενοχωρημένος μαζί του. Δέξου τον χαρούμενος, με ήρεμο πρόσωπο και γλυκό τρόπο, για να βρει παρρησία στον Θεό η προσευχή σου», συμβουλεύει κάποιος Αββάς.
Να τι λέει για την προσευχή κι ο Αββάς Μωϋσής:
Πρόσεχε να διατηρείς στην καρδιά σου βαθειά την συναίσθηση της αμαρτωλής σου καταστάσεως, για να γίνεται δεκτή η προσευχή σου. Όταν απασχολείς το νου σου με τις δικές σου αμαρτίες, δεν θα σου μένει καιρός να παρακολουθείς τα σφάλματα των άλλων.
Θέλεις ν' ακούει παρευθύς ο Θεός την προσευχή σου, Αδελφέ; Λέει ο Αββάς Ζήνων. Σαν σηκώνεις τα χέρια στον Ουρανό, προσευχήσου πρώτα απ' όλα, με την καρδιά σου, για τους εχθρούς σου και ο Θεός θα σου δώσει γρήγορα ό,τι άλλο του ζητήσεις.
| |
|
Όταν επρόκειτο να φύγει από το μάταιο κόσμο ο Όσιος Παμβώ, διηγείται ο Παλλάδιος, βεβαίωνε τους συνασκητές του, πως, αφ' ότου έγινε Μοναχός, δεν έμειναν ούτε μία ημέρα χωρίς εργασία, ούτε ψωμί έφαγε ποτέ δωρεάν.
Στην Κάτω Αίγυπτο ζούσαν εκατοντάδες Ερημίτες, λέγει επίσης ο Παλλάδιος. Κάθε σκήτη είχε δική της εκκλησία για να λειτουργούνται οι Ασκητές, με ευρύχωρο ξενώνα παραπλεύρως για την φιλοξενία των επισκεπτών. Εδέχοντο με καλωσύνη όλους τους ξένους οι Πατέρες και τους φιλοξενούσαν όσο καιρό ήθελαν εκείνοι να παρμείνουν στην έρημο. Είχαν όμως αυτή τη συνήθεια: Μια ολόκληρη εβδομάδα τους άφηναν ν' αναπαυθούν. Κατόπιν όμως τους έδιναν κάποια εργασία να κάνουν στον κήπο ή στο μαγειρείο ή οπουδήποτε αλλού, για να μη μένουν αργοί. Τους έδιναν ακόμη ένα ωφέλιμο βιβλίο να διαβάζουν, όταν τελείωναν την εργασία τους. Τους απαγόρευαν να συνομιλούν με τους Αδελφούς, για να μη τους απασχολούν τόσο από την υλική, όσο κι από την πνευματική τους εργασία.
Όλοι οι Ερημίτες στην Κάτω Αίγυπτο ασχολούντο με το εργόχειρο, για να συντηρούν τον εαυτό τους και να φιλοξενούν τους ξένους.
Μάς πληροφορεί ο βιογράφος του Αγίου Ιερομάρτυρος Λουκιανού, ότι, από τη νεότητά του, ο μάρτυς του Χριστού είχε υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα με ακατάπαυστη νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και κόπο σωματικό.
Εργαζόταν σκληρά για να κερδίζει το ψωμί του και ν' ανακουφίζει τους πτωχούς. Δεν έβαζε ποτέ τροφή στο στόμα του, αν δεν είχε βεβαιωθεί προηγουμένως πως προήρχετο από το εργόχειρό του και πως κάποιος άλλος ακόμη θα έτρωγε την ημέρα εκείνη απ' αυτό.
Πήγαν κάποτε πολύ πρωί στην καλύβα του Αββά Αχιλλά οι συνασκητές του, ο Αββάς Αμμώης με τον Αββά Βιτίμιο, και βρήκαν τον Γέροντα να πλέκει το ψαθί του.
-Από τώρα έπιασες δουλειά, Αββά, τον ρώτησαν.
-Από το περασμένο βράδυ, τους ομολόγησε εκείνος, μέχρι τώρα έχω πλέξει είκοσι οργυές χωρίς να τις χρειάζομαι. Αλλά φοβούμαι μήπως αγανακτήσει εναντίον μου ο Θεός και με καταδικάσει με τους οκνηρούς, όταν μπορώ να εργασθώ και δεν το κάνω.
Θαυμάζοντας τη φιλεργία του Γέροντος οι δυο Αββάδες, έφυγαν ωφελημένοι.
Μερικοί νέοι Μοναχοί επισκέφθηκαν κάποιο Γέροντα στην καλύβα του τη στιγμή που ήταν απορροφημένος ο νους του στην προσευχή, ενώ τα χέρια του έπλεκαν με γρηγοράδα.
-Τι πρέπει να κάνει ο Μοναχός για να σωθεί, Αββά; τον ρώτησαν.
-Ό,τι βλέπετε, παιδιά μου, τους αποκρίθηκε εκείνος.
Εννοούσε βέβαια προσευχή και εργασία.
Όταν σηκώνεσαι από το στρώμα, αδελφέ, συμβουλεύει κάποιος Γέρων, λέγε στον εαυτό σου: Σώμα, εργάσου για να τραφείς. Ψυχή, νήφε για να σωθείς.
Ανέβηκε κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζονται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:
-Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο». (Λουκ. ι', 42)
-Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκριση. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήσει τον ξένο σ' ένα αδειανό κελλί και να του δώσει ένα βιβλίο να διαβάσει.
Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανεί κανένας να τον προσκαλέσει για φαγητό. Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάει μόνος να εξετάσει. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζει.
-Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα.
-Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.
-Και πώς έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι εμένα;
-Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς που έχουμε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι' αυτό το λόγο αναγκαζόμαστε ν' ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρηση από το Γέροντα.
-Μάθε, τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.
Ένας νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα, πως κατόρθωσαν οι παλαιότεροι Πατέρες να φτάσουν σε μεγάλα μέτρα αρετής, ενώ οι νεότεροι, μ' όλο που κοπιάζουν κι αυτοί, δεν μπορούν να προοδέψουν.
-Εκείνοι, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο Αββάς, είχαν σαν κύριό τους έργο την προσευχή, κι όλα τ' άλλα τα θεωρούσαν πάρεργα. Οι σημερινοί μοναχοί θεωρούν έργο τα σωματικά και πάρεργο την προσευχή, γι' αυτό κοπιάζουν, δίχως ψυχική ωφέλεια.
Λησμονούν τα λόγια του Σωτήρος, «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». (Ματθ. στ' 33).
| |
|
Αγάπα, αδελφέ, τα φτωχικά ενδύματα, αν θέλεις να διώξεις από την καρδιά σου την υψηλοφροσύνη. Όποιος αγαπά την πολυτέλεια, είναι αδύνατο να αποκτήσει ταπεινοφροσύνη. Είναι φυσικό να διαμορφώνεται ο εσωτερικός άνθρωπος σύμφωνα με τον εξωτερικό.
Σ’ ένα νέο, που είχε αποφασίσει να μονάσει σε Κοινόβιο, ο Αββάς Ποιμήν έδωσε την ακόλουθη συμβουλή:
-Αν θέλεις, αδελφέ, να γίνεις καλός μοναχός και μάλιστα κοινοβιάτης, κράτησε καλά στο νου σου αυτά τα δύο: Πρώτον, απόφευγε τις περιττές κουβέντες, και, δεύτερον, μην αποκτήσεις ποτέ δικό σου πράγμα, ούτε μικρό λαγήνι για νερό, και θα είσαι σ’ όλη σου τη ζωή αναπαυμένος.
Ένας νέος Μοναχός ρώτησε μια μέρα τον Γέροντά του:
-Με ζημειώνει τάχα, Αββά, το ν’ αποκτήσω δυο χιτώνες;
-Απόκτησε δύο χιτώνες, αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας, και μην αποκτάς κακίες. Η ψυχή δεν έχει ανάγκη από τις κακίες, ενώ το σώμα έχει ανάγκη από τα ενδύματα. Αλλ’ όταν έχεις τ’ απαραίτητα, μάθε ν’ αρκείσαι σ’ αυτά, όπως συμβουλεύει ο Μέγας Απόστολος, και μη ζητάς παραπανίσια.
Ο Αββάς Παμβώ θέλει τον μοναχό ντυμένο με τέτοια ρούχα, που, αν τα πετάξει στο δρόμο, να μη καταδεχτούν ούτε οι ζητιάνοι να τα πάρουν.
Κάποιος πλούσιος χριστιανός επισκέφτηκε κάποτε έναν Ερημίτη και, φεύγοντας, του πρόσφερε ένα γερό φιλοδώρημα. Εκείνος όμως με κανένα τρόπο δεν ήθελε να το δεχτεί.
-Πάρε το, Αββά, τον παρακαλούσε ο επισκέπτης, και μοίρασέ το στους φτωχούς.
-Αυτό είναι διπλή ντροπή για μένα, τέκνον μου, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, να παίρνω χωρίς να έχω ανάγκη και να κενοδοξώ μοιράζοντας τα ξένα ελεημοσύνη.
Αν δώσεις ελεημοσύνη, λέγει άλλος Γέροντας, κι ο λογισμός σε θλίβει πως έδωσες πολύ, μη δίνεις προσοχή σ’ αυτόν, γιατί είναι σατανικός. Καλύτερα όμως για σένα είναι να ζεις με τόση ακτημοσύνη, που να έχεις ανάγκη από τους άλλους να σ’ ελεούν. Εκείνος που δίνει, έχει την ικανοποίηση πως κάνει κάτι καλό. Αλλ’ όποιος στερείται και δεν έχει ποτέ να δώσει κάτι, αποκτά ταπεινοσύνη με τη σκέψη πως ποτέ δεν κάνει τίποτε καλό. Έτσι έζησαν οι Πατέρες μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρήκε τον Θεό ο Μέγας Αρσένιος.
Επαινούσαν οι Πατέρες την ακτημοσύνη και την αφιλοχρηματία του Αββά Αγάθωνος και του υποτακτικού του. Όταν κατέβαιναν στην αγορά να πουλήσουν το εργόχειρό τους, έλεγαν μια φορά την τιμή στον αγοραστή. Αν εκείνος άρχιζε τα παζαρέματα, αυτοί σώπαιναν και τον άφηναν να τους δώσει όσα ήθελε. Αν πάλι είχαν ανάγκη οι ίδιοι ν’ αγοράσουν κάτι, έδιναν αμέσως τα χρήματα που τους ζητούσαν, χωρίς να βγάλουν λέξη από το στόμα τους.
Στην αρχή της ασκητικής του ζωής, τον πολέμησε με πολλή μανία ο διάβολος τον Όσιο Αντώνιο. Όταν, πολύ νέος ακόμη, ξεκίνησε για την έρημο, του έρριψε εμπρός στα πόδια του ένα ασημένιο δίσκο. Βλέποντας τον ο Αντώνιος, συλλογίστηκε:
-Πώς είναι δυνατόν να βρεθεί τέτοιο πράγμα σε τούτο τον άβατο τόπο;
Τέχνασμα δικό σου είναι, διάβολε, για να με ρίξεις στη φιλαργυρία. Μα δεν πρόκειται με τέτοια να εμποδίσεις την προθυμία μου.
Καθώς έλεγε αυτά, ο δίσκος έγινε άφαντος από τα μάτια του.
Άλλη φορά πάλι βρήκε πραγματικό χρυσό στην έρημο, τον περιφρόνησε όμως κι ούτε γύρισε να τον κοιτάξει.
Είναι τάχα ωφέλιμο για την ψυχή του, να μην έχει ο μοναχός την παραμικρή άνεση; Ρώτησε τον Μέγα Αρσένιο ο Αββάς Μάρκος. Είδα προ ημερών κάποιον αδελφό να ξεριζώνει και τα λίγα λάχανα ακόμη, που είχε στο μικρό του κήπο.
-Ωφέλιμο είναι, αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας, αλλά η τελεία ακτημοσύνη πρέπει να συμβαδίζει με την προκοπή του μοναχού σ΄ όλες τις άλλες αρετές. Γιατί, αν κάθε μέρα που περνά δεν προοδεύει πνευματικώς, πολύ γρήγορα θα φυτέψει άλλα.
Θέλοντας ο Αββάς Ευτρόπιος να δείξει σ’ ένα νέο μοναχό πως δεν έπρεπε να έχει προσκόλληση στη γήινα, αλλά να τα θεωρεί πρόσκαιρα και να τα περιφρονεί, του έδωσε αυτή τη συμβουλή:
-Χόρτο φάγε, χόρτο φόρεσε, σε χόρτο κοιμήσου.
Τόσο ακτήμων ήταν ο Αββάς Μεγέθιος, που όταν έβγαινε από το κελλί του να περπατήσει στην έρημο και του έλεγε ο λογισμός του να πάει να μείνει σ’ άλλον τόπο, έφευγε αμέσως και δεν γύριζε σ’ αυτόν, γιατί δεν είχε τίποτε να πάρει μαζί του. Τη βελόνα, που του χρειαζόταν για το εργόχειρό του, την είχε πάντα στην τσέπη του.
Μια φορά ο Ζαχαρίας, ο μαθητής του Αββά Σιλουανού, χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα, πήρε τους άλλους αδελφούς κι έριξαν κάτω τον φράκτη για να μεγαλώσουν το μικρός τους κήπο. Σαν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε το μανδύα του και τους αποχαιρέτησε:
-Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια, που έβγαλε από το στόμα του, καθώς έφευγε.
Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φεύγει.
-Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τι σου συμβαίνει;
-Δε μπαίνω μέσα σε τούτο το κελλί, ούτε το μανδύα βγάζω από πάνω μου, τους είπε τότε ο Γέροντας, αν δεν φέρετε τον φράχτη στην πρωτινή του θέση.
Ένας πλούσιος άρχοντας πήγε να επισκεφθεί τη σκήτη των Πατέρων. Μαζί του είχε πολλά χρήματα για να τους φιλοδωρήσει και τα έδινε στον Πρεσβύτερο να τα μοιράσει, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.
-Οι Γέροντες δεν χρειάζονται χρήματα, του είπε ο Πρεσβύτερος.
Επειδή όμως επέμενε ο άρχοντας, τα έβαλε σ’ ένα σακκούλι και το κρέμασε στην πόρτα της εκκλησίας. Την Κυριακή που πήγαν οι Πατέρες να λειτουργηθούν, ο Πρεσβύτερος τους είπε:
-Όποιος χρειάζεται χρήματα, ας πάρει από κείνο το σακκούλι.
Κανένας όμως δεν πλησίασε να πάρει. Οι πιο πολλοί μάλιστα δε γύρισαν καν να κοιτάξουν προς τα εκεί. Γύρισε τότε ο Πρεσβύτερος και είπε στον άρχοντα, που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε:
-Βλέπεις πως οι μοναχοί αποστρέφονται τα χρήματα. Πάρε τα λοιπόν και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Ο Θεός δέχτηκε την καλή σου προαίρεση. Ο άρχοντας έφυγε, θαυμάζοντας την αφιλοχρηματία των Πατέρων.
| |
|
Ο Μέγας Αρσένιος, λέγουν οι βιογράφοι του, ύψωνε τα χέρια του, σαν άλλος Μωυσής, στην προσευχή, ενώ ο ήλιος έδυε πίσω του και τα κατέβαζε, όταν έλαμπε πάλι στο πρόσωπό του.
Ο Ηγούμενος ενός Μοναστηριού που είχε ιδρύσει ο Άγιος Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, επισκέφθηκε κάποτε τον Άγιο και του είπε με κάποια ικανοποίηση:
-Με την ευχή σου, Δέσποτα, δεν παραμελούμε τον κανόνα της προσευχής που μάς έδωσες. Διαβάζουμε με προθυμία την πρώτη ώρα, την τρίτη, την έκτη και την ενάτη.
-Και τις άλλες ώρες τι κάνετε; ρώτησε με έκπληξη ο Άγιος Ιεράρχης. Δεν ασχολείσθε με την προσευχή; τότε δεν είστε Μοναχοί.
Και βλέποντας την απορία του Ηγουμένου, εξήγησε:
-Εκείνος που ανήκει στην τάξη του Μοναχού έχει καθήκον ν’ ασχολείται διαρκώς με την προσευχή και την ψαλμωδία. Ο Προφήτης Δαυίδ, αν και βασιλιάς μαζί και πολεμιστής, το βράδυ προσευχόταν, τα μεσάνυχτα σηκωνόταν από το στρώμα του- το ομολογεί ο ίδιος- για να δοξολογήσει μαζί με τους Αγγέλους το Θεό. Πριν από τα ξημερώματα τον βρίσκουμε ακόμη να δέεται. Μόλις ξημέρωνε, ύψωνε την καρδιά του για να ευχαριστήσει τον Πλάστη του. Το πρωί παρακαλούσε και πάλι, το μεσημέρι και το βράδυ έκλινε το γόνυ για να ικετεύσει τον Θεόν. Γι’ αυτό μάς βεβαιώνει πως επτά φορές την ημέρα αινούσε τον Κύριο.
Ο χριστιανός που θυμάται να συνομιλήσει με τον Θεό μόνο όταν φτάσει η ορισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρες.
Από τούτα τα τέσσερα έχει πιο πολύ ανάγκη η ψυχή, έλεγε κάποιος Γέροντας: Να φοβάται την κρίση του Θεού, να μισεί την αμαρτία, ν’ αγαπά την αρετή και να προσεύχεται αδιαλείπτως.
Όταν ήμουν νέος, έλεγε στους αδελφούς ο Αββάς Ισίδωρος, ο Πρεσβύτερος της σκήτης, δεν είχα ορισμένο καιρό για προσευχή. Προσευχόμουν χωρίς διακοπή όλη την ημέρα και το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας.
Οι νεότεροι μοναχοί μιας σκήτης επισκεφτήκανε έναν από τους Γέροντες για να τον συμβουλευτούν. Εκείνος τους υποδέχτηκε με χαρά κι αφού είπε τη συνηθισμένη προσευχή, κάθισε μαζί τους κι απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις τους. Όταν πια σηκώθηκαν να φύγουν, είπαν στον Γέροντα να κάνει προσευχή.
-Δεν προσευχηθήκαμε; είπε μ’ απορία εκείνος.
-Προσευχηθήκαμε, Αββά, όταν ήρθαμε, ύστερα όμως αρχίσαμε την συνομιλία.
-Συγχωρήσατέ με, παιδιά μου, αλλά ξέρω καλά πως ένας από μας είπε εκατό ευχές στο διάστημα της συνομιλίας.
Πέρασαν κάποτε από το κελλί του Αββά Λουκίου οι λεγόμενοι Ευχίτες Μοναχοί. Ο Γέροντας τους κράτησε και συνομίλησε μαζί τους.
-Ποιο είναι το έργο σας, αδελφοί; τους ρώτησε.
-Εμείς δεν ασχολούμαστε με καμιά υλική εργασία, αποκρίθηκαν εκείνοι. Ακολουθούμε τη σύσταση του θείου Παύλου: αδιαλείπτως προσευχόμαστε.
-Δεν τρώτε καθόλου;
-Τρώμε.
-Δεν κοιμάστε;
-Κοιμόμαστε λίγο.
-Όταν κοιμάστε, ποιος προσεύχεται για σας;
-....
-Μα τότε, αδελφοί μου, είπε ο Αββάς Λούκιος, δεν κάνετε ακριβώς αυτό που λέτε. Εμείς εδώ κάνουμε εργόχειρο για να μη ζούμε εις βάρος άλλων και να πως τηρούμε το «αδιαλείπτως προσεύχεστε»:
Όταν αρχίζουμε το πρωί τη δουλειά μας, λέγει ο καθένας μας: «ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου». Δεν είναι τούτο προσευχή;
Όταν με το νου προσεύχομαι, τα χέρια μου πλέκουν. Από την εργασία μου αυτή κερδίζω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ελάχιστα για το καθημερινό μου ψωμί και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη στους πτωχούς και αρρώστους αδελφούς μου, που δεν μπορούν να εργαστούν. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι αδελφοί. Όταν λοιπόν εμείς τρώμε η κοιμόμαστε, οι πτωχοί προσεύχονται για μας και η καρδιά μας μάς πληροφορεί πως έτσι εφαρμόζουμε τη σύσταση του Αποστόλου.
Ρώτησαν τον Αββά Αγάθωνα οι Αδελφοί, ποια αρετή νομίζει πως είναι πιο επίπονος.
-Η προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος. Όταν ποθήσει η ψυχή να συνομιλεί συχνά με τον Δημιουργό της, αγωνίζονται τα πονηρά πνεύματα να την εμποδίσουν, γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει πιο ισχυρό όπλο εναντίον τους από την προσευχή. Όταν αποκτήσει οποιαδήποτε άλλη αρετή η ψυχή, ύστερα ξεκουράζεται, μα για να μάθει να προσεύχεται, όπως πρέπει, χρειάζεται να κοπιάζει σ’ όλη της τη ζωή.
Οι νεότεροι αδελφοί στη σκήτη περικύκλωσαν μια μέρα τον Όσιο Μακάριο και τον παρακαλούσαν να τους διδάξει πως να προσεύχονται.
-Το μεγαλύτερο σφάλμα, που κάνουμε στην προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος, είναι η περιττολογία. Αρκεί να μάθει ο άνθρωπος να υψώνει το νου του στα ουράνια και να λέγει μ’ όλη του την ψυχή: «Κύριε, ελεήσόν με, όπως γνωρίζεις και όπως θέλεις». Τούτο είναι προσευχή.
Όταν πάλι νοιώθει δυνατή επάνω του την επίθεση του διαβόλου ή την επανάσταση των κατωτέρων παθών του, ας τρέξει με πίστη στον Ουράνιο Πατέρα κι ας φωνάζει σ’ Αυτόν όχι με το στόμα, αλλά με την καρδιά: «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος γνωρίζει τον τρόπο να βοηθήσει την ψυχή, που πηγαίνει κοντά Του μ’ εμπιστοσύνη.
| |
|
Όταν σ’ επισκέπτεται κάποιος Αδελφός διώξε το πένθος από το πρόσωπό σου, συμβουλεύει ένας από τους Γέροντες, και κρύψε το στην καρδιά σου, έως ότου φύγει. Μετά φέρε το πάλι, γιατί όταν σε βλέπουν μ’ αυτό οι δαίμονες, φοβούνται να σε πλησιάσουν.
Έτσι περιγράφει ο Παλλάδιος την υποδοχή των ξένων στις σκήτες και στα ερημητήρια της Αιγύπτου και της Θηβαϊδος: «Όταν φθάσαμε από την Παλαιστίνη στην Αίγυπτο, επισκεφθήκαμε πρώτα τον Αββά Απολλώ. Μόλις έμαθαν τον ερχομό μας βγήκαν με παράταξη οι Μοναχοί της συνοδείας του να μάς προϋποντάσουν. Σαν έφθασαν κοντά μας, έβαλαν μετάνοια και μας χαιρέτησαν. Ύστερα με παράταξη, πάλι, οι γεροντότεροι εμπρός, οι νεώτεροι πίσω κι εμείς στη μέση, μάς οδήγησαν στα κελλιά. Εκεί μάς περίμενε ο Προεστώς. Όταν μάς είδε, έβαλε πρώτος εδαφιαία μετάνοια και μάς ασπάστηκε. Μάς πήγε στο κελλί του κι αφού έκανε τη συνηθισμένη γι’ αυτές τις περιστάσεις προσευχή, μάς έβαλε να καθίσουμε. Ο ίδιος έφερε νερό και μάς έπλυνε τα πόδια κι ευθύς αμέσως μάς οδήγησε στην τράπεζα, όπου μάς περίμενε λιτό, μεν, αλλά καλοπεριποιημένο φαγητό.
Τέτοια υποδοχή έκανε σ’ όλους τους Μοναχούς και ιερωμένους που τον επεσκέπτοντο. Συνήθιζε δε να λέγει στους μαθητές του:
Όταν έρχονται Μοναχοί, τέκνα μου, να τους βάζετε μετάνοια και να τους προσκυνάτε, όπως έκανε ο Πατριάρχης Αβραάμ. Δι’ αυτών προσκυνείται ο Θεός. «Είδες τον Αδελφό σου; Είδες τον Θεόν σου».
Άλλος Γέροντας δίνει την εξής συμβουλή:
Όταν αντιληφθείς πως σου έρχονται επισκέπτες, πριν κτυπήσουν την πόρτα σου, προσευχήσου μ’ αυτά τα λόγια στο Θεό: «Κύριε, προφύλαξε όλους μας από την κατάκριση και την κακογλωσσιά και κάνε να φύγουν από δω οι Αδελφοί μου ειρηνικοί κι ωφελημένοι».
Κάποτε οι Πατέρες της σκήτης έδωσαν εντολή να κρατήσουν νηστεία οι Αδελφοί μια εβδομάδα, δηλαδή να μη βάλουν τίποτε στο στόμα τους, ούτε νερό. Συνέβη όμως εκείνες τις ημέρες να επισκεφθούν τον Αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα Μοναχοί από την Αίγυπτο. Ο φιλόξενος Μωϋσής έψησε φακές για να τους περιποιηθεί.
Όταν είδαν καπνό να βγαίνει από την καλύβη τους, μερικοί όχι τόσο ενάρετοι Αδελφοί, είπαν στους Γέροντες:
-Ο Μωϋσής περιφρόνησε την προσταγή σας και ψήνει φαγητό.
Την Κυριακή που μαζεύτηκε στην Εκκλησία όλη η σκήτη, ο Πρεσβύτερος που γνώριζε τη μεγάλη αρετή του Οσίου, όταν πλησίασε να πάρει αντίδωρο, του είπε δυνατά, για ν’ ακουστεί από όλους:
Εύγε, Αββά Μωϋσή γιατί παρέβεις μεν την εντολή των ανθρώπων, εφύλαξες όμως του Θεού την εντολή.
Ένας αρχάριος Μοναχός πήγε να συμβουλευτεί τον Αββά Ποιμένα. Ήταν το μέσον περίπου της Τεσσαρακοστής. Αφού εξομολογήθηκε τους λογισμούς του κι η ψυχή του αναπαύτηκε, είπε στον Όσιο:
-Παρ’ ολίγο δε θ’ αποφάσιζα να έλθω ως εδώ σήμερα και θα έχανα τόση ωφέλεια.
-Γιατί, τέκνο μου; ρώτησε ο Όσιος.
-Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, Αββά επειδή είναι Τεσσαρακοστή.
-Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο Αββάς Ποιμήν, δε συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτο. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χέιλη.
Όταν οι Αδελφοί της σκήτης προσκαλούσαν τον Όσιο Μακάριο να καθίσει στην τράπεζά τους, εκείνος πήγαινε μεν για να μη τους λυπήσει, έβαζε όμως στον εαυτό του αυτό τον όρο: Για το ποτήρι το κρασί που θα τού έδιναν να πιει, να μη βάλει καθόλου νερό στο στόμα του μια ολόκληρη μέρα. Οι αδελφοί που δεν τον ήξεραν, του έδιναν κρασί να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος το έπινε χωρίς αντίρρηση για να βασανίζει ύστερα τον εαυτό του. Ο υποτακτικός του όμως που έβλεπε τους αγώνες του, έλεγε στους άλλους Μοναχούς:
-Για την αγάπη του Χριστού, αδελφοί, μη του δίνετε να πίνει, γιατί από αύριο θ’ αρχίσει να τιμωρεί τον εαυτό του.
Επισκέφτηκαν κάποτε ένα Κοινόβιο ο Αββάς Σιλουανός με το μαθητή του Ζαχαρία. Το πρωί που ξεκίνησαν να φύγουν, οι Μοναχοί του Κοινοβίου τους ανάγκασαν να φάγουν, μ’ όλο που ήταν ημέρα νηστείας. Εκείνοι για να μη τους λυπήσουν, δέχτηκαν.
Ύστερα, καθώς πήγαιναν στο δρόμο τους βρήκαν μια μικρή πηγή. Ο Ζαχαρίας που διψούσε, ζήτησε την άδεια του Γέροντος να πιει νερό.
-Είναι νηστεία σήμερα, του υπενθύμισε εκείνος.
-Μα πριν από λίγο φάγαμε, Αββά.
-Εκείνο ήταν της φιλοξενίας το γεύμα, εξήγησε ο Όσιος, τώρα όμως δεν μάς αναγκάζει τίποτε να μη συνεχίσουμε τη νηστεία μας.
Ένας φιλομόναχος Επίσκοπος συνήθιζε να περιοδεύει μια φορά το χρόνο τις σκήτες και τα μοναστήρια της επαρχίας του. Σε μια τέτοια περιοδεία, κατάκοπος από τη μακρά οδοιπορία ζήτησε ν’ αναπαυθεί λίγο στο κελλί ενός Ερημίτου. Ο αδελφός, αφού του έπλυνε τα πόδια, έστρωσε τράπεζα να τον φιλοξενήσει. Δεν είχε όμως άλλο τίποτε να προσφέρει στον Επίσκοπο από ψωμί κι αλάτι που συνήθιζε να τρώγει ο ίδιος.
-Ας με συγχωρήσει η αγιοσύνη σου, άρχισε ν’ απολογείται ο Αδελφός για το φτωχό του τραπέζι. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο σ’ αυτό το κελλί.
Ενθουσιασμένος ο Επίσκοπος για τη μεγάλη εγκράτεια των Μοναχών, είπε στον Αδελφό:
-Είθε του χρόνου που θα ξανάρθω, ούτε αλάτι να μη βρω.
Άλλος αρχάριος Μοναχός που είχε βάλει όρο στον εαυτό του να μη τρώει ψωμί, πήγε μια μέρα να επισκεφθεί ένα μεγάλο Γέροντα. Στο κελλί του βρήκε κι άλλους επισκέπτες. Ο Γέροντας μαγείρευε φαγητό για τους ξένους του. Σαν κάθισαν στην τράπεζα, ο αρχάριος έβγαλε τα βρεγμένα κουκιά που είχε φέρει μαζί του και τα έτρωγε. Ο Γέροντας που τον είδε, τον πήρε ύστερα από το φαγητό παράμερα και τον συμβούλεψε:
-Όταν τρώγεις με άλλους Αδελφούς, τέκνον μου, απόφευγε όσο μπορείς να δείχνεις την εγκράτειά σου, γιατί παραμονεύει η κενοδοξία να σου αφαιρέσει το μισθό σου. Αν πάλι είσαι αποφασισμένος να μη παραβαίνεις τους όρους σου, μένε στο κελλί σου κι απόφευγε τις επισκέψεις.
Από τη διδασκαλία σοφού Πατρός:
Όταν βρίσκεσαι με άλλους, μη θελήσεις να επιδείξεις την άσκησή σου. Μην πεις π.χ. πως δεν τρως ποτέ λάδι, ή ψάρι ή μαγειρεμένο φαγητό. Μόνο κρασί μη πίνεις για τον πόλεμο της σαρκός. Αν βρεθεί κάποιος ανόητος να σε κατηγορήσει γι’ αυτό, μη λάβεις καθόλου υπόψη σου αυτή την κατηγορία.
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιο Γέροντα:
-Αν ποτέ βρεθώ στην τράπεζα μαζί με τους Πατέρες, τι πρέπει να κάνω, Αββά;
-Αντί της νηστείας προσκάλεσε κοντά την προσευχή.
-Είναι δυνατόν να προσεύχομαι, ενώ οι άλλοι θα συνομιλούν;
-Η βία, η αχώριστη σύντροφος του Μοναχού, τα κάνει όλα κατορθωτά, αποκρίθηκε ο Γέρων. Όποιος την αποχωρίζεται δεν ξέρω αν εξακολουθεί να παραμένει Μοναχός.
Πνευματική Καρποφορία (μέρος δεύτερο) | | |
| |
|
Αν αξιώθηκες να λάβεις κάποιο χάρισμα πνευματικό, συμβουλεύει κάποιος Πατήρ, μην υψηλοφρονείς γι’ αυτό. Τίποτε καλό δεν έχεις, που να μην προέρχεται από τον Θεό. Αν λοιπόν δεν πολιτεύεσαι σύμφωνα με το θέλημά Του, θ’ αφαιρέσει από σένα το δικό Του χάρισμα και θα το δώσει σ’ άλλον πιο ταπεινό και αγαθό.
Λένε για κάποιο Γέροντα πως επτά ολόκληρα χρόνια προσευχόταν να του δώσει ο Θεός κάποιο πνευματικό χάρισμα. Όταν επί τέλους το έλαβε, πήγε να το πει σ’ ένα γείτονά του διακριτικό Πατέρα.
-Μεγάλος κόπος, έκανε εκείνος, κουνώντας το κεφάλι του. Πήγαινε να κάνεις άλλα επτά χρόνια προσευχή να σου το αφαιρέσει ο Θεός, γιατί δε σε συμφέρει.
Ο Γέροντας υπήκουσε και προσευχήθηκε, ώσπου του πήρε πάλι ο Θεός το χάρισμα που τόσο επίμονα ζητούσε.
Ένας Ερημίτης δέχτηκε μια μέρα την επίσκεψη κάποιου συνασκητού του. Σαν έφτασε η ώρα του φαγητού, είπε στον υποτακτικό του να ετοιμάσει λίγη φακή και να βρέξει τα παξιμάδια για να φιλοξενήσουν τον επισκέπτη. Ο νέος έκανε όπως του είπαν. Οι Γέροντες όμως απορροφημένοι από την πνευματική συζήτηση, που είχαν αρχίσει, έμειναν στη θέση τους ως την άλλη μέρα το μεσημέρι, χωρίς να νοιώσουν πείνα ή νύστα ή κάποια κούραση. Τότε είπε πάλι ο Ερημίτης στον υποτακτικό του:
-Μαγείρεψε, τέκνον, λίγη φακή, να φάγει ο ξένος μας.
-Από χτες, Αββά, είναι όλα έτοιμα στην τράπεζα, αποκρίθηκε ο νέος.
Έτσι καθήσανε πια όλοι μαζί να φάνε.
Ένας αρχάριος Μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πως σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν ουράνια μυστήρια.
-Μη μακαρίζεις μόνο αυτούς, παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.
-Πριν λίγες ημέρες, Αββά, είπε πάλι ο Αδελφός, είδα ένα Μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον εθαύμασα.
-Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να διώχνω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μη γίνω ο ίδιος περίγελος του Σατανά κι αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει την ψυχή του από αμαρτίες κι αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρες.
Κάποιος αδελφός ρώτησε με μέρα ένα έμπειρο Γέροντα, με τι τρόπο πρέπει να καλλιεργεί ο άνθρωπος τον εσωτερικό του κόσμο, για να έχει πνευματική καρποφορία.
-Τρία πράγματα είναι απαραίτητα για την καλλιέργεια της ψυχής: Πρώτον, η ησυχία, δεύτερον, η προσευχή και, τρίτον η αυτογνωσία. Αυτή η τελευταία επιτυγχάνεται, όταν μάθει ο άνθρωπος να μη προσέχει τα σφάλματα του άλλου, παρά μόνο τα δικά του. Αν επιμείνει σ’ αυτά, δε θ’ αργήσει να καρποφορήσει η ψυχή σ’ όλες τις άλλες αρετές.
Ένας ερημίτης έζησε τριάντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο, τρώγοντας μόνο τους καρπούς μιας φοινικιάς που είχε φυτρώσει έξω από την καλύβα του. Ύστερα όμως του έσπειρε ζιζάνια στο νου ο διάβολος κι άρχισε να συλλογίζεται πως άδικα σπατάλησε εκεί τόσα χρόνια.
Τι κέρδισα τάχα; Έλεγε στον εαυτό του. Ούτε αποκαλύψεις είδα ούτε κανένα θαύμα έκανα, όπως οι παλιοί Ασκητές. Ας γυρίσω στον κόσμο, ίσως εκεί προκόψω περισσότερο.
Το είχε σχεδόν αποφασίσει κι ετοιμαζόταν, όταν ο Θεός, που τον λυπήθηκε για τους τόσους κόπους του, έστειλε τον Άγγελό του να τον εμποδίσει.
-Τι μεγαλύτερο θαύμα θέλεις, του είπε ο Άγγελος, από την υπομονή και τη μεγαλοψυχία που σου έδωσε ο Θεός, να μείνεις τόσα χρόνια ολομόναχος σ’ αυτό τον άγριο τόπο, τρώγοντας μόνο τους καρπούς τούτου του δέντρου; Κάνε λίγο ακόμη υπομονή και ζήτησε από τον Θεό περισσότερη ταπείνωση.
Έτσι έμεινε στον τόπο του ο Ερημίτης, ευχαριστώντας τον Θεό που τον στήριξε με τον Άγγελο Του.
| |
|
Αν θέλει ο άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου να φθάσει στην αγιότητα, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, διδάσκοντας του μαθητές του την δύναμη της μετάνοιας.
Ένας νέος αξιωματικός που πριν από λίγο είχε οδηγηθεί στο δρόμο του Θεού κι ακόμα πάλευε με τη συνείδησή του, ρώτησε τον εξομολόγο του, αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα την μετάνοια του ανθρώπου.
-Αν κατά τύχη σκιστεί κάπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς, σαν άχρηστο;
-Όχι, δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωση.
-Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το φόρεμά σου κι εύκολα δεν το πετάς, πως δε θα λυπηθεί ο Θεός το πλάσμα Του και δε θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να το διορθώσει; Είπε ο καλός Γέροντας κι ανάπαυσε το νέο.
Ένας αρχάριος Μοναχός πήγε στενοχωρημένος στον Όσιο Ποιμένα.
-Έπεσα σε μεγάλο σφάλμα, Αββά, του εξομολογήθηκε, και θέλω τουλάχιστον τρία χρόνια για να μετανοήσω.
-Είναι πολλά, του είπε ο Όσιος.
-Είναι αρκετοί τρεις μήνες, τότε;
-Και τόσο είναι πολύ, αποκρίθηκε ο Όσιος. Εγώ σου λέγω πως, αν ειλικρινά μετανοήσεις και πάρεις σταθερή απόφαση να μη επαναλάβεις ποτέ το ίδιο σφάλμα, σε τρεις μέρες σε δέχεται η αγαθότης του Θεού.
Άλλος Αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα, αν ο Θεός εύκολα συγχωρεί τις αμαρτίες του ανθρώπου.
-Πώς είναι δυνατόν να μη συγχωρεί, τέκνο μου, Εκείνος που δίδαξε τη μακροθυμία στους ανθρώπους; Δεν παραγγέλλει στον Πέτρο να συγχωρεί εκείνον που του σφάλλει «έως εβδομηκοντάκις επτά» δηλαδή επ’ άπειρον; αποκρίθηκε ο Γέρων.
Κάποιος άλλος πάλι ζήτησε να του εξηγήσει τι ακριβώς είναι μετάνοια.
-Η μη επανάληψη της ίδιας αμαρτίας, αποκρίθηκε ο Όσιος Ποιμήν.
Ένας Αδελφός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη:
-Έπεσα, Πάτερ. Τι να κάνω τώρα;
-Σήκω, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.
-Σηκώθηκα, Αββά, μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία, ομολόγησε με θλίψη ο Αδελφός.
-Και τι σ’ εμποδίζει να ξανασηκωθείς;
-Ως πότε; Ρώτησε ο Αδελφός.
-Έως ότου σε βρει ο θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση. Δεν είναι γραμμένο «όπου ευρώ σε εκεί και κρίνω σε»; Εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου στον Θεό να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια.
«Αμαρτία προς θάνατον», γράφει ο Αββάς Μάρκος ο Ασκητής, είναι κάθε αμετανόητη αμαρτία. Ούτε αυτός ο Αγαθός και Φιλάνθρωπος Θεός συγχωρεί τον αμετανόητο αμαρτωλό. Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται συχνά λύπην και αηδία δια τας αμαρτίας των, δέχονται όμως με ευχαρίστηση τας αφορμάς των.
Αυτή η φωνή ακούγεται να λέγει επιτακτικά στον επιλήσμονα άνθρωπο, έλεγε κάποιος Πατήρ: «Σήμερον επίστρεψον».
Οι τωρινοί άνθρωποι δε ζητούν το σήμερον, αλλά το αύριον για να μετανοήσουν, έλεγε άλλος Γέρων.
Λένε πως ένας Αδελφός, κάθε φορά που οι λογισμοί του τον ξεγελούσαν και του έλεγαν, άφησε σήμερα και αύριο μετανοείς, εκείνος ο σοφός αποκρινόταν «Σήμερα θα δείξω με έργα τη μετάνοιά μου, όσο για αύριο, ας γίνει του Θεού το θέλημα».
Να τι διαβάζουμε στ’ «Ασκητικά» του μεγάλου διδασκάλου του ασκητισμού Ισαάκ του Σύρου:
«Με τα ίδια μέσα που έχασες το αγαθό, προσπάθησε πάλι να το αποκτήσεις. Χρυσάφι χρωστάς στον Θεό; Δε θέλει από σένα μαργαριτάρια. Τη σωφροσύνη σου έχασες; Δε σου γυρεύει ελεημοσύνη, αλλά τον αγιασμό του σώματός απαιτεί. Περιφρονείς την εντολή της αγάπης, νικημένος από το πάθος του φθόνου; Για ποιο λόγο πολεμάς τον ύπνο με αμέτρες αγρυπνίες ή αφανίζεις το σώμα σου με υπερβολική νηστεία; Αυτά δεν σου προσφέρουν καμιά ωφέλεια, δε γιατρεύουν τον φθόνο. Κάθε αρρώστια της ψυχής, όπως και του σώματος, χρειάζεται ειδικά φάρμακα και θεραπεία ανάλογη» |
|
|
|
|
|
|