Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ

Γ΄ Τόμος  


Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Αν κανείς θέλει να προχωρήσει σύντομα, πρέπει στις εντολές μάλλον να δείχνει την επιμέλειά του και όχι αλλού, γιατί αλλιώς θα πέσει σε γκρεμό, ή μάλλον σε χάος. Γιατί όπως στα επτά χαρίσματα του Πνεύματος, αν δεν αρχίσει από το φόβο, δεν μπορεί κανείς ν' ανέβει ποτέ στα άλλα, έτσι και στους μακαρισμούς του Κυρίου. Καθώς λέει ο Δαβίδ, αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Και άλλος Προφήτης, αναφέροντας τα χαρίσματα από την κορυφή προς τα κάτω, είπε: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, πνεύμα φόβου Θεού». Και ο Κύριος από το φόβο άρχισε να διδάσκει, λέγοντας: «Μακάριοι όσοι νιώθουν φτωχοί μπροστά στο Θεό».

Αυτό σημαίνει να γίνει κανείς κατατρομαγμένος από το φόβο του Θεού, και να έχει ταπείνωση συντριβή ψυχής. Ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο αυτή την εντολή, επειδή γνωρίζει ότι χωρίς αυτήν, ακόμη και όταν κανείς ζει στον ουρανό, δεν ωφελείται, αν έχει την παραφροσύνη με την οποία έπεσαν ο διάβολος και ο Αδάμ και πάρα πολλοί άλλοι.

Γι' αυτό οφείλει εκείνος που θέλει να τηρήσει την πρώτη εντολή, δηλαδή τον φόβο όπως είπαμε, να μελετά με μεγάλη επιμέλεια τα συναπαντήματα της ζωής που γράφτηκαν παραπάνω και τις ευεργεσίες του Θεού, τις αμέτρητες και ανεξερεύνητες, και όσα έκανε και κάνει σ' εμάς με ορατά και αόρατα μέσα, με εντολές και δόγματα, με απειλές και υποσχέσεις, φυλάγοντάς μας, τρέφοντάς μας, προνοώντας, ζωογονώντας και λυτρώνοντάς μας από ορατούς και αόρατους εχθρούς. Τις ασθένειες που προκαλεί η δική μας αταξία, τις θεραπεύει με τις προσευχές και τις πρεσβείες των Αγίων Του. Στις αμαρτίες, στις ασέβειες και στις ανομίες μας μακροθυμεί πάντα, για όσα κάναμε και κάνομε και όσα μέλλομε να κάνομε. Από αυτά μας λύτρωσε η χάρη Του. Να μελετά επίσης πόσο παροργίζομε το Θεό με έργα, λόγια και διαλογισμούς. Και όχι μόνο μας ανέχεται, αλλά και περισσότερο μας ευεργετεί είτε ο Ίδιος, είτε μέσω των Αγγέλων, των Γραφών, των Δικαίων και Προφητών, των Αποστόλων και Μαρτύρων, των διδασκάλων και των οσίων Πατέρων. Και κατανοώντας τους άθλους των μαρτύρων και τους αγώνες των οσίων, έπειτα θαυμάζοντας τη συγκατάβαση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τη ζωή Του στο κόσμο, τα άχραντα πάθη Του, το Σταυρό, τον θάνατο, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη, την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, τα άρρητα θαύματα που γίνονται πάντοτε και κάθε ημέρα, τον παράδεισο, τα στεφάνια, την υιοθεσία που μας αξίωσε και όλα όσα περιέχει η θεία Γραφή και άλλα πολλά σκεπτόμενος, κυριεύεται από έκπληξη βλέποντας τη φιλανθρωπία του Θεού, ενώ τρέμει και θαυμάζει τη μακροθυμία Του και την ανοχή Του προς εμάς. Και λυπάται για τη ζημιά που έπαθε η ανθρώπινη φύση, που έχασε δηλαδή την αγγελική απάθεια, τον παράδεισο και όλα τα αγαθά από τα οποία ξεπέσαμε, ενώ πέσαμε σε τόσα κακά εννοώ τους δαίμονες, τα πάθη και τις αμαρτίες, και συντρίβεται η ψυχή, κατανοώντας πόσα κακά δημιουργήθηκαν από τη δική μας πονηρία και από την πανουργία των δαιμόνων.
 
Και έτσι ο Θεός του χαρίζει το μακάριο πένθος, δηλαδή τη δεύτερη εντολή. «Μακάριοι οι πενθούντες», λέει, δηλαδή εκείνοι που πενθούν τον εαυτό τους και τον πλησίον από αγάπη και συμπάθεια γι' αυτόν. Και φτάνει ο άνθρωπος αυτός να πενθεί όπως για ένα νεκρό, προ του θανάτου, από τα φρικτά νοήματα εκείνων που γίνονται μετά θάνατον, ολολύζοντας και στενάζοντας από τα βάθη της καρδιά του με πολλά πικρά και επίπονα δάκρυα και απερίγραπτους θρήνους.

Και έτσι η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων μας, του χαρίζει την πραότητα, την αρχή της μιμήσεως του Χριστού, δηλαδή την τρίτη εντολή, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι πράοι». Και γίνεται σταθερός σαν βράχος που δεν σαλεύει διόλου από τον άνεμο ή τα κύματα του βίου, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην αφθονία και στη φτώχεια, και στην ευκολία και στη δυσκολία, στην τιμή και στην ατιμία. Και γενικά γνωρίζει σε κάθε περίσταση και κάθε πράξη με τη διάκριση, ότι όλα περνούν, και τα ευχάριστα και τα οδυνηρά, και ότι αυτός ο βίος είναι δρόμος προς τον μέλλοντα αιώνα. Και ότι ίσως και χωρίς να θέλομε, γίνονται εκείνα που γίνονται, ώστε μάταια ταραζόμαστε και χάνομε το στεφάνι της υπομονής και παρουσιαζόμαστε αντίθετοι στο θέλημα του Θεού. Γιατί όλα όσα κάνει ο Θεός είναι πολύ καλά, μα εμείς δεν το γνωρίζομε. Όπως λέει η Γραφή, Αυτός θα οδηγήσει τους πράους με κρίση, ή μάλλον, με τη διάκριση των πραγμάτων.

Αλλά και σε καιρό οργής, ο άνθρωπος αυτός δεν ταράζεται καθόλου. Μάλλον χαίρεται, γιατί βρήκε καιρό κέρδους και φιλοσοφίας, σκεπτόμενος ότι δεν έγινε ο πειρασμός χωρίς αιτία, αλλά θα λύπησε πρωτύτερα συνειδητά ή ασυνείδητα το Θεό ή τον αδελφό ή κανένα άλλο, και ότι μάλλον βρέθηκε αφορμή για τη συγχώρησή του, ώστε τουλάχιστον με την υπομονή να λάβει συγχώρηση των πολλών του αμαρτιών. Σκέφτεται ακόμη ότι αν δεν συγχωρήσει όσα του έφταιξαν οι άλλοι, ούτε ο ουράνιος Πατέρας θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά του, και ότι δεν υπάρχει από αυτήν πιο σύντομη αρετή, δηλαδή την εντολή για την συγχώρηση των άλλων. Γιατί ο Κύριος λέει: «Συγχωρήστε και θα συγχωρηθείτε». Χαίρεται και γιατί αξιώθηκε να τα γνωρίζει αυτά και να τα πράττει κατά μίμηση του Χριστού και να γίνει με τη χάρη της εντολής πράος. Λυπάται όμως για τον αδελφό, επειδή με τις αμαρτίες του μπήκε σε πειρασμό ο αδελφός από τον κοινό εχθρό, το διάβολο, και έγινε φάρμακο για θεραπεία της δικής του ασθένειας. Γιατί κάθε πειρασμός παραχωρείται από το Θεό για τη θεραπεία της ψυχής του αρρώστου, επειδή χαρίζει τη συγχώρηση προηγουμένων και παρόντων κακών και γίνεται εμπόδιο για μελλοντικά. Δεν έχει όμως έπαινο ούτε ο διάβολος, ούτε ο αίτιος του πειρασμού, ούτε ο πειραζόμενος. Γιατί ο διάβολος είναι άξιος μίσους ως κακοποιός, αφού ό,τι κάνει δεν το κάνει για καλό. Ο αίτιος του πειρασμού είναι άξιος να τον ελεήσει ο πειραζόμενος, επειδή ενεργεί όχι από αγάπη, αλλά γιατί εμπαίζεται και ταλαιπωρείται από το διάβολο. Ο πειραζόμενος τέλος, υπομένει τις θλίψεις εξαιτίας των αμαρτιών του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, ώστε να έχει έπαινο- γιατί δεν είναι ο ίδιος αναμάρτητος. Αλλά και να είναι, πράγμα αδύνατο, και πάλι υπομένει με την ελπίδα της ανταποδόσεως και από φόβο κολάσεως. Έτσι είναι μ' αυτούς. Ο Θεός τώρα, επειδή δεν έχει καμιά ανάγκη ή έλλειψη, αλλά σε όλους οικονομεί το συμφέρον, είναι άξιος ευχαριστίας, αφού ανέχεται με μακροθυμία και το διάβολο και τη πονηρία των ανθρώπων, και παρέχει κάθε καλό, και πριν την αμαρτία και μετά την αμαρτία, σε όσους μετανοούν.

Αφού λοιπόν έμαθε κάθε διάκριση εκείνος που αξιώθηκε να γίνει τηρητής της τρίτης εντολής, της πραότητας, δε θα γελαστεί ποια είτε με γνώση του είτε με άγνοιά του, αλλά έχοντας λάβει το χάρισμα της ταπεινώσεως, θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι μηδέν. Γιατί η πραότητα είναι το υλικό της ταπεινώσεως, κι αυτή είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια. Μέσω αυτής εισέρχεται στην άπτωτη και τέλεια αγάπη εκείνος που γνωρίζει τη φύση του, δηλαδή τι ήταν πριν γεννηθεί και τι θα γίνει μετά θάνατον. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε, παρά λίγη δυσωδία που χάνεται την ίδια στιγμή, κι απ' όλη την κτίση χειρότερος. Κι αυτό γιατί κανένα άλλο κτίσμα, άψυχο ή έμψυχο δεν ανέτρεψε το θέλημα του Θεού ποτέ, παρά η ανθρώπινη φύση, που δέχεται πολλές ευεργεσίες από το Θεό, κι ωστόσο πάντοτε πού Τον παροργίζει.

Και έτσι ο άνθρωπος αξιώνεται της τέταρτης εντολής, δηλαδή του πόθου της αποκτήσεως των αρετών, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη». Και γίνεται ο άνθρωπος σαν το πεινασμένο και διψασμένο για κάθε δικαιοσύνη, εννοώ κάθε αρετή σωματική και ηθική, δηλαδή ψυχική. Αν κανείς δε γευθεί κάποιο πράγμα, δεν γνωρίζει τι στερείται, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος όμως που γεύθηκε, το ποθεί πολύ. Έτσι και εκείνος που γεύθηκε λίγο τη γλυκύτητα των εντολών και κατάλαβε ότι οι εντολές τον φέρνουν σιγά-σιγά στη μίμηση του Χριστού, ποθεί την απόκτηση όλων, ώστε για χάρη τους και τον θάνατο πολλές φορές καταφρονεί. Κι αφού καταλάβει λίγο τα μυστήρια του Θεού που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, διψά πολύ να φτάσει σ' αυτά. Και όταν τα γνωρίσει, διψά περισσότερο και καίγεται, σαν να πίνει φλόγα. Επειδή όμως το θείο είναι ακατάληπτο για όλους, μένει πάντοτε διψασμένος. Ό,τι είναι για το σώμα η υγεία και η ασθένεια, αυτό είναι για την ψυχή η αρετή και η κακία, και για το νου η γνώση και η αγνωσία. Και όσο κανείς φροντίζει την ευσέβεια, δηλαδή την πρακτική αρετή, τόσο φωτίζεται ο νους στη γνώση.

Και έτσι αξιώνεται του ελέους μέσω της πέμπτης εντολής, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι ελεήμονες». Ελεήμων είναι εκείνος που ελεεί τον πλησίον από εκείνα που έλαβε από το Θεό, είτε χρήματα, είτε φαγητά, είτε δύναμη, είτε λόγο ωφέλιμο, είτε προσευχή, και γενικά από ό,τι έχει που μπορεί να δείξει ευσπλαχνία σ' εκείνον που έχει την ανάγκη του, πιστεύοντας πως είναι χρεώστης, γιατί έλαβε περισσότερα απ' όσα του ζητούνται και γιατί αξιώθηκε σαν το Θεό να ονομάζεται ελεήμων, και μάλιστα από το Χριστό σ' αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, μπροστά σε όλη την κτίση. Σκέφτεται ότι μέσω του αδελφού, ζητεί τη βοήθειά του ο Θεός και γίνεται χρεωφειλέτης του, και ότι ο φτωχός μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτό που του ζητεί, ενώ αυτός, χωρίς να ελεεί κατά τη δύναμή του, δεν μπορεί να ζήσει, ούτε να σωθεί. Γιατί αν δε θέλει να σπλαχνιστεί το συνάνθρωπο, πως παρακαλεί το Θεό να σπλαχνιστεί αυτόν; Και άλλα πολλά συλλογιζόμενος έτσι εκείνος που αξιώθηκε να τηρήσει τις εντολές, δίνει όχι μόνο τα πράγματά του, αλλά και τη ζωή του ακόμη για χάρη του πλησίον. Αυτή είναι η τέλεια ελεημοσύνη. Όπως ο Χριστός υπέφερε το θάνατο για χάρη μας και έδωσε σε όλους παράδειγμα και τύπο, να πεθάνομε ο ένας για χάρη του άλλου, κι όχι μονάχα για τους φίλους μας, αλλά και για τους εχθρούς, όταν το καλεί η περίσταση.

Δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς, δήθεν για να ελεεί. Αυτό μάλλον είναι μεγάλη ασθένεια. Αλλά κι αν δε έχει κανείς κάτι για να ελεεί, να έχει ευσπλαχνία σε όλους και με ό,τι μπορεί, να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη, αφήνοντας κάθε εμπαθή προσκόλληση στα πράγματα του βίου και έχοντας συμπάθεια ια τους ανθρώπους. Ούτε πρέπει να διδάσκει από κενοδοξία, για να ωφελήσει δήθεν ψυχές ασθενών, αυτός που δεν έκανε προηγουμένως πράξη τα λόγια του, αφού ο ίδιος είναι πιο ασθενής από εκείνους που νομίζει ότι θα ωφελήσει. Κάθε πράγμα χρειάζεται τον καιρό του και διάκριση, για να μη γίνει τίποτε χωρίς να είναι καιρός ή δίχως να χρειάζεται. Για τον αδύνατο προτιμότερο είναι η φυγή απ' όλα, και η ακτημοσύνη είναι υπερβολικά καλύτερη από την ελεημοσύνη.

Με την απουσία εμπαθών προσκολλήσεων αξιώνεται της έκτης εντολής, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά», δηλαδή εκείνοι που κατόρθωσαν κάθε αρετή με άγιους διαλογισμούς και έφτασαν να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι στη φύση τους. Και έτσι περνά κανείς στην ειρήνη των λογισμών. «Μακάριοι, λέει οι ειρηνοποιοί», δηλαδή εκείνοι που έχουν ειρηνοποιήσει την ψυχή και το σώμα με το να υποτάξουν τη σάρκα στο πνεύμα, για να μην επιθυμεί πια η σάρκα εναντίον του πνεύματος, αλλά να βασιλεύει η χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή και να την οδηγεί όπως θέλει, αφού της χαρίσει τη θεία γνώση. Με τη γνώση μπορεί ο άνθρωπος να υπομένει διωγμό, ονειδισμό και κακοποίηση για την αρετή και χαίρεται γιατί η ανταμοιβή του θα είναι μεγάλη στους ουρανούς.

Όλοι λοιπόν οι μακαρισμοί κάνουν τον άνθρωπο θεό κατά χάρη, με το να γίνει πράος, να ποθεί κάθε αρετή, να είναι ελεήμων, απαθής, ειρηνοποιός, να υπομένει κάθε πόνο με χαρά για την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Ώστε είναι δώρα του Θεού και οφείλομε να ευχαριστούμε πολύ το Θεό γι' αυτούς και για τα έπαθλα που έχουν, δηλαδή τη βασιλεία των ουρανών στο μέλλον, ενώ σ' αυτή τη ζωή, παρηγοριά και αφθονία κάθε αγαθού και έλεος από το Θεό, και τη φανέρωση του Θεού με τη θεωρία των κρυφών μυστηρίων που είναι κρυμμένα στις άγιες Γραφές και σε όλα τα κτίσματα, και μεγάλη ανταμοιβή στους ουρανούς. Και γινόμαστε όμοιοι με το Χριστό με τη μίμησή Του εδώ στη γη και οι ''μακάριοι'' κάθε εντολής, πράγμα που είναι το ακρότατο αγαθό, το ανώτερο που μπορεί να επιθυμήσει ο άνθρωπος. Επειδή κατά τον Απόστολο μόνο ο Θεός είναι μακάριος και κατοικεί σε απρόσιτο φως. Αλλά μ' όλο που έχομε χρέος να φυλάξομε τις εντολές, ή μάλλον να μας φυλάξουν οι εντολές, ο φιλάνθρωπος Θεός ωστόσο, θα χαρίσει τα έπαθλα της εντολής και εδώ και στον ουρανό σ' εκείνον που πιστεύει σ' Αυτόν.

Μ' όλα αυτά που προέρχονται από το μακάριο πένθος, ανακουφίζεται ο νους από τα πάθη, και συμφιλιώνεται με το Θεό για τις αμαρτίες του με τα πικρά και πολλά δάκρυα. Σταυρώνεται νοερά μαζί με το Χριστό με την ηθική ζωή, δηλαδή με την τήρηση των εντολών, όπως είπαμε, και τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων, για να μην κάνουν τίποτε απολύτως πέρα απ' ότι χρειάζεται.

Κυριαρχώντας ο νους στις παράλογες ορμές, αρχίζει να διευθύνει σαν ηνίοχος τα σχετικά μ' αυτόν πάθη, θέλω να πω, το θυμό και την επιθυμία. Και άλλοτε το θυμό που αγριεύει, τον καταπραϋνει με την ηπιότητα της επιθυμίας, κι άλλοτε με την αυστηρότητα του θυμού κατευνάζει την επιθυμία. Και τότε ο νους, αναλογιζόμενος τον εαυτό του, καταλαβαίνει το αξίωμά του, ότι είναι κύριος του εαυτού του, και αποκτά την ικανότητα να βλέπει τα πράγματα όπως είναι στη φύση τους. Γιατί ανοίγει το αριστερό μάτι, που το τύφλωσε ο διάβολος με την επικράτηση των παθών, και καταξιώνεται ο άνθρωπος να ταφεί μαζί με το Χριστό νοερά σε σχέση με τα πράγματα του κόσμου. Δεν εξαπατάται πλέον από την εξωτερική ομορφιά, αλλά βλέπει το χρυσό, το ασήμι, τους πολύτιμους λίθους και ξέρει ότι από τη γη βγαίνουν όπως τα λοιπά άψυχα, τα ξύλα και οι πέτρες. Ξέρει επίσης ότι ο άνθρωπος είναι σαν τη σαπίλα και λίγο χώμα μέσα στον τάφο μετά το θάνατο. Και όλα τα ευχάριστα του βίου τα θεωρεί μηδέν και βλέπει τις αλλοιώσεις τους πάντοτε με πολλή σκέψη που προέρχεται από τη γνώση. Και γίνεται με χαρά νεκρός για τον κόσμο και ο κόσμος νεκρώνεται γι' αυτόν, και δε δυσκολεύεται πλέον, αλλά μάλλον έχει ανάπαυση και έλλειψη εμπαθούς προσκολλήσεως σε ο,τιδήποτε.

Και έτσι με την καθαρότητα της ψυχής καταξιώνεται να αναστηθεί νοερά μαζί με το Χριστό και παίρνει δύναμη να βλέπει απαθώς και τις εξωτερικές ομορφιές των πραγμάτων και δια μέσου αυτών δοξάζει τον Ποιητή των όλων. Και θεωρώντας στα αισθητά κτίσματα τη δύναμη και την πρόνοια του Θεού, την αγαθότητα και τη σοφία Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου, και βλέποντας τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, αξιώνεται να αναληφθεί ο νους του μαζί με το Χριστό με τη θεωρία των νοητών κτισμάτων, δηλαδή τη γνώση των νοερών δυνάμεων. Και κατανοώντας με τα πολλά δάκρυα της συνέσεως και της χαράς, από τα ορατά τα αόρατα και από τα πρόσκαιρα τα αιώνια, στοχάζεται ότι, αν ο πρόσκαιρος αυτός κόσμος, που λέγεται εξορία και καταδίκη εκείνων που έχουν παραβεί την εντολή του Θεού, είναι τόσο ωραίος, πόσο περισσότερο είναι τα αιώνια και ακατανόητα αγαθά, που ο Θεός ετοίμασε για όσους Τον αγαπούν; Και αν εκείνα τα αγαθά υπερβαίνουν κάθε κατανόηση, πόσο μάλλον ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν;

Αν κανείς σχολιάζει απ' όλα και φροντίζει τις σωματικές και ψυχικές πράξεις που ονομάζονται από τους Πατέρες ευσέβεια, και δεν πιστεύει κανένα όνειρο και κανένα δικό του νόημα που δεν έχει μαρτυρία από τη Γραφή, κι αν αποφύγει κάθε περιττή συνομιλία, ώστε να μην ακούει διόλου ή να διαβάζει αργό λόγο, και μάλιστα περί αιρέσεως, πληθαίνουν σ' αυτόν τα δάκρυα της συνέσεως και χαράς, τόσο που να τα πίνει. Και φτάνει στην άλλη προσευχή, την καθαρή, η οποία αρμόζει στον θεωρητικό. Γιατί όπως πριν οφείλει να έχει άλλα αναγνώσματα και άλλα δάκρυα και προσευχή, έτσι και τώρα. Επειδή ο νους ανέβηκε σε πνευματικές θεωρίες, γι' αυτό από εδώ και πέρα οφείλει να μελετά όλες τις θείες Γραφές, αφού δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο από τα δυσνόητα λόγια της Γραφής όπως όσοι ασχολούνται ακόμη με την πράξη και είναι αδύνατοι στη διάνοια. Τούτο γιατί έχοντας πολυκαιρίσει στον αγώνα των σωματικών και ηθικών πράξεων, σταυρώθηκε και τάφηκε μαζί με το Χριστό με τη γνώση των πραγμάτων, και κατά τη φύση και κατά τη μεταβολή, κι αναστήθηκε μαζί με το Χριστό με την απάθεια και τη γνώση των μυστηρίων του Θεού, που βρίσκονται στα αισθητά κτίσματά Του. Και από αυτήν ανέβηκε μαζί Του στα υπερκόσμια με τη γνώση των νοητών και των μυστηρίων που είναι κρυμμένα στις θείες Γραφές.

Από τον φόβο ανεβαίνει κανείς στην ευσέβεια, από την οποία προέρχεται η γνώση. Απ' αυτήν προέρχεται η ουλή, δηλαδή η διάκριση, κι απ' αυτήν η ισχύς που προξενεί τη σύνεση. Κι έτσι καταλήγει στη σοφία. Με όλες λοιπόν τις προηγούμενες πράξεις και θεωρίες καταξιώνεται να αποκτήσει την καθαρή και τέλεια προσευχή, που δημιουργείται από την ειρήνη και την αγάπη του Θεού και την κατοίκηση μέσα του του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι εκείνο που λένε: «Απόκτησε το Θεό μέσα σου». Επίσης τη φανέρωση και την ενοίκηση του Θεού, όπως είπε ο Χρισόστομος, με το να γίνουν το σώμα και η ψυχή, κατά το δυνατόν, όπως του Χριστού, αναμάρτητα. Και να έχει κανείς νου που να νοεί για το Χριστό με τη χάρη και τη σοφία του Πνεύματος, η οποία είναι γνώση θείων και ανθρώπινων πραγμάτων.
 
Τέσσερις είναι οι μορφές της σοφίας: η φρόνηση, δηλαδή η γνώση και εκείνων που πρέπει και εκείνων που δεν πρέπει να κάνομε και η εγρήγορση του νου. η σωφροσύνη, δηλαδή να γίνει ορθό το φρόνημά μας, ώστε να μπορέσομε να κρατήσομε τον εαυτό μας μακριά από κάθε έργο, λογισμό και λόγο που δεν αρέσει στο Θεό. η ανδρεία, δηλαδή η δύναμη και η καρτερία στους κατά Θεόν αγώνες και στους πειρασμούς. η δικαιοσύνη, δηλαδή η διανομή που γίνεται με την ισότητα σε όλα αυτά.

Αυτές οι τέσσερις γενικά αρετές γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Από το λογισμό, δηλαδή το νου, γεννιούνται δύο, η φρόνηση και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διάκριση. Από το επιθυμητικό γεννιέται η σωφροσύνη, και από το θυμικό, η ανδρεία. Κάθε μία από αυτές βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παρά φύση πάθη. Η φρόνηση έχει πάνω της την υπερβολική ιδέα και κάτω την ανοησία. Η σωφροσύνη έχει πάνω την ευήθεια και κάτω την ακολασία. Η ανδρεία έχει πάνω το θράσος και κάτω τη δειλία. Η δικαιοσύνη έχει πάνω την κτήση του λιγότερου και κάτω την πλεονεξία. Και αυτές οι τέσσερις αρετές είναι εικόνα του επουράνιου στοιχείου, ενώ τα οκτώ πάθη που τις περιβάλλουν, είναι εικόνα του χωμάτινου.


Αυτά όλα τα γνωρίζει ακριβώς ο Θεός, όπως γνωρίζει τα περασμένα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, και εν μέρει τα γνωρίζει και εκείνος που έμαθε κατά χάρη τα έργα του Θεού από Αυτόν, και αξιώθηκε να γίνει «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Του». Εκείνος ου λέει ότι γνωρίζει ορθά μόνον εξ ακοής ψεύδεται. Γιατί ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί χωρίς χειραγώγηση να ανεβεί ποτέ στον ουρανό. Ούτε πάλι, αν δεν ανεβεί και δει, μπορεί να πει εκείνο που δεν είδε. Αλλ' ό,τι ακούει από τη Γραφή, εκείνο μόνο οφείλει να λέει εξ ακοής με ειλικρίνεια και να ομολογεί τον Πατέρα του Λόγου, όπως είπε ο Μέγας Βασίλειος. Αλλιώς θα νομίζει ότι έχει γνώση, και θα είναι χειρότερος από εκείνον που δεν έχει. Γιατί όταν νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν μπορεί να γίνει, ό,τι νομίζει πως είναι, λέει ο άγιος Μάξιμος. Υπάρχει και αξιέπαινη αγνωσία, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όπως όταν συνειδητά γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Και υπάρχει και αγνωσία πέρα από κάθε αγνωσία , όταν δε γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Υπάρχει και γνώση ψευδώνυμη, όταν νομίζει κανείς ότι γνωρίζει, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε, όπως λέει ο Απόστολος.