Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ



Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ ΣΠΕΤΣΕΡΗΣ 1860-1934

Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ, κατά κόσμον Ιωάννης Σπετσέρης από την Κεφαλληνία, ήταν παιδί ιερέα, ήλθε να κοινοβιάσει στη Σκήτη αύτη, στην Καλύβα των «αγίων Αναργύρων» πού είχαν τότε οι Γέροντες, Χριστόφορος με τον υποτακτικό του Συνέσιο Μοναχό.

Ό Γέρων Χριστόφορος ήταν αυτός πού μετέβαλε το Μοναστήρι του Κουτλουμουσίου από ιδιόρρυθμο πού ήταν πρώτα, σε κοινόβιο. Σ' αυτούς τους ενάρετους γεροντάδες ήλθε και κοινοβίασε ό Ιωάννης, ό όποιος αφού υπέμεινε τη σκληρή δοκιμασία, με σπουδή και προθυμία, οί Γέροντες τον έκειραν Μοναχό, ονομάσαντας αυτόν Ιωακείμ.

Ό Μοναχός Ιωακείμ, μετά από αρκετά χρόνια υπακοής στους γεροντάδες του, επειδή είχε αφήσει ημιτελείς τις σπουδές του. κατόπιν αδείας και ευλογίας των πνευματικών του, επέστρεψε στον κόσμο όπου τέλειωσε τις θεολογικές και άλλες επιστήμες και επανήλθε στην υπακοή με μεγαλύτερη προθυμία και ταπείνωση.

Μετά το θάνατο των Γεροντάδων του, πήρε υποτακτικό τον πατέρα θεοφύλακτο, ένα απλό και αγαθό μοναχό, ό όποιος μας διηγήθηκε από τη ζωή του γέροντα του τα ακόλουθα:

α) Σε μια θεία λειτουργία, πού με τον εφησυχάζοντα τότε στο Αγιον Όρος, επίσκοπο Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, έκαναν στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, κατά την ώρα του καθαγιασμού και της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων είδεν ό πατήρ Ιωακείμ λάμψη σαν προβολέα, από τον κουμπέ της εκκλησίας να επισκιάζει τα Τίμια Δώρα — ή χάρις του παναγίου Πνεύματος—. Αυτό το υπερφυσικό φαινόμενο, ό Π. Ιωακείμ, είπε στον υποτακτικό του π. Θεοφύλακτο, με την εντολή και επιτίμιο, να μην ειπεί σε κανένα τίποτε, όσο αυτός θα βρίσκεται στη ζωή.
β) Μετά πάροδο καιρού, ό επίσκοπος Βόλου Γερμανός, κάλεσε τον Ιωακείμ Σπετσέρη, για πνευματικό έξομολόγο στην επαρχία του. Εκεί μια ευλαβής κυρία Ανδρομάχη, έβλεπε τον Π. Ιωακείμ, όταν έβγαινε στη μεγάλη είσοδο της θείας Λειτουργίας με τα Τίμια Δώρα, να σηκώνεται στον αέρα και να μη πατάει στη γη, παρά μόνο όταν έφτανε στον Σολέα του ιερού, τότε πατούσε κάτω.
γ) Ό υποτακτικός του, Πάτερ θεοφύλακτος, μας είπε, πώς κάθε φορά που λειτουργούσε ό Γέροντας του Π. Ιωακείμ, άλλαζε όψη ή μορφή του. Τούτο μας βεβαίωσαν και άλλοι σύγχρονοι του Μοναχοί, οι όποιοι μας ανέφεραν πώς όταν λειτουργούσε το πρόσωπο του γινόταν περισσότερο λαμπρό και φωτεινό.

Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ είχε μεγάλη ευλάβεια στην Κυρία Θεοτόκο, την οποία άκουγαν πώς αποκαλούσε «Παναγίτσα μου» και όσες φορές πρόφερε το όνομα αυτό τα μάτια του σαν δυο κρουνοί τρέχανε καυτά δάκρυα.

Όπως ομολογεί ό υποτακτικός του, πού βρίσκεται ακόμη εν τη ζωή, ό Π. Ιωακείμ, ήταν πολύ εγκρατής και λιτοδίαιτος, με ένα καφέ και λίγο μέλι μπορούσε να περάσει την ήμερα του.
Μετά από το Απόδειπνο δεν έπινε ούτε νερό Τούτο επέβαλε και στον υποτακτικό του Θεοφύλακτο στον όποιο έλεγε: «Για να έχεις μισθό αιώνιο πρέπει να κάνεις πολλούς και σκληρούς αγώνες, διότι, τα καλά έργα με κόπο και πόνο αποκτώνται και με μόχθο κατορθώνονται». Και ό ίδιος, για να δώσει το καλό παράδειγμα, πολλούς κόπους και σκληρή ζωή έκανε με στερήσεις και κακουχίες, δεν παραμελούσε ποτέ τον καθημερινό του Κανόνα —την προσευχή— ή οποία ακατάπαυστα έβγαινε από το στόμα του. Ήταν πρόσχαρος και ομιλητικός. Στην εκκλησία και το δωμάτιο του ποτέ δεν έβγαινε θέρμανση όσο κρύο κι αν έκανε, και έλεγε: «Πάτερ θεοφύλακτε, οί Πατέρες, πώς άντεχαν πάνω στους στύλους; Δεν κρύωναν; Κι εμείς μέσα στα σπίτια και στα ρούχα τυλιγμένοι κρυώνουμε!»

Μερικοί αδελφοί, από συνεργεία του Σατανά, φθονούντες τον Π. Ιωακείμ τον βρίζανε και κακολογούσαν, τον λέγανε Καρδινάλιο και νεωτεριστή, επειδή καθαρίζονταν κι έβγαινε «ευπρεπώς ενδεδυμένος». Άλλοι πάλι του λέγανε, πώς ό τάδε και ό τάδε σε κακολογούν, κι αυτός τους απαντούσε: «Σας παρακαλώ, φίλοι και αδελφοί μου, μη συκοφαντείτε και λέτε κακά λόγια για τους ευεργέτες μου». Κι έτσι με το γλυκό κι ευγενικό του τρόπο συμφιλίωνε κι έκανε τους πάντας ν' αγαπιούνται και να μην αλληλοβρίζονται.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
Στη Χαλκίδα διετέλεσε πολλά χρόνια ιεροκήρυκας. Εκεί ό Θεός πολλά θαύματα και σημεία έπετελεσε με τις προσευχές του Π. Ιωακείμ. Στη Ριζάρειο Σχολή υπήρξε μαθητής του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως.
Όταν ό άγιος αυτός κοιμήθηκε το 1922, πήγαινε συχνά ό Π. Ιωακείμ κι έκανε προσευχή στον τάφο του κι αισθανότανε να βγαίνει από το σώμα του Αγίου ευωδιά άρρητη σαν εκλεκτό μοσχοθυμίαμα.
ε) Χρημάτισε και στην Αθήνα Ιεροκήρυκας και λειτουργούσε τακτικά στο μετόχι του Παναγίου Τάφου. Εκεί μια ευσεβής γυναίκα παρακάλεσε τον Π. Ιωακείμ να κάνει προσευχή γι' αυτήν να της χαρίσει ό Θεός παιδάκι. Μετά από 20ήμέρη έντονη προσευχή, ό Π. Ιωακείμ της είπε, ότι, δε θα κάνει παιδί, γιατί δεν μπορεί να το διαπαιδαγωγήσει χριστιανικά και θα κολαστεί ή ψυχή και των δυο, της μάνας και του παιδιού.
στ) Στο ίδιο μετόχι βρισκόμενος, άλλη γυναίκα τον επεσκέφθη και του παραπονέθηκε πώς δεν μπορεί ν' αποκτήσει παιδιά. Ό Π. Ιωακείμ, αφού έκαμε θερμή προσευχή, για τη γυναίκα αυτή, πήρε τα Λείψανα των Αγίων Αναργύρων, τα εναπόθεσε πάνω στο στήθος της γυναίκας κι έκαμε μια ευχή, υστέρα άπ' αυτό την ευλόγησε ό Θεός και απέκτησε παιδιά, ή ευλαβής εκείνη χριστιανή.
ζ) Στην ίδια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Αθήνα, βρήκε τον Π. Ιωακείμ μια κοπέλα πολύ θλιμμένη, απογοητευμένη και τελείως απελπισμένη, ή οποία του είπε: «Γέροντα, έχω αποτυχία στη ζωή μου και δεν μπορώ πλέον να ζήσω, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα και θ' αυτοκτονήσω, για μένα δεν υπάρχει πια τίποτα».

Ό Π. Ιωακείμ, χωρίς να ξέρει τίποτε άλλο γι' αυτή την κοπέλα, την πήρε από το χέρι, την πήγε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και με κατάνυξη και πίστη πολλή προσευχήθηκαν μαζί, την κοπέλα έβαλε γονατιστή μπροστά στο Δεσπότη Χριστό. Ύστερα από τη θερμή αυτή προσευχή φώτισε ό Θεός τον Π. Ιωακείμ και είπε στην κοπέλα:
«Πήγαινε κοπέλα μου στη μητέρα του παιδιού που αγαπάς και πες της με πολλή ταπείνωση, θέλω μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου να σε κάνω μητέρα μου και να γίνω θυγατέρα σου». Ή κοπέλα πίστεψε στα λόγια του Γέροντα, κι όταν πήγε και είπε αυτά στη μητέρα του παιδιού, εκείνη αμέσως την αγκάλιασε, τη φίλησε και της είπε:
«θεωρώ κοπέλα μου, χαρά και τιμή μου να σε κάμω νύφη και θυγατέρα μου».
Μετά από δυο χρόνια παρουσιάστηκε ή κοπέλα αυτή, στον Π. Ιωακείμ, και του γνώρισε το σύζυγο και το παιδί της και με πολλή χαρά δόξασε το Θεό κι ευχαρίστησε τον Π. Ιωακείμ.

στ) Ό Π. Ιωακείμ, ήταν εγκρατής σ' όλο του το βίο και επί πολλά χρόνια, πού έζησε στον κόσμο, έκανε πολλά σημεία και θαύματα, δια των προσευχών του άφ' ενός, και με την πίστη των ζητούντων άφ' ετέρου, ό Πανάγαθος Θεός. Άλλα κι όταν στα γεράματα του επανήλθε στη μετάνοια του, θεάρεστα και οσιακά τελείωσε το βίο του στη Νέα Σκήτη, πλήρης ήμερων αφού έγραψε κι άφησε πολλά υπομνήματα και ιερά συγγράμματα, όπως είναι «Ή Ερημίτης Φωτεινή» και πολλά άλλα ψυχωφελή βοηθήματα.

Ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗ Ν. ΣΚΗΤΗ


Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της Σκήτης αυτής, στην Εύβοια ήταν Επίσκοπος με το όνομα Θεοφάνης. Στην επαρχία του ήταν ενας πτωχός, ό όποιος, είχε στην κατοχή του από κληρονομιά ένα μικρό καζανάκι, πού το λέγανε «μπαγκράτσι». Αυτό φαίνεται να είχε μεγάλη αρχαιολογική αξία. Το είδε ένας συμπατριώτης του πλούσιος, του άρεσε και θέλησε οπωσδήποτε να το αγοράσει και επειδή δε μπόρεσε με το καλό, με τις κολακείες να το αγοράσει, διότι ό πτωχός δεν ήξερε αν το δοχείο αυτό έχει αρχαιολογική αξία, άλλα επειδή ήταν κληρονομιά της οικογένειας του δεν το πωλούσε με κανένα τρόπο. Τότε ό πλούσιος χρησιμοποίησε βία και κατακράτησε του πτωχού το κληρονομικό κειμήλιο.

Μετά καιρόν ό πλούσιος πέθανε σε νεαρή ηλικία, οί συγγενείς του, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας, μετά τριετία κάμανε την ανακομιδή, και το σώμα του πλούσιου, βρέθηκε αδιάλυτο. Έγινε δεύτερη και τρίτη ανακομιδή, κατά τα ορισμένα χρονικά διαστήματα, ανά τριετία, αλλά και πάλι το σώμα του νεκρού βρέθηκε τυμπανιαίο και αδιάλυτο. Τότε οί συγγενείς του κάλεσαν, το Δεσπότη να γονατίσει στον τάφο, και να διαβάσει συγχωρετική ευχή στο σώμα του νεκρού. Άλλα το αποτέλεσμα ήταν να μείνει και πάλι το σώμα αδιάλυτο.

Κατόπιν αυτού, ό Δεσπότης Θεοφάνης, συνεβούλευσε τους συγγενείς του πλούσιου, να στήσουν το τυμπανιαίο σώμα του νεκρού σε δημόσιο χώρο, όπου διερχόμενοι όλοι οί κάτοικοι του χωρίου ένας, ένας, να συγχωρούν το νεκρό κι έτσι, ό Πανάγαθος Θεός, ίσως συγχωρέσει την ψυχή του πλούσιου και διαλυθεί το σώμα του.

Εκ παραλλήλου όμως, ό Αρχιερέας, τοποθέτησε εκεί κοντά άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, να παρατηρεί τι θα λένε οι συμπολίτες στον πεθαμένο σαν θα περνάνε από μπροστά του.
Όλοι περνούσαν από μπροστά, του άλιωτου σώματος, έλεγαν από μια ευχή να τον συγχωρέσει ό Θεός, κι έφευγαν. Με τη σειρά του πήγε κι ό φτωχός του οποίου είχε κατακρατήσει, με τη βία, το πολύτιμο γι' αυτόν «καζανάκι», ό φτωχός σαν πλησίασε το σώμα του νεκρού, έφτυσε και ό άνθρωπος του Δεσπότη τον άκουσε να λέει: «Έτσι ντε, καλά να πάθεις να μείνεις εκεί άλιωτος μαζί με το μπαγκράτσι πού μου πήρες, για πάντα να είσαι τούμπανο αφού σου άρεσε έτσι να είσαι και να μου πάρεις αυτό που βρήκα από τη μάνα που με γέννησε».

Ό άνθρωπος πού άκουσε αυτά, αμέσως τα μετέφερε στον Αρχιερέα Θεοφάνη. Εκείνος με τη σειρά του κάλεσε κοντά του το φτωχό, πού είπε τα λόγια εκείνα στο άλιωτο σώμα, και τον ρώτησε: «τι σήμαιναν αυτά πού είπε στον άλιωτο πλούσιο;» Και αφού έμαθε την αιτία, αμέσως κάλεσε τους συγγενείς του πλούσιου, τους ρώτησε αν, στο σπίτι του δεδομένου αφορισμένου, υπάρχει κανένα αρχαίο και πολύτιμο «καζανάκι», κι όταν άπ' αυτούς έμαθε πώς τούτο αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος συγγενή τους. Ό Επίσκοπος εξήγησε τότε, ότι αυτό ανήκει στο δείνα φτωχό και πρέπει να επιστραφεί το συντομότερο, το άδικα κρατούμενο ξένο πράγμα στον ιδιοκτήτη του και έτσι θα τον συγχωρέσει ό Θεός, αυτόν πού έκαμε την αδικία.
Οι συγγενείς συμμορφώθηκαν με την εντολή του Επίσκοπου, ό όποιος πήρε το «καζανάκι», με τρόπο το έβαλε στα χέρια του πλούσιου και είπε στο δικαιούχο πτωχό να πλησιάσει το σώμα του νεκρού, να παραλάβει το «μπαγκράτσι» του και να συγχωρέσει από την καρδιά του, το νεκρό σώμα, για την άδικη πράξη, πού εις βάρος του διέπραξε.

Όταν έγινε αυτό μπροστά στα μάτια όλων των συγχωριανών του, το αδιάλυτο μέχρι κείνη τη στιγμή σώμα, πού από πολλά χρόνια ήταν στην κατάσταση αυτή, διαλύθηκε και έγινε σκόνη. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι και δόξασαν μ' ένα στόμα το όνομα του Πανάγαθου και δικαιοκρίτη Θεού.

Ό Επίσκοπος Θεοφάνης, μετά από το θαύμα αυτό απαρνήθηκε πάντα τα γήινα και εγκόσμια αγαθά, έφυγε από την Εύβοια και ήρθε στο Αγιον Όρος, αφού γύρισε πολλά Μοναστήρια και Ιερά προσκυνήματα, τελικά κοινοβίασε σαν ένας απλός ιδιώτης σε έναν αγράμματο και σκληρό Γέροντα Κύριλλο στην Καλύβα της «Ζωοδόχου Πηγής» στη Νέα Σκήτη.

Στην υπακοή του γέροντα αυτού έμεινε περίπου δυο χρόνια. στο δεύτερο χρόνο, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ήρθε στην παραλία της Σκήτης αυτής ένα καΐκι από την Εύβοια, με τυρί, αυγά και διάφορα άλλα τρόφιμα. Οι Πατέρες της Σκήτης κατέβηκαν στη θάλασσα, για να πάρει ό καθένας τα είδη και τρόφιμα πού του χρειάζονταν-για το άγιο Πάσχα. Τότε κι ό Γέρο - Κύριλλος, έστειλε τον υποτακτικό του —Δεσπότη Θεοφάνη— πού ήταν δόκιμος, να πάρει κι αυτός τα τρόφιμα του Γέροντα του.
Όταν πλησίασε στο καΐκι, ό έμπορος και καπετάνιος του καϊκιού είπε μπροστά σε όλους τους παρευρισκόμενους εκεί Πατέρες:
— Δεν είσαι συ ό Δεσπότης μας ό Θεοφάνης πού μας έφυγε και τον έχουμε χάσει τώρα δυο χρόνια και μ' αυτά πού είπε έπεσε στο έδαφος και τον προσκύνησε.
Εκείνος αρνήθηκε και του είπε:
— τι λες άνθρωπε μου, παραγνώρισες, κάποιο λάθος κάνεις, δεν είμαι 'γώ αυτός πού νομίζεις και μόλις είπε αυτά έφυγε, ανέβηκε στη Σκήτη και τούτο στάθηκε αφορμή να φύγει από το Γέροντα του, διότι έμαθαν όλοι πώς αυτός είναι ό Επίσκοπος Ευβοίας Θεοφάνης. Ό δε Γέροντας του θαυμάζοντας την ταπείνωση του Δεσπότη, έπεσε στα πόδια του και ζήταγε συγχώρεση για το σκληρό τρόπο πού τον μεταχειρίζονταν.

Ό Δεσπότης Θεοφάνης, τότε πήγε σε ένα έρημο ησυχαστήριο της Νέας Σκήτης,- πού έζησε σαν απλός Καλόγερος και με πολλή ταπείνωση και αγάπη προς όλους τους Πατέρες σε βαθύ γήρας, παρέδωκε τη μακαριά του ψυχή στα χέρια του Δεσπότη Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού, και ενετάχθει στη μακαριά χορεία των αγίων Πατέρων.

Έκτος του Επίσκοπου Θεοφάνη, πολλοί άλλοι Αρχιερείς, αφιέρωσαν το υπόλοιπο της ζωής τους και τελειώθηκαν εν Κυρίω, στη Σκήτη αυτή και με τους αγιορείτες Πατέρες κατατάχθηκαν στις αιώνιες του Παραδείσου Μονές.

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΟΗΘΗΣΕ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Όταν ό Πνευματικός Παπα - Γαβριήλ είχε γυρίσει από τον κόσμο, στη Σκήτη αυτή, είχε βαρεία αρρωστήσει για θάνατο ό Μοναχός Κύριλλος Κουμιώτης από την Καλύβα «Ζωοδόχου Πηγής» και επειδή πλησίαζε ή ώρα της έκδημίας του, κάλεσε τον πνευματικό του να εξομολογηθεί το 1965 έτος.

Ό Πνευματικός του Παπα - Έφραίμ προσπάθησε να βοηθήσει τον πάσχοντα για να εξομολογηθεί, αλλά ό ασθενής έλεγε, πώς στον αριστερό ωμό του είναι κολλημένο ένα χαρτί πού γράφει, αλλά τι γράφει δεν μπορούσε να ειπεί.

Πήγε κι άλλος Πνευματικός ό Παπα Χαράλαμπος από τα γύρω ασκητικά Καλύβα, άλλα κι αυτός στάθηκε αδύνατο να βοηθήσει τον ψυχορραγούντα αδελφό Κύριλλο.

Τότε ό κατά σάρκα αδελφός του Παπα - Νεόφυτος κι εκείνος Πνευματικός, κάλεσε και τον γέροντα Πνευματικό Παπα - Γαβριήλ Λευτεριώτη,, ό όποιος, μ' όλη την αδελφική αγάπη, πήγε κοντά στον ασθενή και σαν έμπειρος Πνευματικός όταν του είπε για το χαρτί, ρώτησε το Μοναχό Κύριλλο να του πει τι ακριβώς βλέπει. Ό ασθενής είπε, πώς στα δεξιά βλέπει δυο λευκοφόρους Αγγέλους και στα αριστερά ήταν έτοιμοι να αρπάξουν την ψυχή του πολλοί Δαίμονες, ό ένας από τους οποίους με την ουρά του γύριζε σύντομα και έπαιζε με το κομβοσχοίνι του ησυχαστή Γέροντα Ιωσήφ, πού βρίσκονταν κι αυτός εκεί.

Ό Πνευματικός Παπα - Γαβριήλ, παρεκάλεσε όλους τους αδελφούς να βγουν έξω από το δωμάτιο του ασθενή και ρώτησε για δεύτερη φορά το Μοναχό Κύριλλο να του πει τα κρυπτά της καρδίας του.
Αφού ό ασθενής τα είπε όλα, τότε τον ρώτησε ό:ν το χαρτί είναι ακόμα κολλημένο στον ωμό του. Ό ασθενής απάντησε πώς και πάλι το χαρτί είναι κολλημένο εκεί που αρχικά το αισθανόταν.
Ό Πνευματικός τότε είπε στον Μοναχό Κύριλλο να ρωτήσει το φύλακα Άγγελο, να του ειπεί εκείνος τι γράφει το χαρτί. Ό Μοναχός Κύριλλος γύρισε προς τους Αγγέλους και τους μίλησε σε γλώσσα, πού ό Πνευματικός δεν καταλάβαινε ούτε μια λέξη άπ' αυτά πού έλεγε. Κι ό Άγγελος του απαντούσε στην ίδια γλώσσα. Τότε ό Παπα - Γαβριήλ, έβαλε το πετραχήλι επάνω στον ασθενή και τον ρώτησε τι του είπε ό Άγγελος ότι γράφει το χαρτί; Κι ό Μοναχός Κύριλλος του είπε δυο αμαρτίες πού αυτός πρώτα δε θυμότανε να τις πει.

Ό Πνευματικός αφού του είπε αυτά, διάβασε τη συγχωρετική ευχή, κι όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι κι ό ασθενής είπε στον Πνευματικό, πώς το χαρτί κόλλησε πάνω στο πετραχήλι και σβήσανε τα αμαρτήματα του, πού ήτανε γραμμένα σ' αυτό, και με το λόγο αυτόν, παρέδωκε το πνεύμα και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο των μακαρίων.

Ή πείρα και διάκριση του Πνευματικού, βοήθησε τον αδελφό Κύριλλο να εξομολογηθεί και να καθαρισθεί από τις ανθρώπινες αδυναμίες του, με διερμηνέα και βοηθό τον Άγγελο φύλακα της ψυχής.

Ό Πνευματικός Παπα - Γαβριήλ, στην Κόρινθο έζησε 28 χρόνια πνευματική ζωή, με παντός είδους εγκράτεια και έκτισε εκεί μεγάλη και ευρύχωρη πνευματική φωλιά - ωραιότατη περικαλλή εκκλησία του θαυματουργού Ιεράρχου αγίου Νικολάου.

ΦΟΒΕΡΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Οι Πατέρες της Νέας Σκήτης μου διηγήθηκαν το ακόλουθο θαύμα, πού έγινε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου.

Επί ηγουμενίας του αρχιμανδρίτη Σεραφείμ, κατά το έτος 1935 με 36 όταν, το άγιο Πάσχα όλοι οι Πατέρες και αδελφοί της Μονής, 60 τον αριθμόν, κατά την Παράδοση βγήκαν έξω στο προαύλιο να κάνουν την Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά το «Χριστός Ανέστη», ό Καθηγούμενος Σεραφείμ, σε ένα από τα πιο αγαθά, άπλα, αλλά και πιστά γεροντάκια, τον αδελφό της Μονής και πρόθυμο εργάτη της υπακοής Γέρο - Θωμά είπε: «Γέρο Θωμά, πήγαινε σε παρακαλώ κάτω στο οστεοφυλάκιο να ειπείς στα κόκαλα εκεί των Πατέρων το «Χριστός Ανέστη».

Ό Γέρο - Θωμάς πρόθυμος, χωρίς να σκεφτεί καθόλου που θα πάει, είπε «Να είναι ευλογημένο Γέροντα» αμέσως ξεκίνησε και πήγε στα οστά και είπε μεγαλοφώνος: «Ό ηγούμενος μ' έστειλε να σας ειπώ το «Χριστός Ανέστη» Πατέρες και Αδελφοί». Αμέσως όλα τα οστά έτριξαν, χόρεψαν κι αναπήδησαν, μια νεκροκεφαλή μάλιστα σηκώθηκε ως ένα μέτρο ψηλά κι απήντησε στο χαιρετισμό του Γέροντα και είπε: «Αληθώς ανέστη ό Κύριος» και αμέσως έγινε και πάλι νεκρική σιγή στα οστά.

Ό Γέρο - Θωμάς γύρισε και σε ερώτηση του ηγουμένου, του είπε όσα είδε και άκουσε. Έφριξαν όλοι οί Πατέρες πού το άκουσαν και όλοι μ' ένα στόμα δόξασαν το Θεό, πού ή Πίστη μας είναι ζωντανή, αληθινή και παναγία!


ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ

Αφήνοντες τη Νέα Σκήτη και προχωρούντες νοτιοανατολικά, φθάνουμε σε μια πέτρινη Καμάρα. Σ' αυτήν ή Παράδοση λέει, πώς είναι τα σύνορα της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου, με τη μεγαλύτερη Σκήτη του Αγίου Όρους την «Αγία Άννα».
Επειδή στο σημείο αυτό συναντήθηκαν άφ' ενός μεν ό ηγούμενος της Μονής Αγίου Παύλου, Παύλος Μοναχός και άφ' ετέρου ό ηγούμενος της Μονής των Βουλευτηρίων Αθανάσιος Μοναχός και καθόρισαν τα όρια των δύο αυτών Ιερών Μονών, ξεκινήσαντες ταυτόχρονα ό καθένας από τη Μονή του.

ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

Όπως μας διηγήθηκαν σεβάσμιοι Πατέρες, ή Σκήτη της Αγίας Αννης είναι ή αρχαιότερη άλλα και μεγαλύτερη Σκήτη του Αγίου Όρους, έχει όμως δυο περιόδους ζωής, ή μία κατά την Παράδοση άρχισε τον 6ον με 7ον αιώνα, οπόταν συστήθηκε ή Κοινοβιακή Μονή των «Βουλευτηρίων». Από τις πολλές όμως επιδρομές των θαλασσοπειρατών διατηρήθηκε μέχρι τον 9ον με ΙΟον αιώνα και κατεστράφη, οπόταν έχομε την δεύτερη περίοδο ζωής αυτής, ή οποία φαίνεται να έχει αρχή από τον Όσιο Γερόντιο, ό όποιος φέρεται Ιδρυτής της Σκήτης Αυτής, χρηματίσας ηγούμενος της Μονής των Βουλευτηρίων, της οποίας, ίσως να ήταν ό τελευταίος. Ό Άγιος αυτός ήταν σύγχρονος με τον άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη, στην αρχή έζησε κάτω στα παραθαλάσσια μέρη σε σπηλιές, άλλα από τις συνεχείς ενοχλήσεις των πειρατών, ανέβηκε ψηλά στα δύσβατα βράχια, εκεί που σήμερα είναι το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος, το όποιον αυτός πρωτοέκτισε.

Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν πλήθος ξεροκάλυβα και σπηλιές, στα όποια κατά καιρούς παρέμειναν και ασκήτευαν πολλοί Μοναχοί ερημίτες και ερημοπολίτες.

Με πολλούς πειρασμούς και σκληρούς αγώνες, ό όσιος Γερόντιος πλήρης ήμερων παρέδωκε το πνεύμα στο Δεσπότη Χριστό, γενόμενος θυσία και πρότυπο παράδειγμα αρετής και καλοσύνης στους υποτακτικούς και συνασκητές του. Εκεί πού έμενε, προς παρηγοριά των αδελφών, με θερμή προσευχή, μέσα από τα βράχια, έβγαλε λίγο νεράκι σαν άγιασμα.

α) Αυτός όμως πού τον διαδέχθηκε, στη σπηλιά πού έμενε ό άγιος Γερόντιος, θέλησε να φτιάξει ένα μικρό κηπάκι και μάζευε το άγιασμα για να ποτίζει τον κήπο του. Επειδή όμως το νεράκι αυτό, δε δόθηκε για να ποτίζουν κήπους και για να μη περισπώνται οι Μοναχοί σε κηποκαλλιέργειες και αφήνουν τα πνευματικά τους καθήκοντα, στο Μοναχό αυτόν παρουσιάστηκε σε όραμα ή Παναγία και του έκαμε παρατήρηση και για να μη παραμελεί την πνευματική του ζωή, ή Κυρία Θεοτόκος, έδωκε εντολή να στερέψει άπ' Εκεί το άγιασμα, πού δόθηκε μόνον να πίνουν, κι όχι να ποτίζουν κήπους και βγήκε πιο κάτω και χαμηλότερα από την επιφάνεια της γης.
Το άγιασμα αυτό μέχρι σήμερα χειμώνα - καλοκαίρι είναι το ίδιο, ούτε αυξάνει, ούτε λιγοστεύει

Ο ΓΕΡΟ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
(ΙΖ' αιώνας)

Το Γέρο - Δαμασκηνό μοναχό, διαδέχθηκε στην ξεροκαλύβα αυτή και κατά πάντα μιμήθηκε τη ζωή του, ό Γέρο - Χαράλαμπος, κι αυτός πολύ παλαιός ασκητής και ερημίτης. Έγινε Μοναχός και μαζί με τ' άλλα χαρίσματα πού κληρονόμησε από το Γέρο - Δαμασκηνό, είχε και το χάρισμα της μελέτης του θανάτου.

Μετά την προσευχή του Αποδείπνου, έμπαινε μέσα σε νεκρικό κρεβάτι και ξάπλωνε ακουμπώντας το κεφάλι του σε μια πέτρα αντί για μαξιλάρι. Και τότε άρχιζε να σκέπτεται και να ζωντανεύει την εικόνα του θανάτου. Σχημάτιζε το σώμα του, όπως οι πεθαμένοι, και έλεγε στον εαυτό του: Ταλαίπωρε Χαράλαμπε, τώρα πεθαίνεις, άκου! Χτυπάνε για σένα οι καμπάνες του Κυριακού, οί Πατέρες τώρα λένε: Πάει ό Γέρο - Χαράλαμπος πέθανε, δε θα μας ενοχλεί πια με την παρουσία του και τη φλυαρία του, ό Θεός να συγχωρέσει και να αναπαύσει την ψυχή του. Ναι! Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, αλλά συ ταλαίπωρε, Γέρο - Χαράλαμπε, τι θα κάνεις; Που θα πάς; Πώς θα παρουσιαστείς έτσι πού είσαι βρώμικος και ελεεινός στο Θεό, στο δίκαιο Κριτή, στο θρόνο του Θεού; τι έργα, τι καρπούς έχεις να του παρουσιάσεις; τι έκαμες σήμερα για το Θεό, για το συνάνθρωπο σου και για τον εαυτό σου; Άρα θα αξιωθείς να ιδείς τους αγίους Αγγέλους του Θεού; Τα θεία Αγγελικά Τάγματα, τις ουράνιες Ταξιαρχίες; τίς Ιεραρχίες των Αγίων, των Πατριαρχών, των Αποστόλων, των Προφητών, των Ιεραρχών, των Όσίων, των Οσιομαρτύρων ανδρών και γυναικών, τα διάφορα Τάγματα των Δικαίων, των Βασιλέων, των Ιερομαρτύρων, των Μαρτύρων και όλων των δοξασμένων δούλων του Θεού, των σεσωσμένων και αγιασμένων; Άρα θα αξιωθείς ταλαίπωρε και αμαρτωλέ να ιδείς την Παντοβασίλισσαν Μαριάμ, τη μητέρα του Θεού, Κυρία Θεοτόκο, την έφορο και Προστάτη του Αγίου τούτου Τόπου, την ιδιαίτερη και ακαταίσχυντη Προστασία των χριστιανών και μόνη παρηγοριά των αγιορειτών Μοναχών. Άρα θα μπορέσεις άθλιε, να περάσεις τα εναέρια Τελώνια των παμπόνηρων Δαιμόνων, τα όποια από τη λύσσα και τη μανία πού τα κατέχει, αλλά και την επιθυμία πού έχουν να γκρεμίζουν όλους τους ανθρώπους στην Κόλαση, θα θελήσουν και σένα να σ' εμποδίσουν και να σε γκρεμίσουν στην άβυσσο της γέεννας του πυρός. Άρα θα μπορέσεις να τους ξεφύγεις και να φθάσεις στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού και να αξιωθείς να προσκυνήσεις την Παναγία Τριάδα;

Αρα δε σε φοβίζει, Μοναχέ Χαράλαμπε, το ρητό της Αγίας Γραφής πού λέει: «Και ει ό δίκαιος μόλις σώζεται, ό ασεβής και αμαρτωλός που φανείτε;» (Α' Πέτρ. Δ' 18).

Μ' αυτές τις σκέψεις και τις θεωρίες πλημμύριζαν τα μάτια του δάκρυα κι έμενε ξάγρυπνος μέχρι το πρωί, πού αρχίναγε και πάλι ή προσευχή, ή εγκράτεια όλων των αισθήσεων και ή σκληρή άσκηση της καινούργιας ημέρας.

Με την καινούργια ήμερα έλεγε στον εαυτό του: «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αύτω Χριστώ τω Βασιλεί και Θεώ ημών», δηλαδή έλεγε σ' όλες τις αισθήσεις του: Στα χέρια, στα πόδια, στα μάτια, στα αυτιά, στη γλώσσα, στο νου, στην καρδιά και σ' όλες τις κινήσεις της ψυχής του, ελατέ όλα μαζί να προσκυνήσομε το Θεό και να προσπέσομε σ' αυτόν, και πάλι από την αρχή έλεγε, ότι αυτό πρέπει να γίνεται σε κάθε στιγμή, αν θέλεις ταλαίπωρε να σε συγχωρέσει και να σε δεχτεί ό Θεός, να παραβλέψει τα πταίσματα, τα πλημμελήματα κι όλα τα εγκλήματα που έχουμε κάνει στη ζωή μας.

Κατ' αυτόν τον τρόπο έζησε περίπου εξήντα χρόνια, στερημένα σχεδόν από κάθε υλική ανάπαυση και παρηγοριά. Σε μεγάλη ηλικία επήρε αυτόν ο Πανάγαθος Θεός στη βασιλεία των ουρανών στην αιώνια μακαριότητα.

Οι Πατέρες της Σκήτης, πένθησαν τη στέρηση ενός ζωντανού παραδείγματος, πού και σ' αυτούς ανανέωνε τη συνεχή μνήμη του θανάτου, ή οποία είναι το καλύτερο χαλινάρι πού μπορεί να συγκρατήσει τον άνθρωπο από τις αδυναμίες του και τα διάφορα πάθη.

Τέτοιοι Πατέρες, στο ύψος της αρετής αυτής ή σε μεγαλύτερα μέτρα θείας επιδόσεως και πνευματικής προκοπής είναι αναρίθμητοι. Κάθε ασκητική Καλύβα, κάθε ερημητήριο και Ιερό ησυχαστήριο, άλλα και πολλές σπηλιές, έχουν αναδείξει πολλούς Πατέρες αγωνιστές και Όσιους ισότιμους και εφάμιλλους των παλαιών Πατέρων της Παλαιστίνης, της Λιβύης και της Θηβαΐδος.
Προς τούτο, μας πείθει και ή τελευταία γενομένη αποκάλυψη στο Δίκαιο της Ιεράς ταύτης Σκήτης, όπως μας την αφηγηθεί ό ίδιος.


ΔΕΚΑ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΝΏΝΥΜΟΙ ΑΓΙΟΙ
 

Ό Κύριλλος Μοναχός, Γέροντας της Καλύβης «Τίμιος Σταυρός» των καλλιτεχνών αγιογράφων Ανανιαίων και Δίκαιος της Ιεράς Σκήτης της Άγιας Αννης, κατά το σωτήριον έτος 1977-78, μας διηγήθηκε ότι στις 20 του μηνός Σεπτεμβρίου 1977, ήρθε στο Κυριάκο - κεντρικός Ναός της Σκήτης - ένας Λιβανέζος χριστιανός ορθόδοξος, ό όποιος είπε ότι, λόγω της εμπόλεμης καταστάσεως στην πατρίδα του, ήταν πρόσφυγας κι έμενε στην πόλη Κανά της Γαλιλαίας.

Ό Λιβανέζος ζήτησε από το Δίκαιο Πατέρα Κύριλλο, να του δείξει το δρόμο πού οδηγεί στην κορυφή του Άθωνα. Ό Π. Κύριλλος πρόθυμα έδειξε το δρόμο που ζητούσε και ευλαβές αυτός προσκυνητής ξεκίνησε για την κορυφή, ή οποία φτάνει τα 2.030 μ. ύψος και επειδή χρειάζονται περισσότερο από 4 ώρες οδοιπορία, από την Αγιάννα μέχρι να φθάσει στην κορυφή, όπου υπάρχει και μικρό εκκλησάκι έπ' ονόματι της «Μεταμορφώσεως του Κυρίου», έπρεπε να φύγει πρωί.

Για το λόγο αυτό, ό Λιβανέζος έφυγε πολύ πρωί και το βραδάκι γύρισε πάλι στο «Κυριάκο» της Σκήτης, φιλοξενήθηκε και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία λειτουργία, ετοιμάστηκε για να φύγει, αλλά θυμήθηκε να ρωτήσει κάτι πού δεν μπόρεσε να καταλάβει και πού του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έτσι μπροστά και σε άλλους Πατέρες της Σκήτης, με τα λίγα σπασμένα Ελληνικά πού μιλούσε είπε, πώς όταν κατέβαινε από την κορυφή του Άθωνα, στην τοποθεσία πού λέγεται «Βαβύλα» εκεί πού αρχίζει ό πολύς κατήφορος, αισθάνθηκε υπερβολική κούραση και θέλησε λίγο να καθίσει να ξεκουραστεί. εκεί πού πήγε να βρει κατάλληλο μέρος, ξάφνου βλέπει μπροστά του ένα σπίτι από το όποιο βγήκαν δυο σεβάσμιοι μοναχοί οι οποίοι τον δέχθηκαν μέσα στο σπίτι και του πρόσφεραν σύκα νωπά φρέσκα και το κρύο νερό, έφαγε και ήπιε το κρύο νερό και όπως είπε, τόση γλύκα και νοστιμιά αισθάνθηκε πού δεν μπορούσε να την περιγράψει, αλλά και κατά περίεργο τρόπο όλη ή κούραση πού είχε, μετά από το κέρασμα, εξαφανίστηκε.

Μέσα στο Καλύβι αυτό είδε δέκα σεβάσμιους Μοναχούς, τους οποίους είδε να στηρίζονται, ό καθένας τους, πάνω σε μια γυριστή στη μέση μονόξυλη μαγκούρα και με το κομποσχοίνι στο χέρι όλοι να προσεύχονται.

Τους ρώτησε, πόσον καιρό έχουν πού μένουν εκεί; Κι αυτοί του απάντησαν πώς έχουν πάρα πολλά χρόνια, και δεν κάνουν σχεδόν καμιά άλλη εργασία, παρά μόνον προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Αυτό κίνησε την περιέργεια του Λιβανέζου, κι όταν έφυγε σ' όλο το δρόμο, όπως έλεγε, σκέφτονταν αυτό πού του είπαν ότι έχουν πολλά χρόνια εκεί προσευχόμενοι , ενώ ή ηλικία τους δεν έδειχνε να είναι και πολύ μεγάλη και για αυτό ρωτούσε το Δίκαιο και τους Πατέρες; Πώς του είπαν αυτοί οί Μοναχοί πού φαίνονταν να είναι της ίδιας ηλικίας, ασκητεύουν πάρα πολλά χρόνια εκεί;

Ό Δίκαιος Πατήρ Κύριλλος, και οί άλλοι Πατέρες της Σκήτης έμειναν έκθαμβοι και κατάπληκτοι, από την αποκάλυψη αυτή, πού προφανώς ό Πανάγαθος Θεός «κρίμασιν οις Αυτός οίδε» έδειξε στο Λιβανέζο, διότι όλοι γνωρίζουν, πώς στο μέρος εκείνο δεν υπάρχει ούτε σπίτι, ούτε Μοναχοί να μένουν εκεί κοντά στην περιοχή αυτή.
Τότε όλοι μ' ένα στόμα και μια καρδιά δόξασαν το Θεό και είπαν στον ξένο ευλαβή προσκυνητή : «Αδελφέ, δώσε δόξα και ευχαριστία στο μεγαλοδύναμο και παντοδύναμο Κύριο και Θεό μας, πού σε αξίωσε να ιδείς εκλεκτούς δούλους και Αγίους Του, διότι αυτούς πού είδες εσύ χθες δεν ήσαν Μοναχοί, άλλα ήσαν Άγιοι και Όσιοι Πατέρες του Όρους, τους οποίους κανείς από μας δεν αξιώθηκε να δει, αλλά κατά καιρούς έχουν φανερωθεί σε μερικούς ευλαβείς Μοναχούς και σε καλούς και ευλαβείς χριστιανούς προσκυνητές, ένας από τους οποίους φαίνεται πώς θα είσαι και συ ! !
Ό Λιβανέζος αναχώρησε ευλογών και δοξάζων τον Θεόν, τον «θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Αυτού».


Ο ΓΕΡΩΝ ΑΒΕΡΚΙΟΣ

Το έτος 1880 ήρθε από το Μοναστήρι της Νάξου ό Γέρων Αβέρκιος Μοναχός, ό όποιος έζησε με άσκηση και εγκράτεια, έδειξε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και καρτερικότητα στον πόλεμο της σάρκας και του Διαβόλου. Έμενε στη σπηλιά της Νέας Σκήτης και επειδή είχε σύντροφο τη μακαριά απλότητα και θερμή πίστη στο Θεό, έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής και ταπεινώσεως. Κατά καιρούς έδειξε σημεία, από τα όποια φαίνεται πώς είχε μεγάλη παρρησία στο Θεό.

Σαν ανταμοιβή της θερμής πίστεως και των πολλών του κόπων, είχε λάβει από τον Πανάγαθο Θεό πολλά χαρίσματα όπως είναι το «διορατικό», το «προορατικό», αλλά και με το προφητικό ακόμη χάρισμα ήταν πλουτισμένος. Με τα χαρίσματα αυτά έβλεπε και πρόλεγε υπερφυσικά πράγματα:

α) Σε μια αγρυπνία πού είχαν οι Πατέρες στο Κυριάκο της Σκήτης, κατά την ώρα της θείας λειτουργίας μπήκε στο ιερό. Ό εφημέριος του έλεγε τι θέλεις εδώ, Γέρο - Αβέρκιε; Αυτός δεν είπε τίποτε στον εφημέριο, αλλά πλησίαζε στην αγία Τράπεζα οπού έβλεπε το Δεσπότη Χριστό να του κάνει νόημα με το χέρι να πλησιάσει. Κι όταν πήγε κοντά του έδειξε πώς είναι γραμμένο το όνομα του στη «Βίβλο της Ζωής» και του είπε ότι πρέπει περισσότερο να αγρυπνεί και να προσεύχεται.
β) Όταν για πρώτη φορά είδε, ό Γέρο - Αβέρκιος, το Νεόφυτο νέο Καλογέρι του είπε πώς, σύντομα θα γινόταν παπάς, και πράγματι υστέρα από λίγα χρόνια χειροτονήθηκε Διάκονος και την άλλη μέρα πρεσβύτερος και σε νόμιμη ηλικία προχειρίστηκε Πνευματικός.
γ) Μέσα από το ασκητήριο του, πού συνέχεια και αδιάλειπτα προσεύχονταν, είδε στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, να μπαίνουν πλήθος Δαίμονες από τον Πύργο του Μοναστηρίου και να φθάνουν μέχρι τον ξενώνα, το λεγόμενο «Αρχονταρίκι» και μετά από 20 μέρες, από το φαινόμενο αυτό, πήρε φωτιά το Μοναστήρι, από το μέρος εκείνο του Πύργου, και έφτασε ή φωτιά μέχρι κει πού πήγαν οί Δαίμονες, κάηκε όλο το μέρος εκείνο.
δ) Με το «διορατικό» χάρισμα πού είχε, όταν πήγαιναν οι Πατέρες να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Σωτήρος Χριστού, διέκρινε τον καθένα άπ' αυτούς σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και ανάλογα με τα φαινόμενα, άλλοτε λυπόταν και άλλοτε χαίρονταν.
ε) Πολλές φορές, στο Κυριάκο της Αγίας Αννης και στο Κυριάκο της Νέας Σκήτης, έβλεπε νοερός τους Πατέρες να είναι μαζεμένοι, λαμπροφορεμένοι και οι Ιερωμένοι να λάμπουν με τις στολές τους και όλους εκείνους να τους σκεπάζει φωτεινή νεφέλη και δόξα Κυρίου ανεκδιήγητη. έβλεπε δε και άλλους Καλογήρους πού δεν πήγαιναν και δεν ακολουθούσαν το Κυριάκο της Σκήτης, αλλά κάνανε παρασυναγωγές και χώριζαν από τους άλλους Πατέρες. Αυτούς τους έβλεπε να σκαρφαλώνουν πάνω στα βράχια σαν τα κατσίκια χωρίς ποιμένα, να πηγαίνουν από το Κυριάκο και κάτω μέχρι τη θάλασσα και τελικά να φεύγουν για τον κόσμο και σε διάφορες άλλες κατευθύνσεις.
στ) Όταν για πρώτη φορά είδε ανηρτημένη, στο Κυριάκο, τη φωτογραφία της Ελληνικής βασιλικής οικογένειας και ενώ Βασιλιάς ήταν ό Κωνσταντίνος, ό Γέρο - Αβέρκιος, έδειχνε στους Πατέρες της Σκήτης και έλεγε ότι Βασιλιάς θα γίνει ό Αλέξανδρος. Προείπε πώς ό Κωνσταντίνος θα εξοριστεί και ενώ θα έπρεπε αντί να βασιλεύσουν τα μεγαλύτερα παιδιά του : Ό Γεώργιος ή ό Παύλος, αυτός έδειχνε τον ' Αλέξανδρο. Πράγμα πού έγινε μετά από λίγα χρόνια, διότι ό Ελευθέριος Βενιζέλος έκαμε βασιλιά του Ελληνικού Κράτους τον Αλέξανδρο.

Τέλος όταν το 1934 κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, φανερώθηκε σε δράμα, στον επίσης πνευματικά καλλιεργημένο αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Σπετσέρη, πού έμενε κι αυτός στη Νέα Σκήτη, πώς ήταν μέσα σε περιβόλι με πολλά δέντρα, άπειρα φρούτα και διάφορα λουλούδια.

Ό πατήρ Ιωακείμ, ρώτησε το Γέρο - Αβέρκιο, τίνος είναι πάτερ αυτός ό κήπος; Και ό Γέρο - Αβέρκιος του απήντησε: «Όπως βλέπεις είναι δικός μου, μου τον χάρισε ό Δεσπότης Χριστός, ό ουράνιος πατέρας και Θεός».
 


ΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ

Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της ίδιας Σκήτης, ασκητικά ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι όποιοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τα ονόματα: Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος και Μακάριος.

Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Μοναχισμού.

Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη ή πρώτη ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα πού με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ό Διάβολος, άρχισαν να κάνει ό καθένας ότι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον.

Έτσι μπήκε ανάμεσα τους, χωρίς να το καταλάβουν, ή ψύχρα, ακολούθησε γκρίνια και φιλονικίες, οι όποιες καταλήγανε σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα κτυπήματα τόσο, πού ό ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ότι άλλο μπορούσε του άλλου αδελφού, ώσπου να, τον υποτάξει στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ό μικρός το μεγάλο, ούτε ό μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.

Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζοντας σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ήμερα και να μην ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να καυγαδίζουν και να κτυπιόνται, Όποιος από τους γείτονες ή τους άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει ή να μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δε μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια αυτά.

Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, πού τα πέντε αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές τους και λέγανε: «Οί ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται».

Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και, από τ' αδέρφια αυτά δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στη Καλύβα τους επικρατούσε άκρα σιγή.

Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο πού δεν άκουγαν να μαλώνουν, άλλα κανείς δεν τολμούσε να πάει για να ιδεί τι συμβαίνει.

Την τρίτη προς την τέταρτη ημέρα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάζεται ή Αγία Άννα και του είπε: «Πηγαίνετε με τους Πατέρες να θάψετε, με δόξες και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, πού για την αγάπη του Κυρίου γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του Διαβόλου μαλώνανε χωρίς αιτία και παρά τη θέληση τους, το βράδυ όμως κάθε ήμερα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ό ένας τον άλλον και δε βάστηξε ποτέ ή κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ήμερα, διότι εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό πού λέγει: «Μη έπιδυέτω ό ήλιος επί τω παροργισμό υμών, οργίζεστε, και μη αμαρτάνετε» (Έφεσ. Δ' 24).

Ό Δίκαιος - πρόεδρος της Σκήτης - άμα άκουσε αυτά από την Αγιάννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε γεροντική Σύναξη και πήγαν όλοι στην Καλύβα, πού ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν την πόρτα ανοιχτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση πού βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην εκκλησία και τους πέντε πεθαμένους να εκπέμπουν άρρητη ευωδιά και έπληρώθη σ' αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής πού λέγει «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε... και όπου εύρώ σε εκεί και κρίνω σε» (Ματθ. Ζ' 1,2).

Τότε όλοι οί Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματα τους στο Κοινό Κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, πού με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων.