Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ  








Ο υπερήφανος δεν μετανοεί


Στα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, στην Καλύβα «Γέννησις του Χριστού» με εγκράτεια και άσκηση ζούσε ο Μοναχός Ιλαρίων, σαν υποτακτικός στην Συνοδεία του Γέροντος Αρτεμίου και Παντελεήμονος Μοναχού.

Ο Μοναχός Ιλαρίων είχε ευστροφία και ετοιμότητα στο μυαλό, ήταν εγκρατής και άκρως ασκητικός, είχε πολύ μελέτη στα Πατερικά βιβλία, έκανε τον Κανόνα του ανελλιπώς και απέφευγε τις συναντήσεις και συναναστροφές με τους άλλους ερημίτες Μοναχούς.

Σιγά, σιγά και χωρίς ο ίδιος να το καταλάβει πίστεψε στην ιδέα και στο λογισμό του, ότι αυτός σαν έξυπνος και μελετηρός που ήταν, δεν είχε ανάγκη από τις συμβουλές των Πατέρων και γι' αυτό τους απέφευγε.

Οι Πατέρες τον εκτιμούσαν για την εξυπνάδα του αυτή και τον θεωρούσαν, σαν μεγάλο εργάτη της αρετής και πραγματικά ήταν περιβόητος από όλους και φημισμένος σαν ενάρετος Μοναχός.

Εκεί κοντά, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου» έμενε και με πραγματική ασκητική ζωή, αγωνίζονταν και ο πνευματικός και εξομολόγος Παπα - Ιγνάτιος, με τους επίσης ασκητικούς αδελφούς και υποτακτικούς του, Πατέρα Νεόφυτο και Παπα - Ιγνάτιο τον νεώτερον.

Ο Πνευματικός Παπα - Ιγνάτιος παρακολουθούσε, από μακριά βέβαια, με πραγματικό πνευματικό ενδιαφέρον, τη ζωή του ερημίτη και ασκητή μοναχού Ιλαρίωνα, και μια μέρα που πήγε να τον επισκεφθεί άκουσε από έξω από το Καλύβι του να λέει ο Π. Ιλαρίων τα ρητά της αγίας Γραφής: «Τίς ό ανιστάμενός μοι, αντιστήσω μοι άμα», έλεγε και ξανάλεγε φωναχτά τα λόγια αυτά πολλές φορές.

Ο πνευματικός νόμισε πώς ο Π. Ιλαρίων μιλούσε με κανένα επισκέπτη αδελφό, ή κανένα γείτονα και γύρισε να φύγει. Τότε άκουσε πάλι τον Π. Ιλαρίωνα να λέει τα ίδια λόγια δυνατά και κτυπούσε τα πόδια του στο πάτωμα, χωρίς να παίρνει απάντηση από άλλον αδελφό. Έτσι κατάλαβε ότι κάτι το ιδιαίτερο θα συμβαίνει στον αδελφό και εξαναγκάστηκε να χτυπήσει την πόρτα του γείτονα του και αφού είπε το «Δι' ευχών των αγίων πατέρων...» και περίμενε λίγο να ακούσει «Αμήν», αλλά αντί για απάντηση άκουσε να του λέει ο Μοναχός Ιλαρίων «όποιος κι αν είσαι έλα μέσα δεν φοβάμαι κανέναν».

Ο Πνευματικός Παπα - Ιγνάτιος τότε έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα, φαίνεται έλειπαν οι άλλοι αδελφοί και ήταν ο Π. Ιλαρίων μόνος του, και υποδέχθηκε τον πνευματικό με τα ίδια λόγια: «Τίς ό ανιστάμενός μοι αντιστήσω μοι άμα».
Ο πνευματικός κατάλαβε ότι πρόκειται για σατανική πλάνη και εωσφορική υπερηφάνεια, οπότε με επιτακτικό ύφος του είπε: «Και ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ που λες τέτοια πράγματα και φοβερίζεις;»

Ο Μοναχός Ιλαρίων, προφανώς υπό την επήρεια του Σατανά βρισκόμενος, με στόμφο και αγριεμένη όψη, αλλά και με πολλή αυθάδεια στον πνευματικό είπε: «Εγώ είμαι η υπερηφάνεια» και σε ερώτηση του Πνευματικού: «Τι είναι και Τι θα πει υπερηφάνεια;» ο ταλαίπωρος εκείνος Μοναχός ή μάλλον ο δαίμονας πιεζόμενος από την αρετή και ταπείνωση του Πνευματικού, απάντησε και είπε: «Υπερηφάνεια είναι νους αμεταμέλητος» δηλαδή νους αμετανόητος και αδιόρθωτος.

Ο Πνευματικός μετά από την απόκριση αυτή του δαιμονισμένου και φαντασμένου εκείνου μοναχού, άρχισε να κλαίει, να εξορκίζει τον δαίμονα και να παρακαλεί τον Μοναχό να εξομολογηθεί, να ταπεινωθεί και να μετανοήσει.

Ο ταλαίπωρος εκείνος Μοναχός Ιλαρίων, δεν δέχονταν καμία συμβουλή από τον πνευματικό, ο οποίος με πολύ πόνο στην καρδιά και λύπη αφόρητη για την φοβερή εκείνη πλάνη του αδελφού Ιλαρίωνα, είπε τα λόγια αυτά της αγίας Γραφής: «Ανήρ ασύμβουλος καθ' εαυτού πολέμιος» (Σοφ. Σολομώντος) Αλίμονο δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι και μάλιστα οι Μοναχοί ότι η σωτηρία γίνεται εν πολλή βουλή, δηλαδή όπως λέγει και ο άγιος Ηλίας ο Μηνιάτης «ήγουν σωτηρία γίνεται εν πολλή συμβουλή».

Όταν είπε αυτά ο Πνευματικός έφυγε βαθύτατα συγκινημένος και λυπημένος και άρχισε να κάνει θερμή προσευχή στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό να λυπηθεί το πλάσμα των χειρών Του, να συγχωρέσει τον αδελφό Ιλαρίωνα και να του χαρίσει μετάνοια και ψυχική σωτηρία.

Ύστερα από αυτό με ενέργειες του Πνευματικού Παπα - Ιγνάτιου, πήγαν τον αδελφόν αυτόν στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρα, που έχουν το χέρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, για να θεραπευθεί, επειδή η Αγία αυτή έχει το χάρισμα να βγάνει τα δαιμόνια.
Εκεί οι Πατέρες με πολλές παρακλήσεις και θείες Λειτουργίες και ακατάπαυστη προσευχή, βοήθησαν τον αδελφό Ιλαρίωνα, ο οποίος μετανοιωμένος και κάπως διορθωμένος κοιμήθηκε στο Μοναστήρι αυτό το 1955 σωτήριο έτος
 


Στη Νέα Σκήτη αγιάσανε Μητροπολίτες και επίσκοποι

Η ιερά Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου, καθώς μου διηγήθηκαν οι κάτοικοι αυτής, Μοναχοί ευλαβείς και άγιοι Πατέρες, κατά καιρούς έχει κρύψει στους κόλπους της, στις ασκητικές Καλύβες και τα ησυχαστήρια της, πολλούς Μητροπολίτες, επισκόπους και αρχιεπισκόπους, οι οποίοι, εκτός από τον αναφερόμενο στον Α' τόμο του «Γεροντικού» μας, επίσκοπο Ευβοίας Θεοφάνη (βλέπε σελ. 31), είναι και οι:

1) Ο Μητροπολίτης Λακεδαίμονος Θεοφάνης, ο οποίος ασκητικά και με κάθε είδος αρετής κεκοσμημένος, έζησε στην ασκητική Καλύβα «Ζωοδόχος Πηγή» με πολλή αυταπάρνηση και ταπείνωση σαν απλός Μοναχός, στην υπακοή και στη θερμή και αδιάλειπτη προσευχή. Αξιώθηκε δε μακαριστού τέλους και παρέδωσε την μακαρία του ψυχή, στα χέρια του Σωτήρος του κόσμου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά το σωτήριον έτος 1805. Δυστυχώς δεν διασώθηκαν άλλα στοιχεία από την ευλογημένη και μακαρία ζωή του.

2) Ο Μητροπολίτης Ραψάνης Βησσαρίων, ο οποίος άφησε κάθε ανθρώπινη δόξα και τα αξιώματα του ματαίου τούτου κόσμου και με ειλικρινή μετάνοια, με επίγνωση και συντριβή της καρδιάς του, έγινε ζωντανό πρότυπο αρετής και παράδειγμα μιμήσεως της αγίας ζωής του ανάμεσα στους Πατέρες και αδερφούς της Ιεράς αυτής Νέας Σκήτης.
Για την αρετή του αυτή τον αξίωσε ο Κύριος να αφήση την τελευταία του πνοή στον έχοντα εξουσίαν ζωής και θανάτου Κύριον και Θεόν ημών, στην Ιεράν αυτή Σκήτη, από την ασκητική Καλύβα από την οποία, σαν Ιερό πορθμείο, περαιώθη στη βασιλεία των ουρανών και κατετάγη στα Τάγματα των Οσίων και Θεοφόρων Αγιορειτών Πατέρων ημών.

3) Ο Επίσκοπος Χαλεπίου Γεράσιμος, του οποίου πόθησε η ψυχή, να τελειώσει το δρόμο της ενάρετης ζωής και πολιτείας του, στο Ιερό Περιβόλι της Παναγίας Θεοτόκου, στο Άγιον Όρος. Τον αξίωσε δε ο Κύριος της δόξης και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, να ησυχάσει για πολλά χρόνια, σε μια από τις ερημικές ασκητικές Καλύβες της Νέας Σκήτης, από την οποία κι αυτός σαν πουλάκι με δόξα Θεού, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια και τον πήρε εκεί να δοξάζει αιώνια τον Τρισυπόστατο Θεό με τους Αγγέλους και όλους τους Αγίους.

4) Ο Επίσκοπος Μεσολογγίου Αθανάσιος, ο οποίος, αφού πολλές ψυχές πιστών και ευσεβών χριστιανών, με το υπόδειγμα της ενάρετης ζωής και πολιτείας του και την θεοφώτιστη διδασκαλία του, κατεύθυνε στο θέλημα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και πολλά χρόνια εργάστηκε, σαν ευλαβής ιεράρχης στον αμπελώνα του Κυρίου, από τον οποίο και στον οποίο προσέφερε «πεπήρους όρπηκας» στην αγία Εκκλησία Του, προς το τέλος της ζωής του, πεθύμησε να γευθεί το μέλι της ησυχίας.
Έτσι υστέρα από θερμή προσευχή, η Κυρία Θεοτόκος τον αξίωσε μακαρίου και οσιακού τέλους και να συναριθμηθεί με τους οσίους Αγιορείτες Πατέρες, κατόπιν πολλής δοκιμασίας με ανεξάντλητη υπομονή, σε μια από τίς ερημικές Καλύβες της ιεράς ταύτης Νέας Σκήτης του Αγίου Παύλου.
Ο μακαριστός Επίσκοπος αυτός Αθανάσιος, έλαβε μέρος στη επί των ημερών του αναφυέν ζήτημα των Κολλυβάδων, ο οποίος με καλή θέληση υποστήριξε και έδωσε την καλή και ψυχοσωτήρια λύση του προβλήματος και έτσι είναι κι αυτός ένας από τους αγωνιστές τους λεγόμενους Κολλυβάδες.

5) Ο από φιλοσόφων επίσκοπος Κύριλλος, σεμνοπρεπής, ταπεινός και πολύ ενάρετος ιεράρχης, ο οποίος με τη χάρη του θεού κατέλυσε τον βίον και παρέδωσε την μακαρία του ψυχή όπως και οι προαναφερθέντες κι αυτός στην Ιερά Νέα Σκήτη, γενόμενος υπόδειγμα καλοσύνης και χαρμονής, διότι, ως μου είπαν οι Πατέρες, ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Εκτιμούσε δε όλους τους Πατέρες της Σκήτης και φέρονταν προς όλους, μικρούς και μεγάλους με πολύ σεβασμό, ευλάβεια και αδελφική αγάπη.
Από τις αρετές του αυτές έγινε αξιαγάπητος σε όλους τους πατέρες, οι οποίοι προσέβλεπαν στο πρόσωπο του θεϊκή χάρη να ακτινοβολεί και του φέρονταν με βαθιά εκτίμηση και πολύ σεβασμό. Αλλά και ο Θεός του επεφύλαξε ωραίο οσιακό τέλος, σαν προκαταβολή της αιώνιας ανταμοιβής στην βασιλεία των ουρανών.

6) Ο Επίσκοπος Νάξου Νικόδημος, ο οποίος από την μελέτη των συγγραμμάτων του οσιότατου διδασκάλου και συμπολίτου, αγίου Νικόδημου επηρεασθείς, παρακινήθηκε και ζήλων εζήλωσε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του, στην Καλογερική ζωή. Αγάπησε την ησυχία και θέλησε να ζήσει στην αφάνεια, σαν απλός μοναχός. Την επιθυμία του αυτή, τον αξίωσε ο Θεός να πραγματοποιήσει και με την προσήλωσή του σ' αυτήν να πύκνωσει τις φάλαγγες των Οσίων αγιορειτών Πατέρων και μοναχών.
Προσήλθε και υποτάχθηκε σε έναν ευλαβή και ενάρετο Γέροντα, στην Ιερά αυτή Νέα Σκήτη, όπου και τον βίον κατέλυσε, στην μακαρία υπακοή, με υπερβολική ταπείνωση, από την οποία αξιώθηκε να φτάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και ναι μεν φαινότανε σαν άσημος Μοναχός, αλλά ήταν πλουτισμένος με ουράνια χαρίσματα και έτυχε μακαρίου τέλους.

7) Ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου Θεοδόσιος, από την ενάρετη ζωή και ουράνια διδασκαλία των αγιορειτών Πατέρων, των λεγομένων «Κολλυβάδων» παραδειγματισθείς αγάπησε την ησυχία της Καλογερικής ζωής.
Τους «Κολλυβάδες» γνώρισε στην επαρχία της Μητροπόλεως του, που σαν εξόριστοι από το Άγιον Όρος βρίσκονταν στην ιερά αρχιεπισκοπή του. Από την διδαχή και το ταπεινό του φρονήματός τους, παρακινήθηκε να έλθει κι αυτός στο Άγιον Όρος.
Αφού περιηγήθηκε ολόκληρο το Περιβόλι της Παναγίας, για μόνιμη και σαν τελευταία κατοικία του, διάλεξε μια από τις πιο ασκητικές Καλύβες της Ιεράς Νέας Σκήτης, οι Πατέρες της οποίας διακρίνονταν για την αγάπη, την ταπείνωση και τον αλληλοσεβασμό που είχαν αναμεταξύ τους και προς όλους.

Έτσι, από τη Σκήτη αυτή, άφησε τα επίγεια και σαν υψιπετής αετός, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια, με θερμή την πίστη και την ελπίδα, για την απόλαυση των μελλόντων αιωνίων αγαθών, να χαίρεται με τα Αγγελικά, τα Αρχιερατικά και τα Οσιακά Τάγματα των Αγιορειτών Πατέρων και να δοξολογεί αιώνια, τον αιώνιο και μόνον αληθινό Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.

Αυτοί οι Αρχιερείς της Ελλαδικής Εκκλησίας μας, από τους οποίους πλήθος μέγα και αναρίθμητο, προτίμησε να παραδώσει το πνεύμα και την μακαρία τους ψυχή «εις χείρας Θεού ζώντος», από το Περιβόλι της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος, από τους οποίους ένα πολύ μικρό και ελάχιστο μέρος αναφέραμε, οι οποίοι σαν καλοί και γνήσιοι ποιμένες του Αρχιποίμενος Δεσπότου Χρίστου, κατόπιν πολλού και σκληρού αγώνα, που κατέβαλλαν στην επαρχία και Μητρόπολή τους, διάλεγαν, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους, το Περιβόλι της Παναγίας σαν Ιερό πορθμείο και προτιμούσαν το Άγιον Όρος από τις επαύλεις της Κηφισιάς, της Εκάλης, του Ψυχικού της Αττικής ή του Πανοράματος και της Ελβετίας της Θεσσαλονίκης και σε αλλά εξοχικά μέρη της Ελλάδος.

Διότι εκείνοι οι μακαρίτες επιθυμούσαν, όπως είδαμε, να βρουν ηρεμία σώματος και ψυχική γαλήνη. Έτσι από τον δέκατο ή και ένατο ακόμη αιώνα, εκ του λόγου τούτου, έβριθε το Άγιον Όρος από σχολάζοντας και αφησυχάζοντες Πατριάρχες και Αρχιερείς, καθώς μαρτυρούν οι τάφοι των που σώζονται μέχρι σήμερα σαν αληθινά τεκμήρια της ιεράς των επιθυμίας για την αιώνια ζωή και μακαριότητα.

Οι Μοναχοί στις διάφορες Ιερές Μονές του Αγίου Όρους με σεβασμό και ευλάβεια, δείχνουν στους ευλαβείς επισκέπτες και προσκυνητές, τους ιερούς τάφους και τα κτίρια, τις εκκλησίες, τους πύργους και ολόκληρες πτέρυγες, τις οποίες με δικά τους οικονομικά μέσα ανοικοδόμησαν οι αρχιερείς αυτοί.

Έτσι ήταν οι πραγματικοί ενάρετοι και ευσεβείς εκείνοι αρχιερείς και ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού, οι οποίοι με τη χάρη του Θεού, νίκησαν τα τρία μεγάλα και τρομερά πάθη, που πολεμούν κάθε άνθρωπο, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, την φιλοδοξία, την φιλαργυρία και την φιληδονία και αντιστάθηκαν στα κύματα των διαφόρων αιρέσεων και με θάρρος και σοφία κατεπολέμησαν αυτά, φυλάξαντες σαν κόρη οφθαλμού την Ορθοδοξία, για την οποία, πολλοί άπ' αυτούς θυσίασαν τους θρόνους των και έχυσαν κι αυτό το αίμα τους, δώσαντες και την ζωή τους ακόμη, αυτοί ήσαν οι αληθινοί ποιμένες του Δεσπότου Χρίστου.

Έτσι, αξιώθηκαν σαν αντιμίσθια να δοξάζονται αιώνια παρά του Θεού, αλλά και μέχρι σήμερα και εις τους ατελεύτητους αιώνες, θα τιμώνται και σαν άγιοι ομολογηταί και ιερομάρτυρες, θα προσκυνούνται από τους πιστούς και το χριστεπώνυμο πλήρωμα όλου του κόσμου.

Έδειξε Ιώβειο υπομονή
Στην ίδια ιερά Νέα Σκήτη, ο Μοναχός Νικόλαος, που στις ημέρες μας έζησε και ασκητικά αγωνίστηκε στην Καλύβα του «Αγίου Νικολάου» πολλά χρόνια, σχεδόν από νεαρή ηλικία προσήλθε στην Καλογερική ζωή και με άκρα υπακοή και ταπείνωση, πέρασε τα χρόνια της ακμής που έχει ο άνθρωπος στην νεότητα του, κατά την οποία σκληρά δοκιμάστηκε από την φύση και από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς πειρασμούς.

Έτσι και ο Γερο - Νικόλαος πολύ σκληρά δοκιμάστηκε σ' όλη του την ζωή, κι όταν ήρθαν τα γεράματα, τότε βαριά αρρώστησε και υπέφερε από δριμύς πόνους. Τον φρόντιζε δε και περιποιούνταν ο Γέροντας του Χρυσόστομος, ο οποίος ήταν και κατά σάρκα αδερφός του. Αλλά και πολλοί Πατέρες και αδελφοί της Σκήτης πήγαιναν συχνά και τον επισκέπτονταν.

Αυτός ο ευλογημένος, από την πολλή αυταπάρνηση και ατημέλεια που είχε στον εαυτό του, σαν έπεσε κατάκοιτος έπιασε σκουλήκια, τα οποία του έτρωγαν τις σάρκες και για να τιμωρήσει αυτός τον εαυτό του περισσότερο δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν.

Κατάντησε να τον φάνε, κυρίως την μέση, τους μηρούς και την κοιλιά του, διότι ήταν τόσα πολλά σκουλήκια κι αυτός πονούσε αφόρητα. Αλλά για την αγάπη του Χριστού άφ' ενός και για να δοκιμάσει, πώς θα είναι τα σκουλήκια στην αιώνια Κόλαση άφ' ετέρου, έκανε υπομονή τους πόνους και μόνο όταν έγινε φανερό το πράγμα, όταν δηλαδή πήγαν να τον αλλάξουν (ομολόγησε ότι, ήθελε να δοκιμάσει την αντοχή του στους πόνους και έλεγε: «Ο δίκαιος εκείνος Ιώβ, που δεν είχε κάνει αμαρτίες, πώς ολόκληρα χρόνια έκανε υπομονή;» και γι' αυτό ούτε στον Γέροντα του δεν είπε τίποτε φοβούμενος μήπως και χάσει τον μισθό της δοκιμασίας από τον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος παρεχώρησε για να αρρωστήσει.

Έτσι με τα σκουλήκια που δεν δέχθηκε να τα καθαρίσουν, πέρασε τρία χρόνια, οπόταν υπέκυψε και λίγη| ώρα πριν να παραδώσει την μακαρία του ψυχή, με την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με» στο στόμα και αφού είπε σ' όλους τους παριστάμενους εκεί: «Πατέρες και αδελφοί, συγχωρέσατε με και ο Θεός να σας συγχωρέσει και να ελεήσει τον κόσμο Του» παρέδωσε το πνεύμα, και καθώς ομολόγησαν οι Πατέρες που ήταν παρόντες εκεί τις τελευταίες εκείνες στιγμές, αλλά και ο Γέροντας του Χρυσόστομος, το πρόσωπο του γενναίου αυτού αθλητή και μάρτυρα Νικολάου Μοναχού, έλαμψε όπως ο ήλιος, προς δόξαν Θεού, που παρέλαβε την ψυχή του και για παραδειγματισμό και μίμηση σε μας τους επιγενόμενους Μοναχούς.
 


Παραμελούσε τον κανόνα του

O Πάτερ Δαμασκηνός, από την έρημο του Αγιοβασίλη, Γέροντας της ασκητικής Καλύβης «Εισόδια της Θεοτόκου» είχε την καλοσύνη, προς οικοδομήν των αδελφών, να μου διηγηθεί το ακόλουθο γεγονός:

Στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων και συγκεκριμένα στην Καλύβη «Τρεις Ιεράρχαι» ο Γέροντας της Καλύβης αυτής Γρηγόριος, ο λεγόμενος «Καρότσας» είχε έναν από τους υποτακτικούς του άρρωστο.

Ο Μοναχός αυτός ήταν λίγο αμελής στα καλογερικά του καθήκοντα και πολλές φορές παραμελούσε και την ατομική του προσευχή — τον λεγόμενο Κανόνα — τις ορισμένες εδαφιαίες μετάνοιες 100 -300 το 24ωρο και 6-12 κομβοσχοίνια. Αλλά και την υπακοή του πολλές φορές με περιφρόνηση έκανε και τελικά ήταν λίγο-πολύ περιφρονητής.

Ο Γέρο - Γρηγόρης πολλές φορές συμβούλευε τον υποτακτικό του αυτόν και έκανε μεγάλη υπομονή περιμένοντας την μετάνοια και διόρθωσή του Μονάχου αυτού, αλλά όσο ο καιρός περνούσε τόσο και χειροτέρευε η κατάστασή του.

Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο υποτακτικός αυτός έπεσε στο κρεββάτι του πόνου βαρειά άρρωστος και έφτασε μέχρι τα πρόθυρα του θανάτου. Επί πολλές ημέρες ξεψυχούσε, αλλά η ψυχή του δεν έβγαινε.

Ο Γέρο - Γρηγόρης τότε κάλεσε τον γιατρό Γέροντα Νικόλαο Μοναχό και αδελφό της Ιεράς Μονής του Γρηγορίου.

Ο γιατρός, μόλις εξέτασε τον ασθενή είδε πώς η αρρώστεια του δεν προέρχονταν από φυσιολογική αιτία και αφού πληροφορήθηκε και έμαθε γενικά για την ζωή του Μονάχου αυτού, σαν γιατρός και περισσότερο έμπειρος στα πνευματικά προβλήματα των Μοναχών, διότι ήταν ενάρετος Μοναχός ο γιατρός, και πνευματικός άνθρωπος, (είχε την τιμή και την ευκαιρία να τον γνωρίσει πολύ καλά και ο γράφων τις γρμμές αυτές), είπε στον Γέρο - Γρηγόρη: «Γέροντα μου, νομίζω οτι εμπόδιο για να παραδώσει ο αδελφός το πνεύμα του— να ξεψυχήσει Μοναχός αυτός, στις καλογερικές υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του, και κυρίως το χρέος που έχει για τον πνευματικό του κανόνα. Επομένως έχω την γνώμη, πώς αν βρεθεί κανένας αδελφός από σας, να αναλάβει την υποχρέωση και να εξοφλήσει τον κανόνα του — τίς μετάνοιες και τα κομβοσχοίνια — πιστεύω οτι θα τον ελευθερώσει ο Θεός από τον αγώνα και την αγωνία που έχει τώρα για να ξεψυχήσει».

Τότε ο Γέρο - Γρηγόρης, σαν πνευματικός πατέρας που ήταν του Μονάχου αυτού και εγγυητής για την πνευματική του ζωή, συγκινημένος πολύ γονάτισε μπροστά σε όλους και με πολύ ταπείνωση και συντριβή καρδιάς, είπε και έδωσε υπόσχεση στο Θεό και ανέλαβε την υποχρέωση να κάνει αυτός τον κανόνα του Μονάχου αυτού και τίς τυχόν ελλείψεις που είχε σαν Μοναχός ο ψυχορραγών υποτακτικός του.

Μόλις ο Γέρο - Γρηγόρης πρόφερε τα λόγια αυτά, αμέσως ο ασθενής παρέδωσε το πνεύμα και ξεψύχησε ήρεμα και με πολύ γαλήνη μπροστά στο γιατρό και όλους τους αδελφούς.

Από το γεγονός αυτό πού ελαβε χώρα κατά το έτος 1935 - 36 μαθαίνουμε οτι και οι γονείς των παιδιών είτε κατά σάρκα ή κατά πνεύμα τοιούτοι είναι, συμμετέχουν και αυτοί στις πράξεις των, είτε καλές ή κακές αν είναι αυτές. Και έχουν ανάλογη ευθύνη απέναντι Θεού και ανθρώπων ακόμη, διότι είναι άμεσοι εγγυηταί για την περαιτέρω ζωή και πολιτεία τους, και είναι υποχρεωμένοι να εμποδίζουν τα παιδιά τους από τα κακά έργα και να τα νουθετούν και καθοδηγούν πάντοτε στο δρόμο του Θεού, που πρέπει κι αυτοί με το υπόδειγμα της ζωής τους να βαδίζουν πρώτοι στο δρόμο της αρετής και του Κυρίου. Αν θέλουν να καυχώνται ότι είναι καλοί και άξιοι γονείς, θα πρέπει τούτο να το αποδείξουν με το έργο και τότε μπορούν να λένε ότι ανέδειξαν και έβγαλαν στον κόσμο καλά παιδιά και χρήσιμα για τη δημιουργία μιας καλής Κοινωνίας και Χριστοπολιτείας.

Για να πετύχουν όμως αυτό οι γονείς πρέπει να κοπιάσουν πολύ, να ιδρώσουν, να θλιβούν στην ανάγκη και να στερηθούν μερικών εξόδων, περιπάτων, απολαύσεων και να εφαρμόσουν με κάθε σχολαστικότητα αυτό που λέγει ο θείος απόστολος των Εθνών μέγας Παύλος ότι, συ ο πατέρας, η μητέρα, ο Επιστάτης, ο διδάσκαλος, ο Δεσπότης και κάθε παιδαγωγός, πρώτα να κηρύξεις το λόγο του Θεού, να δείξεις το δρόμο του καλού και της αρετής και υστέρα «έπίστηθι ευκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επιτίμησαν, νουθέτησον, παρακάλεσον εν πάση μακροθυμία και διδαχή». Γονείς και διδάσκαλοι και πάσης φύσεως αρχηγοί, μόνον έτσι θα μπορέσετε να επιβληθήτε στα παιδιά και τους προστατευομένους σας. (Β' Τιμ. Δ' 2).
 


Ο Γέρο - Φιλάρετος στα Καρούλια

Συμπληρωματικά για τον πνευματικό αγωνιστή και ερημίτη, στα ησυχαστικά Καλύβια των Καρουλίων, Γέρο - Φιλάρετο, αναφέρουμε ένα θαύμα που ενήργησε η Θεία Πρόνοια, για να βγάλει τον εργάτη αυτόν της αρετής, από κάθε σκέψη και φροντίδα, για τα υλικά πράγματα, τα οποία πάντοτε είναι εμπόδιο στην πρόοδο και την είσοδο μας στην πνευματική ζωή και κυρίως είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο να αποκτήσει κανείς την δωρεά του θεού, που είναι η συνεχής και αδιάλειπτη νοερά προσευχή.

Για να ελευθερώσει λοιπόν ο Πανάγαθος θεός την καρδιά του Γερο - Φιλάρετου από περιττή φροντίδα και να γίνει σ' εμάς ένα μάθημα σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να έχουμε πίστη και ελπίδα στο Θεό και αγάπη και σεβασμό στους συνανθρώπους μας, συνέβη το ακόλουθο γεγονός:

Κατά το έτος 1935 ο Γέρο Φιλάρετος είχε απόλυτη ανάγκη για διακόσιες δραχμές. Τούτο είχε απασχολήσει πολύ την σκέψη και την καρδιά του Γέροντος, τον οποίον είδε μια μέρα, ο υμνογράφος Πάτερ Γεράσιμος Μακραγιαννανίτης, να περνάει από το Καλύβι του «Τίμιος Πρόδρομος» και να είναι πολύ στενοχωρημένος. Στην ερώτησή του: «Τί έχεις Γέρο - Φιλάρετε, τί σου συμβαίνει Αββά και είσαι τόσο στενοχωρημένος;».

Ο Γέρο - Φιλάρετος είπε το θέμα που τον βασάνιζε και ο Πατήρ Γεράσιμος του έδωσε τις διακόσιες (200) δραχμές και τον παρακάλεσε λέγοντας: «Σεβαστέ Γέρο - Φιλάρετε, πάρε τα χρήματα αυτά που θέλεις και δεν χρειάζεται να μου τα επιστρέψεις, αλλά αν μπορείς, κάνε σε παρακαλώ καμιά προσευχή στον Πανάγαθο Θεό να μας ελεήσει».

Ο Γέρο - Φιλάρετος πήρε τα χρήματα αυτά και αφού ευχαρίστησε τον Π. Γεράσιμο, πήγε να δώσει τις 200 δραχμές εκεί που είχε το χρέος αυτό.

Την άλλη μέρα ο Γέρο - Φιλάρετος, πήγαινε στην Σκήτη της Αγίας Άννης. Στο δρόμο κατά την συνήθεια των Μοναχών έλεγε συνέχεια την ευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με και ελέησον τον κόσμον Σου». Εκεί που βάδιζε βλέπει κάτω τέσσερα χαρτιά να είναι το ένα κοντά στο άλλο απλωμένα. Τα πήρε στα χέρια του, τα περιεργάστηκε και του έκαναν εντύπωση, που δεν έμοιαζαν με τ' αλλά χαρτιά.

Τότε γύρισε πίσω και πήγε στο ησυχαστήριο του πατρός Γερασίμου στη Μικρή Αγία Άννα, του έδειξε τα χαρτιά που βρήκε και τον ρώτησε με τη μακαρία απλότητα που τον διέκρινε, τί χαρτιά είναι αυτά Π. Γεράσιμε; Τα βρήκα τώρα λίγο πιο κάτω εδώ που πήγαινα στην Αγιάννα, ήταν κάτω απλωμένα στο δρόμο!!

Ο Π. Γεράσιμος είπε στον Γερο - Φιλάρετο: «Γέροντα αυτά είναι τέσσερα πενηντόδραχμα, σου τα έστειλε ο Θεός για τις ανάγκες σου». Πράγματι όπως μου είπε ο Π. Γεράσιμος, ήταν τέσσερα πενηντόδραχμα καινούργια και τελείως αμεταχείριστα. Θέλω σεβαστέ μου Γέροντα, πρόσθεσε ο Π. Γεράσιμος στον Γέρο Φιλάρετο, να μου πεις, τι έλεγες, τι σκεφτόσουνα όταν πήγαινες στην Άγιάννα;
Ο Γέρο - Φιλάρετος είπε: «Τί άλλο, Π. Γεράσιμε να έλεγα, εκτός από την ευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ...» δεν έλεγα τίποτε αλλά, παρά κάπου κάπου έφευγε ο λογισμός μου και πήγαινε στο χρέος που μου έδωσες τις 200 δραχμές και έλεγα πώς θα ξεχρεώσω και εκεί που σκέφτηκα αυτά τα πράγματα, βλέπω στη γη τα χαρτιά αυτά, πάρτα σε παρακαλώ να ελευτερωθεί το μυαλό μου από αυτή τη σκέψη και το χρέος».

Ο Πατήρ Γεράσιμος θαύμασε τη θεία Πρόνοια, δόξασε τον Πανάγαθο Θεό και παρακάλεσε τον Γέροντα Φιλάρετο να καταδεχθεί και να κρατήσει τα χρήματα που του έστειλε ο Θεός και να παρακαλεί τον Κύριο και για τη σωτηρία της ψυχής του.
 
Φανταστική σατανική ανάπαυση

Από την Σπηλιά του αγίου Ακάκιου του νέου στα Καυσοκαλύβια, ξεκίνησε να πάει στην έρημο του Αγιοβασίλη, ό Μοναχός Ακάκιος.
Άλλα ό ευλογημένος αυτός Μοναχός, καθώς μου είπαν οί Πατέρες πού έζησαν το γεγονός, το όποιο έλαβε χωράν το 1923 - 24, και μάλιστα ό Γέρο - Δαμασκηνός από τον Αγιοβασίλη, και ως εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι, δεν έκανε τον σταυρό του καθώς ξεκίνησε από την Σπηλιά ή κατά την πορεία του δρόμου, από άλλες σκέψεις πιθανόν να ξεχάστηκε να λέει την προσευχή και να επαναλαμβάνη την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» ή κάτι άλλο, πρός δοκιμασία συνέβη στον αδελφό αυτόν και κατά παραχώρησιν Θεού επηκολούθησε ή φανταστική σκηνή του Σατανά.

Δηλαδή, όταν έφτασε ό Πάτερ Ακάκιος στο σημείο πού είναι ό Σταυρός, στον δρόμο πού πηγαίνει από τα Κελλιά της Κερασιάς προς τον Αγιοβασίλη, φαίνεται θα ήταν και πολύ κουρασμένος, από την δύσκολη εκείνη διαδρομή, σε καιρό χειμώνας και ενώ έπαιρνε να σκοτεινιάζει, βλέπει, λίγο πιο κάτω από τον Σταυρό, ένα ωραίο δωμάτιο με στρωμένο κρεβάτι. με καθαρά σεντόνια και πολύ αναπαυτικό.

Στην αρχή του φάνηκε λίγο περίεργο, πώς βρέθηκε εκεί το δωμάτιο και το κρεβάτι; Άλλα από την πολλή κούραση προφανώς έπεσε επάνω να ξεκούραστη.

Την άλλη μέρα πολύ πρωί περνούσαν άπ' εκεί δυο αδελφοί από τον Αγιοβασίλη, οί οποίοι πήγαιναν για την Κερασιά. Ήταν ακόμη σκοτεινά, αλλά με του Θεού την φώτιση βρήκαν τον αδελφό Ακάκιο να είναι πεσμένος πάνω στα χιόνια και όχι σε κρε66άτι, πού του έδειξε ή φαντασία του Σατανά.

Ήταν κυριολεκτικά ξεπαγιασμένος από το κρύο, πού στο μέρος εκείνο κάνει από το ρεύμα πού σχηματίζεται εκεί. Αναίσθητο τον μετέφεραν στον Αγιοβασίλη πού είναι πλησιέστερα και με εντριβές είδαν και έπαθαν να τον συνεφέρουν στην υγειά του, ό όποιος μόλις συνήλθε διηγήθηκε σε όλους το πάθημα του όπως αρχικά του φάνηκε.

Τι εφόδια εμποδίζουν τις φαντασίες των δαιμόνων

Ή τρομερή αυτή φαντασία του Σατανά, φανερώνει σε μας την μανία πού έχει ό Διάβολος κατά των ανθρώπων και κυρίως κατά των Μοναχών, τους οποίους πάντοτε παραμονεύει, πότε και πώς θα μπόρεση να τους δολοφονήσει, διότι κατά τον λόγον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού «Ό Σατανάς άπ' αρχής ανθρωποκτόνος έσα και τη αληθείς ούχεστηκεν», (Ίωάν. Η' 44).

Για το λόγο αυτόν, γενικά οί άνθρωποι, οί πιστοί Χριστιανοί και κυρίως οί Μοναχοί θα πρέπει πάντοτε να έχουν και να φέρουν μαζί ιούς την πανοπλία του φωτός, την περικεφαλαία της αγάπης, τον θώρακα της πίστεως και την πύρινη ρομφαία πού είναι ό λόγος του Θεού.

Απαραίτητα πρέπει πάντα να φέρει επάνω του τον Σταυρό και να καταβολή μεγάλη προσπάθεια και αγώνα, για να κατορθώσει να λέει ακατάπαυστα την ωραία, μονολεκτική και θεολογική ευχή. το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με», το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσόν με», το «Σταυρέ του Χριστού πανάγιε σκέπε με, τη δυνάμει σου», «Βαπτιστά του Χριστού και Πρόδρομε Ιωάννη, πρέσβευε υπέρ εμού», «Άγιοι Πάντες πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού».

Έτσι μπορεί να βαδίζει κανείς μέρα - νύχτα και στα πιο έρημα μέρη και να μην κινδυνεύει ή να φοβάται από καμία σκοτεινή δύναμη και φανταστική ενέργεια του Σατανά.

Διότι, όταν ό χριστιανός είναι μ' αυτό τον τρόπο εξοπλισμένος, ο Σατανάς δεν τολμάει να τον πλησίαση, αλλά ως από πυρός διωκόμενος φεύγει και εξαφανίζεται και όλες οί σατανικές ενέργειες του σαν το κερί διαλύονται και χάνονται όπως λέει και ή αγία Γραφή: «Ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν, ως τίκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτος απολούνται οί αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού και οί δίκαιοι εφρανθήτωσαν» (Ψαλμ. του Δαβίδ).

Στον άνθρωπο πού κατ' αυτόν τον τρόπο είναι εξοπλισμένος, ούτε αυτά τα μάγια πού κάνουν τα όργανα του Σατανά, οί Μάγοι, δεν πιάνουν, όπως θα δούμε στην συνέχεια σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου.

Ό σατανάς φανερώνεται με διάφορα πρόσωπα
Ό Προηγούμενος Χριστόφορος, αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, περνώντας μια μέρα από το μέρος πού λέγεται «ΒΕΛΛΑΣ» είδε στον δρόμο ένα μικρό και πολύ όμορφο γατάκι.
'Επειδή το μέρος εκείνο είναι δασώδες και αρκετά μακριά από το Μοναστήρι, στην αρχή του φάνηκε πολύ περίεργο, πώς βρέθηκε εκεί το γατάκι;
Εκείνο μόλις είδε τον Προηγούμενο, άρχισε να φωνάζει, νιάου, νιάου και με διάφορα ναζιάρικα χάδια και σχήματα πλησίαζε και πήγε κοντά του.

Ό Προηγούμενος τότε έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να παίζει μαζί του. 'Εκείνο παίζοντας, άλλοτε έβγανε τα νύχια του κι άλλοτε με τα δόντια δάγκανε και γκριτζιάνιζε τα χέρια του Προηγούμενου Χριστόφορου, παίζοντας μαζί του.
Σε μια στιγμή πού τον δάγκανε, ό Προηγούμενος, πόνεσε και είπε στο γατάκι χαϊδευτικά: «βλέπω βρε, ότι έχεις δόντια και δαγκώνεις!»

Τότε απροσδόκητα και ξαφνικά φούσκωσε ό γάτος κι έγινε σαν μπαλόνι, και με πολύ άγρια φωνή, το φαινόμενο γατάκι είπε: «Έχω ρε! Τι νόμισες πώς δεν έχω; Μάλιστα έχω κι άλλα πράγματα...» Κι άμα είπε αυτά έγινε άφαντο το γατάκι, πού στο μεταξύ είχε γίνει γάταρος. Άφησε πολλή βρώμα και δυσοσμία και τον Προηγούμενο εμβρόντητο από το φόβο και τη φρίκη που πήρε. Και όπως μετά ομολόγησε ό ίδιος, σ' όλη του τη ζωή δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνη την άγρια φωνή, πού έβγαλε και από το αγρίεμα των ματιών του, πού του φάνηκε σαν να πέταγαν φωτιές. Ήτανε πολύ τρομερό το φαινόμενο.
Μ' αυτό ό Σατανάς θέλησε να τρομάξει τον ιερομόναχο αυτόν και ασφαλώς θα ήθελε να του κάνη ίσως μεγάλο κακό, αλλά δεν είχε περισσότερη εξουσία από το Θεό για να βλάψει πιο πολύ τον άνθρωπο, Διότι ό Σατανάς δεν έχει διάθεση ούτε θέλει να παίξει με τον άνθρωπο, ήθελε να του κάνη μεγάλη ζημιά, όπως κατά καιρούς είχε κάνει σε άλλους, αλλά σ' αυτόν δεν είχε την άδεια να κάνη περισσότερο κακό.
Γι' αυτό να παρακαλούμε τον Πανάγαθο Θεό, να μας φιλάει από τέτοια παιχνίδια με τον Διάβολο, αλλά πρέπει κι εμείς να φυλαγόμαστε και να μην κάνουμε πονηρά έργα, πού δίνουν την άδεια στον Σατανά να μας πειράζει.

Παρόμοιο απατηλό φαινόμενο του σατανά
Στην Μονής Μεγίστης Λαύρας, αυτοί οι δυο κοινοβίασαν και ζούσαν αρμονικά με πολύν αγώνα στην άσκηση και κάθε είδος αρετής.
Ό Ρουμάνος έκανε υπακοή σε όλα στον Πνευματικό και έδειχνε μεγάλη προθυμία στην εγκράτεια και στην άσκηση και ότι εντολή του έδινε ό πνευματικός.
Ό Σατανάς όμως πού παρακολουθεί τον άνθρωπο και προσπαθεί να βρει στον καθένα μας όπως λέμε την «αχίλλειο πτέρνα» δηλαδή το πιο αδύνατο σημείο, για να μας πολεμήσει και να μας φέρει με τόση τέχνη και μαεστρία, έτσι πού να το θέλει, ό άνθρωπος, να κάνη το κακό από μόνος του, και ή επιβουλή του διαβόλου να μη φανεί καθόλου.
Έτσι έγινε και με τον αδελφό Ρουμάνο, ό οποίος ενώ στην αρχή ήταν εγκρατής, σιγά, σιγά όμως χωρίς κι ό ίδιος να το καταλάβει άρχισε να πίνει κρασί τόσο, πού έπεφτε στο βαρύ αμάρτημα της μέθης και παραμελούσε τα καλογερικά του καθήκοντα,
Ό Πνευματικός, γέροντας του, με πολύ κόπο, έπεισε τον Ρουμάνο να κόψη το κρασί και με τη βοήθεια του Θεού και την ευχή του γέροντα του, ό Ρουμάνος δεν ξανάπιε κρασί, παρά μόνον την θεία Κοινωνία μεταλάμβανε τακτικά, αφού πρώτα ξεπλήρωνε τα πνευματικά του καθήκοντα με άκρα υπακοή.
Σε λίγο καιρό ό Πνευματικός κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο και ό Ρουμάνος είχε βάλει όρο να μην βάλλει ποτέ στο στόμα του κρασί και φαίνεται πώς μέσα του πίστεψε ότι από δική του θέληση και δύναμη έκοψε το κρασί.
Μετά από αρκετά χρόνια έφυγε από την «Βίγλα» και κοινοβίασε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος πού λέγεται Ρωσική.
Εκεί μια μέρα, παρουσιάστηκε μπροστά του ή μορφή του γέροντα του Πνευματικού, ό οποίος είχε πριν από δέκα χρόνια πεθάνει.
Ή μορφή εκείνη είπε στον Ρουμάνο Μοναχό, «δεν πειράζει τώρα μπορείς να πίνεις λίγο κρασί για να κόψης το θέλημα σου». Ό Μοναχός χωρίς να σκεφθεί τον όρο, πού μόνος του είχε βάλλει στον εαυτό του, ή να κάνη τον Σταυρό του, πίστεψε στα λόγια εκείνα του Σατανά και ήπιε λίγο κρασί.
Τότε άκουσε την μορφή εκείνη να του λέει: «υστέρα από δέκα ολόκληρα χρόνια σε είπαμε να παραβείς και τον όρκο πού είχες κάνει στον εαυτό σου και σε κατάφερα να πιεις κρασί», και έδειξες πώς χαίρονταν για το κατόρθωμα του αυτό.
Ό Ρουμάνος γύρισε τότε προς τα αριστερά το κεφάλι του για να ιδή άπ' εκεί πού ερχότανε ή φωνή και απ' εκείνη την στιγμή έμεινε το κεφάλι του γυρισμένο επάνω στον ώμο του μέχρι πού πέθανε. Διότι ήταν ό Διάβολος αυτός πού είχε πάρει την μορφή του Πνευματικού του. Και με τον τρόπο αυτόν κατάφερε να τον ρίξει στο προτερινό του αμάρτημα την μέθη και κυρίος να παραβεί τον όρο πού είχε βάλλει μόνος του.

Ό σατανάς με σχήμα πλοίου
Στα Καρούλια, πού είναι κάτω από τα Κατουνάκια, εκεί στα φριχτά βράχια, σκέφτηκε ό Σατανάς να σκοτώσει ένα παραδελφό του Γέροντος Χερουβείμ.
Ό αδελφός αυτός ήταν πραγματικός αγωνιστής, ακτήμων και καθόλα εγκρατής. Άλλα δεν πρόσεξε και κάποια πλάνη εμφιλοχώρησε, ή οποία του έδερνε και βασάνιζε το μυαλό του. Διότι νόμισε τον εαυτό του ικανό και κατάλληλο να πάει στον κόσμο και να κήρυξη στους χριστιανούς το Ευαγγέλιο και τον λόγο του Θεού, για να σωθούν οί άνθρωποι.
Έτσι με τους λογισμούς αυτούς παιδευμένος, μια μέρα βλέπει έξω ακριβώς από τα βράχια πού ασκήτευε ένα μεγάλο πλοίο, να προχωρεί προς το μέρος εκεί πού αυτός έμενε και ήταν έτοιμος να πηδήξει μέσα στο πλοίο αυτό.
Θεού οικονομία όμως ήταν να βρεθεί εκεί τη στιγμή εκείνη ό παραδελφός του Μοναχός Χερουβείμ, ό οποίος επειδή ήταν πολύ χεροδύναμος τον πήρε τον βάστηξε στην αγκαλιά του. Αυτός όμως επέμενε να τον άφήση να πηδήξει μέσα στο πλοίο.
Ό παραδελφός του Χερουβείμ κοίταξε κάτω στην θάλασσα, αλλά δεν έβλεπε κανένα πλοίο διότι προφανώς δεν υπήρχε κανένα πλοίο, κι αν τον άφηνε ασφαλώς θα γκρεμιζόταν κάτω στα βράχια. Και έτσι με πολύν κόπο τον συγκράτησε να μην πέση και τσακιστή.
Ό Σατανάς όμως του είχε θολώσει τόσο το μυαλό, πού συνέχεια εκείνος έβλεπε το πλοίο κάτω να περιμένει να τον παραλαβή, και φιλονικούσε με τον παράδελφό του και έλεγε: «Θέλω να με πάς τώρα στο Μοναστήρι της Λαύρας, για να διαμαρτυρηθώ και να σε καταγγείλω. διότι εμποδίζεις το έργο του Θεού».
Ό παραδελφός του Χερουβείμ Μοναχός με χαρά δέχθηκε να πάνε μαζί στην Λαύρα. Εκεί σαν βρέθηκαν μπροστά στους Προεστούς, βεβαίωσε πώς έβλεπε το πλοίο να τον περιμένει κι ό παραδελφός τον τον εμποδίζει να πάει στο θειο κήρυγμα πού τον καλούνε. Άλλα όταν τους είπε το μέρος εκεί πού αυτός έβλεπε το πλοίο, οί Γέροντες κατάλαβαν την παγίδα πού τοίχε στήσει ό Σατανάς και βάστηξαν τον πλανηθέντα Γέροντα στο Μοναστήρι έως ότου εξομολογήθηκε και με την χάρι του Θεού και την σκέπη της Κυρίας Θεοτόκου, γλίτωσε ό αδελφός αυτός από την μανία του Σατανά.
Και τώρα στις ημέρες μας, με τον ίδιο τρόπο, στα ίδια αυτά μέρη, πού έχουν πολλοί Πατέρες και αδελφοί σωθεί και αγιάσει με την ταπείνωση και ενάρετη ζωή τους. Στον ίδιο τόπο, με την σατανική μέθοδο του, ό διάβολος έχει σκοτώσει πολλούς και άλλους με τον άκρο φανατισμό έχει αποπλανήσει και αφού τους χώρισε από τους άλλους Πατέρες, τους έμπλεξε με μεγάλη ευκολία στα δίχτυα της πλάνης και τους κρατάει σφιχτά για να μη μετανοήσουν.
Έτσι άλλος πίστεψε πώς αυτός μόνον είναι ενάρετος και δυνατός να βαστάει τίς Παραδόσεις άπ' τη ζωή των αγίων Πατέρων και την Ορθοδοξία και «περικοπή της κοινωνίας με τους άλλους Πατέρες.
Άλλος άπ' αυτούς πιστεύει πώς φθάρηκε ή Εκκλησία, καταστράφηκε ή Ορθοδοξία και έμεινε αυτός μόνος πιστός και ορθόδοξος και λογίζεται τους άλλους Πατέρες αιρετικούς.
Άλλος πιστεύει ότι είναι πρότυπο και υπόδειγμα ενάρετης ζωής, διότι έχει ταπείνωση και νοερά προσευχή και οφείλουν οί άλλοι Πατέρες να τον κάνουν υπακοή και να ακολουθούν τα φρονήματα του.
Και με χίλιους δυο παρόμοιους τρόπους και τέχνες διαβολικές πλανήθηκαν, καταστράφηκαν και πολλοί άπ' αυτούς έφυγαν με κακό και αιφνίδιο θάνατο, από την ζωή αυτή ακοινώνητοι και αμέτοχοι και ούτης της θείας Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, παραδώσαντες έτσι, ψυχή και σώμα, στον αποπλανήσαντα και αποκόψαντα αυτούς, από το ενιαίο σώμα της αγίας Εκκλησίας και των αγίων αγιορειτών Πατέρων, παμπόνηρο Διάβολο.
Γι' αυτό Πατέρες και αδελφοί, ας μας τρομάξουν αυτά τα παραδείγματα, και ας αναφωνήσουμε κι εμείς με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού, πρόσχομεν την αγίαν αναφορά, πού προσφέρει για όλο το Χριστιανισμό και τον Αγγελομίμητο και ουρανοπολίτης Μοναχισμό και εύχεται για όλον τον κόσμο, ή κατά Ανατολάς Μία, Αγία Ορθόδοξη, Καθολική και Αποστολική του Χριστού 'Εκκλησία, και μη θέλουμε να στήσει ό καθένας το δικό του θέλημα σαν ορθότερο και ορθοδοξότερο από των άλλων.
Διότι αυτή είναι, ή φοβερώτερη πλάνη του Διαβόλου, να μας διαίρεση να μας αποκόψη, από την ολότητα του Σώματος του Δεσπότου Χριστού, ή οποία βρίσκεται μόνον στην Ορθοδοξία και στην ενότητα της αγίας Πίστεως, καθώς βροντοφωνεί ή αγία 'Εκκλησία μας και στις δεήσεις καθεκάστην λέγει: «Την ενότητα της Πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος του Κυρίου δεηθώμεν».

Εάν δεν υπάρχει ή ένότης της Πίστεως, δεν μπορούμε να κοινωνούμε με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος και επομένως χριστιανός αποκομμένος της Ορθής Πίστεως και στερημένος της Κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος, είναι από την ζωή αυτή νεκρός και πνευματικά πεθαμένος και χωρισμένος αιώνια από την πηγή των αγαθών, τον Ένα Τρισυπόστατο Θεό, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Αγιον Πνεύμα.
 


Μεγάλο κακό η αδιαλλαξία

Σε μια από τις ησυχαστικές Καλύβες των Κατουνακίων, ένας υποτακτικός, ο Μοναχός Χερουβείμ, πολλά χρόνια στην υπακοή, από φθόνο κι συνεργεία του εχθρού της αρετής και εφευρέτη της κακίας Σατανά, διαφώνησε με τον Γέροντα του Μοναχό Ακάκιο, και έτσι όπως ήταν σκανδαλισμένοι έτυχε ο Γέροντας Ακάκιος να πεθάνει.
Ύστερα από αρκετά χρόνια αρρώστησε και ο υποτακτικός Μοναχός Χερουβείμ και πέθανε κι αυτός, χωρίς να ζητήσει συγχώρεση, ο υποτακτικός από τον Γέροντά του.
Έτσι έφυγαν και οι δυο, από τον κόσμο τούτο και την ψεύτικη αυτή ζωή, με την αδιαλλαξία και δεν είχε συγχωρέσει ο ένας τον άλλο.
Μετά τρία χρόνια, από το θάνατο του Γέροντα Ακάκιου, κατά την τάξη των Μοναχών και γενικά των χριστιανών, οι άλλοι Μοναχοί και γείτονες μετά του υποτακτικού Χερουβείμ είχαν κάνει ανακομιδή του Γέροντα και βρέθηκαν τα οστά του καθαρά.
Ένα χρόνο μετά την ανακομιδή του Γέροντα Ακάκιου, όπως είπαμε, κοιμήθηκε και ο υποτακτικός του Μοναχός Χερουβείμ.
Όταν όμως ήρθε ο καιρός να κάνουν την εκταφή, βρήκαν το σώμα του υποτακτικού Χερουβείμ τελείως αδιάλυτο και ακέραιο όπως ήταν πριν από τρία χρόνια που τον είχαν ενταφιάσει, τόσο, που και αυτά τα ρούχα δεν είχαν λειώσει.
Οι γειτονικοί ασκηταί και ερημίτες έκαμαν θερμή προσευχή στον πανάγαθο Θεό να συγχώρεσει τον αδελφό αυτόν.
Ένας γείτονας, από τους στενότερους φίλους του Μοναχού Χερουβείμ, θυμήθηκε την διαφωνία που είχε αυτός με τον Γέροντα του Ακάκιο, έτρεξε το είπε στον, εφησυχάζοντα τότε στο Άγιον Όρος, Αρχιερέα Φώτιο.
Ο Αρχιερέας μαζί με όλους τους γειτονικούς Μοναχούς και ερημίτες, πήρε το οστά του Γέροντα του Ακάκιου, τα εναπόθεσε επάνω στο αδιάλυτο σώμα του υποτακτικού του Μονάχου Χερουβείμ και γονατίσας έκαμε μαζί με όλους τους Πατέρες θερμή προσευχή, και αφού ανέγνωσε επί του νεκρού την συγχωρετική ευχή, αμέσως διελύθη το σώμα και τα ρούχα και έγιναν σκόνη.
Ο ιερός Αυγουστίνος λέγει: «Ουδέν του θανάτου βεβαιώτερον, καί ουδέν της ώρας αδηλότερον» και επειδή είμαστε όλοι θνητοί και κανείς δεν γνωρίζει την ώρα ή την στιγμή που θα αποδήμησει από την μάταιη αυτή ζωή, το πάθημα αυτό του αδελφού Χερουβείμ, ας γίνη μάθημα σε μας και να είμαστε πάντα έτοιμοι, κατά το λόγο του Κυρίου «γίνεσθε έτοιμοι, ότι ο θάνατος ως κλέπτης έρχεται» (Ματθ. ΚΔ' 44) και πρέπει να δίνουμε και να παίρνουμε συγχώρεση από όλους τους ανθρώπους είτε εχθροί είτε φίλοι είναι αυτοί και επειδή τούτο είναι εντολή του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τους επηρεάζοντας υμάς», και «εάν γαρ αφήτε τοίς ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει καί υμίν ό πατήρ υμών τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. ΣΤ' 14 -15). «άφετε καί άφεθήσεται ύμίν κλπ».