Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΖ΄ (Περί ησυχίας - Μέρος α΄, Διά την ιεράν «ησυχίαν», την σωματικήν και την ψυχικήν)
ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΕΘΑ σαν δούλοι πού μας αγόρασαν τα ανόσια πάθη και μας υπέταξαν. Γι΄ αυτόν τον λόγο γνωρίζομε κάπως τους δόλους και τα τεχνάσματα και τα προστάγματα και τις πανουργίες των πονηρών πνευμάτων που εκυριάρχησαν στην αθλία ψυχή μας. Υπάρχουν όμως άλλοι που εγνώρισαν τα τεχνάσματα των πονηρών πνευμάτων από την φωτιστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και από την ελευθερία που έχουν απέναντί τους.
Διαφορετικό πράγμα είναι να φαντάζεται κάποιος που υποφέρει από ασθένεια, από την ιδική του κατάστασι την ευχάριστη κατάτασι της υγείας, και διαφορετικό να αντιλαμβάνεται και να συμπεραίνη κάποιος που χαίρει άκρας υγείας, από την ιδική του κατάστασι την δυσάρεστη κατάστασι της ασθενείας.Εμείς σαν ασθενείς που είμαστε φοβούμεθα να φιλοσοφήσωμε στον παρόντα λόγο για το λιμάνι της ησυχίας, διότι γνωρίζομε κάποιον κύνα πού παρευρίσκεται πάντοτε στην τράπεζα του καλού κοινοβίου και προσπαθεί να αρπάξη ένα τεμάχιο άρτου, μία ψυχή δηλαδή, και κρατώντας την στο στόμα του να τρέξη έπειτα στην έρημο για να την φάγη με την ησυχία του.
Για να μη δώσωμε λοιπόν με τον λόγο μας τόπο σ’ αυτόν τον κύνα και αφορμή σε όσους ζητούν αφορμή, εθεωρήσαμε ότι δεν είναι επιτρεπτό να ανοίξωμε τώρα συζήτησι περί ειρήνης με τους γενναίους στρατιώτες του Βασιλέως που μάχονται στον πόλεμο. Τούτο μόνο λέγομε, ότι οι στέφανοι της ειρήνης και της γαλήνης έχουν πλεχθή για όσους πολεμούν με ανδρεία. Ας ειπούμε όμως ολίγα –αν νομίζετε- περί ησυχίας «ως έν τύπ διακρίσεως», για να μη λυπήσωμε μερικούς πού δεν θα ήθελαν να αφήσωμε ανάμεσα στους άλλους λόγους ανεξέταστο τούτο το θέμα.
2. Ησυχία του σώματος σημαίνει επιστήμη και ευτρεπισμένη κατάστασις των ηθών και των αισθήσεων. Ησυχία της ψυχής σημαίνει επιστήμη των λογισμών και «ασύλητος έννοια»[1]. Φίλος και βοηθός της ησυχίας είναι ένας ανδρείος και αυστηρός λογισμός που ίσταται άγρυπνος στην θύρα της καρδίας και φονεύει ή αποδιώκει τους πονηρούς λογισμούς πού πλησιάζουν. Όποιος ζη την ησυχαστική ζωή «εν αισθήσει καρδίας», αντιλαμβάνεται αυτό που είπα. Όποιος όμως είναι ακόμη νήπιος και αρχάριος, ούτε το εγεύθηκε ούτε το εγνώρισε. Ο γνωστικός ησυχαστής δεν έχει ανάγκη από λόγους διδασκαλικούς, διότι αυτούς τους αντιλαμβάνεται από τα έργα και τα γεγονότα.
3. Αρχή της ησυχίας είναι το να αποκρούη κανείς τους κτύπους (των δαιμόνων), διότι του ταράζουν τον βυθό (της καρδίας). Τέλος της είναι το να μη φοβήται τους θορύβους, αλλά να αναισθητή απέναντί τους.
4. Εξερχόμενος από το κελλί του ο ησυχαστής λόγω κάποιας ανάγκης, είναι σαν να μη εξέρχεται. Παρουσιάζεται δε ήπιος, πραγματικός οίκος της αγάπης, δυσκίνητος προς την ομιλία και ακίνητος προς το πάθος του θυμού. Το αντίθετο από αυτό είναι φανερό, (ο τρόπος δηλαδή της εξόδου ενός, ο οποίος εξέρχεται χωρίς να υπάρχη λόγος).
5. Ησυχαστής είναι αυτός που αγωνίζεται να περιορίση το ασώματον μέσα σε σωματικό οίκο – πράγμα παραδοξότατο!
6. Παρακολουθεί προσεκτικά τον ποντικό η θηρεύτριά του, (η γάτα δηλαδή). Ομοίως κάποιο νοητό ποντικό παρακολουθεί η σκέψις του ησυχαστού. Μη περιφρονήσης αυτό το παράδειγμα. Αν το περιφρονήσης, σημαίνει ότι δεν εγεύθηκες ακόμη την ησυχία.
7. Δεν είναι το ίδιο πράγμα μοναχός πού ασκείται κατά μόνας και μοναχός πού ασκείται μαζί με άλλον μοναχό. Διότι ο μοναχός που ασκείται κατά μόνας έχει ανάγκη από πολλή νήψι και αρρέμβαστο νου (εξ αιτίας των πολλών πειρασμών των πονηρών πνευμάτων). Τον προηγούμενο, (εκείνον πού δεν είναι μόνος του), πολλές φορές τον εβοήθησε ο άλλος συνασκητής του, ενώ στον δεύτερο χρειάσθηκε να σταλή Άγγελος για να του συμπαρασταθή.
8. Οι νοερές Δυνάμεις συλλειτουργούν και ζουν μαζί με τον ησυχαστή που ασκεί την ησυχία της ψυχής. Για το αντίθετο όμως προτιμώ να σιωπήσω.
9. Ο βυθός των δογμάτων είναι βαθύς, και ο νους του ησυχαστού πηδά και βυθίζεται σ΄ αυτά όχι χωρίς κίνδυνο. Είναι επικίνδυνο να κολυμβά κανείς με τα ρούχα του∙ ομοίως και το να εγγίζη την θεολογία, ενώ έχει πάθη.
10. Κελλί του ησυχαστού σημαίνει περιορισμός του σώματος. Και κρύπτει μέσα του (το κελλί) τον οίκο της θείας γνώσεως.
11. Όποιος νοσεί ψυχικά από κάποιο πάθος και επιχειρεί την ζωή της ησυχίας, ομοιάζει με αυτόν που πήδησε στο πέλαγος από το πλοίο και κρατώντας ένα σανίδι νομίζει ότι θα φθάση χωρίς κίνδυνο στην ξηρά.
12. Σε όσους μάχονται προς το πήλινο σώμα τους, η ησυχία αποβαίνει ωφέλιμη στον κατάλληλο καιρό, εάν βεβαίως έχουν πνευματικό οδηγό. Διότι για να ασκή κανείς μόνος του την ησυχία χρειάζεται να έχη αγγελική δύναμι και ικανότητα. Εγώ βέβαια ομιλώ για τους πραγματικούς ησυχαστάς και κατά το σώμα και κατά την ψυχή.
13. Ο ησυχαστής πού βαρέθηκε την ζωή του, αρχίζει να ψεύδεται και με πλαγίους λόγους παρακινεί τους ανθρώπους να τον αποτρέψουν από την ησυχία. Εγκαταλείποντας το κελλί του κατηγορεί τους δαίμονας, ξεχνώντας ότι έγινε ο ίδιος δαίμων του εαυτού του.
14. Είδα ησυχαστάς, οι οποίοι την φλογερή τους επιθυμία προς τον Θεόν την ικανοποίησαν αχόρταγα μέσω της ησυχίας, και από το πυρ έκαναν να προκύψη πύρ και από τον έρωτα έρωτας και από τον πόθο πόθος.
15. Ο ησυχαστής είναι επίγειος τύπος Αγγέλου, πού με το χαρτί του πόθου του και τα γράμματα του ζήλου του (σαν με έγγραφο αποφυλακίσεως) ελευθέρωσε την προσευχή του από κάθε ραθυμία και οκνηρία.
16. Ησυχαστής είναι εκείνος πού εβόησε δυνατά και καθαρά: «Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός» (Ψαλμ. ρζ΄ 2). Ησυχαστής είναι εκείνος που είπε: «Εγώ καθεύδω, και η καρδία μου αγρυπνεί» (Άσμα ε΄ 2).
17. Να κλείνης την θύρα του κελλιού σου για να μην εξέρχεται το σώμα σου, την θύρα της γλώσσης σου για να μην εξέρχωνται λόγια, και την εσωτερική πύλη της ψυχής σου για να μην εισέρχωνται τα πονηρά πνεύματα.
18. Η γαλήνη της θαλάσσης και ο μεσημβρινός ήλιος εδοκίμασαν την υπομονή του ναυτικού[2], και η έλλειψις των αναγκαίων έδειξε την καρτερία του ησυχαστού. Ο ένας, ο ναυτικός, από την στενοχώρια του ρίχνεται και κολυμβά στα νερά. Και ο άλλος, ο ησυχαστής, από την ακηδία του βγαίνει και συμφύρεται με τα πλήθη, για να εξοικονομήση τα αναγκαία.
19. Να μη φοβήσαι τα παιγνίδια πού κάνουν οι δαίμονες με τους διαφόρους κτύπους, διότι το πένθος δεν γνωρίζει την δειλία και δεν πτοείται.
20. Εκείνοι των οποίων ο νους έμαθε αληθινά να προσεύχεται, ομιλούν στον Κύριον «ενώπιοι ενωπίω», όπως αυτοί πού ομιλούν ιδιαιτέρως στο αυτί του βασιλέως. Εκείνοι που προσεύχονται με το στόμα, ομοιάζουν με αυτούς πού γονατίζουν και παρακαλούν τον βασιλέα εμπρός σε όλη την σύγκλητο. Και όσοι ζουν στον κόσμο, όταν προσεύχωνται, είναι σαν να ικετεύουν τον βασιλέα μέσα από τους θορύβους όλου του όχλου. Εάν έμαθες επιστημονικά την τέχνη της προσευχής, δεν θα αγνοής αυτό πού λέγω.
21. Καθισμένος σε μία υψηλή σκοπιά, παρατήρει τον εαυτό σου, εάν βέβαια και έχης την απαραίτητη γνώσι, και τότε θα ιδής πώς και πότε και από πού και πόσοι και ποιοι κλέπτες έρχονται να κλέψουν τα σταφύλια. Όταν αποκάμη ο σκοπός (με αυτή την έρευνα), ας σηκωθή να προσευχηθή. Και πάλι, αφού καθήση, ας συνεχίση με αποφασιστικότητα την προηγουμένη εργασία του.
22. Ήθελε κάποιος που τα εδοκίμασε να ομιλήση περί αυτών αναλυτικά και με ακρίβεια, αλλά φοβήθηκε μήπως και στους εργαζομένους αυτά φέρη απροθυμία και στους επιθυμούντας αυτά δημιουργήση φόβο με τον κτύπο των λόγων του. Όποιος εξηγεί τα της ησυχίας αναλυτικά και επιστημονικά, εξήγειρε εναντίον του τους δαίμονας, διότι κανείς άλλος δεν μπορεί να ξεσκεπάση όπως αυτός τις αθλιότητες των δαιμόνων.
23. Όποιος έφθασε στην τελεία ησυχία, εγνώρισε τον βυθό των θείων μυστηρίων. Δεν κατέβηκε όμως σ΄ αυτόν, παρά αφού προηγουμένως είδε και άκουσε την ταραχή των κυμάτων και των πονηρών πνευμάτων, ίσως δε και εβράχηκε από αυτά. Το επικυρώνει αυτό και ο μέγας Απόστολος Παύλος, ο οποίος, εάν δεν αρπαζόταν ωσάν σε ησυχία στον Παράδεισο, δεν θα μπορούσε να ακούση τα «άρρητα ρήματα» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4).
24. Το αυτί της ησυχίας θα ακούση από τον Θεόν εξαίσια πράγματα. Γι΄ αυτό η πάνσοφη αυτή έλεγε και στον Ιώβ: «Πότερον, ού δέξεταί μου το ούς εξαίσια παρ΄ αυτού;» (δ΄ 12).
25. Ησυχαστής είναι εκείνος πού χωρίς να τους μισή, τους αποφεύγη όλους τόσο, όσο ένας αμελής μοναχός τρέχει κοντά τους με προθυμία. Και τούτο, διότι δεν θέλει να διακοπή η γεύσις της γλυκύτητος του Θεού.
26. Πήγαινε και σ κ ό ρ π ι σ ε γρήγορα τα υπάρχοντά σου -όχι π ώ λ η σ ε, διότι αυτό απαιτεί χρόνο- και δός τα σε πτωχούς μοναχούς, για να σε βοηθήσουν με την προσευχή τους στην ησυχία. Και σήκωσε τον σταυρό σου με την υπακοή, και υπόμεινε γενναία το βάρος της εκκοπής του θελήματός σου. Και εν συνεχεία έλα να με ακολουθήσης, για να συναντήσωμε την τρισμακάριστη ησυχία, και θα σε διδάξω φανερά την εργασία και την πολιτεία των Αγγελικών Δυνάμεων.
Δεν θα χορτάσουν αυτές να δοξολογούν είς αιώνας αιώνων τον Δημιουργό. Ομοίως και αυτός πού ανέβηκε στον ουρανό της ησυχίας να ανυμνή τον Κτίστη. Δεν φροντίζουν για τα υλικά οι άυλοι. Ομοίως για την τροφή οι «υλικοί άυλοι». Δεν θα γευθούν οι πρώτοι φαγητά. Ομοίως και οι δεύτεροι δεν θα στηριχθούν σε υποσχέσεις ανθρώπων για την συντήρησί τους. Δεν θα φροντίσουν εκείνοι για χρήματα και κτήματα. Ομοίως και αυτοί για τις ταλαιπωρίες και τις κακοπάθειες πού τους προκαλούν τα πονηρά πνεύματα.
Δεν επιθυμούν οι ουράνιοι Άγγελοι κάποιο ορατό κτίσμα. Ομοίως και οι επίγειοι Άγγελοι την θέα κάποιου προσώπου. Δεν θα παύσουν ποτέ εκείνοι να προοδεύουν στην αγάπη. Ομοίως και αυτοί να τους συναγωνίζονται κάθε ημέρα. Δεν είναι άγνωστος σ΄ εκείνους ο πλούτος της προκοπής τους. Ομοίως και σ΄ αυτούς ο έρωτας της πνευματικής τους αναβάσεως. Και δεν θα σταματήσουν, μέχρις ότου φθάσουν τα Σεραφείμ∙ ούτε θα υπολογίσουν κόπους, μέχρις ότου γίνουν Άγγελοι.
Μακάριος, όποιος ελπίζη να φθάση σ΄ αυτό το ύψος. Τρισμακάριος, όποιος πλησιάζει. Άγγελος, όποιος έφθασε.
------------------------------------
[1] Δηλαδή: Η σκέψις του ησυχαστού είναι χώρος κλειστός, αφιερωμένος αποκλειστικά στον Θεόν, όπου κανείς νοητός εχθρός δεν μπορεί να εισχωρήση για κλοπή και ληστεία. Παρεμφερής διατύπωσις είναι: «αναιχμαλώτιστος έννοια».
[2] Αυτό φυσικά ίσχυε για την εποχή εκείνη, οπότε τα πλοία ήταν ιστιοφόρα.
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΖ΄ (Περί ησυχίας - Μέρος β΄, Περί διαφοράς και διακρίσεως ησυχιών)
ΣΕ ΚΑΘΕ επιστήμη και τέχνη, όπως το γνωρίζουν όλοι, παρατηρούνται διαφορές στις απόψεις και τις θελήσεις. Διότι δεν μπορούν όλοι να κατακτήσουν το τέλειο, είτε διότι υστερούν στον ζήλο είτε διότι στερούνται δυνάμεως. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι πού εισέρχονται σ΄ αυτόν τον λιμένα ή καλύτερα το πέλαγος ή ίσως στον βυθό, επειδή δεν μπορούν να κυβερνήσουν το στόμα τους και επειδή συνήθισαν στην σωματική αργία. Και άλλοι διότι είναι ασυγκράτητοι στον θυμό και δεν μπορούν να κυβερνήσουν το στόμα τους και επειδή συνήθισαν στην σωματική αργία. Και άλλοι διότι είναι ασυγκράτητοι στον θυμό και δεν μπορούν οι ταλαίπωροι να τον συγκρατήσουν, όταν ζουν μαζί με πλήθος ανθρώπων.
Άλλοι από ιδιορρυθμία μάλλον, παρά από καθοδήγησι άλλου, νομίζοντας υπερήφανα ότι θα κατορθώσουν να το διαπλεύσουν αυτό το πέλαγος. Άλλοι επειδή δεν μπορούν να εγκρατεύωνται ζώντας μέσα σε άφθονα υλικά αγαθά. Άλλοι για να προοδεύσουν περισσότερο με την απομονωμένη αυτή ζωή. Άλλοι για να τιμωρήσουν αφανώς τον εαυτό τους για τις αμαρτίες τους. Και άλλοι για να αποκτήσουν δόξα. Υπάρχουν όμως και μερικοί άλλοι -«εί άρα και ελθών ο Υιός του ανθρώπου ευρήσει τοιούτους επί της γης» (πρβλ. Λουκ. ιη΄ 8)- οι οποίοι συνεζεύχθησαν την οσία αυτή, δηλαδή την ησυχία, από τρυφή και από δίψα της αγάπης και της γλυκύτητος του Θεού. Και δεν το έκαναν αυτό, παρά αφού προηγουμένως διεζεύχθησαν κάθε είδους ακηδία. Διότι η σχέσις με την ακηδία στην ησυχαστική ζωή υπολογίζεται ως πορνεία.
2. Σύμφωνα με την μικρή γνώσι πού μου εδόθηκε, σαν άσοφος αρχιτέκτων ελάξευσα κλίμακα αναβάσεως, και καθένας ησυχαστής ας βλέπη σε ποια βαθμίδα ευρίσκεται: Ξεκίνησε από ιδιορρυθμία ή για την δόξα των ανθρώπων ή για την πολυλογία του ή για τον ασυγκράτητο θυμό του ή για την πολλή του προσπάθεια ή για να εξοφλήση τις αμαρτίες του ή για να προοδεύση περισσότερο ή για να αυξήση το πύρ του θείου έρωτος; Αυτούς που ανέφερα τελευταίους θα είναι στις πρώτες βαθμίδες, και αυτούς που ανέφερα πρώτους, στις τελευταίες. Και οι επτά πρώτες βαθμίδες είναι εργασίες του παρόντος αιώνος, ο οποίος διακρίνεται για τις επτά ημέρες της εβδομάδος -άλλες εργασίες από αυτές είναι δεκτές από τον Θεόν και άλλες απαράδεκτες- ενώ η ογδόη βαθμίδα είναι φανερό ότι υποδηλώνει τον μέλλοντα αιώνα.
3. Να παρατηρής, ω μοναχέ ολομόναχε, τις ώρες που βγαίνουν τα θηρία, ειδεμή δεν θα κατορθώσης να στήνης τις κατάλληλες παγίδες. Εάν απομακρύνθηκε τελείως αυτή που πήρε το διαζύγιο, δηλαδή η ακηδία, είναι περιττή η εργασία. Εάν όμως ξεπροβάλλη ακόμη με θράσος, τότε δεν γνωρίζω πώς θα ασκήσω την ησυχία. Γιατί άραγε δεν ανεδείχθησαν τόσοι φωστήρες ανάμεσα στους οσίους Ταβεννησιώτες όσοι στους Σκητιώτες[3]; Ο νοών νοείτω, διότι εγώ δεν μπορώ ή μάλλον δεν θέλω να ομιλήσω. Άλλοι ζουν μέσα στον βυθό της ησυχίας ολιγοστεύοντας τα πάθη, άλλοι ψάλλοντας και τον περισσότερο καιρό «τη προσευχή προσκαρτερούντες», και άλλοι αφοσιωμένοι στην θεωρία. (Ποιοι είναι αυτοί;) Ας δοθή απάντησις, αφού ληφθή υπ΄ όψιν η διάταξις της προηγουμένης κλίμακος. Όποιος μπορεί να το δεχθή και να το κατανοήση, ας το κατανοήση με την βοήθεια του Κυρίου[4].
4. Υπάρχουν ράθυμες ψυχές που ζουν σε Κοινόβια, και επειδή ευρήκαν εκεί πολλές αιτίες για την ραθυμία τους, κατήντησαν σε τελεία απώλεια. Καθώς επίσης και άλλες πού με την συμβίωσι με τους υπολοίπους αδελφούς απέβαλαν την ραθυμία τους. Και αυτό δεν συνέβη μόνο στους πολύ αμελείς, αλλά πολλές φορές και στους επιμελείς, (οι οποίοι έγιναν πιο επιμελείς). Τον ίδιο κανόνα μπορούμε να χρησιμοποιήσωμε και στην ησυχαστική ζωή. Εδέχθηκε πολλούς εκλεκτούς, αλλά τους απεδοκίμασε εξ αιτίας της ιδιορρυθμίας τους και τους απέδειξε φιληδόνους. Εδέχθηκε και άλλους, τους οποίους με τον φόβο και την αγωνία για τα κρίματά τους, τους ανέδειξε αγωνιστικούς και φλογερούς.
5. Ας μη τολμήση κανείς να γευθή και ίχνος ακόμη της ησυχίας, εάν ενοχλήται από τον θυμό, την οίησι, την υποκρισία και την μνησικακία, μήπως το μόνο πού θα κερδήση από αυτήν είναι η παραφροσύνη. Όποιος είναι καθαρός από αυτά, αυτός θα καταλάβη το συμφέρον του, αν και νομίζω ότι ούτε αυτός θα το καταλάβη.
6. Τα σημάδια και τα στάδια και οι αποδείξεις αυτών που ασκούν με φρόνησι και με σύστημα την ησυχία είναι τα εξής: Νούς ακύμαντος, εξαγνισμένη σκέψις, αρπαγή προς Κύριον, αναπαράστασις των τιμωριών της κολάσεως, επιθυμία σύντομου θανάτου, προσευχή ακόρεστος, καρδία πού δεν κλέπτεται από τους δαίμονας, αφανισμός της πορνείας, άγνοια της προσπαθείας, θάνατος του κόσμου, ανορεξία της γαστριμαργίας, αιτία και αφορμή της θεολογίας, πηγή της διακρίσεως, δάκρυα κατά βούλησιν, απώλεια της πολυλογίας, και απόκτησις οιουδήποτε άλλου πράγματος στο οποίο συνήθως εναντιώνονται τα πλήθη των ανθρώπων. Εκείνων όμως πού ασκούν την ησυχία χωρίς φρόνησι και σύστημα, να ποια είναι η πτωχεία του πλούτου[5]: Αύξησις της οργής, αποθήκευσις της μνησικακίας, μείωσις της αγάπης, απόκτησις της υπερηφανείας, και κάτι άλλο πού το αποσιωπώ[6].
7. Επειδή εφθάσαμε στο σημείο αυτό του λόγου, είναι ανάγκη να ομιλήσωμε τώρα και γι΄ αυτούς πού ζουν ως υποτακτικοί. Άλλωστε ο λόγος μας απευθύνεται κυρίως προς αυτούς. Εκείνων λοιπόν πού έχουν συζευχθή «νομίμως και αμοιχεύτως και αμολύντως» την σεμνή και ευπρεπή υποταγή, σημάδια σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρας είναι τα επόμενα, τα οποία βεβαίως τελειοποιούνται στον καιρό τους, πλήν όμως καθημερινώς παρουσιάζουν συνεχή αύξησι και πρόοδο:
Αύξησις της πρώτης ταπεινώσεως πού έδειχναν ως αρχάριοι, μείωσις του θυμού -πώς να μη μειωθή, εφ΄ όσον αδειάζει η ψυχή από την χολή και την πικρία του κακού;- έλλειψις του πνευματικού σκοτισμού, πρόοδος στην αγάπη, απαλλαγή από τα πάθη, λύτρωσις από το μίσος, μείωσις της λαγνείας, προερχομένη από τον αυστηρό έλεγχο, άγνοια της ακηδίας, αύξησις του ζήλου, αγάπη προς την ευσπλαγχνία και τέλος αποξένωσις από την υπερηφάνεια – κατόρθωμα πού όλοι εύχονται να το αποκτήσουν, ολίγοι όμως το αποκτούν. Όταν μία πηγή στερήται ύδατος, δεν αρμόζει να ονομάζεται πηγή. Και αυτό που θέλω να ειπώ εν συνεχεία το καταλαβαίνουν όσοι διαθέτουν νου. (Όποιος δηλαδή δεν έχει αυτιά, ματαίως ονομάζεται υποτακτικός).
8. Η ύπανδρος κόρη, που δεν εφύλαξε καθαρή την κοίτη του ανδρός της, εμόλυνε το σώμα της, ενώ η ψυχή που δεν ετήρησε τις υποσχέσεις της εμόλυνε το πνεύμα της. Και στην πρώτη έρχονται σαν συνέπειες: η κατηγορία, το μίσος, τα κτυπήματα, και -το χειρότερο απ΄ όλα- ο χωρισμός από τον άνδρα της. Ενώ στην δευτέρα: μολυσμοί, λήθη του θανάτου, απληστία της κοιλίας, ακράτεια των οφθαλμών, πρόοδος στην κενοδοξία, αχόρταγος ύπνος, σκληροκαρδία, αναισθησία, συσσώρευσις πονηρών λογισμών, αύξησις των συγκαταθέσεων προς αυτούς, αιχμαλωσία της καρδίας, δημιουργία ταραχών, ανυπακοή, αντιλογία, απιστία, απληροφόρητος καρδία, πολυλογία, προσπάθεια και -το χειρότερο απ΄ όλα- η παρρησία, και το ακόμα χειρότερο και πιο αξιολύπητο ή ακατάνυκτος καρδία, την οποία, αν δεν προσέξη κανείς, διαδέχεται η αναλγησία πού είναι μητέρα των δαιμόνων και των πτώσεων.
9. Τους ησυχαστάς τους πολεμούν οι πέντε, ενώ τους υποτακτικούς οι τρεις μόνο από τους οκτώ[7]. Εκείνος που ασκεί την ησυχία και πολεμεί ακόμη εναντίον της ακηδίας ζημιώνεται πολύ, διότι τον χρόνο της προσευχής και της θεωρίας τον ξοδεύει στον αγώνα κατά των μεθοδειών και επιθέσεών της.
10. Κάποτε, ενώ με είχε κυριεύσει η ραθυμία και σχεδόν εσκεπτόμουν να εγκαταλείψω το κελλί μου, με επισκέφθηκαν μερικοί άνδρες και με εμακάρισαν αρκετά ως ησυχαστή. Ο λογισμός τότε της ραθυμίας ανεχώρησε παρευθύς διωγμένος από την κενοδοξία. Και εθαύμασα πώς ο τρίβολος αυτός δαίμων αντιμάχεται όλα τα άλλα πονηρά πνεύματα!
11. Να παρατηρής κάθε ώρα τους ραπισμούς της συζύγου σου, δηλαδή της σαρκός σου, και τους παραρριπισμούς[8] και τις διαθέσεις και τις επιθυμίες, και πώς και προς τα πού κλίνει. Όποιος απέκτησε με την χάρι του Αγίου Πνεύματος γαλήνη, εκείνος δεν αγνοεί το ζήτημα.
12. Το αρχικό και πρώτο έργο της ησυχαστικής ζωής είναι η αμεριμνία για όλα τα πράγματα, και τα σημαντικά και τα ασήμαντα, διότι όποιος ανοίξη θύρα στα πρώτα, θα αρχίση οπωσδήποτε να ασχολήται και με τα δεύτερα. Δεύτερο έργο της ησυχαστικής ζωής είναι η ακούραστη προσευχή. Και τρίτο, η άσυλος εργασία της καρδίας, (το να μη βλάπτεται δηλαδή από τους περισπασμούς ή τους δαίμονας). Είναι φύσει αδύνατον σ΄ αυτόν πού δεν έμαθε γράμματα, να διαβάζη τα βιβλία. Περισσότερο όμως αδύνατον είναι σε όσους ησυχαστάς δεν απέκτησαν το πρώτο, να ασκήσουν ορθά τα δύο άλλα.
13. Ενώ κάποτε ασκούσα την μεσαία εργασία, (δηλαδή την συνεχή προσευχή), ευρέθηκα ανάμεσα στους μεσαίους, (δηλαδή στους Αγγέλους, οι οποίοι ευρίσκονται μεταξύ Θεού και ανθρώπων)[9]. Και ένας Άγγελος με διεφώτιζε ό,τι εδιψούσα να μάθω, αλλά πάλι είχα τις ίδιες απορίες. Ζητούσα να μάθω πώς ήταν ο Άρχων, (ο Χριστός δηλαδή), προς της ενανθρωπήσεώς Του, αλλά δεν μπορούσε να μου το διδάξη, διότι ούτε του επετρεπόταν. Τον παρακαλούσα πάλι να μου ειπή, πώς και σε ποια μορφή ευρίσκεται τώρα. Και μου απαντούσε: «Με την ίδια μορφή (την θεανθρώπινη), αλλ΄ όχι με την ίδια φθαρτή ανθρώπινη σάρκα». Εγώ πάλι τον ερωτούσα: «Τι σημαίνει η δεξιά του Αιτίου, (του Πατρός δηλαδή), στάσις και καθέδρα του Χριστού;» «Είναι αδύνατον, μου απαντούσε, να διδαχθή ακοή ανθρώπου αυτά τα μυστήρια». Και εγώ την ώρα αυτή του είπα να με οδηγήση εκεί όπου με είλκυε ο πόθος μου[10]. «Δεν έφθασε ακόμη η ώρα, μου είπε, διότι στερείσαι το πύρ της αφθαρσίας (το οποίο, εννοείται, θα αποκτήσης στην άλλη ζωή)». Όλα αυτά που ανέφερα, αν τα έζησα μαζί με το χώμα, (το σώμα δηλαδή), δεν γνωρίζω∙ αν πάλι χωρίς το χώμα, δεν μπορώ τίποτε να ειπώ.
14. Είναι πολύ δύσκολο να αποτινάξη κανείς τον μεσημβρινό ύπνο, και μάλιστα την θερινή περίοδο. Τόσο ίσως μόνο ας μη αφίνη ο ησυχαστής το εργόχειρο.
15. Αντελήφθηκα τον δαίμονα της ακηδίας να προπαρασκευάζη και να προετοιμάζη τον δρόμο στον δαίμονα της πορνείας. Αφού δηλαδή δημιουργήση χαύνωσι στο σώμα και το βυθίση στον ύπνο, έρχεται ο δαίμων της πορνείας και μολύνει τόσο έντονα τον ησυχαστή, με τόσο ζωντανές φαντασίες, σαν να ήταν ξυπνημένος. Εάν αντισταθής γενναία στους δαίμονας αυτούς, οπωσδήποτε θα σε πολεμήσουν σκληρά. Και τούτο, για να σε πείσουν ότι δεν κερδίζεις τίποτε, και έτσι να παύσης να αγωνίζεσαι. Τίποτε άλλο όμως δεν φανερώνει την ήττα των δαιμόνων, όσο ο σκληρός πόλεμος που κάνουν εναντίον μας.
16. Όταν εξέρχεσαι από το κελλί σου, φύλαγε καλά όσα έχεις συναθροίσει. Διότι, όταν ανοίγη η πόρτα, τα κλεισμένα πτηνά πετούν∙ οπότε δεν θα προέλθη κανένα όφελος από την ησυχία.
17. Μία μικρή τρίχα αναστατώνει τον οφθαλμό, και μία μικρή φροντίδα εξαφανίζει την ησυχία. Διότι ησυχία σημαίνει απόθεσις σκέψεων και απάρνησις σπουδαίων και αναγκαίων φροντίδων.
18. Όποιος κατέκτησε αληθινά την ησυχία, δεν θα φροντίση πλέον για τις υλικές του ανάγκες, διότι πιστεύει ότι ο Θεός είναι αψευδής στις υποσχέσεις Του.
19. Όποιος επιθυμεί να παρουσιάζη καθαρό τον νου του ενώπιον του Θεού και συγχρόνως ταράζεται από διάφορες φροντίδες, ομοιάζει με εκείνον πού έχει σφικτά δεμένα τα πόδια του, και προσπαθεί να βαδίζη γοργά.
20. Είναι σπάνιοι εκείνοι που εσπούδασαν και εγνώρισαν πλήρως την κατά κόσμον σοφία. Εγώ νομίζω ότι είναι σπανιώτεροι εκείνοι πού κατέχουν την κατά Θεόν ησυχαστική φιλοσοφία. Εκείνος πού δεν εγνώρισε ακόμη τον Θεόν, είναι ακατάλληλος για την ησυχία και εκτεθειμένος σε πολλούς κινδύνους. Αυτούς που είναι άπειροι τους αποπνίγει η ησυχία, διότι, εφ΄ όσον δεν έχουν γευθή τον Θεόν, ξοδεύουν τον καιρό τους σε αιχμαλωσίες, σε κλοπές (από τον διάβολο), σε ακηδίες και ρεμβασμούς.
21. Όποιος εγεύθηκε ολίγο το κάλλος της προσευχής, θα φύγη μακρυά από τα πλήθη των ανθρώπων, όπως ο άγριος όνος. Διότι ποιος άλλος εκτός από αυτήν απήλλαξε τον άγριον όνο από κάθε ανθρώπινη συναναστροφή; (πρβλ. Ιώβ λθ΄ 5).
22. Όποιος περιφέρει επάνω του τα πάθη και ζή στην έρημο με αυτά ασχολείται και αυτά προσέχει, όπως μου είπε και μου τα εδίδαξε κάποιος άγιος γέροντας -εννοώ τον Γεώργιο τον Αρσιλαΐτη[11], που και η τιμιότης σου δεν αγνοεί.
Αυτός κάποτε εδίδασκε και ποδηγετούσε μία απρόκοφτη ψυχή στην ησυχαστική ζωή. «Παρετήρησα -μου έλεγε- ότι το πρωί την επισκέπτονταν οι δαίμονες της κενοδοξίας και της αισχράς επιθυμίας. Το μεσημέρι, οι δαίμονες της ακηδίας, της λύπης και της οργής. Και το βράδυ, οι φιλόκοπροι και τυραννικοί δαίμονες της αθλίας κοιλίας».
23. Ένας υποτακτικός πού είναι πτωχός και ακτήμων, είναι ανώτερος από έναν ησυχαστή πού περισπάται σε υλικές μέριμνες.
24. Εκείνος που ασκεί την ησυχία με επίγνωσι και δεν βλέπει το καθημερινό της κέρδος ή δεν έγινε πραγματικός ησυχαστής ή κλέπτεται από την οίησι.
25. Ησυχία σημαίνει ακατάπαυση λατρεία του Θεού και παράστασις ενώπιόν Του.
26. Ας ενωθή η μνήμη του Ιησού με την αναπνοή σου, και τότε θα γνωρίσης την ωφέλεια της ησυχίας.
27. Πτώσις για τον υποτακτικό είναι η επιτέλεσις του ιδίου θελήματος, ενώ για τον ησυχαστή η απομάκρυνσις από την προσευχή.
28. Εάν χαίρεσαι για τις επισκέψεις πού έχεις στο κελλί σου, γνώριζε τότε ότι έχεις αφιερωμένο τον καιρό σου στην ακηδία μόνο και όχι στον Θεόν.
29. Υπόδειγμα της προσευχής ας σου είναι εκείνη η χήρα πού την αδικούσε ο αντίδικός της (πρβλ. Λουκ. ιη΄ 3). Και πρότυπο της ησυχίας ο μέγας και ισάγγελος ησυχαστής Αρσένιος. Εσύ πού ευρίσκεσαι στην μοναξιά, να ενθυμήσαι την ζωή και τους τρόπους του μεγάλου τούτου ησυχαστού. Και πρόσεξε ότι πολλές φορές έδιωξε μερικούς επισκέπτας, για να μη χάση το μεγαλύτερο.
30. Αντελήφθηκα ότι οι δαίμονες πείθουν αυτούς που περιοδεύουν άσκοπα, να επισκέπτωνται συχνότερα τους πραγματικούς ησυχαστάς, για να κατορθώσουν να τους εμποδίσουν έστω και λίγο από το έργο τους. Αυτούς να τους επισημαίνεις, αγαπητέ μου, και να μη διστάζης χάριν της ευσεβείας να λυπής τους ραθύμους. Ίσως από την λύπη αυτή να σταματήσουν τις άσκοπες περιοδείες. Πρόσεξε όμως καλά μήπως, χάριν του σκοπού που αναφέραμε, λυπήσης άδικα καμμία ψυχή που διψά και έρχεται κοντά να αντλήση νερό. Σε κάθε πράγμα σου χρειάζεται ο λύχνος (της διακρίσεως).
31. Οι ησυχασταί ή μάλλον όλοι οι μοναχοί πρέπει να ζουν με συνείδησι και εσωτερική συναίσθησι. Εκείνος που τρέχει (στον πνευματικό δρόμο) με πραγματική επίγνωσι, προσπαθεί να συμμορφώνωνται όλα -και οι ενέργειες και τα λόγια και οι σκέψεις και τα διαβήματα και οι κινήσεις- σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. Αυτός αγωνίζεται με πραγματική συναίσθησι και ενώπιον του Κυρίου. Εάν όμως κλέπτεται σ΄ αυτά τα σημεία, τότε δεν άρχισε ακόμη να ζη ενάρετα.
32. «Θα γνωρίσω -λέγει κάποιος- με τον ήχο του ψαλτηρίου το πρόβλημά μου και το θέλημά μου» (πρβλ. Ψαλμ. μη΄ 5), διότι ήταν ακόμη ελλιπής η διάκρισις. Εγώ όμως λέγω ότι θα αναφέρω στον Θεόν με την προσευχή το θέλημά μου, και από εκεί θα περιμένω την πληροφορία.
33. Η πίστις είναι το πτερό της προσευχής. Εάν δεν το έχη, «πάλιν είς κόλπον μου αποστραφήσεται» (Ψαλμ. λδ΄ 13). Η πίστις είναι η αδίστακτη στάσις της ψυχής, που δεν κλονίζεται από καμμία εναντιότητα. Πιστός είναι, όχι εκείνος πού έχει την γνώμη ότι όλα είναι δυνατά στον Θεόν, αλλά εκείνος πού πιστεύει ότι θα τα επιτύχη όλα (όσα ζητεί από τον Θεόν).
34. Η πίστις είναι αυτή που μας προξενεί τα ανέλπιστα, και τούτο μας το απέδειξε ο ληστής. Μητέρα της πίστεως είναι ο μόχθος και η ευθεία καρδία. Η μία την κάνει αδίστακτη και ο άλλος, (ο μόχθος), την δημιουργεί. Η πίστις είναι η μητέρα των ησυχαστών, διότι, αν δεν πιστεύση κανείς προηγουμένως, πώς θα αρχίση την ησυχαστική ζωή;
35. Εκείνος που εδέθηκε και εκλείσθηκε στο δεσμωτήριο, φοβείται ότι θα δικασθή και θα τιμωρηθή. Και αυτός που ησυχάζει στο κελλί του, δημιουργεί μέσα του τον φόβο του Κυρίου. Δεν φοβείται το δικαστήριο ο πρώτος τόσο, όσο ο δεύτερο το βήμα του Κριτού. Ω θαυμάσιε, στην ησυχία σου πρέπει να έχης πολύ φόβο, διότι τίποτε δεν κατορθώνει να εκδιώκει τόσο πολύ την ακηδία.
36. Ο ένοχος κοιτάζει συνεχώς πότε θα έλθη στην φυλακή ο κριτής. Και ο πραγματικός εργάτης της ησυχίας κοιτάζει πότε θα έλθη ο Άγγελος (που τον αναγκάση να εξέλθη από το δεσμωτήριο του σώματος). Ο πρώτος φέρει ως δεσμά το φορτίο της λύπης, και ο δεύτερος την πηγή των δακρύων.
37. Εάν αποκτήσης την ράβδο της υπομονής, θα σταματήσουν γρήγορα οι κύνες τα αναιδή γαυγίσματά τους. Υπομονή σημαίνει κόπος και αγώνας της ψυχής πού δεν θραύεται και δεν σαλεύεται διόλου από εύλογα ή άλογα κτυπήματα και πλήγματα. Υπομονή σημαίνει αποφασιστική αναμονή καθημερινών θλίψεων. Υπομονητικός σημαίνει αγωνιστής πού δεν πίπτει, και πού με τις πτώσεις ακόμη (πού υπέστη) δημιουργεί την νίκη. Υπομονή σημαίνει εκκοπή των (αμαρτωλών) προφάσεων και προσοχή επί του εαυτού σου.
38. Ο εργάτης της αρετής δεν έχει ανάγκη τόσο από τροφή, όσο από υπομονή. Διότι, εάν του λείπη η πρώτη, θα λάβη στέφανο. Αν όμως του λείπη η Δευτέρα, τον περιμένει όλεθρος.
39. Ο υπομονητικός άνδρας απέθανε πρίν τον θέσουν στο μνήμα, διότι έκανε μνήμα το κελλί του. Την υπομονή την εγέννησε η ελπίδα και το πένθος, διότι όποιος στερείται αυτά τα δύο, γίνεται δούλος της ακηδίας.
40. Πρέπει να γνωρίζη ο παλαιστής του Χριστού, ποιους εχθρούς θα τους καταδιώκη από μακρυά, και ποιους θα αφίνη να παλαίουν μαζί του σώμα προς σώμα. Άλλες φορές η πάλη προξένησε στέφανο, και άλλες φορές η αποφυγή της έκανες τους παλαιστάς αδοκίμους. Αυτά όμως δεν είναι δυνατόν να διδαχθούν με λόγια, διότι δεν γινόμαστε όλοι όμοιοι στα ίδια ζητήματα και με τον ίδιο τρόπο.
41. Πρόσεχε άγρυπνα έναν δαίμονα, διότι και αυτός σε πολεμεί ακατάπαυστα, και όταν ίστασαι και όταν μετακινήσαι και όταν κάθεσαι και όταν κινήσαι και όταν πέφτης στο κρεββάτι και όταν προσεύχεσαι και όταν κοιμάσαι[12].
42. Μερικοί από αυτούς που ακολουθούν τον δρόμο της ησυχίας, ασχολούνται συνεχώς με την εφαρμογή του λόγου: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός» (Ψαλμ. ιε΄ 8). Διότι δεν είναι ενός μόνο είδους όλοι οι άρτοι της πνευματικής τροφής του ουρανίου σίτου. Άλλοι ασχολούνται με το: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τάς ψυχάς υμών» (Λουκ. κα΄ 19). Άλλοι με το: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθ. κς΄ 41). Άλλοι με το: «Ετοίμαζε είς την έξοδόν σου τα έργα σου» (Παρμ. κδ΄ 27). Άλλοι με το: «Εταπεινώθην και έσωσέ με» (Ψαλμ. ριδ΄ 6). Μερικοί με το: «Ούκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν» (Ρωμ. η΄ 18). Μερικοί σκέπτονται συνεχώς το: «Μήποτε αρπάση, και ού μη η ο ρυόμενος» (Ψαλμ. μθ΄ 22). Όλοι βεβαίως τρέχουν, ένας όμως από αυτούς παίρνει το βραβείο ακόπως[13].
43. Όποιος έχει προοδεύσει, όχι μόνο όταν είναι ξύπνιος, αλλά και όταν κοιμάται, εργάζεται. Έτσι μερικοί και στον ύπνο εξευτελίζουν τους δαίμονας πού έρχονται να τους πειράξουν, και τα ακόλαστα γύναια (που εμφανίζονται στα όνειρά τους) τα συμβουλεύουν να σωφρονισθούν.
44. Μη κάθεσαι και αναμένης τους διαφόρους επισκέπτες και μη κάνης καμμία προπαρασκευή, διότι όλη η κατάστασις της ησυχίας είναι απλή και ελευθέρα από δεσμεύσεις.
45. Κανείς από εκείνους πού θέλουν να οικοδομήσουν έναν πύργο ή ένα ησυχαστικό κελλί δεν αρχίζει το έργο του, πρίν καθήση και υπολογίση ή ερευνήση με την προσευχή, εάν έχη τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωσι του έργου. Και τούτο, μήπως μετά την κατάθεσι του θεμελίου γίνη περίγελως στους εχθρούς του και εμπόδιο στους άλλους εργάτες, (εφ΄ όσον δεν θα αποτελειώση το έργο του) (πρβλ. Λουκ. ιδ΄ 28).
46. Πρόσεξε καλά την γλυκύτητα πού έρχεται (στην ψυχή σου), μήπως έχει δολίως παρασκευασθή από πικρούς ή μάλλον επιβούλους ιατρούς.
47. Την νύκτα τον περισσότερο χρόνο να τον αφιερώνης στην προσευχή και τον ολιγώτερο στην ψαλμωδία. Την ημέρα, ανάλογα με τις δυνάμεις σου. Δεν είναι ολίγος ο φωτισμός και η συγκέντρωσις του νου που χαρίζει η ανάγνωσις, εφ΄ όσον πρόκειται για λόγια του Αγίου Πνεύματος, τα οποία οπωσδήποτε καθοδηγούν και διορθώνουν όσους τα μελετούν. Σαν εργάτης και αγωνιστής πού είσαι, να προτιμάς πρακτικά αναγνώσματα, διότι η εφαρμογή αυτών καθιστά περιττές τις άλλες αναγνώσεις.
48. Να επιζητής να φωτίζεσαι επάνω στους λόγους της Γραφής, που είναι λόγοι πνευματικής υγείας, με τους κόπους κυρίως παρά με τα βιβλία. Μη μελετάς βιβλία πού περιέχουν ιδέες βαθύτερες και αλληγορικές, πρίν αποκτήσης την απαραίτητη πνευματική δύναμι. Διότι πρόκειται για σκοτεινούς λόγους, οι οποίοι σκοτίζουν τους αδυνάτους.
49. Πολλές φορές ένα ποτήρι εφανέρωσε την ποιότητα του οίνου. Ομοίως και ένας λόγος ησυχαστού, σε εκείνους πού διαθέτουν αισθητήρια, εφανέρωσε όλη την εσωτερική του εργασία και κατάστασι.
50. Να έχης πάντοτε τον οφθαλμό της ψυχής σου προσηλωμένο στην οίηση και να την επιτηρής. Διότι καμμία άλλη κλοπή (του πνευματικού πλούτου) δεν είναι χειρότερη από την ιδική της κλοπή.
51. Εξερχόμενος από το κελλί σου να κάνης οικονομία στην χρήσι της γλώσσης, διότι αυτή γνωρίζει να διασκορπίζη γρήγορα πολλούς καμάτους.
52. Να ζης σε κατάστασι απεριεργείας, διότι είναι ικανή η περιέργεια να μολύνη την ησυχία, όσο τίποτε άλλο.
53. Στους επισκέπτας να παραθέτης μόνο ό,τι τους είναι αναγκαίο, είτε στο σώμα είτε στην ψυχή. Αν τυχόν είναι σοφώτεροι από εμάς, ας δείξωμε με την σιωπή μας την σοφία μας. Αν όμως ευρίσκωνται στο ίδιο αδελφικό επίπεδο, τότε ας ανοίξωμε ολίγο την θύρα του λόγου. Καλύτερο όμως είναι να τους θεωρούμε όλους ανωτέρους μας.
54. Ήθελα να απαγορεύσω τελείως το εργόχειρο και την απασχόλησι στις συνάξεις σε όσους ευρίσκονται σε νηπιακή ακόμη πνευματική κατάστασι. Αλλά με συγκράτησε το παράδειγμα εκείνου, πού όλη την νύκτα εβάσταζε άμμο στο ένδυμά του, (για να συνηθίση να αγρυπνή)[14].
55. Καθώς είναι αντίθετες οι διατυπώσεις του δόγματος της ενσάρκου οικονομίας του Ενός της Πανυμνήτου Τριάδος, προς τις διατυπώσεις του δόγματος αυτής της Αγίας και Ακτίστου και Προσκυνητής Τριάδος -όσα αναφέρονται στην Τριάδα σε πληθυντικό αριθμό, στον Χριστό τίθενται σε ενικό και όσα αναφέρονται στην Τριάδα σε ενικό αριθμό, στον Χριστό τίθενται σε πληθυντικό[15]- κατά παρόμοιο τρόπο άλλες είναι οι ασχολίες που αρμόζουν στην ζωή της ησυχίας και άλλες στην ζωή της υπακοής.
56. Ο θείος Απόστολος λέγει: «Τις έγνω νούν Κυρίου»; (Ρωμ. ια΄ 34). Και εγώ θα ειπώ: «Ποιος εγνώρισε τον νου ενός ανθρώπου ησυχαστού πού ασκεί την ησυχία πραγματικά, και με το σώμα και με το πνεύμα»;
Ισχύς του βασιλέως είναι ο υλικός πλούτος και το πλήθος (των υπηκόων). Ισχύς του ησυχαστού είναι το πλήθος της προσευχής.
----------------------------------------
[3] Οι Ταβεννησιώτες αντιπροσωπεύουν την κοινοβιακή και οι Σκητιώτες την ησυχαστική ζωή του Αιγυπτιακού μοναχισμού.
[4] Οι πρώτοι είναι οι αρχάριοι στην ησυχαστική ζωή, οι δεύτεροι οι προχωρημένοι και οι τρίτοι οι τέλειοι και «θεωρητικοί». Οι τρίτοι ευρίσκονται στην κορυφή της τριβαθμίου αυτής κλίμακος και διαφέρουν κατά πολύ από τους προηγουμένους, διότι αρπάζονται συνεχώς σε ιερές θεωρίες και δεν ασχολούνται πλέον με την ψαλμωδία και το εργόχειρο.
[5] Δηλαδή η πτωχεία της αρετής μέσα στον πλούτο της κακίας.
[6] Πρόκειται μάλλον για την διασάλευσι των φρενών, την διανοητική παράκρουσι. Πιθανόν όμως να πρόκειται για την σαρκική πτώσι ή για την κατακυρίευσι από το πνεύμα της βλασφημίας.
[7] Δηλαδή από τους οκτώ πονηρούς λογισμούς, τους ησυχαστάς τους πολεμούν οι εξής πέντε: της ακηδίας (κατά πρώτο λόγο), της κενοδοξίας, της υπερηφανείας, της λύπης και της φιλαργυρίας. Ενώ τους κοινοβιάτες οι εξής τρεις: της γαστριμαργίας, της πορνείας και της οργής.
[8] «Παραρριπισμοί της σαρκός» λέγονται οι σαρκικές προκλήσεις που αφ΄ ενός μέν είναι εντονώτατες, αφ΄ ετέρου αιφνίδιες, αστραπιαίες και σχεδόν άχρονες (πρβλ. ΙΕ΄ 73 όπου γίνεται λόγος περί «παραρριπισμού του νοός»).
[9] Ό,τι περιγράφεται εδώ αποτελεί εκμυστήρευσι μυστικής εμπειρίας του Αγίου, από τις πιο χαρακτηριστικές της ασκητικής γραμματείας, η οποία έλαβε χώρα, ενώ αυτός είχε παραδοθή στην άσκησι της αδιαλείπτου προσευχής. Πρόκειται περί ιεράς εκστάσεως και θεωρίας. Άξιο παρατηρήσεως είναι ότι δεν έχομε άμεση αποκάλυψι εκ μέρους του Θεού, αλλά χειραγώγησι από μυσταγωγό άγγελο. Επίσης, τα αποκαλυπτόμενα στον Όσιο έχουν τα όριά τους, ώστε η δίψα της θείας γνώσεως να μην ικανοποιήται πλήρως. Και κατά την διάρκεια της εκστάσεως το ανθρώπινο πρόσωπο διατηρεί στο ακέραιο την αυτοτέλειά του. «Η έκστασι του χριστιανού μυστικού δεν έχει καθόλου τον χαρακτήρα της παθητικής και απρόσωπης πληρότητος πού χαρακτηρίζει τον μυστικισμό άλλων θρησκειών». Η προσωπικότης του ανθρώπου δεν διαλύεται «σε ένα χάος ευδαιμονικής αγνωσίας» (πρβλ. Χρ. Γιανναρά, Η μεταφυσική του σώματος, σελ. 216-218).
[10] Εννοεί την θεωρία του σαρκωθέντος και τεθεωμένου Υιού του Θεού. Ή, κατ΄ άλλην ερμηνεία, την θεωρία της αρρήτου μεγαλειότητος της Αγίας Τριάδος.
[11] Η ερημική σκήτη «τά Αρσελάου» απέχει δρόμο ημισείας ημέρας από την Μονή του Σινά προς το ανατολικό μέρος. Σ΄ ένα από τα σπήλαιά της ασκήτευε τον ΣΤ΄ αιώνα και ο αββάς Γεώργιος με τον υποτακτικό του. Ήταν διαβόητος για τους ασκητικούς του αγώνες και την αγιότητά του. Έτρωγε ωμή άγρια κάππαρι, πού ήταν τόσο πικρή, «ώστε και κάμηλον αποκτείναι τη πικρότητι». Όταν η ελαιοαποθήκη της Μονής του Σινά άδειασε, η προσευχή του εγέμισε όλους τους πίθους με λάδι. Περισσότερα περί αυτού βλέπε: «Αναστασίου μοναχού, Διηγήσεις διάφοροι περί των εν Σινά αγίων Πατέρων, ΙΧ-ΧΙΙ».
[12] Ο δαίμων αυτός, κατά μία άποψι, για τους αρχαρίους είναι της πορνείας, για τους μεσαίους της ακηδίας και για τους πολύ προχωρημένους της κενοδοξίας. Για τους κοινοβιάτες μπορεί να είναι και ο δαίμων της κατακρίσεως των ενεργειών του Γέροντος ή των άλλων αδελφών.
[13] Πρόκειται μάλλον για τους πρώτους, οι οποίοι στοχάζονται το «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός» Πιθανόν όμως να πρόκειται για όσους μνημονεύουν το «Εταπεινώθην και έσωσέ με».
[14] Σχόλιο της Κλίμακος αναφέρει σχετικώς: «Ο μοναχός εκείνος εβάσταζε όλη την νύκτα άμμο στο ένδυμά του. Επειδή δηλ. κατά την αγρυπνία ενύσταζε και των ωνείδιζαν οι αδελφοί, εσκέφθηκε το εξής: Πήγε στην ακρογιαλιά - η Μονή ήταν κοντά στη θάλασσα - και αφού έσφιξε καλά τον χιτώνα του με την ζώνη, εγέμισε τους κόλπους του με αρκετή ποσότητα άμμου, η οποία ακουμπούσε επάνω στις σάρκες του. Σκεπάσθηκε έπειτα με τον μανδύα του, ήλθε στον Ναό και παρέμεινε άγρυπνος όλη την νύκτα χωρίς να νυστάξη καθόλου, διότι η άμμος τον εκρύωνε ή τον ενωχλούσε με το βάρος της».
[15] Στην τριάδα ομιλούμε για τρία πρόσωπα, ενώ στον Χριστόν για ένα. Στην Τριάδα ομιλούμε για μία φύσι, μία ενέργεια, μία θέλησι, ενώ στον Χριστόν για δύο φύσεις, δύο ενέργειες, δύο θελήσεις.
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΗ΄ (Περί προσευχής)
(Διά την ιεράν προσευχήν, την μητέρα των αρετών,
και διά το πώς πρέπει να παρίσταταί τις
είς αυτήν νοερώς και σωματικώς)
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ως προς την ποιότητά της, είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν[1], και ως προς την ενέργειά της, σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος πού μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς πού κτυπά την απόγνωσι, απόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωσις του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, φανέρωσις των μέτρων, δήλωσις της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψις των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς.
Η προσευχή είναι γι΄ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πρίν από το μελλοντικό βήμα.2. Ας εγερθούμε και ας ακούσωμε την ιερή αυτή βασίλισσα των αρετών να φωνάζη με υψωμένη την φωνή και να μας λέγη: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ΄ υμάς, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών -και ίασιν ταίς πληγαίς υμών- ο γάρ ζυγός μου χρηστός – και πταισμάτων μεγάλων ιαματικός – υπάρχει» (πρβλ. Ματθ. ια΄ 28-30).
3. Όσοι πηγαίνομε να παρασταθούμε ενώπιον του Βασιλέως και Θεού και να συνομιλήσωμε μαζί Του, ας μη προχωρούμε χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία. Διότι υπάρχει φόβος, εάν μας ιδή από μακρυά να μην έχωμε τα όπλα και την στολή που αρμόζουν για την παρουσίαση ενώπιον του Βασιλέως, να διατάξη τους υπηρέτας και λειτουργούς Του να μας δέσουν και να μας εξορίσουν μακρυά από το πρόσωπό Του, και τις δεήσεις μας να τις σχίσουν και να τις πετούν στο πρόσωπό μας.
4. Όταν ξεκινάς να σταθής ενώπιον του Κυρίου, ας είναι ο χιτών της ψυχής σου υφασμένος εξ ολοκλήρου με το νήμα ή μάλλον με το λήμμα της αμνησικακίας. Ειδεμή τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθής από τον προσευχή. Όλο το ύφος και το λεκτικό της προσευχής σου ας είναι ανεπιτήδευτο, διότι ο τελώνης και ο άσωτος με έναν μόνο λόγο συμφιλιώθηκαν με τον Θεόν.
5. Μία είναι εξωτερικώς η στάσις στην προσευχή, αλλά παρουσιάζει εσωτερικώς πολλές ποικιλίες και διαφορές. Άλλοι συνομιλούν μαζί Του σαν με φίλο και κύριό τους, και Του προσφέρουν τον ύμνο και την ικεσία χάριν των άλλων και όχι του εαυτού τους. Άλλοι ζητούν πλούτο και δόξα και περισσοτέρα παρρησία. Άλλοι παρακαλούν να απαλλαγούν τελείως από τον εχθρό τους. Μερικοί ικετεύουν να τους δοθή κάποια τιμή, και μερικοί για την τελεία εξάλειψι του χρέους τους. Άλλοι ζητούν απελευθέρωσι από τα δεσμά των παθών, και άλλοι συγχώρησι των ανομημάτων τους.
6. Πριν απ΄ όλα ας βάλωμε στον κατάλογο της δεήσεώς μας την ειλικρινή ευχαριστία. Στην δεύτερη σειρά, την εξομολόγησι των αμαρτιών μας και την συντριβή της ψυχής μας με συναίσθησι. Και εν συνεχεία ας αναφέρωμε τα αιτήματά μας προς τον Παμβασιλέα. Ο τρόπος αυτός της προσευχής είναι άριστος, όπως απεκαλύφθη σε κάποιον από τους αδελφούς από Άγγελον του Κυρίου.
7. Εάν κάποτε εστάθηκε ως υπόδικος εμπρός σε επίγειο δικαστή, δεν χρειάζεσαι άλλο υπόδειγμα για την παράστασι στην προσευχή σου. Εάν δε δεν εστάθηκες ακόμη, αλλά ούτε και άλλους είδες να δικάζωνται, τουλάχιστον ας το διδαχθής αυτό από τις ικεσίες των ασθενών προς τους ιατρούς, όταν πρόκειται να χειρουργηθούν ή να καυτηριασθούν.
8. Μην επιτηδεύεσαι τα λόγια της προσευχής σου. Διότι πολλές φορές τα απλά και ανεπιτήδευτα ψελλίσματα των μικρών παιδιών ευχαρίστησαν και ικανοποίησαν τον ουράνιο Πατέρα τους.
9. Μη ζητής να λέγης πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπισθή ο νους σου, αναζητώντας λόγια. Ένας λόγος πίστεως έσωσε τον ληστή. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές εδημιούργησε στο νου φαντασίες και διάχυσι, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου.
10. Όταν αισθάνεσαι γλυκύτητα ή κατάνυξι σε κάποιο λόγο της προσευχής σου, σταμάτησε σ΄ αυτόν, διότι τότε συμπροσεύχεται μαζί μας ο φύλαξ Άγγελός μας.
11. Μή προσεύχεσαι με παρρησία, έστω και εάν διαθέτης καθαρότητα. Αντιθέτως πλησίασε με πολλή ταπεινοφροσύνη, και έτσι θα αποκτήσης περισσοτέρα παρρησία.
12. Και αν ακόμη έχης ανεβή όλη την κλίμακα των αρετών, και τότε πάλι να προσεύχεσαι υπέρ αφέσεως των αμαρτιών σου, ακούοντας τον Παύλο να βοά: «Αμαρτωλών πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμοθ. α΄ 15).
13. Τα φαγητά τα αρτύουν με το λάδι και το αλάτι. Και στην προσευχή δίνουν φτερά η ζωή της σωφροσύνης και αγνότητος, και τα δάκρυα.
14. Αν ενδυθής καλά την πραότητα και την αοργησία, τότε δεν θα κοπιάσης πολύ να ελευθερώσης τον νου σου από την αιχμαλωσία.
15. Έως ότου αποκτήσωμε προσευχή εναργή, θα ομοιάζωμε με εκείνους που γυμνάζουν στις αρχές τα νήπια πώς να βαδίζουν.
16. Να πυκτεύης, ώστε να ανυψώνης ή μάλλον να περικλείης την σκέψι σου μέσα στα λόγια της προσευχής. Και εάν, λόγω της νηπιακής σου πνευματικής καταστάσεως, ατονήση και ξεφύγη, συμμάζεψέ την πάλι. Διότι ίδιον του νου είναι το άστατον, και ίδιον του Θεού το να μπορή όλα να τα σταθεροποιή.
17. Αν αγωνίζεσαι συνεχώς και αποφασιστικώς, τότε θα σε επισκεφθή και εσένα Εκείνος πού θέτει όρια στην θάλασσα του νου και κατά την ώρα της προσευχής σου θα της ειπή: «Μέχρι τούτου ελεύση, και ούχ υπερβήση» (Ιώβ λη΄ 11).
18. Είναι αδύνατο να δεσμεύση κάποιος ένα πνεύμα, (όπως τον νου). Όπου όμως παρουσιασθή ο Κτίστης του πνεύματος, τα πάντα υποτάσσονται.
19. Εάν κάποτε αντίκρυσες καθαρά τον Ήλιο, (δηλαδή τον Χριστόν), τότε θα κατορθώσης και να συνομιλήσης μαζί Του όπως πρέπει. Ειδεμή, πώς μπορείς να συνομιλής πραγματικά με κάποιον πού δεν τον έχεις ιδεί;
20. Αρχή της προσευχής είναι το να διώκωνται οι εχθρικές προσβολές στην αρχή τους, με ένα αποφασιστικό λόγο. Μέσον, το να παραμένη ο νους στα λόγια και στα νοήματα της προσευχής. Και τέλος, το να αρπαγή ο νους προς τον Κύριον.
21. Άλλη είναι η αγαλλίασις που δοκιμάζουν στην προσευχή τους οι κοινοβιάτες, και άλλη οι ησυχασταί. Διότι η πρώτη ίσως να επηρεάζεται κάπως από την κενοδοξία, ενώ η δευτέρα είναι γεμάτη από ταπεινοφροσύνη.
22. Εάν γυμνάζης πάντοτε τον νου σου να μη φεύγη μακρυά, τότε και κατά την ώρα της τραπέζης θα ευρίσκεται κοντά σου. Εάν όμως συνηθίζη να περιπλανάται ελεύθερα, ποτέ δεν θα κατορθωθή να παραμένη πλησίον σου.
23. Ο μεγάλος εργάτης της μεγάλης και τελείας προσευχής (δηλαδή ο Απόστολος Παύλος), λέγει: «Θέλω ειπείν πέντε λόγους τώ νοί μου» κ.τ.λ. (Α΄ Κορ. ιδ΄ 19), πράγμα που είναι ξένο για τους νηπίους και αρχαρίους. Γι΄αυτό εμείς σαν ατελείς, εκτός από την ποιότητα, έχομε ανάγκη και από την ποσότητα της προσευχής. Το δεύτερο άλλωστε είναι πρόξενο του πρώτου. «Ο Θεός -λέγει η Γραφή- δίνει προσευχή καθαρή σ΄εκείνον πού προσεύχεται, έστω και ρυπαρά, αλλά χωρίς να υπολογίζη κόπο και πόνο» (πρβλ. Α΄ Βασ. β΄ 9).
24. Άλλο πράγμα είναι ο ρύπος της προσευχής και άλλο ο αφανισμός και άλλο η κλοπή και άλλο ο μώμος. Ο ρύπος είναι το να ίστασαι ενώπιον του Θεού και να έχης αισχρές σκέψεις. Ο αφανισμός είναι το να αιχμαλωτίζεται ο νους σου από μάταιες φροντίδες και μέριμνες. Η κλοπή είναι το να πέφτη η σκέψις ανεπαίσθητα σε ρεμβασμούς. Και μώμος είναι ο οιοσδήποτε πειρασμός πού έρχεται να μας θίξη την ώρα της προσευχής.
25. Όταν δεν είμαστε μόνοι μας κατά την ώρα της προσευχής τότε ας λαμβάνωμε μόνο εσωτερικά την αρμόζουσα ικετευτική στάσι. Όταν όμως απουσιάζουν εκείνοι πού θα μας επαινούσαν, τότε ας συμμορφώσουμε αναλόγως και την εξωτερική μας στάσι. Διότι στους ατελείς πολλές φορές ο νους συμμορφώνεται προς την στάσι του σώματος.
26. Όλοι βέβαι, αλλά περισσότερο εκείνοι πού πηγαίνουν στον βασιλέα για να ζητήσουν άφεσι του χρέους των, έχουν ανάγκη από απερίγραπτη συντριβή.
27. Εάν ακόμη ευρισκώμαστε στο δεσμωτήριο, ας ακούσωμε τα λόγια του Αγγέλου προς τον Πέτρο: «Ζώσου την ποδιά της υπακοής, βγάλε από πάνω σου τα θελήματά σου, και έτσι γυμνός πλησίασε και προσευχήσου στον Κύριον, ζητώντας το ιδικό Του μόνο θέλημα» (πρβλ. Πράξ. ιβ΄ 8), και θα αποκτήσης τότε τον Θεόν, ο οποίος θα κρατά το τιμόνι της ψυχής σου και θα σε κυβερνά ακίνδυνα.
28. Αφού εγερθής από την φιλοκοσμία και την φιληδονία, πέταξε από πάνω σου τις μέριμνες, βγάλε από πάνω σου τις σκέψεις, απαρνήσου το σώμα, (και τότε προσευχήσου). Διότι η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποξένωσις από όλον τον ορατό και αόρατο κόσμο.
Θεέ μου, «τι γάρ μοι υπάρχει έν τώ ουρανώ»; Τίποτε! «Και παρά σού τι ηθέλησα επί της γής»; (πρβλ. Ψαλμ. οβ΄ 25). Τίποτε! Παρά μόνο το να προσκολλώμαι πάντοτε σ΄ Εσένα απερίσπαστα μέσω της προσευχής. Μερικοί ζουν με την επιθυμία του πλούτου, άλλοι με της δόξης και άλλοι με κάποιου άλλου κτίσματος. «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τώ Θεώ επιθυμητόν εστί, τίθεσθαι έν αυτώ την ελπίδα της απαθείας μου» (πρβλ. Ψαλμ. οβ΄ 28).
29. Η πίστις έδωσε φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν η προσευχή δεν μπορεί να πετάξη στον ουρανό.
30. Όσοι είμαστε εμπαθείς ας παρακαλέσωμε γι΄αυτό με επιμονή τον Κύριον, διότι όλοι οι απαθείς από την εμπάθεια προχώρησαν και έφθασαν στην απάθεια.
31. Παρ΄ όλον ότι σαν Θεός πού είναι δεν φοβείται τον Θεό ο «Κριτής» (πρβλ. Λουκ. ιη΄ 2), έν τούτοις όμως, επειδή τον ενοχλεί η χήρα, η ψυχή δηλαδή πού εχήρευσε από Αυτόν με τις αμαρτίες και τις πτώσεις της, θα εκδικηθή και θα την σώση από τον αντίδικό της, από το σώμα δηλαδή και από τους εχθρούς της δαίμονας.
32. Ο Θεός, ο καλός μας οικονόμος, τους ευγνώμονες τους εφελκύει στην αγάπη Του με την σύντομη εκπλήρωσι του αιτήματός των. Ενώ τις αχάριστες και όμοιες με τους σκύλους ψυχές τις αναγκάζει να κάθωνται πλησίον Του προσευχόμενες, πεινασμένες και διψασμένες για το αίτημά τους. Διότι ο αγνώμων σκύλος, μόλις πάρη το ψωμί, απομακρύνεται αμέσως από εκείνον πού του το έδωσε.
33. Να μη λέγης ότι, αν και προσευχήθηκες πολύν καιρό, δεν κατώρθωσες τίποτε, διότι ήδη κάτι σπουδαίο κατώρθωσες. Τι, αλήθεια, υπάρχει ανώτερο από την προσκόλλησι στον Κύριον και από την συνεχή παραμονή σ΄αυτήν την ένωσι;
34. Δεν φοβείται τόσο ο κατάδικος την απόφασι της τιμωρίας του, όσο φοβείται ο εργάτης της προσευχής την στάσι του στην ώρα της προσευχής. Γι΄αυτό, αν είναι σοφός και έξυπνος, με την ανάμνησι αυτής της ώρας θα μπορή να αποστρέφεται κάθε λοιδορία και οργή και μέριμνα και ασχολία και θλίψι και χορτασμό και λογισμό και πειρασμό.
35. Να προετοιμάζεσαι με την αδιάλειπτο εσωτερική προσευχή προκειμένου να σταθής να προσευχηθής, και έτσι σύντομα θα προοδεύσης (στην προσευχή).
36. Είδα μερικούς να λάμπουν στην υπακοή τους και να μην αμελούν, όσο τους ήταν δυνατό, την νοερά μνήμη του Θεού. Και μόλις εστάθηκαν στην προσευχή, εκυριάρχησαν σύντομα στον νου τους, αυτοσυγκεντρώθηκαν και έχυναν κρουνηδόν τα δάκρυα. Και τούτο, διότι ήταν προετοιμασμένοι από την οσία υπακοή.
37. Στην ψαλμωδία πού γίνεται με πολλούς ακολουθούν αιχμαλωσίες και ρεμβασμοί. Στην κατά μόνας όμως προσευχή δεν παρατηρούνται αυτά. Αλλά αυτήν την πολεμεί η ακηδία, ενώ την πρώτη την βοηθεί η προθυμία.
38. Την αγάπη του στρατιώτου προς τον βασιλέα την έδειξε η ώρα του πολέμου. Και την αγάπη του μοναχού προς τον Θεόν την εδοκίμασε ο καιρός και ο τρόπος της προσευχής. Την πνευματική σου κατάστασι θα σου την φανερώση η προσευχή σου. Οι θεολόγοι άλλωστε εχαρακτήρισαν την προσευχή καθρέπτη του μοναχού.
39. Εκείνος που ασχολείται με κάτι και το συνεχίζει, ενώ εσήμανε η ώρα της προσευχής, αυτός εμπαίζεται από τους δαίμονας. Διότι αυτό επιδιώκουν οι κλέπτες, ώρα με την ώρα να κλέβουν τον χρόνο της προσευχής μας.
40. Μην αρνήσαι να προσεύχεσαι για κάποια ψυχή (πού σου το εζήτησε), έστω και αν δεν διαθέτης καρποφόρο προσευχή. Διότι η πίστις εκείνου πού εζήτησε την προσευχή, έσωσε πολλές φορές κι εκείνον που προσευχήθηκε και μάλιστα με συντριβή καρδίας. Μην υπερηφανεύεσαι, εάν προσεύχεσαι για άλλους και εισακούεσαι, διότι η πίστις αυτών ενήργησε, ώστε να εισακουσθή η προσευχή σου.
41. Κάθε μαθητής θα εξετάζεται από τον διδάσκαλό του καθημερινά στα μαθήματά πού εδιδάχθη. Και από κάθε νού θα ζητηθή, και δικαίως, να παρουσιάση σε κάθε προσευχή του την δύναμι εκείνη πού έλαβε από τον Θεόν. Γι΄αυτό ας προσέχωμε.
42. Όταν προσευχηθής με προσοχή και επιμέλεια, τότε σύντομα θα πολεμηθής από το πάθος της οργής, διότι έτσι είναι το σχέδιο των δαιμόνων. Κάθε αρετή, πρό πάντων όμως την προσευχή, ας την εργαζώμεθα πάντοτε με πολλή συναίσθησι. Και η ψυχή τότε προσεύχεται με συναίσθησι, όταν υπερνικήση τον θυμό
43. Όσα αποκτούμε με πολλές ικεσίες και σε πολύ χρόνο, αυτά είναι μόνιμα. Όποιος απέκτησε μέσα του τον Κύριον, δεν ρυθμίζει πλέον ο ίδιος τα λόγια και το σχέδιο της προσευχής, διότι τότε «το πνεύμα εντυγχάνει υπέρ αυτού στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26).
44. Να μη δεχθής στην προσευχή σου καμμία αισθητή εικόνα και φαντασία για να μη (πλανηθής και) παραφρονήσης.
45. Για κάθε αίτημα η πληροφορία εμφανίζεται στην προσευχή. Πληροφορία είναι η απαλλαγή από την αμφιβολία. Πληροφορία είναι η βεβαία και ασφαλής φανέρωσις ενός αγνώστου πράγματος.
46. Να γίνεσαι υπερβολικά ελεήμων και συμπονετικός, σύ πού καλλιεργείς την προσευχή. Διότι με την ελεημοσύνη οι μοναχοί «εκατονταπλασίονα λήψονται» στην παρούσα ζωή. Και το επόμενο του ευαγγελικού λόγου, (δηλαδή το «ζωήν αιώνιον κληρονομήσουσι), (Ματθ. ιθ΄ 29), θα το απολαύσουν στον μέλλοντα αιώνα.
47. Ήλθε το πύρ (του θείου πόθου) μέσα στην καρδιά και ανέστησε την προσευχή. Αφού δε η προσευχή ανεστήθη και ανελήφθη στους ουρανούς, έγινε στο ανώγειο της ψυχής η κάθοδος του πυρός (του Αγίου Πνεύματος).
48. Μερικοί ισχυρίζονται ότι η προσευχή είναι ανωτέρα από την μνήμη του θανάτου. Εγώ όμως γνωρίζω να ανυμνώ εξ ίσου τις δύο ουσίες της μιας υποστάσεως.
49. Ο ικανός ίππος συνήθως, καθώς αρχίζει να τρέχη, θερμαίνεται και προχωρώντας αυξάνει την ταχύτητα του δρόμου του. Ως δρόμο εννοώ την υμνωδία και ως ίππο τον ανδρείο νου, ο οποίος «πόρρωθεν οσφραίνεται πολέμου» (Ιώβ λθ΄ 25) και προετοιμάζεται για την μάχη και πάντοτε δείχνεται ανίκητος.
50. Είναι βαρύ να αρπάξης το νερό από το στόμα του διψασμένου. Βαρύτερο όμως είναι να διακόψης μία ψυχή πού προσεύχεται με κατάνυξι από την πολυπόθητη αυτή προσευχή της πρίν την τελειώση.
51. Μην αναχωρήσης από την προσευχή σου, πρίν ιδής να σταματούν, σύμφωνα με την οικονομία του Θεού, το πύρ (της χάριτος) και το ύδωρ (των δακρύων). Διότι ίσως να μη σου δοθή πάλι σε ολόκληρη την ζωή σου τέτοια ευκαιρία για την συγχώρησι των αμαρτιών σου. Εκείνος πού εγεύθηκε την χάρι της προσευχής, συνέβη ώστε πολλές φορές από έναν (απρόσεκτο) λόγο πού είπε να μολύνη τον νου του, και έτσι μόλις στάθηκε στην προσευχή δεν ευρήκε το ποθούμενο όπως συνήθως.
52. Άλλο είναι να ε π ι σ κ ο π ή ς (να εποπτεύης δηλαδή) συχνά την καρδιά σου και άλλο το να
ε π ι σ κ ο π ε ύ σ η ς (να κάνης δηλαδή χρέος επισκόπου) σ΄ αυτήν. Στην πρώτη περίπτωσι ο νους ομοιάζει με άρχοντα, ενώ στην δευτέρα με αρχιερέα, ο οποίος προσφέρει στον Χριστόν λογικές θυσίες[2]. Και όπως λέγει κάποιος πού έλαβε την προσωνυμία του θεολόγου[3], το Άγιον και Υπερουράνιον πύρ, (δηλαδή το Άγιον Πνεύμα), τους πρώτους τους επισκέπτεται ως φλόγα και τους καταφλέγει, διότι έχουν ακόμη ανάγκη καθάρσεως, ενώ τους δευτέρους ως φως και τους φωτίζει, διότι έφθασαν στα μέτρα της τελειότητος.
Το ίδιο δηλαδή Άγιον Πνεύμα ονομάζεται και «πύρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ΄ 29) και «φως φωτίζον» (πρβλ. Β΄ Κορ. δ΄ 6). Γι΄αυτό και μερικοί όταν εξέρχωνται από την προσευχή, είναι σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι συγχρόνως μία ελάφρωσι και ένα καθαρισμό από τον ρύπο και το βάρος της αμαρτίας. Και άλλοι πάλι αισθάνονται σαν να εφωτίσθηκαν με φως και σαν να εφόρεσαν την διπλοΐδα της ταπεινώσεως και της αγαλλιάσεως. Όσοι εξέρχονται από την προσευχή τους χωρίς να αισθάνονται καμμία από τις δύο αυτές ενέργειες, αυτοί προσεύχονται όχι πνευματικά, αλλά σωματικά, για να μην ειπώ ιουδαϊκά. Διότι, εάν ένα ανθρώπινο σώμα πού εγγίζει σε άλλο υφίσταται κάποια επίδρασι και αλλοίωσι, πώς δεν θα δοκιμάση επίδρασι και αλλοίωσι εκείνος πού με καθαρά χέρια εγγίζει (διά της προσευχής και της θεωρίας) το «σώμα» του Θεού;
53. Ο πανάγαθος Βασιλεύς μας, όπως ακριβώς και ο επίγειος βασιλεύς, προσφέρει τα δώρα του στους στρατιώτες του άλλοτε ο ίδιος, άλλοτε με έναν φίλο του, άλλοτε με ένα υπηρέτη του και άλλοτε με άγνωστο τρόπο. Αλλά και ανάλογα με τον χιτώνα της ταπεινώσεως πού ο καθένας φορεί.
54. Στον επίγειο βασιλέα είναι αποκρουστικός εκείνος πού παρίσταται ενώπιόν του και εν συνεχεία γυρίζει το πρόσωπό του και συζητεί με τους εχθρούς του βασιλέως. Παρόμοια είναι αποκρουστικός στον Κύριον αυτός πού, ενώ προσεύχεται, δέχεται ακάθαρτους λογισμούς.
55. Όταν βλέπης τον κύνα να έρχεται (για να σε αποσπάση με κάποια πρόφασι από την προσευχή), κυνήγα τον με το όπλο. Και κάθε φορά πού γαυγίζει με αναίδεια, μην υποχωρής.
56. Να αιτής με δάκρυα και πένθος. Να ζητής με υπακοή. Να κρούης με μακροθυμία. Διότι «ο ούτως αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Λουκ. ια΄ 10). Πρόσεξε μήπως προσευχηθής χωρίς την απαιτούμενη προσοχή για κάποια γυναίκα, και σε κλέψη εκ δεξιών ο διάβολος.
57. (Όταν προσεύχεσαι), μη θέλης να εξομολογήσαι τις σαρκικές αμαρτίες σου λεπτομερώς και όπως ακριβώς έγιναν, για να μη γίνης σύ ο ίδιος επίβουλος και επικίνδυνος στον εαυτό σου.
58. Ο καιρός της προσευχής ας μη γίνη για σένα ώρα πού θα σκεφθής σπουδαία και αναγκαία θέματα, έστω και πνευματικά. Διαφορετικά άφησες και σου έκλεψαν το πολυτιμότερο.
59. Όποιος κρατά στα χέρια του το ραβδί της προσευχής, δε πρόκειται να σκοντάψη. Αλλά και αν ακόμη σκοντάψη, δε θα πέση εντελώς. Διότι η προσευχή είναι ένας ευσεβής τύραννος του Θεού. Την ωφέλεια εκ της προσευχής μπορούμε να την καταλάβουμε από τα εμπόδια πού μας φέρνουν οι δαίμονες κατά τις ώρες των Ακολουθιών. Τον δε καρπό της προσευχής, από την ήττα του εχθρού, καθώς το λέγει και ο Ψαλμωδός: «Εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με, ότι ού μη επιχαρή ο εχθρός μου επ΄ εμέ» (Ψαλμ. μ΄ 12) τον καιρό του πολέμου. Λέγει δε επίσης: «Εκέκραξα έν όλη καρδία μου» (πρβλ. Ψαλμ. ριη΄ 145), δηλαδή και με το στόμα μου και με την ψυχή μου και με το πνεύμα μου, διότι όπου ευρίσκονται συγκεντρωμένοι οι δύο τελευταίοι, (η ψυχή και το πνεύμα), εκεί ανάμεσά τους ευρίσκεται και ο Θεός (πρβλ. Ματθ. ιη΄ 20).
60. Ούτε τα σωματικά ιδιώματα, αλλά ούτε και τα πνευματικά είναι σε όλους όμοια. Και γι΄ αυτό σε άλλους φαίνεται πιο κατάλληλος η σύντομος ψαλμωδία και σε άλλους η μακροτέρα. Και οι πρώτοι ισχυρίζονται ότι πολεμούν έτσι την αιχμαλωσία του νου τους, ενώ οι δεύτεροι την αμάθειά τους.
61. Εάν αδιάκοπα προσεύχεσαι στον Βασιλέα κατά των εχθρών σου, οσάκις έρχωνται να σε πειράξουν, έχε θάρρος και δεν πρόκειται να κοπιάσης πολύ. Διότι αυτοί οι ίδιοι θα απομακρυνθούν από κοντά σου σύντομα, επειδή δεν θέλουν οι ανόσιοι να σε βλέπουν να στεφανώνεσαι πολεμώντας εναντίον τους με την προσευχή. Επί πλέον, θα φύγουν και επειδή τους μαστιγώνει η προσευχή σαν φωτιά.
62. Δείξε όλη την ανδρεία σου και την προθυμία σου (όταν προσεύχεσαι), και θα έχης τον ίδιον τον Θεόν διδάσκαλο στην προσευχή σου.
63. Δεν μπορούμε να διδαχθούμε το πώς να βλέπωμε, διότι έκ φύσεως το γνωρίζομε μόνοι μας. Παρόμοια δεν μπορούμε να γνωρίσωμε με την διδασκαλία του άλλου το κάλλος της προσευχής. Διότι η προσευχή έχει ως διδάσκαλό της τον Θεόν, «τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν, και διδόντα ευχήν τώ ευχομένω και ευλογούντα έτη δικαίων» (Ψαλμ. ﻜ΄ γ΄ 10 - Α΄ Βασ. β΄ 9).
Αμήν.
------------------------------
[1] Η έκφρασις «συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν», δηλώνει ότι διά της προσευχής επιτυγχάνεται πραγματική θεοκοινωνία, μέθεξις του θείου. Ο Θεός βέβαια είναι αμέθεκτος, ακοινώνητος, αναφής ως προς την άκτιστη φύσι Του, πλήν όμως είναι μεθεκτός, κοινωνητός, απτός ως προς τις άκτιστες ενέργειές Του, ως προς την άκτιστη χάρι και δόξα Του.
[2] Ο νους, όταν κυβερνά καλώς την καρδία και την προστατεύη από τους εχθρούς, επιτελεί χρέη άρχοντος (βασιλικόν ήθος). Και όταν διά της προσευχής προσφέρη στον Χριστόν καθαρά και άγια καρδιακά κινήματα και νοήματα, επιτελεί χρέη αρχιερέως, ο δε άνθρωπος μεταβάλλεται σε έμψυχο θυσιαστήριο (ιερατικόν ήθος). Εδώ πίσω από την βραχυλογία της Κλίμακος κρύπτεται μέγα βάθος και πλάτος θείων εννοιών και μυστικών καταστάσεων – «φρέαρ βαθύ»!