Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΠΕΡΙ ΕΞOΔΟΥ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΑΕΡΙΩΝ ΤΕΛΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΟΒΕΡΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

Οι διηγήσεις που ακολουθούν είναι γραμμένες στα Μηναία. Την αυθεντικότητα τους και ιστορικότητα τους εγγυάτε η αγία Εκκλησία μας, που τις περιέλαβε στο επίσημο Μηνολόγιο Της.
 
1.
Την 3η Οκτωβρίου
Μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου Αρεοπαγίτου
Βρέθηκα κάποτε στην Κρήτη- γράφει ο άγιος Διονύσιος - όπου με φιλοξένησε ο ιερός Κάρπος. άνθρωπος περισσότερο απο κάθε άλλον ικανός στην θεοπτία, για την πολλή καθαρότητα του νου του. Δεν τολμούσε μάλιστα να τελέσει τα ιερά μυστήρια, αν προηγουμένως, κατά τις προκαταρτικές ευχές, δεν του παρουσιαζόταν κάποια ιερή κι ευνοϊκή όραση.
Έλεγε λοιπόν ο Κάρπος, πως κάποτε τον είχε λυπήσει ένας άπιστος. Και αιτία της λύπης ήταν οτι ο άπιστος χώρισε απο την Εκκλησία κι έσυρε στην αθεΐα ενα χριστιανό, όταν ακόμα τελούνταν οι ιλάριες ημέρες του δηλαδή η εβδομάδα που μόλις είχε βαπτισθή. 
Σ' αυτή την περίπτωση ο Κάρπος όφειλε να προσευχηθεί με αγαθότητα και για τους δύο, και παίρνοντας έτσι βοηθό το Σωτήρα Θεό, τον ενα να επαναφέρει στην Εκκλησία και τον άλλο να κερδίσει με την καλοσύνη του, μη σταμαρώντας να τον νουθετεί σ' όλη του τη ζωή. Μ' αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να τους οδηγήσει στη γνώση του αληθινού Θεού.
Αυτός όμως, δεν ξέρω πως, έπαθε κάτι που δεν είχε ξαναπάθει. Άφησε δηλαδή να γλιστρήσει μέσα στην ψυχή του μεγάλη αγανάκτηση και πικρία, κι έπεσε να κοιμηθεί- μια και ήταν βράδυ- βρισκόμενος σ' αυτή την άσχημη ψυχική κατάσταση.
Γύρω στα μεσάνυχτα σηκώθηκε- γιατί συνήθιζε να ξυπνάει μόνος του αυτή την ώρα, για να ψέλνει τους ιερούς ύμνους. Καθώς όμως στεκόταν στην προσευχή, ένιωθε εμπαθή λύπη και στεναχώρια, κι έλεγε πως δεν είναι δίκαιο να ζούν ανθρώποι άθεοι, που διαστρέφουν τους ίσιους δρόμους του Κυρίου. Και λέγοντας αυτά, παρακαλούσε τον Θεό να ρίξει κεραυνό και να δώσει μεμιάς τέλος στη ζωή και των δύο απίστων.
Δεν τελείωσε τα λόγια του, και του φάνηκε, λέει, πως είδε ξαφνικά το σπίτι, όπου βρισκόταν, να σείεται πρώτα, κι έπειτα να χωρίζεται στα δυό, απο την οροφή μέχρι τα θεμέλια, ενώ μια υπέρλαμπρη πύρινη φλόγα κατέβαινε απο τον ουρανό μέχρι τον ίδιο. Ο τόπος του φαινόταν τώρα πιά σαν υπαίθριος. Το ουράνιο στερέωμα ήταν ανοικτό και πάνω του καθόταν ο Ιησούς, ενω απειράριθμοι ανθρωπόμορφοι άγγελοι παράστεκαν δίπλα Του. Κοιτάζοντας ο Κάρπος προς τα πάνω, έβλεπε όλα αυτά και θαύμαζε
Όταν όμως έσκυψε και προς τα κάτω, είδε, λέει, και το έδαφος σκισμένο σ' ένα απύθμενο και σκοτεινό χάσμα. Είδε κι εκείνους τους ανθρώπους που καταριόταν, να στέκονται μπροστά του, στο άνοιγμα του χάσματος, τρομοκρατημένοι, ελεεινοί, έτοιμοι να γκρεμιστούν απο στιγμή σε στιγμή, γιατί έτρεμαν τα πόδια τους. Κάτω απο το χάσμα έβγαιναν φίδια, που σέρνονταν μέχρι τα πόδια τους, άλλοτε πασχίζοντας να τους παρασύρουν, κουλουριάζοντας τα σώματα και πιέζοντας και τραβώντας τους, και άλλοτε ερεθίζοντας και γαργαλίζοντας με τα δόντια και τις ουρές. Με λίγα λόγια, με κάθε τρόπο τα φίδια προσπαθούσαν να τους ρίξουν μέσα στο χάος. Είδε ακόμη ανάμεσα στα φίδια μερικούς αγριανθρώπους, που ορμούσαν μαζί μ' αυτά εναντίον των δύο δυστυχισμένων, ταρακουνώντας και σπρώχνοντας και χτυπώντας τους. Και φαίνονταν έτοιμοι να πέσουν και οι δυό- ζητόντας το απο τη μιά, αλλά αλλάζοντας γνώμη απο την άλλη. Εξαναγκάζονταν σ' αυτό απο το κακό, αλλά και πείθονταν, θαρρείς, σιγά σιγά.
Ο Κάρπος ευχαριστιόταν, καθώς έλεγε, να βλέπει ότι γινόταν κάτω, κι έτσι αδιαφορούσε για τα πάνω. Ανυπομονούσε να πέσουν, και στεναχωριόταν που δεν είχαν πέσει ακόμα! Πολλές φορές μάλιστα προσπάθησε κι αυτός να τους ρίξει, μα δεν τα κατάφερε, και γι' αυτό αγανάκτησε κι άρχισε τις κατάρες.
Όταν τελικά σήκωσε το βλέμμα ψηλά, είδε πάλι τον ουρανό, όπως ακριβώς τον είχε δεί και πρίν. Είδε και τον Ιησού, γεμάτο έλεος για τα γινόμενα, να κατεβαίνει μέχρι τους δυό ανθρώπους και να τους προσφέρει το πανάγαθο χέρι Του σε βοήθεια. Έτρεξαν και οι άγγελοι να βοηθήσουν.
 Άπλωσε τότε ο Ιησούς το άλλο χέρι Του και είπε στον Κάρπο:
 - Χτύπα εμένα, λοιπόν! Γιατί είμαι έτοιμος να πάθω και πάλι και πολλές φορές ακόμα για τη σωτηρία των ανθρώπων! Και θα το κάνω με χαρά, αν πρόκειται να μην αμαρτήσουν άλλοι. Πρόσεχε όμως, μην τυχόν την παραμονή σου μαζί με το Θεό και τους αγαθούς και φιλανθρώπους αγγέλους την ανταλλάξεις δίκαια με την παραμονή μέσα στο χάσμα, μαζί με τα φίδια!


2.
Μνήμη της οπτασίας Κοσμά μοναχού, φοβεράς και ωφελίμου
Το δέκατο τρίτο χρόνο της βασιλείας του Ρωμανού ( 920-944μ.Χ.), ζούσε στη Βασιλεύουσα (Κων/πολη) κάποιος άνδρας, που υπηρετούσε σαν ένας απο τους πιο έμπιστους φύλακες του βασιλικού κοιτώνα του Αλεξάνδρου, προκατόχου του Ρωμανού στο θρόνο. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος προτίμησε τη μοναχική ζωή. Έγινε μοναχός με τ' όνομα Κοσμάς, και αργότερα ηγούμενος του μοναστηριού που βρίσκεται κοντά στο Σάγαρη ποταμό. Κάποτε όμως τον χτύπησε μια πολύ βαριά αρρώστια, που τον ταλαιπωρούσε για πολύ καιρό.
Συμπλήρωνε ήδη πέντε μήνες σ' αυτή τη φοβερή δοκιμασία, όταν μια μέρα, γύρω στην τρίτη ώρα, συνήλθε λίγο, ανασηκώθηκε μαλακά πάνω στο μικρό του κρεβάτι και ανακάθησε, στηριζόμενος απο το ένα μέρος κι απο το άλλο στους αδελφούς που τον διακονούσαν.
Μόλις όμως κάθησε, έπεσε σε έκσταση. Έμεινε σ' αυτή την κατάσταση απο την τρίτη ώρα μέχρι την ενάτη. Τα μάτια του ήταν ανοικτά και στηλωμένα στην οροφή του κελλιού του, ενω το στόμα του σιγοψιθύριζε λόγια άναρθρα και εντελώς ακατανόητα.
Στο μεταξύ, κάποια στιγμή, ξαναήρθε λίγο στον εαυτό του και ζητούσε απο τους παρευρισκομένους αδελφούς δυό κομμάτια ξερό ψωμί.
- Δώστε μου τις δυό φέττες ψωμί, που πήρα από τον άγιο γέροντα, είπε - κι έβαλε τα χέρια στον κόρφο του ψάχνοντας να τις βρεί.
Μερικοί απο τους παρόντες κατάλαβαν πως είδε οπτασία. Τον ικέτευαν λοιπόν να τους φανερώσει το μεγάλο αυτό μυστήριο.
 -Πές μας, πάτερ, του έλεγαν. Μη μας στερήσεις την ωφέλεια. Που ήσουνα τόσες ώρες; Σε ποιά μυστική θεωρία είχες ανυψωσει το νου σου; Είδαμε που μισάνοιγες τα χείλη σου. Με ποιόν συνομιλούσες;
Εκείνος βλέποντας να τον παρακαλούν τόσο σπαρακτικά είπε:
-Σταματήστε, παιδιά μου. Κι αν επιτρέψει ο Κύριος να ξανάρθω στον εαυτό μου, θα εκπληρώσω το αίτημα σας.
Το πρωΐ λοιπόν μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί κοντά του. Κι εκείνος άρχισε να διηγείται:
 -Πατέρες και αδελφοί, είναι πάνω απο κάθε νου και γλώσσα ανθρώπινη όσα είδα. Γι' αυτό και μου είναι αδύνατο να τα διηγηθώ με λεπτομέρειες. Πλήν όμως, θα σας διηγηθώ όσα μπορέσω να θυμηθώ.
Καθώς ήμουνα καθισμένος στο μικρό μου κρεβάτι, στηριγμένος σε δύο αδελφούς, μου φάνηκε πως είδα στ' αριστερά μου ενα πλήθος παράξενα ανθρωπάκια με μαύρα πρόσωπα. Η μαυρίλα όμως δεν ήταν σ' όλα η ίδια, αλλά σ' άλλα περισσότερη και σ' άλλα λιγότερη. Και σ' άλλα ανθρωπάκια τα μάτια τους ήταν γυρισμένα,  άλλα τα μάτια τους είχαν χρώμα κιτρινόμαυρο, άλλα αιμοστάλαχτο χρώμα, φονικά και θηριώδη. Άλλου πάλι τα χείλη ήταν μελανιασμένα και πρησμένα, άλλου το ένα χείλος ήταν πρησμένο, είτε το πάνω είτε το κάτω.
Αυτά λοιπόν τ' ανθρωπάκια πλησίασαν το κρεβάτι μου και αγωνίζονταν να με πάρουν από κοντά σας. Και στην αρχή μεν, βλέποντας εσάς γύρω μου, ένιωθα να μην τα φοβάμαι πολύ ούτε να χάνω την ψυχραιμία μου μπροστά στην ορμητικότητα τους. Ύστερα όμως, δεν ξέρω πως, χωρίστηκα απο σας, κι έτσι κατόρθωσαν να με συλλάβουν. Μ' άρπαξαν θρασύτατα, μ' έδεσαν, κι άρχισαν άλλοι να με σέρνουν μπροστά, άλλοι να με τραβάνε πίσω, ένας να με δένει χειροπόδαρα κι άλλοι να με σφίγγουν δυνατά. Τελικά με πήραν, κι άρχισαν να με σφίγγουν δυνατά. Τελικά με πήραν, κι άρχισαν να με σέρνουν με βιαιότητα σ' ένα αχανή γρεμό, που το πλάτος του δεν ξεπερνούσε μια πετροβολιά, το βάθος του όμως έφτανε μέχρι τα τάρταρα. Στη μιά πλευρά του γκρεμού υπήρχε ένα μονοπάτι τόσο στενό, που μόλις μπορούσε να χωρέσει μια πατημασιά. Σ' αυτό το στενό- στενό μονοπάτι με τραβούσαν με μεγάλη βία, ενω φρόντιζα να γέρνω πάντα προς το δεξιό μέρος, μην τυχόν γλιστρήσω και γκρεμιστώ στο αχανές και απερίγραπτό εκείνο βάραθρο. Καθώς φαίνεται μάλιστα, στο βάθος του κυλούσε ενα ποτάμι, που η ροή του δημιουργούσε μεγάλο βουητό.
Αφού λοιπόν με μεγάλο τρόμο περάσαμε κείνο το στενό δρομάκι, βαδίζοντας θαρρώ προς τ' ανατολικά, βρήκαμε μια μεγάλη πύλη μισάνοιχτη. Μπροστά της καθόταν ενας πελώριος γίγαντας, μαύρος και φοβερός στην όψη. Τα τεράστια μάτια του ηταν γυρισμένα ανάποδα, κατακόκκινα σαν αίμα, και πετούσαν πύρινες φλόγες. Απ' τα ρουθούνια του έβγαιναν καπνοί. Η γλώσσα του κρεμμόταν μια πήχη έξω απο το στόμα. Το δεξί του χέρι ήταν εντελώς ψυχρό και ακίνητο. Το αριστερό όμως ήταν χοντρό σαν κολόνα, γυμνό και πολύ μακρύ. Μ' αυτό το χέρι άρπαζε κι' έριχνε μέσα σ' εκείνο το χάος τους καταδικασμένους αμαρτωλούς που έβγαζαν σπαρακτικές κραυγές
Καθώς λοιπόν πλησιάσαμε, ο φοβερός αγριάνθρωπος έβγαλε φωνή μεγάλη και είπε σ' εκείνους που μ' έσερναν:
- Αυτός έιναι φίλος μου!
Κι ευθύς άπλωσε το χέρι του και δοκίμασε να με πιάσει. Άρχισα να τρέμω απο φόβο. Μαζεύτηκα και κουλουριάστηκα κάτω, κυριευμένος απο τρομάρα.
Την ίδια στιγμή όμως- λες και κάποιος έστειλε για μένα - παρουσιάστηκαν δυο λευκότριχοι και σεβάσμιοι γέροντες. Νομίζω πως τους αναγνώρισα. Ήταν οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και Ιωάννης ο Θεολόγος, καθώς τους θυμάμαι απο τις ιερές εικόνες τους. Μόλις τους είδε εκείνος ο απαίσιος γίγαντας, έκανε πίσω και κρύφτηκε βιαστικά. Με πήραν τότε καλοσυνάτα οι δυο γέροντες, περάσαμε τη μεγάλη πύλη και μιαν άλλη εσωτερική, και βγήκαμε σ' ένα πεδινό τόπο με πανέμορφα χωριά. Τα προσπεράσαμε και προχωρίσαμε μέχρι το τέλος της πεδιάδας. Ήταν εκεί μια κοιλάδα καταπράσινη και πάντερπνη, που την ομορφιά και την χάρη της είναι εντελώς αδύνατο να παραστήσει κανείς με λόγια. Κι εκεί, καταμεσίς, καθόταν ένας γέροντας, χαριτωμένος και σεβάσμιος, έχοντας γύρω του παιδιά πλήθος, σαν την άμμο της θάλασσας.
Ε τότε ένιωσα να μου φεύγει ο φόβος, και, κάπως ήρεμος πιά, ρώτησα τους δυό οδηγούς μου:
- Ποιός να 'ναι ο γέροντας; Και τι είν' αυτό το αναρίθμητο πλήθος που τον κυκλώνει;
- Ο Αβραάμ είναι, μου είπαν. Κι αυτό που βλέπεις είναι ο κόλπος του Αβραάμ, για τον οποίο έχεις ακούσει.
Κι ευθύς με την προτροπή τους, πήγα και τον προσκύνησα ευλαβικά.
Αμέσως μετά συνεχίσαμε την πορεία μας. Περάσαμε την κοιλάδα και βγήκαμε σ' έναν απέραντο ελειώνα. Θαρρώ πως πιό πολλά ήταν τα δέντρα του ελαιώνα εκείνου απο τ' άστρα τ' ουρανού. Κάτω απο κάθε ελλιά ήταν μια σκηνή. Σε κάθε σκηνή υπήρχε μια κλίνη, και σε κάθε κλίνη ένας άνθρωπος. Σ' εκείνες τις σκηνές αναγνώρισα πολλούς που ήξερα πως ζούσαν στα βασιλικά παλάτια, άλλους που κατοικούσαν στην πόλη ( Κων/ πολη), μερικούς αγρότες, καθώς και ορισμένους απο το μοναστήρι μας. Όλοι αυτοί που αναγνώρισα, είχαν ήδη πεθάνει.
Ενώ λοιπόν σκεφτόμουν να ρωτήσω τους δυο γέροντες συνοδούς μου ποιός ήταν εκείνος ο απέραντος και τόσο θαυμάσιος ελαιώνας, με πρόλαβαν εκείνοι και είπαν:
- Τι απορείς για το ποιός είναι τούτος ο μεγάλος και πανέμορφος ελαιώνας κι όλα όσα βλέπεις μέσα σ' αυτόν; Είν' εκείνα που ακούς να λένε οι Πατέρες και η Γραφή: " Πολλές κατοικίες υπάρχουν στα ουράνια σκηνώματα Σου, Σωτήρα μας, όπου κατανέμονται όλοι οι ανθρώποι ανάλογα με την αξία τους και σύμφωνα με τα μέτρα της αρετής τους" ( Iω 14:2)

Μετά τον ελαιώνα εκείνο ήταν μια πόλη, που την ομορφιά της και την ποικιλία της και την αρμονική της κατασκευή  του τείχους της είναι αδύνατο να περιγράψω. Δώδεκα ζωνάρια, απο δώδεκα πολύτιμους λίθους, έζωναν όλο το τείχος γύρω-γύρω. Κάθε ζωνάρι ήταν φτιαγμένο απο ένα είδος πολύτιμων λίθων και σχημάτιζε ξεχωριστό κύκλο. Τι να πω και για τις άλλες ομορφιές της πολιτείας εκείνης;  Ήταν επίπεδη, ευρύχωρη, αρμονικά οικοδομημένη σε κάθε της λεπτομέρεια. Το τείχος καταστόλιζαν πύλες πλουμισμένες με χρυσάφι και ασήμι, που, μόλις άνοιγαν, αποκάλυπταν δάπεδο χρυσό. Ακολουθούσαν κατοικίες χρυσές και καθίσματα χρυσά και τραπέζια χρυσά. Κι η πολιτεία ολάκερη λουσμένη σε φως αλάλητο και σ' ευωδία άρρητη, σε γέμιζε χαρά. 
Όσο τριγυρνούσαμε στην πόλη πουθενά δεν είδαμε άνθρωπο ή ζώο ή πουλί ή άλλο γήϊνο πλάσμα. Μόνο σαν φτάσαμε στην άκρη της, αντικρύσαμε θαυμαστά ανάκτορα, που στην είσοδο τους υπήρχε ένας θάλαμος μακρύς, όσο η βολή μιας πέτρας. Απο τη μια μεριά μέχρι την άλλη ήταν στρωμένη τράπεζα, απο μάρμαρο ρωμαϊκό κατασκευασμένη και ψηλή τόσο, όσο χρειάζεται για να κάθεται και ν' ακουμπάει ένας άνθρωπος. Κι η τράπεζα εκείνη ήταν γεμάτη απο συμποσιαστές. Φώς υπέρλαμπρο κι ευωδία και χάρη γέμιζαν όλο τον χώρο. Ο θάλαμος κατέληγε σε μικρό ελικοειδή διάδρομο, που έβγαζε σ' ενα ωραίο λιακωτό, ακριβώς απέναντι στην τράπεζα.
Απο εκεί φάνηκαν δυο φωτόμορφοι ευνούχοι, υπέλαμπροι και αστραποβόλοι στην όψη (προφανώς ήταν άγγελοι). Στράφηκαν στους γέροντες που με βάσταζαν:
- Ας καθήσει κι αυτός στην τράπεζα, είπαν. Και την ίδια στιγμή έδειξαν μια θέση, όπου με οδήγησαν οι γέροντες να καθήσω. Έπειτα κάθησαν κι αυτοί σ' ένα άλλο μέρος του θαλάμου, ενω οι ευνούχοι σα ν' αποσύρθηκαν στο βάθος του σπιτιού, προς τη μεριά του λιακωτού. Όσο έλειπαν, έπιασα να παρατηρώ με προσοχή ότι γινόταν στην τράπεζα εκείνη. Ανάμεσα στους ομοτράπεζους αναγνώρισα πολλούς γνωστούς μου, τόσο απο την τάξη των κοσμικών όσο και απο το μοναστήρι μας. Ξεχώρισα και μερικούς απ' τους παλατιανούς. 
Μετά απο πολλές ώρες οι ευνούχοι φάνηκαν πάλι και φώναξαν τους γέροντες.
- Αυτόν εδω να τον γυρίσετε πίσω, γιατί πολύ θλίβονται για το θάνατο του τα πνευματικά του παιδιά. Ο βασιλιάς Κύριος, συγκινημένος απο την οδύνη τους, αποφάσισε να παρατείνει τη μοναχική του ζωή. Γυρίστε τον πίσω λοιπόν απο άλλο δρόμο, και πάρετε, αντί γι' αυτόν, το μοναχό Αθανάσιο, απο το μοναστήρι του Τραϊανού.
Με πήραν οι γέροντες. Βγήκαμε γρήγορα απο το θάλαμο κι' απ' την πόλη, ακολουθώντας άλλο δρόμο. Καθώς προχωρούσαμε, συναντήσαμε τώρα εφτά λίμνες, για ισάριθμες κολάσεις και τιμωρίες. Άλλη ήταν κατασκότεινη, άλλη γεμάτη σκουλήκια και άλλη βασανιστήρια και τιμωρίες. Σ' όλες όμως στριμώχνονταν πλήθος αναρίθμητων ανθρώπων, που θρηνούσαν, ζητώντας έλεος, και κραύγαζαν γοερά.
Αφού περάσαμε εκείνες τις λίμνες κι έναν άλλο μικρό τόπο, συναντήσαμε πάλι τον γέροντα, που έλεγαν πως είναι ο Αβραάμ. Τον πλησίασα κι αυτή τη φορά και τον ασπάστηκα. Κι εκείνος μου πρόσφερε ενα χρυσό ποτήρι γεμάτο κρασί γλυκό, γλυκύτερο κι απο το μέλι, και τρία κομμάτια ξερό ψωμί. Απ' αυτά το ένα το έβρεξα μέσα στο κρασί, και σα μου φάνηκε πως το έφαγα. Τ' άλλα δυό τα έκρυψα μέσα στον κόρφο μου. Είναι αυτά που σας ζητούσα χθές.
Μετά απο λίγο φτάσαμε πάλι στον τόπο, όπου καθόταν εκείνος ο πανάσχημος γίγαντας,με τη μαύρη σαν τη νύχτα όψη. Μόλις με είδε, άρχισε να τρίζει τρομερά τα δόντια του εναντίον μου, και να λέει με οργή και κακία:
- Τώρα μου γλίτωσες! Αλλ' απο δω και πέρα δε θα πάψω να πλέκω σκάνδαλα και να στήνω παγίδες σε σένα και στο μοναστήρι σου!
Αυτά είναι αδελφοί μου, όλα όσα ξέρω. Σας τα είπα. Πως όμως ξαναβρήκα τον εαυτό μου, αυτό το αγνοώ εντελώς.
Αμέσως οι πατέρες έστειλαν έναν αδελφό στο μοναστήρι του Τραϊανού. Κι εκείνος, μόλις έφτασε, βρίσκει τον μοναχό Αθανάσιο νεκρό, να τον βγάζουν απο το κελλί του ξαπλωμένο πάνω στο νεκροκρέβατο. Ο αδελφός ρώτησε να μάθει πότε ξεψύχησε.
- Χθές, γύρω στην ενάτη ώρα, του είπαν.
Ήταν η ώρα που ο μοναχός Κοσμάς, έχοντας δει την οπτασία, ήρθε πάλι στον εαυτό του.
Μετά απο λίγο καιρό, τα δυό μοναστήρια συγχωνεύτηκαν σε ένα, σαν κοντινά που ήταν. Και μέχρι σήμερα ( 12 αιώνας, τότε που έζησε ο συγκραφέας της διηγήσεως Μαυρίκιος, Διάκονος) ένας ηγούμενος τα καθοδηγεί.
Ο μοναχός Κοσμάς έζησε τριάντα ακόμα χρόνια μετά την οπτασία, καθοδηγώντας και τα δυό μοναστήρια στη θεάρεστη πολιτεία των μοναχών όσο και, γενικά, στη διοίκηση και τα εισοδήματα τους, πρός δόξαν του φιλάνθρωπου Θεού μας. Αμήν.

3.
Μνήμη της αθλήσεως κάποιου μοναχού και μάρτυρα, και μια ωφέλιμη διήγηση γι' αυτόν
Κάποιος μοναχός ζούσε σε μια σκήτη (συνοικία μοναχών) της Αιγύπτου, και για αρκετά χρόνια έκανε υπακοή σε γέροντα. Απο φθόνο όμως του μισόκαλου δαίμονα, αθέτησε την υπακοή του κι έφυγε απο την καθοδήγηση του γέροντα, χωρίς εύλογη και βλαπτική για την ψυχή του αιτία. Καταφρόνησε μάλιστα και το επιτίμιο, με το οποίο τον κανόνισε ο γέροντας για την αθέτηση της  υπακοής.
Έφυγε λοιπόν και κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια. Αλλά εκεί τον έπιασε ο ειδωλολάτρης άρχοντας ( η περίοδος πιθανός να έιναι ο διωγμός των χριστιανών στην Αλεξάνδρεια επι  Μαξιμιανού ανάμεσα στο 308- 311 οπου μαρτύρισαν πολλοί μοναχοί), του έβγαλε το μοναχικό σχήμα και τον πίεζε να θυσιάσει στα είδωλα. Καθώς όμως με κανένα τρόπο δεν τον έπειθε να το κάνει, πρόσταξε πρώτα να τον δείρουν αλύπητα με βούρδουλα, κι έπειτα να τον αποκεφαλίσουν με ξίφος. Έτσι και έγινε. Αρπάξαν το μοναχό οι παριστάμενοι ειδωλολάτρες, του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν το σώμα του έξω απο την πόλη για να το φάνε τα σκυλιά.
Μερικοί όμως ευσεβείς χριστιανοί ήρθαν τη νύχτα και το σήκωσαν. Το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν με σεντόνια και το έβαλαν μέσα σε μιά λάρνακα ( πέτρινος τάφος). Ύστερα το τοποθέτησαν στο άγιο βήμα ενός ναού της πολιτείας, για να τιμάται σαν μαρτυρικό λείψανο.
Κάθε φορά όμως που γινόταν Θεία Λειτουργία και ο διάκονος εκφωνούσε το "Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε ", έβλεπαν όλοι τη λάρνακα να βγαίνει μόνη της έξω απο το ιερό! Χωρίς να την αγγίζει ανθρώπινο χέρι, έφτανε μέχρι το νάρθηκα της εκκλησίας κι έμενε εκεί μέχρι την απόληση. Έπειτα γυρνούσε πάλι μόνη της πίσω στο ιερό!

Όλοι έμεναν εκστατικοί μ' αυτό που γινόταν.
Το πληροφορήθηκε κι ένας απο τους διακριτικούς πατέρες, και παρακάλεσε τον Θεό να του δώση εξήγηση. Δεν άργησε να του φανερωθεί  η αιτία του θαύματος. Άγγελος  παρουσιάστηκε μπροστά του και του λέει:
- Γιατί θαυμάζεις και απορείς γι' αυτό που συμβαίνει; Δεν έλαβαν οι απόστολοι του Χριστού, καθώς γνωρίζεις, εξουσία " του δεσμείν και λύειν"; Κι απο κείνους πάλι οι διαδόχοι τους, κ.ο.κ; Αυτόν λοιπόν τον αδελφό, που αξιώθηκε να χύσει το αίμα του για το Χριστό, και όμως δεν του επιτρέπεται να βρίσκεται μέσα στο ιερό βήμα όσο τελείται η αναίμακτη θυσία, μάθε πως άγγελος τον διώχνει μέχρι το νάρθηκα. Γιατί, ενώ ήταν υποτακτικός του τάδε συνασκητή σου, αθέτησε την υπακοή. Κι όταν ο γέροντας του εύλογα τον επιτίμησε με κανόνα, εκείνος τον άφησε κι έφυγε δεμένος με το επιτίμια. Και, σα μάρτυρας μεν, έλαβε το μαρτυρικό στεφάνι. Σα δεμένος όμως από το επιτίμιο από το γέροντα του, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο ιερό, όταν τελείται η θεία λειτουργία. Εκτός κι αν του λύσει τον κανόνα ο γέροντας που τον έδεσε.
Σαν τα 'μαθε αυτά ο άγιος εκείνος ασκητής, πήρε το ραβδί του, πήγε στο γέροντα και του διηγήθηκε τα πάντα. Έπειτα τον πήρε και κατέβηκαν μαζί στην Αλεξάνδρεια. Πήγαν στο ναό, όπου βρισκόταν το μαρτυρικό λείψανο. Άνοιξαν τη θήκη που περιείχε το σώμα του μάρτυρα , και του έδωσαν κι οι δυό συγχώρηση. Έπειτα αφού τον ασπάστηκαν, στάθηκαν σε προσευχή δοξολογώντας το Θεό.
Απο τότε, όταν γινόταν Θεία Λειτουργία, παρέμενε ο μάρτυρας μοναχός ασάλευτος στη θέση του, μέσα στο άγιο βήμα. Εκεί παραμένει μέχρι σήμερα (12 ος αιώνας). 

4.
Τη 17 η του Νοεμβρίου
Μνήμη Οσίων Ζαχαρίου του σκητοτόμου και Ιωάννου και διήγησης ωφέλιμη.
Κάποιος άνθρωπος με υψηλή κοινωνική θέση, που λεγόταν Ιωάννης, αφού τα περιφρόνησε όλα και ζούσε φτωχικά, αγωνίστηκε κι έγινε μέτοχος των αρετών, αγρυπνώντας με προσευχές και προσέχοντας να μη χάσει οτι κατόρθωνε ( απέφευγε τον ανθρώπινον έπαινο). Ανάμεσα στ' άλλα, δεν παρέλειπε ν' αγρυπνεί ολονυχτίς στους ναούς του Κυρίου.
Μιά νύχτα λοιπόν πήγε στην εκκλησία της Σοφίας του Θεού Λόγου, στην Κωνσταντινούπολη. Μα βρήκε κλειστές τις θύρες και, καθώς ήταν κουρασμένος, κάθησε σ' ένα παγκάκι, εκεί κοντά, διαβάζοντας χαμηλόφωνα την πρέπουσα ακολουθία.
Καθώς διάβαζε όμως, βλέπει να πλησιάζει απ' έξω μια φωτεινή λάμψη. Κοίταξε προσεκτικά, και είδε έναν άνθρωπο σεμνό ν' ακολουθεί εκείνο το φώς.  Μπροστά στο θέαμα ο Ιωάννης σκίρτησε από χαρά. Μαζεύτηκε πιό πολύ στη γωνιά του, θέλοντας να δει τι θα γινόταν με τον άνθρωπο που ερχόταν.

Εκείνος λοιπόν, ενώ το φώς προχωρούσε, έφτασε μπροστά στις κλειστές πύλες και γονάτισε πάνω στο κατώφλι. Προσευχήθηκε πολύ με τα χέρια σηκωμένα ψηλά. Ύστερα σχημάτισε το σημείο του σταυρού στις πύλες, και πέρασε αμέσως ελεύθερα μέσα μαζί με το φώς!

Έπεσε και πάλι χάμω, στο σημείο όπου ήταν ζωγραφισμένη ψηλά η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σηκώθηκε. Άνοιξε με τον ίδιο τρόπο κι αυτές τις πύλες. 
Προχώρησε στο νάρθηκα. Μπροστά στις αργυρές πύλες προσευχήθηκε, καθώς φάνηκε στον Ιωάννη, γι' αρκετή ώρα. Τον βλέπει να τις ανοίγει και τούτες με το σημείο του σταυρού και , λουσμένο ολόκληρο στο φώς, να μπαίνει στον ιερό ναό, να στέκεται καταμεσίς, να σηκώνει ψηλά τα χέρια και να ζητάει το έλεος του Κυρίου. Κι όταν τελείωσε τις προσευχές του στο Θεό, γύρισε πάλι πίσω, ως το τελευταίο προαύλιο του ναού, ενώ οι πύλες κλείστηκαν με θεία επέμβαση.
Στεκόταν λοιπόν ο ευλαβέστατος Ιωάννης και παρακολουθούσε προσεκτικά για να δει, καθώς ο ίδιος έλεγε αργότερα, που θα πήγαινε ο άνθρωπος που βγήκε απο τον ναό. Πήρε ίσια το δρόμο. Δεν το βάζει κάτω ο αβραμιαίος Ιωάννης: Τον παίρνει απο πίσω, καθώς ο ίδιος έλεγε αργότερα, που θα πήγαινε ο άνθρωπος που βγήκε απο το ναό.
Ο άγνωστος έστριψε λίγο και πήρε τον κατήφορο, που οδηγούσε στην κλίμακα (σκάλα) του αγίου μάρτυρα Ιουλιανού. Στάθηκε μπροστά σ' ένα πολύ μικρό σπιτάκι και χτύπησε με το χέρι του την πόρτα.
- Μαρία, είπε, καλώντας με σιγανή φωνή τη γυναίκα που ήταν μέσα.
Μπήκε, και το φώς που τον έλουζε σ' όλο το δρόμο αμέσως εξαφανίστηκε. Το σκοτάδι της νύχτας κάλυψε και τους δυό, Αλλά η γυναίκα έφερε ένα αναμμένο λυχνάρι στον άντρα της. Κι εκείνος, χωρίς να ξεκουράσει το σώμα του, στρώθηκε στη δουλειά - ήταν παπουτσής και ράφτης δερμάτων. 
Τότε πιά ο Ιωάννης παραμέρισε την ντροπή, όρμησε μέσα στο σπιτάκι, κι έπεσε στα πόδια του αγνώστου ανθρώπου, βρέχοντας τα με τα δάκρυα του:
- Μη μου κρύψεις, έλεγε, ποιός είσαι και ποιά είναι η μεγάλη πνευματική εργασία σου απέναντι στο Θεό, που με τη δύναμη Του έκανες όσα εξαίσια θαύματα είδα.
Ο άλλος όμως, ταπεινός καθώς ήταν έλεγε:
- Συγχώρα με, γέροντα, για τον Κύριο. Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι και κανένα καλό δεν έχω πάνω μου. Ποιός θέλεις να' μαι, παρά ένας τιποτένιος ; Κι απο πού έχω μάθει να παραδειγματίζω τους άλλους και να τους κάνω το δάσκαλο, αφού είμαι πάμφτωχος και κάνω ένα ταπεινό επάγγελμα; Πλανήθηκες, άνθρωπε μου. Πλανήθηκες. Μάλλον φαντασία ήταν αυτό που λές πως είδες, κι όχι πραγματικότητα.
Τότε ο γέρο- Ιωάννης άρχισε να χύνει δάκρυα πάνω στα δάκρυα, και δεν έπαυε να τον ορκίζει στο Θεό για να του φανερώσει τη μεγάλη του αρετή:
- Αν αυτό, έλεγε δεν ήταν έργο της θείας πρόνοιας, για να φανερωθεί η πολιτεία σου, ασφαλώς δε θ' αξιωνόμουν εγώ, ο ελεεινός, να δώ με τα μάτια μου τέτοια μυστήρια!
Ο άλλος τότε φάνηκε να στεναχωρέθηκε από τους όρκους. Σηκώθηκε λοιπόν απο τη θέση του, έβαλε μετάνοια στο γέρο- Ιωάννη, κι άρχισε μετά να διηγείται:
- Συγχώρεσε με, αδελφέ μου. Κανένα άλλο κατόρθωμα δεν έχω κάνει, μα την αλήθεια, πάνω στη γή, εκτός απ' το να κυλιέμαι στις αμαρτίες μου και να πολυδίνω σημασία στη σάρκα μου. Αλλά κάποτε η αγαθότητα του Θεού έσπειρε μέσα μου το φόβο της κολάσεως. Κι ενώ παντρεύτηκα αυτήν εδώ την αδελφή, που βλέπεις, δε μόλυνα την αρχική καθαρότητα του σώματος. Συμφωνήσαμε κι οι δυό να ζήσουμε ζωή αγνή, κρύβοντας το όμως απ' τους γνωστούς μας λέγοντας πως η γυναίκα είναι στείρα. Και μέχρι τώρα, για την αγάπη του Πλάστη μας, μένουμε καθαροί απο την σαρκική μίξη. Αλλά επειδή με όρκισες, θα προσθέσω και τούτο: Όλα μου τα χρήματα δεν ξεπερνάνε, με την αλήθεια το ένα τριμήσιο (  πολύ χαμηλής αξίας νόμισμα, τριάντα φορές πιο μικρή απο το δηνάριο). Μ' αυτό αγοράζω δέρματα και κοπιάζω στη δουλειά. Κι ότι κερδίζω, το μοιράζω στα δύο. Το πρώτο και καλύτερο το αφιερώνω στο Χριστό. Το άλλο το κρατάω για τις ανάγκες μας. Έτσι ζω πάντα. Κι έχω στο νου μου καθημερινά τον Κριτή και τις επιθέσεις, που θα μου κάνουν οι φορολόγοι δαίμονες. 
Εδώ σταμάτησε τον λόγο του ο Ζαχαρίας - αυτό ήταν το όνομα του.( προφανός δεν χρειαζόταν να προσθέση και την νυκτερινή προσευχή που τελούσε κάθε βράδυ παρακαλώντας το έλεος του Θεού, αφού αυτό το είδε με τα μάτια του ο Ιωάννης) 
Έπεσαν τότε ο ένας στα πόδια του άλλου και καταφιλήθηκαν. Και ο μεν Ιωάννης βγήκε γαληνεμένος έξω και πήρε το δρόμο για το σπίτι, όπου έμενε, ευχαριστώντας το Θεό για τα μεγαλεία που τον αξίωσε να δεί. Ενώ ο αξιοθαύμαστος εκείνος παπουτσής, ο γνήσια ταπεινός, αποφεύγοντας το δόλωμα της ανθρώπινης δόξας, άφησε το σπιτάκι του κι έγινε άφαντος, μένοντας εντελώς άγνωστος σε όλους.
5.
Διήγησις οπτασίας κάποιου Ιωάννη, πολύ ωφέλιμη
Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου ζούσε κάποιος Ιωάννης, γνωστός και στο βασιλιά απο την τέχνη που εξασκούσε. Αυτός περνούσε τη ζωή του μέσα στην αμαρτία, χωρίς να συλλογιστεί ποτέ του την κόλαση. Αλλά ο Κύριος, που όλα τα οικονομεί καλά για το καλό μας, πραγματοποίησε τη διόρθωση του με μιάν οπτασία. 
Συνέβηκε λοιπόν κάποτε να δεί στ' όνειρο του, οτι πρόσφερε στο βασιλιά ενα έργο τέχνης του. Και μετά άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους και να χαίρονται κι οι δυό.

Έπειτα όμως, στα καλά καθούμενα, ξεγύμνωσε ο βασιλιάς το σπαθί, άρπαξε τα μαλλιά του Ιωάννη σε μια δέσμη και προσπάθούσε να του τα κόψει χωρίς λύπηση.
Ο Ιωάννης λύγιζε συνεχώς τον αυχένα νομίζοντας πως ο βασιλιάς έπαιζε μαζί του. Εκείνος όμως του είπε σοβαρά-σοβαρά: "Όταν το ξίφος θα 'χει κόψει όλες τις τρίχες, τότε στο αίμα σου θα λουστεί ο τράχηλος σου". Και μ' αυτά τα λόγια το ξίφος κατέβηκε και του φάνηκε πως του έκοψε το λαιμό!
Προχωρώντας το ξίφος έφτασε κοντά στο στήθος του. Τότε ο Ιωάννης γεμάτος αγωνία , καλούσε σε βοήθεια προς όλες τις μεριές. Απο το φόβο και την τρομάρα, που πήρε, κι απο το φρικτό εκείνο αγώνα, ξύπνησε έκπληκτος και ταραγμένος. Έκανε το σταυρό του και είπε:
 - Σ' ευχαριστώ, όνειρο, που το φοβερό αυτό αγώνα τον έκανες φανταστικά μονάχα.
Μα και πάλι έμεινε ίδιος και αδιόρθωτος. ( Δεν ήθελε να συλλογιστή τι γίνεται Μετά Τον Θάνατο)
Νά όμως, που, μετά απο κάμποσο καιρό, αρρώστησε βαριά. Και πάνω στην αρρώστια του, ζητούσε τη βοήθεια του Θεού.

Τότε πάλι βλέπει - όχι στ' όνειρο του τώρα, αλλά πέφτοντας σε έκσταση- οτι στεκόταν στο βήμα γραφειακό η μάλλον δικαστικό. Σ' αυτό το βήμα, πάνω σε θρόνο, έβλεπε να κάθεται ένας φοβερότατος βασιλιάς, ντυμένος στολή αρχιερατική και βασιλική μαζί. Δεξιά κι αριστερά του κάθονταν κάποιοι σεβάσμιοι άνδρες, ενω ο ίδιος στεκόταν χαμηλότερα και τους κοίταζε. Στα δεξιά του βασιλια ήταν κάποιοι ωραίοι ευνούχοι. Και στ' αριστερά του κάποιος άλλος, πιο ταπεινός και καταδεκτικός. Πίσω απ' το βασιλιά ήταν ένα βάραθρο βαθύ και σκοτεινό τόσο, που, και να το έβλεπες μόνο, σε κυρίευε μεγάλος φόβος.

 Ενώ λοιπόν ο Ιωάννης στεκόταν εκεί έντρομος, του λέει ο βασιλιάς:
- Άραγε ξέρεις, παλληκάρι μου, ποιός είμ' εγώ;
- Ξέρω, Δέσποτα, αποκρίθηκε ο Ιωάννης. Είσαι ο Υιός του Θεού και Θεός, που σαρκώθηκε για μας, καθώς οι θείες Γραφές μας αναφέρουν.
- Αφού απο τις Γραφές, καθώς λές, με γνωρίζεις, ασφαλώς γνωρίζεις κι αυτούς που κάθονται εδώ, μαζί μου. Πώς όμως ξέχασες την απειλή εκείνη του βασιλιά Κωνσταντίνου( το όνειρο που είχε δει πιο πρίν); Η μήπως δεν ξέρεις για ποιό πράγμα σου μιλω;
 - Ξέρω, Δέσποτα. Αφού κάτι από το φόβο, που δοκίμασα τότε, έχει μείνει ακόμη μέσα μου.
 - Αν νιώθεις ακόμα μέσα σου το φόβο εκείνο, τότε γιατί επιμένεις στα ολέθρια για σένα; Μάθε λοιπόν τώρα στην πράξη πως έκανες λάθος. Δεν ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που σ' έκανε να δοκιμάσεις εκείνο το φοβερό βασανιστήριο. Εγώ ήμουν και τότε.
Αυτά είπε ο Βασιλιάς. Κι αμέσως, μ' ένα νεύμα, πρόσταξε τους παρευρισκομένους να πετάξουν τον Ιωάννη στο βάραθρο, που ήταν πίσω.
Εκείνος, καθώς τον έσερναν χωρίς έλεος, έκλαιγε γοερά και ζητούσε τη βοήθεια της Θεοτόκου.  Ξαφνικά του φάνηκε πως την είδε κι εκείνη, κάπου εκεί ανάμεσα, και μετά άκουσε τη φωνή του βασιλιά να λέει:
 - Αφήστε τον να φύγει, για χάρη της Μητέρας μου, που με παρακάλεσε!

Στο σημείο αυτό η οπτασία εξαφανίστηκε.
Κατατρομαγμένος ο Ιωάννης, αφού μάζεψε το μυαλό του, έτρεξε σ' ένα ευλαβή μοναχό και του διηγήθηκε το παράδοξο όραμα που είδε. Και ο μοναχός του είπε:
 - Δόξασε το Θεό, παιδί μου, που σ' αξίωσε να πάρεις ένα τέτοιο δίδαγμα. Ξύπνα λοιπόν, αδελφέ μου, μην πάθεις κι εσύ όμοια με αυτά που θα σου διηγηθώ. Γιατί παρόμοια με τη δική σου οπτασία είδε κι ένας άλλος.
Είδε κάποιον Γεώργιο, που ήταν πρώτος απο τους προϊστάμενους του βασιλιά, να είναι δέσμιος και να οδηγείται με τη βία σε ένα φοβερό χάσμα, όπου έμελλε να ριχτεί.
Κάποιος τότε παρουσιάστηκε εκεί, και με παρρησία εμπόδισε εκείνους που τον έσερναν προς το χάσμα, να τον ρίξουν μέσα. Τους παρακάλεσε μάλιστα να τον αφήσουν ελεύθερο μέχρι είκοσι μέρες, και τους έδινε εγγύηση πως θα διορθωθεί. Εκείνοι με την εγγύηση αυτή, ελευθέρωσαν τον Γεώργιο.
Μόλις είδε αυτό το όραμα εκείνος ο άνθρωπος και κατάλαβε τη σημασία του, έτρεξε και φανέρωσε στο Γεώργιο, που ήταν φίλος του. Εκείνος άκουσε τα καθέκαστα, μα τα θεώρησε ανοησίες, κι έμεινε ο ίδιος κι αδιόρθωτος. Πέρασαν οι είσκοσι μέρες και - αλίμονο !! - ο Γεώργιος έφυγε ξαφνικά από αυτή τη ζωή, πηγαίνοντας πραγματικά, και οριστικά τώρα, να πληρώσει το χρέος, σύμφωνα με τη δοσμένη υπόσχεση.
Αυτά διηγήθηκε ο μοναχός, συμπληρώνοντας όσα του είπε ο Ιωάννης. Κι εκείνος, ακούγοντας τα κι έχοντας ακόμα ζωντανά στο νου του όσα έιδε, εξομολογήθηκε χωρίς ντροπή όλα του τα αμαρτήματα κι άλλαξε τη ζωή του προς το καλύτερο.
Έζησε θεάρεστα πολλά χρόνια ακόμα. Κι όταν κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, πήγε στις μονές του Κυρίου.
6.
Μνήμη του Οσίου πατρός Νικολάου, διήγησης ωφέλιμη όταν ήταν στρατιώτης.
Ο Όσιος Νικόλαος έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου (802- 811) και ήταν στρατιώτης. Όταν λοιπόν ο βασιλιάς ξεκίνησε να πολεμήσει του Βούλγαρους, ακολούθησε κι εκείνος το στράτευμα.
Διαβαίνοντας απο ενα τόπο, τον βρήκε η νύχτα. Πήγε να κοιμηθεί σ' ένα πανδοχείο. Αφού δείπνησε μαζί με τον πανδοχέα, αποσύρθηκε. Προσευχήθηκε και πλάγιασε να κοιμηθεί.
Γύρω στην δεύτερη με τρίτη φυλακή της νύχτας (μέτρο υπολογισμού της ώρας·τρίτη βάρδια φύλαξης για τους στρατιώτες), η κόρη του πανδοχέα, αιχμαλωτισμένη απο σατανικό έρωτα για το Νικόλαο, πήγε και ξύπνησε τον δίκαιο, παρακινώντας τον σε σαρκική ένωση μαζί της.
Αλλά ο Άγιος της λέει:
 - Συγκράτησε, γυναίκα, το σατανικό και άνομο έρωτα σου! Μη θελήσεις και την παρθενία σου να μολύνεις κι εμένα τον ταλαίπωρο να ρίξεις στα βάθη του άδη.
Η κόρη έφυγε προσωρινά, αλλά μετά απο λίγο ήρθε κι ενοχλούσε πάλι τον άγιο. Εκείνος τη μάλωσε τώρα αυστηρά πρίν τη διώξει. Απομακρύνθηκε ξανά η νέα.
Μεθυσμένη όμως, καθώς ήταν, απο τον έρωτα, δεν άργησε να επιστρέψει κοντά του. Της λέει τότε ο άγιος:
 - Ταλαίπωρη! Αδιάντροπη! Αναιδέστατη! Δε βλέπης που σε χορεύουν οι δαίμονες, για να καταστρέψουν την παρθενία σου και να ρίξουν την ψυχή σου στην κόλαση, αφού πρώτα σε γελοιοποιήσουν και σε εξεφτελίσουν στους συγγενείς σου και σ' όλο τον κόσμο; Δε βλέπεις οτι κι εγώ, ο τιποτένιος, πορεύομαι, με το Θεό βοηθό, σε έθνη βάρβαρα, σε πολέμους κι αιματοχυσίες; Πώς λοιπόν να μολύνω τη σάρκα μου, πηγαινοντας σε πόλεμο; Αυτά και άλλα παρόμοια της είπε και την έδιωξε. Ύστερα σηκώθηκε, προσευχήθηκε και αναχώρησε.
Τη νύχτα όμως, όταν κοιμήθηκε, είδε σε όνειρο πως στεκοταν σ' έναν ωραίο τόπο. Κοντά του καθόταν κάποιος δυνάστης, με το δεξί του πόδι βαλμένο πάνω στ' αριστερό, που στράφηκε και του είπε:
- Βλέπεις τα στρατεύματα και των δυό παρατάξεων;
- Ναί, Κύριε, αποκρίθηκε ο Νικόλαος. Βλέπω τους Ρωμαίους ( Ρωμαίοι και Ρωμιοί ονομάζονταν όλοι οι πολίτες της χριστιανικής οικουμένης, της Ρωμανίας· εδώ αναφέρη τους Βυζαντινούς) να μακελλεύουν τους Βούλγαρους.
Τότε ο δυνάστης εκείνος λέει στον άγιο:
- Κοίταξε με!
Στράφηκε και τον κοίταξε. Είδε τότε ν' αλλάζει την θέση των ποδιών του. Κατέβασε στη γή το δεξί και πάνω σ' αυτό έβαλε τ' αριστερό. Σαν έγινε αυτό, ο άγιος έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο πεδίο της μάχης. Και τι να δεί! Οι εχθροί πετσόκοβαν αλύπητα τους Ρωμαίους.
Μόλις σταμήτησε η σφαγή, ο δυνάστης λέει στον στρατιώτη:
- Παρατήρησε προσεκτικά τον τόπο της σφαγής και πες μου τι βλέπεις.
Ο άγιος κοίταξε με προσοχή, και είδε όλον τον τόπο όσο έπιανε το μάτι του, γεμάτο νεκρά σώματα. Ανάμεσα τους όμως ήταν ένα καθαρό κομμάτι γής, όσο ένα κρεβάτι, καλυμμένο με καταπράσινο χορτάρι.
- ΄Κύριε, λέει στο δυνάστη, όλος ο τόπος είναι γεμάτος με τα πτώματα των Ρωμαίων, εκτός απο ένα τμήμα γής, όσο ένα κρεβάτι.
 - Και τι νομίζει πως είν' αυτό;
 - Άμαθος είμαι, Κύριε, και δεν ξέρω.
 - Δικό σου είν' αυτό το πράσινο κομμάτι γής, που βλέπεις να' χει μάκρος μιάς κλίνης. Ήταν να σφαχτείς κι εσυ μαζί με τους συμπολεμιστές σου και να πέσεις εκεί, πιάνοντας τον τόπο που βλέπεις άδειο. Επειδή όμως την περασμένη νύχτα αποδίωξες με σύνεση το τρίσδολο φίδι, που τρείς φορές σου ρίχτηκε για να σε θανατώσει, να, έσωσες έτσι ο ίδιος τον εαυτό σου απ' αυτή τη σφαγή. Φυλάγοντας την κλίνη σου αμίαντη, έσωσες και την ψυχή και τη ζωή σου. Λοιπόν, ούτε ο θάνατος ψυχικός θα σε βρεί ποτέ, αν με υπηρετήσεις γνήσια.
Ο Νικόλαος ξύπνησε γεμάτος έκπληξη και τρόμο γι' αυτά που είδε στον ύπνο του. Σηκώθηκε και ρίχτηκε στην προσευχή. Έπειτα άφησε τον υπόλοιπο στρατό και γύρισε πίσω. Αφού περπάτησε μιάς μέρας δρόμο, ανέβηκε σ' ένα βουνό κι άρχισε πάλι να προσεύχεται, παρακαλώντας το Θεό για το στρατό των Ρωμαίων.
Στο μεταξύ ο βασιλιάς Νικηφόρος μπήκε στις κλεισούρες της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι τότε ανέβηκαν στο βουνό, αφήνοντας για φύλαξη του τόπου λίγο μόνο στρατό, δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες πάνω- κάτω, που οι Ρωμαίοι τους κατάκοψαν.

Μετά απ' αυτή την επιτυχία όμως οι Ρωμαίοι το πήραν επάνω τους κι έγιναν απρόσεχτοι. Προχωρούσαν λοιπόν μέσα στη χώρα χωρίς προφυλάξεις. Ξαφνικά όρμησαν εναντίον τους οι Βούλγαροι, και κατακρεούργησαν ολόκληρο σχεδόν το στράτευμα μαζί με το βασιλία Νικηφόρο.

Θυμήθηκε τότε ο άγιος την οπτασία του, ευχαρίστησε το Θεό κι έφυγε απο κεί κλαίγοντας και θρηνώντας. Πήγε κατευθείαν σ' ένα μοναστήρι, όπου πήρε το άγιο μοναχικό σχήμα, κι έγινε μεγάλος και διακριτικότατος γέροντας, δουλεύοντας γνήσια στο Θεό αρκετά χρόνια.

7.
Διήγηση περί του θαύματος στην Αφρική, στην πόλη Καρθαγένη (Καρχηδόνα)
Όταν βασιλιάς ήταν ο Ηράκλειος ( 610-641 ) και πατρίκιος (ανώτατος άρχοντας) ο Νικήτας, έγινε στην Αφρική το παρακάτω θαύμα.
Κάποιος αξιωματικός του βασιλικού στρατού βρισκόταν στην Καρθαγένη. Επειδή όμως έπεσε στην πόλη θανατικό, πήρε τη γυναίκα του και κατέφυγε σ' ένα προάστιο, όπου ήταν κατοικία του, για να γλυτώσει τάχα το θάνατο. Στην πραγματικότητα όμως έφυγε, επειδή ο διάβολος τον παρακίνησε ν' αμαρτήσει. Σπέρνοντας του δηλαδή σαρκικούς λογισμούς, τον κατάφερε να πέσει σε μοιχεία με τη γυναίκα του κηπουρού του. Δεν πέρασε πολύς καιρός απο την πτώση του, κι αρρώστησε βαριά απο βουβωνοκήλη, που τον οδήγησε τελικά στο θάνατο.
Τρείς ώρες όμως μετά την ταφή του, ακούστηκαν κραυγές μέσ' απο το μνήμα:
 - Ελεήστε με! Ελεήστε με!
 Έτρεξαν και σήκωσαν την ταφόπλακα. Τι να δούν τότε! Ο αξιωματικός ήταν ζωντανός! Ζωντανός, μα άλαλος. Δεν μπορούσε να μιλήσει.

Το παράδοξο γεγονός έφτασε μέχρι τ' αυτιά του αββά Θαλασσίου, που έτρεξε αμέσως επιτόπου για να παρηγορήσει τον ταλαίπωρο αξιωματικό.
Πέρασαν τέσσερις μέρες. Τότε η φωνή του λύθηκε κι άρχισε να διηγείται:
- Λίγο πρίν βγεί η ψυχή μου από το σώμα, έβλεπα να με κυκλώνουν μερικοί μαύροι, φοβεροί στην όψη. Μετά είδα να με πλησιάζουν δυό ωραίοι νέοι. Ήταν άγγελοι! Μόλις τους αντίκρυσα, η ψυχή μου γέμισε χαρά. Με πήραν μαζί τους κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε στον ουρανό. Στην εναέρια πορεία μας συναντούσαμε κάθε τόσο τα τελώνια, εκείνους τους μαύρους, που εξέταζαν κάθε αμαρτία μου. Άλλο τελώνιο ήταν του ψεύδους, άλλο του φθόνου, άλλο της πλεονεξίας ... Οι άγγελοι , πάντως, τους εξουδετέρωναν, παρουσιάζοντας τις αγαθές μου πράξεις. Όταν όμως φτάσαμε στην πύλη τ' ουρανού, σηναντήσαμε ένα ολόκληρο τάγμα τελωνίων, το τάγμα της πορνείας. Αυτοί παρουσίασαν τη μοιχεία που έιχα κάνει πρίν απο λίγο καιρό. Κι έτσι νίκησαν! Μ' άρπαξαν και μ' έσυραν στα βάθη της γής. Εκεί οι ψυχές των αμαρτωλών δοκιμάζουν τέτοια μαρτύρια, που η ανθρώπινη γλώσσα δε μπορεί να τα διηγηθεί. Καθώς έπιασα να θρηνώ εκεί κάτω, φάνηκαν πάλι μπροστά μου οι δυό εκείνοι νέοι. "Ελεήστε με", τους ικέτεψα κλαίγοντας, " και δώστε μου καιρό να μετανοήσω ", Στράφηκε τότε ο ένας και λέει στον άλλο: " Παίρνεις την ευθύνη γι' αυτόν;" Να του δώσουμε καιρό να μετανοήσει;" . "Να του δώσουμε", αποκρίθηκε ο άλλος. Με πήραν τότε και μ' έφεραν στον τάφο. Εκεί βρήκα το σώμα μου να 'χει γίνει σα λάσπη και βούρκος, γι' αυτό και δεν ήθελα να μπώ μέσα του. Οι άγγελοι όμως μου το ξέκοψαν: "Είναι αδύνατο να μετανοήσεις αλλιώς, παρά μόνο με το σώμα σου, αφού μ' αυτό αμάρτησες". Τότε μπήκα στο σώμα μου. Κι αυτό ζωντάνεψε και άρχισα να φωνάζω. 
Εδώ τελείωσε τη διήγηση του ο αξιωματικός. Και αφού έζησε σαράντα μέρες ακόμα με τέλεια ασιτία, με θρήνους και οδυρμούς, κοιμήθηκε πάλι.