Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ

Γ΄ Τόμος  


Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός  

Εκείνος που αξιώθηκε την έβδομη γνώση, θαυμάζει το πλήθος των ασωμάτων δυνάμεων: τις Εξουσίες, τους Θρόνους, τις Κυριότητες, τα Σεραφίμ και Χερουβίμ, τα εννέα τάγματα που αναφέρονται σε όλες τις θείες Γραφές, και που τη φύση, την ισχύ και τις λοιπές αγαθές ιδιότητές τους τις γνωρίζει ο Θεός και ποιητής τους. Θαυμάζει και πώς στέκονται κατά την τάξη τους. Αλλά και άλλα αξιώματα έχουν οι ουράνιες στρατιές.

Λέει σχετικά ο Χρυσόστομος ότι το όνομα "Κύριος Σαββαώθ"(Ησ. 6,3) ερμηνεύεται "Κύριος των στρατιών των δυνάμεων". Και πως αυτές οι στρατιές μεταδίδουν το φωτισμό μεταξύ τους. Οι Άγγελοι, λένε, φωτίζουν τους ανθρώπους και φωτίζονται από τους Αρχαγγέλους, και οι Αρχάγγελοι από τις Αρχές. και έτσι κάθε τάγμα δέχεται από άλλο τάγμα το φωτισμό και τη γνώση. Θαυμάζει πάλι πώς το ανθρώπινο γένος είναι το ένα πρόβατο, λένε, που χάθηκε εξαιτίας του και όχι εξαιτίας του Θεού, ενώ των Αγγέλων τα τάγματα είναι τα ενενήντα εννέα πρόβατα(Ματθ. 18,12).


Και κατανοώντας τη σοφία και τη δύναμη του Δημιουργού, θαυμάζει, πώς έκανε τόσα πλήθη, με μόνη τη διαταγή Του; Και πρώτα, όπως λέει ο Θεολόγος, φέρνει στο νου του τις αγγελικές δυνάμεις. Και αφού περάσει νοερά μέσα από το καταπέτασμα, γίνεται άυλος, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ.

Γιατί ο έξω ναός είναι τύπος αυτού του κόσμου, το καταπέτασμα είναι τύπος του στερεώματος του ουρανού, ενώ τα άγια των αγίων είναι τύπος των υπερκοσμίων, όπου οι ασώματοι και άυλοι υμνούν ακατάπαυστα το Θεό και τον παρακαλούν για μας, κατά τον Μέγα Αθανάσιο.

Και έτσι ο άνθρωπος αυτός φτάνει στην ειρήνη των λογισμών και γίνεται υιός του Θεού κατά χάρη, και γνωρίζει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θειες Γραφές, όπως λέει ο Δαμασκηνός: «Σχίστηκε το άγιο καταπέτασμα του ναού κατά τη σταύρωση του Δημιουργού(Ματθ. 27,51) για να φανερώσει στους πιστούς την αλήθεια που ήταν κρυμμένη στο γράμμα. Γι' αυτό οι πιστοί αναφωνούν: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ των πατέρων μας». Και όπως λέει ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός: «Ο πρώτος άνθρωπος αφού έφαγε από τον καρπό του ξύλου, έγινε φθαρτός(Γέν. 3, 17-19). Γιατί αφού καταδικάστηκε σε ατιμότατο θάνατο, μετέδωσε σε όλο το ανθρώπινο γένος τον θάνατο σαν μολυσματική ασθένεια.

Αλλά τώρα που εμείς οι θνητοί βρήκαμε ανάκληση της καταδικαστικής αποφάσεως με το ξύλο του σταυρού, κράζομε: Υπερύμνητε κλπ.».


Από αυτή την όγδοη γνώση ο άνθρωπος ανυψώνεται στη θεωρία του Θεού με τη δεύτερη, την καθαρή προσευχή, δηλαδή αυτή που αρμόζει στον θεωρητικό. Ώστε μέσα σ' αυτή την ορμητική κίνηση της προσευχής αρπάζεται ο νους από τον θείο πόθο και δεν γνωρίζει πλέον τίποτε απ' αυτόν τον κόσμο, όπως λένε οι άγιοι Μάξιμος και Δαμασκηνός.
Και δε λησμονεί ο νους μόνο όλα τ' άλλα, αλλά και τον εαυτό του. Γιατί, όπως λέει ο άγιος Νείλος, όσο ακόμη ο νους καταλαβαίνει τον εαυτό του, δεν είναι στο Θεό μόνο, αλλά και στον εαυτό του. Τότε λοιπόν, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, δέχεται φανερώσεις περί του Θεού και γίνεται θεολόγος, γιατί αξιώθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.

Ακούγοντας τώρα περί Θεού, να μη νομίσει κανείς από άγνοια ότι ο Θεός είναι εκείνα που θεωρούμε περί Αυτού, δηλαδή αγαθότητα, χρηστότητα, δικαιοσύνη, αγιασμός, φως, πυρ, ουσία, φύση, δύναμη, σοφία και τα όμοια, λέει ο Μέγας Διονύσιος· αλλά ούτε και όσα ο νους μπορεί να περιλάβει. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο και δεν θεολογείται όπως πράγματι είναι, αλλά με βάση όσα θεωρούνται γύρω απ' αυτό, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος προς τον άγιο Τιμόθεο, παίρνοντας τη μαρτυρία από τον άγιο Ιερόθεο.

Πιο σωστό μάλλον είναι να πούμε ότι θεολογείται από το ακατάληπτο, το ανεξιχνίαστο, το ανερμήνευτο και όσα δεν μπορούν να το ορίσουν. Γιατί ο Θεός είναι πάνω από κάθε νου και έννοια και γνωστός μόνο στον εαυτό Του, Θεός ένας, τρισυπόστατος, άναρχος, ατελεύτητος, υπεράγαθος, υπερύμνητος. Και εκείνα που λέγονται περί Αυτού από την θεία Γραφή, από έλλειψη γνώσεως λέγονται, για να μάθομε ότι υπάρχει Θεός, και όχι τι είναι Αυτός, επειδή είναι ακατάληπτος σε κάθε λογική και νοερή φύση.

Ομοίως πρέπει να θαυμάζομε και τη σάρκωση του Υιού του Θεού και την υποστατική ένωση, όπως λέει ο άγιος Κύριλλος, και πως η θεότητά Του ενώθηκε με τη σάρκα που πήρε από μας, κατά το Μέγα Βασίλειο. Επειδή όπως ενώνεται ο σίδηρος με τη φωτιά όταν πυρακτωθεί, έτσι είναι η ένωση αυτή, για να γνωρίσομε τον ένα Χριστό με δύο φύσεις, όπως είπε ο Δαμασκηνός προς την Θεοτόκο: «Με μία υπόσταση και δύο φύσεις γέννησες Πανάμωμε, τον σαρκωμένο Θεό, στον Οποίο όλοι ψάλλομε: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ μας». Και πάλι: «Ο Απεριόριστος, παραμένοντας αμετάβλητος, ενώθηκε υποστατικά με τη σάρκα μέσα στη μήτρα σου, Παναγία, επειδή είναι εύσπλαχνος, ο μόνος ευλογημένος».
Γενικά, όποιος φωτίστηκε κάπως, όταν κατανοεί κάποια ανάγνωση ή ψαλμωδία, βρίσκει πάντοτε αφορμή για θεωρία και θεολογία, και ότι κάθε Γραφή επιβεβαιώνεται από άλλη Γραφή. Εκείνος όμως που έχει ακόμη αφώτιστο νου, νομίζει ότι οι Γραφές παρουσιάζουν διαφωνίες. Αυτό όμως δεν οφείλεται στις θείες Γραφές, μη γένοιτο.

Γιατί άλλες από τις Γραφές επιβεβαιώνονται από άλλες, ενώ άλλες εξαρτώνται από τον καιρό που γράφτηκαν ή τα πρόσωπα, και γι' αυτό κάθε λέξη της Γραφής είναι άμεμπτη. Ό,τι είναι έξω από αυτές τις περιπτώσεις, οφείλεται στην άγνοιά μας, και δεν πρέπει να κατηγορεί κανείς τις Γραφές, αλλά με όλη του τη δύναμη να τις τηρεί όπως είναι, και όχι βέβαια έτσι που θέλει αυτός.

Αυτό έκαναν οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι, οι όποιοι δεν καταδέχονταν να πούνε, «δεν γνωρίζω τι είναι», αλλά από υπερηφάνεια και αυταρέσκεια έψεγαν τις Γραφές και τη φύση των πραγμάτων και τις εννόησαν όπως ήθελαν και όχι κατά το θέλημα του Θεού. Γι' αυτό πλανήθηκαν και ξέπεσαν σε κάθε κακία. Γιατί όποιος ζητεί να μάθει που σκοπεύει η Γραφή, δε θα υψώσει ποτέ δικό του νόημα, καλό ή κακό. Αλλά, όπως είπαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Χρυσόστομος, έχει για δάσκαλό του τη θεία Γραφή και όχι τα μαθήματα του κόσμου. Έτσι θα δέχεται ό,τι βάλει ο Θεός στην καθαρή καρδιά, χωρίς σκέψη, αν υπάρχει και η σύμφωνη μαρτυρία των θείων Γραφών, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος.

Γιατί οι έννοιες που έρχονται αυτόματα στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν, χωρίς σκέψη, είναι δεκτές, λέει ο άγιος Ισαάκ. Να ερευνά όμως κανείς και να σκέφτεται, είναι δικό του θέλημα και επιστήμη σωματική. Και μάλιστα αν βιάζει σαν κλέφτης τη Γραφή, για κάποια αλληγορία, λέει ο Χρυσόστομος, και δεν έρχεται από τη θύρα της ταπεινοφροσύνης, αλλά ανεβαίνει από αλλού(Ιω. 10,1). Δεν υπάρχει στη γη πιο ανόητος από εκείνον που βιάζει το σκοπό της Γραφής ή την κατηγορεί για να στηρίξει τη δική του γνώση, ή μάλλον αγνωσία. Και ποιά επιστήμη είναι αυτή, να μεταβάλλει κανείς το σκοπό της Γραφής όπως θέλει και να τολμά να παραλλάζει τις λέξεις;

Επιστήμων είναι εκείνος που βλέπει απαρασάλευτες τις φράσεις και με τη σοφία του Πνεύματος κατορθώνει να βρει τα κρυμμένα μυστήρια, που μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές.

Τέτοιοι προπαντός είναι οι τρεις μεγάλοι φωστήρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος. Αυτοί βρίσκουν τη μαρτυρία ή από το ίδιο το ρητό, ή από άλλο ρητό της Γραφής. Έτσι, όποιος αντιλέγει, δεν έχει τι να πει. Γιατί δε φέρνουν μαρτυρία έξω από τη Γραφή, για να πει κανείς ότι είναι δικό τους νόημα, αλλά από το ίδιο το ρητό που έχουν υπόψη, ή από άλλη Γραφή, που μιλάει για το ίδιο ζήτημα. Και εύλογα. Επειδή είναι άξιοι, έχουν λάβει από το Άγιο Πνεύμα τη νόηση και το λόγο.

Κάθε πράγμα λοιπόν που δεν έχει μαρτυρία ότι είναι καλό, αλλά υπάρχει γι' αυτό δισταγμός, δεν πρέπει κανείς να το κάνει, ούτε να συγκαταβαίνει με το λογισμό. Γιατί ποιά ανάγκη υπάρχει να αφήνει κανείς πράγμα φανερό που έχει μαρτυρία ότι είναι καλό και θεάρεστο, και να κάνει άλλο που δεν είναι σίγουρος αν είναι καλό ή όχι; Εκτός αν ενεργεί εμπαθώς. Αυτά γι' αυτό το θέμα.
Περί των οκτώ γνώσεων πρέπει να γνωρίζομε ότι στις τέσσερις πρώτες οφείλομε να λέμε εκείνα που γράψαμε για την κάθε μιά, ενώ στις υπόλοιπες το "Κύριε ελέησον" μόνο, όπως λέγεται για τον άγιο Φιλήμονα, και να κρατούμε το νου ολότελα έξω από τα νοήματα.
Γιατί τέτοια πρέπει να είναι η διαγωγή του αγωνιστή: Άλλοτε να έχει το νου του στη θεωρία των αισθητών, άλλοτε στη γνώση των νοητών και στο να μένει ασχημάτιστος. Είτε πάλι σε κάποια έννοια της Γραφής και στην καθαρή προσευχή. Και να απασχολεί το σώμα πότε στην ανάγνωση, πότε στην προσευχή, πότε σε δάκρυα για χάρη του εαυτού του ή κάποιου άλλου από συμπάθεια που θέλει ο Θεός, πότε σε εργασία για να βοηθήσει κάποιον που είναι ασθενής σωματικά ή ψυχικά, για να κάνει έτσι αποκλειστικά τα έργα των αγίων Αγγέλων και να μη φροντίζει διόλου για τίποτε αυτού του κόσμου.

Και ο Θεός που τον διάλεξε και τον ξεχώρισε για να τον κάνει αχώριστο σύντροφό Του και του χάρισε αυτό τον τρόπο ζωής και την αμεριμνία, Αυτός θα φροντίσει γι' αυτόν και θα του εξασφαλίσει την ψυχική και τη σωματική τροφή. Γιατί λέει η Γραφή: «Άφησε στον Κύριο τη μέριμνά σου, και Αυτός θα σου εξασφαλίσει την τροφή σου»(Ψαλμ. 54,23).

Και όσο περισσότερο αναθέτει στο Θεό την ελπίδα του σε όλα όσα τον αφορούν ψυχικά και σωματικά, τόσο περισσότερο ο Θεός προνοεί γι' αυτόν, ώστε να νομίζει τον εαυτό του κατώτερο απ' όλα τα κτίσματα, από τις πολλές δωρεές του Θεού, τις φανερές και τις αφανείς, τις ψυχικές και τις σωματικές.

Σαν χρεώστης μεγάλου χρέους, δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για τίποτε, από ντροπή μπροστά στις ευεργεσίες του Θεού. Και όσο ευχαριστεί το Θεό και αγωνίζεται να βιάζει τον εαυτό του για χάρη της αγάπης Του, τόσο τον πλησιάζει ο Θεός με τα χαρίσματά Του και επιθυμεί να τον αναπαύσει και να τον κάνει να προτιμά την ησυχία και την ακτημοσύνη παραπάνω από όλες τις βασιλείες της γης, ακόμη και χωρίς αμοιβή στο μέλλοντα αιώνα.

Γιατί και οι άγιοι Μάρτυρες πονούσαν στα χτυπήματα των εχθρών, αλλά ο πόθος της βασιλείας και η αγάπη του Θεού νικούσε τους πόνους, και το να λάβουν από το Θεό δύναμη να νικούν τους εχθρούς, το θεωρούσαν μεγάλη παρηγοριά και συνάμα χρέος στο Θεό, γιατί αξιώθηκαν να υποστούν θάνατο για το όνομα του Χριστού, ώστε απ' αυτό πολλές φορές γίνονταν αναίσθητοι στους πόνους.

Επίσης και οι άγιοι Πατέρες άσκησαν πολλή βία στους εαυτούς των στην αρχή με πολλών ειδών ασκήσεις και πολέμους που προκαλούν τα πονηρά πνεύματα, αλλά νικούσε ο πόθος και η ελπίδα της απάθειας.
Γιατί ο απαθής μετά τον κόπο γίνεται αμέριμνος, επειδή νίκησε τα πάθη. Και ο εμπαθής βέβαια νομίζει ότι είναι καλά, αλλ' αυτός το νομίζει από την τύφλωσή του. Μόνο αυτός που τον λέμε αγωνιστή έχει τον κόπο και τον πόλεμο, γιατί θέλει να νικήσει τα πάθη και δεν μπορεί, επειδή τον αφήνει κάποτε ο Θεός να νικηθεί από τους πολεμίους του, για ν' αποκτήσει ταπείνωση.


Γι' αυτό οφείλει να γνωρίσει την ασθένειά του και ν' αποφεύγει εκείνα που τον βλάπτουν, με όλη του τη δύναμη, για να ξεχάσει την παλιά του συνήθεια. Γιατί αν δεν αποφεύγει κανείς πρώτα τον περισπασμό και δεν αποκτήσει τέλεια σιωπή, δεν μπορεί να φτάσει να έχει κάτι απαθώς ή να λέει πάντοτε τα καλά.

Και γενικά σε κάθε πράγμα αρμόζει πρώτα η τέλεια αποφυγή του περισπασμού, για να μην έλκεται κανείς από προηγούμενη συνήθεια.

Αλλά κανείς ακούγοντας για ταπεινοφροσύνη, απάθεια και τα όμοια, να μη νομίσει από άγνοια ότι τα έχει αυτά, αλλά οφείλει να ζητά το σημάδι κάθε αρετής και να το βρει μέσα του.
Σημάδια της ταπεινοφροσύνης είναι ότι ενώ έχει κανείς κάθε σωματική και ψυχική αρετή, νομίζει ότι χρεωστεί περισσότερα στο Θεό, γιατί με τη χάρη Του έλαβε πολλά όντας ανάξιος· και αν του έρθει κάποιος πειρασμός, είτε από δαίμονες είτε από ανθρώπους, θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι' αυτόν και γι' άλλους ακόμη περισσότερους, ώστε να εξοφληθεί λίγο έστω από το χρέος του και να βρεί ελάφρυνση κατά την κρίση στις κολάσεις που περιμένει. 

Kαι όταν δεν πάθει κάτι τέτοιο, θλίβεται πολύ και αγωνιά και ζητεί να βρει τρόπο να εξαναγκάσει τον εαυτό του. Ενώ όταν του συμβεί αυτό, πάλι ταπεινώνεται, θεωρώντας το δώρο από το Θεό. Και μη βρίσκοντας με τι ν' ανταμείψει τον Ευεργέτη, συνεχίζει να εργάζεται πάντοτε και να θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη ακόμα περισσότερο.

Το σημάδι της απάθειας ίσως είναι τούτο: να είναι κανείς ατάραχος και άφοβος σε όλα, επειδή έλαβε δύναμη με τη χάρη του Θεού να κατορθώνει τα πάντα(Φιλιπ. 4,13), κατά τον Απόστολο, με το να μην έχει φροντίδα για το σώμα, αλλά για το να ασκήσει κάθε βία ώστε να φτάσει στην ανάπαυση της έξεως.

Και ευχαριστώντας γι' αυτό, εφευρίσκει πάλι άλλο τρόπο βίας, ώστε να πολεμείται πάντοτε και να νικά με ταπείνωση. Και αυτή είναι η προκοπή του ανθρώπου. Γιατί εκείνα που γίνονται αβίαστα δεν είναι έργα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, αλλά δώρα. Αν με τον πρώτο κόπο ήρθε η ανάπαυση, αυτό είναι βραβείο ήττας και όχι καύχημα. Δεν επαινούνται εκείνοι που παίρνουν μισθό, αλλά εκείνοι που βιάζουν τον εαυτό τους στην εργασία και δεν παίρνουν τίποτε.

Και τι έχομε να πούμε; Όσα και να κάνομε και όσο να ευχαριστούμε τον Ευεργέτη, τόσα χρωστάμε και πολύ περισσότερα, γιατί Αυτός δεν έχει καμιά έλλειψη ή ανάγκη από τίποτε, ενώ εμείς χωρίς Εκείνον κανένα αγαθό δεν μπορούμε να κάνομε(Ιω. 15,5). Εκείνος που αξιώθηκε να υμνήσει το Θεό, αυτός κερδίζει μάλλον, γιατί έλαβε μεγάλο και αξιοθαύμαστο χάρισμα. 

Και όσο υμνεί, τόσο περισσότερο χρεώστης γίνεται, και δε βρίσκει τέλος η διακοπή της γνώσεως του Θεού ή της ευχαριστίας ή της ταπεινώσεως ή της αγάπης. Γιατί αυτές δεν είναι από τον παρόντα αιώνα για να έχουν τέλος, αλλά από τον απέραντο εκείνο αιώνα, ο οποίος δεν έχει τέλος, αλλά μάλλον αύξηση των γνώσεων και των χαρισμάτων. 

Και εκείνος που καταξιώθηκε αυτά με έργο και με λόγο, ελευθερώνεται από όλα τα πάθη. Εκείνος όμως που επιθυμεί να τα αποκτήσει, οφείλει να μένει κοντά στο Θεό και να μην έχει καμιά φροντίδα για τον παρόντα αιώνα, ούτε να τρομάζει από κανένα πειρασμό, γιατί εξαιτίας του μέλλει ν' ανεβεί σε ανώτερη προκοπή και σε ψηλότερο βαθμό. 

Ούτε από όνειρα κακά ή δήθεν καλά, ούτε από κάποιο νόημα πονηρό ή αγαθό, μήτε από λύπη ή δήθεν χαρά, ούτε από υπερηφάνεια ή απελπισία, ή βάθος ή ύψος ή εγκατάλειψη ή δήθεν βοήθεια και δύναμη, ούτε από αμέλεια ή προκοπή ή ραθυμία ή προθυμία δήθεν, ή φαινομενική απάθεια ή μεγάλη εμπάθεια. 

Αλλά να φυλάει την ήσυχη και χωρίς περισπασμό ζωή με ταπείνωση, πιστεύοντας ότι κανείς δεν μπορεί να μας κάνει κακό, αν εμείς δε θέλομε —εκτός ίσως για την υπερηφάνειά μας και για την έλλειψη διαρκούς προσφυγής στο Θεό—· και να ρίχνει τον εαυτό του μπροστά στο Θεό και να ζητά σε όλα να γίνει το θέλημά Του, λέγοντας σε κάθε λογισμό που έρχεται: «Δεν ξέρω ποιος είσαι, ο Θεός γνωρίζει, είτε καλός είσαι είτε όχι, γιατί εγώ έχω αφήσει και συνεχώς αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια Του. Αυτός φροντίζει για μένα. 

Όπως με έκανε από το μηδέν, έτσι κατά χάρη και θα με σώσει, αν είναι σ' Αυτόν αρεστό. Το άγιο θέλημά Του μόνο να γίνει και σ' αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, όπως θέλει και όταν θέλει. 'Εγώ δεν έχω θέλημα, ένα μόνο γνωρίζω, ότι πολύ αμάρτησα, πολύ ευεργετούμαι και ούτε καν ευχαριστώ με έργο ή λόγο την αγαθότητά Του. 

Εντούτοις μπορεί και θέλει να σώσει όλους και μαζί με όλους και έμενα, με τον τρόπο Του. Αφού είμαι άνθρωπος, από πού να ξέρω αν θέλει να είμαι έτσι ή αλλιώς; Εγώ λοιπόν για το φόβο της αμαρτίας έφυγα από τον κόσμο και ήρθα έδώ· και για τις αμαρτίες μου και τις πολλές αδυναμίες μου κάθομαι αργός στο κελί μου, όπως οι φυλακισμένοι, περιμένοντας την απόφαση του Κυρίου».

Και αν δει τον εαυτό του αργό και χαμένο, να μη φοβηθεί. Γιατί μέλλει να βρει συντριβή ψυχής και επίπονα δάκρυα, αν δεν βγεί από το κελί του. Και πάλι, αν έχει μεγάλη προθυμία σε κάθε πνευματική εργασία και δάκρυα, να μην το νομίσει αυτό χαρά, αλλά να το νομίζει απάτη και ετοιμασία πολέμου.

Και γενικά, κάθε πράγμα καλό ή κακό οφείλει να το καταφρονεί για να μένει ατάραχος σε όλα και να ησυχάζει και να αγωνίζεται κατά τη δύναμή του, εφαρμόζοντας όσα έμαθε, αν είχε βέβαια κανένα πνευματικό σύμβουλο. Ειδάλλως, οφείλει να έχει το Χριστό για να τον συμβουλεύεται σε κάθε εγχείρημα και λογισμό με καθαρή προσευχή από την καρδιά του με ταπείνωση.

Και καθόλου να μην ξεθαρρεύει πως έγινε δοκιμασμένος μοναχός, μέχρις ότου απαντήσει το Χριστό στο μέλλον, όπως λένε ο Ιωάννης της Κλίμακος και ο αββάς Αγάθων. Και αν έχει μόνο σκοπό πώς να ευαρεστήσει το Θεό, Αυτός τον διδάσκει το θέλημά Του, είτε με νοερή πληροφορία, είτε μέσω κάποιου ανθρώπου, ή δια μέσου της Γραφής.

Και αν κόβει τα θελήματά του γι' Αυτόν, Αυτός θα τον κάνει να φτάσει στην τελειότητα με ανέκφραστη χαρά, με τρόπο που δε θα καταλάβει. Και όταν το δει αυτό, θαυμάζει υπερβολικά, πως από παντού αρχίζει να αναβρύζει η χαρά και η γνώση. Από κάθε πράγμα βρίσκει ωφέλεια και βασιλεύει μέσα του ο Θεός, επειδή δεν έχει δικό του θέλημα, καθώς υποτάχθηκε στο άγιο θέλημά Του.

Και γίνεται σαν βασιλιάς, ώστε αν βάλει στο νου του κάτι, γίνεται χωρίς κόπο και αμέσως από το Θεό, ο Οποίος φροντίζει γι' αυτόν. Αυτή είναι η πίστη που είπε ο Κύριος: «Αν έχετε πίστη κλπ.»(Ματθ. 21,21). Πάνω σ' αυτήν την πίστη κτίζονται οι λοιπές αρετές(Κολ. 1,23), κατά τον Απόστολο.
Γι' αυτό ο εχθρός μεταχειρίζεται κάθε τέχνασμα για να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από την ησυχία και να πέσει στον πειρασμό. Και κατά κάποιο τρόπο πιάνεται άπιστος, έχοντας την ελπίδα του στη δική του δύναμη και φρόνηση, ή ολοκληρωτικά ή μερικά. Και απ' αυτό παίρνει αφορμή ο εχθρός να τον νικήσει και να τον πάρει αιχμάλωτο, τον άθλιο.

Εκείνος που τα έμαθε αυτά, εγκαταλείπει κάθε απόλαυση και ανάπαυση του κόσμου, αφού γνωρίζει τι είναι αυτά, και τρέχει στην αμεριμνία. Είτε στην υποταγή, έχοντας τον γέροντα αντί το Χριστό, και αναθέτει σ' αυτόν κάθε νόημα, με λόγο και έργο, για να μην έχει ο ίδιος τίποτε. Είτε πηγαίνει στην ησυχία από βέβαιη πίστη, αποφεύγοντας τα πάντα. Και εκεί έχει αντί όλα το Χριστό, και Αυτός γίνεται γι' αυτόν τα πάντα, όπως λένε ο Χρυσόστομος και ο Δαμασκηνός, και σ' αυτή τη ζωή, και στη μέλλουσα.

Ο Χριστός τον τρέφει, τον ντύνει, τον χαροποιεί, τον παρηγορεί, τον ευφραίνει, τον αναπαύει, τον διδάσκει, τον φωτίζει, και γενικά όπως φρόντιζε για τους μαθητές Του, έτσι φροντίζει και γι' αυτόν. Μόνο που αυτός δεν κοπιάζει όπως εκείνοι, αλλά έχει βέβαιη πίστη, με την οποία δε φροντίζει για τον εαυτό του όπως οι άλλοι άνθρωποι.

Αλλά από φόβο των πονηρών πνευμάτων, όπως τότε οι Απόστολοι από τον φόβο των Ιουδαίων(Ιω.20,19), κάθεται μέσα στο κελί περιμένοντας τον Διδάσκαλό του, για να τον αναστήσει νοητά από τα πάθη με την πραγματική θεωρία, δηλαδή τη γνώση των κτισμάτων Του, και να του χαρίσει την ειρήνη, όπως στους Αποστόλους ενώ οι θύρες ήταν κλεισμένες(Ιω. 20,19), λέει ο άγιος Μάξιμος.

--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 130-133)