Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Έχει ανάγκη ό κόσμος από την διδαχή σας


Δυο αδέρφια ξεκίνησαν από την Αμερική επιστρέφοντες και αντί να πάνε στην ιδιαίτερή τους πατρίδα την Σπάρτη, στους εκεί συγγενείς τους, από θείο δράμα και συνταρακτικό γεγονός, που το αναφέρουμε στον Α' τόμο του Γεροντικού σελ. 171, πήγαν στο Άγιον Όρος και έγιναν ο ένας Μοναχός, στη Σκήτη της Αγίας Τριάδος (Καυσοκαλύβια) και πήρε το όνομα Ιερόθεος και ο άλλος έγινε Μοναχός και ιερέας με το όνομα Θεόδωρος, στην Ιερά Μονή Γρηγορίου.

Τα αδέρφια αυτά, μετά από είκοσι χρόνια διαμονής στην Μοναχική Πολιτεία του Αγίου Όρους, επειδή ο κατά σάρκα πατέρας τους Γέρο - Κακούνης, πλησίαζε στο τέλος της ζωής του και σαν τελευταία επιθυμία του ζήτησε να δει τα δυο παιδιά του, με την ευλογία και άδεια των Γεροντάδων τους, ο Μοναχός Ιερόθεος και ο Ιερομόναχος Θεόδωρος, πήγαν στο χωριό τους το Καστρί - Καστορίου όπου τους περίμεναν με χαρά να τους δουν οι εκεί συγγενείς τους.

Ο παπάς του χωριού εκείνου, με περισσότερη ανυπομονησία, περίμενε κι αυτός τους αγιορείτες Μοναχούς για να του πληροφορήσουν τις πολλές απορίες που είχε γύρω από τα πολλά και πολλαπλά θέματα της Χριστιανικής μας πίστεως. Και σχεδόν όλο το διάστημα, όπως μας διηγήθηκαν οι ίδιοι οι αδελφοί, δεν τους άφηνε, αλλά συνέχεια ρωτούσε να μάθει εκείνα τα οποία δεν είχε γνωρίσει και καθημερινά τον απασχολούσαν σαν εφημέριο του χωρίου και ποιμένα των χριστιανών.

Από τις απαντήσεις, των όντως ενάρετων αυτών Μοναχών, ενθουσιάστηκε τόσον ο Παπάς, ο Πρόεδρος και οι πρόκριτοι του χωριού που θερμά τους παρακαλούσαν να μείνουν εκεί και με το καλό τους παράδειγμα και την κατάλληλη διδαχή, να βοηθήσουν τους αδελφούς χριστιανούς που έχουν τόση ανάγκη του καλού παραδείγματος και του θείου κηρύγματος.

Οι Μοναχοί, στην επιμονή αυτή των συγχωριανών των, με πολλή ταπείνωση και σύνεση απάντησαν: «Ακούστε αγαπητοί μας αδελφοί χριστιανοί, εμείς, με την άδεια των Γεροντάδων μας, ήρθαμε εδώ για ένα συγκεκριμένο σκοπό, με την εντολή να επιστρέψουμε όσο το δυνατόν συντομότερα στην μετάνοιά μας. Αν παρακούσουμε και παραβιάσουμε την εντολή αυτή, για να κάνουμε την επιθυμία σας και να βοηθήσουμε όπως λέτε τους αδελφούς χριστιανούς, τότε κι εμείς να είστε βέβαιοι πώς θα χάσουμε αυτή την καλωσύνη, που εσείς βλέπετε και θα γίνουμε, κι εμείς ίσως χειρότεροι από εκείνους που θεωρείτε εσείς κακούς και άτακτούς, για αυτό, όπως λέγει και η Αγία Γραφή: «Έκαστος όπου ετάχθη εκεί και μενέτω».

Την παραμονή της αναχωρήσεώς τους, αφού ήσαν ανένδοτοι να μείνουν, ο Παπάς του χωριού, εκεί που κάθησαν στο κοινό τραπέζι για φαγητό, επέμενε ότι έχουν ιερώτατο καθήκον να παραμείνουν εκεί για να βοηθήσουν τους χριστιανούς και εκεί που έλεγε αυτά και πίεζε τρόπον τινά τους Μοναχούς για να μείνουν, απότομα κάποια μπουκιά πήγε στραβά και κινδύνευσε να πνιγεί.

Με τα χέρια ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, τρέξανε όλοι οι παρευρισκόμενοι να βοηθήσουν. Οι δε Μοναχοί σηκώθηκαν λίγο παράμερα και έκαναν με το κομβοσχοίνι προσευχή λέγοντες: «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, βοήθησον τον δούλον σου» και μετ' ολίγον ελευθερώθηκε και ως εκ θαύματος διέφυγε τον πνιγμό.

Όταν συνήλθε, σηκώθηκε ο Παπάς και βάνων μετάνοια έλεγε στους Μοναχούς: «Συγχωρέστε με Πατέρες που επέμενα να μείνετε εδώ. Κάμετε όπως σας φωτίσει ο Θεός και όπως είναι το θέλημα Του το Άγιο».

Και έτσι με ειρήνη και αγάπη οι μοναχοί την επόμενη ανεχώρησαν από το χωριό τους και γύρισαν στην μετάνοιά τους στο Άγιον Όρος, όπως αναγράψαμε στον Α' τόμον του ημετέρου «ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ».

Δεν μένεις να ωφελήσης τον κόσμο;
Παρόμοιο, με το προηγούμενο γεγονός, είναι και το συμβάν αυτό : Πρίν από σαράντα πέντε (45) χρόνια και πάλι ο ένας από τα δυο αναφερθέντα αδέρφια, ο Γερο - Ιερόθεος, από την Σπηλιά του αγίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια, είχε μεταβεί στην Θεσσαλονίκη με άγια Λείψανα, προς διενέργεια εράνου, για τη συντήρηση και ενίσχυση των κοινών εσόδων της Σκήτης.

Στη Θεσσαλονίκη διανυκτέρευε στο σπίτι ενός φίλου και πνευματικού ιερέως, με τον οποίον συζητούσε διάφορα θέματα, για την Εκκλησία και τους πιστούς χριστιανούς, στα οποία έδινε πετυχημένες και πολύ ωφέλιμες απαντήσεις και συμβουλές, που πληροφορούσαν τόσο τον ιερέα όσον και τους χριστιανούς, οι οποίοι τις δέχονταν σαν λόγια Χρίστου του Θεού ημών. Επί δεκαπέντε ήμερες που παρέμεινε εκεί ο Γέρο - Ιερόθεος, ο ιερέας και οι χριστιανοί προσπαθούν με κάθε τρόπο, να τον πείσουν να παραμείνει κοντά τους, για να συμβουλεύει και να καθοδηγεί, στην κατά Θεόν ζωή, με την ωραία χριστιανική και πεφωτισμένη διδασκαλία του και ο Θεός δεν θα τον αφήσει να βλαφθεί η πνευματική του ζωή και για το καλό που θα κάνει στους χριστιανούς θα τον ανταμείψει αιώνια στην βασιλεία των ουρανών.
Ο Γερο - Ιερόθεος, απαντώντας σε αυτά, στον ιερέα, που πιο πολύ επέμενε να μείνει, και πως ότι, από την παραμονή του στον κόσμο, δεν θα ζημειωθεί, έκαμε την ακόλουθη ερώτηση: «Δεν μου λες παπά μου, όταν προετοιμάζεσαι να λειτουργήσης, κάνεις καμμιά ιδιαίτερη προετοιμασία;»

Πώς πρέπει να ετοιμάζεται ο ιερέας


Ο Παπάς στην ερώτηση αυτή απάντησε: «Βέβαια πάτερ Ιερόθεε, εγκρατεύομαι όσο μπορώ από τα αρτήσιμα και λαδομένα φαγητά, επί μια βδομάδα κοιμάμαι σε χωριστό δωμάτιο από την παπαδιά μου και προσπαθώ εν όψει της θείας Λειτουργίας και του Μυστηρίου, που θα επιτελέσω, να μην έχω μίσος με κανέναν συνάνθρωπό μου, με την γυναίκα μου, με τα παιδιά μου και κυρίως να μη συκοφαντήσω ή κατηγορήσω κανένα και προσπαθώ μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να έχω» την καρδιά και την συνείδησή μου καθαρή από βάρους με τη συχνή εξομολόγηση».

Ο Γέρο - Ιερόθεος είπε: «Όλα αυτά που μου είπες Παπά μου είναι καλά και ωραία και πρέπει κάθε χριστιανός και πολύ περισσότερο κάθε ιερέας, με ακρίβεια να τα φυλάττει. Αλλά θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω με ειλικρίνεια και φόβο Θεού να μου απάντησης: «Όταν βγαίνεις από το δωμάτιό σου μέχρι να φθάσεις στην εκκλησία για να κάνεις το Μυστήριο ή τα πνευματικά μου καθήκοντα, στην σκέψη, στον λογισμό σου και γενικά σε όλες τις αισθήσεις σου, είσαι ο ίδιος όπως ξεκίνησες ή φθάνεις διαφορετικός στην εκκλησία;».

Ο ιερέας είπε: «Έχεις δίκιο, Πάτερ Ιερόθεε, μέχρι να φθάσω στην εκκλησία γεμίζει το μυαλό μου από διάφορες σκέψεις καί βλαπτικούς λογισμούς τόσο που ποτέ σχεδόν δεν κατορθώνω να ειπώ μια καθαρή προσευχή, με καθαρό μυαλό στο Θεό».

«Ε, λοιπόν αυτά και χειρότερα θα πάθω κι εγώ, είπε ο Γέρο Ιερόθεος, αν ακούσω τις συμβουλές σας και παραμείνω στον κόσμο και το αποτέλεσμα θα είναι αντί να ωφελήσω, να βλαφθώ ο ίδιος και να γίνω πρόξενος ίσως μεγάλης βλάβης και σε σας. Για αυτό γνωρίζοντας τον χαρακτήρα και την αδυναμία μου, ζητώ να με συγχωρέσετε να επιστρέψω εκεί που είναι το θέλημα του Θεού, να τελειώσω την ζωή μου. Επειδή άλλοι είναι εκείνοι, που ο θεός τους προορίζει και τους δίνει δύναμη και τα χαρίσματα Του, για να μπορούν με την ενάρετη ζωή και το πνευματικό παράδειγμά τους να ωφελήσουν τους αδελφούς χριστιανούς».

Έτσι με ειρήνη και αγάπη όντως αδελφική ευχήθηκε τον ιερέα και τους χριστιανούς και γύρισε στην Μετάνοιά του, στα Καυσοκαλύβια, όπου με οσιακό τέλος παρέδωκε το πνεΰμα και πέταξε στους ουρανούς, με την ελπίδα της αιωνίου ζωής και μακαρίας αναπαύσεως στη βασιλεία των ουρανών.

Η Θεία Πρόνοια θεραπεύει ασθενή
 

Στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου, πριν από πενήντα χρόνια, ένας από τους αδελφούς αυτής ονόματι Αγλάιος, είχε αρρωστήσει από βαρύ κρυολόγημα και σε συνέχεια τον γύρισε φυματίωση με δέκατα πυρετού και συχνές αιμοπτύσεις.

Οι Πατέρες της Μονής αυτής, απήλλαξαν τον αδελφό αυτόν από τα καθημερινά βαρυά καθήκοντά του και σχετικές υποχρεώσεις της Καλογερικής και του διακονήματος του ιερού Κοινοβίου, διότι είχε το διακόνημα του Εκκλησιάρχου, που έπρεπε πρώτος από όλους τους άλλους αδελφούς να ξυπνά το πρωί και τελευταίος να φεύγει από την εκκλησία, την οποίαν έπρεπε να φιλοκαλλεί και προετοιμάζει. Υπηρεσία που απαιτούσε πολύ κόπο και συχνή επαγρύπνηση και επειδή σ' αυτά, ένεκα της ασθενείας του δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, τον έστειλαν να ησυχάσει στο πλησίον της Μονής «Κάθισμα» του Αγίου Αντωνίου, όπου είναι και η αμπελικιά της Μονής.

Ο Μοναχός Αγλάϊος, το ότι αρρώστησε δεν τον πείραξε τόσο, όσο τον στενοχώρησε που δεν μπορούσε να προσφέρει υπηρεσία στην Μετάνοιά του, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και να παρευρίσκεται με τους άλλους αδελφούς στις κοινές προσευχές και Ιερές Λειτουργίες, αλλά επειδή είχε βαθειά πίστη στο Θεό και πεποίθηση στην Παναγία και στον προστάτη της Μονής αυτής πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο Στέφανο, παρηγοριότανε μόνος του και έλεγε: «Εφ' όσον με το θέλημα του Θεού αρρώστησα, ας είναι ευλογημένο, εΐη το όνομα Κυρίου εΰλογημένον, ως έδωξε τω Κυρίω ούτως καί έγένετο. «Ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος αφήλετο». (Ίώβ Α' 21).

Έτσι έλεγε στους αδελφούς που τον επισκέπτονταν, «ας είναι το όνομα Κυρίου εΰλογημένον και δεδοξασμένο.
«Αν είναι θέλημα Θεού θα γίνω καλά, αν όμως ο Κύριος θέλει μ' αυτό τον τρόπο να με πάρει από την ψεύτικη αυτή ζωή, μακάρια η ώρα που θα διάταξει».

Έτσι μέρα-νύχτα ευχαριστούσε και δοξολογούσε τον Κύριο, είχε όμως αποκτήσει την καλή συνήθεια να λέει ακατάπαυστα την νοερά καρδιακή προσευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» και να παρακαλεί την Παναγία να οικονομήσει το καλύτερο και συμφερότερο για την υγεία της ψυχής περισσότερο παρά για το σώμα του, που οπωσδήποτε μια μέρα θα παραδοθεί στο θάνατο και στην μητέρα γη, για να διαλυθεί «εις τα εξ ων συνετέθη» και κατά το αποστολικό ρητό «καθ' όσον απόκειται τοις ανθρώποις «άπαξ άποθανείν και μετά τούτο κρίσις» (Έβρ. Θ' 27) επομένως κανείς δεν θα αποτελέσει εξαίρεση.

Από ληστής της Θεσσαλίας ερημίτης Αγιοβασιλιάτης
 

Από το 1892 έως το 1941 σε ένα από τα ησυχαστήρια της παλιάς Σκήτης του Αγιοβασίλη, με πολλή αυταπάρνηση, εγκράτεια και ταπείνωση, έζησε και πνευματικά αγωνίστηκε, ο Μοναχός Νικήτας.

Αυτός κατάγονταν από τα μέρη της Θεσσαλίας και σαν περιβόητος Ληστής που ήταν, κυριολεκτικά ελυμαίνονταν την περιοχή. Είχε ριμάξει και ταράξει στις ληστείες και στα εγκλήματα όλη την περιφέρεια εκείνη.

Με τα πολλά κακά που είχε κάνει και γύριζε στην περιοχή αυτή, πληροφορήθηκε για την ενάρετη ζωή και πνευματική προκοπή, του τότε περιβόητου πνευματικού Παπα - Χαρίτωνα, πού κι αυτός κατάγονταν από τα μέρη εκείνα των Τρικάλων.

Αναζήτησε και έμαθε, πώς ο πατριώτης του αυτός βρίσκεται στο Αγιον Ορος και ησυχάζει στην έρημο του Αγιοβασίλη. Ο Παπα - Χαρίτων πράγματι τότε βρίσκονταν στον Αγιοβασίλη αλλά μετά έφυγε από εκεί και πήγε στη Σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, όπου και έγραψε μεταξύ των πολλών άλλων συγγραμμάτων και το «ταξίδι στους ουρανούς» (βλεπ. στον Α' τόμον του Γεροντικού του Αγίου Όρους σελ. 186).

Άμα έμαθε αυτά για τον Παπα - Χαρίτωνα, ξεκίνησε από το λιμέρι του, άφησε τους συντρόφους του και πήγε προς αναζήτησή του.

Στό ησυχαστήριο του Αγιοβασίλη όταν τον συνάντησε, με πολλή ταπείνωση, συντριβή καρδιάς και ειλικρινή μετάνοια, εξομολογήθηκε τα κρυπτά της καρδιάς του και τα πολλά του εγκλήματα, με θάρρος και παρρησία, σύμφωνα με το ρητό της Αγίας Γραφής που λέει: «Είπα εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και ση άφηκας την ασέβειαν της καρίας μου» (Ψαλμ. ΛΑ' 5).

Έτσι με την συμβουλή του αγίου πνευματικού αυτού, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Νικήτας σε μια από τις Καλύβες του Αγιοβασίλη.

Ό Μοναχός Νικήτας σε τόση μεταμέλεια και θεοφοβία ήλθε, για τα πολλά κακά και εγκλήματα πού είχε διαπράξει, κατά τό διάστημα της ληστρικής του ζωής και δράσεως και επειδή είχε αφαιρέσει πολλές ζωές από ανθρώπους και ζώα, που καθώς ομολόγησε ο ίδιος, με τόση ευκολία σκότωνε τους ανθρώπους, όπως εμείς σκοτώνουμε τους ψύλλους και τις ψείρες.

Για τον λόγο αυτό και για κανόνα, είχε τόσο παραμελήσει τον εαυτό του, και είχε τόση απλυσιά, που έπιασε πλήθος πολύ από ψείρες στο σώμα του και άλλα ζωύφια, διότι έβαλε όρο και έκαμε όρκο στον εαυτό του και είπε: «Θεέ μου, όπως σκότωνα εγώ τους ανθρώπους έτσι να φάνε και το σώμα μου οι ψείρες και τα ακάθαρτα ζωύφια».

Πραγματικά, καθώς με πληροφόρησαν Πατέρες και Μοναχοί, που τον γνώρισαν από πολύ κοντά και τον έζησαν, έπιανε, μου είπαν, τόσες πολλές ψείρες που τις καθάριζαν από το δέρμα του οι Μοναχοί με το μαχαίρι, τόσο που κόβονταν και το δέρμα και πάλι ο οργανισμός του έβγανε άλλες πολύ περισσότερες από τις πρώτες.

Τελικά από το πλήθος αυτό των ζωυφίων, πού του απερρόφησαν τελείως το αίμα, παρέδωκε το πνεύμα του, με πραγματική μετάνοια, συντριβή και συχνή εξομολόγηση, στα χέρια του Πανάγαθου και Πολυεύσπλαχνου Θεού, ο οποίος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά ποθεί να έλθη σε επίγνωση αληθείας, να μετανοήσει και να σωθεί.

Ο Μοναχός Νικήτας τελείωσε τον παράξενο αυτόν αγώνα της ζωής του το 1941 έτος, με την μεγάλη πείνα της Γερμανικής Κατοχής. Αν και οι Πατέρες του προσφέρανε τα απαραίτητα για την συντήρησή του τρόφιμα, αλλά αυτός είχε φτάσει σε τέτοια μέτρα αρετής, από την επίγνωση του εαυτού του, και από την συνεχή και αδιάλειπτη προσευχή, που είχε αποκτήσει βαθειά ταπείνωση.

Εργόχειρο δεν γνώριζε κανένα, επειδή μεγάλος πήγε στην Καλογερική, όπως είπαμε από ληστής, γι' αυτό ζοϋσε από τις ελεημοσύνες των άλλων ερημιτών και συνασκητών του. Επειδή όμως ήταν πολύ χεροδύναμος έκανε διάφορες εργασίες και μεταφορές των άλλων Πατέρων, τους οποίους εξυπηρετούσε δωρεάν όλους εκείνους πού ζητούσαν την βοήθειά του.
Και όπως έλεγε, για να μην τρώει τον αρτον που του πρόσφεραν δωρεάν, έκανε σ' όλους υπακοή και ήθελε να λέει με τον Απόστολο Παϋλο: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ' εμού υπηρέτησαν αι χείρες αυταί» (Πράξ. Κ' 34).

Μ' αυτό έδινε ένα καλό μάθημα σ' όλους μας, για να μη ζούμε σε βάρος των άλλων ανθρώπων, αλλά όσο μπορούμε να εργαζόμαστε και πρόθυμα να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας.

Και άλλη θαυματουργική ενέργεια της Θείας Πρόνοιας

Στο ησυχαστικό Σπήλαιο των Αγίων Πατέρων Διονυσίου του Ρήτορος και Μητροφάνους στη μικρή Αγιάννα, κατά την ετήσια μνήμη της εορτής των (9 Ιουλίου) το έτος 1958, ο Π. Γεράσιμος με την Συνοδεία του κανόνισαν κι αγόρασαν ψάρια για τριάντα ως σαράντα το πολύ άτομα.

Στην πανηγυρική αυτή αγρυπνία των Αγίων Πατέρων αυτών, επειδή είναι μετά από την πανηγύρη του αγίου Αθανασίου της Μεγίστης Λαύρας (5 Ιουλίου) παραβρέθηκαν και συλλειτούργησαν δυο Αρχιερείς, ο Κοζάνης Κωνσταντίνος και ο Ξάνθης Αντώνιος, οι οποίοι μαζί τους παρέσυραν και πολλούς άλλους προσκυνητάς και πανηγυριστάς λαïκούς και Μοναχούς, τόσους, που υπερέβησαν τα εκατό και πλέον άτομα.

Μάγειρα είχαν τον Γέροντα Δαμασκηνό των Δανιηλαίων, ο οποίος βλέποντας την αθρόα και απρόβλεπτη προσέλευση των προσκυνητών, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ήξερε πώς και με ποιό τρόπο να οικονομήσει την κατάσταση αυτή, και ρώτησε τον Π. Γεράσιμο περί του πρακτέου.

Ο Πατήρ Γεράσιμος γεμάτος αγωνία και ανησυχία είπε: «Γέροντα Δαμασκηνέ, οι πανηγυρισταί μας όπως βλέπεις υπερβαίνουν τους εκατό νομάτους, τί θα κάνουμε τώρα Γέροντα μου, τί θα τους προσφέρουμε για να φάνε όλοι αυτοί, πώς θα τα οικονομήσης τα πράγματα;

Ο Μάγειρας είπε, όπως γνωρίζεις Π. Γεράσιμε, τα ψάρια είναι για τριάντα το πολύ σαράντα άτομα, τί θα κάνουμε για τους υπολοίπους; Έχουμε και δυο Αρχιερείς και θα ντροπιαστούμε, τί θα γίνει Γέροντα;

Ο Γέρο - Δαμασκηνός άνθρωπος με μεγάλη πίστη και πεποίθηση στο Θεό και τους εορταζομένους Αγίους, είπε στον Γέροντα Γεράσιμο, με όλη την απλότητα που τον χαρακτήριζε: «Πάτερ Γεράσιμε έχε πίστη στο θεό, στην Παναγία Μητέρα μας και στους Αγίους που εορτάζουμε κι αυτοί θα οικονομήσουν τα πράγματα, τώρα εμείς δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα, γιατί αυτά λέγονταν όταν γίνονταν η αγρυπνία και το πρωί έπρεπε να παρατεθεί κοινή τράπεζα σ' όλους αυτούς που αγρύπνησαν και σε όσους άλλους εν τω μεταξύ θα έλθουν. Γι' αυτό ο Γερο - Δαμασκηνός βεβαίωσε τον Γέροντα Γεράσιμο, πως με την πίστη και αφοσίωση στο Θεό δεν θα μείνει κανείς παραπονούμενος. Κι όταν είπε αυτά στον Π. Γεράσιμο, ο Γέρο - Δαμασκηνός με βαθειά πίστη, όπως είπαμε, πήρε το κανδύλι που κρέμονταν μπροστά στην εικόνα των εορταζομένων αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους και όπως ήταν το άδειασε όλο μέσα στον «Νταβά» —ταψί μεγάλο—που βράζαν τα ψάρια.

Το θαύμα των Αγίων Πατέρων

Όταν ήρθε η ώρα να κενώσουν σε μερίδες τα ψάρια, ο Γέρο-Δαμασκηνός λέγοντας ακατάπαυστα την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελεησόν με καί βοήθησον την ώρα ταύτην» καί παρακαλώντας και τους εορταζομένους Αγίους, άρχισε να κενώνη καί να δίνει τις μερίδες στους διακονητές —σερβιτόρους— που υπηρετούσαν στην τράπεζα.

Έδινε συνέχεια τις μερίδες, οι οποίες πέρασαν τις σαράντα, πενήντα, ογδόντα, εκατό κι ο «νταβάς» δεν εννοούσε να αδειάσει, τόσο που έφτασαν να φάνε περισσότεροι από εκατό άνθρωποι μεσημέρι και βράδυ και στο τέλος είχαν και περισσευούμενα ψάρια για την άλλη μέρα.

Οι γνωρίζοντες την πραγματικότητα Γέροντες: Γεράσιμος με την Συνοδεία του, ο μάγειρας Γέρο - Δαμασκηνός, αλλά και οι άλλοι Πατέρες που γνώριζαν πόσα ψάρια είχαν προμηθευτεί για την πανήγυρη, που όπως είπαμε ήταν πολύ λίγα και με απορία λέγανε, τί θα φάει όλος αυτός ο κόσμος; Όταν είδαν ότι όχι μόνον φτάσανε τα ψάρια, αλλά και περίσεψαν για την άλλη ημέρα, έκαμαν ιδιαίτερη δοξολογία στο Θεό και ευχαριστία στους Αγίους για το εξαίσιο αυτό θαύμα και εδώ πληρώθηκε το ευαγγελικό ρητό που λέγει: «Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται ύμΐν», και «Οίδε ό Πατήρ υμών ό ουράνιος ων χρείαν έχετε και προτού αιτείσθε δίδωσιν υμίν» (Ματθ. Στ' 32 καί 33).

Γλυκεία οπτασία την ώρα του Θανάτου
 

Στην Καλύβα «Ακάθιστος ύμνος», της Ιεράς Σκήτης των Καυσοκαλυβίων, μέχρι το 1960 έμενε ο τελευταίος Μοναχός ασκητής, από την συνοδεία του περίφημου εκείνου Πνευματικού Παπα - Χαρίτωνα, που είχαν έρθει στην Σκήτη αυτή, από την Σπηλιά του Αγίου Αθανασίου της Μεγίστης Λαύρας (βλέπε στον Α' τόμο του Γεροντικού μας σελ. 186).

Ο Μοναχός αυτός, Πάτερ Αθανάσιος, ο λεγόμενος «Στρέζοβας», γιατί κατάγονταν από την σημερινή Δάφνη των Καλαβρύτων, που παλαιότερα λέγονταν Στρέζοβα, μας διηγήθηκε ότι στην συνοδεία τους, όταν ο Παπα - Κοσμάς, μετά την κοίμηση του Γέροντα του, Παπα - Χαρίτωνα, έφυγε από την Σπηλιά και πήγε στα Καυσοκαλύβια, ήλθε νεώτερος αδελφός, ο οποίος έγινε Μοναχός, και του έδωσαν το όνομα Χαρίτων.

Ο μοναχός Χαρίτων, φαίνεται ότι, από την πολλή απλότητα και θερμή πίστη που είχε, μαζί με το όνομα του Πνευματικού του Παπού, Παπα - Χαρίτωνα έλαβε και τα πνευματικά χαρίσματα τα οποία είχε εκείνος. Διότι από την πολλή προσήλωση και επίδοση που είχε στην νοερά προσευχή, πολλές φορές ερχότανε σε έκσταση και θεωρία και κατά την ώρα του φαγητού ακόμη.

Από την πολλή εγκράτεια καί πνευματική άσκηση νέος την ηλικία αρρώστησε βαρειά και όταν πλησίαζε η ώρα της εκδημίας του από τα γήινα πράγματα του κόσμου τούτου, σαν αρραβώνα της άλλης ζωής, ο Πάτερ Χαρίτων, επί πολλές ώρες, έλεγε στον Γέροντα του: «Πάτερ Αθανάσιε, που βρέθηκαν εδώ τόσα μικρά ολόλευκα και ωραία παιδάκια; Μα, αυτά Πάτερ, δεν είναι άνθρωποι. Ω! ναί, είναι Άγγελοι, μα τί ωραία, κοίτα εκεί, Πάτερ Αθανάσιε, είναι πολλά παιδάκια, ω τί ωραία λουλούδια που κρατάνε στα χεράκια τους, σε ευχαριστώ Θεέ μου πού με αξίωσες να ειδώ τους Αγγέλους Σου, αχ δεν χορταίνω να τους βλέπω, Σε παρακαλώ θεέ μου μην τους παίρνεις θέλω να τους βλέπω για πάντα».

Λέγοντας αυτά, ο Μοναχός Χαρίτων, γύρισε στους Πατέρες που ήταν μαζεμένοι γύρω από το στρώμα του μελλοθάνατου και είπε: «Πατέρες και αδελφοί συγχωρέστε με» και με το λόγο αυτόν έλαμψε το πρόσωπό του σαν ήλιος και παρέδωκε την αγία του ψυχή, μ' αυτή την ωραία και γλυκιά οπτασία των Αγίων Αγγέλων και αξιώθηκε να χαίρεται αιώνια το πνεύμα του μετά του Τρισηλίου Θεού ημών, στην βασιλεία των ουρανών.
Η κοίμηση του αδελφού αυτού Χαρίτωνος Μονάχου έγινε το 1926 σωτήριον έτος.
Κι άλλη εμφάνιση των αοράτων ασκητών
 

Ένας προσκυνητής ανερχόμενος τον ανηφορικό δρόμο από την παραλία προς την Μικρή Αγιάννα, συνάντησε τούτους τους Αγίους περιπλανηθείς στο δάσος και θέλησε να τους ακολουθήσει, αλλά εκείνοι του είπαν ότι «Εσύ αδελφέ προορίζεσαι για την Σκήτη του Ξενοφώντος» και του έδειξαν τον δρόμο για να πάει στον πνευματικό Παπα - Σάββα να του πει εκείνος τι θα κάνει. Ο προσκυνητής, αφού απομακρύνθηκε λίγο από τους Αγίους αυτούς μετανόησε, ότι άφησε και έφυγαν τέτοιοι άγιοι. Γύρισε πίσω και για πολλή ώρα τους αναζητούσε, αλλά δεν τους βρήκε πουθενά. Τότε πήγε στον Παπα - Σάββα και του ανέφερε την υπόθεση. Ο Παπα - Σάββας του είπε: «Εσύ παιδί μου δεν είσαι για να τους ακολουθήσεις, αλλά θα είχες καμία αμφιβολία, αν υπάρχουν τέτοιοι άγιοι σήμερα στο Άγιον Όρος και για τούτο ο Θεός σου τους φανέρωσε, εσύ θα εγκαταβιώσεις στην Σκήτη του Ξενοφώντος». Και πράγματι τούτο έγινε, διότι ο αδελφός αυτός έγινε στην Σκήτη του Ξενοφώντος Μοναχός.

Το γεγονός αυτό διηγήθηκε ο πνευματικός Παπα - Ακάκιος από την Καψάλα, άνθρωπος πολύ ενάρετος και φιλαλήθης, ο οποίος και τον άνθρωπο που είδε τους αγίους αυτούς γνώρισε, και ο οποίος του διηγήθηκε την υπόθεση αυτή όπως λεπτομερώς έγινε.

Τρία χρόνια άρρωστος ή τρεις μέρες στην κόλαση

Ο συνασκητής του Γέροντος Δαμάσκηνου στον Αγιοβασίλη πάτερ Ιωάννης, υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ, διηγήθηκε το ακόλουθο γεγονός, που έλαβε χώρα πριν από 70 χρόνια στην Ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στο λεγόμενο «Σεράγιον» ως εξής:

Ένας αδελφός της Σκήτης αυτής Ρώσος Μοναχός, αρρώστησε βαριά και τον θέριζαν δριμύτατοι πόνοι και παρακαλούσε το θεό να τον θεραπεύσει, οπόταν βλέπει επάνω από το κρεβάτι του έναν Άγγελο, ο οποίος του είπε: «Πάτερ, τι προτιμάς; Θέλεις να μείνεις στο κρεβάτι που είσαι με τους πόνους αυτούς άρρωστος τρία χρόνια; Ή προτιμάς να μείνεις στην Κόλαση τρεις μέρες και να γίνεις καλά;

Ο άρρωστος του είπε: «Αφού είναι για τρεις μέρες μόνο, καλύτερα προτιμώ την Κόλαση».

Αμέσως βρέθηκε σε τόπο «αφάτου οδύνης και ανυπόφορων βασάνων», εκεί ήταν τρομερά τα κολαστήρια, διότι μετά από λίγη ώρα βλέπει πάλι τον Άγγελο, ο οποίος τον ρώτησε: «Πώς είσαι Γέροντα; είναι καλά εδώ;» Κι ο Μοναχός απεκρίθη: «Με ρωτάς πώς περνώ που αντί τρεις ημέρες πού μου είπες ότι θα μείνω στην Κόλαση και τώρα έχω τριακόσια ολόκληρα χρόνια με φριχτά και ανυπόφορα βάσανα;» Και τότε ο Άγγελος του είπε: «Αδελφέ ακόμη δεν πέρασε μισή ώρα και λες πώς έχεις τριακόσια χρόνια;»
Φανταστείτε τριακόσια χρόνια, ούτε για μισή ώρα δεν λογαριάστηκαν, οι τρεις ημέρες πόσοι αιώνες θα ήταν;

Και ο Μοναχός είπε στον Άγγελο, «γρήγορα σε παρακαλώ να με πάς στο κρεβάτι του πόνου καλύτερα εκεί να βασανίζομαι τρία χρόνια παρά εδώ στην φοβερή αυτή Κόλαση τρεις μέρες».

Τότε ο Άγγελος έκανε την επιθυμία του Μονάχου και τον επανέφερε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε επί τρία χρόνια άρρωστος.

Επειδή μερικοί άνθρωποι είναι δυνατόν να φάνουν κάπως δύσπιστοι στο διήγημα αυτό, για τούτο κρίναμε σκόπιμο να καταχωρήσουμε στη συνέχεια επιστολή του θεσπέσιου Κυρίλλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, την οποίαν μετέφρασε ο Διδάσκαλος Αγάπιος ο Κρής στην απλή διάλεκτο, η οποία έχει ως έξης: «Διήγατε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας εις μίαν επιστολή, όπου γράφει εις τον ιερόν Αυγουστίνο, και λέγει ότι τρεις άνθρωποι ανέστησαν εκ νεκρών, οίς κρίμασιν ό Θεός οίδεν, ό τα πάντα προς το ημών συμφέρον οικονόμων. Ένα από τους οποίους επήγα καί ηύρηκα, όστις θρηνεί, απαρηγόρητα, καί ερωτών αυτόν, δεν μου απεκρίνατο τίποτε, μόνον έκλαιε. Τέλος πάντων αφού εβαρέθη την αυθάδειάν μου, διατί τον ωρκισα εις τον Θεόν, να ειπεί λόγον τινά εις ώφέλειαν των παρισταμένων, μου άπεκρίθη ούτως. Εάν ήξερες τάς τιμωρίας του Αδου δεν ήθελες δυνηθεί να κράτηση το πένθος ούτε ποσώς. 'Αλλά ποταπά κολαστήρια θαρρείς να είναι ητοιμασμένα τοις αμαρτάνουσι; Λέγω σου να είναι μεγαλύτερα από όλα αυτά ταύτα τα πρόσκαιρα. Ό δε στενάξας βαρέως είπεν. Εάν όλας τάς θλίψεις ξεσχισμούς καί μαρτύρια, οπού μπορεί να πάθη τις εις τούτον τον κόσμον, παρομοιάσεις καί να τα συγκρίνης με τον μικρότερον καί ολιγώτερον της Κολάσεως, θέλουν σου φανεί ετούτα ηδονές καί παραμύθια. Πίστευσόν μου, ότι δεν είναι τινάς, οπού να ήθελε δοκιμάσει εκείνων των κολάσεων την δριμύτητα, να μην εχη κάλιον να παιδεύεται χωρίς άνεσιν εδώ έως το τέλος του κόσμου, με όλας τάς θλίψεις καί βάσανα όπου επάθασι όλοι οι άνθρωποι από Αδάμ έως σήμερον, παρά να κάνη μόνον μια ήμέραν εκεί εις την κόλασιν. Ή αιτία λοιπόν των δακρύων μου είναι ετούτη, διατί επταισα του Θεού, όστις υπάρχει τοσούτον δίκαιος όπου μήτε του δαίμονος ημπορεί να κάμη παραμικράν «δικοκρισίαν. Μη θαυμάζης γούν το πώς κλαίω, αλλά μάλλον φρίττε καί θαύμαζε πώς ηξεύροντες οι άνθρωποι πώς τους εκδέχονται τοιαύται κολάσεις, ουδέν περί τούτου φροντίζουσιν ούτε μεριμνώσι να εξαλείψουν τάς αμαρτίας τους. Γίνωσκε δε καί τούτο, ότι την ώραν όπου εχοιριζεν ή ψυχή εκ του αθλίου μου σώματος επήρα τόσην οδύνην καί πόνον, όπου είναι αδύνατον να το καταλάβη τινάς ή να το πιστεύση, εάν δεν το δοκιμάση εμπράκτως».

Και μείς πού αυτήν την στιγμή τα γράφουμε δεν μας κάνουν εντύπωση τόση όση έπρεπε να μας κάνουν διότι ζούμε μακριά από το Θεό και έχουμε πάθει ψυχική πώρωση, πλην όμως αδελφοί μου είναι γεγονότα και θα μπορούσαμε εδώ να παραθέσουμε πάμπολλα πού σε αρχαίους χειρόγραφους κώδικας έχουν καταχωριστή από αρχαιοτάτων χρόνων, πού ό πανάγαθος Θεός δείχνει ορισμένα τέτοια σημεία για να μας αφυπνίσει από τον βαρύ ύπνο της αμαρτίας και να 'ρθούμε σε μετάνοια και επίγνωση για να σώσουμε την μονάκριβη και μονογεννή μας ψυχή από τα βασανιστήρια της αιωνίου Κολάσεως και να ζούμε αιώνια με το Θεό.

Τους έδιωξε η Παναγία

Στην ησυχαστική Καλύβα «Κοίμησις της Θεοτόκου» στα πάνω Κατουνάκια, με πολλή άσκηση αγωνίζονταν ο Γέροντας Ιγνάτιος που ήταν αόματος.

Ο Γέροντας αυτός είχε και δυο υποτακτικούς τον Νεόφυτο Μοναχό και τον νεώτερο Παπά Ιγνάτιο. Όλοι τους αγωνίζονταν με κάθε τρόπο, με παντός είδους στερήσεις, προσπαθώντας να ευαρεστήσουν τον Κύριο.

Σε μια χρονιά μεγάλης ξηρασίας, έγινε αφορία και το λάδι ήταν πολύ λιγοστό και για τον λόγο αυτόν, ενώ μέχρι τότε άναβαν και τα τέσσερα καντήλια στις εικόνες του τέμπλου της εκκλησίας, τη χρονιά εκείνη έδωσε εντολή ο Γέροντας να ανάβουν μόνον το καντήλι που κρέμεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.

Ο Παπα - Ιγνάτιος ο νέος όμως, επειδή λιγόστευε το λάδι υστέρα από λίγο διάστημα, σταμάτησε να ανάβει και το μόνο καντήλι της Παναγίας, από ολιγοπιστία μήπως και τελειώσει το λίγο λάδι πού είχαν.

Τρεις μέρες δεν άναψε το καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την άλλη μέρα, μετά την Ακολουθία του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας, παρουσιάστηκε μπροστά στον νέον Παπα- Ιγνάτιο ένας σεβάσμιος ψηλός Γέροντας και με υφός πολύ σοβαρό του έδωσε ένα πεντακοσιόδραχμο, δηλαδή 500 δραχμές, για να αγοράσετε του είπε λάδι για τον εαυτό σας και για το καντήλι της Παναγίας.

Με χαρά πήρε ο Παπα - Ιγνάτιος τα χρήματα και άναβε πλέον το καντήλι της Παναγίας, αλλά από τότε άρχισε να ωριμάζει μέσα του η ιδέα να φύγουν από το ασκητικό εκείνο ησυχαστήριο.

Πράγματι δεν πέρασε πολύς καιρός όπου μετά τον θάνατο του αόματου Γέροντα τους, ο νέος Παπα - Ιγνάτιος με την συνοδεία του έφυγαν και πήγαν στην Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου.

Σε κάθε πειρασμό και στενοχώρια που τους παρουσιάζονταν στην Σκήτη από τα σκάνδαλα, ο Παπα - Ιγνάτιος με παράπονο έλεγε στους άλλους Πατέρες: «Αδελφοί μου, από ολιγοπιστία μου επειδή δεν άναβα το καντήλι της Παναγίας, μας έδιωξε από το ησυχαστικό εκείνο Καλύβι, που είχαμε ησυχία και περισσότερο χρόνο να επιδοθούμε στα πνευματικά μας καθήκοντα κι από την ολιγωρία μας, μας τιμώρησε η Παναγία και με το παράπονο αυτό άφησε τη μάταιη αυτή ζωή!
Οι προσευχές της Εκκλησίας και των συγγενών ωφελούν τους κοιμηθέντας αδελφούς μας

Στο ιερό κοινοβιακό Μοναστήρι του αγίου Παύλου επί των ημερών μας, κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο η μητέρα του Μονάχου Σεραφείμ, αδελφού της Ιεράς αυτής Μονής.

Ο Μοναχός Σεραφείμ, επειδή γνώριζε την αρετή και παρρησία που είχε στο Θεό ο Γέροντας Κωνστάντιος, επίσης κι αυτός αδελφός της ιδίας Μονής, με ευλάβεια και πίστη, τον παρεκάλεσε να κάνει ιδιαίτερη προσευχή, για την σωτηρία της ψυχής της μητέρας του Ευαγγελίας, που είχε κοιμηθεί.
Ο Γέρο - Κωνστάντιος ήταν υπόδειγμα υπακοής, ταπείνωσης και αδιάλειπτου προσευχής. Αγνός και πρόθυμος να εξυπηρετήσει όλους τους αδελφούς, παρά το υπέργηρο της ηλικίας του. Στην αρχή, από υπερβολική ταπείνωση, απέφευγε να δεχθεί την παράκληση αυτή του αδελφού Σεραφείμ, αλλά η επιμονή και πίστη του νεώτερου αυτού Μοναχού, έπεισαν τον Γέροντα Κωνστάντιο να κάνει προσευχή και κομβοσχοίνια για την ψυχή της δούλης του Θεού Ευαγγελίας.

Μετά από σαράντα ήμερες, κατά την ώρα της ιδιαίτερης αυτής προσευχής, παρουσιάζεται μπροστά στον Γέροντα Κωνστάντιο μια γυναικεία μορφή, η οποία ευχαριστούσε τον Γέροντα για την θερμή προσευχή, που έκανε για την ψυχή της και τον βεβαίωνε οτι πολύ ψυχική ωφέλεια και ανακούφιση έλαβε από τον πανάγαθο και πολυεύσπλαχνο Θεό.

Ο Γέρο - Κωνστάντιος, στο φάσμα της γυναικείας αυτής μορφής είπε: «Ποια είσαι συ αδελφή που με ευχαριστείς; Δεν σε γνωρίζω και για ποια προσευχή μιλάς;»

Η γυναίκα απήντησε: «Σεβαστέ γέροντα εγώ είμαι η μητέρα του Μοναχού Σεραφείμ, που σε παρακάλεσε να προσευχηθείς για μένα, και παρεκάλεσα τον Κύριο να μου επιτρέψει να σας ευχαριστήσω και να σας βεβαιώσω οτι πολύ ανακούφιση αισθάνθηκε η ψυχή μου και η προσευχή σας, Πάτερ, με βοήθησε πολύ να τύχω του θείου ελέους».
Άμα είπε αυτά έγινε άφαντο το όραμα της γυναίκας, ο δε Γέρο - Κωνστάντιος κάλεσε τον Μοναχό Σεραφείμ, προς τον οποίον αφού διηγήθηκε το όραμα, ευχαρίστησαν μαζί τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό και την Αυτού Παναγία Μητέρα Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκον, που είχαν και οι δυο παρακαλέσει, για να βοηθηθεί η ψυχή της δούλης του Θεού Ευαγγελίας και για την πληροφορία αυτή.

Μετά το γεγονός αυτό, ό Γέρο - Κωνστάντιος σε βαθύ γήρας (91) χρόνων, άφησε την πρόσκαιρη αυτή ζωή το 1973 και εισήλθε, στα ουράνια και θεία Σκηνώματα, θριαμβευτικά στην αιώνια και μακαρία ζωή της βασιλείας των ουρανών.

Η κόλαση κι ο παράδεισος δεν είναι εδώ

Τούτο το γεγονός μαρτυρημένο από πολλούς συγχρόνους μας Μοναχούς, ας γίνει ένα καλό μάθημα σε εκείνους που λένε πως δεν υπάρχει άλλη ζωή. Ότι πεθαίνει η ψυχή, ότι η Κόλαση και ο Παράδεισος είναι εδώ στην γη!

Άλλοι πάλι λένε πως δεν ήρθε κανείς να μας φανερώσει την πραγματική αλήθεια, αν υπάρχει άλλος κόσμος αιώνιος.

Εφόσον όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν μελετούν την αγία Γραφή και δεν πιστεύουν στο ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο καθαρά μας πληροφορεί και με κάθε λεπτομέρεια μας εξηγεί, για την πέρα από τον τάφο ζωή των ανθρώπων, και ότι συνεχίζεται η ζωή των πνευμάτων τα οποία είναι αιώνια και αθάνατα. Κι όταν λέμε πνεύματα εννοούμε τις ψυχές.

Το πιο σπουδαίο και παράξενο άμα είναι ότι, οι άνθρωποι που λένε αυτά τα πράγματα, δεν είναι Μουσουλμάνοι, που κι αυτοί πιστεύουν στο πιλάφι και στα ουρή του Παραδείσου, δεν είναι Βουδιστές, Βραχμανιστές, Κομφουκιστές ή άλλοι άπιστοι, αλλά είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, οι οποίοι κάνουν πολλές προσευχές και στο Σύμβολο της Πίστεως μας — το Πιστεύω — που πιθανόν να το λένε μια ή και περισσότερες φορές την ημέρα και στο οποίο μηχανικά και αφηρημένα φαίνεται ομολογούνε ότι «Πιστεύω εις έναν Θεόν... κλπ.
Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν.

Ας μάθουν λοιπόν όλοι αυτοί, που τους δέρνει η αμφιβολία και η απιστία, και ας διδαχθούν από το γεγονός αυτό, πού δεν είναι μοναδικό, για την αποκάλυψη της αλήθειας αυτής, πού κατά καιρούς έγινε και γίνεται σε Μοναχούς του Αγίου Όρους, σε ευλαβείς και ενάρετους χριστιανούς, αλλά και παρόμοιες αποκαλύψεις έχουν γίνει και σε πολλούς χλιαρούς και κρύους ακόμη χριστιανούς, αλλά και σε αμελείς Μοναχούς, καθώς θα δούμε στην συνέχεια του παρόντος Β' τόμου του Γεροντικού, όπως και πολλά του είδους αυτού αναφέρονται και στον Α' τόμον του Γεροντικού μας.

Όλα αυτά μας διδάσκουν ότι και οι ψυχές των κεκοιμημένων Πατέρων και αδελφών μας, πολλή ωφέλεια παίρνουν με τις προσευχές και τα ιερά Μνημόσυνα, που για τις ψυχές αυτές κάνει η αγία μας Εκκλησία, στα οποία επικαλείται το άπειρο έλεος του απείρου, πολυελέου, πολυευσπλάχνου και φιλάνθρωπου Θεού των Πατέρων ημών, και βοηθούνται σημαντικά, από τις ευχές και πρεσβείες που γίνονται στον Πανάγαθο Θεό, από όλους τους Αγίους της Εκκλησίας μας, που περισσότερο ισχύει η δέησις της μεγάλης μας μητέρας, της γλυκιάς μας Παναγίας.
 

Πες στα παιδιά σου να μη με κατουρούν

Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες και αγιογράφους του Αγίου Όρους, τόσο που όμοιός του, στην καλλιτεχνική εμφάνιση της αγιογραφίας, δεν φάνηκε μετά από τον Εμμανουήλ Πανσέληνο (14 αιών) με το όνομα Ιωαννίκιος Μαυρόπουλος, από την Καισαρεία της Καππαδοκίας.

Την τέχνη της αγιογραφίας, στην αρχή έμαθε από τον Γέροντα Ιωακείμ Ραλίδη στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αλλά από την πολλή επιμέλεια που έδειξε στην τέχνη αυτή, έγινε κατά πολύ καλύτερος και ανώτερος από το δάσκαλό του.

Όσον όμως επιμελής ήταν στην τέχνη της αγιογραφίας, τόσο ψυχρός και αδιάφορος ήταν στην χριστιανική πίστη, πολύ δε περισσότερο ήταν αμελής και περιφρονητής της καλογερικής ζωής και Ιδέας. Είχε τόση απιστία που δεν παραδεχόταν τίποτε, ούτε πώς υπάρχει Θεός και γενικά απιστούσε σε όλα της Εκκλησίας τα ιερά και αγία Μυστήρια του χριστιανισμού.

Επομένως δεν νήστευε, δεν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε προσεύχονταν, ούτε κοινωνούσε τα Άρχαντα Μυστήρια και ειρωνεύονταν τους Μοναχούς τους οποίους αποκαλούσε «φασουλοφάγους» και πολλές άλλες κατηγόριες εναντίον τους έλεγε.

Με τον Γέροντα μου Ιωακείμ Μοναχόν είχε γνωριμία και μερική φιλία από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων που είχε κάνει κι αυτός από το 1915 - 16 και επειδή του είχε εμπιστοσύνη του έλεγε πολλές φορές τα μυστικά του.

Κατά το έτος 1923 - 24 αφού έμαθε την αγιογραφία έφυγε από τα Καυσοκαλύβια και εγκατεστάθηκε στις Καρυές, στο Λαυριώτικο Κελλί που είναι επάνω από τις Καρυές «Άγιος Γεώργιος» το λεγόμενο των «Σκουρταίων», εκεί που σήμερα έχει κτιστεί εκκλησία έπ' ονόματι του αγίου Νικόδημου, όπου βρίσκεται και η αγία «κάρα» και εκεί συνέχισε το εργόχειρο της αγιογραφίας.

Ο Γέροντάς μου όταν πήγαινε στις Καρυές, ο Π. Ιωαννίκιος με πολλή χαρά τον δέχονταν και τον φιλοξενούσε, λέγοντας με την ευκαιρία αυτή τα παράπονά του και πολλές φορές τον ρωτούσε για τις απορίες πού είχε γύρω από την χριστιανική πίστη και την Καλογερική. Ο Γέροντάς μου άνθρωπος πιστός και πνευματικά καλλιεργημένος, παρ' όλο που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, δεν μπορούσε να τον πείσει, για τις αλήθειες της χριστιανικής Πίστεως, και τον σπουδαίο ρόλο που έπαιζε και παίζει ο Μοναχισμός στον χριστιανισμό και την Εκκλησία του.

Α' Το ανεξήγητο όνειρο της γιαγιάς του
Μια μέρα ο Γέρο - Ιωαννίκιος, μεγάλος στην ηλικία πια, είπε στον Γέροντά μου: «Βρε Πάτερ Ιωακείμ, αυτά που μου λες, πως υπάρχει Θεός και άλλη ζωή, πως υπάρχει κρίση και ανταπόδοση, δηλαδή τιμωρία αιώνια του κάκου που κάνει ο άνθρωπος εδώ στην γη και πληρωμή αθάνατη για κάθε καλό έργο. Ότι υπάρχει Κόλαση για τους κακούς και Παράδεισος για τους καλούς. Ότι υπάρχουν δαίμονες που θα τυραννούν αιώνια τους αμαρτωλούς και άλλα παρόμοια που λένε οι Καλόγεροι και οι Παπάδες, εγώ τα θεωρώ παραμύθια, αλλά κι αν υπάρχουν αυτά που λες κι εσύ, εδώ θα είναι, στην ζωή αυτή και η Κόλαση και ο Παράδεισος. Μετά το θάνατο δεν υπάρχει, καημένε τίποτε. Σαν πεθάνω εγώ δεν με νοιάζει για τίποτε, δεν λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες «γαία πυρί μιχθήτω» έτσι λέω κι εγώ, τσιμέντο να γίνει το σώμα και η ψυχή, που λες πώς έχουμε.
Και δεν μου λες σε παρακαλώ, συνέχισε να λέει ο Π. Ιωαννίκιος, ποιος ήρθε άπ' εκεί, από την άλλη ζωή, από τον άλλο κόσμο, για να μας βεβαιώνει γι' αυτά τα πράγματα, ότι υπάρχει άλλη ζωή;».
Ο Γέροντάς μου προσπαθούσε με μαρτυρίες της αγίας Γραφής και του ιερού Ευαγγελίου, να του αποδείξει την αλήθεια, για όλα αυτά τα πράγματα, αλλά εκείνος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε από αυτά. Τούτο γινότανε πολλές φορές και πολλά χρόνια.

Σε μια τέτοια συζήτηση, ο Γέρο - Ιωαννίκιος, εμπιστευτικά είπε στον Γέροντά μου Ιωακείμ, αφού πρώτα τον παρακάλεσε να τον βεβαιώσει ότι αυτά που θα του εμπιστευθεί δεν θα τα πει σε κανέναν, για να μη φανεί αντίθετος προς τις αθεϊστικές θεωρίες του: «Πάτερ Ιωακείμ ένα πράγμα μου έχει κάνει εντύπωση, έχει καρφωθεί μέσα στο μυαλό μου και δεν μπορώ ακόμη να το εξηγήσω.
Δηλαδή, ήμουνα μικρό παιδί 12-13 χρόνων στην Πατρίδα μαζί με τον μεγαλύτερο μου αδελφό Θανάση, τον πατέρα μου και την γιαγιά, την μητέρα του πατέρα μου, που όταν οι Τούρκοι μας κυνήγησαν από το σπίτι μας στην Καππαδοκία, και αφού στον δρόμο πέθανε η μητέρα μου, κυνηγημένοι μείναμε οι τέσσερις και εγκατασταθήκαμε σε ένα έρημο σπίτι έξω από την Τραπεζούντα.
Εκεί μια βραδιά στην γιαγιά μου, παρουσιάστηκε στον ύπνο της, ένας σοβαρός και πολύ χαριτωμένος άνθρωπος και με παρακλητικό ύφος της είπε:
«Σε παρακαλώ γιαγιά, πες στα παιδιά και εγγόνια σου να μη με κατουρούν».

Η γιαγιά μας επειδή είμαστε κυνηγημένοι και κατατρομαγμένοι από τους Τούρκους, νόμισε ότι πρόκειται για ένα κοινό όνειρο και δεν έδωσε καμία ιδιαίτερη σημασία.

Το όνειρο αυτό επαναλήφθηκε τρεις νύχτες συνέχεια και ήταν πολύ ζωντανό, αλλά η γιαγιά μας και πάλι δεν είπε τίποτε στον πατέρα μου.
Την τετάρτη όμως νύχτα στον ύπνο και πάλι της γιαγιάς μου ξαναπαρουσιάστηκε ο άνθρωπος εκείνος, αυτή τη φορά όμως πολύ φοβερός την όψη και απειλητικά της είπε: «Είμαι ο Γεώργιος Ελευθεριάδης, σε ειδοποίησα τρεις φορές να πεις στα παιδιά σου να μη με κατουρούν και εσύ δεν είπες τίποτε, μάθε λοιπόν πώς αν κι αυτή τη φορά δεν θα τους πεις να σταματήσουν να μη με κατουρούν, θα πάθετε μεγάλο κακό».

Μετά απ' αυτό το όνειρο ή γιαγιά μου ξύπνησε τρομαγμένη, πήγε ξύπνησε τον πατέρα μου και με φόβο διηγήθηκε το τρομερό εκείνο όνειρο, που όπως είπαμε από ημέρες συνέχιζε να βλέπει.

Τι είχε συμβεί λοιπόν, εγώ με τον αδελφό μου και τον πατέρα μου, είπε ο Μοναχός Ιωαννίκιος στον Γέροντά μου, βγαίναμε την νύχτα από μια πόρτα που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνούσαμε από ένα ξέσκεπο διάδρομο και ακριβώς εκεί κάτω πού ήτανε χωράφι ουρούσαμε.

Όταν η γιαγιά είπε το όνειρο στον πατέρα μου, το πρωί σαν ξημέρωσε, πήγανε με την γιαγιά μου, στο σημείο εκεί που ουρούσαμε, σκάψανε και σε βάθος δύο και πλέον μέτρων, βρήκανε ανθρώπινο σκελετό σε κανονικό τάφο.

Πήραν τα οστά που ήσαν πεντακάθαρα, τα πλύνανε με κρασί, κατά την συνήθεια που είχαν, με πολύ ευλάβεια, η γιαγιά μου τα θύμιασε με λιβάνι και τοποθέτησε τα οστά αυτά μέσα σε κάσσα και τα έβαλαν στο ράφι του σπιτιού.

Το ανεξήγητο δράμα της Γιαγιάς και του πατέρα
Το βράδυ της ημέρας εκείνης, παρουσιάζεται πάλι σοβαρός εκείνος άγνωστος, με χαρούμενο αυτή την φορά ύφος και είπε στην γιαγιά και στον πατέρα μου, διότι αυτή τη φορά παρουσιάστηκε στον ύπνο και στους δυο: «Σας ευχαριστώ πολύ, για το καλό που μου κάνατε, θα παρακαλώ τον Θεό και ουράνιο πατέρα μας, να σας φυλάξει από κάθε κίνδυνο στη ζωή αυτή, να σας ανταμείψει στην άλλη ζωή την αιώνια και να σας χαρίσει την βασιλεία των ουρανών».

Αυτό το πράγμα, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει θεός, άλλη ζωή, κρίσις και ανταπόδοσις; Αυτά τα πράγματα δεν χωράνε στο φτωχό μου μυαλό και δεν μπορώ ούτε να τα καταλάβω, ούτε να τα εξηγήσω αλλά ούτε και να τα ξεχάσω.
Διότι εξέτασε ο πατέρας μου στην Τραπεζούντα για το όνομα αυτό, που στο όνειρο της γιαγιάς μου φανερώθηκε ο ξένος και δήλωσε, το βρήκε ότι υπήρχε πλούσια οικογένεια με το όνομα αυτό του Γεωργίου Ελευθεριάδη, πριν από 300 περίπου χρόνια.

Αν δεν υπάρχει Θεός; Αν δεν υπάρχει άλλη ζωή; Αν δεν υπάρχει βασιλεία των ουρανών και ανταπόδοση και ανταμοιβή αιώνια; Τότε ο άνθρωπος εκείνος, πώς μας φανέρωσε ότι υπάρχει και ζει κι ότι ο σκελετός του, τα οστά του μολύνονται και λερώνονται από τις ακαθαρσίες και τα ούρα τα δικά μας; Και όταν τα ανακαλύψαμε ήλθε πάλι και μας ευχαρίστησε και μας είπε καθαρά, ότι θα παρακαλέσει το Θεό, τον ουράνιο Πατέρα μας κλπ. που ανέφερε στην γιαγιά μας; Όλα αυτά, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να τα εξηγήσω και να τα καταλάβω, όπως σας είπα, τί σημαίνουν;

Β' Κρίσις και ανταπόδοση του καλού και του κακού

Επίσης, σε όλη μου τη ζωή παρατήρησα πως, ότι και να κάνει ο άνθρωπος είτε αδικία είτε καλοσύνη, οπωσδήποτε θα πληρωθεί. Αυτό δεν μπορεί κανείς να μου το αμφισβητήσει ή να το διαψεύσει και να με πείσει για το αντίθετο.

Δηλαδή, αν κάνεις αδικία θα τιμωρηθείς με τέτοιο τρόπο, που δεν θα καταλάβεις από που σου ήρθε, όπως λέτε εσείς οι Καλόγεροι «εν άλλοις πταίομεν καί εν άλλοις τιμωρούμεθα».

Αν πάλι κάνεις καμία καλοσύνη ή ελεημοσύνη, θα πληρωθείς με κρυφό ή και φανερό τρόπο. Όταν πάλι κάνει κανένας εκδίκηση θα τιμωρηθεί και μάλιστα πολύ σκληρά.

Έτσι πολλές φορές έρχομαι σε δύσκολη θέση και λέω στον εαυτό μου, εφόσον δεν υπάρχει τίποτε, τότε ποιος διευθύνει και κατευθύνει όλα αυτά τα πράγματα;
Ο Γέροντάς μου τότε βρήκε την ευκαιρία και του ανέφερε την παραβολή που λέγει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στο ιερό Ευαγγέλιο για τον άσπλαγχνο και πλούσιο και τον πτωχό Λάζαρο (Λουκ. ΙΣΤ' 19-31), (Ματθ. Ε' 14-20, ΣΤ' 10-13, Ζ' 21) και άλλα πολλά, για το Θεό, για τον Παράδεισο, και για την Κόλαση, όπως περιγράφονται στις Ευαγγελικές περικοπές: Ματ. Ε' 22-29, Η' 12, Γ" 28, ΙΓ' 42•- 50, ΚΒ' 13, ΚΓ' 24-33, ΚΔ' 30) και για τα διάφορα κολαστήρια όπως τα ονομάζουν οι άγιοι Ευαγγελισταί: «το πυρ το άσβεστον, οπού ό σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μάρκ. Θ' 43, 44, 48 καί Λουκ. ΙΓ'28 κλπ.).

Από τότε ο πάτερ Ιωαννίκιος έπεσε σε αμφιβολία και λίγο λίγο άρχισε να σκέπτεται σοβαρώτερα και να φιλοσοφεί πάνω σ' αυτά τα θαύματα τόσο πού τον αξίωσε ο Θεός, προς το τέλος της ζωής του, να εξομολογηθεί με ειλικρινή μετάνοια και με πραγματική συντριβή της καρδιάς του πίστεψε και ζήτησε να κοινωνήσει το Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ομολογήσας και παραδεχθείς όλα τα Μυστήρια της αγίας Εκκλησίας μας ιερά και άγια και έφυγε από την ζωή αύτη μετανοιωμένος και διορθωμένος, με ζωντανή την πίστη της αιώνιας ζωής και με την ελπίδα της -ψυχικής σωτηρίας πλησίασε και πήγε κοντά στον Δεσπότη Χριστό, να ζει αιώνια.