Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Αυταπάρνηση      
Ένας από τους Γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε κι επεθύμησε, σαν άνθρωπος, να φάει λίγο ζεστό ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σ’ εκείνη την έρημο;Όταν το έμαθε ένας από τους νέους Μοναχούς έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμιά που είχε και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δύο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά, κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη σκήτη.
-Πού βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
-Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο Γέροντας δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το κρατήσει.
-Πώς να το φάω; Έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.
 

Την εποχή που Βάνδαλοι, σαν πραγματική θεομηνία, σάρωναν αλύπητα τις χώρες της Ευρώπης κι άφηναν μόνο ερείπια στο πέρασμά τους, η Ιταλία πέρασε τα πιο πολλά δεινά. Οι ωραίες πόλεις της αφανίζονταν η μία μετά την άλλη. Οι άνθρωποι ωδηγούντο, σαν κοπάδια, αιχμάλωτοι στα βάθη της Αφρικής.
Τα δύστυχα αυτά χρόνια ο Παυλίνος, ο Επίσκοπος μιας πόλεως της Καμπανίας, ξώδευσε την περιουσία του κι όλα τα χρήματα της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων. Το κακό όμως ήταν τόσο μεγάλο, που, αν και έμεινε μόνο με τα ρούχα που φορούσε, ο φιλάνθρωπος Επίσκοπος, δε μπόρεσε να επαρκέσει για όλους.
Μια μέρα πήγε και τον βρήκε μια φτωχή χήρα με σπαραγμένη καρδιά. Έπιασαν το μοναχογυιό της αιχμάλωτο και ζητούσε από τον καλό Επίσκοπο να τον απελευθερώσει. Οι θρήνοι της ράγιζαν ακόμη και τις πέτρες.
Ο Παυλίνος τη συμπόνεσε, έκλαψε μαζί της. Έψαξε και ξανάψαξε το αδειανό του σπίτι. Απελπισμένος διαπίστωσε πως δεν είχε μείνει πια τίποτε για να δώσει. Ξαφνικά του ήρθε κάποια έμπνευση.
-Βλέπεις κι εσύ η ίδια, είπε στην πονεμένη μητέρα, πως δεν μου έμεινε πια τίποτε για να ανακουφίσω τη δυστυχία που μας βρήκε από τις αμαρτίες μας. Ό,τι διαθέτω αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός μου. Ευχαρίστως τον προσφέρω για να πάρεις πίσω το παιδί σου.
Η απαρηγόρητη γυναίκα τα έχασε προς στιγμής. Νόμιζε πως ο Επίσκοπος ήθελε να την ξεγελάσει και ξέσπασε σε ασυγκράτητο οδυρμό. Ο Παυλίνος της είπε τότε να τον ακολουθήσει. Πήγαν στον βάρβαρο που κρατούσε το γυιο της και για μεγάλη της ανακούφιση είδε πως κατώρθωσε να κάνει την ανταλλαγή.
Μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους ωδηγήθηκε και ο Παυλίνος στην Αφρική. Όταν έγινε η διανομή, αυτόν τον κράτησε στην υπηρεσία του ο γαμπρός του Ηγεμόνος των Βανδάλων και τον έβαλε να καλλιεργεί τον κήπο του.
Με μεγάλη επιμέλεια επεδόθηκε ο Άγιος Επίσκοπος στη δουλειά που του ανέθεσαν να κάνει. Κάθε μέρα έφερνε στο τραπέζι του αφέντη του καλοπεριποιημένα λαχανικά και φρούτα. Με την καλωσύνη και την εργατικότητά του κέρδισε την εκτίμησή του. Συχνά πήγαινε στον κήπο και κουβέντιαζαν μαζί χίλια δυο πράγματα. Ο βάρβαρος θαύμαζε τη σοφία και την πολυμάθεια του δούλου του. Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε μια στενή φιλία μεταξύ του ξένου αιχμαλώτου και του νεαρού δουκός.
Ύστερα από πολύ καιρό είπε μια μέρα, εκεί που συνομιλούσαν στον κύριό του ο Παυλίνος, κάπως αινιγματικά:
-Είναι καιρός να φροντίσετε για τη μελλοντική διοίκηση του βασιλείου σας.
-Γιατί το λες αυτό, Παυλίνε; ρώτησε ο νεαρός δούκας.
Στην αρχή ο Παυλίνος αρνήθηκε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Ύστερα όμως εξαναγκάστηκε να του φανερώσει, πως του είχε αποκαλύψει ο Θεός, ότι θα πέθαινε πολύ γρήγορα ο γερο-βασιλιάς. Ο δούκας, αν και δεν το πολυπίστεψε, το είπε στο πεθερό του. Εκείνος πάλι θέλησε από περιέργεια να γνωρίσει αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που άκουγε, καθώς έλεγε, τον Θεό του να του ομιλή.
-Έλα αύριο να φάμε μαζί το μεσημέρι και θα τον δεις στο τραπέζι μου, του είπε ο γαμπρός του.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του δουκός. Ο Παυλίνος, όπως συνήθιζε πάντοτε, έφερε φρέσκα φρούτα στο τραπέζι. Σαν τον είδε ο βασιλιάς ταράχτηκε.
-Κάποιο μυστήριο κρύβει ο άνθρωπος αυτός, ψιθύρισε στ’ αυτί του γαμπρού του.
Όταν ο Παυλίνος απομακρύνθηκε, του διηγήθηκε ένα παράξενο όνειρο που είχε δει την περασμένη νύχτα.
-Μου φάνηκε πως με πήγαιναν δεμένο στο κριτήριο, για να δικαστώ τάχα για όλες μου τις πράξεις. Ανάμεσα στους δικαστές μου, που ήταν πολλοί, βρισκόταν και τούτος ο άνθρωπος. Έδειχνε πως κατείχε ξεχωριστή θέση, γιατί πρόσταξε να πάρουν το σκήπτρο από τα χέρια μου και μ’ αυτό να με δείρουν. Για ρώτησέ τον να σου φανερώσει ποιος είναι. Μα την αλήθεια, δεν μου φαίνεται συνηθισμένος άνθρωπος.
Παραξενεμένος ο δούκας απ’ όσα άκουσε από το στόμα του πεθερού του, πήρε παράμερα τον αιχμάλωτό του κι άρχισε να τον εξετάζει για την πατρίδα και την καταγωγή του.
-Είμαι δούλος του Θεού, έλεγε ο Παυλίνος, που συ δέχτηκες να τον κρατήσεις αντί του γιου της χήρας.
Ο δούκας όμως, δεν ήθελε πια να πεισθεί. Τον ώρκισε λοιπόν με όρκους φοβερούς να του φανερώσει την αλήθεια.
Έτσι ο Παυλίνος αναγκάστηκε να φανερώσει, πως ήταν Επίσκοπος και πως θεληματικά παραδόθηκε αιχμάλωτος για την αγάπη του πλησίον του. Σαν άκουσε αυτές τις αποκαλύψεις ο κύριός του, τόσο τον ευλαβήθηκε, που έπεσε στη γη και του φιλούσε τα πόδια. Ύστερα τα διηγήθηκε όλα στο βασιλιά κι οι δυο μαζί φώναξαν τον Παυλίνο και του είπαν:
-Ζήτησέ μας ό,τι θέλεις, για να σε στείλουμε με πολλά δώρα, όπως σου ταιριάζει, πίσω στην πατρίδα σου, γιατί είναι άπρεπο να κρατάμε εδώ αιχμάλωτο έναν άνθρωπο σαν κι εσένα.
Ο Παυλίνος τους ευχαρίστησε για τις καλές τους διαθέσεις, αλλά δεν δέχτηκε να πάρει δώρα.
-Σε τίποτε δεν θα μου χρησιμεύσουν, έλεγε. Αν όμως επιθυμείτε πραγματικά να κάνετε κάποιο καλό, ελευθερώστε όλους τους συμπατριώτες μου που κρατάτε εδώ αιχμαλώτους.
Οι ηγεμόνες δέχτηκαν ευχαρίστως να κάνουν για χατήρι του αυτή την προσφορά. Έγιναν έρευνες σ’ όλο το βασίλειο, για να βρεθούν οι συμπατριώτες του Παυλίνου. Αφού τους συγκέντρωσαν όλους, τους έστειλαν με πλοία πίσω στην πατρίδα τους μαζί με τον Επίσκοπό τους και με πολλά τρόφιμα και δώρα από τον βασιλιά.
Ύστερα από λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Παυλίνου. Ο γερο-βασιλιάς πέθανε και τον διαδέχθηκε ο νεαρός δούκας, που σ’ όλη του τη ζωή θυμόταν τον άγιο Επίσκοπο και το φωτεινό παράδειγμά του.


Ελεημοσύνη    
Όταν ελεήσεις τον πτωχό αδελφό σου, συμβουλεύει ο Αββάς Ησαΐας, μη τον φωνάξεις να σε βοηθήσει στη δουλειά σου, για να μη χάσεις το μισθό της ευεργεσίας. 

Ένας άγιος Γέροντας έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και κτυπούσαν στην καλύβη του ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήταν πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ’ ό,τι τύχαινε να έχει. Ο υποτακτικός όμως που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύει, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στο Γέροντα:
-Αββά, δε μου ξεχωρίζεις τα ψωμιά που μου αναλογούν, κι από δω και πέρα μοίραζε από τα δικά σου ελεημοσύνη. Έτσι όπως πάμε τώρα, γρήγορα θα πεινάσουμε κι οι δυο.
Ο αγαθός Γέροντας χώρισε τα ψωμιά του υποτακτικού του, χωρίς να πει τίποτα κι εξακολούθησε να δίνει από τα δικά του στους φτωχούς. Μα κι ο Θεός που είδε την καλή του προαίρεση τα ευλόγησε, κι όσο εκείνος έδινε, τόσο αυτά επληθύνονταν.
Ο υποτακτικός στο μεταξύ έφαγε τα δικά του. Όταν πια δεν του έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στον Γέροντα του και τον παρακαλούσε να τρώνε πάλι μαζί. Εκείνος τον δέχτηκε χωρίς να φέρει αντίρρηση. Τώρα όμως είχαν αυξηθεί και οι ζητιάνοι, κι ο υποτακτικός άρχισε πάλι να δυσανασχετεί. Ο υποτακτικός κατσούφιασε.
-Δώσε του ένα καρβέλι, πρόσταξε ο Γέροντας, που έκανε πως δεν είδε το μορφασμό του.
-Μου φαίνεται πως δεν έχουμε πια να φάμε ούτε εμείς. Είπε φωναχτά ο υποτακτικός, για να τον ακούσει κι ο ζητιάνος.
-Πήγαινε και ψάξε καλά, πρόσταξε ο Γέροντας.
Σηκώθηκε εκείνος απρόθυμα να πάει στο κελλαρικό. Μα τρόμαξε ν’ ανοίξει την πόρτα. Το βρήκε γεμάτο ως επάνω από καλοψημένα φρέσκα καρβέλια!
Από την ημέρα εκείνη απόκτησε μεγάλη εμπιστοσύνη στον άγιο Γέροντά του κι έγινε πρόθυμος στο ν’ ανακουφίζει τους φτωχούς.
 

Ένας καλός ιερέας κάθε Κυριακή μετά τη Λειτουργία μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα, που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα με ύφος κακομοίρικο. Ο Ιερέας τη λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του. όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήσει να φύγει έτσι και τής έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Σαν ευλαβής που ήταν κατάλαβε τη θεία επέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψει, για να της δίνουν ευκολότερα.
 

Ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης, παρακάλεσε τον Όσιο Παμβώ να του πει έναν ωφέλιμο λόγο, που να τον θυμάται σ’ όλη του ζωή.
-Απόκτησε έλεος για όλους τους συνανθρώπους σου, Αββά Θεόδωρε, για να ‘ χεις παρρησία στο Θεό, του είπε ο άγιος Γέρων.
 

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για την ελεημοσύνη: Όχι μόνο δια της ελεημοσύνης που γίνεται με χρήματα φαίνεται η διάθεση της αγάπης, αλλά πολύ περισσότερο με το να μεταδίδεις στον άλλο λόγο Θεού. Ακόμη δε και με κάθε είδους εξυπηρέτηση. Εκείνος που πραγματικά έχει αποξενωθεί από τον κόσμο κι εξυπηρετεί τον πλησίον του με ειλικρινή αγάπη, γρήγορα θ’ απαλλαγεί από τα πάθη και θα γίνει συμμέτοχος της θείας αγάπης και γνώσεως. Εκείνος που αγαπά τον Θεό, αγαπά απαραιτήτως και τον πλησίον του. Αυτός δεν μπορεί να κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Οικονομεί τα πάντα όπως αρέσει στον Θεό και δίνει με προθυμία ελεημοσύνη σ’ όσους έχουν ανάγκη.


Υπομονή (μέρος δεύτερο)    
Καθημερινώς ατενίζουμε προς τον Σταυρό του Κυρίου μας και μελετάμε τα πάθη Του. Γιατί όμως δε δείχνουμε υπομονή, ούτε στην παραμικρή περιφρόνηση που τυχόν μάς κάνουν; Διερωτάται ένας από τους Πατέρες. 

Ένας Ερημίτης που βασανιζόταν συχνά από τον δαίμονα της ακηδίας, έλεγε στον εαυτό του κάθε φορά που εκείνος του ψιθύριζε να κατεβαίνει στην πολιτεία και να συναναστρέφεται τους ανθρώπους:
-Γιατί χάνεις την υπομονή σου, άθλιε, και ζητάς να τρέχεις άσκοπα εδώ κι εκεί; Αρκεί που δεν είσαι ικανός για τίποτα, τουλάχιστον δόξαζε τον Θεό που μένοντας εδώ δεν σκανδαλίζεις και δε στενοχωρείς τους συνανθρώπους σου. Ούτε συ θλίβεσαι και σκανδαλίζεσαι απ’ αυτούς. Αναλογίσου τα κακά από τα οποία σ’ έχει προφυλαγμένο η αγαθότητα του Θεού. Δεν αργολογείς, δεν έρχονται στ’ αυτιά σου ανώφελες κουβέντες, τα μάτια σου δε βλέπουν βλαβερές εικόνες. Ένα κακό σε πολεμά, η ακηδία. Αλλ’ ο Κύριός σου είναι Παντοδύναμος και θα σε λυτρώσει από την αδυναμία σου και δε θα επιτρέψει ποτέ να δοκιμάσεις πιο μεγάλο πειρασμό από τη δύναμή σου.
Μ’ αυτά τα λόγια ο Ερημίτης δίδασκε τον εαυτό του κι αντιστεκόταν με πείσμα στις επιθέσεις του εχθρού, έως ότου ο Θεός βλέποντας την υπομονή του τον απάλλαξε εντελώς από την ακηδία.
 

Το δέντρο που συχνά μεταφυτεύεται δεν καρποφορεί, λέει κάποιος έμπειρος Γέροντας. Κι ο μοναχός, που χάνει την υπομονή του κι αλλάζει διαρκώς τόπο διαμονής, δεν προοδεύει στην αρετή.
 

Ο Αββάς Μάρκος ρώτησε κάποτε τον Όσιο Αρσένιο γιατί οι περισσότεροι ευσεβείς και ενάρετοι να φεύγουν από τον κόσμο με πολλές θλίψεις και στερήσεις.
-Οι θλίψεις για κείνους που τις δέχονται με υπομονή, αποκρίθηκε ο Όσιος, είναι το αλάτι που προλαβαίνει τη σήψη της αμαρτίας και κάνει τους ανθρώπους να παρουσιάζονται στον Ουρανό καθαροί.
 

Ένας ερημίτης έμενε σε μια καλύβα, δώδεκα μίλια μακριά από την πηγή που όλη η σκήτη έπαιρνε νερό. Έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνει πολύ συχνά όλη εκείνη την πεζοπορία. Μια μέρα, που η ζέστη ήταν αφόρητη, έχασε την υπομονή του.
-Είναι τάχα ανάγκη να κοπάζω τόσο; Είπε με το λογισμό του. Δεν έρχομαι να κατοικήσω πιο κοντά στην πηγή;
Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, ένοιωσε κάποιον να βαδίζει πίσω του. Γύρισε και είδε ένα νέο αστραπόμορφο.
-Ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε με θαυμασμό και απορία.
-Απεσταλμένος του Κυρίου να μετρώ τα βήματα που κάνεις για να σου δοθεί ακέραιος της υπομονής ο μισθός, αποκρίθηκε εκείνος κι έγινε άφαντος.
Τόση δύναμη έδωσαν στον ερημίτη μας τα λόγια του Αγγέλου που όχι μόνο κοντά στην πηγή δεν πήγε να κατοικήσει, μα άλλη καλύβα έφτιαξε βαθύτερα στην έρημο, για να βαδίζει άλλα τόσα μίλια.
 

Ένας Γέροντας διηγείται πως κάποτε συνάντησε ένα Μοναχό τόσο φτωχό, που έλειπαν και τα πιο στοιχειώδη μέσα για τη συντήρησή του, η τροφή δηλαδή και τα σκεπάσματα. Ήταν χειμώνας και το κρύο ανυπόφορο. Ο φτωχός Καλόγερος είχε ένα τριμμένο ψαθί. Έστρωνε το μισό στις παγωμένες πλάκες του κελιού του για να πλαγιάσει και με το άλλο μισό προσπαθούσε να σκεπαστεί. Το αποτέλεσμα ήταν να βασανίζεται ολόκληρες νύχτες άγρυπνος, τρέμοντας από το κρύο.
Μια φορά ο Γέροντας τον άκουσε να μονολογεί δίνοντας θάρρος στον εαυτό του:
-Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, για τ’ αγαθά που μου έχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποί μου αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται στις φυλακές αλυσοδεμένοι ή με τα πόδια περασμένα στο τιμωρητικό ξύλο και δεν μπορούν να κάνουν την παραμικρή κίνηση; Ενώ εγώ ξαπλώνω τα πόδια μου και ξεκουράζομαι σαν βασιλιάς.
 

Ένας ερημίτης πείνασε κάποιο πρωινό.
-Δεν τρώνε το πρωί οι Μοναχοί, είπε στον εαυτό του. Ας περιμένω τουλάχιστον ως την τρίτη ώρα.
Σαν έφτασε η τρίτη ανέβαλε ως την έκτη. Όταν κι η έκτη πλησίαζε, έβρεξε τα παξιμάδια του κι είπε στο λογισμό του:
-Κάνε λίγη υπομονή, δε θ’ αργήσει κι η ενάτη.
Όταν πια έφτασε η δύση του ηλίου, σηκώθηκε να προσευχηθεί για να καθίσει στο τραπέζι. Είδε τότε την ενέργεια του σατανά, που από το πρωί του είχε φέρει πείνα, σαν βρωμερός καπνός, από το στόμα του. Παρευθύς ελευθερώθηκα από την επιθυμία. Και φυσικά δεν έφαγε.
 

Δεν προοδεύουμε σήμερα στην αρετή, έλεγε ένας γέροντας στους μαθητές του, ούτε θα κατορθώσουμε ποτέ να φτάσουμε στα μέτρα των παλαιών Πατέρων, γιατί δεν έχουμε υπομονή να τελειώσουμε το έργο που αρχίζουμε. Επιθυμούμε ν’ αποκτήσουμε χαρίσματα, αλλά χωρίς κόπο, γι’ αυτό εύκολα ξεγλιστράμε στο κακό. Συχνά και χωρίς λόγο αλλάζουμε τόπο διαμονής, σαν να θέλουμε τάχα να βρούμε μέρος που δεν υπάρχει διάβολος. Άλλοτε πάλι έλεγε:
Εκείνος που για ένα διάστημα αγωνίζεται και κοπιάζει πέρα από το μέτρο κι ύστερα πέφτει σε αμέλεια κι αρχίζει πάλι εντατικό αγώνα και γρήγορα ατονεί, ποτέ δεν θα αποκτήσει υπομονή. Απ’ αυτόν μην περιμένεις ποτέ πρόοδο.
 

Ένας Μοναχός βρήκε πολλούς πειρασμούς στον τόπο που πρωτάρχισε ν’ αγωνίζεται. Κάποτε έχασε την υπομονή του κι αποφάσισε να φύγει μακριά για να βρει την ησυχία του. Καθώς έσκυψε να δέσει τα σανδάλια του για να ξεκινήσει, είδε αντίκρυ του κάποιον άλλο να δένει κι εκείνος τα δικά του.
-Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε.
-Εκείνος που σε βγάζει από δω. Και να ‘μαι πάλι έτοιμος να πορευθώ εκεί που σκοπεύεις να καταφύγεις.
Ήταν ο διάβολος που επεχείρησε να τον διώξει, αλλά δεν το κατόρθωσε γιατί ο Αδελφός έμεινε, ύστερα απ’ αυτό, στο κελί του κι αγωνίστηκε με υπομονή, έως ότου νίκησε τους πειρασμούς.
 

Ένας αρχάριος μοναχός, που είχε πέσει σε αμέλεια, πήγε στον Αββά Μάρκο τον Ασκητή να εξομολογηθεί.
-Μου λέει ο λογισμός, Αββά, να σηκωθώ να φύγω από το κελί μου, γιατί και που κάθομαι σ’ αυτό δεν κατορθώνω τίποτα.
-Απάντησέ του, τον συμβούλεψε ο διακριτικός Γέροντας, πως για χάρη του Χριστού, θα μείνω σ’ αυτό σ’ όλη μου τη ζωή και θα φυλάω τους τέσσερις τοίχους.
 

Ένας ασκητής που ζούσε στην έρημο με υπερβολική σκληραγωγία, έγινε κάποτε Επίσκοπος. Επεχείρησε να συνεχίσει και στον κόσμο την ίδια άσκηση, μα στάθηκε αδύνατο να το κατορθώσει.
-Μήπως για το αξίωμα πήρες από μένα τη χάρη σου, Κύριε; Έλεγε με δάκρυα στην προσευχή του.
Τότε ο Θεός του αποκάλυψε πως τον καιρό που αγωνιζόταν μόνος στην έρημο, του έδινε μεγαλύτερη ενίσχυση για να μη πέσει σε ακηδία. Στον κόσμο που είχε την παρηγοριά των ανθρώπων τον άφηνε να παλεύει μόνος του.

Υπομονή (μέρος δεύτερο)    
Καθημερινώς ατενίζουμε προς τον Σταυρό του Κυρίου μας και μελετάμε τα πάθη Του. Γιατί όμως δε δείχνουμε υπομονή, ούτε στην παραμικρή περιφρόνηση που τυχόν μάς κάνουν; Διερωτάται ένας από τους Πατέρες. 

Ένας Ερημίτης που βασανιζόταν συχνά από τον δαίμονα της ακηδίας, έλεγε στον εαυτό του κάθε φορά που εκείνος του ψιθύριζε να κατεβαίνει στην πολιτεία και να συναναστρέφεται τους ανθρώπους:
-Γιατί χάνεις την υπομονή σου, άθλιε, και ζητάς να τρέχεις άσκοπα εδώ κι εκεί; Αρκεί που δεν είσαι ικανός για τίποτα, τουλάχιστον δόξαζε τον Θεό που μένοντας εδώ δεν σκανδαλίζεις και δε στενοχωρείς τους συνανθρώπους σου. Ούτε συ θλίβεσαι και σκανδαλίζεσαι απ’ αυτούς. Αναλογίσου τα κακά από τα οποία σ’ έχει προφυλαγμένο η αγαθότητα του Θεού. Δεν αργολογείς, δεν έρχονται στ’ αυτιά σου ανώφελες κουβέντες, τα μάτια σου δε βλέπουν βλαβερές εικόνες. Ένα κακό σε πολεμά, η ακηδία. Αλλ’ ο Κύριός σου είναι Παντοδύναμος και θα σε λυτρώσει από την αδυναμία σου και δε θα επιτρέψει ποτέ να δοκιμάσεις πιο μεγάλο πειρασμό από τη δύναμή σου.
Μ’ αυτά τα λόγια ο Ερημίτης δίδασκε τον εαυτό του κι αντιστεκόταν με πείσμα στις επιθέσεις του εχθρού, έως ότου ο Θεός βλέποντας την υπομονή του τον απάλλαξε εντελώς από την ακηδία.
 

Το δέντρο που συχνά μεταφυτεύεται δεν καρποφορεί, λέει κάποιος έμπειρος Γέροντας. Κι ο μοναχός, που χάνει την υπομονή του κι αλλάζει διαρκώς τόπο διαμονής, δεν προοδεύει στην αρετή.
 

Ο Αββάς Μάρκος ρώτησε κάποτε τον Όσιο Αρσένιο γιατί οι περισσότεροι ευσεβείς και ενάρετοι να φεύγουν από τον κόσμο με πολλές θλίψεις και στερήσεις.
-Οι θλίψεις για κείνους που τις δέχονται με υπομονή, αποκρίθηκε ο Όσιος, είναι το αλάτι που προλαβαίνει τη σήψη της αμαρτίας και κάνει τους ανθρώπους να παρουσιάζονται στον Ουρανό καθαροί.
 

Ένας ερημίτης έμενε σε μια καλύβα, δώδεκα μίλια μακριά από την πηγή που όλη η σκήτη έπαιρνε νερό. Έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνει πολύ συχνά όλη εκείνη την πεζοπορία. Μια μέρα, που η ζέστη ήταν αφόρητη, έχασε την υπομονή του.
-Είναι τάχα ανάγκη να κοπάζω τόσο; Είπε με το λογισμό του. Δεν έρχομαι να κατοικήσω πιο κοντά στην πηγή;
Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, ένοιωσε κάποιον να βαδίζει πίσω του. Γύρισε και είδε ένα νέο αστραπόμορφο.
-Ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε με θαυμασμό και απορία.
-Απεσταλμένος του Κυρίου να μετρώ τα βήματα που κάνεις για να σου δοθεί ακέραιος της υπομονής ο μισθός, αποκρίθηκε εκείνος κι έγινε άφαντος.
Τόση δύναμη έδωσαν στον ερημίτη μας τα λόγια του Αγγέλου που όχι μόνο κοντά στην πηγή δεν πήγε να κατοικήσει, μα άλλη καλύβα έφτιαξε βαθύτερα στην έρημο, για να βαδίζει άλλα τόσα μίλια.
 

Ένας Γέροντας διηγείται πως κάποτε συνάντησε ένα Μοναχό τόσο φτωχό, που έλειπαν και τα πιο στοιχειώδη μέσα για τη συντήρησή του, η τροφή δηλαδή και τα σκεπάσματα. Ήταν χειμώνας και το κρύο ανυπόφορο. Ο φτωχός Καλόγερος είχε ένα τριμμένο ψαθί. Έστρωνε το μισό στις παγωμένες πλάκες του κελιού του για να πλαγιάσει και με το άλλο μισό προσπαθούσε να σκεπαστεί. Το αποτέλεσμα ήταν να βασανίζεται ολόκληρες νύχτες άγρυπνος, τρέμοντας από το κρύο.
Μια φορά ο Γέροντας τον άκουσε να μονολογεί δίνοντας θάρρος στον εαυτό του:
-Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, για τ’ αγαθά που μου έχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποί μου αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται στις φυλακές αλυσοδεμένοι ή με τα πόδια περασμένα στο τιμωρητικό ξύλο και δεν μπορούν να κάνουν την παραμικρή κίνηση; Ενώ εγώ ξαπλώνω τα πόδια μου και ξεκουράζομαι σαν βασιλιάς.
 

Ένας ερημίτης πείνασε κάποιο πρωινό.
-Δεν τρώνε το πρωί οι Μοναχοί, είπε στον εαυτό του. Ας περιμένω τουλάχιστον ως την τρίτη ώρα.
Σαν έφτασε η τρίτη ανέβαλε ως την έκτη. Όταν κι η έκτη πλησίαζε, έβρεξε τα παξιμάδια του κι είπε στο λογισμό του:
-Κάνε λίγη υπομονή, δε θ’ αργήσει κι η ενάτη.
Όταν πια έφτασε η δύση του ηλίου, σηκώθηκε να προσευχηθεί για να καθίσει στο τραπέζι. Είδε τότε την ενέργεια του σατανά, που από το πρωί του είχε φέρει πείνα, σαν βρωμερός καπνός, από το στόμα του. Παρευθύς ελευθερώθηκα από την επιθυμία. Και φυσικά δεν έφαγε.
 

Δεν προοδεύουμε σήμερα στην αρετή, έλεγε ένας γέροντας στους μαθητές του, ούτε θα κατορθώσουμε ποτέ να φτάσουμε στα μέτρα των παλαιών Πατέρων, γιατί δεν έχουμε υπομονή να τελειώσουμε το έργο που αρχίζουμε. Επιθυμούμε ν’ αποκτήσουμε χαρίσματα, αλλά χωρίς κόπο, γι’ αυτό εύκολα ξεγλιστράμε στο κακό. Συχνά και χωρίς λόγο αλλάζουμε τόπο διαμονής, σαν να θέλουμε τάχα να βρούμε μέρος που δεν υπάρχει διάβολος. Άλλοτε πάλι έλεγε:
Εκείνος που για ένα διάστημα αγωνίζεται και κοπιάζει πέρα από το μέτρο κι ύστερα πέφτει σε αμέλεια κι αρχίζει πάλι εντατικό αγώνα και γρήγορα ατονεί, ποτέ δεν θα αποκτήσει υπομονή. Απ’ αυτόν μην περιμένεις ποτέ πρόοδο.
 

Ένας Μοναχός βρήκε πολλούς πειρασμούς στον τόπο που πρωτάρχισε ν’ αγωνίζεται. Κάποτε έχασε την υπομονή του κι αποφάσισε να φύγει μακριά για να βρει την ησυχία του. Καθώς έσκυψε να δέσει τα σανδάλια του για να ξεκινήσει, είδε αντίκρυ του κάποιον άλλο να δένει κι εκείνος τα δικά του.
-Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε.
-Εκείνος που σε βγάζει από δω. Και να ‘μαι πάλι έτοιμος να πορευθώ εκεί που σκοπεύεις να καταφύγεις.
Ήταν ο διάβολος που επεχείρησε να τον διώξει, αλλά δεν το κατόρθωσε γιατί ο Αδελφός έμεινε, ύστερα απ’ αυτό, στο κελί του κι αγωνίστηκε με υπομονή, έως ότου νίκησε τους πειρασμούς.
 

Ένας αρχάριος μοναχός, που είχε πέσει σε αμέλεια, πήγε στον Αββά Μάρκο τον Ασκητή να εξομολογηθεί.
-Μου λέει ο λογισμός, Αββά, να σηκωθώ να φύγω από το κελί μου, γιατί και που κάθομαι σ’ αυτό δεν κατορθώνω τίποτα.
-Απάντησέ του, τον συμβούλεψε ο διακριτικός Γέροντας, πως για χάρη του Χριστού, θα μείνω σ’ αυτό σ’ όλη μου τη ζωή και θα φυλάω τους τέσσερις τοίχους.
 

Ένας ασκητής που ζούσε στην έρημο με υπερβολική σκληραγωγία, έγινε κάποτε Επίσκοπος. Επεχείρησε να συνεχίσει και στον κόσμο την ίδια άσκηση, μα στάθηκε αδύνατο να το κατορθώσει.
-Μήπως για το αξίωμα πήρες από μένα τη χάρη σου, Κύριε; Έλεγε με δάκρυα στην προσευχή του.
Τότε ο Θεός του αποκάλυψε πως τον καιρό που αγωνιζόταν μόνος στην έρημο, του έδινε μεγαλύτερη ενίσχυση για να μη πέσει σε ακηδία. Στον κόσμο που είχε την παρηγοριά των ανθρώπων τον άφηνε να παλεύει μόνος του.

Ανεξικακία (μέρος δεύτερο)    
Με την κακία δεν μπορείς να διώξεις την κακία- λέει ο Όσιος Ποιμήν. Αν λοιπόν σου κάνει κανένα κακό ο αδελφός σου, προσπάθησε συ να του το ανταποδώσεις με καλό. Μόνο η καλοσύνη μπορεί να νικήσει την κακία. 

Μας λέγει η παράδοση ότι ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, την ώρα που ωδηγείτο στο μαρτύριο, συνήντησε στο δρόμο εκείνον που τον είχε καταδώσει. Τον σταμάτησε και τον εφίλησε λέγοντάς του:
-Ειρήνευε, αδελφέ.
Βλέποντας εκείνος τόση ανεξικακία, εθαύμασε κι εφώναξε με ενθουσιασμό:
-Χριστιανός είμαι από σήμερα κι εγώ.
Ύστερα απ’ αυτή την ομολογία αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Απόστολο.
 

Ο Αββάς Ζωσιμάς έδωσε κάποτε μερικά βιβλία σ’ ένα καλλιγράφο να του αντιγράψει. Όταν εκείνος τα ετοίμασε, ειδοποίησε τον Όσιο να στείλει να τα πάρει. Κάποιος άλλος όμως, που ήξερε την παραγγελία, πήγε δήθεν εκ μέρους του Αββά Ζωσιμά και παρέλαβε τα βιβλία. Ύστερα από λίγο έστειλε κι ο Γέροντας το μαθητή του να τα πάρει. Κατάλαβε τότε ο καλλιγράφος πως εξαπατήθηκε από τον άλλο και ταραγμένος απειλούσε:
-Δεν θα πέσει στα χέρια μου; Θα τον κανονίσω, όπως του αξίζει, τον αυθάδη.
Όταν το άκουσε ο Αββάς Ζωσιμάς παρήγγειλε στον καλλιγράφο:
-Αποκτούμε βιβλία, αδελφέ, για να μάς διδάξουν αγάπη κι ανεξικακία. Αν πρόκειται για χάρι τους να μαλώνουμε, χίλιες φορές καλύτερα να μάς λείπουν. «Δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι»(Β’ Τιμ.2. 24).
 

Ο Αββάς Γελάσιος είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε του είχαν πει πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στη σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δε θέλησε να κυνηγήσει τον κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλη βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήσει ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξει σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σ’ αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του.
-Ν’ αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, Αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
-Αξίζει, αγόρασέ το, είπε στο φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
-Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
-Δε σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
-Όχι.
-Μετανόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά εθαύμαζε την ανεξικακία του Οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξη του. πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω στο κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρεσε μ’ όλη του την ψυχή, αλλ’ επέμενε να του χαρίσει το βιβλίο. Που να το δεχθεί τώρα ο καλόγερος!
-Αν δεν το πάρεις πίσω Αββά, δεν θα βρει ανάπαυση η ψυχή μου.
-Αν είναι έτσι, πήγαινε στην Εκκλησία και άφησέ το εκεί απ’ όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος. Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.
 

Την παρακάτω ιστορία την διηγείται στους μαθητές του ο Αββάς Ζωσιμάς.
Κοντά σ’ ένα Κοινόβιο είχε στήσει την καλύβη του ένας Γέροντας, που όλοι γύρω οι Αδελφοί τον υπεραγαπούσαν. Εκεί κοντά έμενε και κάποιος άλλος Ερημίτης.
Κάποτε ο Γέροντας έλειψε για λίγες μέρες κι ο γείτονάς του, που βρήκε ευκαιρία, μπήκε στην καλύβη του και του πήρε τα βιβλία και τ’ άλλα μικροπράγματα που είχε. Όταν γύρισε εκείνος και βρήκε την καλύβη του ανοιχτή και άδεια, πήγε να πει στο γείτονά του τι του συνέβαινε. Προβάλλοντας στην πόρτα του είδε τα πράγματά του στη μέση του κελλιού του γείτονα. Δεν είχε προφθάσει ακόμη να τα συμμαζέψει. Ο αγαθός Γέροντας μη θέλοντας να ντροπιάσει τον κλέπτη απομακρύνθηκε με κάποια πρόφαση για να του δώσει καιρό να τα κρύψει. Σαν γύρισε άρχισε να κουβεντιάζει μαζί του για τα πράγματα εντελώς άσχετα με την κλοπή.
Μα οι γνωστοί του, που έμαθαν το πάθημά του, φρόντισαν και βρήκαν τον κλέπτη και τον έβαλαν στη φυλακή, χωρίς εκείνος να πάρει είδηση. Όταν έμαθε ο Ερημίτης πως ο γείτονάς του βρισκόταν στη φυλακή για άγνωστη σ’ αυτόν αιτία, πήγε στον Ηγούμενο του Κοινοβίου και τον παρεκάλεσε να του δώσει δυο ψωμιά και λίγα αυγά. Εκείνος του τα έδωσε πρόθυμα νομίζοντας πως είχε να φιλοξενήσει ξένους.
Ο καλός Γέροντας έβαλε τα τρόφιμα σ’ ένα καλάθι, κατέβηκε στην πόλη και πήγε να δει το γείτονά του στη φυλακή. Βλέποντας τον εκείνος έπεσε στα πόδια του μετανοημένος και του έλεγε με δάκρυα.
-Συγχώρεσέ με, Πάτερ, για σένα βρίσκομαι, όπως μου αξίζει, εδώ σήμερα. Εγώ έκλεψα τα πράγματά σου. Να κι ένα από τα βιβλία σου. Συγχώρεσέ με.
Ο καημένος ο Γέροντας τα έχασε. Όταν συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, του είπε με καλωσύνη.
-Ο Θεός ας σε πληροφορήσει, Αδελφέ μου, πως δεν ήρθα γι’ αυτό εδώ σήμερα. ούτε καν είχα υποτευθεί πως εξ αιτίας μου σ’ έβαλαν στη φυλακή. Τώρα όμως που μου το λέγεις, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βγάλω. Εν τω μεταξύ όμως φάε λίγο από τα τρόφιμα που σου έφερα σε τούτο το καλάθι.
Του έδωσε τ’ αυγά και το ψωμί και έφυγε αμέσως για να φροντίσει να βγάλει τον αδελφό του από την φυλακή και με την βοήθεια του Θεού το πέτυχε.
 

Κάποιος πιστός την εποχή των διωγμών της Εκκλησίας προδόθηκε από μια δούλη του. αφού βασανίστηκε σκληρά, οδηγήθηκε έξω από την πόλη για ν’ αποκεφαλιστεί. Στο δρόμο έτυχε να συναντήσει την κακή εκείνη δούλη. Μόλις την είδε έβγαλε το χρυσό του δακτυλίδι της το έδωσε και σφίγγοντας μ’ ευγνωμοσύνη το χέρι της τής είπε:
-Σ’ ευχαριστώ από την ψυχή μου που έγινες αίτία ν’ απολαύσω τέτοια τιμή, να γίνω Μάρτυς του Χριστού μου.

Θεία Ευχαριστία    
Για κάποιον Άγιο Επίσκοπο, λέγουν οι Πατέρες, πως όταν έβγαινε να κοινωνήσει τον λαό, έβλεπε να πηγαίνουν οι χριστιανοί, άλλοι με κατάμαυρο πρόσωπο, άλλοι μ’ εξογκωμένα κι ερεθισμένα μάτια, που μόλις έπαιρναν τα Άχραντα Μυστήρια, εκαίγοντο.Άλλοι πάλι πήγαιναν με ολόλευκα φορέματα και φωτισμένη όψη. Το Άγιο Σώμα του Κυρίου, που έπαιρναν με πολλή προσοχή κι ευλάβεια, τους λάμπρυνε περισσότερο. Ο Επίσκοπος παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το μυστήριο που έβλεπε μπροστά του. Άγγελος Κυρίου του εξήγησε πως όσοι πήγαιναν να κοινωνήσουν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, ζούσαν μ’ αγνότητα και σωφροσύνη, ήταν δίκαιοι, συμπαθείς στους άλλους και φιλεύσπλαχνοι. Πλησίαζαν τα Άγια Μυστήρια με καθαρή συνείδηση και η Θεία Χάρις τους επεσκίαζε. Εκείνοι που φαίνονταν κατάμαυροι, ήταν βυθισμένοι στη λάσπη των σαρκικών επιθυμιών. Όσοι είχαν ερεθισμένα και εξογκωμένα μάτια, ήταν πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι. Αυτοί, όχι μόνο δεν ωφελούντο από τη θεία Κοινωνία, μα καταδικάζονταν, γιατί τολμούσαν να πλησιάσουν με βαρυμένη συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ο καλός Ποιμενάρχης κήρυξε μετάνοια και διόρθωση ζωής στο ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος κι εμπόδιζε τους ανάξιους από τη θεία Κοινωνία.
 

Ο Ισαάκ, ο μαθητής του Αββά Απολλώ, ανάμεσα στις άλλες αρετές του, είχε και ξεχωριστή ευλάβεια για τα Άχραντα Μυστήρια. Όταν επρόκειτο να κοινωνήσει, ετοιμαζόταν πολλές ημέρες πριν με προσευχή ιδιαίτερη και πνευματική μελέτη. Όσο διαρκούσε η θεία Λειτουργία, δεν άφηνε κανένα, οποιαδήποτε ανάγκη κι αν παρουσιαζόταν, να του μιλήσει μέσα στην εκκλησία. Ύστερα από την απόλυση έτρεχε στο κελλί του, σαν να τον κυνηγούσαν.
Είχε γίνει συνήθεια στη σκήτη να δίνουν στους Αδελφούς, μετά τη Λειτουργία, ένα κομμάτι από την προσφορά κι ένα ποτήρι κρασί. Ο Ισαάκ ποτέ δε στάθηκε να πάρει, για να μη χρονοτριβήσει έξω από το κελλί του και σκορπιστεί ο νου του.
-Γιατί μας αποφεύγεις, Αββά, όταν έρχεσαι στην εκκλησία; τον ρώτησαν κάποτε οι νεώτεροι.
-Ο Θεός να σας πληροφορήσει, Αδελφοί μου, αποκρίθηκε εκείνος, πως δεν αποφεύγω εσάς, αλλά την πονηρία του διαβόλου. Όταν κρατάς αναμμένη λαμπάδα και σταθείς πολλή ώρα στον αέρα, δίχως άλλο θα σου σβήσει. Το ίδιο παθαίνει κι ο νους. Φωτίζεται από τη Χάρι των Μυστηρίων στην εκκλησία, μα σαν αργοπορήσουμε έξω από το κελλί μας, φυσά σ’ αυτόν ο άνεμος της πολυπραγμοσύνης και σβήνει ο ταλαίπωρος.
 

Την παρακάτω ιστορία διηγήθηκε ο Όσιος Αρσένιος στους μαθητές του. Εκείνοι την έγραψαν μαζί με άλλες που τους είχε πει. Έτσι έφτασε ως εμάς.
Κάποιος Αναχωρητής, από αμάθεια πιο πολύ, δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ο Άγιος Άρτος, που μεταλαμβάνουμε, είναι αυτό το Σώμα του Κυρίου. Οι Γέροντες που το έμαθαν, τον φώναξαν κι επιχείρησαν να του εξηγήσουν την ορθή άποψη της Εκκλησίας για τα Άχραντα Μυστήρια, ώστε να τον βγάλουν από την πλάνη του. Εκείνος όμως δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πειστεί. Οι Πατέρες τον άφησαν, αλλά έκαναν προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να καταλάβει την αλήθεια για να μη χάσει τους κόπους του.
Μια Κυριακή ο Αναχωρητής παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία μαζί με δυο από τους Γέροντες από το Άγιο Βήμα του ναού της σκήτης. Τη στιγμή που ο Ιερέας πήρε στα χέρια του το πρόσφορο, για να προσκομίσει, είδαν κατάπληκτοι ένα Βρέφος ξαπλωμένο πάνω στην Αγία Τράπεζα. Κι όταν άρχισε να διαμελίζει τον Άρτο, φάνηκε Άγιος Άγγελος πάνω από το Θυσιαστήριο, κρατώντας μάχαιρα στα χέρια του. Διαμέλιζε κι αυτός, συγχρόνως με τον Ιερέα, το Θείο Βρέφος κι έχυνε το Αίμα Του στο Άγιο Ποτήριο.
Ο πλανεμένος Αναχωρητής ταράχτηκε από το φοβερό εκείνο θέαμα. Η ταραχή του όμως μεταβλήθηκε σε τρόμο, που τον συγκλόνισε ολόκληρο, όταν ύστερα από λίγο, που πήγε να κοινωνήσει, είδε στον Άγιο Ποτήριο ανθρώπινη σάρκα βαμμένη στο αίμα. Κλαίγοντας τότε ομολόγησε την πλάνη του και παρακάλεσε τον Κύριο να σκεπάσει με τη Χάρη Του τα Θεία Μυστήρια για να τολμήσει να κοινωνήσει. Έτσι είδε πάλι Άρτο και Οίνο μέσα στο Άγιο Ποτήριο.
 

Απόσπασμα επιστολής του Μεγάλου Βασιλείου σε κάποια ευγενή Πατρικία: «Καλό και ωφέλιμο είναι να κοινωνείς κάθε ημέρα και να μεταλαμβάνεις το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, διότι αυτός ο ίδιος μάς λέει, «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον». Ποιος λοιπόν αμφιβάλλει, ότι συμμετέχων διαρκώς της ζωής, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το ότι ζει πολυμερώς; Εμείς εδώ συνηθίζουμε να κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, δηλαδή κάθε Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο και όποια άλλη ημέρα τύχει μνήμη Αγίου».

Πνευματική Καρποφορία    
Όταν αποφεύγει ο άνθρωπος τις πολλές κουβέντες, τις διαμάχες, την ταραχή και την σύγχυση, έλεγε ο Αββάς Ποιμήν, το Άγιο Πνεύμα επισκιάζει την ψυχή του και τότε, όσο στείρα κι αν είναι, θα βλαστήσει καρπούς πνευματικούς. 

Του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού:
Ο Θεός, καθώς λέγει η Γραφή, είναι ήλιος δικαιοσύνης, που με τις ακτίνες της καλωσύνης Του ομορφαίνει το σύμπαν. Η ψυχή πάλι, ανάλογα με την προαίρεσή της, γίνεται ή κερί, σαν φιλόθεη, ή πηλός, σαν φιλόυλη». Όπως λοιπόν ο πηλός, όταν εκτεθεί στον ήλιο, ξεραίνεται και το κερί μαλακώνει, το ίδιο κι η ψυχή. Εκείνη που είναι δοσμένη στα εγκόσμια και υλικά, όταν έλθει σ’ επαφή με τον Θεό, σκληραίνεται, σαν το Φαραώ, και χάνει κάθε ελπίδα σωτηρίας. Η φιλόθεη ψυχή όμως, όταν εκτεθεί στις φλογερές ακτίνες της θείας αγάπης, απαλύνεται, αποτυπώνει τους χαρακτήρες των Αγίων και γίνεται κατοικία Θεού. Έτσι, στη φυσική «κατ’ εικόνα» ομορφιά προσθέτει και την «καθ’ ομοίωσιν».
 

Ένας αρχάριος μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη, πως επιθυμούσε μεν να διατηρεί καθαρή την καρδιά του, αλλά δεν το κατόρθωνε πάντοτε.
-Όσο αφήνουμε, παιδί μου, ανοιχτή την πόρτα με την γλώσσα μας, δεν καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο να κρατήσουμε καθαρή την καρδιά μας; Του είπε ο σοφός Αββάς.
 

Ένας ευλαβής χριστιανός άφησε τον κόσμο, πήρε το μικρό του γιο κι επήγε στην έρημο. Πέρασαν χρόνια. Ο πατέρας, που είχε προοδεύσει πολύ στην αρετή, έφερε με την προσευχή του στα λογικά του κάποιο δαιμονισμένο. Τότε ο γιος πήγε σ’ ένα μεγάλο Γέροντα και του παραπονέθηκε:
Ο πατέρας μου, Αββά, πρόκοψε πιο πολύ από μένα και διώχνει δαιμόνια.
-Δεν είναι μόνο αυτό σημάδι προκοπής, αποκρίθηκε ο Γέροντας. Δεν είναι του ανθρώπου, αλλά του Θεού η δύναμη που κάνει θαύματα, καθώς κι η πίστη του αρρώστου ή των συγγενών του. Πολλοί που δεν κατάλαβαν αυτό, έπεσαν σε υπερηφάνεια και ζημιώθηκε η ψυχή τους. Η πιο μεγάλη προκοπή για τον άνθρωπο είναι η ταπεινοσύνη της καρδιάς. Όποιος αξιωθεί να την αποκτήσει, δεν έχει φόβο να παρασυρθεί ποτέ από το κακό και την αμαρτία.
 

Σαν πλησίαζε η ενάτη ώρα, θύμιζε πάντοτε στον Όσιο Σισωή ο μαθητής του να σηκωθεί να φάγει το λίγο ψωμάκι του.
-Δε φάγαμε τέκνον; Ρωτούσε ο Γέροντας.
-Όχι ακόμη, Αββά.
-Ε, τότε ας φάμε.
Δεν αισθανόταν την ανάγκη της υλικής τροφής, γιατί τρεφόταν με πνευματική η καθαρή ψυχή του.
 

Διηγούνται οι συνασκητές του για τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό, πως ο νους του πολύ συχνά σταματούσε σε πνευματική θεωρία και την ώρα ακόμη που ήταν απασχολημένος με το εργόχειρό του. Μια μέρα έπλεξε ψαθί για δυο ζεμπύλια και το έραψε σε ένα. Το κατάλαβε πια, όταν πήγε να το κρεμάσει στη θέση του.
Άλλοτε πάλι πέρασε από το κελλί του ένας Αδελφός να πάρει στην αγορά τα ζεμπύλια του Γέροντος. Εκείνος πήγε μέσα να τα φέρει, αλλά, απορροφημένος στις σκέψεις του καθώς ήταν, λησμόνησε και κάθισε στο πλέξιμό του. Βλέποντας πως αργούσε, ο Αδελφός χτύπησε πάλι την πόρτα. Σαν βγήκε ο Γέροντας, του θύμισε τα ζεμπύλια. Μπήκε εκείνος να τα φέρει, μα πάλι τα ξέχασε. Για τρίτη φορά λοιπόν αναγκάστηκε να χτυπήσει ο Αδελφός.
-Τι ζητάς, παιδί μου; Ρώτησε προβάλλοντας πάλι στην πόρτα ο Όσιος.
-Τα ζεμπύλια, Αββά.
Ο Γέροντας τότε τον πήρε από το χέρι και τον έφερε μέσα στο κελλί.
-Αν ήλθες για ζεμπύλια, του είπε, να εδώ είναι. Πάρε όσα σου χρειάζονται, γιατί εγώ δεν ευκαιρώ.