Μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως την ορθόδοξης διδασκαλίας.
Αναφορές για την μεταθανάτιο ζωή μέσα από τους βίους των άγιων ,
Από τους πατέρες τις εκκλησίας, από θειες αποκαλύψεις σε απλούς ανθρώπους.


Εισαγωγικό σχόλιο

Ο σύγχρονος άνθρωπος ο οποίος αναπτύσσεται σε ένα κοσμικό περιβάλλον και έχει δεχθεί  μία παιδεία ουμανιστική στο πνεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, στέκεται με αμηχανία ενώπιον των μεγάλων γεγονότων και αισθημάτων όπως είναι ο θάνατος, η αγάπη, η μετάνοια, η ευλάβεια και άλλα. Αδυνατεί να τα κατανοήσει και να τα ερμηνεύσει γιατί τα προσεγγίζει όχι με νου «καθηγεμόνα και αυτοκράτορα» αλλά αποπροσανατολισμένο και «δούλο των αλόγων παθών».
Έτσι, αν δε μαθητεύσει ταπεινά στην παράδοση που μεταφέρει ότι χαρισματικά έχει βιωθεί και βιώνεται από τους αγίους της Εκκλησίας, είναι ανοιχτός σε οποιαδήποτε ιδέα ή εμπειρία συγκινήσει την αμηχανία του.
Ειδικότερα στο θέμα της ζωής μετά το θάνατο, ο σύγχρονος άνθρωπος, ανάσκητος όπως είναι στο να «δοκιμάζει τα πνεύματα», γίνεται κοινωνός ρομαντικών αντιλήψεων που τον αφήνουν εκτεθειμένο σε ιδέες και αντιλήψεις που απέχουν πολύ από την αλήθεια. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μη συντονίζεται με την αλήθεια που θα μπορούσε να τον θεραπεύσει και τελικά να τον σώσει.
Σ' αυτόν τον σύγχρονο άνθρωπο απευθύνεται το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ. Στόχος του δεν είναι να τον κρίνει  ή να τον κατηγορήσει για τίποτα, αλλά αντίθετα να τον καταστήσει  κοινωνό της αλήθειας, η οποία διαστρέφεται από το κοσμικό πνεύμα και τα παραμορφωτικά έσοπτρα των χριστιανικών αιρέσεων. Τα επιχειρήματά του προέρχονται από τον πλούτο της πατερικής παραδόσεως, γι' αυτό στο βάθος τους είναι φιλάνθρωπα. Ακόμα και οι αναφορές στα «εναέρια τελώνια» έχουν την ποιότητα αυτής της φιλανθρωπίας. Όλα καλούν σε μετάνοια, σε κατάνυξη, σε μια ιερή όσο και έμπονη διαδικασία που οδηγεί στη «βαθειά ειρήνη» για την οποία ομιλούν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Όλα έχουν σαν σκοπό να ελευθερώσουν το άνθρωπο από την εγωπάθειά του, έτσι ώστε να  μπορέσει να  γνωρίσει το Θεό και την αγάπη Του.
Και η εμπειρία της αγάπης του θεού είναι η πιο συγκλονιστική μεταθανάτια εμπειρία, δια της οποίας ο αγαπώμενος από το Θεό άνθρωπος υπερβαίνει τη ζωή και το θάνατο, ελκόμενος από την άκτιστη Χάρη Του.
Π. Ιωάννης Δρογγίτης
Εφημερίος Ι. Παρ/σίου Αγ. Δημητρίου, Πλάκα
1/10/2002 Ανανίου Αποστόλου
Και Ρωμανού του μελωδού

Ευχαριστούμε τον π. Σεραφείμ για τον κόπο του και ζητάμε την ευχή του. Και στις εκδόσεις Μυριόβιβλος που εγκαινιάζουν την εκδοτική τους πορεία με αυτό το βιβλίο, ευχόμαστε καλή και ευλογημένη πορεία στη διακονία του λόγου της παρακλήσεως.



Πρόλογος

Ο στόχος του παρόντος βιβλίου είναι διττός πρώτον, να δώσει μία εξήγηση, βάσει της Ορθόδοξης Χριστιανικής διδασκαλίας περί της μετά θάνατον ζωής, σχετικά με τις σημερινές «μεταθανάτιες εμπειρίες» οι οποίες έχουν προκαλέσει ξεχωριστό ενδιαφέρον σε μερικούς θρησκευτικούς και επιστημονικούς κύκλους και δεύτερον , να παρουσιάσει τις βασικές πηγές και τα κείμενα που εκφράζουν την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της μετά θάνατον ζωής. Το γεγονός ότι η Ορθόδοξη διδασκαλία είναι ελάχιστα κατανοητή σήμερα, οφείλεται κατά πολύ στο ότι τα εν λόγω κείμενα έχουν τόσο παραμεληθεί και θεωρηθεί «εκτός μόδας» στους «πεφωτισμένους» καιρούς μας επιδίωξή μας ήταν να κάνουμε αυτά τα κείμενα περισσότερο κατανοητά και προσιτά στο σύγχρονο αναγνώστη. Είναι περιττό να πούμε ότι τα κείμενα αυτά αποτελούν ένα αναγνωστικό υλικό απείρως πιο βαθύ και ψυχωφελές απ' ότι το αντίστοιχο των δημοφιλών βιβλίων που κυκλοφορούν στις μέρες μας πάνω στο θέμα των «μεταθανάτιων εμπειριών» βιβλία τα οποία ακόμα και όταν δεν αποσκοπούν μόνον στον εντυπωσιασμό, απλώς δεν μπορούν να διεισδύσουν πολύ πιο πέρα από τη θεαματική επιφάνεια των σημερινών εμπειριών λόγω της απουσίας μιας μεθοδικής και αληθινής διδασκαλίας πάνω στο όλο θέμα της «μετά θάνατον « ζωής.

Αναμφίβολα, η Ορθόδοξη διδασκαλία που παρουσιάζεται σε αυτό το βιβλίο θα δεχθεί τις επικρίσεις μερικών, οι οποίοι θα τη θεωρήσουν ως υπερβολικά «απλή» ή ακόμα και «απλοϊκή» για να γίνει πιστευτή από τον άνθρωπο του 21ου αιώνα. Θα πρέπει, επομένως, να τονίσουμε ότι η διδασκαλία αυτή δεν προέρχεται από κάποιους απομονωμένους ή μη τυπικούς διδασκάλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά είναι η διδασκαλία την οποία παρέδωσε η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού από τα πολύ πρώτα χρόνια της δημιουργίας της, διδασκαλία η οποία εκφράζεται σε  αμέτρητα Πατερικά κείμενα και Βίους Αγίων καθώς και στις θείες λειτουργίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η οποία διδάσκεται αδιαλείπτως μέσα στην Εκκλησία και μέχρι σήμερα. Η «απλότητά» της είναι η απλότητα της ίδιας της αλήθειας, η οποία - είτε εκφράζεται σε αυτήν είτε σε άλλες διδασκαλίες της Εκκλησίας - προβάλλει ως αναζωογονητική πηγή καθαρότητας μέσα στη σκοτεινή σύγχυση που προκαλείται στο νού του σύγχρονου ανθρώπου από τα διάφορα σφάλματα και τις κενές θεωρίες των τελευταίων αιώνων. Κάθε κεφάλαιο αυτού του βιβλίου επιχειρεί να παραπέμψει στις Πατερικές και αγιογραφικές πηγές οι οποίες περιέχουν αυτήν τη διδασκαλία.

Κύρια πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή του βιβλίου αποτέλεσε ο Ρώσος Πατέρας της Ορθοδοξίας Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, ο οποίος έζησε το 19ο αιώνας και ήταν ίσως ο πρώτος μεγάλος Ορθόδοξος θεολόγος που αντιμετώπισε ευθέως αυτό καθαυτό το πρόβλημα, το οποίο έχει γίνει τόσο έντονο στις μέρες μας: τη διαφύλαξη της αυθεντικής Χριστιανικής παράδοσης και διδασκαλίας σε έναν κόσμο που έχει γίνει τελείως ξένος προς την Ορθοδοξία και που αγωνίζεται είτε να την ανατρέψει και να την αγνοήσει είτε να την «μεθερμηνεύσει», έτσι ώστε να μπορέσει να γίνει συμβατή με έναν κοσμικό τρόπο ζωής και σκέψης.  Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος, αντιλαμβανόμενος με οξυδέρκεια τις Ρωμαιοκαθολικές και άλλες δυτικές επιρροές, οι οποίες πάσχιζαν να «εκσυγχρονίσουν» την Ορθοδοξία ακόμα και στην εποχή του, προετοιμάστηκε για την άμυνα της Ορθοδοξίας τόσο με την εμβριθή μελέτη των αυθεντικών Ορθόδοξων πηγών, των οποίων τη διδασκαλία αφομοίωσε σε μερικά από τα καλύτερα μοναστικά κέντρα της εποχής του, όσο και με την εξοικείωσή του με την επιστημονική και λογοτεχνική γραμματεία του αιώνα του - παρακολούθησε σχολή μηχανολόγων και όχι κάποια θεολογική σχολή. Έτσι, εφοδιασμένος τόσο με την αντίληψη της Ορθόδοξης θεολογίας όσο και με την κοσμική γνώση, αφιέρωσε τη ζωή του στην υπεράσπιση της αυθεντικής Ορθοδοξίας και στην αποκάλυψη των σύγχρονων παρεκκλίσεων από αυτή. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι καμιά άλλη Ορθόδοξη χώρα στο 19ο αιώνα δε διέθετε έναν τέτοιο υπερασπιστή της Ορθοδοξίας εναντίον των προκλήσεων και των σφαλμάτων της σύγχρονης εποχής ο μόνος αντάξιός του ήταν ίσως ο συμπατριώτης του Επίσκοπος Θεοφάνης ο Εγκλειστος, το έργο του οποίου ήταν σχεδόν ίδιο με του Επισκόπου Ιγνατίου αλλά λιγότερο «εμπεριστατωμένο».

Ο τρίτος τόμος των Έργων του Επισκόπου Ιγνατίου ήταν ειδικά αφιερωμένος στο θέμα της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί της μετά θάνατον ζωής, την οποία και υπερασπίσθηκε ενάντια στις Ρωμαιοκαθολικές και άλλες σύγχρονες κακοδοξίες. Από αυτόν κυρίως τον τόμο δανειστήκαμε τα στοιχεία για την εξέταση θεμάτων όπως τα τελώνια και οι εμφανίσεις των πνευμάτων, διδασκαλίες τις οποίες, για κάποιο λόγο, ο «σύγχρονος» νούς βρίσκει αδύνατο να δεχθεί με έναν απλό τρόπο, αλλά επιμένει να τις «μεθερμηνεύει» ή να τις απορρίπτει τελείως. Αλλά και ο Επίσκοπος Θεοφάνης, όπως είναι φυσικό, παρέδωσε την ίδια διδασκαλία, και κάναμε επίσης χρήση των λόγω του, ένας άλλος μεγάλος Ρώσος Ορθόδοξος θεολόγος, ο ευλογημένος Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, επανέλαβε αυτήν τη διδασκαλία τόσο απλά και καθαρά, ώστε χρησιμοποιήσαμε τα δικά του λόγια για να δημιουργήσουμε το μεγαλύτερο τμήμα του συμπεράσματος του παρόντος βιβλίου. Το γεγονός ότι η Ορθόδοξη διδασκαλία περί της μετά θάνατον ζωής έχει διατυπωθεί με τέτοια σαφήνεια και καθαρότητα από τους μεγάλους Ορθόδοξους διδασκάλους της εποχής μας, ακριβώς μέχρι και τις μέρες μας, αποτελεί τεράστια βοήθεια για εμάς που πασχίζουμε σήμερα να διαφυλάξουμε την αληθινή Ορθοδοξία του παρελθόντος, όχι απλώς όσον αφορά τη σωστή μεταβίβαση των διδαγμάτων της, αλλά ακόμη περισσότερο, την αυθεντική ορθόδοξη ερμηνεία αυτών των διδαγμάτων.

Στο βιβλίο αυτό, εκτός από τις Ορθόδοξες πηγές και τις ερμηνείες που αναφέρθηκαν πιο πάνω,  χρησιμοποιήσαμε μεγάλο μέρος της σημερινής μη Ορθόδοξης βιβλιογραφίας για τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες, καθώς επίσης και κάποια αποκρυφιστικά σχετικά κείμενα. Εδώ ακολουθήσαμε το παράδειγμα του Επισκόπου Ιγνατίου και παρουσιάσαμε, όπως και εκείνος, μία ψευδή διδασκαλία όσο πληρέστερα και αμερόληπτα χρειάζεται για να εκθέσουμε την αναλήθειά της, έτσι ώστε οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να μην  παρασυρθούν από αυτήν. Επίσης ανακαλύψαμε,  όπως και εκείνος ότι τα μη Ορθόδοξα κείμενα, όταν παρουσιάζουν πραγματικές εμπειρίες και όχι απλώς και μόνον ερμηνείες και απόψεις, συχνά παρέχουν εκπληκτικές επιβεβαιώσεις των Ορθόδοξων αληθειών. Πρωταρχικός μας στόχος σε αυτό το βιβλίο ήταν να καταδείξουμε την ύπαρξη μίας αντίθεσης όσο λεπτομερώς απαιτείται, ώστε να επισημάνουμε την πλήρη διαφορά ανάμεσα στην Ορθόδοξη διδασκαλία και την εμπειρία των Ορθόδοξων αγίων αφενός, και την αποκρυφιστική διδασκαλία και τις σύγχρονες εμπειρίες αφετέρου. Εάν είχαμε απλώς παρουσιάσει την Ορθόδοξη διδασκαλία χωρίς αυτήν την αντίθεση, θα ήταν πειστική για ελάχιστους εκτός από τους ήδη πεπεισμένους τώρα όμως, ίσως μερικοί ακόμα και από όσους έχουν ήδη βιώσει παρόμοιες εμπειρίες στη σύγχρονη εποχή να αντιληφθούν την τεράστια διαφορά ανάμεσα στη δική τους και στη γνήσια πνευματική εμπειρία.

Παρόλα αυτά, το ίδιο το δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρει εμπειρίες, τόσο Χριστιανικές όσο και μη Χριστιανικές, σημαίνει επίσης ότι το βιβλίο δεν παρουσιάζει απλώς και μόνον τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί της μετά θάνατον ζωής, αλλά και τις προσωπικές ερμηνείες του συγγραφέα του σχετικά με τις διάφορες αυτές εμπειρίες. Όσον αφορά τις συγκεκριμένες ερμηνείες, φυσικά, υπάρχει χώρος για μία βάσιμη διαφορά απόψεων μεταξύ Ορθοδόξων Χριστιανών. Προσπαθήσαμε όσο το δυνατόν περισσότερο να παρουσιάσουμε αυτές τις ερμηνείες με έναν λιγότερο συστηματικό τρόπο, χωρίς να προσπαθήσουμε να τις «ορίσουμε» με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μπορεί να οριστεί η γενική διδασκαλία της Εκκλησίας περί της μετά θάνατον ζωής. Ειδικότερα, όσον αφορά τις απόκρυφες «εξωσωματικές» εμπειρίες και το «αστρικό πεδίο», απλώς τις παρουσιάζουμε όπως τις έχουν περιγράψει οι συμμετέχοντες σε αυτές, και τις συγκρίνουμε με παρόμοιες εμπειρίες στην Ορθόδοξη γραμματεία, χωρίς να προσπαθούμε να ορίσουμε την ακριβή τους φύση, τις αποδεχόμαστε, όμως όχι ως απλές παραισθήσεις, αλλά ως πραγματικές εμπειρίες κατά τις οποίες τα άτομα έρχονται σε επαφή με πραγματικές δαιμονικές δυνάμεις. Ας κρίνει μόνος του ο αναγνώστης πόσο επαρκής ήταν αυτή η προσέγγιση.

Θα πρέπει να γίνει φανερό ότι σε καμιά περίπτωση το βιβλίο αυτό δεν παρουσίασε την πλήρη Ορθόδοξη διδασκαλία περί της μετά θάνατον ζωής, αποτελεί μόνο μία εισαγωγή σε αυτήν. Στην πραγματικότητα ωστόσο, δεν υπάρχει «πλήρης διδασκαλία» πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, ούτε και Ορθόδοξοι «ειδικοί». Εμείς που ζούμε στη γη μετά βίας  μπορούμε ακόμα και να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε την πραγματικότητα του πνευματικού κόσμου μέχρι να έρθουμε οι ίδιοι να κατοικήσουμε σε αυτόν. Είναι μία διαδικασία που αρχίζει τώρα, στην επίγεια ζωή, αλλά τερματίζεται μόνον στην αιωνιότητα, όπως δηλώνει και ο Απόστολος Παύλος: «βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον». Όμως οι Ορθόδοξες πηγές τις οποίες χρησιμοποιήσαμε στο βιβλίο, μας δίνουν ένα βασικό περίγραμμα της Ορθόδοξης διδασκαλίας, και αυτό αρκεί για να μας παρακινήσεις, όχι να αποκτήσουμε μία ακριβή γνώση για κάτι που είναι, σε τελική ανάλυση, πέρα από εμάς, αλλά να αρχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την κατάκτηση της Ουράνιας Βασιλείας, η οποία αποτελεί τον στόχο της εν Χριστώ ζωής, και για την αποφυγή των δαιμονικών παγίδων, οι οποίες είναι διασκορπισμένες παντού στο δρόμο των αγωνιστών του Χριστού από τον εχθρό της σωτηρίας μας. Ο άλλος κόσμος είναι πιο πραγματικός και πιο κοντινός απ' όσο συνήθως νομίζουμε. Και το μονοπάτι γι' αυτόν βρίσκεται ακριβώς εδώ μπροστά μας, στη ζωή της υπακοής και της προσευχής που η Εκκλησία μας έχει παραδώσει ως τον δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία. Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται και απευθύνεται σε όλους όσοι επιθυμούν να ζήσουν μία τέτοια ζωή.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ «ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΝ» ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

Το θέμα της μετά θάνατον ζωής έχει, εντελώς ξαφνικά, αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένου ενδιαφέροντος για το πλατύ κοινό στο δυτικό κόσμο. Ειδικότερα, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν δημοσιευθεί αρκετά βιβλία που διατείνονται ότι περιγράφουν «μεταθανάτιες εμπειρίες» και φημισμένοι ιατροί και άλλοι επιστήμονες είτε έχουν γράψει οι ίδιοι αυτά τα βιβλία είτε τους έχουν προσφέρει την ολόθερμη υποστήριξή τους. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η παγκοσμίως γνωστή ιατρός και «ειδική» επί των προβλημάτων που σχετίζονται με το θάνατο και την επιθανάτια αγωνία, Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ - Ρός. Η Ρός θεωρείς πως αυτές οι έρευνες για τις μεταθανάτιες εμπειρίες «θα διαφωτίσουν πολλούς ανθρώπους και θα επιβεβαιώσουν αυτό που έχουμε διδαχθεί εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια - ότι δηλαδή υπάρχει ζωή μετά το θάνατο».

Όλα αυτά, φυσικά, συνιστούν μία απότομη αλλαγή στην έως τώρα επικρατούσα ατμόσφαιρα στους ιατρικούς και επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι γενικά θεωρούσαν το θέμα του θανάτου «ταμπού» και εξοστράκιζαν οποιαδήποτε ιδέα σχετικά με τη μετά θάνατον επιβίωση στη σφαίρα του φανταστικού ή της δεισιδαιμονίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, την αντιμετώπιζαν ως προσωπική πεποίθηση η οποία στερείται αντικειμενικών αποδείξεων.

Η εξωτερική αιτία αυτής της ξαφνικής αλλαγής απόψεων είναι απλή: νέες τεχνικές επαναφοράς στη ζωή των «κλινικώς νεκρών» - συγκεκριμένα, με διέγερση της καρδιάς όταν αυτή έχει πάψει να χτυπά - χρησιμοποιούνται ευρέως τα τελευταία χρόνια. Έτσι πολλοί άνθρωποι κλινικώς «νεκροί», δηλαδή χωρίς σφυγμό ή καρδιακούς παλμούς, έχουν επανέλθει στη ζωή και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς, εφόσον το σχετικό ταμπού καθώς και ο φόβος μήπως θεωρηθούν «τρελοί» έχουν σταδιακά εκλείψει, μιλούν τώρα ανοιχτά για την εμπειρία τους.

Όμως, μας ενδιαφέρει κυρίως η βαθύτερη αιτία της αλλαγής όπως και η «ιδεολογία» της: για ποιο λόγο αυτό το φαινόμενο έχει ξαφνικά τέτοια τεράστια απήχηση στον κόσμο και βάσει ποιάς θρησκευτικής ή φιλοσοφικής άποψης γίνεται γενικώς κατανοητό; Αποτελεί ήδη ένα από τα «σημεία των καιρών», σύμπτωμα του θρησκευτικού ενδιαφέροντος της εποχής μας, ποια είναι λοιπόν η σημασία του; Θα επανέλθουμε σε αυτά τα ερωτήματα, αφού πρώτα εξετάσουμε πιο προσεκτικά το ίδιο το φαινόμενο.

Πρώτα, όμως, πρέπει να διερωτηθούμε: σε ποια βάση θα εξετάσουμε το συγκεκριμένο φαινόμενο; Αυτοί οι ίδιοι που το περιγράφουν δε διαθέτουν κάποια σαφή ερμηνεία του αλλά συχνά την αναζητούν σε αποκρυφιστικά ή πνευματικά κείμενα. Μερικοί θρησκευόμενοι άνθρωποι, όπως και μερικοί επιστήμονες, διαισθανόμενοι μία απειλή για τις καθιερωμένες πεποιθήσεις τους, απλώς απορρίπτουν τις εμπειρίες, όπως αυτές περιγράφονται, και συνήθως τις υποβιβάζουν στον χώρο των «παραισθήσεων». Έτσι ενεργούν μερικοί Προτεστάντες οι οποίοι πιστεύουν  είτε ότι η ψυχή βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας μετά το θάνατο είτε ότι πηγαίνει αμέσως να βρεθεί «με το Χριστό», παρομοίως, οι θεωρητικοί άθεοι απορρίπτουν ακόμα και την ιδέα ότι η ψυχή επιζεί μετά το θάνατο, οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία κι αν τους παρουσιαστούν. Τέτοιες εμπειρίες όμως δεν μπορούν να εξηγηθούν απλώς και μόνον με το να τις απορρίπτουμε, πρέπει να γίνουν σωστά κατανοητές, τόσο όσον αφορά την ίδια τη φύση τους, όσο και μέσα στο συνολικό πλαίσιο γνώσης σχετικά με την πορεία της ψυχής μετά το θάνατο.

 Δυστυχώς, μερικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί επίσης, κάτω από την επίδραση κάποιων σύγχρονων υλιστικών ιδεών, όπως αυτές έχουν εμφιλοχωρήσει μέσα στον Προτεσταντισμό και το Ρωμαιοκαθολικισμό, καταλήγουν να έχουν μάλλον ασαφείς και αόριστες απόψεις για τη μετά θάνατον ζωή. Ο συγγραφέας ενός από τα καινούρια βιβλία που πραγματεύονται τις μεταθανάτιες εμπειρίες, ζήτησε τη γνώμη διάφορων «εκπροσώπων θρησκευτικών δογμάτων» σχετικά με την κατάσταση της ψυχής μετά το θάνατο. Έτσι λοιπόν, απευθύνθηκε σε έναν ιερέα της ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής, ο οποίος εξέφρασε μία πολύ γενική γνώμη σχετικά με την ύπαρξη παραδείσου και κόλασης, του είπε, όμως, ότι η Ορθοδοξία δεν έχει «καμιά συγκεκριμένη άποψη για το πώς είναι η μετά θάνατον ζωή». Έτσι,  το μόνο που μπορούσε να συμπεράνει ο συγγραφέας ήταν ότι «η άποψη της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη μετά θάνατον ζωή δεν είναι σαφής».

Φυσικά, ισχύει το αντίθετο: ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός διαθέτει μία αρκετά συγκεκριμένη διδασκαλία και άποψη για τη μετά θάνατον ζωή, η οποία ξεκινά από αυτήν την ίδια τη στιγμή του θανάτου. Αυτή  η διδασκαλία εμπεριέχεται στην Αγία Γραφή, ερμηνευμένη μέσα στο συνολικό πλαίσιο της Χριστιανικής διδασκαλίας, στα κείμενα των αγίων Πατέρων και, ειδικά όσον αφορά τις συγκεκριμένες εμπειρίες της ψυχής μετά το θάνατο, σε πολλούς Βίους Αγίων και ανθολογίες προσωπικών εμπειριών αυτού του είδους. Για παράδειγμα, ολόκληρο το τέταρτο βιβλίο των Διαλόγων του αγ. Γρηγορίου του Μεγάλου, Πάπα Ρώμης (604), είναι αφιερωμένο στο θέμα αυτό. Στις μέρες μας, κυκλοφόρησε στα Αγγλικά μία ανθολογία τέτοιων εμπειριών οι οποίες συγκεντρώθηκαν τόσο από πολύ παλαιούς Βίους Αγίων όσο και από πιο πρόσφατες διηγήσεις. Πρόσφατα επίσης, επανεκδόθηκε σε αγγλική μετάφραση ένα αξιόλογο κείμενο που γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από κάποιον που επανήλθε στη ζωή αφού παρέμεινε νεκρός επί 36 ώρες.

Έτσι λοιπόν, ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει στη διάθεσή του μία πολύ πλούσια γραμματεία, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσεις τις νέες «μεταθανάτιες εμπειρίες» και να τις αξιολογήσει υπό το φώς ολόκληρης της χριστιανικής διδασκαλίας για τη μετά θάνατον ζωή.

Στη σημερινή εποχή, το βιβλίο που έχει εξάψει το ενδιαφέρον για το θέμα αυτό γράφτηκε από το Ραίημοντ Μούντυ, ένα ψυχίατρο από τις Νότιες Ηνωμένες Πολιτείες, και κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1975. Τότε ο Μούντυ δε γνώριζε εάν υπήρχαν οποιεσδήποτε άλλες μελέτες ή βιβλιογραφία σχετικά με τη μετά θάνατον ζωή, όμως ακόμα και την περίοδο που τυπωνόταν το βιβλίο έγινε φανερό ότι είχε ήδη εκδηλωθεί έντονο σχετικό ενδιαφέρον και είχαν ήδη γραφτεί πολλά για το θέμα. Η σαρωτική επιτυχία του βιβλίου, το οποίο πούλησε πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα, έφερε τις εμπειρίες των ανθρώπων που πέθαιναν στο φώς μίας εκτεταμένης δημοσιότητας και από τότε κυκλοφόρησαν αρκετά βιβλία και άρθρα σχετικά με «μεταθανάτιες» εμπειρίες. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά είναι τα άρθρα και το βιβλίο της Δρος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ Ρός, τα ευρήματα της οποίας συμφωνούν απολύτως με του Δρος Μούντυ, καθώς και οι επιστημονικές μελέτες των ιατρών Οσις και Χάραλντσον. Ο ίδιος ο Δρ. Μούντυ έχει γράψει ένα δεύτερο βιβλίο, που αποτελεί συνέχεια του πρώτου, με συμπληρωματικό υλικό και περαιτέρω συλλογισμούς επί του θέματος. Τα ευρήματα αυτών και άλλων νέων βιβλίων, τα οποία όλα βασικά συμφωνούν μεταξύ τους όσον αφορά τα εξεταζόμενα φαινόμενα, θα συζητηθούν στη συνέχεια.

Θα ξεκινήσουμε εξετάζοντας το πρώτο βιβλίο του Δρος Μούντυ, το οποίο αποτελεί μία αρκετή αντικειμενική και συστηματική προσέγγιση του όλου θέματος.

Ο Δρ. Μούντυ, μέσα σε μία δεκαετία, συγκέντρωσε τις προσωπικές μαρτυρίες περίπου 150 ατόμων οι οποίοι είτε είχαν οι ίδιοι πεθάνει ή φθάσει στο κατώφλι του θανάτου, είτε του διηγήθηκαν τις εμπειρίες που είχαν άλλοι τη στιγμή που πέθαιναν, από τα 150 άτομα, ο Δρ. Μούντυ επικεντρώθηκε σε περίπου πενήντα, με τα οποία διεξήγαγε λεπτομερείς συνεντεύξεις. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός στην παρουσίαση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, αν και παραδέχεται ότι το βιβλίο «αντανακλά, φυσικά, το βάθος των απόψεων και προκαταλήψεων του συγγραφέα του», ο οποίος στο θρήσκευμα είναι μεθοδιστής προτεστάντης με μάλλον φιλελεύθερες απόψεις.  Και πράγματι, το βιβλίο, εάν υποτεθεί ότι αποτελεί μία αντικειμενική μελέτη των «μεταθανάτιων» φαινομένων, παρουσιάζει ορισμένα μειονεκτήματα.

Πρώτον, ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει ούτε μία ολοκληρωμένη εμπειρία θανάτου από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά παραθέτει μόνον αποσπάσματα, συνήθως πολύ σύντομα, που αντιπροσωπεύουν καθένα από τα δεκαπέντε ξεχωριστά στοιχεία τα οποία σχηματίζουν το «μοντέλο» του για την «πλήρη» εμπειρία θανάτου. Όμως, στην πραγματικότητα, οι εμπειρίες των ανθρώπων που πεθαίνουν, όπως περιγράφονται σε αυτό και σε άλλα μεταγενέστερα βιβλία, συχνά διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους στις λεπτομέρειες, ώστε μοιάζει στην καλύτερη περίπτωση πρόωρη η απόπειρα να προσπαθήσει κανείς να τις συμπεριλάβει όλες σε ένα «μοντέλο». Το «μοντέλο» του Δρος Μούντυ φαίνεται σε κάποια σημεία τεχνητό και βεβιασμένο, παρότι αυτό, φυσικά, δεν υποβαθμίζει την αξία των καθαυτό μαρτυριών τις οποίες παραθέτει.

Δεύτερον, ο συγγραφέας έχει συνενώσει δύο αρκετά διαφορετικές κατηγορίες εμπειριών: καθαυτό εμπειρίες «κλινικού θανάτου» και εμπειρίες «στο κατώφλι του θανάτου». Ο συγγραφέας αναγνωρίζει τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ τους, αλλά ισχυρίζεται ότι «οι περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας μάλλον αποτελούν προέκταση εκείνων της πρώτης» και γι' αυτό θα πρέπει να μελετηθούν μαζί. Σε περιπτώσεις εμπειριών οι οποίες ξεκινούν πριν το θάνατο και καταλήγουν στην εμπειρία του ίδιου του θανάτου, ασχέτως του εάν ή όχι το πρόσωπο επανέρχεται στη ζωή, υπάρχει όντως ένα «συνεχές» εμπειρίας, όμως αρκετές από τις εμπειρίες που περιγράφει, όπως η ταχεία χρονολογική ανάκληση των γεγονότων της ζωής ενός ανθρώπου, όταν κινδυνεύει να πνιγεί, η εμπειρία της εισόδου σε ένα «τούνελ», όταν του χορηγηθεί αναισθητικό όπως ο αιθέρας, αποτελούν εμπειρίες αρκετά συνηθισμένες ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ βιώσει «κλινικό θάνατο», και επομένως, ίσως ανήκουν στο «μοντέλο» κάποιας γενικότερης εμπειρίας και συναντώνται μόνο συμπτωματικά στην εμπειρία του ανθρώπου που πεθαίνει. Μερικά από τα βιβλία που κυκλοφορούν σήμερα είναι ακόμα λιγότερο επιλεκτικά ως προς τις εμπειρίες που καταγράφουν, συμπεριλαμβάνοντας «εξωσωματικές» εμπειρίες, γενικώς, μαζί με τις καθαυτό εμπειρίες θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας.

Τρίτον, το ίδιο το γεγονός ότι ο συγγραφέας προσεγγίζει τέτοια φαινόμενα «επιστημονικά», χωρίς να διαθέτει εκ των προτέρων σαφή αντίληψη για το τι πραγματικά συμβαίνει στην ψυχή μετά το θάνατο, τον εκθέτει σε πολλές συγχύσεις και παρανοήσεις σχετικά με τη «μεταθανάτια» εμπειρία, οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να αποφευχθούν με μία απλή συλλογή κάποιων περιγραφών της, αυτοί οι ίδιοι που την περιγράφουν αναπόφευκτα προσθέτουν τις δικές τους ερμηνείες. Ακόμα και ο συγγραφέας παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να μελετήσει κανείς το θέμα «επιστημονικά» και μάλιστα αναζητά μία εξήγηση σε παράλληλες εμπειρίες που περιγράφονται σε αποκρυφιστικά κείμενα όπως αυτά του Σβέντενμποργκ και της Θιβετιανής Βίβλου των Νεκρών, σημειώνοντας ότι προτίθεται τώρα να μελετήσει πιο προσεκτικά την «τεράστια βιβλιογραφία πάνω στα παραφυσικά και μυστηριώδη φαινόμενα» έτσι ώστε να κατανοήσει βαθύτερα τα γεγονότα που έχει μελετήσει.

Εξαιτίας όλων αυτών των παραγόντων δεν θα πρέπει να προσδοκούμε πολλά από το συγκεκριμένο βιβλίο καθώς και από άλλα παρόμοια, αφού αδυνατούν να μας παράσχουν μία περιγραφή της μεταθανάτιας κατάστασης της ψυχής, που να χαρακτηρίζεται από πληρότητα και εσωτερική συνοχή. Υπολείπεται, ωστόσο, ένας ικανοποιητικός αριθμός πραγματικών εμπειριών κλινικού θανάτου τόσο σε αυτό όσο και σε άλλα καινούρια βιβλία, που τα καθιστά άξια ιδιαίτερης προσοχής, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψιν ότι μερικοί άνθρωποι ήδη ερμηνεύουν αυτές τις εμπειρίες κατά τρόπο εχθρικό προς την παραδοσιακή χριστιανική άποψη για τη μετά θάνατον ζωή, θέλοντας να «διαψεύσουν» την ύπαρξη είτε του παραδείσου είτε - κυρίως- της κόλασης. Σε ποια βάση λοιπόν, πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτές τις εμπειρίες;

Τα δεκαπέντε στοιχεία που μας περιγράφει ο Δρ. Μούντυ ως στοιχεία τα οποία συνιστούν μία «πλήρη» εμπειρία θανάτου μπορούν να περιορισθούν, για να διευκολύνουμε τη συζήτησή μας, σε μερικά κύρια χαρακτηριστικά της εμπειρίας, τα οποία θα παρουσιάσουμε αμέσως παρακάτω και θα τα συγκρίνουμε με τα χαρακτηριστικά αντίστοιχων εμπειριών που συναντούμε στην Ορθόδοξη γραμματεία.







Η «εξωσωματική» εμπειρία

Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει, σύμφωνα με αυτές τις περιγραφές, είναι ότι αφήνει το σώμα του και υπάρχει τελείως χωριστά από αυτό,  χωρίς ούτε μία στιγμή να χάνει τη συνείδησή του. Συχνά, μπορεί να παρατηρεί τα πάντα γύρω του, ακόμα και αυτό το ίδιο του το νεκρό σώμα και τις προσπάθειες άλλων ανθρώπων να το επαναφέρουν στη ζωή. Αισθάνεται μία ανώδυνη ζεστασιά και γαλήνη, σαν να «πλέει» ή να «αιωρείται», είναι τελείως ανίκανος να επιδράσει στο περιβάλλον του με την ομιλία ή την αφή και έτσι συχνά νιώθει μία έντονη «μοναξιά», οι λειτουργίες της σκέψης του συνήθως γίνονται πολύ πιο γρήγορες απ' ότι όταν ήταν μέσα στο σώμα. Παραθέτουμε πιο κάτω μερικά σύντομα αποσπάσματα από αυτές τις εμπειρίες:

«Η μέρα ήταν πολύ κρύα, ωστόσο εγώ όσο έπλεα στο απόλυτο εκείνο κενό, ένιωθα μία ζεστασιά και ένα αίσθημα τόσο ευχάριστο, που δεν το είχα ξαναδοκιμάσει ποτέ ως τότε ...; Θυμάμαι πώς σκεφτόμουν: θα πρέπει να έχω πεθάνει».

«Άρχισα να νιώθω τα πιο υπέροχα συναισθήματα. Ήταν γαλήνη, ηρεμία, χαλάρωση «.

«Τους έβλεπα να αγωνίζονται να με ξαναζωντανέψουν. Ηταν κάτι παράξενο στ' αλήθεια. Δεν ήμουν πολύ ψηλά, αλλά ένιωθα σαν να βρίσκομαι πάνω σ' ένα βάθρο, μα όχι πολύ ψηλότερα απ' τους άλλους. Προσπαθούσα να τους μιλήσω, μα κανείς δε με άκουγε, κανείς δε μου έδινε προσοχή».

«Από παντού έβλεπα κόσμο να τρέχει στον τόπο του δυστυχήματος ...; καθώς με πλησίασαν,  έκανα να παραμερίσω για να μη με τσαλαπατήσουν. Μα δε χρειάστηκε, γιατί με μεγάλη μου κατάπληξη είδα πως περνούσαν μέσα από το σώμα μου».

«Δεν μπορούσα ν' αγγίξω τίποτα, ούτε κι ήταν δυνατό να επικοινωνήσω με κανένα γύρω μου. Ένιωθα ένα αίσθημα μοναξιάς, ένα αίσθημα απόλυτης ερημιάς. Ήξερα πως ήμουν μόνος, ολομόναχος».

Μερικές φορές υπάρχει κάποια εντυπωσιακή «αντικειμενική απόδειξη» ότι ένας άνθρωπος πράγματι βρίσκεται έξω από το σώμα του εκείνη την ώρα, όπως στις περιπτώσεις στις οποίες είναι σε θέση να επαναλάβει συζητήσεις που έγιναν ή να δώσει ακριβείς λεπτομέρειες για γεγονότα που συνέβησαν, ακόμα και σε διπλανά δωμάτια ή και μακρύτερα, ενόσω αυτός ήταν «νεκρός». Ανάμεσα σε άλλα παρόμοια παραδείγματα, η Δρ. Κούμπλερ - Ρος αναφέρει την αξιοσημείωτη περίπτωση μίας τυφλής γυναίκας η οποία «είδε» και αργότερα περιέγραψε με ακρίβεια τα πάντα μέσα στο δωμάτιο όπου «πέθανε», παρότι όταν επανήλθε στη ζωή ήταν και πάλι τυφλή - μία εντυπωσιακή ένδειξη για το ότι δεν είναι το μάτι που βλέπει ούτε  ο εγκέφαλος που σκέφτεται, αφού οι διανοητικές λειτουργίες επιταχύνονται μετά το θάνατο. Είναι η ψυχή που επιτελεί αυτές τις λειτουργίες μέσω των σωματικών οργάνων για όσο διάστημα το σώμα είναι ζωντανό, αλλά με τη δική της και μόνη δύναμη όταν το σώμα είναι νεκρό.

Τίποτα από τα παραπάνω δε θα πρέπει να φαίνεται παράξενο σε έναν Ορθόδοξο Χριστιανό, η εμπειρία που περιγράφηκε εδώ είναι αυτό που γνωρίζουν οι Χριστιανοί ως χωρισμό της ψυχής από το σώμα κατά τη στιγμή του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της απιστίας που επικρατεί στην εποχή μας το ότι αυτοί οι άνθρωποι σπανίως χρησιμοποιούν το Χριστιανικό λεξιλόγιο ή συνειδητοποιούν ότι είναι η ψυχή τους που έχει ελευθερωθεί από το σώμα και τώρα βιώνει τα πάντα, συνήθως είναι απλώς σαστισμένοι από τη νέα κατάσταση στην οποία βρέθηκαν.

Η περιγραφή μίας παρόμοιας μεταθανάτιας εμπειρίας γράφτηκε από έναν τέτοιο άνθρωπο: ένα βαπτισμένο Ορθόδοξο Χριστιανό ο οποίος, ακολουθώντας το πνεύμα του τέλους  του 19ου αιώνα, παρέμεινε αδιάφορος προς τις αλήθειες της δικής του Πίστης και μάλιστα δεν πίστευε στην ύπαρξη της μετά θάνατον ζωής. Η εμπειρία του, πριν από εκατό περίπου χρόνια, έχει πολύ σημαντική αξία για εμάς σήμερα, και μοιάζει να είναι ακόμα και έργο της Θείας Πρόνοιας, λαμβανομένων υπόψη των καινούριων μεταθανάτιων εμπειριών της εποχής μας, αφού αποτελεί μία μοναδική πλήρη εμπειρία του τι συμβαίνει στην ψυχή μετά το θάνατο και προχωρά πολύ πιο πέρα από τις σύντομες και αποσπασματικές εμπειρίες που περιγράφονται στα νέα βιβλία. Η εμπειρία αυτή βιώθηκε από έναν ευαίσθητο άνθρωπο ο οποίος, ξεκινώντας ως άπιστος, σύμφωνα με το σύγχρονο πνεύμα, κατέληξε να αναγνωρίσει τις αλήθειες της Ορθοδοξίας σε τέτοιο βαθμό που τελείωσε τη ζωή του ως μοναχός. Το μικρό αυτό βιβλίο μπορεί πράγματι να χρησιμεύσει ως «πρότυπο» βάσει του οποίου να αξιολογήσουμε τις νέες εμπειρίες. Έχει εγκριθεί από έναν από τους κορυφαίους Ορθόδοξους εκδότες ιεραποστολικών έργων των αρχών του 20ου αιώνα, τον αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Βολογδά.

Αφού περιγράφει την τελική επιθανάτια αγωνία του και το φοβερό βάρος που τον πίεζε προς τα κάτω, ο συγγραφέας αυτού του περιστατικού διηγείται:

«Ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν αισθάνομαι πιά αυτήν την έλξη. Άνοιξα τα μάτια μου. Στη μνήμη μου αποτυπώθηκαν με όλες τις λεπτομέρειες όλα αυτά που είδα εκείνη τη στιγμή
« Είδα ότι στέκομαι μόνος μου στη μέση του δωματίου. Στα δεξιά μου είδα το προσωπικό του νοσοκομείου που μαζεύτηκε γύρω από το κρεβάτι μου, σχηματίζοντας ημικύκλιο ...; αυτό μου φάνηκε περίεργο. Εκεί που στεκόταν αυτή η ομάδα ανθρώπων ήταν το κρεβάτι μου. Ποιο πράγμα τώρα τραβούσε την προσοχή τους, τι κοίταζαν αυτοί, αν εγώ τώρα δεν ήμουν εκεί, αλλά στεκόμουν στη μέση του δωματίου ;
« Πλησίασα και κοίταξα εκεί όπου κοιτούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι: εκεί πάνω στο κρεβάτι βρισκόμουν εγώ.
«Δεν φοβήθηκα όταν είδα τον εαυτό μου, απορούσα  όμως, πως είναι δυνατό να γίνεται κάτι τέτοιο! Αισθανόμουν ότι είμαι εδώ, αλλά και εκεί συγχρόνως ...;
«Ήθελα με το δεξιό μου χέρι να πιάσω το αριστερό. Το ένα χέρι πέρασε μέσα από το άλλο. Προσπάθησα να πιάσω με τα χέρια τη μέση μου, και πάλι τα χέρια μου πέρασαν μέσα από το σώμα μου σαν να υπήρχε στη θέση του ένα κενό ...; Φώναξα το γιατρό. Όμως η ατμόσφαιρα γύρω μου ήταν ήδη τελείως διαφορετική: δεν μπορούσε καν να μεταδώσει τη φωνή μου. Κατάλαβα τότε τον πλήρη αποχωρισμό μου από το περιβάλλον, την παράξενη μοναξιά μου και με έπιασε πανικός. Ήταν πραγματική φρικτή αυτή η παράξενη μοναξιά μου ...;
« Τον κοίταξα και τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι αυτό που μου συνέβη, στη γλώσσα μας, στη γλώσσα των ζωντανών ανθρώπων, ονομάζεται θάνατος! Η σκέψη αυτή μου ήλθε στο μυαλό, επειδή το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι φαινόταν σαν πτώμα ...;
« Στο νού μας η λέξη «θάνατος» συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αφανισμό και με το τέλος της ζωής. Αλλά πως ήταν δυνατόν, εγώ να σκέφτομαι ότι πέθανα όταν, ούτε για ένα λεπτό, δεν έχασα την αυτοσυνειδησία μου, όταν αισθανόμουν τον εαυτό μου ζωντανό και είχα μάλιστα και την ικανότητα να ακούω, να βλέπω, να αισθάνομαι,   να κινούμαι, να σκέφτομαι και να μιλάω; ...;
«Η αποξένωση από το περιβάλλον και ο διχασμός της προσωπικότητάς μου θα μπορούσε να με κάνει να ερμηνεύσω το συμβάν, αν πίστευα ότι υπάρχει η ψυχή και αν ήμουν άνθρωπος θρησκευόμενος. Όμως τέτοιες προϋποθέσεις δεν υπήρχαν. Με οδηγούσαν μόνο οι αισθήσεις μου. Αυτή η αίσθηση ότι είμαι ζωντανός ήταν τόσο καθαρή, που όλα τα παράξενα αυτή φαινόμενα μου προκαλούσαν έκπληξη και μόνο. Δεν ήμουν σε θέση να συνδέσω αυτό που αισθανόμουν με τη συνηθισμένη αντίληψη περί θανάτου, δεν ήταν δυνατόν έχοντας πλήρη αυτοσυνειδησία, να σκέφτομαι πως δεν υπάρχω ...;
«Όταν αργότερα ενθυμούμουν την κατάσταση στην οποία βρέθηκα, έβλεπα ότι ο νούς μου λειτουργούσε τότε με τόση δύναμη και ταχύτητα ...;»

Η κατάσταση της ψυχής κατά τα πρώτα λεπτά μετά το θάνατο δεν περιγράφεται με τόσες λεπτομέρειες στη Χριστιανική γραμματεία της αρχαιότητας, εκεί η όλη έμφαση δίνεται στις πολύ πιο εντυπωσιακές εμπειρίες που ακολουθούν. Ισως μόνο στη σημερινή εποχή, στην οποία η ταύτιση της «ζωής» με τη «ζωή μέσα στο σώμα» έχει γίνει τόσο πλήρης και διάχυτη, θα περιμέναμε να εκδηλώνεται τέτοιο ενδιαφέρον για αυτά τα πρώτα λίγα λεπτά, όπου οι προσδοκίες των περισσότερων σύγχρονων ανθρώπων διαψεύδονται πλήρως, με τη συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος,, η ζωή συνεχίζεται, και η ψυχή εισέρχεται σε μία τελείως νέα κατάσταση!

Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε σε αυτήν την εμπειρία που να αντιδιαστέλλεται με την Ορθόδοξη διδασκαλία για την  κατάσταση της ψυχής αμέσως μετά το θάνατο. Μερικοί, σχολιάζοντας αυτό το είδος εμπειρίας, εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν ένα πρόσωπο είναι πράγματι νεκρός στην περίπτωση που επανέρχεται στη ζωή μέσα σε λίγα λεπτά, αυτό όμως αποτελεί ένα ερώτημα επιστημονικής φύσεως, με το οποίο θα ασχοληθούμε εν ευθέτω χρόνω. Γεγονός παραμένει ότι σε αυτή τα λίγα λεπτά, και μερικές φορές ακόμα και στα λεπτά που προηγούνται του θανάτου, οι άνθρωποι συχνά βιώνουν εμπειρίες που δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως απλές «παραισθήσεις». Σκοπός μας στο παρόν βιβλίο είναι να ανακαλύψουμε σε ποια βάση θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τις εμπειρίες αυτές.






Η συνάντηση με τους άλλους

Μετά το θάνατο η ψυχή παραμένει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στην αρχική της κατάσταση μοναξιάς. Ο Δρ. Μούντυ παραθέτει αρκετές περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι, ακόμα και πριν πεθάνουν, είδαν ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους τους.

«Ο γιατρός μου αποφάσισε και είπε στους δικούς μου πως ήμουν στα τελευταία μου ...; Διαπίστωσα πως ήταν όλοι τους γνωστοί μου που όμως είχαν πεθάνει πριν από μένα όλοι τους. Αναγνώρισα τη γιαγιά μου, μια συμμαθήτριά μου απ΄ το σχολείο και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους ...; Φαίνονταν όλοι τους ευχαριστημένοι και σκέφτηκα πως είχαν έρθει να με προστατέψουν ή να με οδηγήσουν».

Η εμπειρία της συνάντησης με αποβιώσαντες φίλους και  συγγενείς κατά την ώρα του θανάτου δεν αποτελεί καθόλου νέα αποκάλυψη, ακόμα και μεταξύ των σύγχρονων επιστημόνων. Περισσότερο από εβδομήντα χρόνια πριν, αποτέλεσε το θέμα ενός μικρού βιβλίου που γράφτηκε από έναν πρωτοπόρο της σύγχρονης «παραψυχολογίας» ή αλλιώς, της σύγχρονης  «ψυχικής έρευνας», τον σερ Ουίλιαμ Μπάρετ. Μετά την εμφάνιση του πρώτου βιβλίου του Δρος Μούντυ, ένα νέο βιβλίο δημοσιεύτηκε, εμπνευσμένο από το βιβλίου του Σερ Ουίλιαμ, το οποίο πραγματευόταν το θέμα της «συνάντησης με άλλους» με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες. Όπως αποδείχθηκε, οι δύο συγγραφείς του διεξήγαν για πολλά χρόνια συστηματική έρευνα πάνω στις εμπειρίες των ετοιμοθάνατων. Θα πρέπει εδώ να πούμε λίγα λόγια για τα ευρήματα αυτού του βιβλίου.

Πρόκειται για το πρώτο καθαρά «επιστημονικό» βιβλίο που κυκλοφόρησε σχετικά με τις εμπειρίες των ανθρώπων τη στιγμή που πεθαίνουν. Βασίζεται στα αποτελέσματα λεπτομερών ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων με μία τυχαία επιλεγμένη ομάδα γιατρών και νοσοκόμων στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βόρεια Ινδία, η οποία επελέγη για να επιτευχθεί η μέγιστη αντικειμενικότητα, έτσι ώστε να ελεγχθούν οι πιθανές διαφορές στις εμπειρίες ανθρώπων λόγω της διαφοράς εθνικότητας, ψυχολογίας και θρησκεύματος. Ετσι, το υλικό που συγκεντρώθηκε περιλαμβάνει πάνω από χίλιες περιπτώσεις οπτασιών και οραμάτων που  εμφανίστηκαν σε ετοιμοθάνατους, καθώς και σε μερικούς οι οποίοι επανήλθαν στη ζωή αφού είχαν θεωρηθεί κλινικών νεκροί. Οι συγγραφείς του βιβλίου θεωρούν ότι σε γενικές γραμμές τα ευρήματα του Δρος Μούντυ συμφωνούν με τα δικά τους. Διαπιστώνουν ότι οπτασίες νεκρών συγγενών και φίλων και, στην Ινδία, πολλές οπτασίες Ινδουιστικών «θεοτήτων» εμφανίζονται στους ανθρώπους αρκετές φορές μέσα στην τελευταία ώρα και συνήθως μέσα στο τελευταίο εικοσιτετράωρο πριν το θάνατο. Στις μισές περίπου περιπτώσεις εμφανίζεται ένα όραμα κάποιου μεταφυσικού περιβάλλοντος, που θυμίζει «παράδεισο», και προκαλεί τα ίδια συναισθήματα, αυτή η εμπειρία «παραδείσου» θα συζητηθεί παρακάτω. Η ιδιαίτερη αξία της μελέτης των Οσις και Χάραλντσον έγκειται στο ότι διαχωρίζει επιμελώς τις ασύνδετες, φυσικές παραισθήσεις από τις εναργείς, «υπερκόσμιες» εμφανίσεις οπτασιών και οραμάτων, και αναλύει στατιστικά την παρουσία παραγόντων, όπως η χρήση παραισθησιογόνων φαρμάκων, ο υψηλός πυρετός, καθώς και ασθένειες και βλάβες του εγκεφάλου, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν απλές παραισθήσεις μάλλον, παρά πραγματικές εμπειρίες κάποιας κατάστασης που λαμβάνει χώρα έξω από το ίδιο το μυαλό του ασθενούς. Οι συγγραφείς καταλήγουν στην αξιοσημείωτη διαπίστωση ότι οι καθαρά «υπερκόσμιες» και με τη μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή εμπειρίες συμβαίνουν στους ασθενείς εκείνους που έχουν τη μεγαλύτερη επαφή με τη «φυσική» πραγματικότητα και τις λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν παραισθήσεις, ειδικότερα, όσοι βλέπουν οπτασίες νεκρών ή πνευματικών όντων  συνήθως διατηρούν πλήρως τις διανοητικές τους λειτουργίες και βλέπουν αυτά τα όντα έχοντας ταυτόχρονα πλήρη αντίληψη του νοσοκομειακού περιβάλλοντος. Επιπλέον, οι Οσις και Χάραλντσον διαπιστώνουν ότι αυτοί που έχουν παραισθήσεις συνήθως βλέπουν πρόσωπα που βρίσκονται εν ζωή, ενώ οι γνήσιες εμπειρίες των ετοιμοθάνατων αφορούν κυρίως πρόσωπα που έχουν πεθάνει. Οι συγγραφείς, παρότι επιφυλακτικοί όσον αφορά τα συμπεράσματά τους, καταλήγουν ότι τείνουν προς την «αποδοχή της υπόθεσης περί μετά θάνατον ζωής ως της πιο αξιόπιστης ερμηνείας των δεδομένων μας». Ετσι λοιπόν, το βιβλίο συμπληρώνει τα ευρήματα του Δρος Μούντυ και επιβεβαιώνει με εντυπωσιακό τρόπο την εμπειρία της συνάντησης με τους νεκρούς, καθώς και με πνευματικά όντα κατά τη στιγμή του θανάτου. Εάν τα εν λόγω όντα, είναι πράγματι αυτά που πιστεύουν ότι είναι οι ετοιμοθάνατοι, είναι ένα θέμα που θα συζητηθεί παρακάτω.

Τέτοια ευρήματα προκαλούν, φυσικά μία κάποια έκπληξη αφού προέρχονται από το υπόβαθρο του αγνωστικισμού και της απιστίας που εδώ και τόσον καιρό χαρακτηρίζουν τις θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης. Εν τούτοις, για έναν Ορθόδοξο Χριστιανό, δεν υπάρχει τίποτε σε αυτές που να προκαλεί έκπληξη. Γνωρίζουμε ότι ο θάνατος αποτελεί μόνο μία μετάβαση προς μία άλλη μορφή ύπαρξης, και μας είναι οικείες πολλές περιπτώσεις εμφάνισης οπτασιών και οραμάτων στους ετοιμοθάνατους, τόσο στους αγίους όσο και στους κοινούς αμαρτωλούς. Ο αγ. Γρηγόριος Ο Μέγας, περιγράφοντας πολλές τέτοιες εμπειρίες στους Διαλόγους του, εξηγεί το φαινόμενο της συνάντησης με άλλα πρόσωπα ή πνευματικά όντα: «Συμβαίνει αρκετά συχνά η ψυχή που πρόκειται να εξέλθει να αναγνωρίζει ακόμη και αυτούς, με τους οποίους πρόκειται να της ορισθεί η ίδια ουράνια μονή, λόγω ισότητας πταισμάτων ή και βραβείων». Και ειδικά όσον αφορά εκείνους που έχουν ζήσει έναν ενάρετο βίο, ο αγ. Γρηγόριος παρατηρεί ότι «πράγματι συμβαίνει πολλές φορές στους δικαίους, κατά το θάνατό τους να δέχονται οπτασίες των προηγηθέντων αγίων για να μη φοβηθούν την καταδικαστική απόφαση του θανάτου τους, αλλά, καθώς δεικνύεται στο νού τους ο όμιλος των εντός της Βασιλείας πολιτών, να λυθούν από το δεσμό της σάρκας τους χωρίς λύπη ή φόβο». Παραθέτει χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου άγγελοι, μάρτυρες, ο απόστολος Πέτρος, η Παναγία, ακόμα και ο ίδιος ο Χριστός, έχουν εμφανιστεί σε ετοιμοθάνατους.

Ο Δρ. Μούντυ αναφέρει ένα παράδειγμα συνάντησης που είχε ένας ετοιμοθάνατος, όχι με κάποιο συγγενή ή πνευματικό όν, αλλά με έναν τελείως άγνωστο άνθρωπο: «Μία γυναίκα μου διηγήθηκε πως σαν «πέθανε», είδε, εκτός απ' το δικό της «εξαϋλωμένο σώμα», και το «σώμα» κάποιου που είχε πεθάνει πρόσφατα και που ωστόσο  η ίδια δεν τον γνώριζε».

Ο αγ. Γρηγόριος περιγράφει ένα παρόμοιο φαινόμενο στους Διαλόγους του: αναφέρει διάφορα περιστατικά, κατά τα οποία ένας ετοιμοθάνατος φωνάζει δυνατά το όνομα κάποιου άλλου, ο οποίος πεθαίνει την ίδια ώρα σε κάποιο άλλο μέρος. Και δεν πρόκειται καθόλου για φαινόμενο διόρασης, η οποία είναι δυνατή μόνο στους αγίους, αφού ο αγ. Γρηγόριος περιγράφει το πώς ένας κοινός αμαρτωλός, προοριζόμενος προφανώς για την κόλαση, καλεί κάποιον με το όνομα Στέφανος, ο οποίος του είναι άγνωστος και πεθαίνει την ίδια με εκείνον στιγμή, θέλοντας να του πεί ότι «έτοιμο είναι το καράβι για να μας μεταφέρει στη Σικελία». Σημειώνεται ότι η Σικελία είναι τόπος έντονης ηφαιστειακής δραστηριότητας, που θυμίζει την Κόλαση. Είναι φανερό ότι πρόκειται για την ονομαζόμενη σήμερα «υπέρ - αισθητική αντίληψη» ή ESP, η οποία γίνεται ιδιαιτέρως έντονη σε πολλούς ανθρώπους ακριβώς πριν πεθάνουν, και φυσικά συνεχίζει να υπάρχει μετά το θάνατο, όταν η ψυχή βρίσκεται τελείως έξω από τον κόσμο των φυσικών αισθήσεων.

Επομένως, αυτή η συγκεκριμένη «ανακάλυψη» της σύγχρονης ψυχικής έρευνας απλώς επιβεβαιώνει αυτό που ο αναγνώστης της αρχαίας χριστιανικής γραμματείας ήδη γνωρίζει σχετικά με τις συναντήσεις με άλλα πνευματικά όντα ή πρόσωπα κατά τη στιγμή του θανάτου. Οι συναντήσεις αυτές, ενώ κατά κανέναν τρόπο δε φαίνεται να συμβαίνουν σε κάθε ετοιμοθάνατο, μπορούν, εντούτοις, να ονομαστούν καθολικές εμπειρίες, με την έννοια ότι συμβαίνουν ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκεύματος ή αγιότητας βίου του ετοιμοθάνατου.

Από την άλλη πλευρά, η εμπειρία ενός χριστιανικού αγίου, ενώ έχει τα γενικά κοινά χαρακτηριστικά τα οποία φαινομενικά ο καθένας μπορεί να βιώσει, διαθέτει μία τελείως άλλη διάσταση - μία διάσταση η οποία δεν επιδέχεται ορισμό από τους ερευνητές των ψυχικών φαινομένων. Κατά την εμπειρία αυτή, συχνά εκδηλώνονται έκτακτα σημεία της χάριτος του Θεού και όλοι ή πολλοί από αυτούς που βρίσκονται κοντά στον ετοιμοθάνατο έχουν τη δυνατότητα να δουν το όραμα από τον άλλο κόσμο. Ας παραθέσουμε, όμως, ένα και μόνο τέτοιο παράδειγμα από τους Διαλόγους του αγ. Γρηγορίου.

«Τα μεσάνυκτα, ενώ βρισκόντουσαν δίπλα στο κρεβάτι της κατάκοιτης, ξαφνικά φώς σταλμένο από τον ουρανό γέμισε κάθε χώρο του μικρού οικίσκου και αστραποβόλησε μια λάμψη τέτοιας φωτεινότητας, που ανείπωτος  φόβος διαπέρασε τις καρδιές των παρευρισκομένων ...; άρχισε να ακούγεται ήχος σαν να έμπαινε μέσα πλήθος πολύ και η είσοδος του οικίσκου σειόταν σαν να συνθλιβόταν από τις μάζες των εισερχομένων. Όπως έλεγαν, αισθανόντουσαν πλήθος να εισέρχεται, αλλά από την υπερβολή του φόβου και του φωτός δεν μπορούσαν να δούν, γιατί τα μάτια τους τα είχε πλακώσει ο φόβος και τα είχε θαμπώσει η ακτινοβολία τόσου φωτός. Το φώς αυτό αμέσως το ακολούθησε οσμή θαυμαστής ευωδίας, έτσι ώστε κι αν την τρόμαξε την ψυχή τους το εκπεμπόμενο φώς, την ανέθαλπε όμως η γλυκύτητα της ευωδίας ...; άρχισε η Ρωμύλα να παρηγορεί με φιλόφρονα τόνο φωνής την δικιά της διδασκάλισσα της χρηστοήθειας Ρεδέμπτα, που στεκόταν δίπλα και έτρεμε, λέγοντας: «Μη φοβάσαι, μητέρα. Δεν πεθαίνω αμέσως». Κι ενώ το επαναλάμβανε αυτό συνέχεια, λίγο - λίγο το εκπεμπόμενο φώς αποτραβήχθηκε, αλλά η ευωδία που το ακολούθησε παρέμεινε. Έτσι πέρασε δεύτερη και Τρίτη ημέρα και η σκορπισμένη οσμή ευωδίας παρέμενε. Την τέταρτη νύκτα φώναξε ξανά την διδασκάλισσά της. Σαν ήρθε, ζήτησε τη Θεία Κοινωνία την οποία και πήρε. Δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί από το κρεβάτι της κατάκοιτης η Ρεδέμπτα και η άλλη μαθήτριά της, όταν ξαφνικά στην πλατεία μπροστά στην είσοδο αυτού του οικίσκου στάθηκαν δυό χοροί ψαλλόντων ...; η αγία εκείνη ψυχή λύθηκε από τη σάρκα. Καθώς οδηγείτο αυτή στον ουρανό, όσο ψηλότερα ανέβαιναν οι χοροί των ψαλλόντων, τόσο σιγανότερα άρχισε να ακούγεται η ψαλμωδία, έως ότου ξεμακρυσμένος πιά ο ήχος της ψαλμωδίας και η γλυκύτητα της ευωδίας έσβησαν». Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα θυμούνται παρόμοια περιστατικά από την ανάγνωση πολλών Βίων Αγίων, όπως του αγ. Σισώη, της αγ. Ταϊσίας, του οσίου Θεοφίλου του Κιέβου, κλπ.

Καθώς προχωρούμε όλο και βαθύτερα στη μελέτη των εμπειριών θανάτου και επιθανάτιων εμπειριών θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στη γενική επιθανάτια εμπειρία, η οποία προκαλεί σήμερα τόσο έντονο ενδιαφέρον και στην εμπειρία θανάτου που παρέχει η Θεία Χάρη στους δίκαιους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πληρέστερα μερικές από τις δυσεξήγητες πλευρές των σύγχρονων εμπειριών θανάτου.

Η επίγνωση αυτής της διάκρισης, για παράδειγμα, μπορεί να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε την ταυτότητα των οπτασιών που βλέπουν οι ετοιμοθάνατοι. Συμβαίνει πράγματι να έρχονται συγγενείς και φίλοι από τον κόσμο των νεκρών για να εμφανιστούν στους ετοιμοθάνατους; Και διαφέρουν άραγε αυτές οι ίδιες οι οπτασίες από τις εμφανίσεις αγίων σε δίκαιους Χριστιανούς κατά το θάνατό τους;

Για να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα, θα ανατρέξουμε στο βιβλίο των Δρων Οσις και Χάραλντσον, οι οποίοι αναφέρουν ότι πολλοί Ινδουιστές βλέπουν τους «θεούς» και τις «θεές» του Ινδουιστικού Πανθέου, π.χ. τον Κρίσνα, το Σίβα, την Κάλι κλπ, και όχι εκείνους τους στενούς συγγενείς και φίλους που συχνά αναφέρονται στην Αμερική. Ωστόσο, όπως ο Απόστολος Παύλος τόσο κατηγορηματικά διδάσκει, αυτοί οι «θεοί» δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα: «περί της βρώσεως ούν των ειδολοθύτων, οίδαμεν ότι ουδέν είδωλον εν κόσμω και ότι ουδείς Θεός έτερος ει μη είς» (Προς Κορινθίους Α΄)
. Σε οποιαδήποτε αληθινή εμπειρία «θεών» εμπλέκονται δαίμονες «αλλ' ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεώ» (Προς Κορινθίους Α΄). Ποιους λοιπόν πραγματικά βλέπουν αυτοί οι ετοιμοθάνατοι Ινδουιστές; Οι Δρες Οσις και Χάραλντσον πιστεύουν ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας των όντων με τα οποία συναντάται ο ετοιμοθάνατος είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν υποκειμενικής ερμηνείας που αποδίδεται ανάλογα με το θρησκευτικό, πολιτισμικό και προσωπικό υπόβαθρο του καθενός. Και αυτή φαίνεται πράγματι να είναι μία λογική άποψη που αρμόζει στις περισσότερες περιπτώσεις. Επίσης,  στις περιπτώσεις ατόμων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το πιθανότερο είναι ότι οι νεκροί συγγενείς τους οποίους βλέπουν οι ετοιμοθάνατοι δεν είναι στην πραγματικότητα «παρόντες», όπως εκείνοι πιστεύουν ότι είναι. Ο Αγ. Γρηγόριος ο Μέγας λέει μόνον ότι ο ετοιμοθάνατος «αναγνωρίζει» άτομα, ενώ στους δικαίους «οι άγιοι της Βασιλείας των Ουρανών εμφανίζονται» - μία διάκριση η οποία δεν υποδεικνύει απλώς τη διαφορετική επιθανάτια εμπειρία μεταξύ δικαίων και κοινών αμαρτωλών, αλλά είναι και άμεσα συνδεδεμένη με τη διαφορετική μεταθανάτια κατάσταση αγίων και κοινών αμαρτωλών. Οι άγιοι έχουν μεγάλη ελευθερία να πρεσβεύουν υπέρ των ζώντων και να σπεύδουν προς βοήθειά τους, ενώ οι αποθανόντες αμαρτωλοί, εκτός από πολύ ειδικές περιπτώσεις, δεν έχουν καμία επαφή με τους ζώντες.

Αυτή η διάκριση εκφράζεται με αρκετή σαφήνεια από τον ιερό Αυγουστίνο, Λατίνο Πατέρα της Εκκλησίας του 5ου αιώνα, στην πραγματεία που έγραψε κατ' αίτησιν του αγίου Παυλίνου Επισκόπου Νώλης περί της «φροντίδος των νεκρών». Στο έργο αυτό, ο Αυγουστίνος προσπαθεί να συμβιβάσει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι άγιοι, όπως ο Μάρτυρας Φήλιξ της Νώλης, έχουν σαφώς εμφανιστεί σε πιστούς, με το εξίσου αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι νεκροί κατά γενικό κανόνα δεν εμφανίζονται στους ζώντες.

Αφού παραθέσει τη βασισμένη στην Αγία Γραφή Ορθόδοξη διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία «οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται σε ένα μέρος όπου δεν βλέπουν τα διαδραματιζόμενα σε αυτήν τη θνητή ζωή», καθώς και την άποψη του ότι οι περιπτώσεις φαινομενικών εμφανίσεων νεκρών στους ζώντες είναι συνήθως είτε το αποτέλεσμα «έργου των αγγέλων» είτε «ψευδή οράματα» κατ' ενέργειαν των δαιμόνων , που αποσκοπούν στο να οδηγήσουν τους ανθρώπους στη διαμόρφωση μίας εσφαλμένης διδασκαλίας περί της μετά θάνατον ζωής, ο ιερός Αυγουστίνος προχωρά κατόπιν στη διάκριση ανάμεσα στις φαινομενικές εμφανίσεις νεκρών και τις αληθινές εμφανίσεις των αγίων:

«Πως γίνεται οι μάρτυρες με τις ευεργεσίες τους, που παρέχουν σε εκείνους που τις ζητούν, να δείχνουν ότι ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις, εάν οι νεκροί δε γνωρίζουν τι κάνουν οι ζώντες; Αφού, ο Φήλιξ ο Ομολογητής όχι μόνο έγινε αντιληπτός από τις ευεργεσίες που παρείχε στους ανθρώπους, αλλά και εμφανίστηκε μπροστά στα ίδια τους τα μάτια, όταν η Νώλα επολιορκείτο από τους βαρβάρους. Σείς (σημ: εννοεί τον Επίσκοπο Παυλίνο) διακατέχεστε από ευσεβή αγαλλίαση λόγω αυτής της εμφανίσεώς του. Πληροφορηθήκαμε αυτό το γεγονός όχι από αμφίβολες φήμες, αλλά από αξιόπιστους μάρτυρες. Είναι αλήθεια ότι παρουσιάζονται κατά θείο τρόπο πράγματα τα οποία διαφέρουν από τη συνήθη τάξη που η φύση έχει δώσει στα διαφορετικά είδη των δημιουργημάτων. Το ότι ο Κύριός μας μετέτρεψε ξαφνικά το νερό σε κρασί, όταν Εκείνος το θέλησε, δεν αποτελεί δικαιολογία για εμάς για να μην κατανοήσουμε την καθαυτό αξία του νερού ως νερού. Πρόκειται για ένα σπάνιο, και μάλιστα μοναδικό περιστατικό θεϊκής παρέμβασης. Επίσης, το γεγονός ότι ο Λάζαρος αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν σημαίνει ότι κάθε νεκρός ανασταίνεται όταν το επιθυμεί, ή ότι ένας ζωντανός μπορεί να επαναφέρει στη ζωή κάποιον που έχει πεθάνει, όπως μπορεί να ξυπνήσει κάποιον που κοιμάται. Μερικά γεγονότα οφείλονται χαρακτηριστικά σε ανθρώπινη ενέργεια, ενώ άλλα εμφανίζουν α σημεία θείας δύναμης. Κάποια πράγματα συμβαίνουν φυσικά, ενώ άλλα γίνονται θαυματουργικά, μολονότι ο Θεός είναι παρών στις φυσικές διαδικασίες, και η φύση συνοδεύει το θαύμα. Δεν πρέπει  λοιπόν να πιστεύουμε ότι ένας νεκρός μπορεί να παρέμβει στις υποθέσεις των ζώντων απλώς και μόνον επειδή οι μάρτυρες είναι παρόντες όταν θεραπεύουν, ή όταν βοηθούν ορισμένους ανθρώπους. Αντίθετα, θα πρέπει να πιστεύουμε το εξής: «Οι μάρτυρες διά μέσου της θείας δύναμης συμμετέχουν στις υποθέσεις των ζώντων, αλλά οι νεκροί από μόνοι τους δεν έχουν τη δύναμη να παρέμβουν σε αυτές».

Μάλιστα, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, οι άγιοι Πατέρες που έζησαν πρόσφατα, όπως ο όσιος Αμβρόσιος της Οπτινα, διδάσκουν ότι τα όντα με τα οποία έρχονται σε επικοινωνία οι παρευρισκόμενοι σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις δεν είναι τα πνεύματα  των νεκρών αλλά δαίμονες, αλλά και όσοι έχουν ενδελεχώς ερευνήσει τα πνευματιστικά φαινόμενα, ακόμα και αν διαθέτουν στο ελάχιστο κάποια Χριστιανικά κριτήρια, έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Δε χρειάζεται, λοιπόν, να αμφιβάλλουμε για το ότι οι άγιοι πράγματι εμφανίζονται στους δικαίους κατά τη στιγμή του θανάτου τους, όπως περιγράφεται σε πολλούς Βίους Αγίων.

Από την άλλη, στους κοινούς αμαρτωλούς εμφανίζονται συχνά οπτασίες συγγενώς, φίλων, ή «θεών» που αντιστοιχούν σε ότι οι ετοιμοθάνατοι είτε προσδοκούν είτε είναι προετοιμασμένοι να δούν. Η ακριβής φύση  αυτών των τελευταίων εμφανίσεων είναι ίσως αδύνατο να προσδιορισθεί, σίγουρα δεν είναι απλές παραισθήσεις, αλλά φαίνεται ότι αποτελούν μέρος της φυσικής εμπειρίας του θανάτου, μία ένδειξη για το αποθνήσκον πρόσωπο ότι πρόκειται να εισέλθει σε ένα νέο κόσμο όπου οι νόμοι της συνηθισμένης υλικής πραγματικότητας δεν ισχύουν πιά. Δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερα ασυνήθιστο όσον αφορά την εμπειρία αυτή, η οποία φαίνεται ότι επαναλαμβάνεται σταθερά, ανεξαρτήτως χρόνου, τόπου και θρησκεύματος.

Η εμπειρία της «συνάντησης με άλλους» συνήθως συμβαίνει ακριβώς πριν το θάνατο, και δεν πρέπει να συγχέεται με τη μάλλον διαφορετική συνάντηση την οποία θα περιγράψουμε αμέσως: τη συνάντηση με τη «φωτεινή ύπαρξη».

Η «φωτεινή ύπαρξη»

Αυτή η εμπειρία περιγράφεται από τον Δρα Μούντυ ως «το πιο εκπληκτικό από τα κοινά σε όλες τις διηγήσεις στοιχεία, που άλλωστε άσκησε και τη μεγαλύτερη επίδραση στα άτομα με εμπειρίες θανάτου». Οι περισσότεροι άνθρωποι που βιώνουν αυτήν την εμπειρία περιγράφουν ότι εμφανίζεται ένα φώς του οποίου η λαμπρότητα αυξάνεται πολύ γρήγορα, και όλοι αναγνωρίζουν το φώς αυτό ως κάποια προσωπική ύπαρξη, γεμάτη θέρμη και αγάπη, η οποία ασκεί μαγνητική έλξη στον άνθρωπο που μόλις έχει πεθάνει. Ο προσδιορισμός της ταυτότητας της φωτεινής ύπαρξης φαίνεται ότι εξαρτάται από το θρησκευτικό υπόβαθρο του προσώπου στο οποίο εμφανίζεται, η ύπαρξη καθαυτή δεν έχει αναγνωρίσιμη μορφή. Μερικοί την αποκαλούν «Χριστό», άλλοι «άγγελο», όλοι όμως φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι είναι μία ύπαρξη που έχει από κάπου σταλεί με σκοπό κάπου να τους οδηγήσει. Παραθέτουμε στη συνέχεια κάποιες χαρακτηριστικές περιγραφές:

«Άκουσα τους γιατρούς να λένε πως ήμουν νεκρός και την ίδια στιγμή ένιωσα να κλυδωνίζομαι σαν να έπλεα στη θάλασσα και να πέφτω μέσα σε μία σκοτεινή γαλαρία. Θαρρώ πως δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω ακριβώς εκείνο που μου συνέβαινε. Γύρω μου επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι, όταν ξαφνικά είδα εκείνο το φώς. Ήταν ένα φώς πολύ δυνατό, μα στην αρχή δεν έπιανε πολύ χώρο. Όσο όμως το ζύγωνα όλα και μεγάλωνε».

Ένας άλλος άνθρωπος που πέθανε ένιωσε να αιωρείται και κατευθύνθηκε «προς εκείνο το καθάριο φώς, εκείνο το κάτασπρο, δυνατό φώς ...; Νομίζω πώς τέτοιο φώς δεν υπάρχει πάνω στη γή, γι' αυτό και δε μου είναι δυνατό να το περιγράψω. Και μόλο που δεν είδα κανέναν μέσα σε αυτό το φώς, όμως είχε μία συγκεκριμένη οντότητα, μια δική του προσωπικότητα. Από μέσα του πήγαζε απέραντη κατανόηση και αγάπη».

«Είχα βγει απ' το σώμα μου το δίχως άλλο, γιατί το έβλεπα σωριασμένο εκεί μπροστά μου, πάνω στο χειρουργικό  τραπέζι. Η ψυχή μου λοιπόν ήταν λεύτερη. Στην αρχή ένιωθα δύσκολα, τ' ομολογώ, μα γαλήνεψα μεμιάς μόλις είδα εκείνο το λαμπρό φώς, που ενώ όταν πρωτοφάνηκε ήταν αμυδρό, λίγο - λίγο δυνάμωσε για να γίνει τελικά μια εκθαμβωτική δέσμη από ακτίνες ...; Σαν πρωτοεμφανίστηκε το φώς, δεν είχα πολυκαταλάβει τι μου συνέβαινε, μα το συνειδητοποίησα μόλις το φώς με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος να πεθάνω».

Σχεδόν πάντα, αυτή η ύπαρξη αρχίζει να επικοινωνεί με τον άνθρωπο που μόλις έχει πεθάνει, περισσότερο με ένα είδος «μεταβίβασης της σκέψης» παρά με προφορικό λόγο, τους «λέει» πάντα το ίδιο πράγμα, που όσοι βιώνουν αυτήν την εμπειρία το μεταφράζουν με τις ακόλουθες ερωτήσεις:
«Είσαι προετοιμασμένος να πεθάνεις;» ή « τι μπορείς να μου δείξεις απ' όσα έκανες στη ζωή σου;».

Μερικές φορές επίσης, την παρουσία της φωτεινής ύπαρξης τη συνοδεύει ένα είδος αναδρομής στα περασμένα γεγονότα της ζωής του ατόμου που πεθαίνει. Ωστόσο, όλοι τονίζουν ότι η ύπαρξη αυτή δεν εκφέρει απολύτως καμιά «κρίση» σχετικά με τις ζωές ή τις πράξεις τους, απλώς τους προτρέπει σε έναν απολογισμό της ζωής τους.

Αλλά και οι Δρες Οσις και Χάρολντσον κατέγραψαν στις μελέτες τους κάποιες εμπειρίες σχετικά με την εμφάνιση μίας τέτοιας ύπαρξης. Οι δύο επιστήμονες παρατηρούν ότι η εμπειρία του φωτός αποτελεί «χαρακτηριστική ιδιότητα των υπερκόσμιων επισκεπτών» και προτιμούν να υιοθετήσουν την άποψη του Δρος Μούντυ σχετικά με την ονομασία των όντων τα οποία γίνονται ορατά ή αισθητά μέσα σε αυτό το φώς, αποκαλώντας τα  απλώς «φωτεινές μορφές» και όχι πνευματικά όντα και θεότητες, ταυτίσεις τις οποίες συχνά προσδίδουν οι άνθρωποι που πεθαίνουν.

Ποια - ή τι - είναι αυτά τα «φωτεινά όντα»;

Πολλοί τα αποκαλούν «αγγέλους» και τονίζουν ιδιαίτερα τις θετικές τους ιδιότητες: είναι «φωτεινές» υπάρξεις, γεμάτες «αγάπη και κατανόηση» και εμφυσούν στον αποθνήσκοντα την ιδέα της «ευθύνης» για τη ζωή του. Όμως οι άγγελοι τους οποίους γνωρίζει η Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση είναι πολύ περισσότερο καθορισμένοι, τόσο ως προς την εμφάνιση, όσο και ως προς το έργο που επιτελούν, απ' ότι αυτές οι φωτεινές υπάρξεις». Για να το καταλάβουμε αυτό και για ν' αρχίσουμε να βλέπουμε τις μπορεί να είναι αυτές οι «φωτεινές υπάρξεις», θεωρούμε αναγκαίο να παρουσιάσουμε την Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία περί αγγέλων, και κατόπιν να εξετάσουμε, ειδικότερα, τη φύση των αγγέλων που οδηγούν την ψυχή στη μεταθανάτια κατάστασή της.

Ορθόδοξη διδασκαλία περί αγγέλων

Γνωρίζουμε από τους λόγους του ίδιου του Χριστού ότι μετά το θάνατο την ψυχή τη συναντούν άγγελοι. «Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ» (κατά Λουκάν)

Το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί επίσης για τη μορφή με την οποία εμφανίζονται οι άγγελοι: «Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού ...; ήν δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών» (Κατά Ματθαίον), «είδον νεανίσκον ...; περιβεβλημένον στολήν λευκήν» (Κατά Μάρκον), «άνδρες δύο ...; εν εσθήσεσιν αστραπτούσαις» (Κατά Λουκάν), «δύο αγγέλους εν λευκοίς ...; (Κατά Ιωάννην). Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του Χριστιανισμού οι άγγελοι φανερώνονται με την ίδια αυτή μορφή, ως εξαστράπτοντες νεανίσκοι περιβεβλημένοι στολήν λευκήν. Η εικονογραφική παράδοση σχετικά με την εμφάνιση αγγέλων παραμένει επίσης σταθερή διαμέσου των αιώνων, απεικονίζοντας μόνον τέτοιους εξαστράπτοντες νεανίσκους, συχνά με φτερά, τα οποία βεβαίως αποτελούν ένα συμβολικό χαρακτηριστικό, συνήθως όχι ορατό στις εμφανίσεις των αγγέλων, και η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος του 787 μ.Χ. όρισε ότι οι άγγελοι θα πρέπει πάντα να απεικονίζονται μόνον κατ' αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ως άνθρωποι. Οι «ερωτιδείς» της Δυτικής τέχνης της Αναγέννησης και των κατοπινών περιόδων είναι παγανιστικής έμπνευσης και δεν έχουν καμιά σχέση με τους αληθινούς αγγέλους.

Μάλιστα, όχι μόνον όσον αφορά την καλλιτεχνική αναπαράσταση αγγέλων, αλλά και στη συνολική διδασκαλία περί πνευματικών όντων, η σύγχρονη Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική Δύση έχει κατά πολύ απομακρυνθεί από τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της αρχαίας Χριστιανικής παράδοσης. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αυτό το σφάλμα, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την αληθινή χριστιανική διδασκαλία για την πορεία της ψυχής μετά το θάνατο.

Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ (+1867), ένας από τους μεγάλους Πατέρες των πρόσφατων χρόνων, παρατήρησε αυτό το σφάλμα και αφιέρωσε έναν ολόκληρο τόμο από τα Έργα του τόσο για να το αποκαλύψει, όσο και για να παραθέσει την αληθινή Ορθόδοξη διδασκαλία σχετικά με το θέμα. Επικρίνοντας τις απόψεις που εκφράζει ένα πρότυπο Ρωμαιοκαθολικό θεολογικό έργο, το Λεξικό της Θεολογίας, που γράφτηκε το 19ο αιώνα από τον Αββά Μπερζιέ, ο Επίσκοπος Ιγνάτιος αφιερώνει ένα εκτενές τμήμα αυτού του τόμου για να εκφράσει την αντίθεσή του προς τη σύγχρονη ιδέα, που βασίζεται στην διατυπωμένη από τον Ντεκάρτ φιλοσοφία του 17ου αιώνα, η οποία πρέσβευε ότι καθετί που βρίσκεται έξω από τον υλικό κόσμο ανήκει απλώς στον κόσμο του «αμιγούς πνεύματος». Μία τέτοια ιδέα, στην πραγματικότητα, τοποθετεί τον άπειρο Θεό στο ίδιο επίπεδο με τα διάφορα πεπερασμένα πνεύματα - αγγέλους, δαίμονες, ψυχές αποθανόντων. Η ιδέα αυτή είναι εξαιρετικά διαδεδομένη σήμερα, αν και όσοι την ασπάζονται δεν αντιλαμβάνονται τις πλήρεις συνέπειές της, και εξηγεί ένα μεγάλο μέρος της σύγχυσης που διέπει το σύγχρονο κόσμο όσον αφορά τα «πνευματικά» θέματα: ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκδηλώνεται για καθετί που βρίσκεται έξω από τον υλικό κόσμο, συχνά με ελάχιστη διάκριση μεταξύ του τι είναι θείο, αγγελικό, δαιμονικό, ή απλώς και μόνον αποτέλεσμα ασυνήθιστων ανθρώπινων δυνάμεων ή και της φαντασίας.

Ο Αββάς Μπερζιέ δίδασκε ότι οι άγγελοι, οι δαίμονες, και οι ψυχές των αποθανόντων είναι όντα «απολύτως πνευματικά, συνεπώς δεν υπόκεινται σε νόμους που διέπουν το χρόνο και το χώρο, μπορούμε να ομιλούμε για την «μορφή» ή την «κίνησή» τους μόνο μεταφορικά και, τέλος, «έχουν ανάγκη να περιβάλλονται ένα λεπτό σώμα οποτεδήποτε ο Θεός τους επιτρέπει να ενεργούν ως όντα με υλική υπόσταση». Ακόμα και ένα Ρωμαιοκαθολικό έργο του 20ου αιώνα σχετικά με το σύγχρονο πνευματισμό, το οποίο, κατά τα άλλα, διαθέτει γνώση του θέματος, επαναλαμβάνει αυτήν τη διδασκαλία, δηλώνοντας, για παράδειγμα, ότι τόσο οι άγγελοι όσο και οι δαίμονες «μπορούν να δανειστούν την απαιτούμενη ύλη (ώστε να καθίστανται ορατοί στους ανθρώπους) από μία κατώτερη ουσία είτε έμψυχη είτε άψυχη». Οι ίδιοι οι πνευματιστές και αποκρυφιστές έχουν αφομοιώσει τις ιδέες αυτές από τη σύγχρονη φιλοσοφία. Ένας οξυδερκής απολογητής των απόψεων του Χριστιανισμού περί υπερφυσικού, ο Αγγλικανός Κ.Σ. Λιούις, ορθά επικρίνει τη σύγχρονη «αντίληψη περί ουρανού ως απλώς μία κατάσταση του νοός» και πάλι όμως φαίνεται, τουλάχιστον εν μέρει,  προσκολλημένος στη σύγχρονη άποψη «ότι το σώμα και ο τόπος και η κίνηση και ο χρόνος, σήμερα φαίνονται άσχετα προς τα μεγαλύτερα ύψη της πνευματικής ζωής». Τέτοιες απόψεις είναι το αποτέλεσμα μίας υπεραπλούστευσης της πνευματικής πραγματικότητας υπό την επιρροή του σύγχρονου υλισμού και οφείλονται στην απώλεια επαφής με την αυθεντική χριστιανική διδασκαλία και τις πνευματικές εμπειρίες.

Για να κατανοήσουμε την Ορθόδοξη διδασκαλία περί αγγέλων και άλλων πνευμάτων, πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από την υπεραπλουστευμένη σύγχρονη διχοτομική διάκριση - διχοτομία «ύλης - πνεύματος», η αλήθεια είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτήν τη διάκριση, αλλά και ταυτόχρονα τόσο «απλή» που όσοι είναι ακόμα ικανοί να την πιστεύουν, μάλλον θα θεωρηθούν από πολύ κόσμο ως «αφελώς προσηλωμένοι στο γράμμα». Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος γράφει: «Όταν ο Θεός ανοίξει τους πνευματικούς οφθαλμούς ενός ανθρώπου, αυτός τότε μπορεί να δει τα πνεύματα με τη δική τους μορφή». «Οι άγγελοι, όταν εμφανίζονται στους ανθρώπους, έχουν πάντοτε ανθρώπινη μορφή». Παρομοίως, σύμφωνα με τον Επίσκοπο Ιγνάτιο, «από την Αγία Γραφή καθίσταται φανερό ότι η ανθρώπινη ψυχή έχει τη μορφή ανθρώπινου σώματος, ακριβώς όπως τα άλλα δημιουργημένα πνεύματα. Για να το αποδείξει αυτό, ο Επίσκοπος Ιγνάτιος παραθέτει ένα πλήθος αποσπασμάτων από Πατερικές πηγές. Ας εξετάσουμε λοιπόν προς ιδίαν γνώσιν την Πατερική διδασκαλία.

Ο αγ. Βασίλειος ο Μέγας, στο έργο του περί του Αγίου Πνεύματος, αναφέρει ότι «ως προς τας αγγελικάς δυνάμεις η μεν ουσία αυτών είναι πνεύμα αέριον ή ίσως πυρ άυλον. Διά τούτο και ευρίσκονται εις τόπον συγκεκριμένον και καθίστανται ορατοί δια της εμφανίσεώς των εις του αξίους υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων.». Επίσης, ότι « δια τους αγγέλους πιστεύεται ότι έκαστος εξ αυτών ευρίσκεται εις ένα ωρισμένον τόπον, διότι ο άγγελος ο οποίος επαρουσιάσθη εις τον Κορνήλιον δεν ευρίσκετο ταυτοχρόνως και δίπλα εις τον Φίλιππον, ενώ εκείνος ο οποίος συνωμίλει μετά του Ζαχαρίου εις το θυσιαστήριον, δεν ευρίσκετο συγχρόνως και εις την θέσιν του εις τον ουρανόν».

Παρομοίως, ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει: «Κι απ' την Τριάδα φώτα ειν' εκείνα δεύτερα βασιλικά που λάμπουν, λαμπροί άγγελοι, χωρίς μορφή, που στο μεγάλο θρόνο σαν πνεύματα πανάλαφρα στέκονται ολόγυρά του, φλόγα και πνεύματα θεϊκά, γοργά πετούν στα αιθέρια».

Έτσι λοιπόν, οι άγγελοι, ενώ είναι «πνεύματα» και «πυρός φλόγα», όπως διαβάζουμε στην Αγία Γραφή, «ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα, και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα» (Προς Εβραίους), και ενοικούν σε έναν κόσμο όπου δεν ισχύουν  οι γήινοι νόμοι που διέπουν το χώρο και το χρόνο και ενεργούν με τέτοιους «υλικούς» τρόπους, αν μπορούμε να τους ονομάσουμε έτσι, που μερικοί Πατέρες δε διστάζουν να αναφέρονται στα «αέρια σώματα» των αγγέλων. Ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνοψίζοντας κατά τον 8ο αιώνα τη διδασκαλία των προγενέστερων του Πατέρων, αναφέρει: «Εν τούτοις ο άγγελος λέγεται ασώματος και άυλος, όταν συγκρίνεται με μας, γιατί καθετί που συγκρίνεται με το Θεό, το μόνο ασύγκριτο, βρίσκεται παχύ και υλικό. Πραγματικά άυλο και ασώματο είναι μόνον το θείον». Επίσης, διδάσκει ότι: «Οι άγγελοι είναι περιγραπτοί, όταν βρίσκονται στον ουρανό, δε βρίσκονται στη γή, και όταν στέλνονται από το Θεό στη γη, δεν μένουν στον ουρανό. Δεν περιορίζονται από τείχη και πόρτες και κλειδαριές και σφραγίσματα, γιατί δεν έχουν όρια. Βέβαια λέγω ότι δεν έχουν όρια, γιατί δεν φανερώνονται όπως ακριβώς είναι στους άξιους, σ' αυτούς που θα θελήσει ο Θεός να φανερωθούν, αλλά με μετασχηματισμό, όπως μπορούν να τους δούν αυτοί που τους βλέπουν». Λέγοντας ότι οι άγγελοι «δε φανερώνονται όπως ακριβώς είναι», ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός δε βρίσκεται σε αντίφαση με τον αφ. Βασίλειο, ο οποίος διδάσκει ότι οι άγγελοι εμφανίζονται «υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων». Και οι δυο αυτές δηλώσεις είναι αληθείς, όπως φαίνεται καθαρά σε πολυάριθμες φανερώσεις αγγέλων στην Παλαιά Διαθήκη. Ετσι, ο Αρχάγγελος Ραφαήλ ήταν επί πολλές εβδομάδες ο συνταξιδιώτης του Τωβία χωρίς ποτέ να κινήσει την παραμικρή υποψία ότι δεν ήταν άνθρωπος. Ωστόσο, όταν ο Αρχάγγελος αποκάλυψε στο τέλος ποιος ήταν, είπε: «πάσας τας ημέρας ωπτανόμην υμίν, και ουκ έφαγον ουδέ έπιον, αλλά όρασιν υμείς εθεωρείται» (Τωβίτ). Αλλά και οι τρείς άγγελοι που εμφανίστηκαν στον Αβραάμ έδωσαν την εντύπωση ότι έτρωγαν και εξελήφθησαν ως άνθρωποι. Παρομοίως, ο αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων, στις Κατηχήσεις του μας πληροφορεί, σχετικά με τον άγγελο που εμφανίστηκε στο Δανιήλ, ότι «ο προφήτης Δανιήλ κατατρόμαξε και έβαλε το πρόσωπό του στη γή, μόνο και μόνο που του φανερώθηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ ...; και μέχρι που πήρε ο Αγγελος ανθρώπινη μορφή, δεν τόλμησε να απαντήσει ο προφήτης». Όμως, στο βιβλίο του Δανιήλ διαβάζουμε ότι ακόμα και στην πρώτη του απαστράπτουσα παρουσία,  ο άγγελος είχε επίσης ανθρώπινη μορφή, μόνον που η λαμπρότητά της ήταν τόσο μεγάλη, «και το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής, και οι οφθαλμοί αυτού ωσεί λαμπάδες πυρός, και οι βραχίονες αυτού και τα σκέλη ως όρασις χαλκού στίλβοντος», ώστε να μην μπορούν να την αντέξουν οι ανθρώπινοι οφθαλμοί (Δανιήλ). Συνεπώς, η εξωτερική εμφάνιση ενός αγγέλου είναι η ίδια με την εμφάνιση ενός ανθρώπου, αλλά επειδή το αγγελικό «σώμα» δεν είναι υλικό και επειδή αυτή και μόνο η όραση της πύρινης, λαμπερής του εξωτερικής εμφάνισης είναι αρκετή για να αποσβολώσει οποιονδήποτε άνθρωπο που βρίσκεται ακόμα μέσα στη σάρκα, οι εμφανίσεις αγγέλων πρέπει αναγκαστικά να προσαρμόζονται στους ανθρώπινους οφθαλμούς που τις αντικρίζουν, και έτσι να φαίνονται λιγότερο λαμπερές και να εμπνέουν δέος απ' ότι στην πραγματικότητα.

Σχετικά με την ανθρώπινη ψυχή επίσης, ο ιερός Αυγουστίνος διδάσκει στο έργο του «Η πολιτεία του Θεού» ότι,  όταν η ψυχή αποχωρισθεί από το σώμα, « ο άνθρωπος που βρίσκεται σε μία τέτοια κατάσταση, καθαρώς πνευματική και όχι σωματική, βλέπει τον εαυτό του τόσο όμοιο προς το σώμα του, ώστε να μην μπορεί να διακρίνει καμιά απολύτως διαφορά». Η αλήθεια αυτή έχει σήμερα ευρέως επιβεβαιωθεί από τις προσωπικές εμπειρίες των πιθανώς χιλιάδων ανθρώπων οι οποίοι έχουν επαναφερθεί στη ζωή στην εποχή μας.

Όμως όταν ομιλούμε περί «σωμάτων» των αγγέλων και των άλλων πνευμάτων, πρέπει να προσέχουμε να μην αποδίδουμε σε αυτούς κανένα χονδροειδώς υλικό χαρακτηριστικό. Εν κατακλείδι, ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει: «της οποίας ουσίας μόνος ο κτίστης γνωρίζει το είδος και τον όρο». Στη Δύση, ο ιερός Αυγουστίνος έγραψε ότι είναι ακριβώς το ίδιο είτε προτιμούμε να ομιλούμε περί «αερίων σωμάτων» των δαιμόνων και άλλων πνευμάτων, είτε απλώς τα αποκαλούμε «ασώματα».

Ο ίδιος ο Επίσκοπος Ιγνάτιος έδειξε ίσως ένα υπερβολικό ενδιαφέρον να ερμηνεύσει τα αγγελικά «σώματα» βασιζόμενος στην επιστημονική γνώση του 19ου αιώνα περί των αερίων, για το λόγο αυτό μία ελαφρά διαφωνία δημιουργήθηκε μεταξύ εκείνου και του Επισκόπου Θεοφάνους του Εγκλείστου, ο οποίος θεώρησε αναγκαίο να τονίσει τη μη σύνθετη φύση των πνευμάτων, τα οποία, φυσικά, δεν απαρτίζονται από μόρια χημικών στοιχείων, όπως συμβαίνει με όλα τα αέρια. Στο βασικό σημείο όμως, δηλαδή στο «λεπτό περίβλημα» που όλα τα πνεύματα διαθέτουν, συμφωνούσε με τον Επίσκοπο Ιγνάτιο». Ίσως κάποια παρόμοια παρανόηση σε  κάποιο δευτερεύον σημείο ή κάποιο ζήτημα ορολογίας στάθηκε υπεύθυνη για τη διαμάχη που εκδηλώθηκε στη Δύση τον 5ο αιώνα μ.Χ. όταν ο Λατίνος Πατέρας αγ. Φαύστος του Λεράν δίδαξε αυτό το ίδιο δόγμα περί της σχετικής «υλικότητας» της ψυχής βάσει της διδασκαλίας των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας.

Αν ο ακριβής προσδιορισμός της αγγελικής φύσης είναι γνωστός μόνο στο Θεό, η κατανόηση της δράσης των αγγέλων, τουλάχιστον σε αυτόν τον κόσμο, είναι εφικτή για κάθε άνθρωπο, αφού υπάρχουν πολλές σχετικές μαρτυρίες τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στα Πατερικά κείμενα, καθώς επίσης και στους Βίους Αγίων. Για να κατανοήσουμε πλήρως τις φανερώσεις που εκδηλώνονται στους αποθνήσκοντες, θα πρέπει να γνωρίζουμε ειδικώς το πώς εμφανίζονται οι πεπτωκότες άγγελοι, δηλαδή οι δαίμονες. Οι αληθινοί άγγελοι πάντα εμφανίζονται με τις δικές τους μορφές, μόνο λιγότερο εξαστράπτοντες απ' ότι είναι στην πραγματικότητα, και ενεργούν αποκλειστικά με σκοπό να εκπληρώσουν το θέλημα και τις εντολές του Θεού. Από την άλλη, οι πεπτωκότες άγγελοι, παρότι εμφανίζονται μερικές φορές με τη δική τους μορφή την οποία ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ περιέγραψε, από την προσωπική του εμπειρία, ως «φρικιαστική», συνήθως εμφανίζονται με διάφορες άλλες μορφές και κάνουν πολλά «θαύματα» με τις δυνάμεις που κατέχουν λόγω της υποτέλειάς τους στον άρχοντα της εξουσίας του αέρος. Ο ιδιαίτερος τόπος διαμονής τους είναι ο αέρας, και κύρια αποστολή τους είναι να βάζουν σε πειρασμό ή να τρομάζουν τους ανθρώπους και έτσι να τους παρασύρουν μαζί τους στην απώλεια. Ο αγώνας του Χριστιανού κατευθύνεται εναντίον των δαιμόνων: « ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τα εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά τηςπονηρίας εν τοις επουρανίοις» (προς Εφετσίους).

Ο ιερός Αυγουστίνος, στην όχι ιδιαιτέρως γνωστή πραγματεία του «Η Μαντεία των Δαιμόνων», την οποία έγραψε όταν του ζητήθηκε να ερμηνεύσει μερικές από τις πολλές δαιμονικές φανερώσεις στον αρχαίο παγανιστικό κόσμο, παρουσιάζει μία ικανοποιητική γενική εικόνα των δαιμονικών δραστηριοτήτων:

«Η φύση των δαιμόνων είναι τέτοια, ώστε η αντιληπτική ικανότητα του αέριου σώματος υπερβαίνει εύκολα αυτήν των γήινων σωμάτων, και η ταχύτητά τους, επίσης, λόγω της μεγαλύτερης κινητικότητας του αέριου σώματος, ξεπερνά ασύγκριτα όχι μόνο την ταχύτητα με την οποία κινούνται οι άνθρωποι και τα άγρια ζώα, αλλά ακόμα και αυτή με την οποία πετούν τα πουλιά. Διαθέτοντας αυτές τις ικανότητες, χάρη στις ιδιότητες του αέριου σώματος, δηλαδή την οξύτητα αντίληψης και την ταχύτητα κίνησης, προβλέπουν και αποκαλύπτουν πολλά πράγματα που έχουν παρατηρήσει πολύ πριν αυτά συμβούν. Όταν γίνεται κάτι τέτοιο, οι άνθρωποι θαυμάζουν, εξ αιτίας της βραδύτητας της γήινης αντίληψής τους. Οι δαίμονες επίσης, επειδή υπάρχουν επί μακρά χρονική περίοδο, έχουν συσσωρεύσει μία πολύ μεγαλύτερη πείρα των γεγονότων σε σύγκριση με τους ανθρώπους, των οποίων η ζωή είναι σύντομη. Χάρη σε αυτές τους τις ικανότητες, που τους έχει παραχωρήσει η φύση του αερίου σώματος, οι δαίμονες όχι μόνο προλέγουν πολλά από αυτά που θα συμβούν, αλλά κάνουν και πολλά θαύματα».

Πολλά από τα «θαύματα» και τα οπτικά τεχνάσματα των δαιμόνων περιγράφονται στην εκτενή ομιλία του αγ. Αντωνίου του Μεγάλου, στο Βίο του, που συνέγραψε ο αγ. Αθανάσιος, στο ίδιο επίσης έργο γίνεται αναφορά στα «ελαφρύτερα σώματα» των δαιμόνων. Αλλά και στο Βίο του αγ. Κυπριανού, πρώην μάγου, βρίσκουμε πολυάριθμες περιγραφές δαιμονικών μεταμορφώσεων και θαυμάτων, όπως αυτά τα διηγείται κάποιος που είχε ενεργό συμμετοχή σε αυτά.

Μία κλασική περιγραφή δαιμονικής δραστηριότητας συναντούμε στην έβδομη και όγδοη από τις Διαλέξεις του αγ. Ιωάννη του Κασσιανού, του μεγάλου Πατέρα της Γαλατίας, ο οποίος έζησε τον 5ο αιώνα και πρώτος μετέφερε την πλήρη διδασκαλία του Ανατολικού μοναχισμού στη Δύση.
Γράφει ο αγ. Κασσιανός:
« Είναι τόσο μεγάλο το πλήθος των πονηρών πνευμάτων τα οποία πληρούν τον εναέριο χώρο που εκτείνεται μεταξύ ουρανού και γής και ίπτανται στο χώρο αυτό μη μένοντας αδρανή αλλά μέσα σε ταραχή και θόρυβο, ώστε η Θεία Πρόνοια για το δικό μας όφελος έχει κρύψει και απομακρύνει αυτά τα πνεύματα από τα βλέμματα των ανθρώπων, εάν δεν είχε γίνει αυτό, οι άνθρωποι θα καταλαμβάνονταν από ανυπόφορο τρόμο και θα ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν , εξ αιτίας του φόβου μήπως τους επιτεθούν οι δαίμονες ή του  φρικιαστικού θεάματος των προσώπων στα οποία μεταμορφώνονται και μεταλλάσσονται οικειοθελώς οποτεδήποτε θελήσουν ...;

«Όσο για την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι τα ακάθαρτα πνεύματα κυβερνώνται από τις πιο πονηρές δυνάμεις και υπόκεινται σε αυτές, αυτό το πληροφορούμαστε όχι μόνο από τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής, την οποία διαβάζουμε στην περιγραφή της απάντησης του Κυρίου προς τους Φαρισαίους που Τον συκοφαντούσαν: «ει εγώ εν Βεελζεβούλ, τω άρχοντι των δαιμονίων, εκβάλλω τα δαιμόνια» (κατά Ματθαίον), αλλά και από τα ευκρινή οράματα και τις πολλές εμπειρίες των αγίων μας.

«Όταν ένας από τους αδελφούς μας ταξίδευε σε αυτήν την έρημο, έχοντας βρει μια σπηλιά μετά το σούρουπο, σταμάτησε εκεί και θέλησε να κάνει τη βραδινή προσευχή του. Ενώ λοιπόν κατά τη συνήθεια έλεγε τους ψαλμούς, η ώρα πέρασε και έφτασε κιόλας περασμένα μεσάνυχτα. Αφού τελείωσε τον κανόνα της προσευχής, θέλοντας να ξεκουράσει λίγο το αποκαμωμένο του σώμα, ξάπλωσε κάτω και ξαφνικά άρχισε να βλέπει αναρίθμητες ορδές δαιμόνων που συγκεντρώνονταν απ' όλες τις κατευθύνσεις, έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο, σε μια ατέλειωτη παράταξη και μια πολύ μακριά σειρά. Μερικοί προηγούνταν του αρχηγού τους, ενώ άλλοι τον ακολουθούσαν. Τελικά εμφανίστηκε ο άρχοντας, μεγαλύτερος απ' όλους στο ανάστημα και φρικιαστικότερος απ' όλους στην εμφάνιση. Αφού του έστησαν ένα θρόνο πάνω σε ένα υπερυψωμένο βήμα, κάθισε και,  ερευνώντας προσεκτικά, άρχισε να εξετάζει τη δραστηριότητα του κάθε δαίμονα. Εκείνους που έλεγαν ότι δεν είχαν καταφέρει ακόμα να παρασύρουν τους αντιπάλους τους, τους διέταξε με επιπλήξεις και βρισιές να εξαφανιστούν από τα μάτια του, θεωρώντας τους τεμπέληδες και αδιάφορους, και τους κατηγορούσε με λυσσασμένους βρυχηθμούς ότι χαράμισαν τόσο χρόνο και προσπάθεια χωρίς να καταφέρουν τίποτα. Εκείνους όμως που δήλωναν ότι είχαν πετύχει να παρασύρουν στην αμαρτία αυτούς που τους είχαν ανατεθεί, τους άφηνε να φύγουν με μεγάλες τιμές, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δαίμονες τους επευφημούσαν με ενθουσιασμό, ως ιδιαίτερα θαρραλέους πολεμιστές, οι οποίοι δοξάζονταν ως παράδειγμα για όλους.

«Τότε ένα πονηρότατο πνεύμα προχώρησε μπροστά από το πλήθος και ανέφερε με μοχθηρή χαρά, σαν να επρόκειτο για κάποια λαμπρή του νίκη, ότι τελικά είχε υποτάξει ένα φημισμένο μοναχό, του οποίου είπε το όνομα, μετά από δεκαπέντε χρόνια ακατάπαυστης πειρασμικής πολιορκίας, παρασύροντας τον εκείνη ακριβώς τη νύχτα στην πορνεία ...; Μετά από αυτήν τη δήλωση, υπερβολική ευθυμία κατέλαβε όλο το πλήθος δαιμόνων, ενώ ο δαίμονας εκείνος αποχώρησε, εκστασιασμένος μπροστά στους  υψηλούς επαίνους του άρχοντα του σκότους και στεφανωμένος με δόξα. Καθώς πλησίαζε η αυγή, όλο εκείνο το πλήθος των δαιμόνων εξαφανίσθηκε». Αργότερα ο αδελφός που έγινε μάρτυρας αυτού του θεάματος πληροφορήθηκε ότι η δήλωση σχετικά με την πτώση του μοναχού ήταν πράγματι αληθινή.

Τέτοιες εμπειρίες εξακολουθούν να συμβαίνουν σε Ορθόδοξους Χριστιανούς μέχρι και τον αιώνα μας. Σαφώς δεν αποτελούν ούτε όνειρα ούτε οράματα, αλλά εν εγρηγόρσει εμπειρίες δαιμόνων με τη μορφή που έχουν στην πραγματικότητα - μόνον, φυσικά, αφού οι πνευματικοί οφθαλμοί του ανθρώπου στον οποίο εμφανίζονται έχουν ανοιχθεί ώστε να βλέπει αυτά τα όντα που κανονικά είναι αόρατα για τους ανθρώπινους οφθαλμούς. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, υπήρχαν ίσως ελάχιστοι μόνο «συντηρητικοί» ή «αφελείς» Ορθόδοξοι Χριστιανοί που μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν στην «κατά γράμμα αλήθεια» τέτοιων διηγήσεων, και σήμερα όμως, μερικοί Ορθόδοξοι δυσκολεύονται να τις πιστέψουν, τόσο πολύ έχει διαπεράσει τον κόσμο η σύγχρονη πεποίθηση ότι οι άγγελοι και οι δαίμονες είναι «αμιγή πνεύματα» και δεν ενεργούν με τέτοιους «υλικούς» τρόπους. Μόνο λόγω της σημαντικά αυξημένης δαιμονικής δραστηριότητας των τελευταίων χρόνων αυτές οι διηγήσεις αρχίζουν και πάλι να μοιάζουν τουλάχιστον αληθοφανείς. Σήμερα επίσης οι ευρέως διαδεδομένες «μεταθανάτιες» εμπειρίες έχουν ανοίξει διάπλατα τον κόσμο της μη υλικής πραγματικότητας σε πολλούς συνηθισμένους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν ποτέ ως τώρα έλθει σε επαφή με απόκρυφα φαινόμενα, και έτσι η ύπαρξη μίας ερμηνείας του κόσμου αυτού και των όντων του, ερμηνεία η οποία θα χαρακτηρίζεται από αλήθεια και εσωτερική συνοχή, αποτελεί μία από τις ανάγκες της εποχής μας. Μόνον ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, έχοντας διαφυλάξει την αυθεντική Χριστιανική διδασκαλία μέχρι σήμερα, μπορεί να παράσχει μία τέτοια ερμηνεία.

Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα με ποιόν τρόπο εμφανίζονται οι άγγελοι και οι δαίμονες κατά τη στιγμή του θανάτου.


Εμφανίσεις αγγέλων και δαιμόνων κατά την ώρα του θανάτου

Στις περιπτώσεις αυτές την ψυχή του ανθρώπου που μόλις έχει πεθάνει τη συναντούν συνήθως δυό άγγελοι. Να πώς περιγράφει τη σχετική του εμπειρία ο συγγραφέας του "Unbelievable for Many ...;»: Η ηλικιωμένη νοσοκόμα είπε: «Ας έχει τη Βασιλεία των Ουρανών και την αιώνια ανάπαυση». Μόλις το είπε αυτό, αμέσως ήλθαν κοντά μου δύο άγγελοι: στον ένα αναγνώρισα το δικό μου Φύλακα Άγγελο αλλά ο άλλος μου ήταν άγνωστος. Αργότερα κάποιος ευλαβής περιπλανώμενος προσκυνητής του είπε πως εκείνος ήταν ο «άγγελος της υποδοχής». Η αγ. Θεοδώρα, της οποίας η μετά θάνατον διαδρομή μέσα από τα εναέρια «τελώνια» περιγράφεται στο Βίο του αγ. Βασιλείου του Νέου διηγείται: «Όταν πια μ' εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου είδα ξαφνικά δυό ακτινοβολούντες αγγέλους του Θεού, που είχαν όψη λαμπρών νέων ανέκφραστης ωραιότητας. Τα πρόσωπά τους ήταν λαμπρότερα κι απ' τον ήλιο, η ματιά τους γεμάτη αγάπη, τα μαλλιά τους λευκά σαν το χιόνι, γύρω από το κεφάλι τους ξεχυνόταν μια χρυσή ανταύγεια, τα ενδύματά τους άστραφταν και στο στήθος ήταν περιζωσμένοι σταυρωτά με οράρια». Ο αγ. Σάλβιος, επίσκοπος Γαλατίας τον 6ο αιώνα, περιγράφει τη δική του εμπειρία θανάτου: «Όταν σειόταν το κελλί μου πριν τέσσερις ημέρες, και με είδατε να κείτομαι νεκρός, δυό άγγελοι με ανύψωσαν και με μετέφεραν στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού».

Οι άγγελοι αυτοί έχουν αποστολή να συνοδεύσουν την ψυχή του αποθανόντος στο μεταθανάτιο ταξίδι της. Δεν υπάρχει επάνω τους τίποτε το ασαφές, ούτε ως προς τη μορφή ούτε ως προς τις ενέργειές τους, έχουν ανθρώπινη μορφή, πιάνουν σταθερά το «λεπτό σώμα» της ψυχής και το μεταφέρουν. «Οι φωτοφόροι άγγελοι πήραν την ψυχή μου αμέσως στην αγκαλιά τους». «Αφού με πήραν από το χέρι, με έβγαλαν στο δρόμο περνώντας κατευθείαν μέσα από τον τοίχο του δωματίου ...;». Τον αγ. Σάλβιο τον «ανύψωσαν δύο άγγελοι». Υπάρχουν πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα.

Δεν μπορεί, επομένως, να ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το «φωτεινό όν» που εμφανίζεται στις σύγχρονες εμπειρίες είναι ένας οδηγός άγγελος, αφού το όν αυτό δεν έχει συγκεκριμένη μορφή, δεν οδηγεί την ψυχή πουθενά, σταματά για να συνδιαλεχθεί με την ψυχή και της δείχνει σε ταχύτατη αναδρομή τα περασμένα γεγονότα της ζωής της. Δεν είναι πράγματι άγγελος κάθε όν που εμφανίζεται ως άγγελος, αφού «αυτός γαρ ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» (Προς Κορινθίους), έτσι λοιπόν τα όντα αυτά, από τη στιγμή που δεν διαθέτουν καν τη μορφή αγγέλων σίγουρα δεν μπορούν να ταυτισθούν μαζί τους. Αυθεντικές συναντήσεις με αγγέλους φαίνεται ότι σχεδόν ποτέ δε συμβαίνουν στις σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες για ένα λόγο που θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε παρακάτω.

Είναι λοιπόν δυνατόν το «φωτεινό όν» να είναι στην πραγματικότητα ένας δαίμονας μεταμφιεσμένος ως άμορφος «άγγελος φωτός» προκειμένου να βάλει σε πειρασμό τον ετοιμοθάνατο, ακόμα και τη στιγμή κατά την οποία η ψυχή αφήνει το σώμα; Ο Δρ. Μούντυ στα βιβλία του καθώς και άλλοι ερευνητές όντως θέτουν αυτό το ερώτημα, μόνο και μόνο για να απορρίψουν την πιθανότητα να συμβαίνει κάτι τέτοιο, επειδή δεν εναρμονίζεται με τις «καλές» εντυπώσεις που η εμφάνιση τέτοιων όντων δημιουργεί στον ετοιμοθάνατο. Το σίγουρο είναι ότι οι απόψεις αυτών των ερευνητών για το «κακό» είναι σε υπέρτατο βαθμό αφελείς, σύμφωνα με τον Δρα Μούντυ «ο Διάβολος θα τον συμβούλευε ν' ακολουθήσει το δρόμο του μίσους και της καταστροφής» και φαίνεται να αγνοεί παντελώς τα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας που περιγράφουν την πραγματική φύση των δαιμονικών πειρασμών, οι οποίοι παρουσιάζονται ανεξαιρέτως στα θύματά τους ως κάτι το «καλό».

Ποια είναι, όμως η ορθόδοξη διδασκαλία σχετικά με τους δαιμονικούς πειρασμούς κατά την ώρα του θανάτου; Ο Μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας τα λόγια του Ψαλμού «σώσον με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαι με, μη πότε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου» (σώσε με από όλους τους εχθρούς μου, οι οποίοι με καταδιώκουν και γλύτωσέ με από αυτούς, και μάλιστα από τον αρχηγόν των τον Αβεσσαλώμ, διά να μη αρπάση αυτόν και ως λέων άγριος κατασπαράξη την ζωήν μου) δίνει την παρακάτω εξήγηση: «Νομίζω δε ότι οι γενναίοι αθληταί του Θεού, αφού ηγωνίσθησαν εις ολόκληρον την ζωήν των αξίως κατά των αοράτων εχθρών, όταν διαφύγουν από όλας τας καταδιώξεις αυτών και φθάσουν εις το τέλος της ζωής, εξετάζονται από τον άρχοντα του αιώνος, και, εάν μεν ευρεθούν τραυματισμένοι, από τους αγώνας των, ή κάπως στιγματισμένοι ή να έχουν αποτυπώματα της αμαρτίας, θα κρατηθούν αιχμάλωτοι, εάν όμως ευρεθούν απρόσβλητοι και ακηλίδωτοι, θα τους αναπαύση ο Χριστός, επειδή είναι ανίκητοι και ελεύθεροι. Παρακαλεί λοιπόν και περί της παρούσης και περί της μελλούσης ζωής. Διότι λέγει, σώσε με εδώ από τους διώκτας, λύτρωσέ με εκεί εις τον καιρόν της εξετάσεως μήπως ως λέων αρπάξη την ψυχήν μου. Και αυτά δύνασαι να τα μάθης από τον ίδιον τον Κύριον που έλεγε κατά τον καιρό του πάθους του, «Νύν ο άρχων του κόσμου έρχεται, και εν εμοί έξει ουδέν» (Διότι έρχεται ο άρχων του κόσμου, και δεν έχει επάνω μου καμμίαν δύναμιν).

Και μάλιστα, δεν είναι μόνο οι χριστιανοί αγωνιστές που έχουν ν' αντιμετωπίσουν τη δοκιμασία από τους δαίμονες κατά την ώρα του θανάτου. Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στις ομιλίες του στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, περιγράφει πολύ παραστατικά τι συνήθως συμβαίνει στους κοινούς αμαρτωλούς κατά το θάνατό του: « Διά τούτο λοιπόν και είναι δυνατόν τότε ν' ακούσης πολλούς να διηγούνται φοβερές ιστορίες και οράματα φρικτά, που δεν ημπορούν ούτε καν να τα αντικρύσουν οι μελλοθάνατοι, και τινάσσονται με μεγάλη ορμή πάνω στο κρεβάτι που είναι εξαπλωμένοι και βλέπουν με τρόμο τους παρευρισκομένους, επειδή η ψυχή τους προσπαθεί να εισχωρήσει βαθύτερα και διστάζει εξ αιτίας του φόβου ν' αποχωρισθή από το σώμα και δεν υποφέρει την θέα των αγγέλων που έρχονται. Πραγματικά, αν κυριευόμαστε από φόβο όταν αντικρύζωμε απλώς ανθρώπους φοβερούς, τι δεν θα πάθωμε όταν ιδούμε απειλητικούς αγγέλους και αδυσωπήτους δυνάμεις να καταφθάνουν, ενώ η ψυχή μας θα αποχωρίζεται από το σώμα μας και θα σύρεται και θα οδύρεται συνεχώς άσκοπα και μάταια;».

Στους Βίους Αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας συναντούμε πολυάριθμες αναφορές τέτοιων δαιμονικών οράσεων κατά την ώρα του θανάτου, που συνήθως αποσκοπούν στο να τρομοκρατήσουν τον αποθνήσκοντα και να τον κάνουν να χάσει κάθε ελπίδα για τη σωτηρία του. Ο αγ. Γρηγόριος ο Διάλογος, για παράδειγμα, μιλά για κάποιον πλούσιο άνδρα που ήτα υποδουλωμένος σε πολλά πάθη: «Φθάνοντας στα τελευταία του, την ώρα ακριβώς που επρόκειτο πια να βγεί από το σώμα, με ανοιχτά τα μάτια είδε βδελυρά και κατάμαυρα πνεύματα να παραστέκονται μπροστά του και επίμονα να τον βιάζουν για να τον αρπάξουν στα κλείθρα του άδη ...; με θορυβώδεις θρήνους συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια. Οι ίδιοι όμως δεν μπορούσαν να δούν τα πονηρά πνεύματα, των οποίων τις πιέσεις τόσο οδυνηρά εκείνος υπέμενε, αλλά έβλεπαν την παρουσία τους με την ομολογία, την χλωμάδα και τον τρόπο εκείνου που έσερναν. Από την φρίκη της βδελυρής μορφής εκείνων περιστρεφόταν πέρα - δώθε στο κρεββάτι ...; κι όταν από το υπερβολικό σφίξιμο απελπίσθηκε πιά πως θα μπορούσε να βρεί λίγη χαλάρωση, άρχισε με μεγάλες φωνές να κραυγάζει: Ανακωχή τουλάχιστον μέχρι το πρωί. Αλλά ενώ φώναζε αυτά, μέσα στις ίδιες τις φωνές του αποσπάσθηκε από την κατοικία του σώματος». Ο αγ. Γρηγόριος παραθέτει και άλλα παρόμοια περιστατικά, όπως και ο Βέδας στο έργο του History of the English Church and People.

Ακόμα και στην Αμερική του 19ου αιώνα τέτοιες εμπειρίες δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστες, σε μία ανθολογία σχετικών περιστατικών που κυκλοφόρησε πρόσφατα ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει πολλές διηγήσεις οραμάτων που είχαν στο νεκρικό κρεβάτι αμαρτωλοί εκείνης της εποχής, με τίτλους όπως «Είμαι μέσα στις φλόγες - βγάλτε με έξω!», «Αχ, σώστε με! Με τραβάνε προς τα κάτω!», «Πάω στην κόλαση!», και «Ο διάβολος έρχεται να σύρει την ψυχή μου κάτω στην κόλαση!». Ο Δρ. Μούντυ, ωστόσο, δε μνημονεύει τίποτα παρόμοιο: ουσιαστικά όλες οι εμπειρίες των ετοιμοθάνατων που περιέχονται στο βιβλίο του, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση των περιπτώσεων αυτοκτονίας, είναι ευχάριστες, είτε είναι Χριστιανοί είτε όχι, θρησκευόμενοι ή μη. Οι Δρες Οσις και Χάραλντσον, από την άλλη πλευρά, ανακάλυψαν κατά τη διεξαγωγή των ερευνών τους κάτι που δεν απέχει πολύ από την παραπάνω τοποθέτηση.

Όσον αφορά την έρευνά τους στην Αμερική, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια με του Δρος Μούντυ: το γεγονός της εμφάνισης των υπερκόσμιων επισκεπτών αντιμετωπίζεται ως κάτι θετικό, ο ασθενής αποδέχεται το θάνατο, η εμπειρία είναι ευχάριστη, προκαλεί αίσθημα γαλήνης και αγαλλίασης και συχνά παύση του πόνου πριν το θάνατο. Αντιθέτως, όσον αφορά την αντίστοιχη έρευνα στην Ινδία, τουλάχιστον το ένα τρίτο των ασθενών που είδαν οπτασίες βίωσαν φόβο, κατάθλιψη και αγωνία, ως αποτέλεσμα της εμφάνισης των «γιαμντού» όπως ονομάζονται οι άγγελοι θανάτου στον Ινδουισμό, ή άλλων όντων, αυτοί οι Ινδοί αντιστέκονται και προσπαθούν να διαφύγουν από τους υπερκόσμιους αγγελιαφόρους. Για παράδειγμα, ένας Ινδός, υπάλληλος γραφείου, έλεγε κατά τη στιγμή του θανάτου του: «Κάποιος στέκεται εκεί! Έχει ένα καρότσι μαζί του, πρέπει να είναι γιαμντού!. Πρέπει να έχει έρθει για να πάρει κάποιον μαζί του!
Με κοροϊδεύει και λέει ότι θα πάρει εμένα!... Κρατήστε με σας παρακαλώ, δεν θέλω να πάω μαζί του». Ο πόνος του αυξανόταν και τελικά πέθανε». Ένας Ινδουιστής είπε ξαφνικά ενώ πέθαινε: «Το γιαμντού έρχεται να με πάρει μακριά. Κρύψτε με κάτω απ' το κρεβάτι για να μη με βρει». Έδειξε προς τα έξω και πάνω. «Εκεί είναι». Το δωμάτιο του νοσοκομείου όπου βρισκόταν ο ασθενής ήταν ισόγειο. Έξω, μπροστά από τον τοίχο του κτιρίου, υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο, στα κλαδιά του οποίου κάθονταν πολλά κοράκια. Την ώρα του οράματος, όλα τα κοράκια ξαφνικά πέταξαν μακριά από το δέντρο με πολύ θόρυβο, σαν να είχε εκπυρσοκροτήσει όπλο. Μείναμε κατάπληκτοι και βγαίνοντας από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου τρέξαμε έξω, αλλά δεν είδαμε τίποτα που να μπορούσε να είχε ενοχλήσει τα κοράκια. Συνήθως ήταν ήρεμα, γι' αυτό και όλοι οι παρόντες θεωρήσαμε ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πέταξαν μακριά με μία πολύ έντονη βοή, ακριβώς τη στιγμή που ο ασθενής έβλεπε το όραμα. Ήταν σαν να είχαν αντιληφθεί κι εκείνα κάποια τρομερή παρουσία. Μετά από αυτό, ο ασθενής έπεσε σε κώμα και εξέπνευσε λίγα λεπτά αργότερα». Μερικά «γιαμντού» έχουν τρομακτική εξωτερική εμφάνιση και προκαλούν ακόμα περισσότερη απελπισία στον ετοιμοθάνατο.

Αυτή είναι η πιο εντυπωσιακή διαφορά ανάμεσα στις εμπειρίες ετοιμοθάνατων στην Αμερική και την Ινδία που  μελέτησαν οι Δρες Οσις και Χάραλντσον, ωστόσο οι συγγραφείς δεν μπορούν να προσφέρουν καμιά σχετική εξήγηση. Είναι φυσικό λοιπόν να αναρωτηθούμε: Γιατί από τις εμπειρίες του Αμερικανού ετοιμοθάνατου στη σύγχρονη Αμερική απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά ένα στοιχείο - ο έντονος φόβος που προκαλείται από τις τρομακτικές εμφανίσεις των υπερκόσμιων όντων - το οποίο είναι τόσο συνηθισμένο τόσο στις ανάλογες παρελθοντικές εμπειρίες των Χριστιανών, όσο και στις σημερινές εμπειρίες των Ινδών;

Δεν είναι αναγκαίο να καθορίσουμε ακριβώς τη φύση αυτών των οπτασιών για να διαπιστώσουμε ότι εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό, όπως ήδη έχουμε δει, από αυτό που ο ετοιμοθάνατος αναμένει ή είναι προδιατεθειμένος να αντικρύσει. Έτσι λοιπόν, οι Χριστιανοί των περασμένων αιώνων οι οποίοι έτρεφαν μία ζωντανή πίστη για την Κόλαση, και των οποίων η συνείδηση τους κατηγορούσε κατά την ώρα του τέλους, συχνά έβλεπαν δαίμονες την ώρα του θανάτους τους, οι σημερινοί Ινδοί, σαφώς πιο «πρωτόγονοι» από τους Αμερικανούς όσον αφορά τα πιστεύω τους και τις αντιλήψεις τους, συχνά βλέπουν όντα που ανταποκρίνονται στους ακόμα και σήμερα πολύ αληθινούς φόβους τους για τη μετά θάνατον ζωή, αντίθετα, οι
σημερινοί Αμερικανοί, με τις «πεφωτισμένες» απόψεις τους, βλέπουν οπτασίες που εναρμονίζονται με την «άνετη» ζωή και τα πιστεύω τους, που γενικά δεν περιλαμβάνουν κανέναν απολύτως ρεαλιστικό φόβο για την κόλαση, ή καμιά απολύτως επίγνωση της ύπαρξης των δαιμόνων.

Αυτό που αντικειμενικά συμβαίνει είναι ότι οι ίδιοι οι δαίμονες παρουσιάζουν πειρασμούς ανάλογα με το πνευματικό επίπεδο και τις προσδοκίες αυτών τους οποίους πειράζουν. Σε όσους τρέμουν την κόλαση, οι δαίμονες μπορεί να εμφανιστούν με τρομακτικές μορφές, προκειμένου να καταφέρουν να πεθάνει ο άνθρωπος μέσα στην απελπισία, σε όσους όμως, δεν πιστεύουν στην κόλαση, ή στους Προτεστάντες που πιστεύουν ότι είναι σίγουρα «ήδη σεσωσμένοι» και επομένως δε χρειάζεται να φοβούνται την κόλαση, οι δαίμονες προτιμούν να παρουσιάζουν πειρασμούς με κάποια άλλη μορφή με την οποία η πονηρή τους πρόθεση δεν θα εκδηλώνεται τόσο φανερά. Κατά παρόμοιο τρόπο, ακόμα και σε ένα Χριστιανό αγωνιστή που έχει ήδη υποφέρει πολλά, οι δαίμονες μπορεί να εμφανιστούν με τέτοιον τρόπο ώστε να τον αποπλανήσουν παρά να τον εκφοβίσουν.

Οι δαιμονικοί πειρασμοί που πολιορκούσαν την αγ. Μαύρα, Χριστιανομάρτυρα του 3ου αι. μ.Χ., καθώς πέθαινε, μας προσφέρουν ένα καλό παράδειγμα αυτού του είδους πειρασμού που μόλις αναφέραμε. Αφού είχε παραμείνει εννέα ημέρες σταυρωμένη μαζί με το σύζυγό της, αγ. Τιμόθεο, η αγ. Μαύρα δέχθηκε πειρασμό από το διάβολο. Ο Βίος των δύο αγίων αναφέρει τα λόγια με τα οποία η ίδια η αγ. Μαύρα περιέγραφε τους πειρασμούς  που δεχόταν στο σύζυγό και συμμάρτυρά της: «Στάσου στερεός, στάσου παλικάρι, Τιμόθεε. Τα μεσάνυχτα βρέθηκα σε έκσταση κι ευθύς αμέσως πρόσεξα να με ζυγώνει ένας άνθρωπος χαμογελαστός, που κρατούσε στα χέρια ένα ποτήρι γιομάτο μέλι και γάλα. Μου τόφερε μέχρι τα χείλη, και μου είπε: «Πάρτο κι απόλαυσέ το». «Ποιος είσαι και από πού έρχεσαι;» τον ρώτησα. «Άγγελος του Θεού είμαι», μου αποκρίθηκε. «Αν είσαι τέτοιος που λές, έλα να κλαύσουμε μαζί και να προσευχηθούμε στον Εσταυρωμένο». «Ξέρεις κάτι;» μου λέει. «Σε λυπήθηκα να σε βλέπω πάνω στο ξύλο, δίχως τροφή. Θα τα καταφέρεις άραγε να συνεχίσεις;». «Ποιος σ' έστειλε να μου να πείς αυτά;» τον σιγορώτησα. «Δεν ξέρεις ότι με την υπομονή, την εγκράτεια και την προσευχή, ανεβαίνω τη σκάλα του ύψους;»  Ω, ή δύναμη της προσευχής λιώνει την αγάπη του Θεού μας. Τη στιγμή που στην προσευχή μου ανέφερα τον λυτρωτικό σταυρό του Σωτήρα μας, είδα να στρέφει το πρόσωπό του προς τη Δύση. Τότε κατάλαβα. Και τη στερνή ακόμα τούτη ώρα, ήλθε σαν άγγελος φωτός να μας αναστατώσει. Σε λίγο η οπτασία αυτή εξαφανίστηκε.

Μετά την εξαφάνισή του μ' επισκέφθηκε άλλος. Αυτός με πήρε στα χέρια του, με ξεσήκωσε και μ' έφερε σ' ένα πλατύ ποτάμι. Ανάμεσα στις όχθες του κυλούσε μέλι και γάλα! «Σκύψε και απόλαυσε όσο λαχταράς» μου ψιθύρισε. Στη δελεαστική του προσφορά αποκρίθηκα: «Δεν πρόκειται να γευτώ μήτε νερό, μήτε άλλο εύοσμο δροσιστικό ποτό, αν τα χείλη μου δεν ακουμπήσουν στο Ποτήρι του Εσταυρωμένου Χριστού. Αυτό το ποτήρι σκορπά σωτηρία και ζωή. Ζωή ατελεύτητη». Ο καινούργιος μου επισκέπτης έσκυψε στον ποταμό, άπλωσε τις παλάμες του και ήπιε, και ξαφνικά εξαφανίστηκε, αυτός μαζί και το ποτάμι».

Η Τρίτη οπτασία που εμφανίστηκε στην αγ. Μαύρα, αυτή ενός αληθινού αγγέλου, θα αναφερθεί παρακάτω, ήδη, όμως, είναι φανερό ότι οι πραγματικοί Χριστιανοί αντιμετωπίζουν με μεγάλη επιφύλαξη τις «αποκαλύψεις» που δέχονται κατά την ώρα του θανάτου.

Η ώρα του θανάτου, λοιπόν, είναι πράγματι μία ώρα δαιμονικών πειρασμών και οι «πνευματικές εμπειρίες» που βιώνουν οι άνθρωποι την ώρα αυτή, ακόμα κι αν φαίνονται να είναι «μεταθανάτιες», ένα σημείο που θα συζητηθεί παρακάτω, πρέπει να κρίνονται με τα ίδια κριτήρια της χριστιανικής διδασκαλίας με τα οποία κρίνονται οποιεσδήποτε άλλες «πνευματικές εμπειρίες». Κατά τον ίδιο τρόπο, τα «πνεύματα» που ενδέχεται να συναντήσει ο κάθε άνθρωπος αυτήν την ώρα πρέπει να τα υποβάλλει στην καθολική δοκιμασία, για την οποία μιλά ο απόστολος Ιωάννης : «δοκιμάζετε τα πνεύματα, εάν είναι από τον Θεόν, διότι πολλοί ψευδοπροφήται εβγήκαν εις τον κόσμον». (Ιωάννου)

Μερικοί κριτικοί των σύγχρονων «μεταθανάτιων» εμπειριών έχουν ήδη επισημάνει την ομοιότητα ανάμεσα από «φωτεινό όν» και στα πνεύματα «οδηγούς» και «φίλους» του μεντιουμιστικού πνευματισμού. Ας ρίξουμε λοιπόν μία σύντομη ματιά στην πνευματιστική διδασκαλία σχετικά με τα «φωτεινά όντα» και τα μηνύματά τους. Ένα κλασικό πνευματιστικό κείμενο αναφέρει ότι «η διδασκαλία των πνευμάτων είναι σύμφωνη πάντα ή σχεδόν πάντα, με υψηλά ηθικά κριτήρια, όσον αφορά την πίστη, δέχεται πάντοτε την ύπαρξη Θεού, διακρίνεται από ευλάβεια προς Αυτόν, αλλά δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα διανοητικά κατασκευάσματα που απασχολούσαν το νού των Επισκόπων στις Εκκλησιαστικές Συνόδους». Επιπλέον, το βιβλίο αυτό δηλώνει ότι η αγάπη αποτελεί «λέξη - κλειδί» και «κεντρικό δόγμα» της πνευματιστικής διδασκαλίας, ότι «η θαυμάσια γνώση» μεταβιβάζεται από τα πνεύματα και ωθεί τους πνευματιστές να αναλάβουν το ιεραποστολικό έργο της διάδοσης «της ιδέας ότι η μετά θάνατον ζωή αποτελεί βεβαιότητα», και, τέλος ότι τα «ανώτερα» πνεύματα υπερβαίνουν τους «περιορισμούς» της ατομικής προσωπικότητας και ενεργούν περισσότερο ως «επιρροές» παρά ως πρόσωπα, πληρούμενα όλο και περισσότερο με «φώς». Πράγματι, οι πνευματιστές στους ύμνους τους κυριολεκτικά επικαλούνται «φωτεινά όντα»:
«Άγιοι λειτουργοί του φωτός!
Κρυμμένοι από τη θνητή όρασή μας ...;
Στείλτε τους αγγελιοφόρους του φωτός
Ν' αποσφραγίζουν την εσωτερική όρασή μας.»


Όλα τα παραπάνω είναι αρκετά για να μας κάνουν πολύ δύσπιστους όσον αφορά το «φωτεινό όν» το οποίο τώρα εμφανίζεται σε ανθρώπους που έχουν παντελή άγνοια της φύσης και της δεξιοτεχνικής πανουργίας των δαιμονικών ενεργειών. Και ο Δρ. Μούντυ απλώς αυξάνει αυτή μας τη δυσπιστία όταν αναφέρει ότι κάποιοι περιγράφουν αυτό το όν ως «αστείο πρόσωπο» με «αίσθηση του χιούμορ» που κάνει τον ετοιμοθάνατο να «νιώθει ευχάριστα μαζί του». Ένα τέτοιο όν, με το μήνυμα «αγάπης και κατανόησης» που εκπέμπει, έχει όντως μία αξιοσημείωτη ομοιότητα με τα ασήμαντα και συχνά ευδιάθετα «πνεύματα» των πνευματιστικών συγκεντρώσεων, τα οποία είναι αναμφισβήτητα δαίμονες - όταν βέβαια η ίδια η πνευματιστική συγκέντρωση δεν είναι μία στημένη απάτη.

Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει πολλούς στο να καταδικάσουν κάθε φαινόμενο «μεταθανάτιας» εμπειρίας το οποίο τώρα χαρακτηρίζουν ως δαιμονική πλάνη. Οι Ευαγγελικοί Προτεστάντες συγγραφείς ενός σχετικού βιβλίου δηλώνουν: «Θεωρούμε ότι υπάρχουν ορισμένοι νέοι και άγνωστοι κίνδυνοι σε όλη αυτήν την πλάνη της μετά θάνατον ζωής. Έχουμε την αίσθηση ότι ακόμα και μια αόριστη πίστη στις αναφερόμενες κλινικές εμπειρίες μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τους ανθρώπους που πιστεύουν στη Βίβλο. Μερικοί ειλικρινείς στην πίστη Χριστιανοί έχουν πιστέψει απολύτως ότι το Φωτεινό Ον δεν είναι κανείς άλλος εκτός από τον Ιησού Χριστό και, δυστυχώς, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στην κατάλληλη θέση να εξαπατηθούν». Για να υποστηρίξουν την άποψή τους, οι συγγραφείς του βιβλίου παραθέτουν κάποιους αξιοσημείωτους παραλληλισμούς μεταξύ μερικών σημερινών «μεταθανάτιων» εμπειριών και εμπειριών που είχαν κάποια μέντιουμ και αποκρυφιστές της εποχής μας, τονίζοντας επιπροσθέτως το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ένας αριθμός ερευνητών «μεταθανάτιων» εμπειριών ενδιαφέρονται επίσης, και για τον αποκρυφισμό, και μάλιστα έχουν έρθει σε επαφή με μέντιουμ.

Υπάρχει, φυσικά μεγάλο ποσοστό αλήθειας σε αυτές τις παρατηρήσεις. Δυστυχώς, χωρίς την πλήρη Χριστιανική διδασκαλία για τη μετά θάνατον ζωή, ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι «πιστεύοντες στη Βίβλο» αποπροσανατολίζονται, απορρίπτοντας τις αληθινές μεταθανάτιες εμπειρίες της ψυχής μαζί με τις εμπειρίες που μπορεί όντως να προέρχονται από δαιμονικές πλάνες. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι είναι «ανοιχτοί» στην αποδοχή παραπλανητικών «μεταθανάτιων» εμπειριών, όπως θα δούμε παρακάτω.

Οι Δρες Οσις και Χάραλντσον, που είχαν και οι δύο «εκτενείς και προσωπικές εμπειρίες με μέντιουμ» σημειώνουν κάποια ομοιότητα ανάμεσα στις οπτασίες που εμφανίζονται στους ετοιμοθάνατους και στις εμπειρίες των ασχολούμενων με τον πνευματισμό. Σημειώνουν, ωστόσο, και μία «ολοφάνερη διαφορά» ανάμεσα στα δυό αυτά είδη εμπειριών: «αντί να συνεχίσει να ζεί τη ζωή του με το συνηθισμένο κοσμικό τρόπο τον οποίο περιγράφουν τα μέντιουμ, ο άνθρωπος που γυρίζει από το θάνατο εμφανίζεται να προβαίνει με πάθος σε ένα ριζικά νέο τρόπο ύπαρξης και βίωσης καταστάσεων και γεγονότων». Μάλιστα, ο κόσμος των «μεταθανάτιων» εμπειριών πράγματι μοιάζει στο σύνολό του να είναι εντελώς διαφορετικός από το συνηθισμένο κόσμο των μέντιουμ και του πνευματισμού, και πάλι όμως, είναι ένας κόσμος όπου οι δαιμονικές πλάνες και προτροπές είναι όχι  μόνο πιθανές αλλά σίγουρα αναμενόμενες, ειδικά στους έσχατους καιρούς στους οποίους ζούμε, καιρούς στους οποίους ήδη βλέπουμε να εκδηλώνονται όλο και πιο καινούριοι, όλο και πιο αδιόρατοι πνευματικοί πειρασμοί, ακόμα και «σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και  τους εκλεκτούς» (Κατά Ματθαίον).

Οφείλουμε, λοιπόν, να είμαστε εξαιρετικά δύσπιστοι απέναντι στα «φωτεινά όντα» που μοιάζουν να εμφανίζονται τη στιγμή του θανάτου. Θυμίζουν πολύ δαίμονες οι οποίοι προσποιούνται τους αγγέλους και αποσκοπούν στην παραπλάνηση όχι μόνο του ίδιου του προσώπου που πεθαίνει, αλλά ακόμα περισσότερο, αυτών στους οποίους το πρόσωπο  αυτό θα διηγηθεί αργότερα την προσωπική του εμπειρία στην περίπτωση που ανανήψει, ανάλογα με τις πιθανότητες για κάτι τέτοιο, τις οποίες, φυσικά, οι δαίμονες γνωρίζουν πολύ καλά.

Ωστόσο, τελικά, η κρίση μας όσον αφορά το συγκεκριμένο καθώς και άλλα «μεταθανάτια» φαινόμενα θα πρέπει να εξαρτηθεί από το δόγμα το οποίο ανακύπτει από τα εν λόγω φαινόμενα, είτε αυτό μεταβιβάζεται από κάποιο «πνευματικό όν» που βλέπει ο άνθρωπος την ώρα του θανάτου, είτε απλώς υπονοείται ή συνάγεται από τα φαινόμενα. Θα προσεγγίσουμε το θέμα της διαμόρφωσης της κρίσης μας για τα συγκεκριμένα φαινόμενα αφού πρώτα τελειώσουμε την εξέταση των ίδιων των φαινομένων.

Μερικοί άνθρωποι οι οποίοι «πέθαναν και επανήλθαν στη ζωή - συνήθως εκείνοι που είναι ή γίνονται οι πιο «θρησκευόμενοι» - ταυτίζουν το «φωτεινό όν» που συνάντησαν όχι με άγγελο, αλλά με την αόρατη «παρουσία» του ίδιου του Χριστού. Για τέτοιους ανθρώπους η εμπειρία αυτή συχνά συνδέεται με ένα άλλο φαινόμενό το οποίο για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι ίσως, εκ πρώτης όψεως, αυτό που προβληματίζει περισσότερο απ' όλα τα σημερινά «μεταθανάτια» φαινόμενα: τη θέαση του «παραδείσου».

Η σύγχρονη εμπειρία της όρασης του «Παραδείσου»

Ο Δρ. Μούντυ παρατηρεί στο Life After Life ότι τα άτομα από τα οποία πήρε συνέντευξη δε φαίνεται να έχουν βιώσει τίποτε σχετικό με «τις παραδοσιακές δοξασίες για τη μετά θάνατον ζωή», και μάλιστα συνήθως δυσπιστούν στη συνηθισμένη άποψη για τον παράδεισο και την κόλαση και στο όλο μοντέλο «επιβράβευση - τιμωρία στην άλλη ζωή».

Στο Reflections on Life After Life, ο συγγραφέας δηλώνει ότι οι μεταγενέστερες συνεντεύξεις που πήρε πράγματι αποκαλύπτουν την ευρεία ύπαρξη μεταθανάτιων εμπειριών που αφορούν κάποια «άλλα βασίλεια ύπαρξης που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποκαλεστούν «ουράνια». Κάποιος άνδρας βρέθηκε σε «μία εξοχή όπου υπήρχαν ρυάκια, γρασίδι, δέντρα και βουνά», επίσης, μία γυναίκα βρέθηκε σε ένα παρόμοιο «όμορφο μέρος», και περιέγραψε πως «πέρα μακριά ...; είδα μία πόλη. Αυτή η πόλη είχε κτίρια, ξεχωριστά κτίρια. Ήταν λαμπερά, αστραφτερά, ξεχωριστά μεταξύ τους.
Οι άνθρωποι εκεί ήταν ευτυχισμένοι. Υπήρχαν κρυστάλλινα νερά, σιντριβάνια ...; νομίζω ότι  θα μπορούσε να την πεί κανείς μία πόλη φωτός».

Στην πραγματικότητα, όπως αποκαλύπτουν μερικά από τα υπόλοιπα καινούρια βιβλία, αυτή είναι μία μάλλον συνηθισμένη εμπειρία. Οι Προτεστάντες συγγραφείς του βιβλίου που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο πιστεύουν ότι πρόκειται - τουλάχιστον όταν οι περιγραφόμενες εικόνες είναι καθαρά Βιβλικές- για Χριστιανική εμπειρία η οποία πρέπει να διαχωρίζεται σαφώς από το μεγαλύτερο μέρος των άλλων «μεταθανάτιων» εμπειριών, τις οποίες θεωρούν ως δαιμονικές πλάνες. «Οι άπιστοι φαίνεται πως βιώνουν εμπειρίες βασισμένες σε λανθασμένες διδασκαλίες, εκείνες που στη Βίβλο αποδίδονται συγκεκριμένα στο Σατανά, οι πιστοί βιώνουν δογματικώς ορθές εμπειρίες, οι οποίες θα μπορούσαν να προέρχονται κατευθείαν από τη Γραφή». Ισχύει όντως αυτό ή υπάρχει πραγματικά πολύ μεγαλύτερη εγγύτητα μεταξύ εμπειριών πιστών και απίστων απ' ότι φαντάζονται οι συγκεκριμένοι συγγραφείς;

Η εμπειρία αυτή που παρατίθεται ως αυθεντικά «Χριστιανική» είναι αυτή της Μπέτυ Μάλτς, η οποία έχει δημοσιεύσει ένα βιβλίο όπου περιγράφει την 28λεπτη «εξωσωματική» της εμπειρία ενώ ήταν «κλινικά νεκρή». Η Μάλτς γράφει: «Μετά το θάνατό μου βρέθηκα αμέσως να ανεβαίνω έναν όμορφο πράσινο λόφο ...; βάδιζα πάνω σε γρασίδι, είχε την πιο ζωντανή απόχρωση πράσινου που είχα δεί ποτέ». Συνοδευόταν από μία άλλη φιγούρα που βάδιζε δίπλα της, «μία ψηλή φιγούρα, που θύμιζε άνδρα και φορούσε μακρύ χιτώνα. Αναρωτήθηκα αν ήταν άγγελος ...; Καθώς περπατούσαμε μαζί δεν έβλεπα κανέναν ήλιο - υπήρχε όμως παντού φώς. Αριστερά μας, σε απόσταση, άνθιζαν πολύχρωμα λουλούδια. Υπήρχαν επίσης θάμνοι και δέντρα ...; και ξαφνικά αντικρίσαμε ένα υπέροχο ασημένιο οικοδόμημα. Θύμιζε παλάτι, αλλά δεν είχε πύργους. Καθώς πλησιάζαμε προς αυτό, άκουσα φωνές. Ήταν μελωδικές, αρμονικές και έψαλλαν εν χορώ, άκουσα τη λέξη «Ιησούς» ...; Ο άγγελος προχώρησε μπροστά και έβαλε την παλάμη του χεριού του πάνω σε μία πύλη που δεν είχα παρατηρήσει προηγουμένως. Γύρω στα τέσσερα μέτρα ύψος, η πύλη ήταν ένα συμπαγές φύλλο από μαργαριτάρι». Όταν άνοιξε, «μέσα είδα κάτι σαν δρόμο που είχε χρυσό χρώμα με ένα επίστρωμα από γυαλί ή νερό. Το κίτρινο φως που εκπεμπόνταν ήταν εκτυφλωτικό. Δεν υπάρχει τρόπος να το περιγράψω. Δεν είδα κάποια φιγούρα, όμως είχα αίσθηση της παρουσίας ενός Προσώπου. Ξαφνικά ήξερα ότι το φως ήταν ο Ιησούς». Όταν την κάλεσαν να περάσει την πύλη, θυμήθηκε τον πατέρα της που προσευχόταν για εκείνη, ύστερα οι πύλες έκλεισαν, και επέστρεψε στο λόφο, παρατηρώντας τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από το στολισμένο με πολύτιμους λίθους τοίχο, ο ήλιος αυτός σύντομα ταυτίστηκε με τον ήλιο που ανάτελλε πάνω από την πόλη Τερ Ωτ, στο νοσοκομείο όπου βρισκόταν όταν επέστρεψε στο σώμα της, γεγονός που κοινώς αναγνωρίστηκε ως θαύμα.

Είναι άραγε αυτή η εμπειρία πραγματικά διαφορετική στο είδος της από τις περισσότερες ανάλογες εμπειρίες που αναφέρει ο Δρ. Μούντυ; Πρόκειται όντως για ένα χριστιανικό όραμα του παραδείσου; Σημειώνουμε ότι η κα Μάλτς είναι Προτεστάντισσα στο θρήσκευμα, και η πίστη της ενδυναμώθηκε από αυτήν την εμπειρία. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός αναγνώστης δεν είναι, φυσικά, τόσο πεπεισμένος για την αυθεντικότητα της εμπειρίας της όσο είναι οι Προτεστάντες συγγραφείς που αναφέραμε πιο πάνω. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε γνώση που μπορεί να διαθέτουμε για το πώς η ψυχή προσεγγίζει τον ουρανό μετά το θάνατο, και το τι υφίσταται μέχρι να καταλήξει εκεί - αυτά θα τα συζητήσουμε αργότερα - αυτή η εμπειρία δε μας φαίνεται πραγματικά τόσο πολύ διαφορετική από τις «κοσμικές» μεταθανάτιες εμπειρίες τις οποίες έχουμε αναφέρει και που τόσο συζητιούνται στις μέρες μας. Εκτός από τη «Χριστιανική» απόχρωση που είναι φυσικό να προσδίδει στη συγκεκριμένη εμπειρία του Ιησού - υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία με τις «κοσμικές» εμπειρίες: τα αισθήματα ανακούφισης και γαλήνης τα οποία περιγράφει ως εντελώς αντίθετα με αυτά που της δημιουργούσε επί μήνες η επώδυνη ασθένειά της, το «φωτεινό όν» το οποίο και άλλοι άνθρωποι ταυτίζουν με τον «Ιησού», η πρόσβαση σε κάποιο είδος διαφορετικού κόσμου, ο οποίος κείται πίσω από κάποιο είδος διαφορετικού κόσμου, ο οποίος κείται πίσω από κάποιο είδος «συνόρου», και είναι, τέλος, λίγο παράξενο το ότι έβλεπε τον ήλιο του δικού μας κόσμου να ανατέλλει πάνω από τους τοίχους με τους πολύτιμους λίθους, εάν πράγματι αυτό ήταν ο παράδεισος.
Πώς πρέπει λοιπόν να ερμηνεύσουμε την εμπειρία της;

Σε μερικά από τα άλλα καινούρια βιβλία αναφέρεται ένας αριθμός παρόμοιων εμπειριών, η σύντομη εξέταση των οποίων θα μας δώσει μία πιο σαφή εικόνα για το τι πράγματι συμβαίνει.  


Ένα βιβλίο που έχει εκδοθεί πρόσφατα περιέχει μία συλλογή από «Χριστιανικές» εμπειρίες ανθρώπων, κυρίως Προτεσταντών, οι οποίοι είτε βρίσκονταν στο κατώφλι του θανάτου είτε είχαν θεωρηθεί κλινικώς νεκροί. Στο βιβλίο αυτό περιγράφεται η εμπειρία μίας γυναίκας η οποία «πέθανε», ελευθερώθηκε από το σώμα της και έφτασε σε έναν τόπο με λαμπρό φώς κοιτάζοντας μέσα από ένα «επουράνιο παράθυρο». «Αυτό που είδα εκεί έκανε κάθε γήινη χαρά να ωχριά από ασημαντότητα. Λαχταρούσα να ενωθώ με το ευτυχισμένο πλήθος των παιδιών που τραγουδούσαν και χοροπηδούσαν στον κήπο με τις μηλιές ...; Πάνω στα δέντρα υπήρχαν ευωδιαστά άνθη μαζί με ώριμους κόκκινους καρπούς. Καθώς καθόμουν εκεί ρουφώντας την ομορφιά, σταδιακά άρχισα να αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη μίας Παρουσίας, μίας Παρουσίας που εξέπεμπε χαρά, αρμονία και ευσπλαχνία. Η καρδιά μου ποθούσε να γίνει ένα κομμάτι αυτής της ομορφιάς». Κατόπιν η γυναίκα αυτή επέστρεψε στο σώμα της, αφού είχε «πεθάνει», για δεκαπέντε λεπτά, «την υπόλοιπη εκείνη μέρα, καθώς και την επόμενη, αυτός ο άλλος κόσμος ήταν πολύ πιο πραγματικός για μένα απ' ότι ο κόσμος στον οποίο είχα γυρίσει». Η εμπειρία που μόλις αναφέραμε προκάλεσε στη γυναίκα μία φαινομενικά «πνευματική» χαρά εφάμιλλη με αυτήν της κας Μάλτς, και επιπλέον έδωσε μία νέα θρησκευτική διάσταση στη μετέπειτα ζωή της, όμως η εικόνα του «παραδείσου» στη μία περίπτωση είναι τελείως διαφορετική απ' ότι στην άλλη.

Μία έντονη «μεταθανάτια» εμπειρία είχε ένας γιατρός από την πολιτεία Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Δρ. Τζώρτζ Ρίτσι. Μία σύντομη περίληψη της δημοσιεύτηκε στο Guideposts Magazineτο 1963, και μία εκτενέστερη απόδοση κυκλοφόρησε με τη μορφή βιβλίου. Ο νεαρός Τζώρτζ Ρίτσι αφηγείται ότι μετά από μία μακρά απροσδόκητη διαδικασία κατά την οποία χωρίσθηκε από το σώμα του, το οποίο είχε επισήμως χαρακτηρισθεί «νεκρό», επέστρεψε στο μικρό  δωμάτιο όπου κειτόταν το σώμα του, και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν «νεκρός», ενώ αμέσως μετά ένα πολύ δυνατό φώς πλημμύρισε το δωμάτιο, ένα φώς που ο Ρίτσι αισθάνθηκε πως ήταν ο Χριστός, «μία παρουσία τόσο παρηγορητική, τόσο χαρούμενη και απόλυτα καθησυχαστική, που ήθελα να χαθώ για πάντα μέσα στο θαύμα της». Αφού είδε σε αστραπιαία αναδρομή τα περασμένα γεγονότα της ζωής του, και ρωτήθηκα: «Τι έκανες με το χρόνο που σου δόθηκε πάνω στη γή;», είδε κατόπιν τρία οράματα. Τα δυό πρώτα φαίνονταν να προέρχονται από «έναν πολύ διαφορετικό κόσμο που κατελάμβανε τον ίδιο χώρο όπως η γή», αλλά παρουσίαζε και πολλές γήινες εικόνες, όπως δρόμους και εξοχές, πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, εργαστήρια. «Τον κόσμο του τρίτου οράματος τον είδα μόνο φευγαλέα. Φαινόταν ότι δεν είμαστε πιά στη γή, αλλά απέραντα μακριά της, δεν είχαμε καμιά σχέση με αυτήν. Και εκεί, πάλι πολύ μακριά μου, είδα μία πόλη  - αλλά μία πόλη, αν κανείς μπορεί να διανοηθεί, χτισμένη από φώς ...; οι τοίχοι, τα σπίτια, οι δρόμοι της έμοιαζαν να εκπέμπουν φώς, ενώ ανάμεσά τους κινούνταν όντα τόσο εκτυφλωτικά λαμπρά όπως Εκείνος που στεκόταν δίπλα μου. Ήταν ένα όραμα που κράτησε μόνο για μία στιγμή, αφού αμέσως μετά οι τοίχοι του μικρού δωματίου έκλεισαν γύρω μου, το εκτυφλωτικό φώς σιγά - σιγά έσβησε, και ένας περίεργος ύπνος με κυρίευσε». Πριν από την εμπειρία του, ο Ρίτσι δεν είχε ποτέ διαβάσει τίποτε σχετικό με τη «μετά θάνατον» ζωή, μετά την εμπειρία του όμως, έγινε ένα πολύ δραστήριο μέλος της Προτεσταντικής Εκκλησίας.

Η παραπάνω εντυπωσιακή εμπειρία συνέβη το 1943, και όπως φαίνεται, τέτοιες εμπειρίες είναι κάθε άλλο παρά μεμονωμένες στο σύνολο των εμπειριών «ανάνηψης» που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια. Ο Προτεστάντης πάστορας Νόρμαν Βίνσεντ Πήλ καταγράφει στο βιβλίο του παρόμοιες εμπειρίες με το εξής σχόλιο: «Παραίσθηση, όνειρο, όραμα - δεν πιστεύω ότι είναι τίποτε απ' αυτά. Έχω περάσει τόσα πολλά χρόνια κουβεντιάζοντας με ανθρώπους που έφτασαν στο χείλος του «κάτι» και έριξαν  μια ματιά πέρα απ' αυτό, ανθρώπους που ομόφωνα αναφέρουν ότι ένιωσαν ομορφιά, φώς και γαλήνη, ώστε εγώ ο ίδιος δεν έχω καμιά σχετική αμφιβολία. Το Voices from the Edge of Eternity χρησιμοποιεί πολυάριθμα παραδείγματα από τρείς ανθολογίες του 19ου αιώνα που έχουν συγκεντρώσει εμπειρίες στο κατώφλι του θανάτου, παρότι κανένα από τα παραδείγματά του δεν είναι τόσο λεπτομερές όσο μερικές από τις πιο πρόσφατες μαρτυρίες, προσφέρουν εν τούτοις άφθονες αποδείξεις ότι η  όραση υπερκόσμιων σκηνών και οπτασιών αποτελεί αρκετά κοινή εμπειρία μεταξύ των ετοιμοθάνατων. Στη διάρκεια τέτοιων εμπειριών, αυτοί που πιστεύουν στο Χριστό και είναι προετοιμασμένοι για το θάνατο νιώθουν γαλήνη και χαρά, βλέπουν φώς, αγγέλους, τον παράδεισο, ενώ οι άπιστοι στην πιο παραδοσιακή Αμερική του 19ου αιώνα συχνά βλέπουν δαίμονες και κόλαση.

Έχοντας αποδείξει την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη αυτών των οραμάτων, καλούμαστε τώρα να θέσουμε το ερώτημα: Ποια είναι η φύση τους; Είναι η θέαση του παραδείσου πράγματι τόσο κοινή μεταξύ αυτών, που ενώ νομίζουν ότι πεθαίνουν ως χριστιανοί, βρίσκονται ωστόσο εκτός της Εκκλησίας του Χριστού, δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλησίας;

Προκειμένου να προσδιορίσουμε τη φύση και την αξία τέτοιων εμπειριών, θα ξεκινήσουμε με την ίδια προσέγγιση που εφαρμόσαμε και στο θέμα της «συνάντησης με άλλους». Θα εξετάσουμε τις εμπειρίες που έχουν οι μη Χριστιανοί κατά την ώρα του θανάτου για να δούμε εάν είναι φανερά διαφορετικές από αυτές των καθ' ομολογίαν Χριστιανών. Εάν και οι μη Χριστιανοί βλέπουν συνήθως τον «παράδεισο» κατά την ώρα του θανάτου ή μετά το «θάνατο», τότε θα πρέπει να κατανοήσουμε αυτήν την εμπειρία ως κάτι φυσικό που είναι δυνατό να συμβεί στον καθένα, και όχι ως κάτι συγκεκριμένα Χριστιανικό. Το βιβλίο των Δρων Οσις και Χάραλντσον προσφέρει πολλά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα.

Οι δύο ερευνητές αναφέρουν περίπου 75 περιπτώσεις «οραμάτων ενός άλλου κόσμου» που τα είδαν άνθρωποι οι οποίοι πέθαιναν. Μερικοί περιγράφουν απίστευτης ομορφιάς κήπους και λιβάδια, άλλοι βλέπουν πύλες να ανοίγονται οδηγώντας σε μία όμορφη εξοχή ή μία πόλη, πολλοί ακούν υπερκόσμια μουσική. Συχνά κάποιες μάλλον εγκόσμιες εικόνες αναμειγνύονται με τα παραπάνω, όπως στην περίπτωση της Αμερικανίδας που πήγε με ταξί σε έναν όμορφο κήπο, ή της Ινδής που πήγε στο δικό της «παράδεισο» πάνω σε μία αγελάδα, ή του Νεοϋορκέζου που βρέθηκε μέσα σε ένα καταπράσινο λιβάδι, με την ψυχή του πλημμυρισμένη από «αγάπη και ευτυχία» και έβλεπε σε απόσταση του Μανχάταν και ένα λούνα πάρκ.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στη μελέτη των Οσις και Χάραλντσον οι ινδουιστές βλέπουν τον «παράδεισο» τόσο συχνά όσο και οι χριστιανοί, και ενώ οι Χριστιανοί συχνά βλέπουν «αγγέλους» και τον «Ιησού», οι ινδουιστές εξίσου συχνά βλέπουν ινδουιστικούς ναούς και θεούς. Ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι ότι η θρησκευτική αφοσίωση ή η συμμετοχή σε θρησκευτικές δραστηριότητες φαίνεται να μην έχει καμιά απολύτως επίδραση όσον αφορά την ικανότητα τους να βλέπουν υπερκόσμια οράματα, «βαθιά θρησκευόμενοι ασθενείς βλέπουν κήπους, πύλες και τον παράδεισο τόσο συχνά, όσο κι εκείνοι που είναι λιγότερο ή και καθόλου θρησκευόμενοι. Μάλιστα, ένα μέλος του Ινδικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αθεϊστής και υλιστής, μεταφέρθηκε ενώ πέθαινε σε «ένα πανέμορφο μέρος, όχι του κόσμου τούτου ...;». Στο βάθος άκουγε μουσική και κάποια τραγούδια. Όταν συνειδητοποίησε ότι ζούσε ακόμα, στενοχωρήθηκε που ήταν ανάγκη να αφήσει αυτό το πανέμορφο μέρος. Κάποιος άλλος άνθρωπος είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και ενώ πέθαινε είπε τα ακόλουθα: «Βρίσκομαι στον παράδεισο. Υπάρχουν τόσα σπίτια γύρω μου, τόσοι δρόμοι με μεγάλα δέντρα που έχουν γλυκούς καρπούς και πουλάκια που τραγουδούν στις φυλλωσιές τους». Οι περισσότεροι από αυτούς που βιώνουν τέτοιες εμπειρίες διακατέχονται από αισθήματα χαράς, γαλήνης, ηρεμίας και αποδοχής του θανάτου, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιθυμούν να επιστρέψουν στη γήινη ζωή.

Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί όταν ερμηνεύουμε τα «οράματα παραδείσου» που βλέπουν οι ετοιμοθάνατοι ή οι «νεκροί». Όπως και προηγουμένως στο 2ο κεφάλαιο, όταν εξετάζαμε τη «συνάντηση με άλλους» έτσι και τώρα έχουμε καθήκον να κάνουμε μία σαφή διάκριση ανάμεσα στα γνήσια υπερκόσμια οράματα, που είναι δωρεά της Θείας Χάριτος από την απλώς και μόνο φυσική εμπειρία η οποία, ακόμα κι αν ξεφεύγει από τα συνήθη ανθρώπινα όρια, δεν είναι ούτε στο ελάχιστο «πνευματική» και δε μας λέει τίποτα απολύτως για την αληθινή πραγματικότητα είτε του παραδείσου είτε της κόλασης έτσι όπως παρουσιάζονται στην αυθεντική χριστιανική διδασκαλία.

Και τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο πιο σημαντικό μέρος της έρευνας μας για τις εμπειρίες στο κατώφλι του θανάτου και τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες: πρώτον, την εκτίμηση και αξιολόγησή τους με κριτήριο την αυθεντική Χριστιανική διδασκαλία και εμπειρία γύρω από τη μετά θάνατον ζωή, και δεύτερον, τον προσδιορισμό της σημασίας τους καθώς και της σπουδαιότητάς τους για τη σημερινή εποχή. Ήδη όμως έχουμε τη δυνατότητα, στο σημείο αυτό, να προβούμε σε μία  προκαταρκτική εκτίμηση της «εμπειρίας παραδείσου» που τόσο συχνά αναφέρεται σήμερα, οι περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες, ίσως μάλιστα και όλες, έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία με τη Χριστιανική εμπειρία παραδείσου. Τα οράματα αυτά δεν είναι πνευματικά αλλά του κόσμου τούτου. Είναι τόσο σύντομα, τόσο ευπρόσιτα, τόσο κοινά, τόσο γήινα στις εικόνες που περιγράφουν, που είναι αδύνατο να συγκριθούν σοβαρά με τα αληθινά Χριστιανικά οράματα παραδείσου τα οποία έχουν εκδηλωθεί κατά το παρελθόν και μερικά από τα οποία θα περιγράψουμε παρακάτω. Ακόμα και το πιο «πνευματικό» στοιχείο που ενυπάρχει σε μερικά από αυτά - η αίσθηση της «παρουσίας» του Χριστού- μας πείθει πιο πολύ για την πνευματική ανωριμότητα εκείνων που βλέπουν τα οράματα, παρά για οτιδήποτε άλλο. Τα οράματα αυτά δεν προκαλούν βαθύτατο δέος, φόβο Θεού και μετάνοια, που η αυθεντική εμπειρία της παρουσίας του Θεού προκαλεί στους χριστιανούς αγίους, η εμπειρία του Αποστόλου Παύλου στο δρόμο για τη Δαμασκό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας τέτοιας αυθεντικής εμπειρίας: «εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκώ και εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φώς από του ουρανού, και πεσών επί την γήν ήκουσεν φωνήν λέγουσαν αυτώ, Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις; Είπε δε, τις ει, Κύριε; Ο δε Κύριος είπεν, εγώ είμι Ιησούς ον συ διώκεις, αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι τι σε δεί ποιείν. Οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτώ ειστήκεισαν ενεοί, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες. Ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γής, ανεωγμένων δε των οφθαλμών αυτού ουδένα έβλεπε, χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν. Και ην ημέρας τρείς μη βλέπων, και ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν (Πράξεις Αποστόλων).Αντίθετα, οι σύγχρονες εμπειρίες προκαλούν κάτι που θυμίζει περισσότερο την «άνεση» και τη «γαλήνη» των μοντέρνων πνευματιστικών και πεντηκοστιανών κινήσεων.

Ωστόσο δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε ότι αυτές οι εμπειρίες είναι ασυνήθιστες, πολλές δεν μπορούν να υποτιμηθούν ως απλές παραισθήσεις και φαίνονται να λαμβάνουν χώρα εκτός των ορίων της γήινης ζωής, όπως αυτή εννοείται γενικά, σε έναν κόσμο κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου, αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.

Αμέσως παρακάτω θα διαλευκάνουμε τη φύση αυτού του κόσμου, εξετάζοντας πρώτα απ' όλα την αυθεντική Χριστιανική μαρτυρία, και κατόπιν - όπως κάνει ο Δρ. Μούντυ και πολλοί άλλοι που έχουν γράψει σχετικά με το θέμα - θα εξετάσουμε τα κείμενα των σύγχρονων αποκρυφιστών και άλλων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έχουν ταξιδέψει στον κόσμο τον οποίο θα ερευνήσουμε. Τα ευρήματα αυτής της τελευταίας πηγής, εάν κατανοηθούν ορθά, προσφέρουν μία εκπληκτική επιβεβαίωση της Χριστιανικής αλήθειας.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν θέτοντας το ερώτημα: ποιος είναι εκείνος ο κόσμος, σύμφωνα με τη Χριστιανική διδασκαλία, στον οποίο εισέρχεται πρώτα η ψυχή μετά το θάνατο;

Ο εναέριος κόσμος των πνευμάτων

Η κατανόηση της φύσης του κόσμου στον οποίο εισέρχεται η ψυχή μετά το θάνατο, απαιτεί τη μελέτη του θέματος μέσα στο συνολικό πλαίσιο της ανθρώπινης φύσης. Χρειάζεται να γνωρίσουμε ποια ήταν η φύση του ανθρώπου πριν την πτώση του, τις αλλαγές τις οποίες υπέστη μετά την πτώση, και τέλος τις δυνατότητες που έχει ο άνθρωπος για επικοινωνία με τα πνευματικά όντα.

Ίσως η πιο συνοπτική ανάλυση της Ορθόδοξης διδασκαλίας πάνω σε αυτά τα θέματα περιέχεται στον ίδιο τόμο των έργων του Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ από τον οποίο έχουμε ήδη παραθέσει αποσπάσματα σχετικά με την Ορθόδοξη διδασκαλία περί αγγέλων. Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος αφιέρωσε ένα κεφάλαιο του τόμου αυτού στο θέμα της αντίληψης των πνευμάτων μέσω των σωματικών αισθήσεων, δηλαδή των αγγελικών και δαιμονικών εμφανίσεων στους ανθρώπους. Στη συνέχεια, θα παραθέσουμε αποσπάσματα από το συγκεκριμένο κεφάλαιο, το οποίο εκφράζει την Ορθόδοξη Πατερική διδασκαλία, όπως τη μετέδωσε με σοβαρότητα και ακρίβεια ένας από τους μεγάλους Ορθόδοξους πατέρες της σύγχρονης εποχής.

Η αρχική φύση του ανθρώπου

«Πριν την πτώση του ανθρώπου, το σώμα του ήταν αθάνατο, ξένο προς κάθε ασθένεια, ξένο προς τη σημερινή του βραδυκινησία και παχύτητα, ξένο προς τα αμαρτωλά και σαρκικά αισθήματα τα οποία σήμερα  θεωρεί ως φυσικά να ενυπάρχουν σε αυτό. Οι αισθήσεις του ήταν ασυγκρίτως πιο εκλεπτυσμένες, και δρούσαν τελείως ελεύθερα και σε ένα απείρως ευρύτερο φάσμα. Ενδεδυμένος με τέτοιο σώμα, με τέτοια αισθητήρια όργανα, ο άνθρωπος ήταν ικανός να αντιλαμβάνεται μέσω των αισθήσεων του τα πνεύματα, στην τάξη των οποίων ανήκε ως προς την ψυχή του. Ήταν ικανός να έρχεται σε κοινωνία με το Θεό η οποία είναι φυσική στα άγια πνεύματα. Το άγιο σώμα του ανθρώπου δεν αποτελούσε εμπόδιο, ούτε και διαχώριζε τον άνθρωπο από τον κόσμο των πνευμάτων. Ο άνθρωπος, ενδεδυμένος με σώμα, είχε τη δυνατότητα να κατοικεί στον παράδεισο, στον οποίο τώρα μόνον οι άγιοι, και μόνο με τις ψυχές τους, μπορούν να παραμένουν, και προς τον οποίο θα ανέλθουν τα σώματα των αγίων μετά την ανάσταση. Τότε τα σώματα αυτά θα αφήσουν στον τάφο την παχύτητα την οποία προσέλαβαν μετά την πτώση και θα γίνουν πνευματικά σώματα, ακόμα και πνεύματα, σύμφωνα με την έκφραση του αγ. Μακαρίου του Μεγάλου, και θα εκδηλώσουν εκείνες τις ιδιότητες οι οποίες τους δόθηκαν κατά τη δημιουργία τους. Τότε οι άνθρωποι θα εισέλθουν και πάλι στην τάξη των αγίων πνευμάτων και θα βρίσκονται σε ανοικτή κοινωνία μαζί τους. Ένα παράδειγμα του σώματος, που θα είναι ταυτόχρονα σώμα και πνεύμα, είναι το σώμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά την ανάστασή Του».

Η πτώση του ανθρώπου

Με την πτώση τόσο η ψυχή όσο και το σώμα του ανθρώπου άλλαξαν. Υπό την ακριβή έννοια η πτώση ήταν για την ψυχή και για το σώμα επίσης, ένας θάνατος. Αυτό το οποίο βλέπουμε και ονομάζουμε ως  θάνατο είναι στην ουσία μόνον ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, εκ των οποίων και τα δύο - ψυχή και σώμα- είχαν ήδη θανατωθεί εξ αιτίας της πτώσης. Οι αδυναμίες του σώματός μας, η αρνητική επίδραση που ασκούν σε αυτό διάφορες ουσίες από τον υλικό κόσμο, η παχύτητά του - αυτές είναι συνέπειες της πτώσης. Εξαιτίας της πτώσης το σώμα του ανθρώπου εισήλθε στην ίδια τάξη με αυτήν στην οποία ανήκουν τα σώματα των ζώων. Η ζωή του ομοιώθηκε με τη ζωή των άλογων ζώων, τη ζωή της πεπτωκυίας φύσης του. Το μεταπτωτικό σώμα είναι τύμβος και φυλακή για την ψυχή.

Αν και οι εκφράσεις που χρησιμοποιήσαμε είναι έντονες, ωστόσο, δεν εκφράζουν επαρκώς τον ξεπεσμό του σώματός μας από το ύψος της πνευματικής κατάστασης στη σαρκική. Ο άνθρωπος πρέπει να εξαγνίσει τον εαυτό του με την επιμελή μετάνοια, πρέπει να νιώσει τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό την ελευθερία και το ύψος της πνευματικής κατάστασης, έτσι ώστε να αποκτήσει μία κατανόηση της αξιοθρήνητης θέσης στην οποία βρίσκεται το σώμα του, της κατάστασης νέκρωσής του λόγω της απομάκρυνσης από το Θεό.

Σε αυτήν την κατάσταση, λόγω της ακραίας παχύτητας και τραχύτητάς τους, οι σωματικές αισθήσεις είναι ανίκανες να έλθουν σε κοινωνία με τα πνεύματα, δεν τα βλέπουν, δεν τα ακούν, δεν τα αισθάνονται. Ετσι ο αμβλύς πέλεκυς δεν είναι πλέον ικανός να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με το σκοπό του. Τα άγια πνεύματα αποφεύγουν την κοινωνία με τους ανθρώπους που είναι ανάξιοί της, ενώ τα πεπτωκότα πνεύματα, τα οποία μας έχουν παρασύρει στην πτώση τους, βρίσκονται ανάμεσά μας και, με σκοπό να μας κρατούν πιο εύκολα σε αιχμαλωσία, πασχίζουν να καταφέρουν να μένουν απαρατήρητα, τόσο τα ίδια όσο και οι αλυσίδες με τις οποίες μας κρατούν. Και αν κάποτε αποκαλύπτουν τον εαυτό τους, το κάνουν για να δυναμώσουν ακόμα περισσότερο την κυριαρχία τους επάνω μας.